π. Νικηφόρος Νάσσος
Ὁμιλώντας περί τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου ὁ Μέγας ἐν Θεολογίᾳ καί Διδασκαλίᾳ, φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει ὅτι ὁ Πανάγιος Θεός, ἐπιθυμώντας νά φτιάξει μία εἰκόνα, ἕναν τέλειο ζωγραφικό πίνακα, στόν ὁποῖον νά ἀποτυπώνονται ὅλα τά καλά, μία σύνθεση ὅλων τῶν θείων καί τῶν ἀνθρωπίνων χαρίτων, ἕνα κόσμημα ὅλης τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, μιά εἰκόνα ἡ ὁποία θά μαρτυροῦσε ὅλη τη δύναμη καί τή σοφία τοῦ δημιουργοῦ της ὡς καλλιτέχνου, κατεσκεύασε τήν πάγκαλη Μητέρα Του, ἀφοῦ συγκέντρωσε πάνω σ᾿ αὐτήν ὅλες τίς χάρες τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων.
Ὁμιλώντας περί τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου ὁ Μέγας ἐν Θεολογίᾳ καί Διδασκαλίᾳ, φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει ὅτι ὁ Πανάγιος Θεός, ἐπιθυμώντας νά φτιάξει μία εἰκόνα, ἕναν τέλειο ζωγραφικό πίνακα, στόν ὁποῖον νά ἀποτυπώνονται ὅλα τά καλά, μία σύνθεση ὅλων τῶν θείων καί τῶν ἀνθρωπίνων χαρίτων, ἕνα κόσμημα ὅλης τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, μιά εἰκόνα ἡ ὁποία θά μαρτυροῦσε ὅλη τη δύναμη καί τή σοφία τοῦ δημιουργοῦ της ὡς καλλιτέχνου, κατεσκεύασε τήν πάγκαλη Μητέρα Του, ἀφοῦ συγκέντρωσε πάνω σ᾿ αὐτήν ὅλες τίς χάρες τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων.
«Ὥσπερ γὰρ βουληθεὶς ὁ Θεὸς εἰκόνα στήσασθαι παντὸς καλοῦ καὶ τὴν περὶ ταῦτα δύναμιν καθαρῶς ἐνδείξασθαι καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κοινὸν ὑποστήσας κόσμον, μᾶλλον δὲ θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἁπασῶν χαρίτων κοινὸν ὑποδείξας κρᾶμα καὶ καλλονὴν ὑπερτέραν, ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦσαν κόσμους, οὕτω ταύτην οὕτω παγκάλην ὄντως ἐξειργάσατο πάντα συνελών, οἷς πάντα διελὼν ἐκόσμησε τρόπον τῆς αὐτῷ διαφερούσης μόνῳ δημιουργικῆς δυνάμεως ἡμῖν ἐπιδεικνὺς ἐξαίσιον καὶ ὄντως προσήκοντα τῇ τοῦ φωτὸς μητρί».1
Ἡ πάγκαλη αὐτή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ - Δημιουργοῦ, πού συγκεντρώνει ὅλες τίς χάρες ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ἡ μεγαλύτερη ἀρετή αὐτῆς εἶναι ἡ καθαρότητα, ἀφοῦ «τῇ καθαρότητι θέλγει Θεόν ἐνανθρωπῆσαι ἐξ αὐτῆς», ὅπως ὁ ἴδιος θεοτοκόφιλος Ἅγιος ἀλλοῦ σημειώνει. Αὐτή, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἔφθασε στή «νοητή σιγή» καί στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, γενομένη προτυπο τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ. Βεβαίως μέσα στό Ναό, εἰσέρχεται ἡ ἤδη γενομένη Ναός τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς («ὁ καθαρώτατος Ναός τοῦ Σωτῆρος»). Ἐκεῖ, διά τῆς προσευχῆς, τῆς «ἱερᾶς ἠσυχίας» καί τῆς ὅλης πνευματικότητος πού ἀνέπτυξε ἔφθασε στή χαρισματική θέωση, τήν μακαρία κατάσταση τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ «δοχεῖον καθαρότητος» κατά τήν ὑμνολογία καί καλεῖ ὅλους μας νά πορευθοῦμε τήν ὁδό τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, ὥστε νά σκηνώσει ἐντός μας ἐν Χάριτι ὁ καθαρώτατος καί πανάσπιλος Θεός.
Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς, τῆς καρδίας καί τοῦ νοός! Αὐτή τή σπουδαιότητα, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τή βλέπουμε μέσα ἀπό τά ἱερά διδάγματα τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, στή Φιλοκαλία καί τά ἄλλα κείμενα τῶν «παθόντων τά θεῖα καί εἴτα μαθόντων», τῶν ὄντως κεκαθαρμένων καί φωτομόρφων…
Ἡ καθαρότητα τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου, θά πρέπει νά ἐμπνέει τούς πνευματικούς ταγούς τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἀγωνίζονται λιπαρῶς καί πᾶσῃ θυσίᾳ γιά τήν πνευματική τους κάθαρση κατά πρῶτο λόγο καί ἔπειτα νά διδάσκουν τά περί Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας στό ποίμνιό τους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ὑπογραμμίσει αὐτήν τή μεγάλη πραγματικότητα καί θά γράψει ὅτι εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά ὁμιλεῖ κάποιος γιά τόν Θεό, ἀλλά σπουδαιότερο εἶναι νά καθαρίζει κάποιος τόν ἑαυτό του ἀπό τά πάθη γιά τόν Θεό. Διότι, λέγει, σέ ψυχή γεμάτη ἀπό πάθη δέν θά εἰσέλθει σοφία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καί ὁ φωτισμός. «Μέγα τό περί Θεοῦ λαλεῖν; Ἀλλά μεῖζον τό ἑαυτόν καθαίρειν Θεῷ, ἐπειδή εἰς κακότεχνον ψυχήν σοφία οὐκ εἰσελεύσεται».2
Ὁ πνευματικός θεραπευτής τῶν ψυχχῶν, ὀφείλει νά ἔχει καί αὐτός τόν δικό του θεραπευτή, τόν πνευματικό του πατέρα καί ἰατρό καί χειραγωγό στήν κατά Θεόν ζωή, τόν Μωυσῆ, τόν ποδηγέτη του πρός τήν ἀνηφορική πορεία ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, μιά πορεία μέ κατάληξη τή νοητή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐν Πνεύματι θεωρία καί ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ… Διαφορετικά, πῶς θά ὁδηγήσει ἄλλους στήν κάθαρση, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι ἀκάθαρτος; Γι᾿ αὐτό καί πάλι ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος θά τονίσει ὅτι πρέπει πρῶτα νά καθαριστεῖς ἐσύ ὁ πνευματικός πατέρας, γιά νά καθαρίσεις τούς ἄλλους, νά σοφιστεῖς γιά νά σοφίσεις, νά φωτιστεῖς γιά νά φωτίσεις, νά προσεγγίσεις τόν Θεό καί ἔπειτα νά ὁδηγήσεις σ᾿ Ἐκεῖνον ἄλλους. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι∙ σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι∙ ἐγγίσαι Θεῷ καί πραγαγεῖν ἄλλους».3
Ἀλλά καί οἱ λαϊκοί, ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὀφείλουν νά ἀγωνίζονται προσευχόμενοι καί ἐγρηγοροῦντες, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρότητας ταῆς ψυχῆς τους! Καί αὐτό, εἶναι μέν δύσκολο ἔργοκαι ἐπίπονο, κυρίως σήμερα μέ τίς τόσες προκλήσεις καί τόν παναχοῦ ἐφαπλούμενο φοβερό καύσωνα τῆς ἁμαρτίας , ἀλλά συντελεῖται μέ τήν θεία ἀρωγή, ὅπως ἄλλωστε κάθε ἔργο πνευματικό, διότι «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖ οὐδέν», μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στό Ἱερό Του Εὐαγγέλιο.4
Ἡ Χάρις εἶναι δεδομένη, ἀλλά χρειάζεται ὁπωσδήποτε καί ἡ ἀνθρώπινη «συνέργεια» ὅπως λέγεται θεολογικά, ἡ ἀνταπόκριση, ἡ προθυμία, ἡ ἀπάντηση στήν ἀενάως ἐνεργουμένη λυτρωτική κλήση τοῦ Θεοῦ γιά τήν κάθαρση καί τή σωτηρία.
Ὁ Μέγας Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, πολύ παραστατικά σέ μία του ἐπιστολή θά τονίσει ὅτι «οὔτε ἀκάθαρτος καθρέπτης μπορεῖ νά δεχθεῖ τίς ἀντανακλάσεις τῶν εἰκόνων, οὔτε ψυχή πού εἶναι κατειλημμένη ἀπό τίς βιοτικές φροντίδες καί σκοτισμένη ἀπό τά πάθη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος μπορεῖ νά ὑποδεχθεῖ τίς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».5
Ἀπαραίτητη, λοιπόν, ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς καί ἡ θεραπεία ἀπό τά πάθη (καί γενεσιουργός αἰτία ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιλαυτία6), ὥστε νά μπορεῖ μέσα του ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθανθεῖ τήν μυστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅπως ὀρθά ἔχει γραφεῖ, ἡ ἀκαθαρσία τοῦ ἀνθρώπου παρεμβάλλεται ἀνάμεσα σέ αὐτόν καί στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὡς μεσότοιχο, πού ἐμποδίζει τήν ἐπενέργεια τῆς χάριτός Του. Το Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρών. Ἐνῶ ὅμως φανερώνει τήν ἐνέργειά Του σε ὅσους εἶναι καθαροί ἀπό πάθη, παραμένει μακρυά ἀπό ὅσους εἶναι ἀκάθαρτοι. Ἡ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προϋποθέτει τήν κάθαρση, πολύ πραγματοποιεῖται μέ τή μετάνοια, την ταπείνωση καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Καί ἡ κάθαρση αὐτή συμβαδίζει μέ τόν πόλεμο κατά τῶν παθῶν.7
Δέν μπορεῖ, πάντως, οὔτε τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ καί νά γνωρίσει, ὄντας ἀκάθαρτος! Στερεῖται ἔτσι τῆς αὐτογνωσίας, πού θά τόν ὁδηγήσει στήν θεογνωσία, τήν ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ Ἅγιοί μας, «ὅπως ὅταν ὑπάρχει ὁμίχλη, δέν μπορεῖ κάποιος νά δεῖ τόν ἥλιο, ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί τό κάλλος τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτό καλύπτεται ἀπό τήν ὁμίχλη τῶν παθῶν». Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ πορεία πρός τή λεγομένη «μεταστοιχείωση τῶν παθῶν», δηλαδή ἡ κίνηση ἀπό τήν παραφυσική λειτουργία τῶν ψυχικῶν δυνάμεων στό «κατά φύσιν», πρᾶγμα πού συντελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία διά τῶν μυστηρίων καί τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς, στήν ὁποία καλούμαστε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Τό πῶς αὐτό πραγματοποιεῖται, εἶναι ἀδύνατον ἐδῶ νά ἀναλυθεῖ. Ὀφείλουμε νά μελετοῦμε καί νά ἐρωτοῦμε τούς πνευματικούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά μᾶς ἐξηγοῦν και διαφωτίζουν ἐπαρκῶς, τί εἶναι τά πάθη καί ποιά εἶναι, τί εἶναι οἱ λογισμοί καί ποιά τά εἴδη τους, πῶς καθαίρεται ἡ καρδιά, πῶς θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπο τή νόσο τῆς ἁμαρτίας, ποιά μέσα χρησιμοποιεῖ, ποιά εἶναι τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς κλπ. Ὁπωσδήποτε πάντως, ὅλοι δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε τή γνωστή στήν Πατερική παράδοση καί Θεολογία, τριμερῆ διάκριση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ (διάκριση πού διατυπώνεται ἀπό τούς Πατέρες μέ διάφορες ὀνομασίες καί ὄχι πάντοτε στατικά), ἡ ὁποία Χάρις, ἀνάλογα μέ τό ἔργο πού ἐπιτελεῖ, διακρίνεται σέ καθαρτική, φωτιστική καί τελειωτική, ἤ θεοποιός. Καθαρτική εἶναι αὐτή πού καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη. Φωτιστική εἶναι αὐτή πού φωτίζει τό νοῦ και τόν ὁδηγεῖ στή θεωρία τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα πρῶτο στάδιο θεώσεως. Καί τέλος, τελειωτική εἶναι ἐκείνη πού πραγματοποιεῖ τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό. Αὐτό ταυτίζεται μέ τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ὅπως καί πάλι ἀναφέρεται στά Πατερικά κείμενα, ἤ μποροῦμε νά τό διατυπώσουμε και ἀντίστροφα, ὅτι ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ταυτίζεται με την χαρισματική θέωση τοῦ πιστοῦ.
Εἴθε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Κυρίου ἀφιερωθεῖσα καί καταστᾶσα ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἐνισχύει πάντοτε μέ τήν ἰσχυρή πρεσβεία της πρός τόν Υἱό της, ὥστε νά πορευόμαστε Χάριτι Θεοῦ καί μέ τόν δικό μας ἀγῶνα τήν ὁδό τῆς καθάρσεως, καί τοῦ φωτισμοῦ καί νά ἐπιτύχουμε τήν χαρισματική μας θέωση, στά πλαίσια τῆς παρούσης ζωῆς. Αὐτό τό γεγονός φαίνεται ὡς ὄνειρο ἀνεκπλήρωτο, ἀλλά δέν πρόκειται γιά κάτι τό ἀκατόρθωτο, ἀφοῦ ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποίοι τό ἐπέτυχαν σύν Θεῷ, διότι αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013
1 Ὁμιλία εἰς τά Εἰσόδεια, ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 274
2 ΕΠΕ, 2, 48, Λόγος ΛΒ΄
3 ΕΠΕ, 1, 164, Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, MPG. 58, 489A.
4 Ἰω, 15, 5.
5 Ἐπιστολή 210, Πρός τούς λογιωτάτους τῆς Νεοκαισαρείας, ΕΠΕ, 3, 188
6 Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει σχετικά: «θέλεις νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά πάθη; ἀποτίναξε τή μητέρα τῶν παθῶν, τή φιλαυτία». Κεφ. Περί ἀγάπης, II, I.
7 Βλ. Γ. Μανζταρίδη, Ὀδοιπορικό θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου, 2005, σελ. 286.