«Ο Πατήρ δε μεταπίπτει στον Υιό, παραμένει πάντα Πατήρ, ο Υιός δε μεταπίπτει στον Πατέρα, παραμένει πάντα Υιός, το Πνεύμα δε μεταπίπτει στον Πατέρα ή τον Υιό, παραμένει πάντα Πνεύμα άγιο. Η ιδιότητα καθενός προσώπου της Αγίας Τριάδας είναι σταθερή και αμετάβλητη. Πώς, άλλωστε, θα παρέμενε ιδιότητα αν εναλλασσόταν συνεχώς περνώντας κάθε φορά σε άλλο πρόσωπο; Γι’ αυτό ο Υιός του Θεού είναι που γίνεται Υιός του ανθρώπου, για να παραμείνει ακριβώς η ιδιότητα αμετακίνητη. Γιατί, όντας Υιός του Θεού, όταν έγινε Υιός του ανθρώπου παίρνοντας σάρκα ανθρώπινη απ’ την αγία Παρθένο, δεν αλλοτριώθηκε από την υιική του ιδιότητα.
Ο Υιός του Θεού ενανθρώπησε για να χαρίσει ξανά στον άνθρωπο εκείνο για το οποίο δημιουργώντας τον τον προόρισε. Τον δημιούργησε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, διανοητή και ελεύθερο, προορισμένο να του μοιάζει, δηλαδή να ‘ναι, όπως κι ο δημιουργός του, τέλεια ενάρετος, πράγμα κατορθωτό για την ανθρώπινη φύση. Γιατί οι αρετές, δηλαδή η νηφαλιότητα, η ηρεμία, η ακεραιότητα, η αγαθοσύνη, η σοφία, η δικαιοσύνη, η ανεξικακία είναι, πρωταρχικά, γνωρίσματα της θείας φύσης.
Ο Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τον άνθρωπο σε πλήρη κοινωνία μαζί του (τον δημιούργησε για να μείνει άφθαρτος, τον ανέβασε στην αθανασία με το να τον κρατά κοντά του). Εμείς, όμως, αυτά τα γνωρίσματα της θείας φύσης τα αλλοιώσαμε και τα μπερδέψαμε με την παράβαση της εντολής, και περάσαμε στην παράταξη της κακίας με αποτέλεσμα να χάσουμε την κοινωνία με το Θεό. Τις γαρ μετουσία φωτί προς σκότος; Και όταν πια στερηθήκαμε τη ζωή, πέσαμε στη φθορά του θανάτου.
Επειδή, τώρα ο Θεός μας προσέφερε το ύψιστο και δεν το διαφυλάξαμε,χρειάστηκε να
κατεβεί αυτός στο χείριστο, δηλαδή στη δική μας ξεπερασμένη φύση, ώστε να μας ξαναδώσει, προσφέροντας και ενεργώντας ο ίδιος, την εξομοιωμένη μ’ αυτόν εικόνα και τον αρχαίο προορισμό.
Κι ακόμα να μας διδάξει το ενάρετο ήθος της βιωτής, αυτό το ήθος που ο ίδιος με την επίγεια ζωή του κατέστησε συγκεκριμένο και ευκολοκατόρθωτο.
Κι ακόμα να μας ελευθερώσει από τη φθορά φέρνοντάς μας πάλι σε κοινωνία με τη ζωή, με το να ανοίξει ο ίδιος το δρόμο της δικής μας ανάστασης.
Και ακόμα να ξανακάνει καινούριο το θρυμματισμένο κι αγνώριστο κανάτι της ύπαρξής μας, να λύσει τα δεσμά της κυριαρχίας του διαβόλου επάνω μας προσκαλώντας μας να αναγνωρίσουμε την κυριαρχία του Θεού.
Και ακόμα να μας γεμίσει κουράγιο και να μας εκπαιδεύσει να πολεμούμε τον τύραννο με την υπομονή και την ταπείνωση.
Με την ενανθρώπηση, λοιπόν, του Υιού του Θεού καταργήθηκε η λατρεία των δαιμόνων, όλη η κτίση αγιάστηκε με το θείο του αίμα, οι βωμοί και οι ναοί των ειδώλων κατεδαφίστηκαν, ρίζωσε η γνώση του Θεού, λατρεύεται πια η ομοούσια Τριάδα, η άκτιστη θεότητα, ο ένας αληθινός Θεός ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος.
Τώρα πια, πάλι, οι αρετές είναι κατορθωτός τρόπος ζωής, προσφέρθηκε η ελπίδα με την ανάσταση του Χριστού, τώρα πια οι δαίμονες τρέμουν τους ανθρώπους που προηγουμένως ήταν του χεριού τους.
Και το πράγματι αξιοθαύμαστο, είναι πως όλα αυτά κατορθώθηκαν με το σταυρό και τα πάθη και το θάνατο. Κηρύχθηκε σ’ όλη τη γη το Ευαγγέλιο της υποταγής στο Θεό, όχι με πολέμους και όπλα και στρατούς που συντρίβαν εχθρούς. Κηρύχθηκε από λίγους γυμνούς, φτωχούς κι αγράμματους, που διώχνονταν από παντού, που δέχονταν κτυπήματα, που θανατώνονταν, που κήρυτταν ένα σταυρωμένο και νεκρό, που όμως επικράτησαν απέναντι στους σοφούς και τους ισχυρούς γιατί ακριβώς τους ακολουθούσε η ακαταμάχητη δύναμη του σταυρωμένου. Ο θάνατος, ο πριν τρομοκρατικός, νικιέται, και καταδικάζεται τώρα ο απόβλητος και μισητός της ζωής.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της παρουσίας του Χριστού, αυτές είναι οι συνέπειες της επιβολής της δύναμής του. Δεν έσωσε ένα λαό, όπως ο Μωυσής που φυγάδευσε από την Αίγυπτο τους Εβραίους περνώντας τους μεσ’ από τη θάλασσα για ν’ απαλλαγούν από τη δουλεία του Φαραώ. Έσωσε ολόκληρη την ανθρωπότητα από τη φθορά του θανάτου και το γεμάτο κακία τύραννο, την αμαρτία.
Και έσωσε τους ανθρώπους όλους, όχι πειθαναγκάζοντάς τους να ασκήσουν την αρετή, όχι παραχώνοντάς τους στο χώμα, όχι καίοντάς τους και διατάσσοντας να λιθοβολούνται οι αμαρτωλοί, αλλά πείθοντάς τους με πραότητα, υπομονή και συγχωρετικότητα να διαλέξουν την αρετή και να συναγωνίζονται στους κόπους γι’ αυτήν και έτσι να ικανοποιούνται.
Προηγουμένως όταν αμάρταναν ετιμωρούντο με κτυπήματα κι όμως επέμεναν στην αμαρτία και την είχαν θεοποιήσει, τώρα δέχονται να υφίστανται κτυπήματα για χάρη της υπακοής στο Θεό και για χάρη της αρετής, δέχονται να κακοπαθούν και θανατώνονται.
Δόξα σε σένα Χριστέ, Λόγε του Θεού και Σοφία και Δύναμη και Θεέ Παντοκράτορα. Τι να σου αντιδωρίσουμε εμείς οι άπραγοι για όλα όσα μας χάρισες; Όλα μας τα ’χεις δοσμένα εσύ και τίποτ’ άλλο δε ζητάς από μας παρά ν’ αποδεχτούμε τη σωτηρία που μας πρόσφερες, δίνοντάς μας ακόμα και τη δύναμη για να το κάνουμε.
Σ’ ευχαριστούμε, εσένα που μας έδωσες την ύπαρξη, μα και μας χάρισες την αιώνια ζωή, εσένα που κι όταν την χάσαμε και την αρνηθήκαμε, μας οδήγησες πίσω σ’ αυτήν με την ενανθρώπισή σου που καμιά γλώσσα δεν τολμά να ερμηνεύσει».
Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Γεννήθηκε στην Άνω Βηθαρά και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ. αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια του Δαβίδ (Δανιήλ 1,3-6). Το όνομά του σημαίνει "ο Κύριος είναι ο κριτής μου".
Ο βασιλιάς των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, την κατέλαβε και έσυρε τους κατοίκους της αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα. Έτσι ο Δανιήλ σε νεαρή ηλικία οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα το 605 π.Χ. (Δανιήλ 1,4). Ο βασιλιάς διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από οικογένειες ευγενών. Αυτοί δεν έπρεπε να έχουν κανένα σωματικό ελάττωμα. Έπρεπε να είναι εμφανίσιμοι, να έχουν μεγάλη μόρφωση και να διαθέτουν γνώση και αντίληψη, προκειμένου να προσληφθούν στα ανάκτορα, στην υπηρεσία του βασιλιά. Θα τους δίδασκαν να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα των Βαβυλωνίων. Ο Δανιήλ ήταν προικισμένος με πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα γι' αυτό και ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ τον διάλεξε μαζί με τρία άλλα παιδιά, τον Ανανία, τον Αζαρία και τον Μισαήλ, να παραμείνουν στην βασιλική αυλή όπου ανατράφηκαν και σπούδασαν. Επειδή η απόδοσή τους στις σπουδές ήταν άριστη, όταν ενηλικιώθηκαν ο βασιλιάς τους τοποθέτησε σε ανώτερες θέσεις του παλατιού (Δανιήλ 1,5 και 1,18-19). Ο προσωπάρχης του παλατιού έδωσε στο Δανιήλ και τους τρεις φίλους του νέα ονόματα. Στο Δανιήλ το όνομα Βαλτάσαρ, στον Ανανία το όνομα Σεδράχ, στο Μισαήλ το όνομα Μισάχ και στον Αζαρία το όνομα Αβδεναγώ (Δανιήλ 1,7). Αφού πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ για να παρουσιάσουν σ’ αυτόν τους νέους, ο προϊστάμενος του προσωπικού τους οδήγησε μπροστά του. Ο βασιλιάς συζήτησε μ’ όλους αυτούς, αλλά δε βρήκε κανέναν σαν το Δανιήλ, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία. Έτσι τους προσέλαβε στην υπηρεσία του. Και για οποιοδήποτε ζήτημα τους ρωτούσε ο βασιλιάς και απαιτείτο σοφία και ευφυΐα, τους έβρισκε δέκα φορές καλύτερους απ’ όλους τους μάγους και τους μάντεις του βασιλείου του.
Εκείνο που ενδιέφερε το νεαρό Δανιήλ και τους τρεις φίλους του, ήταν να παραμείνουν σταθεροί στις πατρικές τους παραδόσεις και στην εφαρμογή του Μωσαϊκού νόμου. Αυτό φάνηκε γρήγορα, γιατί ποτέ δεν έφαγαν και δεν ήπιαν απ' τα φαγητά και τα ποτά απ' το βασιλικό τραπέζι καθώς προέρχονταν από θυσίες σε βαβυλωνιακούς θεούς (Δανιήλ 1,8-17). Γι' αυτό και ο ίδιος και οι φίλοι του αμείφθηκαν από το Θεό με αρκετά χαρίσματα. Επιπλέον ο Δανιήλ από έφηβος είχε το χάρισμα της προφητείας, δοσμένο από το Θεό και μάλιστα κατανοούσε κάθε όραμα και όνειρο" (Δανιήλ 1,17).
Κάποτε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ είδε ένα όνειρο, και κάλεσε τους μάντεις και τους σοφούς της Βαβυλώνας, για να του το ερμηνεύσουν. Εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια εξήγηση. Τότε κάλεσε τον Δανιήλ και ο προφήτης έδωσε την εξής ερμηνεία: τα τμήματα του αγάλματος με τα διάφορα υλικά αντιπροσωπεύουν τις διάφορες επίγειες βασιλείες, με αρχή το βαβυλωνιακό κράτος. Το κράτος αυτό, όπως και τα υπόλοιπα βασίλεια που θα ακολουθήσουν (Μήδοι και Πέρσες, Μ. Αλέξανδρος, Πτολεμαίοι και Σελευκίδες), θα συντριβούν από το Θεό του Ουρανού, που θα αναστήσει άλλο βασίλειο (του Μεσσία) και θα θρυμματίσει όλες τις άλλες βασιλείες, ενώ το ίδιο θα παραμείνει αιώνιο. Έτσι ο Δανιήλ εξήγησε όνειρα του βασιλιά και των αξιωματούχων του (Δανιήλ 2,13-47. 4,1-30). Λόγω των χαρισμάτων τοποθετήθηκε διοικητής της Βαβυλώνας (Δανιήλ 2,48) και αργότερα ανέλαβε και άλλες κυβερνητικές θέσεις.
Συγκλονιστική είναι και η ερμηνεία του Δανιήλ για ένα ακόμη όραμα. Κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, ο τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ θέλησε να χρησιμοποιήσει τα ιερά σκεύη του Ναού, τα οποία είχε διαρπάξει ο Ναβουχοδονόσορ. Τότε είδαν όλοι με κατάπληξη και τρόμο ένα χέρι να γράφει στον τοίχο τρεις ακατανόητες λέξεις. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε όλους τους μάγους και τους συμβούλους του για να εξηγήσουν τη γραφή, αλλά χωρίς επιτυχία. Μόνο ο προφήτης Δανιήλ μπόρεσε να ερμηνεύσει αυτό το όραμα. Οι λέξεις προανήγγελλαν την άμεση καταστροφή του βαβυλωνιακού κράτους από τους Μήδους και τους Πέρσες. Μετά την εξήγηση του ονείρου του βασιλιά Βαλτάσαρ, ο Δανιήλ ανακηρύχθηκε ως ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου (Δανιήλ 5,29). Όμως το όραμα εκπληρώθηκε το ίδιο βράδυ καθώς η Βαβυλώνα καταλύθηκε από τους Πέρσες (539 π.Χ.).
Μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τους Πέρσες και τους Μήδους, και την αναρρίχηση του Δαρείου στο θρόνο των Περσών, ο Δανιήλ έγινε ένας από τους τρεις επόπτες των αρχόντων της αυτοκρατορίας (Δανιήλ 6,2). Και παρόλο που είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη θέση δεν έπαψε να πιστεύει στο Θεό, να ενδιαφέρεται για το λαό του, να προσεύχεται και να νηστεύει για τη συγχώρεση των αμαρτιών του (Δανιήλ 9,1-27. 10,2-3). Η άνοδος του Δανιήλ στα υψηλότερα αξιώματα δημιούργησε φθόνο και αντιπάθειες προς το πρόσωπό του, μέχρι το σημείο να τον συκοφαντήσουν στο βασιλιά (Δανιήλ 6,5-16). Οι κατώτεροι από αυτόν άρχοντες του έστησαν παγίδα. Έπεισαν το βασιλιά Δαρείο να υπογράψει διάταγμα, κατά οποίο οι υπήκοοι του ότι κι αν ήθελαν έπρεπε να το ζητάνε μόνο από τον ίδιο το βασιλιά. Ούτε από ανθρώπους ούτε από Θεό. Οι παραβάτες της βασιλικής εντολής θα ρίχνονταν σε λάκκο με λιοντάρια. Ο Δανιήλ παρά τη διαταγή, συνέχισε να προσεύχεται τρεις φορές την ημέρα στο Θεό του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν στο βασιλιά ότι με την προσευχή έκανε αιτήματα στο Θεό, ο οποίος και αναγκάστηκε, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε γι' αυτόν, να εφαρμόσει την εντολή του (Δανιήλ 6,17). Ο Δανιήλ ρίχτηκε στο λάκκο με τα λιοντάρια, τα οποία όμως, με τη βοήθεια του Θεού, στέλνοντας έναν άγγελο Του για να τον προστατεύσει, δεν τον πείραξαν. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Ο βασιλιάς διαπίστωσε το θαύμα και έδωσε διαταγή πρώτον να ριχτούν στα λιοντάρια κατήγοροι του Δανιήλ, και δεύτερον να σέβονται στο εξής όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου το Θεό του μεγάλου προφήτη (Δανιήλ 6,24-25).
Ο Δανιήλ είχε την ικανοποίηση να δει την επιστροφή των Ιουδαίων στην χώρα τους, λόγω όμως της προχωρημένης ηλικίας του δε μπόρεσε να μεταβεί στην Παλαιστίνη, η καρδιά του όμως ήταν πάντα μαζί τους (Δανιήλ 10,19). Και μετά την αναρρίχηση του Κύρου στο θρόνο, ο Δανιήλ εξακολούθησε να διατηρεί τα αξιώματά που είχε (Δανιήλ 1,21).
Η πίστη του Δανιήλ στο Θεό, ήταν παράδειγμα προς μίμηση και ως υπόδειγμα δικαιοσύνης (Εβραίους 11,33, Ιεζεκιήλ 14,14,20) και σοφίας (Ιεζεκιήλ 28,3). Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία. Στην Παλαιά Διαθήκη, ένα από τα σπουδαιότερα προφητικά βιβλία είναι αυτό του Δανιήλ, ο οποίος προφήτευσε και τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου. Στο βιβλίο του υπάρχουν προφητείες μέχρι το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας, τον καιρό της μεγάλης θλίψης και την ανάσταση των νεκρών (Δανιήλ κεφ. 12). Στο βιβλίο του Δανιήλ περιγράφεται ακόμη, η πίστη και το θάρρος των φίλων του -Τριών Παίδων, του Ανανία, του Μισαήλ και του Αζαρία, οι οποίοι χαριτώθηκαν από το Θεό για την πίστη τους στις Ιουδαϊκές παραδόσεις.
Κάποτε που ο Δανιήλ έλειπε σε αποστολή, ο Ναβουχοδονόσορ έστησε στην πεδιάδα Δεηρά ένα χρυσό άγαλμα που παρίστανε τον ίδιο, εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις πλάτος. Έβαλε τότε τους κήρυκές του να φωνάξουν: - Σ’ εσάς, άνθρωποι κάθε λαού, εθνότητας και γλώσσας, δίνεται η διαταγή: Όταν ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Όποιος δεν πέσει να το προσκυνήσει, θα ριχτεί αμέσως στο φλογερό καμίνι. Όλοι οι υπήκοοι του Βαβυλώνιου βασιλιά, φοβισμένοι, έπεσαν και προσκύνησαν. Όμως οι τρεις νέοι, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας, δεν υπάκουσαν στην προσταγή του. Ευκαιρία βρήκαν ορισμένοι που τους φθονούσαν, έτρεξαν και το μετέφεραν στο βασιλιά.
Θύμωσε ο βασιλιάς γιατί περιφρόνησαν τη διαταγή του τούτοι οι τρεις νεαροί και διέταξε να τους φέρουν αμέσως μπροστά του. Ήρθαν και στάθηκαν εκείνοι ειρηνικοί, ο ένας δίπλα στον άλλον. -Είναι αλήθεια ότι δεν λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε τη χρυσή εικόνα που έστησα; Ετοιμαστείτε, μόλις ακούσετε τη σάλπιγγα, να πέσετε να προσκυνήσετε την εικόνα. Κι αν όχι, θα σας ρίξω στο αναμμένο καμίνι και θα δω τότε ποιος θεός θα σας γλιτώσει απ’ τα χέρια μου. Τότε τα τρία παλικάρια απάντησαν θαρραλέα: -Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να απαντήσουμε σ’ αυτά που λες. Υπάρχει ο Θεός μας, που τον λατρεύουμε και έχει τη δύναμη να μας γλιτώσει από το αναμμένο καμίνι και απ’ τα χέρια σου. Δε λατρεύουμε τους ψεύτικους θεούς σου και δεν προσκυνάμε τη χρυσή εικόνα σου. Ο βασιλιάς έγινε πυρ και μανία. -Βάλτε τις πιο εύφλεκτες ύλες και κάψτε εφτά φορές το καμίνι, πρόσταξε. Έκαναν εκείνοι κατά τη διαταγή. -Δέστε τους τώρα και πετάξτε τους μέσα στη φωτιά να δω το Θεό τους.
Τους έδεσαν και τους πέταξαν μέσα. Μα, δες, η φωτιά έκαψε τα σχοινιά αμέσως και σηκώθηκαν ορθοί εκείνοι και περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες και υμνούσαν και ευλογούσαν τον Θεό! Οι στρατιώτες εξακολουθούσαν να ρίχνουν στο καμίνι νέφτι και πίσσα και στουπί και κληματόβεργες. Και οι φλόγες ανέβηκαν ως σαρανταεννιά πήχεις ψηλά και έκαψαν όσους ήταν γύρω απ’ το καμίνι. Και δες, άγγελος Κυρίου κατέβηκε ανάμεσα στους τρεις μέσ' στο καμίνι κι έκανε τις φλόγες δροσερό αεράκι και δεν τους άγγιξε η φωτιά ούτε τους ενόχλησε καθόλου. Τότε και οι τρεις πιστοί φίλοι άρχισαν μ’ ένα στόμα, με μια ψυχή και μια καρδιά, να δοξάζουν καταχαρούμενοι τον Θεό: -Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον και υπερυψούμενον εις πάντας τους αιώνας…
Ο Ναβουχοδονόσορ άκουσε τους ύμνους, σηκώθηκε αμέσως και είπε στους αξιωματικούς του: -Τρεις δε βάλαμε δεμένους μέσα στη φωτιά; -Τρεις, βασιλιά. -Μα εγώ βλέπω τώρα τέσσερις και λυμένους να περπατούν μέσ' στο καμίνι χωρίς να έχουν πάθει τίποτε! Και ο τέταρτος μοιάζει σαν υιός Θεού. Τόσο όμορφος είναι! Πήγε τότε κοντά στην είσοδο της καμίνου ο βασιλιάς και είπε: -Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, βγείτε απ’ το καμίνι και ελάτε.
Βγήκαν εκείνοι και πήγαν κοντά στο βασιλιά κι ευθύς συνάχτηκαν ολόγυρά τους οι σατράπες και οι στρατηγοί και οι τοπάρχες και οι δυνάστες του κράτους και έβλεπαν τους τρεις νέους που δεν τους έκαψε η φωτιά και ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους δεν φλογίστηκε κι ούτε τα ρούχα τους έπαθαν τίποτε ούτε μύριζαν καθόλου φωτιά. Τότε ο βασιλιάς είπε με θαυμασμό και σεβασμό: -Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδεναγώ, που έστειλε τον άγγελό του και γλίτωσε τα παιδιά του απ’ την φωτιά, γιατί πίστευαν σ’ αυτόν και δεν άκουσαν τα λόγια του βασιλιά και δεν φοβήθηκαν την απειλή του, αλλά παρέδωσαν τα σώματά τους στη φωτιά, για να μη λατρέψουν ούτε να προσκυνήσουν άλλους θεούς, αλλά μόνο το Θεό τους. Βγάζω τώρα διαταγή: Κάθε λαός, φυλή και γλώσσα που θα πει βλασφημία κατά του Θεού των τριών αυτών παιδιών θα δει το σπίτι του να καταστρέφεται και τα υπάρχοντά του να αρπάζονται, γιατί δεν είναι άλλος Θεός που θα μπορέσει να τους γλιτώσει. Αυτά είπε και πήρε τιμητικά τα τρία παιδιά στο παλάτι του και τους έδωσε και άλλα αξιώματα και τους έκανε αρχηγούς όλων των Ιουδαίων στο βασίλειό του. Έτσι θριάμβευσαν οι πιστοί και άφοβοι ηρωϊκοί τρεις νεαροί φίλοι, που δεν υπολόγισαν ούτε τον πανίσχυρο βασιλιά ούτε το φοβερό καμίνι.
Το περιστατικό με τους Τρεις Παίδες εκτός από το ότι προβάλλει την αξία της πίστης, θεωρήθηκε από την Εκκλησία μας και ως προεικόνιση της "εις Άδου καθόδου" του Ιησού Χριστού. Όπως τα τρία αυτά παιδιά διασώθηκαν από τη φωτιά, έτσι και ο Χριστός, με την τριήμερη παραμονή του στον τάφο, διασώθηκε από τον Άδη, συντρίβοντας μάλιστα το βασίλειο του. Γι' αυτό και ο ύμνος των Τριών Παίδων, μαζί με την ιστορία τους, ψάλλεται λαμπρά και πανηγυρικά το πρωί του Μ. Σαββάτου, που τελούμε τον εσπερινό της Ανάστασης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του Δανιήλ και των τριών φίλων του Ανανία, Μισαήλ και Αζαρία στις 17 Δεκεμβρίου.
Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα εν τη πηγή της φλογός, ως επί ύδατος αναπαύσεως, οι άγιοι Τρεις Παίδες ηγάλλοντο, και ο Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ως προβάτων εδείκνυτο. Ταις αυτών ικεσίαις Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Διαβάστε τι έγραφαν τα παλιά Αναγνωστικά του Δημοτικού για τα Χριστούγεννα. Ένα αφιέρωμα από τη Βιλβιοθήκη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.).
Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε τον 2o αιώνα μ. Χ. στην Ελλάδα (κατά άλλους στην Ρώμη) από πλούσιους γονείς. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίνος Σεβήρος. Ορφανός από πατέρα, ανατράφηκε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου από την ευσεβέστατη και φιλάνθρωπη μητέρα του, Ανθία (της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) (βλέπε ίδια ημέρα) η οποία έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου.
Διακαής πόθος της Ανθίας ήταν να επισκεφτεί τη Ρώμη, που τα χώματά της είχαν βαφτεί με το αίμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, αποφάσισε και πήγε. Μαζί πήρε και το νεαρό γιό της Ελευθέριο. Ο επίσκοπος Ρώμης Ανίκητος (βλέπε 17 Απριλίου), όταν είδε τον Ελευθέριο εκτιμώντας την πολλή νοημοσύνη του, τη θερμή πίστη και το αγνό ήθος του, τον έλαβε υπό την προστασία του.
Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο, διάκονος και έπειτα από τρία χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Από τη θέση αυτή ο Ελευθέριος αγωνίστηκε με ζήλο για τη διδαχή του ποιμνίου του, και σε έργα φιλανθρωπίας. Αργότερα και σε ηλικία είκοσι ετών, με κοινή ψήφο κλήρου και λαού έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα.
Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.... Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του: «Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα».
Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε «κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια.
Η φήμη της αρετής του Αγίου Ελευθερίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε μέχρι τη Βρεττανία. Έτσι, ο βασιλιάς της, Λούκιος, έγραψε επιστολή στον Ελευθέριο και του δήλωνε ότι αυτός και ο λαός του επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανοί. Ο Ελευθέριος αμέσως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο εκπαιδευμένους στην πίστη άνδρες, που κατήχησαν και βάπτισαν χριστιανούς τον Λούκιο με το λαό του.
Όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε την χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε την σύλληψή του. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε από τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι’ αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με την μητέρα του.
Έτσι ο Άγιος Ελευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Προς Ρωμαίους, η' 21). Δηλαδή στην ελευθερία της ένδοξης κατάστασης των παιδιών του Θεού.
Η Σύναξή του τελείται στο μαρτύριο αυτού, πλησίον του Ξηρολόφου.
Ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. «Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις....», δηλαδή, Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία....
Την εποχή που ο Αρειανισμός ταλάντευε τους χριστιανούς αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί στην Νίκαια η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Ξεκίνησε λοιπόν και ο Άγιος Σπυρίδωνας μαζί με τον μαθητή του και διάκονό του τότε Άγιο Τριφύλλιο το ταξίδι τους προς την Νίκαια. Όταν τους έπιασε το σούρουπο σταμάτησαν κάπου να διανυκτερεύσουν. Ο Τριφύλλιος έδεσε τα δύο άλογα και πέφτουν να ξεκουραστούν. Το πρωί αφότου ξυπνήσαν είπε ο Άγιος Σπυρίδωνας στον διάκονό του:
Πήγαινε παιδί μου, φέρε τα άλογα τώρα πού είναι νωρίς ακόμη να ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι μας. Ήταν δεν ήταν δύο ώρες πριν ξημερώσει. Πήγε στον σταύλο και βρήκε τα άλογα αποκεφαλισμένα.
Τρέχει στο Γέροντά του και του λέει: -Πάτερ, αλλοίμονο μας κάποιοι κακοί άνθρωποι σκότωσαν τα άλογά μας. Και τότε ο Γέροντας Επίσκοπος Σπυρίδων είπε στον υποτακτικό του Τριφύλλιο:
-Αυτοί οι Αρειανοί το έκαμαν αυτό το έργο γιά να μή πάμε στήν σύνοδο. Πήγαινε και βάλε το κεφάλι των αλόγων στην θέση του σώματός τους και έρχομαι κι εγώ. Ακόμη δεν είχε ξημερώσει.
Ὁ Τριφύλλιος, επειδή ήταν ακόμη σκοτάδι, εφήρμοσε το άσπρο κεφάλι στο μαύρο άλογο και το μαύρο κεφάλι στο άσπρο άλογο.
Όταν έφτασε ο Άγιος Σπυρίδων στον σταύλο, γύρισε προς τα άλογα που κοίτονταν νεκρά μες το σκοτάδι και ψέλλισε ''Να είσαι δοξασμένος Κύριε, Εσύ που έδωσες ζωή σε ολόκληρη την κτίση τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν."
Αμέσως τα άλογα αναστήθηκαν.
Δεν είχε δει πως είχε γίνει λάθος και δεν τοποθετήθηκαν τα κεφάλια των αλόγων στα σωστά σώματά τους και μόλις ανέτειλε ο ήλιος ο μαθητής του είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έκαμα κάποιο λάθος, έβαλα το κεφάλι του άσπρου αλόγου στο μαύρο άλογο και το αντίθετο.
-Άφησέ τα αυτά, παιδί μου, έτσι ήθελε ο Θεός και συνεχίσαν το ταξίδι τους.
Από όσα χωριά και πόλεις περνούσαν οι κάτοικοι κοιτούσαν ξαφνιασμένοι διότι τα κεφάλια των αλόγων δεν ταίριαζαν με το υπόλοιπο σώμα και ακόμη πιο ξαφνιασμένοι ήταν οι εκτελεστές των αλόγων.....
Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου Κύριε μέσω των εν τη Γή Αγίων σου
Οταν δε ο Χριστός, που είναι η ζωή και η πηγή της ζωής μας, φανερωθή ένδοξος κατά την δευτέραν παρουσίαν, τότε και σεις μαζή με αυτόν θα φανερωθήτε και θα λάμψετε εν δόξη. Λοιπόν, νεκρώσατε τα μέλη σας, τα μέλη του παλαιού ανθρώπου, που ζητούν γηΐνας αμαρτωλάς απολαύσεις και ηδονάς· νεκρώσατε και διώξτε από τον εαυτόν σας την πορνείαν, την σαρκικήν ακαθαρσίαν, κάθε αμαρτωλόν πάθος, κάθε κακήν επιθυμίαν, που μολύνει τον άνθρωπον και τον ωθεί προς την κακήν πράξιν, και την πλεονεξίαν, η οποία είναι ειδωλολατρία που θεοποιεί και λατρεύει το χρήμα. Δια τα αμαρτήματα αυτά έρχεται και ξεσπάει η οργή του Θεού εναντίον των τέκνων της παρακοής, εναντίον αυτών που επεμένουν αμετανόητοι εις την κακίαν των. Εις τα αμαρτήματα αυτά και σεις είχατε περιπατήσει και παρασυρθή άλλοτε, τότε που εζούσατε μεταξύ αυτών. Τωρα όμως πετάξτε και σεις από πάνω σας όλα αυτά, ακόμη δε και την οργήν, τον θυμόν, την κακότητα και πονηρίαν, την υβρεολογίαν και την αισχρολογίαν από το στόμα σας. Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλον, αφού έχετε αποβάλει πλέον τον παλαιόν άνθρωπον μαζή με τας πονηράς αυτού πράξεις και έχετε ενδυθή τον νέον, ο οποίος συνεχώς ξανακαινουργώνεται, ώστε να προχωρή εις βαθυτέραν γνώσιν του Θεού και να γίνεται συνεχώς τελειοτέραν εικών του Χριστού, ο οποίος τον έκτισεν. Εις την νέαν δε αυτήν κατάστασιν των ανακαινισμένων υπό του Χριστού ανθρώπων, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Ελληνος και Ιουδαίου, περιτμημένου Ισραηλίτου και απεριτμήτου εθνικού. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βαρβάρου, Σκύθου, δούλου, ελευθέρου, αλλά όλα αυτά και εις όλους τους πιστούς είναι ο Χριστός.
Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί».
Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της. Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν. Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ. Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.
Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων. Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.
Πράγματι, τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς. Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». Όπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγον και τους λόγους ήκουσαν του ενυποστάτου Λόγου ο οποίος ενηνθρώπησε για εμάς, εφώναζαν ύστερα προς τον Πιλάτον «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός αν και είδε με τους οφθαλμούς του και απέκτησε περισσότερον από τους άλλους, πείρα της μεγαλειότητος και της θεότητος του Κυρίου, έπειτα τον παρέδωκε στους φονευτάς του. Και αυτός υπέμεινε —ω, τι απερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», οδηγώντας και εμάς προς υπομονήν, εκτός από τον ιδικόν του θρίαμβο κατά του αρχεκάκου, και μάλιστα έδειξε ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις μας οφελούν. Διότι λέγει, «εν θλίψει εμνήσθημέν σου», και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω δηλαδή)», και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες, με ανήγειρε και με έπεισε να βλέπω μόνον προς εσέ.
Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεόν, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποία άλλη ευκαιρία, ποίον από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά όμως, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματικήν τροφήν και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από τον Θεόν τα έλαβες, διότι λέγει, «τι έχεις o ουκ έλαβες;»─ ευχαρίστησε αυτόν που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του εμπράκτως την ευχαριστίαν. Όπως αυτός επήκουσε στο θέλημά σου και εξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και συ πρόσελθε και άκου και μάθε καλά το θέλημά του, και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος. «Ο ακούων μου», λέγει, «τους λόγους και ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω».
Και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχον ευεργέτην, όχι μόνο για τα παρερχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια. Διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβήσαι προσδοκωμένην απορίαν, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν από αυτόν ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε. «Υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός. Πράγματι, αυτός είναι, κατά το ψαλμικόν, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως δηλαδή). Ο ανοίγων την χείρα αυτού, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Αυτός που είπε «ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω δηλαδή) ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω».
Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων, μιμείσαι εκείνην που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στην γαστέρα, και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και επλάσθης όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητείς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνην, εύκολα και ημπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνον προστρέχεις σ’ αυτόν, και τον ακούεις, και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;
Γιατί, λοιπόν, μιμείσαι την επιβλαβή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την επωφελή; Άκου τον Προφήτη που λέγει ότι και οι σκύμνοι (οι μικροί λέοντες δηλαδή) όταν χρειάζονται τροφήν, ωρύονται και ζητούν από τον Θεόν, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν. Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες ευκόλως ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν ο λέων που είναι το πιο ωμοφάγον και αρπακτικόν και ρωμαλέον από τα θηρία, δεν ευρίσκει τι να αρπάξει, τι θα ειπούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει και ο Χριστός στο Ευαγγέλιον, λαμβάνοντας αφορμήν από τα πτηνά και λέγοντας, «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού», και θα είσθε αιωνίως κληρονόμοι, όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με την χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητείτε πρωτίστως την Βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνον εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστόν τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε. Αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και του ιδίου του σώματος και καταδίκην και ζημίαν της ψυχής αιώνιον.
Αυτό έδειξε και εκείνος που ήκουσε από τον Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Εζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάγουν κρέας στην έρημο. Και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητον πλήθος ορτυγομήτρας, «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς (την ικανοποίησε δηλαδή). Αλλά έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τούς έριξε νεκρούς δηλαδή)». Γιατί η οργή του Θεού εφόνευσεν μεγάλο μέρος από το πλήθος; Ακριβώς επειδή εγόγγυζαν αφόβως εναντίον του Θεού και του κατά Θεόν προϊσταμένου των, και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριψε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμήν προς το χειρότερο. Τοιούτοι είναι όσοι εκβάλλονται από την ιεράν Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιόν είτε στον νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν. Αυτό δεικνύει και ο Κύριος όταν λέγει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά, και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον». Ποίοι είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεόν, και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθόν έργο.
Ποίοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστιν ειλικρινή τον νόμο και την διδασκαλία του Πνεύματος, και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους.
Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς, και να απαλλαγεί από το σκότος το εξώτερον και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή μέθη, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, οργή, καταλαλιά και κάθε πονηρόν πάθος. Ας ενδυθεί δε με έργα «τον νέον άνθρωπον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίον υπάρχει αγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, εγκράτεια και κάθε είδος αρετής. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός, και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτόν του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».