† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ



Σήμερα ένας φαίνεται καλός, αύριο πίπτει, χαλάει, δεν αναγνωρίζει και ό ίδιος τον εαυτό του. Δύσκολα να βρεις άνθρωπο αμετάβλητον. Άλλοι πάλι, παντού, αλλού τρέχουν για να βρουν χαρά και ηρεμία, μόνον στον Χριστόν μας δεν τρέχουν. Πάντως βέβαια, λέγουν οί Πατέρες, μηδένα προ του τέλους μακάριζε, αλλά και μηδένα προ του τέλους απέλπιζε! Να παρακαλέσωμεν τον Θεόν να μας λυπηθεί και να μας ελεήσει. Επικοινωνίες κόψε! Σε φθάνουν τα δικά σου! Οι άλλοι, ότι γράμματα ξέρουν, αυτά και σου λένε. Τα δικά τους ζουν, τα δικά τους ξέρουν, αυτά σου λένε. Τα δικά σου δεν τα ζουν, δεν τα ξέρουν, δεν τα αγαπούν! Πώς λοιπόν, αφού δεν γνωρίζουν την γλώσσα σου,που εσύ μιλάς, θέλεις να σου μιλήσουν! Μη υποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν του άλλου, έχθρα είναι και γίνεται αμαρτία και σε κείνων πού ακούει και δεν κάνει και εσύ στεναχωρείσαι και ταράζεσαι. Στον άλλο να λέγεις τόσα, όσα νομίζεις ότι θα σηκώσει,όχι περισσότερα. Να μη θυμώνετε. 


Να γλυκαίνετε με την ζάχαρη σας, δηλαδή με τον καλόν σας λόγο τον άλλο. Κάθε άνθρωπος έχει κάποιο χάρισμα. Βρες το χάρισμά του και επαίνεσέ τον. Χρειάζεται και ο έπαινος (προς τόνωσιν) και η καλοσύνη και η αγάπη. Τότε ο άλλος και πολύ καλός να μη είναι, δια την τιμήν, τον έπαινο, την αγάπη πού του εκδηλώνουν, ελέγχεται και γίνεται καλύτερος. Αγάπησε την ησυχία και την σιωπή. Ν’ αποφεύγεις κατά το δυνατόν τους ανθρώπους. Όλους ν’ αγαπάς, αλλά και κανένα μην αγαπάς, δηλαδή με κανένα μη δένεται ό νους σου εκτός του Χριστού μας. Κάθε πότε κοινωνείτε, κάθε πότε διψάει ή ψυχή σας; Αν δεν σας έλθουν πάντως δάκρυα, να μη κοινωνάτε. Κάθε δέκα πέντε ημέρας, καλόν είναι. Αυτό όμως θα το κανονίσει ό πνευματικός σας. Μη απέχετε των Μυστηρίων. Να κοινωνάτε συχνά. Αυτά θα σας δώσουν δύναμιν. Καλά έργα να κάμετε. Πριν κοινωνήσετε, αγωνισθείτε. Κάμετε και ότι μπορείτε δηλαδή από ελεημοσύνην. Αν μόνο μίαν ημέρα της εβδομάδος δουλέψειςς, πληρώνεσαι για ολόκληρη την εβδομάδα; Κάποιος με ρώτησε: «Κάθε πότε να κοινωνώ;» Του απάντησα: Γιατί δεν με ρωτάς και κάθε πότε να τρώγω;» Όποτε πεινάς τρως. 


Έτσι και με την θεία Κοινωνία. Όποτε ζητά ή ψυχή σου και θέλεις, να κοινωνείς (αρκεί να έχεις άδεια από τον πνευματικό σου). Το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, εάν εσύ προσέχεις και αγωνίζεσαι, θα σε ειδοποιεί και θα το ζητάς. Πάντως τακτική θεία Κοινωνία. Όταν κοινωνείς, πώς αισθάνεσαι; Κανονικά πρέπει πριν,να έχεις λίγο φόβον, δέος, ευλάβεια και συντριβήν. Μετά, πρέπει να αισθάνεσαι χαράν και την αίσθησιν, να μην θέλεις όλη την ημέρα να μιλήσεις εις άνθρωπον! Εις τον πνευματικόν να λέτε, είμαι αμαρτωλός, έπεσα, εν γενικές γραμμές... όσο να καταλάβει το είδος της πτώσεως. Δεν χρειάζεται λεπτομερώς το είδος και ό τρόπος της αμαρτίας, διότι ημπορεί-από πειρασμόν- να βλέψωμεν και εκείνον. Και εκείνος σάρκα φορεί. Λυπηθείτε, προφυλάξετε και τον Ιερέα και τον εαυτόν σας. Αν δεν τον προφυλάξετε και άλλην άμαρτίαν θα έχετε. 


Ό αέρας όλους μας φυσά. Δεν φυσά τον έναν και τον άλλον αφήνει. Προσέχετε,να προφυλάγετε και τον άλλον. Να αποφεύγεις την αμαρτίαν μετά την εξομολόγησιν. Να λέγεις πέρασα από την φωτιά και γλίτωσα. Ό Κύριος τώρα με ελέησε. Να ξαναπεράσω; Μήπως οργιστεί ό Θεός; Μετά την εξομολόγησιν κλείνει ή πληγή της αμαρτίας, αλλά μένει το σημάδι. Ενίοτε να βλέπεις το σημάδι δια να λυπήσαι και να προσέχεις (ότι την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω). Εις την δεύτερον Παρουσίαν θα φύγουν και τα σημάδια. Η Εξομολόγησης ξανά δι’ ό,τι εξομολογήθεις, είναι απιστία στο μυστήριον. Ό Απόστολος Παύλος έλεγε: ''ουκ ειμί άξιος κληθήναι Απόστολος!''. Ημείς τι να είπωμεν, ημείς τι είμεθα! Εις την σκέψιν μας να υπάρχει συνέχεια, ότι «ή ανομία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός» και να ζητώμεν συνεχώς το έλεος του Θεού. Ταπείνωση να έχεις. Όταν βρέχει το νερό δεν σταματά εις τις κορφές ή στα βουνά, αλλά κάτω στην πεδιάδα. Οι ταπεινοί άνθρωποι έχουν χάριν,καρποφορία και ευλογία. 


Μη επιθυμείς να σε επαινούν ή να σε αγαπούν. Εγώ, πολύ θα ήθελα, ένα σκουλήκι να ήμουν, όλοι να με πατούν, κανείς να μη με προσέχει, κανείς να μη με αγαπά, μόνον τον Θεόν να αγαπώ, μόνον Εκείνον να βλέπω, μόνον Εκείνος να με προσέχει, μόνον Εκείνος να με αγαπά, μόνον Εκείνος να μη με εγκαταλείψει... Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία. Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις. Ούτε θα αμελείς. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις. Ημέρα να μη περάσει χωρίς προσευχήν, αλλά και προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ. Η προσευχή, πώς πηγαίνει; Εγώ, πολλές ημέρες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι και δεν θέλω να τελειώσω. Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω... εις ένα Θεόν... Πατέρα... Παντοκράτορα... Ποιητήν Ουρανού και γης... δηλαδή να μη τα λέγετε, γρήγορα και σας παίρνει ο πονηρός τον λογισμόν, αλλά αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια. 


Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλαδή Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. Θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, αλλά ενίοτε αφήνετε τα και δι’ ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στον Χριστό μας. Απλά και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, αλλά με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ. Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις. 


Όπως, αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ., χαρίσματα ούτε έρχονται, ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις. Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, η φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει ή φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή. Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει ή φωτιά, δηλαδή ο πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα. Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αίτιες που θα σου φέρνουν δάκρυα. Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά,δεν χωρούν...! Το «Πιστεύω» να μη περνάει ημέρα που να μη το πεις. Είτε στην ακολουθία, είτε χωριστά. Θεολόγος είσαι και πανδρεύθηκες; Ο θεολόγος πρέπει να ανακατώνει το βάθος της θαλάσσης! Πώς δεν σε αιχμαλώτισε ή Θεολογία! 


Όταν άρχισες να την σπουδάζεις, είχες εις τον νουν σου να παντρευθής, ή μετά έμπλεξες! (όντως είχε γίνει το δεύτερο). Εάν έχεις φόβο Κυρίου,έμαθες θεολογία. Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου, τέχνη έμαθες δια να ζήσης...! Ταπείνωση, δάκρυα, προσευχή και καθαρή ψυχή. Δεν έρχονται δάκρυα, όταν δεν πέρασε κανείς καλά, πνευματικά την ημέρα του. Όταν βρεθείς σε δύσκολες στιγμές, το «Πιστεύω» να λες. Αργά και να το αισθάνεσαι. Κάθε μία λέξη του να φθάνει βαθιά στην καρδιά σου, όχι τυπικά και ξηρά. Εγώ, το λέγω πολλές φορές την ημέρα, πέντε-έξι και περισσότερες. Αν αφήνεις παράθυρο,θα μπει το φως. Αν όλα είναι κλειστά, από που θα μπει φως και ας είναι άφθονο έξω. Έτσι και εις τα πνευματικά: Άνοιξε την καρδιά σου στο Χριστόν μας, παρακάλεσε Τον και Εκείνος θα βοηθήσει! Μη λες «ό Χριστός», αλλά «ό Χριστός μας». Το Ψαλτήρι καθημερινή μου τροφή το έχω. Να το αγαπάς πολύ και να το διαβάζεις έστω ένα ή δύο ψαλμούς την ημέρα. Και όταν έχεις λύπη, όταν έχεις πειρασμόν, διάβαζε με προσοχήν και αγάπην το Ψαλτήρι και θα νιώθεις μεταβολή μέσα σου. Η καλύτερη μουσική είναι ή Βυζαντινή. Πολύ την αγαπώ. Να θεωρείς την Εκκλησία, ως Ιατρείο. Διατί πηγαίνει κανείς εις το Ιατρείο; Δια να θεραπευθεί. Να λέγεις, διατί ήλθα εδώ (εις την Εκκλησιά) και να παρακαλείς τον Χριστό μας, την Παναγίαν μας και τους Αγίους μας! Κάθε ημέρα,στην Βηθλεέμ βρίσκομαι. 


Μπορείς σωματικά να είσαι, όπου αναγκαστικά είσαι υποχρεωμένος να είσαι. Αλλά με τον νουν σου, όπου εσύ θέλεις. Τον νουν σου δεν εξουσιάζει κανείς. Όποτε χρειασθείς, όποτε θέλεις ή έχεις κάποιαν λύπην, να έρχεσαι εδώ και όποια ώρα νά'ναι, εγώ θα σε δέχομαι! Αν εγώ πού είμαι άνθρωπος αμαρτωλός σε λυπάμαι και σου λέγω έτσι, πόσον μάλλον ό Χριστός μας, που είναι Φιλάνθρωπος, που μας αγαπάει με αγάπην, που δεν μπορούμε να την κατανοήσομε. 'Οποια ώρα νά'ναι και για ό,τι έχεις,θα καταφεύγεις στον Χριστόν μας, στην προσευχήν, και Εκείνος θα σε λυπάται και θα σε ακούει και θα σε βοηθά. Γέροντα, συχνά δεν προλαβαίνω να κάνω προσευχή στο σπίτι και προσεύχομαι καθ’ όδόν κλπ. Μήπως δεν πρέπει; «Στην ανάγκη δεν πειράζει, ο Θεός είναι παντού,είναι Πνεύμα! Όταν πεινάς, μόνο στο τραπέζι τρως; Δεν τρως και όρθια και τρέχοντας και δουλεύοντας; Αρκεί τον νουν σου να έχεις στα λόγια της προσευχής». Ημέρα που θα περάσει και δεν ένοιωσες καλέ μου τον Χριστό μας μέσα στην καρδία σου,δια της προσευχής, αναγνώσεως του Ψαλτηρίου, του Ευαγγελίου, κλπ., κλπ., να θεωρείς ότι απώλεσες αύτη την μέρα! Να παρακαλείς με δάκρυα, όπως ή Μαρία Μαγδαληνή και να λέγεις: Χριστέ μου, μη με εγκαταλείψεις! 


Χριστέ μου μη με αφήνεις μόνο, Χριστέ μου γλυκύτατε, μη πάρεις την ψυχήν μου, αν δεν γίνω όλος Σος! Μετά το Απόδειπνο, να πεις: «Κύριε μου, με βλέπεις, πώς είμαι! Κατάνυξιν δεν έχω. Δεν ημπορώ να προσευχηθώ, όπως πρέπει. Αδυναμίες έχω πολλές! Δεν αγωνίζομαι ακόμη, όπως Εσύ θέλεις, τι θα γίνη αυτή ή κατάστασης; Βοήθησε με Κύριε!». Να Του ομιλείς σαν να είναι μπροστά σου, έτσι όπως ομιλείς σε εμένα. Όσο κόβεις σχέσεις από τα κοσμικά, τόσο ελευθερώνεται ο νούς σου και καθαρίζει και προσεύχεσαι καλύτερα. Εγώ θυσιάζω από τον εαυτόν μου για όποιον προσεύχομαι!θα παρακαλέσω τον Θεόν δι’ εσάς, δηλαδή θα κάμω προσευχήν,αλλά να ξέρετε, «ένα χέρι κρότο δεν κάνει». Εγώ παρακαλώ για σας, αλλά να παρακαλείται και εσείς.



Απόδειξης αγάπης προς τον Σωτήρα μας είναι τα δάκρυα κατά την ώραν της προσευχής. Το χτίσιμο με ξηρούς λίθους δεν είναι καλό.
Χρειάζεται η λάσπη, χρειάζεται και ο ασβέστης. Έτσι και ή προσευχή χωρίς δάκρυα δεν είναι προσευχή.
Χρειάζονται δάκρυα, αλλιώς ωφέλεια δεν μένει από την προσευχήν.
Σε κάθε προσευχή πρέπει να έχετε ένα κόμπο δάκρυ. Και όταν σας έλθει κατάνυξη, μη το λέτε πουθενά, γιατί είναι θείον δώρον μήπως και το χάσετε! Χαιρέτησε την Χάριν! Όταν αισθάνεσαι κατάνυξιν, είναι επειδή σε επισκέπτεται ή Χάρις του Θεού! Χαιρέτησε την και αγκάλιασέ την, δηλαδή ζήσε την επίσκεψιν της Στοργής του Θεού εκείνη την ώραν και ταπεινά ευχαρίστησε τον Θεόν δια το δώρον αυτό και παρακάλεσέ Τον να μη σε εγκαταλείψει ποτέ!




Αναδημοσίευση από το βιβλίο της Σωτηρίας Νούση:
''Ὁ Γέρων Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966)''
Ζ’έκδοση, Φεβρουάριος 2010
εκδόσεις Ἑπτάλοφος.
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΟΣΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ


 ...Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε;

καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
«Του λέγει και ό Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του,
διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του,
τότε του είπαν:
«Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!...


Τα πρώτα χρόνια,μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος 

γύρω από το Ησυχαστήριο του,

πήγαινα, οσάκις μπορούσα,

στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν

 και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου

 και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως Ζωή,

με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί.

Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα,

αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο,

τον Άγιο Νεκτάριο,

πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.

Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση,

προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις περίπου ώρες.

Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος,

έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα,

παρεκάλεσα, έκλαψα,

θυμιάτισα τον Τάφο,

σε όλο τον χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά

 να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος,

ετοιμάσθηκα να φύγω.




Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -ολοζώντανα- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.


Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα αλλού τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα αλλού, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκειά ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.


Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, αλλά ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον, ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη.


Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος! Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει και ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: «Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...!


Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.«...


Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος,τέλη του Έτους 1962. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότερο. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα.


Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε,με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.


Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή, πρώτη ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Νεκταρίου: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριό μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά.


Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα,εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.


Μετά από δυο-τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών,αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου...


Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα,

νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί.

Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του.

Όταν το τράβηξε για να πέσει,

είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι,

νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του!

Το χέρι του,

τόσο λευκό ήτο,

πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.

Έτρεμα,

κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:

-Δεν είναι τίποτα, καλογραία,

δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις...

Υπάρχουν ανώτερα».

Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονές μου....

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

Από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: «Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας»

Η συζήτηση γινόταν στο γραφείο κάποιου θρησκευτικού συλλόγου στην Αθήνα. Ήταν μαζεμένοι 4-5 νέοι άνθρωποι, ανάμεσά τους κι ένας διάκος απ’ την επαρχία, φοιτητής της θεολογικής σχολής. Συζητούσαν γενικά θέματα πνευματικής οικοδομής, οπότε ξαφνικά ο διάκος διακόπτει την ομήγυρη κι απευθυνόμενος σ’ όλους λέει:

-Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πως άραγε να ήταν οι άγιοι; Πώς να ζούσαν; Και τι δε θα ‘δινα να γνωρίσω από κοντά έναν άγιο άνθρωπο. Που να τον βρείς όμως στη σημερινή εποχή, όλοι μας έχουμε εξαχρειωθεί;

- Κι όμως, του απαντάει κάποιος απ’ τη συντροφιά, υπάρχουν και σήμερα άγιοι. Εγώ μάλιστα έχω γνωρίσει έναν.

-Έχεις γνωρίσει έναν άγιο; Και που είναι; Αν αληθεύει αυτό που λές, δε θα δίσταζα να ταξιδέψω μέχρι την άκρη της γης για να τον γνωρίσω.

-Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις τόσο μακριά. Κάνε τον κόπο να πας μέχρι την Αίγινα κι εκεί θα τον γνωρίσεις.

-Που μένει; Πως τον λένε;

-Όταν βγείς με το βαποράκι στην Αίγινα, ρώτησε που μένει ο π. Ιερώνυμος. Τον ξέρουν όλοι εκεί και θα σου πούν  πως θα τον βρείς.
Μετά από λίγο η συντροφιά διαλύθηκε και καθένας τράβηξε το δρόμο του. Σε λίγες μέρες όμως ξανασυναντήθηκαν και κείνος που είχε υποδείξει στο διάκο να επισκεφτεί τον π. Ιερώνυμο τον ρώτησε.
-Τι έγινε, πάτερ, πήγες στην Αίγινα;

-Ναι, πήγα, απάντησε ο διάκος μ’ ένα πρόσωπο που άστραφτε από χαρά.

-Και τι είδες; Ικανοποιήθηκες;

- Αδελφέ μου, μου είπες να πάω για να γνωρίσω έναν άγιο. Κι εγώ όταν τον συνάντησα, αισθάνθηκα τέτοια χαρά, που νόμισα ότι βρήκα τον ίδιο το Χριστό. Τι άνθρωπος είν’ αυτός, αδελφοί μου; Ένοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια αγαλλίαση και τόση δύναμη μπήκε μέσα μου, που η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά. Τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονται. Όλες οι θεολογικές μου γνώσεις εκμηδενίστηκαν μπροστά στο δικό του απλό μα προφητικό λόγο. Είναι ένας πραγματικός άγιος. Αδελφέ μου, δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Ότι και να πω, σίγουρα θα ‘ναι  λίγο. Μεγαλύτερη χαρά απ’ αυτή δε θα μπορούσες να μου δώσεις. Ο Κύριος να σου ανταποδώσει.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

  

κατὰ διήγησιν τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος Κληρικοῦ μας
π. Ἰγνατίου Μπάφα

ΚΑΤΑ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔτος 1963 πῆγα εἰς τὴν Αἴγινα, δηλ. μὲ ἔστειλαν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, διὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς ἐκεῖ Παλαιοημερολογίτας, ἐπειδὴ δὲν εἶχον Ἱερέα.

            Ἤμουν, τότε, νεοχειροτονημένος, δηλαδὴ ἀρχάριος ὡς Ἱερεύς, ἀλλὰ μοῦ εἶπαν οἱ Ἀρχιερεῖς, ὅτι ἐκεῖ πλησίον, ποὺ θὰ πήγαινα, ἔμενε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος Ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος θὰ μὲ βοηθοῦσε εἰς ὁ,τιδήποτε εἶχε σχέσιν μὲ τὰ καθήκοντα τῆς Ἱερωσύνης. Ἐπίσης μοῦ τόνισαν, ὅτι θὰ διδαχθῶ καὶ ὠφεληθῶ μαζί του πάρα πολλά…

            ● Κάποια ἡμέρα ἑνὸς καλοκαιριοῦ, ἦταν 11 τὸ πρωῒ ἡ ὥρα, βλέπω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου, πλησίον εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, κάποια γυναῖκα, κατάκοπη ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ ταλαιπωρία, σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι. Κατάλαβα ὅτι κάποιον ζητᾶ. Βγῆκα ἔξω, τὴν χαιρέτισα καὶ τὴν φώναξα νὰ ἔλθῃ νὰ πιῇ ἕνα νερὸ νὰ ξεκουρασθῇ καὶ σὲ τὶ μποροῦσα νὰ τῆς φανῶ χρήσιμος. Ἐκείνη, ἀμέσως, μὲ ρωτᾶ: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, ποῦ εἶναι ἐδῶ κοντὰ κάποιος Γέροντας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται πολλοί, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ ἐξομολογηθῶ; Ἔρχομαι ἀπὸ τὸν Βόλο καὶ θέλω νὰ προλάβω τὸ καραβάκι, νὰ φύγω ἀπόψε». Τῆς ἀπήντησα, ἐδῶ πιὸ πάνω εἶναι, ἀλλὰ εἶναι ἀσθενὴς εἰς τὸ κρεββάτι καὶ δὲν δέχεται ἐπισκέψεις. Ἔλα ὅμως νὰ ξεκουρασθῇς λίγο καὶ θὰ σὲ πάω ἐγώ, ἴσως σὲ δεχθῇ.

            Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος φώναξα τὴν Γερόντισσα, γιὰ νὰ νὰ πάῃ νὰ τοῦ τὸ πῇ. Μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἀκούω τὸν Γέροντα ποὺ τῆς λέει: «Τὴν περίμενα, ἄς περάσῃ». Ἀφοῦ μπῆκε μέσα, χωρὶς νὰ χρειασθῇ νὰ «μεσολαβήσω», ἔφυγα ἐγώ, ἀλλὰ προηγουμένως εἶχα παρακαλέσει τὴν γυναῖκα ἐκείνη, φεύγοντας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, νὰ φάῃ κάτι, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ μᾶς πῇ τὶς ἐντυπώσεις της.

            Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴν ὥρα, ἐπέστρεψε ἡ κυρία. Ὅταν κάθησε, μᾶς λέει: «Αὐτὸς ὁ Γέροντας πρέπει νὰ εἶναι ἅγιος! Μοῦ εἶπε γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες μου ποὺ καὶ ἐγὼ τὶς εἶχα ξεχάσει, ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ, πάτερ μου, μοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὸν γυιό μου, ποὺ τὸν μεγάλωσα ὀρφανὸ καὶ ποὺ γιὰ κεῖνον ἦλθα ἐδῶ περισσότερον, ἴσως παρηγορηθῶ. Ἦταν τὸ καλύτερο παιδί, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες, ἔγινε ἀλήτης καὶ χαρτοπαίκτης. Δίχως ἀκόμη νὰ τοῦ πῶ τίποτα, μοῦ εἶπε γιὰ ὅλα αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε: “Σὲ ἕξι μῆνες, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα ἐδῶ. Τὸ παιδί σου, μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ πανδρευθῇ μιὰ καλὴ κοπέλλα καὶ αὐτὴ θὰ γίνῃ αἰτία νὰ γίνῃ πιὸ καλὸς ἀπὸ πρὶν ὁ γυιός σου. Καὶ ὅταν ἔλθῃς”, μοῦ εἶπε καὶ χαμογελοῦσε, “θὰ εἶναι σὲ ἐνδιαφέρουσα ἡ νύφη σου”. Αὐτὰ μοῦ εἶπε, πάτερ, ἀλλὰ δὲν τὰ πολυπιστεύω, ἐσεῖς τί λέτε;».

            Ἔφυγε ἡ γυναῖκα αὐτή, καὶ μετὰ ἕξι μῆνες τὴν βλέπω ξαναπέρασε πάλι, πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ ἦταν χαρούμενη. Μοῦ λέει: «Πάτερ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι, πρὶν ἀκόμη πεθάνῃ, ἅγιος! Ποῦ τὰ γνώριζε ὅλ’ αὐτά; Ὅσα μοῦ εἶπε, ἔγιναν ἔτσι ἀκριβῶς!».

            Τὸ ἴδιο ἐγίνετο μὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἤρχοντο ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀπ’ ὅλα τὰ νησιά, ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ παντοῦ. Ἔτρεχαν στὴν καθαρὴ πηγή. Καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης μου, μὲ προβλημάτιζαν καὶ μὲ ὠφελοῦσαν πολύ, σχετικὰ μὲ τὴν ἀποστολή μου.

            ● Ὅταν εἶχε ἔλθει ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ μᾶς δῇ, μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σπίτι, συνήντησε τὸν πατέρα Ἱερώνυμο καὶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀπεχαιρέτησε, ἐπειδὴ θὰ ἔφευγε. Τότε ἐκεῖνος, μὲ τὸ γνώριμο ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ ὕφος του, τῆς λέγει ἐπὶ λέξει:

            «Στάσου, νὰ σὲ ἐρωτήσω, μὴ βιάζεσαι νὰ φύγῃς».

            «Εὐλόγησον, Γέροντα», τοῦ λέγει ἡ μητέρα μου. Καὶ ὁ Γέροντας συνεχίζει:

            «Ἐνθυμεῖσαι, τότε ποὺ ἤσουν σὲ ἐνδιαφέρουσα εἰς τὸ παιδί σου τὸν π. Ἰγνάτιον, ποὺ εἶδες τὸν Ἄγγελον ποὺ σοῦ ἔφερε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι θὰ κάνῃς ἀγόρι;». Τοῦ λέγει μετὰ ἡ μητέρα μου:

            «Ναὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι, Γέροντα, ἀλλὰ ἐσεῖς ποὺ τὸ ξεύρετε ὅτι εἶδα τὸν Ἄγγελον; Καὶ τὸ παιδί μου, ὁ π. Ἰγνάτιος, δὲν τὸ γνωρίζει!».

            Ὁ Γέροντας δὲν τῆς ἀπεκρίθη. Ἐν συνεχείᾳ τῆς λέγει:

            «Ἐπειδὴ ἤθελες, ἄν θὰ γεννήσῃς υἱόν, νὰ γίνῃ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, δηλ. Ἱερέας, διὰ τοῦτο σὲ εἰδοποίησεν ὁ Κύριος. Νὰ τὸν χαίρεσαι»!…

[Βλ. Σωτηρίας Δ. Νούση, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης (1883-1966), ζ’ ἔκδ., 2010, σελ. 124-125, 129-131]

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΔΥΝΑΜΕΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΘΑ ΦΕΥΓΕΙ (Όσιος Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας, ο Καππαδόκης)

Η πνευματική ζωή είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών. Μόνον που, διά να την γνωρίσει κανείς, πρέπει ν’ αγωνισθεί πολύ, να σκάψει βαθιά μέσα του. Να κλείνεσθε μίαν ώραν την ημέρα στο δωμάτιό σας και να σκέπτεσθε τον Χριστόν και τον προορισμόν σας. Η ησυχία είναι απαραίτητη διά την ψυχικήν καλλιέργειαν του ανθρώπου. Τον αέρα που φυσά έξω δεν μπορείς να τον σταματήσεις. Μπορείς όμως να κλείσεις την πόρτα. Ασφαλίστε την πόρτα της ψυχής σας και μένετε στην ησυχία, διά να μην σας παρασύρει το ρεύμα.

Άλλοι ζουν εις την έρημον και παλεύουν με τα πάθη των και, ενώ χρόνια είναι μοναχοί, εις την καρδία των δεν κατάφεραν τίποτα. Και άλλοι είναι μέσα εις τον κόσμον και έχουν την έρημον μεταφέρει μέσα των!

Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμη λαϊκοί και κληρικοί που Τον ευαρεστούν. Ο Θεός να τους διατηρεί… Σκότος υπάρχει και σήμερα, όπως παντού και πάντοτε. Το φως όμως διαλύει το σκότος. Και τώρα έχουμε σκότος, αλλά το δυνατό και πολύ φως το κάνει να μη φαίνεται. Έτσι και μέσα μας υπάρχει και το σκότος και το φως. Να κάνουμε ο,τι δυνάμεθα για να αυξήσουμε το φως και τότε το σκότος θα φεύγει. Πλέουμε μέσα στο έλεος του Θεού, στην χάριν της Εκκλησίας Του. Μόνο από μας εξαρτάται, δηλ. από την θέλησή μας, το να φέρουμε φως στην ψυχή μας. Ο Θεός πλουσιοπάροχα μας το χορηγεί. Κλαίω, όταν σκέπτομαι την στοργήν του Θεού.

Αγάπησε πολύ τον Χριστόν μας. Αγάπα και τους ανθρώπους, αλλά με προσοχή, ώστε ή αγάπη αύτη να μη θίξει, να μη λιγοστεύει την αγάπη σου προς τον Θεόν. Είναι όμορφη η πνευματική ζωή. Όταν λίγο την γευθείς, θα σ’ αρέσει πολύ και τότε δεν βρίσκεις ευχαρίστηση σε άλλα, όπως πριν. Να έχετε χαρά. Η χαρά και η λύπη ας σας είναι φιλοξενούμενες, όχι όμως η απελπισία. Της απελπισίας να της κλείνετε την πόρτα! Ο Χριστιανός δεν πρέπει, ούτε δειλός να είναι, ούτε απελπισία να έχει.

Ποτέ, το τονίζω, να μη δεχθείς απελπισίαν και δια τίποτε. Και εις τους λογισμούς που από τον πειρασμόν έρχονται, να λέγεις: «Και στην κόλασιν να πάω, σε καλύτερη θέση από σένα θα είμαι! Δεν φοβάμαι, διότι εγώ δύναμαι να μετανοήσω και ο Θεός είναι όλος Αγάπη. Ποτέ, και δια τίποτα απελπισία».

Μη δέχεσαι θλίψεις. Μη σκέπτεσαι με λύπην και βαρύνεις τον νουν σου.
Να λέγεις μόνον: Χριστέ μου, σε παρακαλώ, μη με εγκαταλείψεις, ό,τι και να σου συμβεί, μη λυπηθείς πολύ, μόνον αυτό να λέγεις: Χριστέ μου, Συ μη με εγκαταλείψεις. Και να ’χεις ηρεμία, γαλήνη εις την ψυχήν σου…

Δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη από τον Θεό. Η ευσπλαχνία και το έλεός Του είναι άβυσσος. Η υπερηφάνεια και η απελπισία είναι από τον διάβολον. Γιατί να απελπισθείς, αφού υπάρχει Θεός μακρόθυμος; Και άνθρωπο να σκοτώσεις μην απελπίζεσαι. Πες τώρα έγινε, δεν διορθώνεται. Εσύ Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Τον νουν σου να έχεις εις τον Άδην, αλλά απελπισία ποτέ να μην κυριεύσει την ψυχήν σου. 

Σε κάθε προσευχήν πρέπει να έχετε ένα κόμπο δάκρυ. Και όταν σας έλθει κατάνυξη, μη το λέτε πουθενά γιατί είναι θείον δώρον μήπως και το χάσετε!

Τον νουν σου κανείς δεν εξουσιάζει, τον νουν κανείς δεν τον βλέπει! Και να γνωρίζεις ότι από τας μεγαλυτέρας γοεράς βοάς, έχουν μεγαλυτέραν αξίαν οι εκ καρδίας αλάλητοι στεναγμοί, αι ‘’ένδον βοαί’’! ‘’Κράζε κραυγήν ασίγητον’’ είτε κοιμάσαι, είτε τρώγεις, είτε εργάζεσαι, είτε περπατεις’’. Και να γνωρίζεις ότι ούτε βάσανος, ούτε μάστιγα άλλη υπάρχει κατά των δαιμόνων, ως η γνησία προσευχή, η εκ καρδίας.
Δεν χρειάζεται να σου διδάξω και τον τρόπο, πώς δηλ. να προσεύχεσαι. Αρκεί να έχεις προθυμίαν, ζήλον, έρωτα δια προσευχήν και τα λόγια έρχονται μόνα τους.
Να κρούεις με υπομονή την θύραν του ελέους του Κυρίου μας με στεναγμούς αλαλήτους και δάκρυα.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΩΝ


Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), πού ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «ή κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.
Οι συμβουλές του και ή προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.
Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, ή Χάρις και ή Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!»
Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο,
ώστε ό επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Έκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος Ιερωνύμου να μας σκέπουν,
προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας,
διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.


Καλογραία, εμείς λεπτά δεν έχουμε δια να δώσουμε ελεημοσύνην, δι' αυτό και αυτά τα ολίγα λόγια που λέγομεν, ελεημοσύνη είναι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε μοναχική συνείδηση. Πίστευε,πως η προσευχή, η ένωση του νου με τον Θεό,ήταν το κύριο έργο του. Κι η προσευχή γι' αυτόν,ακόμα κι οι καθημερινές ακολουθίες δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ολοκληρωτικό δόσιμο. Επέμενε πως οι καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι απαραίτητες στον άνθρωπο. Ο ίδιος δεν τις παρέλιπε ποτέ κι αν σπανιότατα βρισκόταν μακριά από το κελλί του. 


Υποστήριζε όμως, πως εξίσσου απαραίτητο είναι κατά την ώρα της προσευχής ν' αφήνει κανείς τον εαυτόν του ελεύθερο για να εξομολογείται μπροστά στον Θεό. Συνήθιζε να μας λέει... Όταν πεθάνει η μάννα σου ή κάποιος συγγενής σου θα πάρεις βιβλίον δια να τον κλάψεις; Όχι βέβαια, Τα λόγια θα έλθουν μόνα τους εις τον νουν σου από την λύπη. Έτσι και στην προσευχή. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτόν μας να εξομολογείται εις τον Θεόν, ό,τι μας απασχολεί. Αυτή η αμεσότητα και η παρρησία ήταν το κύριο χαραχτηριστικό της προσευχής του. 


Είχε την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού πολύ έντονη και γι' αυτό πάντα όταν προσευχόταν, δάκρυζε, σημείο κι αυτό της Χάριτος του Θεού. Ο Γέρων Ιερώνυμος ζούσε την ουσία της Ορθοδοξίας,την παράδοση σ' όλη της την έκταση. Χωρίς ν' απορρίπτει κανένα από τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ένα πάθος θα λέγαμε προς ο,τιδήποτε παλιό, το αρχαίο. Από τα υλικά πράγματα μέχρι τα πνευματικά. Του άρεσε η αρχαία τάξη των ακολουθιών, τα παλιά βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, επειδή πίστευε πως είχαν την σφραγίδα του δημιουργού τους, είχαν κατασκευαστεί με μεράκι κι όχι βιομηχανοποιημένα και κακόγουστα. 


Με τέτοιες πεποιθήσεις και αντιλήψεις,έχοντας ζήσει πάντα στην ζωή του εντός,αλλά και εκτός του κόσμου τούτου, μέσα στον αυστηρό χώρο της Παράδοσης της Καππαδοκίας, ένιωθε κάποιες ανησυχίες από τότε που η Εκκλησία άλλαξε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο κι εφάρμοσε το νέο. Κι οι ανησυχίες του αυτές αυξάνονταν όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε πολλές ορθόδοξες συνήθειες να μεταβάλλονται. Δεν του άρεσε η περικοπή των εκκλησιαστικών ακολουθιών, η εκκοσμίκευση του κλήρου, η απομάκρυνση από τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. 


Αν και πρόσεχε πάντα την ουσία και όχι τον ξερό τύπο,πίστευε, πως κι αυτές ακόμα οι τυπικές διατάξεις που αλλοιώνονται προδίδουν κάποια αδιαφορία και χαλάρωση στην πίστη. Πως είναι το ξεκίνημα ενός κατήφορου του οποίου το τέρμα είναι άγνωστο. Έτσι πολλές φορές σκεφτόταν ν' ακολουθήσει το Παλαιό Ημερολόγιο, επειδή έβλεπε, πως οι παλαιοημερολογίτες ακολουθούσαν πιστά την παράδοση και δεν ανέχονταν νεωτερισμούς και υπερβάσεις σε θέματα που αφορούν την πίστη. 


Για αρκετό καιρό αμφιταλαντεόταν και προσευχόταν συνέχεια και έντονα στον Θεό, για να του αποκαλύψει το θέλημά Του. Περίμενε κάποιο σημείο, κάποια ένδειξη του Θεού, που θα του φανέρωνε τι έπρεπε να κάνει. Τον Αύγουστο του 1942, και συγκεκριμένα στις 23 του μηνός, παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου Αιγίνης, που πανηγύριζε ο ναός του νοσοκομείου, ο τότε Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, Προκόπιος, τον κάλεσε και του είπε, να ετοιμαστεί, ώστε την επομένη, κατά την πανήγυρη, να συλλειτουργήσουν. Οι άνθρωποι του Θεού βλέπουν πίσω από κάθε ενέργεια ή περιστατικό το δάχτυλο της Θείας Πρόνοιας. 


Και ο π. Ιερώνυμος, που είχε σταματήσει, να λειτουργεί πριν 18 χρόνια, την πρόσκληση αυτή του Μητροπολίτη την θεώρησε σαν απάντηση του Θεού στις προσευχές του. Προσευχήθηκε και πάλι όλη την νύχτα και τελικά αποφάσισε να μην πάει για να συλλειτουργήσει με τον Μητροπολίτη, αλλά ν' ακολουθήσει εφεξής το παλαιό ημερολόγιο. Αναχώρησε την επομένη από το νοσοκομείο πρωί-πρωί για το ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου ήδη έμενε η γερόντισσα Ευπραξία. Από εκεί έστειλε στον Μητροπολίτη την παρακάτω γνωστοποίηση - παραίτησή του από τον ναό του νοσοκομείου. 


''Σεβασμιώτατε, Παρακαλώ υμάς ίνα δεχθείτε την εκ του νοσοκομείου παραίτησίν μου, διότι από του 1924 και εντεύθεν, ήτο ο πόθος μου καθώς και ο ζήλος μου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την πίστιν. Παιδιόθεν την εσεβάσθην, αφιερώσας όλην μου την ζωήν, υπακούσας εις τας παραδόσεις των Θεοφόρων Πατέρων. Ομολογώ και κυρήτω το πάτριον ημερολόγιον δια το σωστόν, ως και Σεις ο ίδιος ομολογείτε. Δια τούτο παρακαλώ υμάς, ευχηθείτε δε και εσείς, ίνα μέχρι τέλους εμμένω γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.'' Έτσι απλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφορισμούς και φανατικές εκδηλώσεις, ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του το παλαιό ημερολόγιο. 


Το γεγονός αυτό δεν τον επηρέασε καθόλου στην συμπεριφορά του προς τα πνευματικά του παιδιά. Τους δεχόταν όλους αδιακρίτως, είτε ακολουθούσαν το παλαιό, είτε ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο. Πρωταρχικός και κύριος σκοπός του ήταν να εμφυσήσει στους επισκέπτες του την πίστη και την αγάπη στον Χριστό. Βασικό μελημά του ήταν πως να προοδεύσουν στην πνευματική τους ζωή και πώς θα ενωθούν με τον Θεό. Αρκούνταν να ομολογεί το παλαιό ημερολόγιο, επειδή ''αυτό είναι το σωστό'' και ότι από τότε που η Εκκλησία εφάρμοσε το νέο ημερολόγιο ''τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. 


''Κάποτε μια επισκέπτρια τον ρώτησε. -Γέροντα με το παλαιό πηγαίνετε; -Ναι. -Με ποιους είστε; -Με όλους. -Μα αυτοί είναι μαλωμένοι. -Εγώ δεν είμαι με τα μαλώματα. Ήταν πολύ διακριτικός και λεπτός στους τρόπους του. Ακόμα κι όταν προέβαινε σε έλεγχο, το έκανε με τόση αγάπη, που όχι μόνο δεν δημιουργούσε αντιδράσεις, αλλά αντίθετα προκαλούσε την ομολογία και την μετάνοια, που ήταν κι ο αντικειμενικός του σκοπός.[...] Ο π. Ιερώνυμος είχε δεχθεί πολλές φορές στην ζωή του την επίσκεψη της Θείας Πρόνοιας μέσα από πειρασμούς και θλίψεις. 


Και τι δεν είχε υποφέρει αυτό το ''ταλαίπωρον και δύστυχον πτηνόν'' της Ανατολής, όπως πολλές φορές αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτόν του... διωγμούς, συκοφαντίες, κινδύνους, απελάσεις κ.α. Κι όλα τα υπόμενε με μεγάλη και υποδειγματική καρτερία, με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και αδιάλλειπτη δοξολογία στον Θεό. Και στις πιο μεγάλες του δοκιμασίες όχι μόνο δεν λύγιζε, αλλά αντίθετα τότε δινόταν περισσότερο στην προσευχή,με ευχαριστία και δοξολογία. Η απόλυτη προσήλωσή του στην προσευχή και η συνεχής και αδιάλλειπτη ενάσκησή της έφεραν πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που συχνά ήταν ορατός και στο μικρό του ποίμνιο. Πολλές φορές θεάθηκε το πρόσωπό του να λάμπει μ' ένα υπερκόσμιο θαβώρειο φως, ενώ,όχι σπάνια κι ολόκλρο το κελλί του ανάδιδε ένα θείο άρωμα. 


Ήταν οι στιγμές εκείνες που έκαναν τα πνευματικά του παιδιά να αισθάνονται ρίγη συγκίνησης,που κορυφώνονταν συνέχεια με τις θείες διδαχές του. Ήταν πολύ ολογαρκής. Φρούτα δεν αγόρασε ποτέ. Αν του έφεραν τα πνευματικά του παιδιά, τότε μόνο τα δοκίμαζε. Το ίδιο αδιάφορος ήταν για όλα τα υλικά πράγματα. Απόφευγε να φοράει καινούρια ράσα ή παπούτσια κι όταν αναγκαζόταν να το κάνει, φρόντιζε να σκονίζονται γρήγορα.Κάποτε μας έλεγε,πως πάνε πάρα πολλά χρόνια που δεν φόρεσε καινούρια παπούτσια. 


Και τα παλιά πού τα βρίσκετε, Γέροντα; -Μου τα δίνει ο ιερεύς από την επάνω Μονήν [εννοούσε του Αγίου Νεκταρίου]. Κάποιο χειμώνα μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, του πήγαμε μια σόμπα για να μην κρυολογήσει. Αφού μας ρώτησε πώς λειτουργεί και την ανάψαμε, σε πέντε λεπτά μας λέει... -Αρκετά, σβήστε την τώρα, γιατι πονάει το κεφάλι μου από την ζέστη... Εννοείται, πως εμείς στο παγωμένο κελλί του τουρτουρίζαμε ακόμα από το κρύο...


''Μη θυμώνετε. Θα σας ειρωνευθούν, θα υποφέρετε.

 Εσείς μη φοβάσθε. Σας προσφέρουν δηλ. πιπέρι, να δίδετε ζάχαρη.
Εγώ πιπέρι δεν έχω να σκέπτεσθε, ζάχαρη έχω, ζάχαρη δίδω.''