† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;

  


Ο Γεώργιος Φλώρος παραθέτει ένα σημαντικό απόσπασμα κειμένου από τους: «Μεγάλους Αγώνες του Αγίου Μαξίμου του ομολογητού εναντίον των Αιρετικών» και εξηγεί ποια είναι η Εκκλησία του Χριστού κατά τον Άγιο Μάξιμο και όχι κατά την γνώμη του καθενός.

Άραγε γιατί η Εκκλησία μας του χάρισε τον τίτλο του Ομολογητή; Έτσι για τα μάτια ή τυχαία;

Φυσικά και όχι, αλλά γιατί ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ την ΑΛΗΘΕΙΑ και την γνήσια πίστη του Χριστού! Ποια; Ότι η αλήθεια δεν ήταν αυτή που δήλωναν όλοι οι Πατριάρχες και οι αρχιερείς και ιερείς και οι κατά τόπους εκκλησίες, ότι δηλαδή ο Χριστός είχε ΜΙΑ ενέργεια και ΜΙΑ θέληση, αλλά η αλήθεια ήταν ότι ο Χριστός είχε ΔΥΟ θελήσεις και ΔΥΟ ενέργειες. Αυτή ήταν και είναι η Αλήθεια και γι’ αυτό ονομάστηκε ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ!

Τα μέσα που μηχανεύεται ο Διάβολος, για να αλλάξει τη γνώμη των Αγίων.

Ας δούμε όμως τί απάντησε ο Άγιος Μάξιμος για το θέμα ακριβώς αυτό, όταν πήγαν και τον βρήκαν, -στην εξορία και στην φυλακή που τον έβαλαν ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης- δύο απεσταλμένοι τους. Ο ένας μάλιστα εκ των δύο ήταν και Αρχιερέας.

Στην αρχή προσπάθησαν με κολακείες και έπειτα με εκφοβισμούς και απειλές να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Στην συνέχεια του έταξαν πολλά δώρα, χρήματα, τιμές, να τον κάνουν Δεσπότη και άλλα πολλά, αλλά και πάλι δεν τα κατάφεραν.

Έπειτα αφού είδαν ότι ο Άγιος δεν δεχόταν με τίποτε να δεχθεί τα όσα αιρετικά πίστευαν αυτοί, ούτε δεχόταν να επικοινωνήσει πνευματικά και εκκλησιολογικά μαζί τους, άρχισαν να τον ειρωνεύονται και να τον κοροϊδεύουν λέγοντάς του: «Είσαι καλά Μάξιμε; Μήπως έχεις τρελαθεί και δεν το ξέρεις; Δηλαδή, θέλεις να μας πεις, μετά απ’ όλα αυτά που συζητήσαμε, ότι εσύ ένας φτωχός και ταπεινός καλόγερος, (γιατί εκτός των άλλων, ήταν απλός Μοναχός, δεν ήταν καν ιερομόναχος ο Άγιος Μάξιμος, παρ’ όλο που ήταν και ηγούμενος) εσύ λοιπόν ένας απλός Μοναχός, ΜΟΝΟΣ σου χωρίς κανένα άλλον μαζί, έχεις την αλήθεια και μείς όλοι οι άλλοι, όλα τα Πατριαρχεία και όλες οι κατά τόπους εκκλησίες, όλοι οι Πατριάρχες, οι αρχιερείς, όλοι οι κληρικοί, όλος ο λαός, όλη η οικουμένη είναι στην πλάνη και στην αίρεση και είμαστε εκτός Εκκλησίας; Δηλαδή εσύ μόνο σε όλη την οικουμένη έχεις την αλήθεια; Εσύ μόνος σου είσαι η Εκκλησία; Τρελάθηκες τελείως; Για έλα στα συγκαλά σου, και έλα γρήγορα μαζί μας, πριν είναι πολύ αργά, για να ανήκεις και συ στην Εκκλησία του Χριστού, γιατί τώρα, αφού δεν επικοινωνείς μαζί μας, είσαι έξω από την εκκλησία, και σίγουρα θα χαθείς έτσι που πας».

Τι όμως τους απάντησε σε όλα αυτά τα φληναφήματα και ψευτοδιλήμματα ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής; «Εκκλησία, όπως είπε ο Χριστός μας, δεν είναι ούτε τα κτίρια, ούτε τα ντουβάρια, ούτε οι κληρικοί, ιερείς και αρχιερείς, ούτε τίποτε άλλο.

Αλλά Εκκλησία τι είναι; Είναι ο ίδιος ο Χριστός και η Αλήθειά Του, το Ευαγγέλιο Του, η Ορθή Πίστη, η ορθή δόξα. Αυτή είναι η Εκκλησία! Και όπου υπάρχει αυτή η αλήθεια, η ορθή δόξα, εκεί είναι και η Εκκλησία του Χριστού. Όπου δεν υπάρχει αυτή η ορθή δόξα, η ορθή ομολογία και η αλήθεια, εκεί δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία του Χριστού».

Γι’ αυτό λέγει και ένας άλλος μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (σπουδαίος Πατέρας, άφθαρτα τα λείψανά του στην Θεσσαλονίκη), τι λέει, μετά από τόσους αιώνες από τον Άγιο Mάξιμο, 7ος αιώνας ο Άγιος Mάξιμος, 14ος αιώνας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Mετά από 6-7 αιώνες λέει περίπου τα ίδια πράγματα. Tι;

Ακούστε: «Καί γάρ οἱ τοῖς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσίν, οἱ δέ μή ὄντες τῆς ἀληθείας οὐδέ τοῖς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσίν». Δηλαδή, «Αυτοί που είναι μέσα στην αλήθεια είναι και μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Ενώ αυτοί που είναι έξω από την αλήθεια δεν είναι ούτε μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, αλλά είναι έξω από αυτήν».

Και πώς το απέδειξε αυτό ο Άγιος Mάξιμος ο Oμολογητής, τα λόγια που σας είπαμε προηγουμένως που είναι τα ίδια με του Aγίου Γρηγορίου; Έφερε απόδειξη μέσα από το Ευαγγέλιο. Και τι είπε;

«Θυμάστε, -λέει ο Άγιος Μάξιμος- τι είπε ο Κύριός μας, στους μαθητές Του σαν απάντηση όταν τους ρώτησε, τι πιστεύουν και τι λένε οι άλλοι άνθρωποι γι’ Αυτόν; Και άλλοι μεν λέγανε, ότι είναι ένας προφήτης, άλλοι δε κάποιος διδάσκαλος, άλλοι το ένα και άλλοι το άλλο. Και τότε είπε ο Χριστός στους Μαθητές Του; Εσείς, τι λέτε ότι είμαι εγώ; Και πετάχτηκε ο Πέτρος και είπε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». Δηλαδή, «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο κεκρισμένος, ο Yιός του ζώντος Θεού, του αληθινού-πραγματικού Θεού, αφού δεν υπάρχει άλλος θεός και όλοι οι άλλοι είναι ανύπαρκτοι θεοί». Μέσα σε λίγες λέξεις όλη η Θεολογία της Πίστεώς μας. Και τότε τι είπε ο Χριστός στον Πέτρο; Εδώ προσέξτε τώρα! «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ᾿ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

 

Ακούσατε τι λέγει ο ίδιος ο Κύριός μας; Ότι την Εκκλησία Του την οικοδόμησε επάνω σε μία πέτρα. Ποια πέτρα; Την πέτρα της πίστεως. Τον ίδιο τον Χριστόν και την Αλήθειά Του. Την πέτρα της ομολογίας του Πέτρου. Σ’ αυτή την πέτρα λέει, της ομολογίας, σ’ αυτή την αλήθεια που είπες τώρα, ότι εγώ είμαι ο Yιός του Θεού του ζώντος, εκεί πάνω εγώ θα στηρίξω την Εκκλησία μου και αυτή θα είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, και αυτήν την Εκκλησία κανείς δεν θα μπορέσει να εξαφανίσει και να καταργήσει, ούτε ο ίδιος ο Άδης και ο Διάβολος!» (Ματθ. ΙΣΤ΄ 13-19)

Ο Χριστός και η διδασκαλία Του,είναι η ορθή Πίστη και η ορθή Δόξα.

Να λοιπόν ποια είναι και τι είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού! Ο ίδιος ο Χριστός και η Αλήθεια Του! Η Ορθή Πίστη και Δόξα! Δεν είναι ούτε τα ντουβάρια, ούτε οι μήτρες, ούτε οι πατερίτσες, ούτε οι αρχιερείς ούτε οι πατριάρχες ούτε κανένας. Κανείς, απ’ όλους αυτούς, εκτός εάν έχουν μαζί τους τον Χριστό και την Αλήθεια Του! Αν λοιπόν δεν έχουμε την αλήθεια και δεν είμαστε μέσα στην Ορθοδοξία, δεν είμαστε ούτε μέσα στην Εκκλησία άσχετα αν πηγαίνουμε σε ναούς, άσχετα αν κάνουμε μνημόσυνα, λειτουργίες, κοινωνάμε, βγάζουμε λόγους και κάνουμε οτιδήποτε. Προσέξτε λοιπόν αυτή την σημαντική λεπτομέρεια, γιατί θα έρθουν δύσκολες μέρες, και δεν θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε καταστάσεις. Θα μπερδευτούμε, θα υπάρχει μεγάλη σύγχυση, γιατί οι περισσότεροι θα ακολουθούν τους πολλούς, είναι το σύνδρομο της μάζας βλέπετε, πού πάει ο πολύς κόσμος. Γιατί θα λένε όλοι, είναι δυνατόν, όλοι αυτοί να έχουν άδικο και μόνο ένας ή δύο ή μια χούφτα άνθρωποι να έχουν δίκαιο;

Προσέξτε όμως τώρα! Πείτε π.χ. ότι ζούσατε εκείνη την εποχή, του Αγίου Μαξίμου του Oμολογητού, τον 7ο αιώνας, γύρω στο 650 (το 660 πέθανε ο Άγιος Μάξιμος) και σας έλεγε ο Άγιος Μάξιμος όλα αυτά τα πράγματα και βλέπατε λοιπόν να είναι μόνος του και όλοι οι άλλοι να είναι ενωμένοι, τι θα λέγατε τότε; Tι θα λέγατε; Ποιος θα είχε το δίκιο, ο ένας; Λογικό δεν είναι; Πολύ δύσκολο να πει κανείς ότι ο ένας, ένας καλόγερος είχε το δίκιο και όλοι οι άλλοι είχαν την πλάνη και ήταν μέσα στην αίρεση. Κι όμως τελικά αποδείχθηκε ότι ο Άγιος Μάξιμος είχε το δίκιο. Μετά από 60 ολόκληρα χρόνια από τότε που ξεκίνησε η αίρεση αυτή, και 20 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του Αγίου το 660 κοιμήθηκε, το έτος 681 μ.Χ. έγινε η 6η Οικουμενική Σύνοδος η οποία αναθεμάτισε όλους τους αιρετικούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, τον Σέργιο, τον Πύρρο, Παύλο, Πέτρο, αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Αντιοχείας τον Κύρο, αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Αντιοχείας τον Αθανάσιο, αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, αναθεμάτισε όλους εκείνους οι οποίοι πρέσβευαν αυτές τις πλάνες και αυτές τις αιρέσεις και δικαίωσε και μεγάλυνε και λάμπρυνε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Πότε όμως; Μετά από 20 χρόνια από την κοίμησή του και 60 χρόνια από το ξεκίνημα του μοναχικού και μεγάλου αγώνα του!

Πρέπει να φυλάξουμε την Πίστη μας ανόθευτη και ως κόρην οφθαλμού. Τι δίδαγμα βγαίνει λοιπόν από τον Άγιο Μάξιμο; Ότι πρέπει να φυλάξουμε, σαν κόρη οφθαλμού, όπως μας λέει αλλού ο ίδιος «το πρώτο και μέγα της σωτηρίας ημών φάρμακο, την καλή λέγω της πίστεως κληρονομία». Και μετά όλα τ’ άλλα και αν είμαστε μέσα στην αλήθεια, αν είμαστε μέσα στην Ορθοδοξία τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε έστω κι αν είμαστε μόνοι μας, θυμηθείτε και τους Τρεις Παίδες εν τη καμίνω. Τρεις ήταν μόνο εκείνοι που δεν προσκύνησαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορα. Όλοι οι άλλοι προσκύνησαν και φρονούσαν τα ίδια. Μόνο αυτοί οι τρεις αντιστάθηκαν να μην προσκυνήσουν το άγαλμα του Nαβουχοδονόσορα, όλοι οι άλλοι είχαν προσκυνήσει, μόνο αυτοί οι τρεις αντιστάθηκαν. Σκεφτείτε επίσης την εποχή του Νώε, πόσοι σώθηκαν; Μόνο 8 άτομα, όλους τους άλλους τους πήρε ο κατακλυσμός και εξαφανίστηκαν. Μην σας ξεγελάει λοιπόν το πλήθος αλλά να κοιτάτε πού βρίσκεται η αλήθεια. Ποιος έχει την ΑΛΗΘΕΙΑ!

Αυτό το σπουδαίο και μεγάλο μήνυμα και δίδαγμα βγαίνει από τη ζωή και το βίο του Αγίου Μαξίμου. Κλείνοντας θα θέλαμε σαν επίλογο να υπενθυμίσουμε στην αγάπη σας ότι ζούμε σε εσχατολογικά και ίσως σε χρόνια του Αντίχριστου. Ίσως, δεν είμαστε Θεός δεν είμαστε προφήτης, δεν γνωρίζουμε, ο Θεός γνωρίζει, πάντως τα σημεία των καιρών βοούν, ότι είμαστε πολύ κοντά. Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας, ας είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση, ας μην παρασυρόμαστε από μεγάλα λόγια, ας μην παρασυρόμαστε από το πλήθος, δεν βρίσκεται πάντοτε η αλήθεια μέσα στο πλήθος, ας μην μας τρομάζει ότι κάποιοι είναι μεγάλοι και τρανοί, είτε πολιτικοί, είτε εκκλησιαστικοί ηγέτες, και πώς είναι δυνατόν αυτοί δεν θέλουν να σωθούν, και δεν γνωρίζουν;

Σας θέτουμε και εμείς αμέσως το ερώτημα: Καλά, τότε στην εποχή των αιρέσεων, δεν ήθελε να σωθεί ο μεγάλος αιρεσιάρχης Άρειος ο Αλεξανδρινός και οι άλλοι αιρετικοί κληρικοί; Δεν ήθελαν να σωθούν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως που αναφέραμε προηγουμένως, ο Σέργιος, Πέτρος, Παύλος κ.λπ.; Αυτοί δεν ήθελαν να σωθούν, αυτοί δεν ήξεραν, δεν είχαν μόρφωση; Κι όμως ήταν αιρετικοί, κι όμως καταδικάστηκαν, όπως καταδικάστηκαν και τόσοι άλλοι αιρετικοί. Ας μην μας φοβίζει λοιπόν και μας δελεάζει το πλήθος, ή οι μεγάλοι ηγέτες, είτε θρησκευτικοί, είτε πολιτικοί. Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας. Ας προσπαθούμε να είμαστε πάντοτε κοντά στο Θεό και πάντοτε κοντά στην αλήθεια και ας προσευχόμαστε όλοι, μέρα νύχτα, ο Θεός να μας κρατάει κοντά του, να μας κρατάει μέσα στην Εκκλησία Του, μέσα στην ΑΛΗΘΕΙΑ Του, μέσα στην ορθή δόξα, γιατί χωρίς Ορθοδοξία, χωρίς την αληθινή Πίστη μας, χωρίς την Αλήθεια του Χριστού μας, δεν υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας.

Ταίς του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Η έμπρακτη Ορθόδοξη διδαχή του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού”.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ἄγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

 


Εἰς τό παρόν τεῦχος, λίαν ζωηρῶς, διαγράφεται ἡ ἀγωνιστική δρᾶσις τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἐναντίον τῶν τότε αἰρετικῶν Μονοθελητῶν. Ἡ ἐποχή, εἰς τήν ὁποίαν ὁ ὁσιος Μάξιμος ἐζησεν, ἔχει ἀρκετήν ὁμοιότητα μετά τῆς σημερινῆς. Περίοδος αἰρέσεως τότε, ὁμοίως και νῦν.Διά τοῦτο φρονοῦμεν ὅτι, ἡ τῶν ἀθλων καί ἀγώνων αὐτοῦ γνῶσις εἷναι λίαν χρήσιμος καί ὠφέλιμος, ὤστε ἐκ τούτων παραδειγματιζόμενοι νά ἐνεργῶμεν καί ἡμεῖς ἀναλόγως, ἄν ὅντως ἀπιθυμῶμεν νἀ εἴμεθα ὁρθόδοξοι, καί συνεχισταί τοῦ δρόμου τῶν ὁμολογητῶν πατέρων .

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.

Σημείωση ''ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ'' : Ας προβληματιστούν οι δήθεν αντιοικουμενιστές που μόνο στα λόγια είναι και δια του χαρτοπολέμου.

Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή­σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.


Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή­ση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κά­θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του.


Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή­σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά­στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ­τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε­ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:


ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι­λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί­ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη­καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν­νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ­τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α­κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ­νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα­λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.


ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί­τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι­στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ­πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».


ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ­χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη­κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ­ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο­εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ­τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ­γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α­θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα­ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί­ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά­λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε­μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μονα­δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο­ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι­νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ­χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα­ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά­λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι­ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα­ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή­πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα­ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε­αυτούς σας κι εμάς.
Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε­νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα­ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!


Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέπο­τε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:


ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοι­νωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήμα­τος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;


ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρη­στεύθηκε.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσε­βή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοι­χο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.


ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύ­ρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν ενα­ντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγ­καλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.


ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμά­των δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους α­γίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζε­ται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.


ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του εί­ναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέ­ρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέρ­γειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γί­νη η ένωσις.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγρα­φη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι εί­μαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κα­τάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέ­ρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επί­σκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η πε­ρί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυ­τά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέ­ρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατά­κριμα του αναθέματος.


ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το ό­νομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέ­τοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκα­τάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέ­λευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλη­σιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.


ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πά­ρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημ­βρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρεί­ται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.


ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.


Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χα­ρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν με­τάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έ­βαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ό­ταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεο­δόσιος:


ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;


Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω αν­δρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρού­σης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύ­λος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέ­λομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πα­τρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύ­σιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδό­σιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υπο­χρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε:


ΤΡΩΙΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεο­στήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κά­νης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης;


Ο Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;


Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας:


ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως.


Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λό­γω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περή­φανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.


Και αμέσως ο Τρώιλος είπε:


ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη.


Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:


ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χω­ρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.


Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:


ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Ε­πειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύ­ναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχρα­ντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη. Γιατί γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον ε­δώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου απο­σχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».


Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;


Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν ό­λοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μά­λιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύ­θηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επί­σκοπος και είπε:


ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέ­ρωμε στον αγαθό μας βασιλέα.


Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχά­σουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότη­τα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος:


ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς ε­μάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμα­στε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέ­λειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κί­νησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.


Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νο­ερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;


ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.


Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος α­γιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.


Και είπε ο Τρώιλος:


ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύ­πος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγά­σουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε ό­λοι.


Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.


Και είπε ο Τρώιλος:


ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.


Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πα­τρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιο­σύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτή­ριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κα­νένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κιν­δυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.


Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:


ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;


Και είπε ο αββάς Μάξιμος:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.


ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν ό­πως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Α­ληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση κα­θένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.


Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.


Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντι­νούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθε­μάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύ­μων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχο­ντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέ­σως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πο­λυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστά­σιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συ­νέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώ­δη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε ε­ναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.


Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώ­ρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΝΔΟΞΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ 15 Αὐγούστου (Λόγος εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ)



Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν. 
Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν. 
Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου. 
Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν». 

Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38). 
Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον. 
Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς. 
Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών. 

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν. 
Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν. 
Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.
Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».
Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της. 
Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς. 

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν. 

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά». 

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου. 

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του. 

Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. 

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. 

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». 

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς: 

»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.

»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».

Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα⋅ γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».

Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.

Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».

Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον⋅ καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.

Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.

Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

Πηγή: Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου "Μπουραζέρη", Άγιον Όρος, 2010.


e-theotokario.blogspot.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.

Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Δείτε σχετικά:
1. Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: Εγκώμιον εις την κοίμησιν της Aγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
2. Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά)