Νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ φοβᾶσαι δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι ἅγιος»· καὶ ὁ ἄλλος: «Δὲν θὰ σωθεῖς». Κι οἱ δύο αὐτοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ δὲν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους. Ἐσύ, ὅμως, νὰ σκέφτεσαι: «Ἐγὼ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλὰ ὁ Ἐλεήμων Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ σ΄ ἐμένα τὶς ἁμαρτίες μου».
Πίστευε ἔτσι, καὶ θὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σου: Θὰ σὲ συγχωρήσει ὁ Κύριος. Μὴ βασίζεσαι, ὅμως, στοὺς προσωπικούς σου ἀγῶνες, ἔστω καὶ ἂν εἶσαι μεγάλος ἀσκητής. Ἕνας ἀσκητής μου ἔλεγε: «Βεβαίως θὰ ἐλεηθῶ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες τὴν ἡμέρα». Ὅταν, ὅμως, ἦρθε ὁ θάνατος, «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του».
Ὄχι, λοιπόν, γιὰ τὶς ἀσκήσεις μας, ἀλλὰ δωρεάν, κατὰ τὴ χάρη Του ἐλεεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος θέλει τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι ταπεινή, ἄκακη, καὶ νὰ συγχωρεῖ τοὺς πάντες μὲ ἀγάπη· τότε καὶ ὁ Κύριος συγχωρεῖ μὲ χαρά. Ὁ Κύριος τούς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς πάντες, καὶ ἂν δὲν μποροῦμε, τότε πρέπει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀρνηθεῖ, ἀλλὰ θὰ βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του.
Ὅταν ἤμουν ἀκόμα ἀρχάριος, γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σὺν Θεῷ καὶ ἐν Θεῷ, καὶ τὸ πνεῦμα χαίρεται γιὰ τὸν Κύριο, ἔστω καὶ ἂν τὸ σῶμα ἀποκάμνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς, ὅμως, νὰ χάσεις αὐτὴν τὴν χάρη καὶ μὲ ἕναν κακὸ λογισμό.
Μὲ τὸν κακὸ λογισμὸ εἰσέρχεται μέσα μας μία ἐχθρικὴ δύναμη, καὶ τότε σκοτίζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὴ βασανίζουν κακὲς σκέψεις. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀπώλειά του καὶ καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἴδιος, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός».
Ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο, μαθαίνει ἀπὸ τὴ μακροχρόνια πείρα της, ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές, τότε αἰσθάνεται, ἔστω καὶ λίγο, τὴ χάρη μέσα του κι ἔχει παρρησία στὴν προσευχή. Ἄν, ὅμως, ἁμαρτήσει μὲ κάποιον λογισμὸ καὶ δὲν μετανοήσει, τότε κρύβεται ἡ χάρη καὶ ἡ ψυχὴ θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἡ ψυχὴ διέρχεται ὅλη της τὴ ζωὴ στὸν ἀγώνα μὲ τοὺς λογισμούς. Ἐσύ, ὅμως, μὴ μένεις στὴν ἀκηδία ἐξαιτίας τοῦ ἀγώνα, γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν ἀνδρεῖο ἀγωνιστή.
Πονηροὶ λογισμοὶ καταπονοῦν τὴν ὑπερήφανη ψυχή, καὶ ἂν δὲν ταπεινωθεῖ, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν ἁμαρτωλοὶ λογισμοὶ σὲ πολιορκοῦν, φώναζε πρὸς τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἀδάμ: «Κύριε, Ποιητή μου καὶ Πλάστη μου, βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή μου τυραννιέται ἀπὸ τοὺς λογισμούς… Ἐλέησέ με». Καὶ ὅταν στέκεσαι ἐνώπιόν τοῦ Δεσπότου, νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι Αὐτὸς θὰ ἐκπληρώσει ὅλα τὰ αἰτήματά σου, ἂν εἶναι ὠφέλιμα σὲ σένα.
Ἦρθαν σύννεφα, κρύφτηκε ὁ ἥλιος καὶ σκοτείνιασε. Ἔτσι γιὰ ἕνα λογισμὸ ὑπερηφάνειας στερεῖται ἡ ψυχὴ τὴ χάρη καὶ τὴν καλύπτει τὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ ἕναν ταπεινὸ λογισμὸ ἐπανέρχεται ἡ χάρη. Αὐτὸ τὸ γνώρισα ἐκ πείρας.
Νὰ ξέρεις ὅτι, ἂν ὁ λογισμός σου συνηθίζει νὰ παρατηρεῖ ἀνθρώπους, πῶς ζεῖ ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος, αὐτὸ εἶναι ἔνδειξη ὑπερηφάνειας.
«Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου». Παρατήρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ δεῖς: Μόλις ἡ ψυχὴ ἀποκτήσει ἔπαρση ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ, ἀμέσως ἀκολουθεῖ κάποιος λογισμὸς ὄχι εὐάρεστος στὸν Θεό, καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή.
Ἄν, ὅμως, δὲν ταπεινωθεῖ, τότε ἔρχεται ἕνας μικρὸς πειρασμός.
Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, ἀρχίζει ὁ πόλεμος τῆς σαρκός.
Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, τότε πέφτει πάλι σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα.
Ἂν καὶ τότε δὲν ταπεινωθεῖ, θὰ ἔλθει μεγαλύτερη ἁμαρτία.
Κι ἔτσι θὰ ἁμαρτάνει, ὡσότου ταπεινωθεῖ.
Μόλις, ὅμως, ταπεινωθεῖ, ἀμέσως θὰ δώσει ὁ Ἐλεήμων Κύριος στὴν ψυχὴ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, καὶ τότε θὰ περάσουν ὅλα τὰ κακὰ καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθρικοὶ λογισμοί. Ἔπειτα, ὅμως, πρέπει νὰ κρατᾶς μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις τὴν ταπείνωση, ἀλλιῶς θὰ ξαναπέσεις στὴν ἁμαρτία.
Βλέποντας ὁ Κύριος ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι στερεωμένη στὴν ταπείνωση, ἀπομακρύνει τὴ χάρη, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ φοβᾶσαι: Ἡ χάρη εἶναι μέσα σου, ἀλλὰ κρυμμένη. Μάθε νὰ σταματᾶς ἀμέσως τοὺς λογισμούς. Ἄν, ὅμως, ξεχάσεις καὶ δὲν τοὺς διώξεις ἀμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια. Κοπίασε σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ συνήθεια. Ἡ ψυχὴ ἀποκτᾶ συνήθεια, ἂν τὴν διδάξεις, καὶ ἐνεργεῖ ἔτσι σὲ ὅλη της τὴ ζωή.
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ ὁ πονηρὸς πονηρούς. Ὅλοι, ὅμως, ὀφείλουν νὰ μάθουν τὸν πόλεμο μὲ τοὺς λογισμούς, καὶ νὰ μάθουν νὰ μετατρέπουν τοὺς κακοὺς λογισμοὺς σὲ ἀγαθούς. Αὐτὸ εἶναι σημάδι πεπειραμένης ψυχῆς.
Ρωτᾶς πῶς γίνεται αὐτό;
Νά! Ὅπως ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται πότε κρυώνει καὶ πότε ζεσταίνεται, τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος γνώρισε ἐκ πείρας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀκούει πότε ὑπάρχει στὴν ψυχή του ἡ χάρη καὶ πότε ἔρχονται τὰ πονηρὰ πνεύματα.
Ὁ Κύριος δίνει στὴν ψυχὴ τὴ σύνεση νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἔλευσή Του καὶ νὰ Τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ κάνει τὸ θέλημά Του. Ἐπίσης ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερική τους μορφή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπενέργειά τους στὴν ψυχή.
Οἱ ἐχθροὶ εὔκολα ἐξαπατοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει τὴν πείρα αὐτή.
Οἱ ἐχθροὶ ἔπεσαν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ μᾶς παρασύρουν στὴν ἴδια πτώση, ὑποβάλλοντας λογισμοὺς ἐπαίνου. Καὶ ἂν ἡ ψυχὴ δεχθεῖ τὸν ἔπαινο, τότε ἡ χάρη φεύγει, ἐφόσον δὲν ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Καὶ ἔτσι σὲ ὅλη τὴ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ μαθητεύει στὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν τὸ μάθει αὐτὸ ἡ ψυχή, δὲν θὰ γνωρίσει ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν θὰ μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ μὲ καθαρὸ νοῦ.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣΕΞ)