Δυὸ πατρίκιοι, οἱ αὐτάδελφοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν, ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στοὺς Ἁγίους Τόπους, συνάντησαν μία Ἑβραία, ἡ ὁποία εἶχε στὴν κατοχή της καὶ φύλαγε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐσέβεια, μέσα σὲ εἰδικὸ κιβώτιο τὴν τίμια Ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, ἔβαλαν σκοπὸ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησαν, στὴν συνέχεια κατασκεύασαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ Ἑβραία γυναῖκα καὶ φύλαγε τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ κιβώτιο αὐτό, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση ἡ γυναῖκα, τὸ ἄλλαξαν μὲ αὐτὸ ποὺ περιεῖχε τὴν τιμία Ἐσθῆτα.
Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.
www.synaxarion.gr
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (βλέπε ίδια ημέρα). Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.
Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.
www.saint.gr
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.
Ὁ Οἶκος
Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.