Η ἀτμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Τά πνεύματα μέσα στήν μικρή συνοδεία τῶν μοναχῶν ἦταν πολύ ἠλεκτρισμένα. ῾Η κατάσταση δέν ἔπαιρνε ἄλλο. Μᾶλλον εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά πάρει ὁ πειρασμός πόδι ἀπό τόν τόπο τους. Νά πάει ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μόνος ἤ ἔστω μέ ἄλλους πού τά κριτήριά τους ὅμως θά ἦταν πολύ πιό κάτω ἀπό τά δικά τους. ῎Οχι μόνο τούς προκαλοῦσε μέ τήν στάση του, ἀλλά γινόταν καί πολύ κακό παράδειγμα γιά τούς διάφορους προσκυνητές πού τύχαινε νά περάσουν ἀπό ἐκεῖ καί νά βρεθοῦν μάλιστα σέ κάποια ἀγρυπνία τους. ῾Η κακή εἰκόνα του ἀντανακλοῦσε σέ ὅλους τους. Τί θά λέγανε καί γι᾽ αὐτούς;
Στήν ἀρχή δέν πολυέδωσαν σημασία. Τό ἀντιμετώπισαν μᾶλλον χαλαρά. ῾Ορισμένοι ἴσως καί νά τό διασκέδασαν. ᾽Αλλά ὅταν παρόλη τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔγινε, ἀρχικά ἀπό κάποιον ἀδελφό κι ἔπειτα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, ἐκεῖνος συνέχιζε τήν ἴδια τακτική, ἄρχισαν νά τό θεωροῦν ἐνοχλητικό. Καί ἡ ἐνόχληση γρήγορα πῆρε τήν μορφή τῆς ταραχῆς καί τῶν νεύρων. Ναί, ὁ νέος καλόγερος πού εἶχε φτάσει στήν συνοδεία τους πρίν ἀπό μερικές μῆνες, μέ καλές συστάσεις εἶναι ἀλήθεια, χωρίς νά προκαλεῖ κάποιο ἄλλο πρόβλημα πέρα ἀπό αὐτό, ἔγινε τό ἀγκάθι τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ τους.
῾Μά νά μήν ἀκούει οὔτε καί τόν Γέροντα; Μεγάλη ψυχή ἔχει ὁ Γέροντάς μας πού τόν ἀνέχεται ἀκόμη καί δέν τόν ἔχει διώξει᾽, ἦταν τό μόνιμο σχεδόν σχόλιο τῶν παλαιοτέρων καί γεροντοτέρων καλογέρων.
Κάνα δυό προσπάθησαν νά τόν δικαιολογήσουν. ῾Νέος εἶναι. Κάνει τόν ἀγώνα του. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ σέ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτό. ᾽Αλλά, καί σ᾽ αὐτό πού φαίνεται ὅτι ἐνοχλεῖ, κοιτάξτε: ἔρχεται πάντα στίς ἀκολουθίες καί στίς ἀγρυπνίες. Δέν ἔλειψε ποτέ. ῾Απλῶς...τόν πιάνει ὁ ὕπνος᾽.
Νά, λοιπόν, τό πρόβλημα μέ τόν καλόγερο ᾽Αγάθωνα πού εἶχε γίνει ἀγκάθι γιά τούς πολλούς καί τούς τάραζε: στίς ἀκολουθίες καί μάλιστα στίς ἀγρυπνίες μετά ἀπό λίγο κοιμόταν.
Τόν πρῶτο καιρό, εἴπαμε, δέν ἔδωσαν σημασία. ῞Υστερα ὅμως πήγαιναν καί τόν ξυπνοῦσαν. Μαλακά στήν ἀρχή, ἔπειτα πιό ἀπότομα. Κάποτε κυριολεκτικά τόν τράνταζαν. Κι αὐτός πεταγόταν ἐπάνω, συγχυσμένος, τρομαγμένος, ψελλίζοντας ῾συγγνώμη᾽, γιά νά σταθεῖ γιά λίγο ξυπνητός καί πάλι στήν συνέχεια νά καταπέσει.
Εἶναι ἐκπληκτικό γιά ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους τό πῶς ἕνα μικρό θεωρούμενο πρόβλημα μπορεῖ νά γίνει μεγάλο. Κάτι ἀνεπαίσθητο πού σέ ἄλλες στιγμές δέν τοῦ δίνουμε σημασία, κάτω ἀπό συγκεκριμένες συνθῆκες μπορεῖ νά πάρει τεράστιες διαστάσεις καί νά φτάσει στό σημεῖο νά μᾶς ῾σπάει τά νεῦρα᾽. Μία σταγόνα νεροῦ γιά παράδειγμα. Ποιός τῆς δίνει σημασία; Κι ὅμως, ὅταν σταλάζει ἐπίμονα, στόν ἴδιο τόπο, μέ τόν ἴδιο ρυθμό, συνέχεια καί συνέχεια, γίνεται ἐνόχληση, βάσανο, μαρτύριο.
Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί στούς συγκεκριμένους καλόγερους. ῾Η μικρή κοινωνία τους ταράχτηκε καί συγχύσθηκε ἀπό ἕνα ἐλάχιστο πρόβλημα: τήν ἀδυναμία ὕπνου ἑνός νέου καλογέρου, πού δέν ἄντεχε στίς ἀγρυπνίες. Καί δέν εἶναι κάτι ἄγνωστο τό πόσο μεγαλοποιοῦνται τά θέματα, τά ὅποια θέματα, ἐκεῖ πού συνυπάρχουν πολλές φορές λίγοι. ῾Μικρό χωριό κακό χωριό᾽ δέν λέει ἡ παροιμία; Νά, λοιπόν, πῶς τό τίποτα ἤ τό ὀλίγιστο κατάντησε νά γίνει μεγάλο. Νά δημιουργηθεῖ πρόβλημα, νά φτάσουν στό σημεῖο οἱ καλόγεροι νά συζητᾶνε καί νά ζητᾶνε ἀπό τόν Γέροντα νά διώξει τόν...πειρασμό.
῾Ο Γέροντας τούς ἄκουσε. Προσπάθησε νά κατανοήσει τόν πειρασμό τους, πού εἶχε ἀρχίσει νά γίνεται πειρασμός καί γιά τόν ἴδιο. ᾽Αλλά κάτι μέσα του τόν ἔτρωγε. ῎Ενιωθε ὅτι τό νά ἀπομακρύνει τόν ᾽Αγάθωνα μπορεῖ νά φαίνεται ὡς λύση, ἀλλά μᾶλλον θά ἀποτελεῖ καί δική τους ἧττα. Θά τούς εἶχε νικήσει ὁ πειρασμός. ᾽Αλλά πάλι ἔτσι, ἡ ταραχή θά συνεχιζόταν.
῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, μουρμούρισε. Νόμισε πώς βρῆκε τήν λύση. ῾Ναί, αὐτός θά μᾶς κατευθύνει σωστά. Θά μᾶς πεῖ ἄν εἶναι σωστό νά τόν ἀπομακρύνουμε ἤ ὄχι. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν. ῾Ο μεγάλος Γέροντας, ὁ διορατικός καί προορατικός, ὁ σοφός καί συνετός, πού ἡ ἀγάπη του εἶναι μιά ἀγκαλιά γιά ὅλον τόν κόσμο. ᾽Αρκεῖ νά δεχτεῖ βεβαίως τήν πρόσκλησή μου᾽.
῾Ο ἀββᾶς δέχτηκε. Δέν μποροῦσε νά ἀρνηθεῖ τό πέρασμά του ἀπό ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν ἀδελφοί πού πάλευαν καί ἀγωνίζονταν τόν πνευματικό ἀγώνα. Γιατί ἤξερε τό πόσο ὁ πονηρός πολεμάει τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς καλόγερους. ῾Λιοντάρι πού ὠρύεται καί ζητάει ποιόν νά καταπιεῖ᾽, κατά πῶς γράφει καί ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου ἅγιος Πέτρος.
῎Εκανε θερμή προσευχή πρός τόν Κύριο νά ἐλεήσει τά πλάσματά Του. Νά τοῦ δώσει φώτιση νά κατανοήσει τό πρόβλημα γιά τό ὁποῖο τόν εἰδοποιοῦσε ὁ ἡγούμενος. Νά γίνει τό ὄργανο ᾽Εκείνου, ὥστε ἀφενός νά καταντροπιασθεῖ ὁ πονηρός, ἀφετέρου νά δοξαστεῖ τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Τόν ὑποδέχτηκαν ὅλοι μέ μεγάλες τιμές. Ἡ παρουσία του κάθε φορά συνοδευόταν πράγματι μέ ἐκδηλώσεις πού ἔφθαναν κάποιες φορές καί σέ ἐπίπεδο ὑπερβολῆς. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν ἦταν καί γιά τήν συνοδεία αὐτή ὁ μεγάλος καθοδηγητής τους. ῎Ηξεραν πώς ὅ,τι τοῦ ἔθεταν ὡς πρόβλημα καί λογισμό θά ἔπαιρναν τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Περίμεναν λοιπόν καί γιά τό συγκεριμένο πού εἶχε ἀναφανεῖ. Γιατί ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος εἶχε φροντίσει νά στείλει σέ ἐξωτερικό διακόνημα τόν ᾽Αγάθωνα, τούς εἶχε πληροφορήσει γιά τόν σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ του.
῾Ο ὅσιος Πατέρας ἄκουσε τό πρόβλημα. Εἶδε τήν ταραχή. Καί κατάλαβε αὐτό πού τόν λύπησε πιό πολύ ἀπό ὅλα: ὄχι τήν ἀδυναμία τοῦ ἀδελφοῦ μέ τόν ὕπνο, ἀλλά τήν ἀδυναμία τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν νά τόν ὑπομείνουν καί νά ἀντιμετωπίσουν τόν τρισκατάρατο πού βρισκόταν καλά κρυμμένος ἀπό πίσω, δουλεύοντάς τους μέ τά ἐκ δεξιῶν λεγόμενα ὅπλα: τήν διακράτηση ἐν προκειμένῳ ἑνός τυπικοῦ. ῾Η αὐστηρότητά τους σχεδόν τόν τρόμαξε.
῾᾽Αδελφοί᾽ εἶπε. ῾Χαίρομαι πού βρίσκομαι ἀνάμεσά σας, ἀνάμεσα σέ πιστούς πού λατρεύουν τόν Κύριο καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου πού σᾶς δίνεται καί θά σᾶς δοθεῖ εἶναι πλούσια. ᾽Αλλά δέν βλέπετε τί γίνεται μέ τήν συγκεκριμένη περίπτωση πού μοῦ λέτε; Δέν βλέπετε πώς τό ἔλλειμμα βρίσκεται στήν δική σας πλευρά ὡς ἔλλειμμα ἀγάπης; ῾Ο ἀπόστολος δέν λέει πώς ῾ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει, οὐδέποτε ἐκπίπτει᾽; ῾Η ἀγάπη ὅλα τά ἀνέχεται, ὅλα τά ὑπομένει, ποτέ δέν ξεπέφτει. Ποῦ εἶναι ἡ δική σας ἡ ἀνοχή; Ποῦ εἶναι ἡ ὑπομονή σας; Ποῦ ἡ διάρκεια τῆς ἀγάπης σας; Καί ἡ ἔλλειψη αὐτή δέν ἀποδεικνύει ὅτι δέν ζεῖτε σωστά ὡς μέλη τοῦ Κυρίου μας; ῾Ο καθένας μας δέν συνιστᾶ μέλος τοῦ σώματος ᾽Εκείνου, συνεπῶς εἴμαστε δεμένοι καί μέ ᾽Εκεῖνον ὡς κεφαλή ἀλλά καί μεταξύ μας; ῎Αν ὑπάρχει κάποια ἀδυναμία σέ ἕνα μέλος, σημαίνει ὅτι τά ἄλλα μέλη πρέπει νά τήν δοῦν καί ὡς δική τους ἀδυναμία. Πιστεύετε λοιπόν ὅτι ἡ αὐστηρότητα, ἡ ἀπότομη στάση σας ἀπέναντι στόν ἀδελφό σας θά τόν διορθώσει; ῎Αλλη στάση ζωῆς ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει, ἄν θέλουμε νά διορθώσουμε τόν πάσχοντα συνάνθρωπό μας᾽.
῎Εκανε παύση ὁ ἀββᾶς. Δέν εἶχε συνηθίσει νά ρητορεύει. Μόνιμη ἐπιλογή του ἦταν νά εἶναι τό παράδειγμα καί ὅποιος θέλει μετά νά τόν ἀκολουθεῖ. ῾῾Ο ποιήσας καί διδάξας᾽ ἦταν ἡ κατευθυντήρια γραμμή του.
῾Δέν αἰσθάνομαι καλά πού σᾶς κάνω τόν δάσκαλο᾽, εἶπε καί ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό μέρος τῆς καρδιᾶς. Τό ἀνασήκωσε καί πάλι. ῾᾽Αλλά ἐπειδή μέ κινεῖ τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς στόν ἡγούμενο σᾶς τά λέω. ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας. Καί δέν θέλω νά σᾶς περιπαίζει ὁ διάβολος᾽ συμπλήρωσε.
῾Γέροντα, σέ καταλαβαίνουμε καί ὁ λόγος σου μᾶς φέρνει καί πάλι στόν ἴσιο δρόμο τοῦ Χριστοῦ μας᾽ εἶπε μέ συστολή ὁ ἡγούμενος. ῾Τί νά κάνουμε συγκεκριμένα ὅμως μέ τόν ἀδελφό; Νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι πρέπει νά εἶναι ξύπνιος στίς ἀκολουθίες; Νά μήν τόν ξυπνᾶμε᾽; Κοντοστάθηκε. ῾Γέροντα, ἐσύ τί θά ἔκανες; Πές μας καί θά τό κάνουμε κι ἐμεῖς᾽.
Πιάστηκε ἡ ἀναπνοή τους. ῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου θά καθόριζε καί τήν δική τους στάση. ῎Ηδη μέσα τους ἡ συνείδηση τούς ἔλεγχε. Καταλάβαιναν ὅτι δέν λειτουργοῦσαν ἀπέναντι στόν ἀδελφό μέ ἀγάπη. ῞Οτι ἡ στάση τους δέν ἦταν χριστιανική. ῞Οτι συμπεριφέρονταν σάν τούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, μέ ὑπερηφάνεια.
῾Ο ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Φαινόταν ὅτι προσευχόταν μέ ἔνταση καί θέρμη. Δάκρυα πῆραν νά ἀναβλύζουν στά ἁγιασμένα μάτια του.
῾᾽Αδελφοί᾽, εἶπε σιγά, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ βάρους τῶν λόγων του. ῾Στήν θέση σας ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα τόν ἀδελφό νά κοιμᾶται...᾽
-τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τους τεντώθηκαν στό ἔπακρο μή χάσουν τό παραμικρό ἀπό τά λεγόμενά του-
῾...στήν θέση σας, λοιπόν, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπό τό κεφάλι του γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός᾽.
(Ἀπό τό Γεροντικό)