† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ

o-monaxos-kai-o-estavromenos


Γράφει ο Βασίλειος Ξεσφίγγης

Ήταν μια φορά ένας μοναχός και κάθε φορά που έμπαινε στην Εκκλησία και έβλεπε τον εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα, ζητούσε επίμονα από τον Κύριο να μπορέσει να πάρει τη θέση του στον σταυρό, επειδή ήθελε να αισθανθεί πλήρως την θέση του Χριστού. 
Μια μέρα ο Εσταυρωμένος δέχτηκε, αλλά με έναν όρο. 
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός του είπε: Θα μπεις στον σταυρό αλλά δεν θα μιλήσεις σε κανέναν! 
Ο μοναχός, συνηθισμένος στην αυστηρότητα και στην τήρηση της σιωπής, υποσχέθηκε αμέσως ότι θα υπακούσει. 
Στη συνέχεια ο Χριστός κατέβηκε από τον σταυρό που βρισκόταν στην εκκλησία και αντ' αυτού ανέβηκε ο μοναχός.

Ένας πλούσιος μπήκε να προσευχηθεί και ενώ προσευχόταν, του γλίστρησε το πορτοφόλι με τα χρήματα. 
Σηκώθηκε να φύγει και ο μοναχός που το είχε δει ήθελε να του πει ότι του έπεσε το πορτοφόλι, αλλά είχε υποσχεθεί να σιωπήσει κι έτσι έμεινε σιωπηλός.

Αμέσως μετά μπήκε ένας φτωχός, άρχισε να προσεύχεται, το βλέμμα του έπεσε αμέσως σε εκείνο το πορτοφόλι με τα χρήματα, κοίταξε τριγύρω δεν υπήρχε κανείς να τον δει, το πήρε, το έβαλε στην τσέπη και έφυγε τρέχοντας. 
Ο μοναχός ήθελε να του πει ότι δεν έπρεπε να το πάρει, γιατί δεν ήταν δικό του, αλλά υποσχέθηκε να σιωπήσει κι έτσι έμεινε σιωπηλός.

Τότε ένας νεαρός άνδρας μπήκε και γονάτισε ευσεβώς και προσευχήθηκε στον Χριστό ζητώντας βοήθεια και προστασία, γιατί επρόκειτο να σαλπάρει σε μέρη μακρινά. 
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο πλούσιος με τους χωροφύλακες λέγοντας ότι του έπεσε το πορτοφόλι με τα χρήματα στην εκκλησία. 
Ο μοναδικός στο σημείο ήταν εκείνος ο νεαρός, τον έπιασαν οι χωροφύλακες και τον συνέλαβαν. 
Εκείνη τη στιγμή ο μοναχός δεν μπορούσε άλλο να σιωπήσει και φώναξε: «Είναι αθώος».

Ο ομιλών Εσταυρωμένος έσωσε αυτόν τον νεαρό από τη φυλακή, γιατί χάρη σε αυτή τη φωνή έκαναν καλύτερα τις έρευνες, άφησαν τον νεαρό ο οποίος επιβιβάστηκε για το ταξίδι του και συνέλαβαν τον φτωχό που είχε πάρει τα χρήματα και το πορτοφόλι και επέστρεψαν τα χρήματα στον πλούσιο.

Το βράδυ ο Χριστός επέστρεψε και επέπληξε αυστηρά τον μοναχό: «Αυτό που έκανες πραγματικά δεν είναι καλό!». 
«Μα πώς, Κύριε;». «Σου είπα να σωπάσεις». «Ναι αλλά έβαλα τα πράγματα στη θέση τους, έσωσα έναν αθώο».

Τότε ο Κύριος είπε: «Όχι, τα έκανες όλα λάθος. 
Η δέσμευσή σου ήταν να παραμείνεις σιωπηλός, μου το υποσχέθηκες. 
Αντίθετα, μιλώντας, μου κατέστρεψες το σχέδιο. 

Γιατί αυτός ο πλούσιος ήταν έτοιμος να κάνει μια κακή πράξη με αυτά τα χρήματα και τον έκανα να τα χάσει. 
Εκείνος ο καημένος ο φτωχός τα χρειαζόταν τα χρήματα και τον έβαλα να τα βρει. 
Αυτός ο νεαρός ναυτικός πνίγηκε στη θάλασσα αν και μου είχε ζητήσει βοήθεια. 
Αν είχε πάει φυλακή, έστω για μια μέρα, θα είχε χάσει το πλοίο και δεν θα πέθαινε.

Τα χάλασες όλα, δεν είσαι ικανός να μπεις στη θέση μου, αγαπητέ καλόγερε! 
Ακόμα κι αν είσαι μοναχός και θεωρείς τον εαυτό σου ανυψωμένο πνευματικά, η Πρόνοια Μου καθοδηγεί τα πράγματα καλύτερα από εσένα, ακόμα κι όταν φαίνονται ότι πάνε στραβά».

Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι το εξής: Συχνά θέλουμε απαντήσεις από τον Θεό και δυσανασχετούμε που δεν μας μιλάει! 
Μπορεί να μην μιλάει, αλλά λειτουργεί πάντα σύμφωνα με το προσωπικό μας όφελος. 
Ας τον ευχαριστήσουμε λοιπόν, γιατί έτσι κι αλλιώς μας βοηθάει.

Πηγή: Melissocosmos

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Η ΝΤΡΟΠΗ

 

Μπήκαν στρατιώτες σ' ένα χωριό και βίασαν όλες τις γυναίκες. Εκτός από μία που αντιστάθηκε στον στρατιώτη, τον σκότωσε και έκοψε το κεφάλι του! Αφού οι στρατιώτες ολοκλήρωσαν την αποστολή τους και επέστρεψαν στους στρατώνες τους τότε βγήκαν όλες οι γυναίκες από τα σπίτια τους μαζεύοντας τα σκισμένα ρούχα τους κλαμένες εκτός από μία! Βγήκε από το σπίτι της και ήρθε με το κεφάλι του στρατιώτη στα χέρια της. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο υπερηφάνεια και είπε:
-Νομίζατε ότι θα τον άφηνα να με βιάσει χωρίς να τον σκοτώσω ή να με σκοτώσει???
Οι γυναίκες του χωριού κοίταξαν η μία την άλλη και αποφάσισαν ότι θα πρέπει να θανατωθεί ώστε να μην υπερηφανευτεί με την Τιμή της και έτσι ώστε οι σύζυγοί τους να μην τις ρωτήσουν όταν επιστρέψουν από τη δουλειά γιατί δεν αντισταθήκατε σαν κι αυτήν! Της επιτέθηκαν και την δολοφόνησαν.
(Δολοφόνησαν την τιμή για να ζήσει η ντροπή!)
Αυτή είναι η περίπτωση των διεφθαρμένων στην κοινωνία μας σήμερα. Σκοτώνουν και απομονώνουν κάθε έντιμο άτομο έτσι ώστε να μην υπάρχει μάρτυρας στην διαφθορά τους...

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙΣ ΟΛΑ;

 

Πρέπει νὰ τὰ δοκιμάζεις ὅλα;

Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

 «Πρέπει νὰ πηγαίνεις παντοῦ. Νὰ τὰ διαβάζεις ὅλα. Καὶ νὰ τὰ γεύεσαι ὅλα! Νὰ σκέπτεσαι καὶ νὰ κινεῖσαι ἐλεύθερα. Χωρὶς κανόνες καὶ περιορισμούς. Νὰ μὴ βάζεις παρωπίδες. Μὲ λίγα λόγια: Νὰ τὰ δοκιμάζεις ὅλα. Ὅλα ἀνεξαιρέτως…».

  Αὐτὲς οἱ «συμβουλὲς» δὲν εἶναι σπάνιες, καλοί μου φίλοι. Εἶναι χιλιοειπωμένες. Εἶσαι πιστὸς στὶς ἀρχές σου; Ἀκτινοβολεῖ ἡ συμπεριφορά σου; Εἶσαι παράδειγμα στὸ σχολεῖο, στὴ γειτονιά, στὴ συντροφιά; Θὰ τὶς ἀκούσεις ὁπωσδήποτε! Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ στὶς ποῦν!

* * *

  Κατ’ ἀρχάς, γιατί μᾶς δίνουν, καὶ μὲ ἁπλοχεριὰ μάλιστα, αὐτὲς τὶς «συμβουλές»; Μᾶς ἀγαπᾶνε; Ἐνδιαφέρονται γιά μᾶς; Πονοῦν γιὰ τὴν πρόοδό μας; Θὰ εἴμαστε ἀφελεῖς νὰ πιστέψουμε κάτι τέτοιο! Ἑπομένως, θέλουν νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸ πιστεύω μας καὶ τὶς ἀνώτερες ἀρχές μας καὶ νὰ ἀσπαστοῦμε τὶς δικές τους. Ἤ, τὸ χειρότερο, θέλουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν εὐλογημένο δρόμο ποὺ τυχὸν ἔχουμε πάρει, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε ὅ,τι προδομένο καὶ καταστροφικό!

  Ἀλήθεια, δοκιμάσατε ποτὲ νὰ τοὺς κάνετε τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐρώτηση; Δηλαδή…

• Ὅταν λένε «νὰ τὰ διαβάζεις ὅλα», πέστε τους: Μάλιστα, συμφωνῶ. Πάρε τώρα τὴν Καινὴ Διαθήκη ἢ αὐτὸ τὸ Χριστιανικὸ βιβλίο…

• Ὅταν λένε «νὰ πηγαίνεις παντοῦ», πέστε τους: Ὡραῖα, πάρα πολὺ καλὰ τὰ λές. Φαίνεσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Δὲν ἔχεις παρωπίδες. Ἔλα, λοιπόν, στὴν Ἐκκλησία, πᾶμε τὴν Κυριακὴ στὸ Κατηχητικό…

  Τότε ἢ ἀλλάζουν συζήτηση ἢ σιωποῦν! Βέβαια… Ἔτσι δὲν κάνουν οἱ … ἐλεύθεροι;

  Ἄρα τὸ συμπέρασμα βγαίνει ἀπὸ μόνο του καὶ ἐπιβεβαιώνει τὰ πιὸ πάνω. Οἱ γνωστοί μας αὐτοὶ εἶναι κυριολεκτικὰ σκλαβωμένοι σὲ ἀνθρώπινες θεωρίες καὶ κατασκευάσματα, δοῦλοι σὲ ἁμαρτωλὲς συνήθειες. Κι αὐτὰ ποὺ λένε περὶ ἐλευθερίας, παρωπίδων κ.λπ.; Εἶναι, ἁπλούστατα, τὸ δόλωμα γιὰ νὰ μᾶς προσελκύσουν στὰ δικά τους πιστεύω. Μὲ τὸ ἴδιο τρόπο ἐνδεχομένως ποὺ παρασύρθηκαν κι ἐκεῖνοι…

* * *

  Πέραν ὅμως ἀπ’ αὐτό… Ἄραγε πρέπει νὰ τὰ δοκιμάζουμε καὶ νὰ τὰ γευόμαστε ὅλα; Ἡ ἀπάντηση χρειάζεται πρῶτα κάποια σκέψη.

  Ἔστω ὅτι ἔχουμε ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀφήνουμε νὰ κινεῖται ἐλεύθερα, ὅπου θέλει. Αὐτὸ σὰν ἄπειρο ποὺ εἶναι δὲν κινδυνεύει, ἔτσι, πολύ; Πλησιάζει π.χ. τὴ φωτιά. Δὲν ξέρει ὅτι καίει. Ἑπομένως θὰ ἔρθει κοντά της, θὰ τὴν ψηλαφήσει, κινδυνεύοντας νὰ καεῖ.

  Τί λέτε, δὲν πρέπει νὰ μποῦμε στὴ μέση νὰ τὸ ἐμποδίσουμε, γιὰ νὰ μὴ καεῖ; Τὸ κάνουμε ἄλλωστε. Πότε μένουμε ἥσυχοι ἐδῶ; Ὅταν μάθουμε αὐτὸ τὸ παιδὶ πολὺ καλὰ ὅτι ἡ φωτιὰ καίει κι ἑπομένως ὑπάρχει κίνδυνος. Τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ κάνει, ἄθελά του, κακὸ στὸν ἑαυτό του.

  Ἔτσι συμβαίνει καὶ μέ μᾶς. Πῶς μποροῦμε νὰ τὰ δοκιμάζουμε ὅλα, ἀφοῦ δὲν ξέρουμε ἂν ἀξίζουν ἢ ὄχι; Ἂν μᾶς οἰκοδομοῦν ἢ ἂν μᾶς καταστρέφουν; Πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ξέφραγο ἀμπέλι στοῦ καθενὸς τὶς θεωρίες καὶ τὶς θελήσεις; Πῶς νὰ διώξουμε ἀπ’ τὴν ὕπαρξή μας τὸν γερὸ ἐκεῖνο πάσσαλο ποὺ τὴν στηρίζει, σαφέστατα ἐκτεθειμένοι στὶς θύελλες καὶ τὶς καταιγίδες;

  Ἀλλὰ δὲν εἶναι λάθος, καὶ μάλιστα τραγικό, νὰ θέλουμε διὰ τῶν ἐμπειριῶν νὰ μάθουμε τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων; Αὐτὸ δὲν δείχνει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἀνωριμότητα τελικά, ὅπως τοῦ παιδιοῦ ποὺ ἀναφέραμε.

  Στ’ ἀλήθεια, δὲν μᾶς ἀρκοῦν τὰ ὅσα ἀκοῦμε, βλέπουμε καὶ διαβάζουμε γιὰ τὸ τσιγάρο, δὲν μᾶς λένε τίποτα τὰ παθήματα τῶν καπνιστῶν, πρέπει νὰ τὸ δοκιμάσουμε κιόλας γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τί πραγματικὰ συμβαίνει μ’ αὐτό; Τότε θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ ἀλκοὸλ καὶ μὲ τὰ ναρκωτικά. Καὶ μὲ κάθε κακὸ καὶ μὲ κάθε πάθος. Γιατί ὄχι;

  Καὶ τί φοβερὸ ἀπ’ τὴ μία νὰ θέλουμε τὴν ἐμπειρία τῶν κακῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη νὰ μὴ θέλουμε τὸ ἴδιο μὲ τὰ ἅγια καὶ ἐνάρετα πράγματα! Πῶς φαίνεται ὅτι ὅλα τοῦ πειρασμοῦ εἶναι…

  Ὅπως καὶ τοῦ πειρασμοῦ εἶναι, ὅτι δῆθεν μποροῦμε νὰ τὰ ἀντιπαρέλθουμε ὅλα, ὅτι τάχα εἴμαστε πράγματι ὥριμοι καὶ ἱκανοὶ γιὰ ὁ,τιδήποτε…

* * *

  Τί πρέπει νὰ γίνει λοιπόν;

  Νὰ μένουμε σταθεροὶ καὶ ἀταλάντευτοι στὶς ἀρχὲς καὶ στὴν Πίστη μας!

Νὰ μὴ ἀπομακρυνόμαστε ποτὲ καὶ γιὰ κανένα λόγο, οὔτε καὶ γιὰ λίγο, ἀπὸ τὸν Χριστό μας!

Νὰ βάζουμε γερὲς βάσεις στὴν οἰκοδομὴ τῆς ζωῆς μας, ποὺ τώρα κτίζεται!

Νὰ ζοῦμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός…

  Κι ὅσο ὥριμοι εἴμαστε, ὅσο ὥριμοι γινόμαστε, τόσο θὰ κατανοοῦμε πὼς δὲν μᾶς χρειάζονται πλέον «ὅλα». Πὼς δὲν μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες οἱ κοσμικὲς καὶ οἱ ὅποιες ἄλλες ἁμαρτωλὲς ἐμπειρίες. Ὅσο θὰ ζοῦμε τὶς πνευματικές, τὶς ἐνάρετες, τὶς ὑψηλὲς καὶ τὶς μεγάλες, τόσο θὰ ἀντιλαμβανόμαστε πόσο ἀνούσιες εἶναι οἱ ἄλλες. Ὅλες τους!

* * *

  Οἱ μέλισσες, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν πηγαίνουν σὲ ὅλα τὰ λουλούδια, ἀλλὰ μονάχα στὰ καλύτερα. Καὶ σ’ αὐτὰ τὰ καλύτερα ποὺ πηγαίνουν δὲν παίρνουν ὁ,τιδήποτε, ἀλλὰ τὸ καλύτερο ποὺ βρίσκουν σ’ αὐτά. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἐπιλεκτικές. Τί σοφὴ τακτική! Πηγαίνουν στὰ καλύτερα, γιὰ νὰ πάρουν τὸ καλύτερο! Νὰ γιατί κανένα ἄλλο ἔντομο, δὲν κατορθώνει νὰ ἔχει τὰ δικά τους ἀποτελέσματα. Νὰ παράγουν, δηλαδή, ἕνα κορυφαῖο καὶ μοναδικὸ προϊὸν στὴ φύση, ὅπως εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μέλι. Ἂν πήγαιναν σὲ ὅλα τὰ λουλούδια, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ δοῦν πῶς εἶναι, στὸ τέλος τίποτα δὲν θὰ πετύχαιναν. Οὔτε λόγος νὰ γίνεται γιὰ τὸ μέλι…

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Η ΠΙΣΤΗ ΜΕΤΑΚΙΝΕΙ ΤΑ ΟΡΗ

Ποιός δεν διάβασε την Συγκινητική Ιστορία και δεν δάκρυσε.🕊


Κάποτε πριν αρκετά χρόνια ήταν μια οικογένεια μεροκαματιάρηδων ανθρώπων, απέκτησαν και ένα αγοράκι που το υπεραγαπούσαν . Δυστυχώς όμως η μάνα αρρώστησε βαριά και πέθανε .

Ο πατέρας έγινε και μάνα και πατέρας, κόπιασε πολύ να το μεγαλώσει, ήταν βλέπετε και αρκετά ζωηρό, έλπιζε ότι μαγαλώνοντας  θα "στρώση" . Όμως αντιθέτως γινόταν χειρότερος ! Το νουθετούσε, το παρακαλούσ,ε του έλεγε να αλλάξει τρόπο ζωής , να μην ξενυχτά, να μην μεθάει και ότι αυτή η ζωή που κάνει δεν οδηγεί στην ευτυχία... Πολλές φορές έκλαιγε μπροστά του σαν μικρό παιδί !

Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, που και πάλι ήρθε ξημερώματα και του έκανε παρατήρηση... 

⛪🕊⛪🕊⛪🕊

Ο γιος τον έσπρωξε βίαια, ο πατέρας έπεσε πάνω σε κάτι παλιοέπιπλα και κατέληξε στο πάτωμα. Ενώ ο γιος έκλεισε με βία την πόρτα και ποτέ δεν ξαναγύρισε! Πέρασαν τα χρόνια... Το παλικάρι έγινε μεγάλος άνδρας και βρίσκεται στην Γερμανία, δεν άλλαξε τρόπο σκέψης και ζωής, δεν έκανε οικογένεια και η κούραση από την άσωτη ζωή ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο του.

🕊🕊🕊

Ένα βράδυ βλέπει στον ύπνο του θάλασσα, ένα κακοτράχαλο και πανύψηλο βουνό και ένα στενό μονοπάτι που εκεί ψηλά οδηγούσε σε μια καλύβα πέτρινη, παράξενη καλύβα ... διέκρινε στην άκρη σαν να είχε και μικρό τρούλο, άνοιξε την πόρτα της καλύβας και βλέπει να τον κοιτάει ένας γέροντας μοναχός μονόφθαλμος κρατώντας ένα κομποσχοίνι στο αριστερό του χέρι!!!

🕊🕊🕊

Tρόμαξε πετάχτηκε από το κρεβάτι καταϊδρωμένος! Όνειρο ήταν;;;!!! Έμοιαζε αληθινό! Από πού ως πού καλύβα με εκκλησάκι και μοναχό;;;!!! Τι είναι αυτά;;;!!! Εγώ έχω να πάω σε εκκλησία από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι και με πήγαινε ο πατέρας! σκέφτηκε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. 

Βγήκε το βράδυ έξω μα δεν είχε όρεξη για τίποτα! Κάτι είχε συμβεί μέσα του.

Το μυαλό του στιφογύριζε στ'ονειρο! Ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε και να πάλι το ίδιο ακριβώς όνειρο! Και την επόμενη μέρα πάλι το ίδιο! 

🕊🕊🕊

Δεν είναι καθόλου τυχαίο σκέφτηκε, που να 'ναι αυτό το μέρος άραγε; Το συζήτησε με κάτι γνωστούς φίλους Έλληνες και κάποιος του είπε ότι η περιγραφή μοιάζει με ένα μέρος που λέγεται Άγιον Όρος. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ετοιμάζει κάποια πράγματα και την επόμενη μέρα φεύγει για Ελλάδα! 

⛪️🕯🕊⛪️🕯🕊

Στη Θεσσαλονίκη ρώτησε πώς θα πάω στο Όρος το Άγιο και του είπαν από Ουρανούπολη, από εκεί μπαίνει στο πρωινό καραβάκι και ξεκινά χωρίς να ξέρει τον ακριβή προορισμό του.

Όταν τον ρώτησαν πού θα κατέβει, πλήρωσε εισιτήριο μέχρι το τέρμα και δεν μίλησε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στις πλάγιες της οροσειράς του Άθωνα, μήπως και του θυμίσει κάτι απ' το όνειρο... Πέρασαν ώρες πολλές, τίποτε... Οι λιγοστοί επιβάτες σχεδόν όλοι κατέβηκαν.

🕊🕊🕊

 Πέρασαν την "Αγία Άννα" και κατευθύνθηκαν για τα "φρικτά καρούλια" όπως τα λένε.  Όταν πλησίαζαν, ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί! Ναι, αυτό είναι, αναπήδησε, μοιάζει πολύ!!! Και πριν καλά καλά προλάβει να δέσει το καραβάκι, πήδηξε κάτω, ήταν πια σίγουρος!!!

🕊🕊🕊

Ξεκίνησε την κατακόρυφη ανάβαση. Όσο προχωρούσε και άφηνε πίσω του τα κελάκια  και τις καλύβες τόσο κάτι τον διαβεβαίωνε ότι θα βρει και την καλύβα με τον παράξενο Γέροντα! Πέρασαν ώρες κουραστικής πεζοπορίας, όταν σε κάποια στιγμή από μακριά αντίκρισε την καλύβα ,! Του έφυγε όλη η κούραση! Έτρεξε για να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα! Ήταν ήδη απόγευμα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα... περίοδος Μεγάλης Τεσσαρακοστής...!

⛪️🕯🕊⛪️🕯🕊

Όταν έφτασε στην πόρτα, μια γαλάζια πόρτα με έναν σταυρό πάνω της, τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα... έκανε τον σταυρό του για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια...ήταν ήδη σαράντα πέντε... ασπάστηκε τον Τίμιο Σταυρό και χτύπησε την πόρτα ! 

🕊🕊🕊

Μια ήρεμη και απαλή φωνή από μέσα του είπε "έρχομαι Νίκολαε παιδί μου"!!! 

🕊🕊🕊

Άνοιξε η πόρτα και αντίκρισε το  γεροντάκι του ονείρου με το ένα μάτι τυφλό και το κομποσχοίνι στο αριστερό χέρι!!!  Ποιος είσαι γέροντα; Και πού ξέρεις το όνομα μου; Και πώς μπήκες στα όνειρα μου και στη ζωή μου;;; 

Δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια τού γέροντα και χάθηκαν στην άσπρη μακριά γενειάδα του!  Δεν με γνώρισες, παιδί μου, Νίκο μου; εγώ είμαι ο πατέρας σου!!!

Ο Νίκος έπεσε πρώτα στα πόδια του πατέρα του, με λυγμούς και κλάματα και έπειτα σηκώθηκε και σφιχτά αγκάλιασε τον γεροπατέρα του.

🕊🕊🕊

 Πες μου, πατέρα μου, πώς έγιναν όλα αυτά τα θαυμάσια πράγματα; Το μάτι σου τι έπαθε, πατέρα; ... 

🕊🕊🕊

Άκου, παιδί μου, εκείνο το βράδυ που με έσπρωξες και έπεσα, χτύπησα στη γωνία του τραπεζιού το μάτι μου και έχασα το φώς μου. Σε περίμενα να γυρίσεις, δεν φαινόσουν πουθενά! Μετά από ένα χρόνο αποφάσισα με τη βοήθεια του Θεού να μονάσω. 

⛪️🕯🕊⛪️🕯🕊

Πήγα πρώτα σε κάποιο μοναστήρι και έπειτα  ήρθα να ασκητεύσω εδώ. Πάντα σε είχα στην προσευχή μου, είχα βάλει κανόνα στον εαυτό μου να κάνω κάθε μέρα πολλά κομποσχοίνια με την ευχή του Χριστού και της Παναγίας μας!

Και δεν αμέλησα ούτε μια μέρα σ' αυτό! 

⛪🕊⛪🕊⛪🕊

Αυτή σε έφερε εδώ, παιδί μου, η ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλο σου Νικόλαο". "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον τον δούλο σου Νικόλαο"!   Αφού πέρασαν κάποιες ημέρες, ο  Νικόλαος εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει εκεί, να εξομολογηθεί, να γίνει και αυτός μοναχός και να γεροκομήσει τον γέροντα και πνευματικό του επιπλέον πατέρα του! 

Όπως και έγινε!!!  Αυτή είναι η δύναμη της προσευχής, αδελφοί μου, που δια της πίστεως... μετακινεί και όρη !!! Αμήν!!!

 ΠΗΓΗ: [ Κυριακή, 25 Φεβρουαρίου 2024 10:42 ΜΜ ] ⁨Π. Αλύπιος⁩: Η ΠΙΣΤΗ ΜΕΤΑΚΙΝΕΙ ΤΑ ΟΡΗ

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

«ΜΗ ΧΑΝΗΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΣΟΥ»



 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Μὴ χάνης τὴν πίστιν σου»

  «Καὶ ἐκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιµος εἰ µὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.  Καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάµεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Ματθ. ιγ΄, 57-58). (Δηλ.: Καὶ ἐδυσπίστουν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρηκολούθουν µὲ φθόνον καὶ ὑποψίαν.Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν περιφρονεῖται προφήτης περισσότερον παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του. Καὶ δὲν ἔκαµεν ἐκεῖ πολλὰ θαύµατα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των).

  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:

  «Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τίποτα χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο θὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ βοηθό, κι ἄν ἀκόμη οἱ πειρασμοὶ πνεύσουν σφοδρότερα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνέμους, θὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἁπλῶς ἕνα χορταράκι κι ἕνα φύλλο ποὺ περιφέρεται. Ἄκουσε τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Ἀλλ’ ὅλα αὐτά”, λέγει, «τὰ ξεπερνοῦμε» (Ρωμ. 8, 37).

  • Ὁ Ἄγγελος καὶ ἡ Εἰρήνη ἦταν καὶ οἱ δύο τους καλὰ παιδιά, εἶχαν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὴν ἐκκλησία. Χριστούγεννα, Ἀνάσταση καὶ ἄν. Κι αὐτὸ τυπικό.

  χρόνια περνοῦσαν, ἀπέκτησαν τρία παιδάκια. Ζοῦσαν εὐτυχισμένα, ὅμως, παρόλο ποὺ ὁ Ἄγγελος ἤξερε καλὰ τὴ δουλειά του, ἦταν κορυφαῖος τεχνίτης – σπάνιος μάστορας, ἄρχισαν οἱ δυσκολίες.

  ΤΟΤΕ ἦταν ποὺ ὁ παπὰς τῆς  ἐνορίας του, ὁ πατὴρ Ἀντώνιος, πλησίασε ἕνα πρωὶ στὸ καφενεῖο τὸν Ἄγγελο καὶ τοῦ μίλησε: «Νὰ κεράσω καφὲ Ἄγγελε;» «Ἐγὼ θὰ κεράσω παππούλη». «Ἄντε, νὰ ’ναι εὐλογημένο. Βρὲ Ἄγγελε, σὲ ἐκτιμῶ καὶ σὲ  συμπαθῶ ἰδιαίτερα. Ἀλλὰ  ἔχω ἕνα  παράπονο». «Ξέρω, πάτερ. Δὲν ἔρχομαι στὴν ἐκκλησία. Ὑπόσχομαι ὅμως ὅτι θὰ ἔρχομαι».

  Ἔτσι ἔγινε. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἄγγελου ἄρχισε νὰ πηγαίνει κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, τὸ ἴδιο καὶ στὶς μεγάλες γιορτές. Μάλιστα ἡ Εἰρήνη καὶ τὰ παιδιὰ συχνὰ βοηθοῦσαν στὶς δουλειὲς τῆς ἐκκλησίας. Καθαριότητα, τακτοποίηση κ.ἄ. Συνεχῶς ὁ Κύριος φώτιζε καὶ ὅλοι τους ἔρχονταν ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὴν Ἀλήθειά Του, στὸ Φῶς Του. Ὅμως συνέβαινε κάτι παράξενο καὶ ἀνεξήγητο. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔκαναν στροφὴ πρὸς τὴν πίστη, ἡ δουλειὰ τοῦ Ἄγγελου χειροτέρεψε καὶ τὰ προβήματα στὸ σπίτι αὐξήθηκαν. Οἱ λογαριασμοὶ τοῦ ρεύματος καὶ τοῦ νεροῦ ἔμεναν συχνὰ ἀπλήρωτοι. Τὸ συζητοῦσαν μὲ τὸν πατέρα Ἀντώνιο, ποὺ εἶχαν γίνει πλέον φίλοι. «Ὑπομονὴ Ἄγγελε. Ὁ Κύριος δοκιμάζει τώρα τὴν ὑπομονή σου. Κάνε προσευχὴ καὶ παραδώσου στὸ θέλημά Του». «Καὶ ὑπομονὴ κάνω, πάτερ, καὶ προσευχή. Ἀλλὰ σὲ λίγο δὲν θὰ ἔχουμε οὔτε νὰ φᾶμε. Αὐτὸ θέλει ὁ Θεός;». «Μὴ προσ­παθεῖς νὰ ὑπερβεῖς τὸ μέτρο τῆς περιορισμένης ἀνθρώπινης γνώσης, Ἄγγελε. Τὸ τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν καθένα μας, τὸ γνωρίζει μόνο Ἐκεῖνος».

 ΠΕΡΑΣΑΝ ἔτσι δυόμισι χρόνια. Τοὺς τελευταίους μῆνες ἔγινε αὐτὸ ποὺ ὅλοι ἀπεύχονταν. Δυσκολεύονταν ἀκόμα καὶ στὴν ἐξασφάλιση τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Ὁ π. Ἀντώνιος καὶ κάποιοι γείτονες διακριτικὰ καὶ σεμνὰ βοηθοῦσαν ὅσο μποροῦσαν. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ πτωχοὶ ἄνθρωποι ἦταν. Ὥς πόσο;

 ΠΑΡ’ ΟΛΟ ποὺ ἡ ἐντολὴ τοῦ φίλου του καὶ πνευματικοῦ του, πατρὸς Ἀντωνίου ἦταν «μὴ χάνης τὴν πίστη σου», ὁ Ἄγγελος ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὀλιγοπιστῆ, νὰ μὴ πολὺ – πηγαίνη στὴν ἐκκλησία, δίνοντας ἔτσι ἕνα ἄσχημο παράδειγμα καὶ στὴν οἰκογένειά του.

  ΗΤΑΝ ἕνα πρωί, ποὺ ἤπιαν μὲ τὴν Εἰρήνη τὸν τελευταῖο καφὲ ἀπὸ τὸ κουτί. Ἀπὸ αὔριο οὔτε καφέ…

  «ΠΟΥ ΠΑΣ;», τοῦ εἶπε, βλέποντάς τον ξαναμμένο. «Στὴν ἐκκλησία», τῆς ἀπάντησε κι ἔφυγε βιαστικά.

  ΚΑΘΙΣΕ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν φανερὰ θυμωμένος. «Γι’ αὐτὸ μὲ κάλεσες νὰ ἔλθω κοντά σου; Γιὰ νὰ βασανίζωμαι κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου; Ἐγὼ τερμάτισα… Τέλος ὅλα… Εἶσαι σκληρὸς μαζί μου. Τέλος…».

  ΣΗΚΩΘΗΚΕ κι ἔκανε νὰ φύγη. Γύρισε καὶ ξανακοίταξε τὴν εἰκόνα Του. Τοῦ φάνηκε ὅτι ἐκεῖνος εἶχε πάρει μία ἔκφραση, ἕνα βλέμμα, σὰ νὰ τὸν λυπόταν… σὰ νὰ τὸν συμπονοῦσε…

  ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕ ποὺ Τοῦ μίλησε ἔτσι. Σὰ νὰ Τὸν ἔβριζε. Τὸν ξανακοίταξε. Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ βγῆκε ἔξω ἀργά. Τότε κάτι παράξενο γεννήθηκε στὴν ψυχή του. Μία πλημμύρα πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Αἰσιοδοξία, εἰρήνη, χαρά. Ὅλα μαζί.

  ΚΑΘΙΣΕ σ’ ἕνα πεζούλι στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κοιτώντας τὸ δάπεδο. Σκεπτόταν λύσεις. Δὲν ὑπῆρχαν. Ἀδιέξοδο. Πέρασε ἀρκετὴ ὥρα ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη.

  «ΕΣΕΙΣ εἶστε ὁ κύριος Ἄγγελος;». Ἡ βροντερὴ φωνὴ τὸν τρόμαξε. Σήκωσε ἀπότομα τὸ κεφάλι του ἀπορημένος. Ὁ ἄντρας στεκόταν κοντὰ στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας, ἀκριβῶς ἀπέναντί του. Πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὰ 65. Μὲ πανάκριβο κουστούμι ραμμένο, μεταξωτὴ γραβάτα κι ἕνα χρυσὸ ρολόϊ.

  Σάστισε.

  «ΚΥΡΙΕ, σᾶς μιλῶ». Ἐσεῖς εἶστε ὁ Ἄγγελος;». «Ναί… συγγνώμη. Ἐγὼ εἶμαι».

  ΚΑΘΙΣΑΝ στὸ καφενεῖο. Ὁ καλοντυμένος ἄντρας ἄρχισε νὰ διηγῆται: «Θὰ σοῦ τὰ πῶ γρήγορα. Μὲ συντομία. Οἱ γονεῖς μου ἔφυγαν ἀπὸ τούτη τὴν πόλη γιὰ τὸ Μόναχο τῆς Γερμανίας, ὅταν ἤμουν πέντε ἐτῶν. Μοναχογιός. Ἔφυγαν λόγω πτώχειας, Καὶ ὄντως, ἡ ζωή τους ἄλλαξε. Ἐκεῖ μεγάλωσα, σπούδασα νομικά, παντρεύτηκα. Δημιούργησα μία μεγάλη ἑταιρεία κι ἔκανα πολλά, μὰ πολλὰ χρήματα. Τί νὰ τὰ κάνω; Ἡ μοναχοκόρη μου πέθανε στὰ 22 της χρόνια καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα ἔφυγε καὶ ἡ γυναίκα μου, ἀπὸ τὸν καημό της. Ἔμεινα κάποια χρόνια μόνος μου στὴ Γερμανία καὶ τώρα ἀποφάσισα νὰ γυρίσω καὶ νὰ ἐγκατασταθῶ μόνιμα στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκα. Μὲ λένε Γιῶργο Μ…, ὅπως καὶ τὸν πολιοῦχο μας, καὶ θέλω νὰ κτίσω τὴν ἐκκλησία μας ἀπὸ τὴν ἀρχή. Εἶναι κρῖμα, ἐρείπιο εἶναι. Ρώτησα καὶ ὅλοι μοῦ πρότειναν ἐσένα. Ἐκτός, λέει, ὅτι εἶσαι μέγας τεχνίτης, εἶσαι τίμιος καὶ ἀξιοπρεπής. Ἔτσι εἶναι;». Ὁ Ἄγγελος παρέμεινε σιωπηλός. Δὲν πίστευε στ’ αὐτιά του. «Λοιπόν, Ἄγγελε, μπορεῖς νὰ ἀναλάβης; Νὰ βρῆς τὸ συνεργεῖο σου, μηχανικούς, ἀρχιτέκτονες, ἁγιογράφους, οἰκοδόμους; Νὰ ὀργανώσης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ;». «Κύριε Γιῶργο, γνωρίζω γιὰ τὴν οἰκογένειά σας καὶ τὰ βάσανά σας. Ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Ἂν καὶ ἤσασταν ξενιτεμένος, τὰ νέα ἔφταναν στὴν πατρίδα. Ναί, νομίζω ὅτι μπορῶ». «Λοιπόν, ἀρχίζουμε ἀπὸ σήμερα. Ἄρχισε τὶς ἐπαφές σου γιὰ τὰ συνεργεῖα. Τοὺς ξέρεις ὅλους, μοῦ εἶπαν, ὁπότε θὰ συγκροτήσης τὶς ὁμάδες μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἐσὺ θὰ ἀναλάβης τὰ πάντα. Ἀγορὰ ὑλικῶν, τέμπλο, χαλιά, ὅλα. Νά, πᾶρε 200.000 δραχμὲς γιὰ ἀρχή. Κάθε τόσο ποὺ θὰ χρειάζεσαι χρήματα, θὰ μοῦ λές. Ἐγὼ θὰ μείνω πλέον μόνιμα ἐδῶ». «Μὰ τί λέτε τώρα, κύριε Γιῶργο; Μ’ αὐτὰ τὰ χρήματα ἀγοράζεις ἕνα τεσσάρι διαμέρισμα, ρετιρὲ μάλιστα, στὸ κέντρο τῆς Χαλκίδας». «Ἄκου Ἄγγελε, ἔχω τόσα λεφτὰ ποὺ μπορῶ ν’ ἀγοράσω ὅλη τὴν περιοχή». «Ναί, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι…». «Ἄστα τώρα. Ἔλα νὰ τελειώνουμε».

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΝΙΝΕΥΙΤΕΣ (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος)

 


«…ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του… Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε».

Πρόλογος

ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.

Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.

Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος.
 Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.

Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ιωνάς και Νινευίτες

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!

Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.

Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.

Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.

Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.

Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.

Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.

Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.

Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.

Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.

Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.

Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.

Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.

Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.

Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.

Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!

Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.

Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.

Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την από­φασή Του.

Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;

Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.

Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.

Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.

Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!

Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: "Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;”. Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: “Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...”.

Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχέςπερνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.

Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.

Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάν­θρωπο Θεό;

Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!

Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:

“Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!

"Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!

"Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.

"Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.

"Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.

Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.

”Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.

"Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.

"Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολε­μάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;

"Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...

”Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος”.

Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.

Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας: “Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας”.

Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.

Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.

Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τους Νινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νι­νευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.

Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανά­του και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη,περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.

Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.

Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.

Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: “Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...”.

Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.

Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...

Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.

Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.

Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.

Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: “Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...”.

__________________________

Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 www.alopsis.gr

[Πηγή: «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (14): Ιωνάς και Νινευίτες», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής]

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

ΞΕΚΟΛΛΑ, ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ!

Ξεκόλλα, μὴν εἶσαι κολλημένος!

   Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ ἀκούσεις, ὅταν εἶσαι σταθερὸς καὶ ἀταλάντευτος στὶς ἀρχές σου, εἶναι πώς… εἶσαι κολλημένος! Κι ἂν ἀπ’ τὸν διάλογο ποὺ θὰ γίνει ἀντιληφθοῦν πὼς δὲν μποροῦν νὰ σὲ πείσουν νὰ ἀκολουθήσεις τὶς δικές τους ἀτραπούς, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ ἀκούσεις τὸ «ξεκόλλα»! Ἀξίζει νὰ τὸ δοῦμε…


Κατ’ ἀρχὰς εἶναι μεγάλο προτέρημα καὶ εὐλογία ἀπ’ τὸν Θεό, τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἀρχές, ἀξίες, ἰδανικά, ὁράματα, σκοπούς, καὶ στόχους, ἰδιαίτερα στὴν τόσο ἰσοπεδωτικὴ ἐποχή μας. Ἂν κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πάσχουν σήμερα πολλοὶ νέοι, εἶναι αὐτὰ ἀκριβῶς! Ὁ νέος δὲ ποὺ διακατέχεται ἀπὸ αὐτά, ἀσφαλῶς γνωρίζει τί θέλει, ποῦ βρίσκεται καὶ ποῦ θέλει νὰ φθάσει.

Καὶ κάτι ἀκόμη γνωρίζει. Πὼς γιὰ νὰ εἶναι συνεπὴς μὲ τὶς ἀρχές του καὶ προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὰ ὁράματα καὶ τοὺς σκοπούς του, πρέπει ἀσφαλῶς νὰ ἔχει ὅρια καὶ φραγμούς. Νὰ εἶναι σταθερός, ὅπως ἡ πυξίδα ποὺ δείχνει πάντοτε τὸν βορρᾶ σὲ ὅλες τὶς συνθῆκες, ἀκόμη καὶ στὶς μεγαλύτερες καταιγίδες καὶ στὶς φουρτοῦνες, γι’ αὐτὸ καὶ ὁδηγεῖ τὸ πλοῖο στὸν προορισμό του, στὸ ποθητὸ λιμάνι ποὺ προγραμμάτισε πρὶν ξεκινήσει. Ἀλλιῶς τὸ πλοῖο πουθενὰ δὲν θὰ φθάσει καὶ θὰ χαθεῖ στὰ πέλαγα τοῦ βίου!

Γνωρίζει ἀκόμη πὼς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σὰν τὸν ἀνεμόμυλο ποὺ γυρίζει πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, χωρὶς καμμιὰ σταθερότητα στὶς κινήσεις του, ἀλλὰ κινεῖται στὴν κατεύθυνση ποὺ θέλει ὁ ἄνεμος, ἂν κινεῖται, ὅσο κινεῖται κι ὅπως θέλει αὐτὸς νὰ κινεῖται! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀνεμόμυλος δὲν εἶναι γιὰ ταξίδια!!

Κι ὅπως τὸ πλοῖο εἶναι ἀδύνατο νὰ πορεύεται χωρὶς πυξίδα καὶ σύμφωνα μὲ τὶς κινήσεις τῶν κυμάτων, πόσο μᾶλλον ἂν τὸ κατεύθυνε κι ἕνας ἀνεμόμυλος, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μ’ ἕνα νέο, ποὺ ἔχει σαφῆ προορισμό.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀναβάτης ἑνὸς ἀλόγου, ὁ ἱππέας, τί κάνει; Δὲν πηγαίνει ἐκεῖ ὅπου θέλει τὸ ἄλογο, ἀλλὰ ὅπου θέλει αὐτός. Καὶ δὲν κατευθύνει μόνο τὸ ἄλογο, ἀλλὰ καὶ καθορίζει ἀκόμη καὶ τὸ πῶς θὰ πηγαίνει.

Ἆραγε καὶ τὸ τραῖνο τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει, ὥς ποῦ μπορεῖ νὰ φθάσει, ἂν ξεφύγει ἀπ’ τὶς ράγες του; Ἂς τὸ σκεφτοῦμε!


Εἶναι μεγάλη ἀρετή, λοιπόν, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς σταθερὸς καὶ συνεπὴς στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες του. Εἶναι σαφῶς αὐτὸ ποὺ τὸν διακρίνει. Ἀναμφισβήτητα εἶναι τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας του. Καὶ δὲν γίνεται νὰ μὴ ἐπιτύχει ἕνας τέτοιος νέος.

Ἐξυπακούεται ὅτι αὐτὴ ἡ σταθερότητα καὶ τὸ ἀταλάντευτο στὶς ἀρχές μας, προέρχεται ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι πράγματι εἶναι αὐτὲς ποὺ πρέπει, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες ἀξίζει νὰ μάχεται κανεὶς καὶ νὰ τὰ δίνει ὅλα, μὰ γιὰ ὅλα στὴ ζωή. Πὼς αὐτὲς εἶναι πράγματι ἡ ἀλήθεια καὶ μόνο ἡ ἀλήθεια. Καὶ τέτοιες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλες ἀπ’ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ὑπερασπίζεται μὲ ἐμμονὴ ἀναλήθειες, ἀπαξίες καὶ τὸ ψέμα, πρόκειται σαφῶς γιὰ πλάνη. Μιλᾶμε τότε γιὰ ξεροκεφαλιά! Γιὰ ἐγωισμὸ ἀπύθμενο! Καὶ γιὰ τυφλὸ φανατισμό!

Τόσοι μάρτυρες καὶ ἀγωνιστὲς τῆς Πίστης ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, τί ἔκαναν; Ἔμειναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν Ἀλήθειά της, στὰ ἰδανικά της, στοὺς κανόνες της. Δὲν κάμφθηκαν σὲ τίποτα, δὲν ἔκαναν οὔτε ἕνα βῆμα πίσω, δὲν διαπραγματεύτηκαν τὴν πίστη τους. Κι ἂν ἔκαναν διάλογο μὲ τοὺς σκληροὺς εἰδωλολάτρες τυράννους, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς πείσουν πὼς αὐτοὶ βρίσκονταν σὲ λάθος δρόμο καὶ μάχονταν γιὰ τὸ ψέμα. Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους δὲν ἦταν νέοι! Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς νίκησαν, ἂν καὶ ἦταν ἄοπλοι καὶ γυμνοί! Ἡ νίκη τους ὀφειλόταν καθαρὰ στὴν ἀταλάντευτη στάση τους, μία στάση ποὺ τὴν ἐνέπνεε καὶ τὴν ἐνίσχυε ἡ Ἀλήθεια, στὴν ὁποία μὲ πάθος πίστευαν.

Ἐξάλλου, ἔτσι θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἴμαστε ὅλοι οἱ πιστοί Του. Κι αὐτοὺς ἀκριβῶς ἐνισχύει μὲ τὴ χάρη Του, αὐτοὺς καὶ ποικιλοτρόπως στεφανώνει.


Ἆραγε αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἀποκαλοῦν «κολλημένους», ποιοὶ εἶναι καὶ σὲ τί ἀκριβῶς πιστεύουν; Αὐτὸ πρέπει πάρα πολὺ νὰ μᾶς προβληματίσει, προκειμένου νὰ πάρουμε καὶ τὶς ἀποφάσεις ποὺ πρέπει. Γιατί ἂν κι αὐτοὶ πιστεύουν στὴν Ἀλήθεια, ἂν πράγματι τὴν ἔχουν ἐνστερνισθεῖ καὶ θέλουν νὰ τὴν ἀκολουθοῦν πιστά, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ λένε τέτοια λόγια. Ἄρα πρόκειται γιὰ τοὺς ἄλλους…

Ποιούς; Εἴτε αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν σὲ τίποτα, αὐτοὺς ποὺ εἶναι – ὅπως λέμε – «χῦμα στὸ κῦμα», ὁπότε εἶναι ἢ μὲ τούτη τὴν κατάσταση ἢ μὲ τὴν ἄλλη ἀνάλογα μὲ τὴν μόδα καὶ τὸ περιβάλλον ποὺ βρίσκονται, εἴτε αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σὲ διάφορα «πράγματα» ποὺ ὀφθαλμοφανῶς δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἢ ἔστω κατέχουν μέρος τῆς ἀλήθειας, ποτὲ ὅμως ὅλη τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια ποὺ σῴζει.

Γιὰ τοὺς πρώτους τί νὰ πεῖ κανείς; Πόσο μπορεῖ νὰ τοὺς ὑπολογίζει; Ὁπότε καὶ γιατί νὰ προβληματίζεται κανεὶς γιὰ ὅ,τι λένε; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο!

Γιὰ τοὺς ἄλλους, τοῦτο ἔχουμε νὰ ποῦμε. Πὼς αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς κατηγοροῦν, αὐτὸ ἀκριβῶς μάχονται. Αὐτοὶ κι ἂν εἶναι «κολλημένοι»! Κι ἐπειδὴ εἶναι τόσο κολλημένοι μὲ τὰ ὅποια «πιστεύω» τους, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀποδίδουν αὐτὸ τὸν χαρακτηρισμό. Εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς ποὺ τοὺς διακρίνει!

Γιὰ παράδειγμα, κάποιος δὲν εἶναι ἁπλὰ φίλαθλος ἢ ἔστω ποδοσφαιρόφιλος, ἀλλὰ φανατικὸς ὀπαδὸς κάποιας ὁμάδας. Χάνει, κερδίζει αὐτὴ ἡ ὁμάδα, αὐτὸς εἶναι σὰν στρείδι κολλημένος σ’ αὐτήν! Τὴν ἀκολουθεῖ, ὅπου κι ἂν πηγαίνει. Δὲν χάνει κανένα της παιχνίδι. Τὰ ροῦχα του, τὸ δωμάτιό του, τὰ πράγματά του εἶναι ὅλα σφραγισμένα μὲ τὰ σήματα καὶ τὰ χρώματά της. Αὐτὴν συνέχεια σκέπτεται, αὐτὴν συνέχεια ὑπερασπίζεται, γι’ αὐτὴν συνέχεια μάχεται καὶ ἀγωνιᾶ. Τί … κόλλημα!

Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὰ μουσικὰ ἀκούσματα, τὶς διασκεδαστικὲς προτιμήσεις, τὶς πολιτικὲς πεποιθήσεις κ.λπ.

Ὅλοι τοῦτοι εἶναι ἑπόμενο νὰ ἐνοχλοῦνται ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε! Ὁπότε οἱ λοιδορίες τους δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἔπαινος γιά μᾶς…


Ἔ, λοιπόν, καλοί μου φίλοι, σᾶς τὸ λέω καθαρά. Ἂν πραγματικὰ εἶμαι κολλημένος στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι πολὺ μεγάλη χαρὰ καὶ τιμή μου αὐτό! Κι ἂν στὸν χείμαρρο τοῦ κακοῦ ποὺ τρέχει τρελλᾶ τὸν κατήφορο εἶμαι σὰν τὸν βράχο κολλημένος καὶ δὲν παρασύρομαι, ὅπως οἱ μικρὲς πέτρες, τὰ ξύλα, τὰ σκουπίδια καὶ ἡ ἄμμος κι ἐπιπλέον τοῦ εἶμαι καὶ ἐμπόδιο στὸν δρόμο του, εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὸν Θεὸ γι’ αὐτό. Κι εὐχηθεῖτε νὰ εἶμαι ἔτσι πάντα! Τὸ ἴδιο εὔχομαι κι ἐγὼ γιὰ σᾶς…

Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

(Ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 23-11-2023)