† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη! 

   Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα βλέπουμε νὰ περνᾶ ὁ Χριστός μας κοντὰ ἀπὸ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό καὶ οἱ Μαθητὲς νὰ κάνουν μία παράξενη ἐρώτηση: ποιός ἁμάρτησε, αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός; Οἱ Μαθητὲς θεώρησαν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω κάποιας ἁμαρτίας. Τὸ νὰ ἁμάρτησαν, λοιπόν, οἱ γονεῖς εἶναι ἐν μέρει κατανοητό. Ἡ θεωρία, ὅμως τοῦ νὰ ἁμάρτησε τὸ παιδί πρὶν ἀκόμη γεννηθεῖ ὀφείλεται σὲ πλάνες μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἀφορούσαν τὴν μετενσάρκωση ἤ τὴν δυνατότητα τοῦ παιδιοῦ νὰ ἁμαρτήσει ὄντας μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας.

   Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν περισσότερων ἀνθρώπων, ὅταν ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ κάποια ἀσθένεια, ἤ κάποιο γενικότερο πρόβλημα, νὰ λένε αὐτὸ τὸ «γιατί;». Τὸ «Γιατί σὲ μένα, Θεέ μου» ἀκούγεται, πράγματι, συχνά. Γιὰ νὰ τερματίσει αὐτὲς τὶς ἀπορίες καὶ τὰ παράπονα ὁ Χριστός λέει ὅτι κανένας δὲν ἁμάρτησε. Ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ὑφίσταται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ πάνω του. Ἔτσι πρέπει νὰ βλέπει ὁ καθένας μας τὰ προβλήματά του. Ὡς ἕναν Σταυρὸ ποὺ μὲ λίγη ὑπομονὴ θὰ φέρει τὴν Ἀνάσταση, ὡς μία αἰτία γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός μέσω τῆς καρτερίας μας.  Ὄχι ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν δίκαιος, ἀλλὰ ὄχι τιμωρός.

   Συνεχίζει ὁ Χριστός, λέγοντας: πρέπει νὰ ἐργάζομαι ὅσο εἶναι μέρα, διότι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. Ὅταν εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι Φῶς τοῦ κόσμου. Παίρνοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ὑμνωδός, στὸ δοξαστικὸ τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἐσπερινοῦ ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ «τῆς Δικαιοσύνης Ἥλιο νοητό». Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης λέει ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεται δίχως ἀναβολές, δίχως παύσεις, διότι ὁ καιρὸς περνάει καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα καὶ ὅσο εἶναι στὸν κόσμο πρέπει νὰ ἀπλώνει συνεχῶς καὶ μόνο τὸ Φῶς. Τὰ λόγια αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ λάβουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν ὅσοι ἀφήνουμε γιὰ αὔριο τὴν ἕνωση μας μὲ τὸν Θεό καὶ ὅσοι τὴ μιὰ πράττουμε φωτεινὰ καὶ τὴν ἄλλη σκοτεινὰ ἔργα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸ σήμερα γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε τὰ ἔργα τοῦ Φωτός. Τὸ αὔριο μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μᾶς τὸ δώσει.

   ρχεται στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ποθητὴ στιγμὴ τῆς θεραπείας. Ὁ Χριστὸς προβαίνει σὲ μία συμβολικὴ κίνηση. Ἀναμειγνύει σάλιο μὲ χῶμα καὶ χρίει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Γιατὶ τὸ κάνει; Γιατὶ ἐνῶ τὶς ἄλλες φορὲς θεράπευσε παράλυτους, κωφούς, δαιμονισμένους καὶ ἀνέστησε νεκροὺς μόνο μὲ ἕνα Του λόγο, τώρα ἀλείφει μὲ λάσπη τὰ μάτια τοῦ ἀσθενῆ; Ἀρχικά, γιὰ νὰ ὑποδείξει ὅτι εἶναι ὁ Πλάστης, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπὸ χῶμα καὶ νερό. Ἔπειτα, γιὰ νὰ θυμίσει στὸν καθένα μας ὅτι εἴμαστε ἀπὸ χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ ξαναβρεθοῦμε. Ἄν χαράξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας ὅτι σὲ λίγο καιρὸ -γρήγορα ἤ γρηγορότερα- θὰ βρεθοῦμε στὸ χῶμα, θὰ μπορέσουμε μὲ περισσότερη εὐκολία νὰ στρέψουμε τὰ μάτια μας πρὸς τὸ Φῶς. 

   πειτα ἀπὸ τὴν συμβολικὴ αὐτὴ κίνηση, ὁ Χριστὸς προστάζει τὸν τυφλὸ νὰ νίψει τὸ πρόσωπό του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Κάνοντας αὐτὸ μὲ ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁ τυφλὸς θεραπεύθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βλέπει. Ἄν τόσο πολὺ ὠφελήθηκαν οἱ ὀφθαλμοί του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, φαντασθεῖτε τὴν ὠφέλεια ποὺ λαμβάνουμε ψυχῇ καὶ σώματι ἑμεῖς ποὺ ὁλόκληροι βαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. 

   Τὴν θεραπεία του ἄλλοτε τυφλοῦ ἀκολούθησε ἕνας καταιγισμὸς ἐρωτήσεων ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους. Πῶς σοῦ ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοῦς; Τί σοῦ ἔκανε; Τί λὲς γιὰ ἐκεῖνον  ποὺ σὲ θεράπευσε; Τοὺς ἐνόχλησε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφτιαξε πηλὸ ἡμέρα Σαββάτου… Τόσο κακοπροαίρετοι ἦταν. Ὁτιδήποτε ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸ ἔβλεπαν μὲ καχυποψία: εἶναι ἀπὸ Θεοῦ; Μήπως θεραπεύει μὲ τὴν δύναμη τοῦ πονηροῦ; Ἐπιζητεῖ τὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας; Τί, τέλος πάντων, θέλει; Μέχρι καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου κάλεσαν γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωσή του. Ἀπὸ αὐτοὺς φάνηκε ὅτι πολλὲς φορές, γιὰ χάρη τοῦ συμφέροντος, κάποιοι εἶναι ἰκανοὶ μέχρι καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἀπαρνηθοῦν. «Τυφλὸς γεννήθηκε. Τώρα τὸ πῶς βλέπει, ἡλικία ἔχει αὐτὸν ἐρωτήσατε», ἀπάντησαν πλαγίως. 

   Ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν μάτια καὶ ἔβλεπαν, στὴν πραγματικότητα ἦταν τυφλοί. Ἐνῶ, ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό. Στὶς προσπάθειες τῶν Φαρισαίων νὰ μειώσουν τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ πρώην τυφλός ἦταν εὐθύς. Μὲ παρρησία τοὺς μίλησε καὶ ὁμολόγησε ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε δὲν ἦταν ἀπλὸς ἄνθρωπος. Γιὰ αὐτό, τὸν ἔβγαλαν ἔξω. 

   Τὴν εὐγνωμοσύνη του, τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἰαθέντος τυφλοῦ τὰ τίμησε ὁ Χριστός ἐμφανιζόμενος ξανὰ ἐνώπιόν του. «Πιστεύεις στὸν Ὑιὸ τοῦ Θεοῦ;». «Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σὲ αὐτόν;» καὶ ὁ Χριστὸς τὸν τιμᾶ μὲ τὴν ἀποκάλυψη: «Καὶ τὸν εἶδες, καὶ μιλάει μὲ ἐσένα, Αὐτὸς εἶναι». 

   Εὐχή μου κὶ ἑμεῖς νὰ καταφέρουμε μέσω τῆς καλῆς προαίρεσης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ παρρησίας ποὺ εἶχε ὁ βλέπων τυφλός, νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινό.

Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Ὑπομονή ἀπό τίς θλίψεις (Ἁγίου Ἰωάννου τοῡ Χρυσοστόμου)


Για Την Υπομονή

και πόσο είναι το κέρδος από τις θλίψεις

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου (P.G. 51, 165)

Ομιλία στο Αποστολικό ρητό:
«Τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν»

1. Ο Απόστολος λέει: "Γνωρίζουμε ότι σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνερ­γούν για το καλό τους" (Ρωμ. 8, 28). Τί άραγε να θέλει να πει μ' αυτό ο Απόστολος; Γιατί η μακαρία αυτή ψυχή δεν λέει ποτέ κάτι χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να στολίσει την ομιλία, αλλά προσφέρει πάντα τα λόγια του, ως κα­τάλληλα πνευματικά φάρμακα, που γιατρεύ­ουν τα διάφορα πάθη.

Τί να σημαίνουν όμως, αυτά τα λόγια του Αποστόλου;
Ξέρουμε ότι τότε είχαν πέσει στους νεο­φώτιστους της Εκκλησίας πολλοί πειρασμοί. Βάσανα έζωναν από παντού όσους προσέρχονταν στην πίστη του Χριστού. Ο Εχθρός εύ­ρισκε διαρκώς καινούργια τεχνάσματα και συνεχείς επιβουλές, ιδιαίτερα μάλιστα, ενά­ντια στους ανθρώπους που διακονούσαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ετσι, άλλοι ρίχνο­νταν στις φυλακές, άλλους τους εξόριζαν και άλλους τους οδηγούσαν σε χίλια μύρια άλλα βασανιστήρια.

Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος, κάνει τώ­ρα με το λόγο του, όπως ακριβώς θά 'κανε και ένας καλός στρατηγός, που βλέπει τον αντί­παλό του οργισμένο και έτοιμο να επιτεθεί. Ο στρατηγός, συνήθως πριν από τη μάχη, περιέρχεται το στρατόπεδο και συναντά τους στρατιώτες, τους οποίους ενισχύει με κάθε τρόπο. Τους ενθαρρύνει δηλαδή και τους προ­ετοιμάζει για τη μάχη, διεγείροντας την προ­θυμία τους για τον αγώνα. Τους διδάσκει να μη φοβούνται τις εχθρικές επιδρομές, αλλά να αντιστέκονται με άκαμπτο φρόνημα και να αντικρούουν τις επιθέσεις χωρίς φόβο.
Κατά τον ίδιο τρόπο τώρα και ο μακάριος απόστολος Παύλος, αυτή η "ουρανομήκης" ψυχή, επειδή θέλει να ενισχύσει τους πιστούς και να τους τονώσει το ηθικό, που, ως φαίνεται, είχε λίγο καμφθεί, άρχισε το λόγο του με το ρητό: "Γνωρίζουμε ότι σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους".
Πρόσεχε, να κατανοήσεις τι ακριβώς θέ­λει να πει μ' αυτό το ρητό ο Απόστολος. Δεν είπε βέβαια ότι εκείνους που αγαπούν τον Θεό, δεν τους βρίσκουν βάσανα και πειρα­σμοί, αλλά είπε: "Γνωρίζουμε", δηλαδή εί­μαστε βέβαιοι γι’ αυτό, η πείρα μας το λέει και έχουμε αποδείξεις αδιάσειστες, ότι "σ' εκεί­νους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους".

2. Να ξέρατε τι δύναμη κρύβει μέσα της αυτή η φράση! "Ολα συνεργούν για το καλό τους". Φυσικά ο Απόστολος, δεν εννοεί μ' αυτό το "όλα", τα ευχάριστα συμβάντα και γεγονότα της ζωής. Δεν εννοεί, ασφαλώς, τις ανέσεις, την καλοπέραση και την ασφάλεια, αλλά ακριβώς τα αντίθετα. Εννοεί, για παρά­δειγμα, τις ποικίλες θλίψεις, τις φυλακές, τις επιβουλές, τις καθημερινές επιθέσεις και όλα τα βάσανα αυτής της ζωής.
Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα, αγαπητέ μου, πόσο μεγάλη βαρύτητα, έχει αυτός ο λόγος. Και για να μην πάμε μακριά, ας δούμε κάτι που συνέβη στον ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Τότε θα καταλάβουμε, ποιο βάθος και τι νόημα έχει αυτός ο λόγος του.

Καθώς μας διηγείται στις Πράξεις των Αποστόλων ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Από­στολος Παύλος περιερχόταν τον κόσμο, σπέρ­νοντας παντού τον Ευαγγελικό λόγο. Αγω­νιζόταν ο μακάριος να ξεριζώσει τα αγκάθια τής αμαρτίας από κάθε ψυχή και να φυτέψει, αντί γι' αυτά, το σπόρο της Αλήθειας.
Σε μια από τις πορείες του λοιπόν, έφτασε και σε κάποια πόλη της Μακεδονίας. Εκεί κατοικούσε τότε μια γυναίκα δούλη, η οποία είχε μέσα της «πονηρόν πνεύμα». Αυτή περιδιάβαινε τους τόπους, θέλοντας, με τη βοήθεια του δαίμονα, να κάνει φανερή την παρουσία και το έργο των Αποστόλων.
Τη δούλη λοιπόν αυτή, την ελευθέρωσε ο Απόστολος, βγάζοντας από μέσα της το δαί­μονα, μ' ένα και μόνο προστακτικό λόγο του. Μετά όμως από αυτή τη σπουδαία ίαση, αντί να βλέπουν οι κάτοικοι εκείνης της πόλης τους Αποστόλους ως σωτήρες και ευεργέτες και αντί να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους περιποιηθούν, ανταμείβοντάς τους για την τόσο μεγάλη ευεργεσία, αυτοί τους πλή­ρωσαν με τα αντίθετα.

Και δες ποια ήταν αυτά: "Οταν είδαν", λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, "οι κύριοι εκεί­νης της δούλης ότι δεν θα είχαν πλέον κανένα έσοδο, από τις αμοιβές που έπαιρνε η δαιμο­νισμένη για τις αποκαλύψεις της, έπιασαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν βίαια στην αγορά, με σκοπό να τους οδηγήσουν μπροστά στους άρχοντες της πόλης. Μετά, αφού τους έδειραν πολύ, τους έριξαν στη φυ­λακή, δίνοντας συγχρόνως εντολή στον δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί αυστηρά" (Πραξ. 16, 19-23).
Είδατε πόση κακία είχαν οι κάτοικοι εκείνης της πόλης; Είδατε όμως και τι υπομο­νή και τι καρτερία είχαν οι Απόστολοι; Περι­μένετε όμως λίγο και θα δείτε και το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού.

Ο Θεός είναι Πάνσοφος και Παντογνώ­στης. Γι' αυτό δεν ελευθέρωσε τους Αποστόλους με μιας από τα δεσμά, αλλά το έκανε όταν είχαν αποκορυφωθεί οι θλίψεις τους και όταν έγινε σ' όλους φανερή ή υπομονή τους. Τότε φανέρωσε κι ο Θεός τη δική Του δύναμη. Ετσι, δεν θά 'χαν να λένε οι αντίθεοι ότι οι Απόστολοι αψήφισαν τα βάσανα και τις θλί­ψεις, όχι γιατί είχαν αρετή, αλλά επειδή ήξεραν ότι πάντα στο τέλος γίνεται κάποιο θαύμα —πράγμα που και στην περίπτωσή τους περίμεναν να γίνει— και άρα αυτοί δεν είχαν τίποτα να φοβούνται.
Γι' αυτό ακριβώς το λόγο ο Πάνσοφος Θεός αφήνει μερικούς να βασανίζονται για πολύ χρόνο, ενώ άλλους τους γλυτώνει α­μέσως από τα δεινά. Γιατί, καθώς παρατείνο­νται τα βάσανα, πληθαίνουν και τα στεφάνια.

Μ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο ο Θεός ε­νεργεί και εδώ, στην περίπτωση του Παύλου και του Σίλα. Μετά δηλαδή, από ένα τόσο με­γάλο θαύμα και μετά από την ευεργεσία που οι Απόστολοι πρόσφεραν στη δαιμονισμένη δούλη, διώχνοντας από μέσα της τον αναί­σχυντο δαίμονα, ο Θεός επέτρεψε να μαστιγω­θούν απάνθρωπα και να ριχτούν στη φυλακή. Και με αυτό ακριβώς το γεγονός,  έγινε σ' όλους πιο φανερή η δύναμη του Θεού.

Αυτό έκανε και τον μακάριο απόστολο Παύλο να πει: "Θα καυχηθώ με μεγάλη χαρά για τις ασθένειες και δυσκολίες μου, για να σκηνώσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού" (Β’ Κορ. 12, 9-10). Και στη συνέχεια: "Οταν είμαι σε κατάσταση αρρώστιας και αδυναμίας, τότε είμαι δυνα­τός", εννοώντας με τη λέξη "αδυναμία" τους αδιάκοπους πειρασμούς και τις θλίψεις.
Θα μπορούσε όμως κάποιος να ρωτήσει: Γιατί να απομακρύνουν οι Απόστολοι τον δαί­μονα, αφού δεν έλεγε τίποτα εναντίον τους, αλλά μάλλον τους έκανε γνωστούς σε όλους, φωνάζοντας για μέρες ολόκληρες, "αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Υψίστου Θεού, που μας κηρύττουν το δρόμο της σωτηρίας" (Πραξ. 16, 17);
Μη σου φανεί περίεργο αυτό, αγαπητέ μου. Ηταν κι αυτό έργο της σύνεσης των Απο­στόλων και της Χάρης του Αγίου Πνεύματος. Γιατί, παρόλο που δεν τους κατηγορούσε ο δαίμονας, ο απόστολος Παύλος τον αποστόμωσε και τον απομάκρυνε, για να μην αποδει­χθεί ότι όσα έλεγε το δαιμόνιο ήταν αληθινά.
Και μ' αυτό το προηγούμενο —ότι δηλαδή, ο δαίμονας λέει αληθινά πράγματα— να παρα­σύρει στη συνέχεια τους ανίδεους και αφελείς ανθρώπους και σε άλλα άτοπα. Ετσι δεν επέ­τρεψε ο Απόστολος στο δαιμόνιο να μιλήσει για πράγματα του Θεού, που είχαν μεγαλύτε­ρη αξία από το δαίμονα. Αυτό το έκανε ο Από­στολος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιδιου του Κυρίου, ο Οποίος, όταν Τον πλη­σίασαν οι δαιμονισμένοι και Του έλεγαν, "Σε γνωρίζουμε Ποιος είσαι, είσαι ο Αγιος του Θεού" (Λουκ. 4, 34). Εκείνος, όχι μόνο δεν τους έδωσε καμιά σημασία, αλλά και τους απόδιωξε. Εγι­νε αυτό από τον Απόστολο, για να κατακριθούν οι άπιστοι Ιουδαίοι, που, ενώ έβλεπαν να γίνονται κάθε μέρα θαύματα και χίλια δυο παράδοξα, δεν πίστευαν στον Χριστό, τη στιγ­μή που και οι δαίμονες Τον αναγνώριζαν και Τον κήρυτταν ως Υιό του Θεού.

3. Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Για να βεβαιωθείτε λοιπόν πως είναι όντως έτσι και ότι "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους", πρέ­πει να σας διαβάσω, όλη αυτή τη διήγηση της περιπέτειας των Αποστόλων. Ετσι, θα μάθετε ότι, μετά από τη φυλάκισή τους, τα μετέτρεψε όλα η Χάρη του Θεού με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δυσκολίες να αποβούν γι' αυτούς ευλογία.
Ας δούμε, λοιπόν, πως μας τα διηγείται όλα αυτά ο μακάριος Ευαγγελιστής Λουκάς: "Ο δεσμοφύλακας, αφού πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ κελλί της φυλακής. Και για μεγαλύτερη ασφάλεια, έδε­σε τα πόδια τους στο ξύλο" (Πράξ. 16, 4).
Δες, πως αυξάνουν τα βάσανα των Απο­στόλων, για να φανερωθεί έτσι πιο λαμπρή η υπομονή τους, αλλά και για να λάμψει σ’ ό­λους η ανέκφραστη δύναμη του Θεού. Να συνεχίσουμε όμως: "Γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και υ­μνούσαν τον Θεό" (Πραξ. 16, 25).
Δέστε, τώρα, ψυχή υπομονετική και θαρραλέα! Δέστε ξάγρυπνο λογισμό! Ας μην προσπεράσουμε, αγαπητοί μου, επιπόλαια και γρήγορα, αυτό που λέει ο Ευαγγελιστής. Επειδή δεν επισήμανε τυχαία την ώρα λέγο­ντας, "γύρω στα μεσάνυχτα". Το έκανε αυτό ο Ευαγγελιστής, για να μας υπογραμμίσει ότι, ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι γλυκοκοιμούνταν —και, όπως είναι φυσικό, όλοι οι φυλακισμέ­νοι, από τη λύπη και την κούραση, ήταν παραδομένοι στη γλυκιά εξουσία του τύραν­νου ύπνου— οι Απόστολοι αγρυπνούσαν και "προσεύχονταν υμνώντας τον Θεό". Από αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα η υπομονή τους και η μεγάλη αγάπη τους προς τον Θεό.
Οπως ακριβώς κάνουμε όλοι οι άνθρω­ποι, που, όταν πονάμε και υποφέρουμε, θέ­λουμε νά 'χουμε κοντά μας τα αγαπημένα μας πρόσωπα, για να μιλάμε μαζί τους και να βοηθιούμαστε, έτσι έκαναν και οι άγιοι αυτοί Απόστολοι. Η μεγάλη αγάπη τους για τον Κύριο τους έκανε να επιζητούν, με την προ­σευχή, εντονότερα την αίσθηση της παρου­σίας Του. Γι' αυτό έψελναν, υμνώντας και δο­ξάζοντας τον Θεό. Και όντας έτσι αφοσιωμένοι στη λατρεία Του, δεν καταλάβαιναν καθόλου τους πόνους και τα βάσανα που τους έδερναν. Η υπομονή και η εξαίσια εκείνη υμνωδία έκανε τη φυλακή Εκκλησία. Και αγιαζόταν ο τόπος εκείνος των πόνων και των βασάνων από την άγια προσευχή τους.

Εβλεπε κανείς τα μεσάνυχτα, παράδοξα και θαυμαστά πράγματα. Δυο άνθρωποι, δεμένοι στο ξύλο, έψελναν χαρούμενα και ανεμπόδιστα. Γιατί, εκείνον που έχει ειρήνη στην καρδιά του και αγάπη φλογερή για τον Θεό, τίποτα δεν θα μπορέσει ποτέ να τον λυγίσει και να τον κάνει να χάσει τη διάθεση της κοινωνίας μαζί Του. "Γιατί εγώ είμαι Θεός", λέει η Αγία Γραφή, "που βρίσκομαι πάντα παρών και κοντά. Δεν είμαι Θεός ξέμα­κρος και αδιάφορος" (Ιερ. 23, 23). Κι αλλού λέει: "Ενώ ακόμα εσύ δεν θα έχεις αποσώσει το λόγο σου, εγώ θα σου απαντήσω και θα σου πω: Νά 'μαι, εδώ δίπλα σου" (Ησ. 58, 9).
Οταν λοιπόν υπάρχει νους προσεκτι­κός, νους που αγρυπνεί και προσεύχεται, τότε είναι ακμαίο και το όλο φρόνημα του ανθρώ­που. Τότε και η ψυχή ελευθερώνεται, κατά κάποιο τρόπο, από τα σωματικά δεσμά και πετάει προς τον Ποθούμενο. Τότε αυτή εγκα­ταλείπει όλα τα γήινα νοήματα και όλα τα ορατά κάλλη αυτού του κόσμου και ανυψώνε­ται προς Εκείνον. Ελκεται ο νους προς τον Θεό, με ασυγκράτητο πόθο καρδιάς, πράγμα που ακριβώς συνέβη και με τους δύο αυτούς αγίους Αποστόλους.
Δες, τώρα, την άμεση επίπτωση που είχε η υπομονή και η προσευχή των Αποστόλων. Αν και βρίσκονταν στη φυλακή, και μάλιστα δεμένοι στο ξύλο, αν και ολόγυρα οι συγκρατούμενοί τους ήταν κακοποιοί, αυτοί, όχι μονάχα δεν επηρεάστηκαν από τους συγκρατούμενούς τους, αλλά αντίθετα, η αρετή τους έλαμψε και πραγματικά θάμπωσε όλους τους άλλους φυλακισμένους. Γιατί η μελωδία των ύμνων άγγιξε την ψυχή κάθε φυλακισμέ­νου και κατά κάποιο τρόπο την ξανάπλαθε και την μεταμόρφωνε.

"Ξάφνου", λέει ο Ευαγγελιστής, "έγινε μεγάλος σεισμός, τέτοιος που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Κι αμέσως, άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμέ­νων λύθηκαν" (Πράξ. 16, 26).
Είδες τώρα, αγαπητέ μου, τη δύναμη της υπομονής και της προσευχής; Οι Απόστολοι ψάλλοντας, δεν ήταν μόνο που οι ίδιοι παρη­γορήθηκαν για την αναπάντεχη θλίψη τους, αλλά συνετέλεσαν και στη λύση των δεσμών και όλων των άλλων φυλακισμένων. Ετσι, από τα ίδια τα γεγονότα έγινε φανερή η αλή­θεια, που είναι κρυμμένη στα λόγια του Ευαγ­γελιστή. Δηλαδή, "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους". Δέστε, ο ξυλοδαρμός, η φυλακή, τα δεσμά, η συναναστροφή με τους δήμιους, όλα τους βγήκαν σε καλό. Γιατί; Διότι όλα αυτά έγιναν αφορμή να φωτιστούν, όχι μονάχα οι συγκρατούμενοι των Αποστόλων, αλλά κι αυτός ο ίδιος ο δεσμοφύλακας.
"Ο δεσμοφύλακας", λέει ο Ευαγγελι­στής, "ξύπνησε με το σεισμό και σαν είδε ανοιχτές τις πόρτες της φυλακής, έβγαλε το μαχαίρι του για να σκοτωθεί. Γιατί νόμισε ότι είχαν δραπετεύσει όλοι οι κρατούμενοι" (Πραξ. 16, 27).
Σημείωσε εδώ, αγαπητέ μου, την ασύλ­ληπτη φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί άραγε συνέβηκαν όλα αυτά τα μεσάνυχτα; Για να οικονομηθεί ασφαλώς, έτσι ήσυχα και αθό­ρυβα, η σωτηρία του δεσμοφύλακα. Γιατί, όταν έγινε ο σεισμός και ανοίχτηκαν οι πόρ­τες, λύθηκαν όλων των φυλακισμένων τα δεσμά. Δεν δόθηκε όμως η δυνατότητα σε κανέναν τους να δραπετεύσει. Είδες την Πανσοφία του Θεού; Γιατί τα επέτρεψε όλα αυτά, δηλαδή το σεισμό και το άνοιγμα των θυρών; Για να αποκαλυφθεί, ασφαλώς, ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι ξένοι που είχαν φυλακισμένους, ότι δηλαδή αυτοί δεν ήταν τυχαίοι άνθρωποι. Παράλληλα, δεν δό­θηκε σε κανέναν τους η δυνατότητα να δρα­πετεύσει, για να μη γίνει το γεγονός αυτό αφορμή, ώστε να κινδυνεύσει η ζωή του δε­σμοφύλακα.

Την αλήθεια αυτού που λέω την επιβε­βαιώνει το γεγονός ότι, και μόνο που υπο­πτεύθηκε ο δεσμοφύλακας πως οι κρατούμε­νοι θα είχαν δραπετεύσει, έφτασε στο σημείο να καταφρονήσει και την ίδια την ζωή του. Γιατί, καθώς λέει ο Ευαγγελιστής, ο δεσμοφύ­λακας "έβγαλε το μαχαίρι του και ήθελε να σκοτωθεί".
Ο μακάριος Παύλος όμως, που παντού και πάντα ήταν σε προσευχητική εγρήγορση, τον αντιλήφθηκε αμέσως και με μια φωνή γλύτωσε το αρνί από το στόμα του λύκου. "Του φώναξε δυνατά και του είπε: Μην κάνεις κακό στον εαυτό σου, γιατί όλοι μας βρισκόμαστε εδώ" (Πράξ. 16, 28).
Τι βάθος ταπεινοφροσύνης! Θα μπο­ρούσε ασφαλώς να χρησιμοποιήσει αυτά που συνέβηκαν σαν όπλο και έτσι να φέρει σε δύ­σκολη θέση τον δεσμοφύλακα.
Ο Απόστολος όμως δεν έκανε καθόλου κάτι τέτοιο. Αντίθετα λογάριασε τον εαυτό του σαν έναν κρατούμενο, όμοιο με όλους τους άλλους και είπε μονάχα: "Ολοι μας βρισκόμα­στε εδώ". Δεν εντυπωσιάστηκες, αγαπητέ μου, με την υπομονή και με την ταπεινοφροσύνη του; Δες, θεώρησε τον εαυτό του ίσο με τους κακοποιούς της φυλακής.

Δες όμως και στη συνέχεια, πως τον πλησιάζει ο δεσμοφύλακας; Ασφαλώς όχι όπως θα έκανε και όταν θα πλησίαζε έναν κοινό κρατούμενο. "Γιατί, αφού αναθάρρησε με το λόγο του Αποστόλου, ζήτησε να του φέρουν φώτα. Πήδηξε μετά μέσα στο κελλί του Αποστόλου και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Κι αφού τους έβγαλε έξω, τους είπε: Τί πρέπει να κά­νω, για να σωθώ;" (Πράξ. 29-30).
Είδατε λοιπόν, πως "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους"; Είδατε, πως διαλύθηκαν τα τεχνάσμα­τα του διαβόλου; Παρατηρήσατε, πως αχρη­στεύθηκαν οι παγίδες του; Γιατί ο διάβολος, επειδή τον έδιωξαν από τη δαιμονισμένη δού­λη, μηχανεύτηκε να φέρει έτσι τα πράγματα, ώστε να φυλακιστούν οι Απόστολοι. Νόμιζε βέβαια ότι, κάνοντας έτσι, θα εμπόδιζε το δρό­μο του κηρύγματος. Η πίστη όμως και η υπο­μονή των Αποστόλων αξιοποίησε ακόμα και τα δεσμά της φυλακής. Με αποτέλεσμα να προκύψει από όλες αυτές τις θλίψεις πνευ­ματικό κέρδος.

4. Κι εμείς λοιπόν, αν έχουμε πίστη και υπομονή και αν είμαστε πάντα σε πνευ­ματική εγρήγορση, όχι μονάχα τον καλό και­ρό, αλλά κι όταν μας βρίσκουν βάσανα, πει­ρασμοί και θλίψεις, μπορούμε να αποκομί­σουμε απ' όλα αυτά, πνευματικό κέρδος. Και μάλιστα, πολύ περισσότερο κέρδος, απ' ό,τι θα αποκτούσαμε αν βρισκόμασταν σε άνεση και ευημερία.
Γιατί η άνεση και η καλοπέραση μας κά­νει, συνήθως, πιο αδιάφορους στα πνευματικά θέματα. Η θλίψη όμως και οι πειρασμοί, μας κρατούν σε εγρήγορση και μας καθιστούν άξιους της βοήθειας της Χάρης του Θεού. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν λόγω της πίστης και της ελπίδας μας στον Θεό, υπομέ­νουμε τα πάντα με πολλή καρτερία.
Ας μη λυπόμαστε λοιπόν, κι ας μην τα χάνουμε όταν μας βρίσκουν βάσανα, πειρα­σμοί και θλίψεις. Αντίθετα, τότε περισσότερο να χαιρόμαστε. Γιατί αυτό, όπως προείπαμε, γίνεται αφορμή για την πνευματική προκοπή μας. Γι' αυτό και ο Απόστολος μας λέει ξεκά­θαρα: "Σ’ εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους".
Καιρός τώρα είναι να δούμε και τη φλο­γερή ψυχή των Αποστόλων. Οταν λοιπόν αυτοί άκουσαν τον δεσμοφύλακα να λέει "τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;", δεν καθυστέ­ρησαν ούτε μια στιγμή. Δεν ανέβαλαν και ούτε αμέλησαν για λίγο την Κατήχηση. Του είπαν αμέσως και απερίφραστα: "Πίστεψε στον Ιησού Χριστό και θα σωθείς κι εσύ κι η οικο­γένεια σου"  (Πράξ. 16, 31).
Πρόσεχε, αποστολική συμπεριφορά! Δεν αρκούνται οι Απόστολοι να αποκαλύψουν μο­νάχα στον δεσμοφύλακα, την Πηγή της σωτη­ρίας. Επιδιώκουν ώστε, ταυτόχρονα με τη δική του επιστροφή, να προσελκύσουν στην πίστη και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ετσι έδωσαν θανάσιμο πλήγμα στο διάβολο: «Βαπτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Και χαίρονταν όλοι και ήταν ευτυχισμένοι που είχαν βρει τον Θεό» (Πράξ. 16, 33-34).
Τα γεγονότα αυτά μας διδάσκουν να μην αναβάλλουμε ποτέ τα πνευματικά θέματα, αλλά ν’ αρπάξουμε, αμέσως, κάθε ευκαιρία που βρίσκεται στο δρόμο μας. Οι άγιοι Από­στολοι δεν περίμεναν ούτε καν να ξημερώσει.
Τί θά 'χουμε, λοιπόν, να απολογηθούμε εμείς, όταν αφήνουμε τις ευκαιρίες να κυλούν με το χρόνο, χωρίς να τις αξιοποιούμε, και για το δικό μας πνευματικό κέρδος, αλλά και για την ωφέλεια των άλλων;
Είδες, ότι εδώ η φυλακή έγινε Εκκλη­σία; Πρόσεξες, ότι το καταφύγιο των δημίων αποδείχθηκε, αναπάντεχα, τόπος προσευχής που ετελείτο μυσταγωγία;
Πολύ σπουδαίο είναι, αγαπητοί μου, το να είμαστε πάντα πιστοί, υπομονετικοί και με πνευματική εγρήγορση. Να μην αμελούμε, αλλά να επιδιώκουμε το πνευματικό κέρδος. Να αξιοποιούμε το καθετί κι έτσι να είμαστε "καλοί έμποροι του πνεύματος". Αν έτσι κάνουμε, θα κατανοήσουμε κι εμείς έμπρα­κτα, εκείνο το, "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συντελούν για το καλό τους".
Αυτό το λόγο του Αποστόλου, σας πα­ρακαλώ, να τον έχετε πάντα χαραγμένο μέσα σας. Ποτέ να μη λυπηθείτε και να μην αποκά­μετε. Ποτέ να μη λυγίσετε, όταν σας βρίσκουν θλίψεις, κακοτυχίες, αρρώστιες ή ό,τι άλλο λυπηρό και επώδυνο. Αντίθετα, να φέρνετε στο νου σας τα λόγια της Αγίας Γραφής και τα παραδείγματα της ζωής των Αγίων.

Να αντιστεκόσαστε με ανδρεία σε κάθε πειρασμό, με τη σκέψη ότι, όταν είμαστε προ­σεκτικοί, υπομονετικοί και συγχωρητικοί, θα μπορούμε ν’ αποκομίζουμε απ' όλα τα συμβά­ντα πολύ πνευματικό κέρδος. Πολύ περισσό­τερη μάλιστα ωφέλεια θα αποκτήσουμε από τους πειρασμούς, παρά από τις ανέσεις και από την καλοπέραση.
Ποτέ λοιπόν κι εμείς, να μην αδημονούμε, εφόσον τώρα γνωρίζουμε, πόσο κέρδος φέρνει στον άνθρωπο η υπομονή. Επίσης να μην αντιπαθούμε, αλλά να συγχωρούμε, εκεί­νους που μας προκάλεσαν τη θλίψη και τον πειρασμό. Γιατί, κι αν ακόμα αυτοί μας επι­βουλεύονται και μας προκαλούν τον πειρα­σμό και τη θλίψη, σκόπιμα και με τη θέλησή τους, όμως αυτό, σε τελευταία ανάλυση, το επιτρέπει ο Κύριος των πάντων.

Παραχωρεί ο Θεός να πέσουμε στον πει­ρασμό και τη θλίψη, γιατί αποσκοπεί στην πνευματική μας ωφέλεια. Για να μπορεί δηλα­δή να μας χαρίσει στο τέλος, πλουσιοπάροχα, το μισθό της υπομονής.
Η υπομονή και η ευχαριστία, που λει­τουργείται στην ψυχή τον καιρό των θλίψεων, την ευεργετεί πολύ και τη λυτρώνει από τις δικές της αμαρτίες.
Γιατί, αν τον Απόστολο Παύλο, τον θησαυρό και δάσκαλο της οικουμένης, ανεχό­ταν ο Κύριος να τον βλέπει να πέφτει κα­θημερινά σε τόσες θλίψεις και πειρασμούς — όχι βέβαια από περιφρόνηση στον αθλητή του πνεύματος, αλλά τον άφηνε στα βάσανα, για να του αυξήσει και τα στεφάνια— τί θα μπορούσαμε να πούμε εμείς; Εμείς, που τις πε­ρισσότερες φορές πέφτουμε στους πειρα­σμούς και στις θλίψεις, όχι από φθόνο του Πονηρού, αλλά εξαιτίας της δικής μας αμαρ­τίας; Με την λίγη λοιπόν τιμωρία μας εδώ, θα αξιωθούμε να δεχθούμε τη φιλανθρωπία του Θεού και να βρεθούμε, τη φοβερή εκείνη Η­μέρα της Κρίσεως, μέτοχοι της μερίδας των σωσμένων.

Αυτά λοιπόν, να σκεπτόμαστε πάντα, αγαπητοί μου. Να αντιστεκόμαστε με γενναιό­τητα σε καθετί λυπηρό και επώδυνο. Ωστε να μπορέσουμε να γλυτώσουμε από τις αμαρ­τίες μας και να αξιωθούμε της φιλανθρωπίας του Θεού. Να αξιωθούμε δηλαδή, να απολαύ­σουμε τον μισθό της υπομονής μας.

Κι αυτό σημαίνει: Να αξιωθούμε να γί­νουμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών, με τη Χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο, μαζί με τον Πα­τέρα και το Αγιο Πνεύμα, πρέπει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: H Άλλη Όψις”

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»

1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50, 6).Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων τουἀλλά τόν ὠνόμασανκαί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουνἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόνθεραπεύει τόν τυφλόν,καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνωντήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δένεἶναι τυχαῖονἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράνΚαθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθηὅτι ἤνοιξεκάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9, 32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ,ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμηΚαί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.

Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότιβλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσηνπροσοχήνἐζητοῦσαν νά μάθουνλέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεναὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις·διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇπῶς δέἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς τουἦτο δυνατόν αὐτός νάτιμωρηθῇΔιατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησινΠρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμαθεραπεύων τόν παράλυτον,ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5, 14).

Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τουτοῦ λέγουν·«Ἔστωἐκεῖνος ἔγινεν παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων τουδι̉ αὐτόν ὅμως τί θά ἠμποροῦσες νά εἰπῇς;αὐτός ἥμαρτενἈλλά δέν ἠμπορεῖς νά τό εἰπῆςδιότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆςΜήπως ὅμως ἥμαρτον οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται διά τάς ἀδικίας τοῦ πατρός του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, λέγομεν, «Τί θά ἠμποροῦσε κανείς νά εἰπῇ δι̉ αὐτό; τί ἔκαμε τό παιδί»; χωρίς νά ἐρωτῶμεν, ἀλλά ἐκφράζομεν ἀπορίαν, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθηταί, δέν τό ἔλεγον αὐτό τόσο ὑπό μορφήν ἐρωτήσεως ἀλλά ἀπορίας.

Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἥμαρτενοὔτε οἱ γονεῖς του». Αὐτό δέ δέν τό λέγει ἀπαλλάσσων αὐτούς ἀπό τάς ἁμαρτίας (Διότι δέν εἶπεν ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά ἐπρόσθεσεν, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἡμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέγει, ἀπό αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ τύφλωσις.

Αὐτά δέ τά ἔλεγεν ὄχι γιά νά δείξῃ αὐτόὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν ἐτυφλώθη δι̉ αὐτήν τήν αἰτίανἐνῶὡρισμένοι ἄλλοι ἐτυφλώθησαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶνἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων των· καθ̉ ὅσονδέν εἶναι δυνατόν ν̉ ἁμαρτάνῃ ἄλλος καί νά τιμωρῆται ἄλλοςΔιότι ἐάν τό παραδεχθῶμεν αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθῶμεν καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἡμάρτησε πρίν γεννηθῇ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἥμαρτεν», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσῃ καί τιμωρηθῇ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του· καθ̉ ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτήν τήν σκέψιν «Ὁρκίζομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγορα σταφύλια καί ἐμωδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν των» (Ἰεζ. 18, 3´2). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέγει· «Δέν θά ἀποθάνῃ ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» (Δευτ. 24, 16).

Καί γιά κάποιο βασιλέα λέγεται ὅτιγι̉ αὐτό τό λόγο δέν τό ἔκαμεν αὐτόφυλάσσων τόν νόμο τοῦΜωϋσέως (Δ´ Βασ. 14,
6). 
Ἐάν δέ λέγῃ κάποιοςπῶς λοιπόν ἐλέχθη «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίας γονέωνεἰς τά τέκνα μέχρι τρίτην καί τετάρτην γενεάν»; (Δευτ. 5, 9) ἐκεῖνο θά ἠμπορούσαμεν νά εἰποῦμενὅτι ἡἀπόφασις αὐτή δέν ἐλέχθη δι̉ ὅλουςἀλλά δι̉ ἐκείνους πού ἐξῆλθον ἀπό τήν ΑἴγυπτονΑὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς· Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον εἶχον γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους των πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέγει, θά πάθουν πού ἔπαθον ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉ ἐκείνους θά τό διαπιστώσῃ κανείς ἐάν ἐξετάσῃ ἀκριβέστερον τό χωρίον.

Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐγεννήθη τυφλός; «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», λέγειΝά καί πάλιν ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν τιμωρίαν αὐτοῦ. Βέβαια δέν ἐλέχθη αὐτό, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν (διότι ἦτο δυνατόν), ἀλλά διά νά φανερωθῇ καί εἰς αὐτόν. Τί λοιπόν, λέγει, ἠδικήθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικίαν; εἰπέ μου· διότι ἐάν ἤθελεν οὔτε κἄν θά τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν. Ἐγώ ὅμως λέγω, ὅτι καί εὐηργετήθη ἀπό τήν τύφλωσιν, καθ̉ ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι ἐτιμωρήθησαν χειρότερα, ἀφοῦ ἐτυφλώθησαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· ποία δέ ἡ βλάβη εἰς αὐτόν ἀπό τήν τύφλωσιν; Διότι μέ τήν τύφλωσίν του αὐτήν ἀνέβλεψεν.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακάδηλαδή τά κακά τῆς παρούσης ζωῆςἔτσι οὔτε τά ἀγαθάδέν εἶναι ἀγαθάἀλλά κακόν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτίαἐνῶ ἡ τύφλωσις δέν εἶναι κακόνΑὐτός δέ πού τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν ἀπό τήν ἀνυπαρξίαν, ἐξουσίαν εἶχεν καί νά τόν ἀφήσῃ εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν.

Μερικοί δέ λέγουνὅτι αὐτή ἡ φράσις δέν ἔχει αἰτιολογικόν χαρακτῆραἀλλ̉ ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα,ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέγῃ· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσινδιά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς τωνἐκεῖνοιπού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν», (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθεν δι̉ αὐτόν τόνλόγονδιά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλιν ὁ Παῦλος λέγει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνῃ γνωστόν περί τοῦ Θεοῦ τούς εἶναι φανερόν, ὥστε νά εἶναι ἀδικαιολόγητοι» (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν ἐφανέρωσε εἰς αὐτούς τά περί ἑαυτοῦ δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογίαν, ἀλλά διά νά τύχουν ἀπολογίας).

Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ ἐδόθη διά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» (Ρωμ. 5, 20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων δι̉ αὐτόν τόν λόγον, ἀλλά διά νά ἐμποδισθῇ ἡ ἁμαρτία).

2. Βλέπεις εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις ὅτι ὁ προσδιορισμός δεικνύει τό ἀποτέλεσμαΔιότι ὅπως ἀκριβῶςἕνας ἄριστος οἰκοδόμοςτό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζειτό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτονὥστεμέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθῇ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν δι̉ ὅλον τό ἔργον τουἔτσι καί ὁ Θεόςὡσάνμίαν οἰκίαν ἑτοιμόρροπονσυγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖθεραπεύων τήν ξηράν χεῖραδίδων ζωήνεἰς παράλυτα μέληθεραπεύων τούς χωλούςκαθαρίζων τούς λεπρούςθεραπεύων τούς ἀσθενεῖςκαθιστῶνἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρουςἐπαναφέρων εἰς τήν ζωήν ἀπό τόν θάνατον τούς νεκρούςδιανοίγων τούςὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίδων ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουνκαί διορθώνων ὅλα αὐτάπού ἦσανἀτέλειαι τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείαςἐδείκνυε τήν δύναμίν τουΕἰπών δέ, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦτο φανερά.

Ἐπειδή λοιπόν ἤκουον ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆνδιά τοῦτο καίαὐτός ἔπλασε καθ̉ ὅμοιον τρόπον τό χῶμα· διότι τό νά εἰπῇἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβον χῶμα ἀπό τήν γῆνκαί ἔπλασα τόν ἄνθρωπονἐφαίνετο ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατάςἀποδεικνυόμενον ὅμως αὐτόἐμπράκτωςδέν θά ἐνοχλοῦσε πλέον αὐτούς.
Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτόςἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμαἐφανέρωσε μέ τήνἐνέργειάν του αὐτήν τήν κρυμμένην δόξαν του· διότι δέν ἦτο μικρή δόξα τό νά θεωρηθῇ αὐτός δημιουργός τῆςκτίσεως· καθ̉ ὅσον ἀπό αὐτό ἠκολούθουν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους ἐγένετο πιστευτόν τό ὅλον·διότι ἡπίστις διά τό μεγαλύτερον ἔργον τουἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερον· καθ̉ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόπολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεωςκαί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός.

Διά τοῦτο ἔδωσε τό φῶς εἰς τούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶςἀλλά μέ ἐκεῖνον τόν τρόπον· διότι ἄν καίεἶναι μικρόν τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθοςἀλλ̉ ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερον ἀπό ὅλα τά μέλη σώματοςΚαίαὐτό δηλῶν ὁ Παῦλοςἔλεγεν· «Ἐάν εἰπῇ ἡ ἀκοήἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμόςδέν ἀνήκω εἰς τό σῶμαμήπωςπαύῃἐξ αἰτίας αὐτοῦνά ἀνήκῃ εἰς τό σῶμα;» (Α´ Κορ. 12, 16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας εἶναι ἀπόδειξις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερον δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉ ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίδει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπον, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος διά τήν οἰκουμένην, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα.

Ἄν σβήσῃς τόν ἥλιον, ὅλα τά κατέστρεψες καί τά ἀνέτρεψες· ἄν σβήσῃς τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνῶσις ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉ ὅσον δι̉ αὐτῶν ἐγνωρίσαμεν τόν Θεόν· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού ἐκτίσθη ὁ κόσμος διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» (Ρωμ. 1, 20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος εἰς τό σῶμα, ἀλλά περισσότερον ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν διά τοῦτο ἔχει τοποθετηθῆ, ὡσάν ἀκριβῶς εἰς κάποιαν βασιλικήν θέσιν, εἰς τό ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.

Εἰς τήν συνέχειανδιά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει ἀνάγκην ἀπό ὕλην ὅταν δημιουργῇκαί διά νά μάθῃς ὅτιοὔτε καί εἰς τήν ἀρχήν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό πηλόν (διότι αὐτός πού ἔφερεν εἰς τήν ὕπαρξιν τάς σπουδαιοτέραςοὐσίας πού δέν ὑπῆρχονπολύ περισσότερον ἐδημιούργησεν αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχῃ ὕλη), διά νά μάθῃς λοιπόν,ὅτι αὐτό δέν τό κάμνει ἀπό ἀνάγκηνἀλλά διά νά διδάξῃ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργόςἀφοῦ ἄλειψε τόνπηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς εἶπεν· «Πήγαινε καί πλύσου», διά νά γνωρίσῃςὅτι δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό πηλόν διάνά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούςἀλλά διά νά φανερωθῇ μέ αὐτήν τήν ἐνέργειάν μου ἡ δόξα μου.

Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτιἀφοῦ εἶπεν, «Διά νά φανερωθῇ ἡδόξα τοῦ Θεοῦ», ἐπρόσθεσεν· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδήἐγώ πρέπει νάφανερώσω τόν ἑαυτόν μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού ἠμποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόνΠατέραὄχι παρόμοιαἀλλά τά ἴδιαπρᾶγμα πού ἀποδεικνύει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶςτά ἔργα του μέ τά τοῦ Πατρόςκαί τό ὁποῖον λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου.

Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητῇ εἰς τό ἑξῆςβλέπων αὐτόν νά ἠμπορῇ νά πράττῃ τά ἴδια μέ τόν Πατέρα;διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούςοὔτε ἤνοιξενἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασινπρᾶγμα πού σημαίνει ὅτιἐνεφύσησε καί ψυχήν· καθ̉ ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργῇὁ ὀφθαλμόςκαί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατοςδέν θάἠμπορέσῃ ποτέ νά ἰδῆ τίποτεὭστε καί τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς ἐχάρισε καί ἔδωσεν εἰς τό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίας καί νεῦρα καί φλέβας καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.

«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζωμαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά εἰποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποίαν σημασίαν ἔχουν; Πολλήν. Διότι αὐτό πού λέγει ἔχει τήν ἑξῆς σημασίαν· «Ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζωμαι. «Ἔρχεται νύξ (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται». Δέν εἶπεν, ὁπότε ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ἐργάζωμαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύῃ πλέον ἡ πίστις, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργον ὀνομάζει τήν πίστιν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν ἐρώτησιν πρός αὐτόν· «Τί θά κάνωμεν, διά νά ἐκτελέσωμεν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 6, 28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστεύσετε εἰς αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» (Ἰω. 6, 29).

Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργον «δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό πράξῃ τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστις ἰσχύειἀλλ̉ὅλοι θά ὑπακούσουν εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχιΔιά νά μή εἰπῇ λοιπόν κάποιος ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξίαν, δεικνύει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον δι̉ αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστεύσουν, καί δέν ἠμποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν. Διά τοῦτο δέν ἔκαμεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ ἦλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός.

Τό ὅτι βέβαια ἦτο ἄξιος μέν νά θεραπευθῇ καίἐάν ἔβλεπενθά ἐπίστευε καί θά προσήρχετοκαίδέν θάἔδειχνεν ἀδιαφορίαν καί πάλιν ἐάν ἤκουεν ἀπό κάποιον πού ἦτο ἐκεῖγίνεται φανερόν ἀπό τά ἑξῆςἀπό τήνἀνδρείαν καί τήν ἰδίαν τήν πίστιν του· καθ̉ ὅσον φυσικόν ἦτο νά σκεφθῇ καί νά εἰπῇ· Μά τί τέλος πάντωνσημαίνει αὐτόἔκαμε πηλόν καί ἤλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δένἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ καί μετά νά μέ στείλῃ εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ ΣιλωάμΠολλές φορές ἐπλύθηνἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν· ἐάν εἶχε κάποιαν δύναμιν θά ἠμποροῦσε νά μέθεραπεύσῃ παρόνταπρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖον· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνοςλαβώνἐντολήν νά ὑπάγῃ καί νά λουσθῇ εἰς τόν Ἰορδάνην δυσπιστοῦσεκαί ὅλα αὐτά τήν στιγμήν πού τόση φήμηὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου (Δ´ Βασ. 5, 10-11). Ἀλλ̉ ὅμως ὁ τυφλός δέν ἠπίστησεν οὔτε ἔφερεν ἀντίρρησιν οὔτε ἐσκέφθη μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψῃ τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλόν; αὐτό περισσότερον τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνέβλεψε μέ αὐτόν τόν τρόπον; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐσκέφθη. Εἶδες πίστιν σταθεράν καί προθυμίαν; «Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωσίν του πρόκειται νά συνεχίσῃ τήν πρόνοιάν του διά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψῃ πολλούς εἰς τήν πίστιν· διότι ἀκόμη εἶναι ἡμέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλων νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν· «Ὅσον καιρόν εἶμαι εἰς τόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» (Ἰω. 12, 36).

3. Καί διατί λοιπόν ὁ Παῦλος τήν μέν παροῦσαν ζωήν ὠνόμασε νύκτα, τήν δέ μέλλουσαν ἡμέραν; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστόν, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉ ὅσον λέγει· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν» (Ρωμ. 13, 12). Διότι νύκτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν δι̉ ἐκείνους πού κάθονται εἰς τό σκότος, ἤ συγκρίνων αὐτήν μέ ἐκείνην τήν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Χριστός νύκτα ὀνομάζει τήν μέλλουσαν ζωήν λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν νύκτα ἐπειδή εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σκότος αὐτοί πού ζοῦν μέσα εἰς τήν κακίαν καί τήν ἀπιστίαν. Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγεν· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησεν, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν», καθ̉ ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύκτα ὀνομάζει τόν παλαιόν βίον· διότι λέγει· «Ἄς ἀποβάλωμεν τά ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13, 12). Βλέπεις πού λέγει δι̉ ἐκείνους ὅτι εἶναι νύκτα; Διά τοῦτο λέγει·

«Ἄς συμπεριφερώμεθα σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» (Ρωμ.13, 13) διά νά ἀπολαύσωμεν ἐκεῖνο τό φῶς. Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσον ὡραῖον, σκέψου πόσον ὡραῖον θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσον δηλαδή ἀνώτερον εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἀπό τό τοῦ λύχνου, τόσον καί πολύ περισσότερον ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερον ἀπό αὐτό. Καί διά νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτισθῇ» (Ματθ. 24, 29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἀφθόνου λαμπρότητός του οὔτε ὁ ἥλιος θά φανῇ. Ἐάν δέ τώρα δαπανῶμεν ἀμέτρητα χρήματα διά νά ἔχωμεν φωτεινάς καί εὐαέρους οἰκίας κτίζοντες αὐτάς καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζώμεθα τά σώματα διά νά οἰκοδομήσωμεν λαμπράς οἰκίας εἰς τούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτον ἐκεῖνο φῶς· διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχαι καί φιλονικίαι διά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιον, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσῃ μαζί μας διά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτήν μέν τήν οἰκίαν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψωμεν ὁπωσδήποτε ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνῃ διαρκῶς· καί αὐτή μέν κατ̉ ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνον καί ὑφίσταται μυρίας ζημίας, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτος· καί αὐτήν μέν δέν ἠμπορεῖ πτωχός νά τήν οἰκοδομήσῃ, ἐνῷ ἐκείνην μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσῃ καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο λυποῦμε ὑπερβολικά, διότι ἄν καί εὑρίσκονται ἔμπροσθέν μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμεν καί ἀδιαφοροῦμεν, καί πράττομεν μέν τά πάντα διά νά ἔχωμεν ἐδῶ λαμπράς οἰκίας, ἀδιαφορῶμεν ὅμως καί δέν φροντίζομεν νά ἀποκτήσωμεν εἰς τούς οὐρανούς ἔστω καί μικρόν κατάλυμα.

Εἰπέ μου λοιπόνπού θά ἤθελες νά ἔχῃς οἰκίαν ἐδῶἆρά γε εἰς τήν ἐρημίαν ἤ εἰς μίαν ἀπό τάς μικράςπόλειςἘγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζωἀλλά θά ἤθελες νά ἔχῃς εἰς τάς βασιλικωτάτας καί μεγάλας πόλεις,ὅπου ὑπάρχει περισσότερον ἐμπόριον καί μεγαλυτέρα πολυτέλειαἈλλ̉ ἐγώ σέ ὁδηγῶ εἰς μίαν τέτοιαν πόλιν, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά κτίζῃς καί νά οἰκοδομῇς μέ ὀλιγώτερα χρήματα καί ὀλιγώτερον κόπον. Ἐκείνην τήν οἰκίαν τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν πτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερᾶς παραφροσύνης. Καθ̉ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδήγει εἰς τήν περσικήν γῆν διά νά ἰδῇς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθῃς καί εἰς τήν συνέχειαν σέ διέτασσε νά κτίσῃς οἰκίαν, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες εἰς αὐτόν τήν πιό χειροτέραν ἀνοησίαν, μέ τό νά σέ διατάσσῃ νά κάμνῃς ἀσκόπους δαπάνας; Πῶς λοιπόν κάμνῃς τό ἴδιο πρᾶγμα εἰς τήν γῆν, τήν ὀποίαν μετά ἀπό ὀλίγον θά ἐγκαταλείψῃς;

Ἀλλά, λέγει, θά τήν ἀφήσω εἰς τά παιδιά μου. Ὅμως καί ἐκεῖνα μετά ἀπό ὀλίγον ἀπό σένα θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται εἰς σέ αἰτία ἀπογοητεύσεως, ὅταν δέν ἰδῇς τούς κληρονόμους σου νά κατέχουν αὐτά. Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθῇς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί εἰς ἐσένα καί εἰς τά παιδιά σου καί εἰς τά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἰδίαν ἀρετήν. Τήν οἰκοδόμησιν ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάμνει ὁ Χριστός· ἐάν οἰκοδομῇς ἐκείνην δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζῃς ἐπιστάτας, οὔτε νά φροντίζῃς, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβῃ τό ἔργον τί χρειάζεται ἡ φροντίς; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκίαν. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνον τό ἀξιοθαύμαστον, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ἔτσι οἰκοδομεῖ αὐτήν, ὅπως ἀρέσει εἰς ἐσένα, ἀλλά καί περισσότερον ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ διά τά συμφέροντά σου. Καί ἄν εἶσαι πτωχός καί θελήσῃς νά οἰκοδομήσῃς αὐτήν τήν οἰκίαν κανείς δέν θά σέ φθονήσῃ οὔτε καί θά σέ κακολογήσῃ· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλ̉ οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρωνται μέ τά ἰδικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐξουσιάσῃ αὐτήν, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονας ἐκεῖ ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτας, τούς μάρτυρας, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.

Διά τοῦτο λοιπόν ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντά μας ἄς τά προσφέρωμεν εἰς τούς πτωχούς διά νά ἐπιτύχωμενἐκείνας τάς σκηνάςτά ὁποίας μακάρι νά ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίουἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦδιά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τόἅγιον Πνεῦμα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνωνἈμήν.


Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Περιοδικόν: «ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» Τεῦχος 1027

 

Τὸ νεώτερο τεῦχος (1027) τῆς
"ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ".

ΕΔΩ

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

 

Οἱ Χριστιανοὶ ἀποδίδουν σημασία στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὅμως δὲν φθάνουν μέχρι τέλους. Διότι ἀφήνουν ἀπαρατήρητα τὰ πιὸ οὐσιώδη καὶ δυσκολώτερα σημεῖα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς καὶ περιορίζονται μόνον στὰ ἐλαφρότερα, τὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἡ ἀτελὴς αὐτὴ ἀνατροφὴ διαμορφώνει πρόσωπα ἱκανὰ μὲν νὰ ἐκτελοῦν κατὰ γράμμα τὴν ἐξωτερικὴ τάξη μιᾶς εὐσεβοῦς ζωῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἀποδίδουν τὴν δέουσα προσοχὴ στὶς ἐσωτερικὲς κινήσεις τῆς καρδιᾶς καὶ στὴν ἀληθινὴ πρόοδο τῆς ἐσωτερικῆς τους πνευματικῆς ζωῆς.

Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀπέχουν ἴσως ἀπὸ τὶς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν ἐνδιαφέρονται ὅμως καθόλου γιὰ τὶς ἐφάμαρτες κινήσεις τῶν λογισμῶν τῆς καρδιᾶς τους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιτρέπουν στοὺς ἑαυτούς τους τὴν κατάκριση, τὴν κενοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ τὸν θυμὸ γιὰ τὸ ἄδικο τῆς ὑποθέσεώς τους. Κάποτε πάλι προσελκύονται ἀπὸ τὴν [σωματικὴ] ὀμορφιὰ καὶ ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις, ἤ προξενοῦν λύπη σὲ κάποιον ἐξ αἰτίας κάποιας δυσαρέσκειάς τους, ραθυμοῦν στὴν προσευχή τους καὶ κατὰ τὴν διάρκειά της πολλὲς φορὲς ἡ προσοχή τους καταληστεύεται ἀπὸ τοὺς μάταιους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς τους κτλ., καὶ μένουν ἀμέριμνοι, σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτε, ἤ ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅλα αὐτά, ὡς ἀσήμαντα. 

Πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία ἤ καὶ προσεύχονται στὸ σπίτι τους, κατὰ τὴν καθιερωμένη συνήθεια, τακτοποιοῦν ὅλες τὶς ὑποθέσεις κανονικά, καὶ εἶναι φυσικὰ εὐχαριστημένοι καὶ ἀμέριμνοι.

Τί ὅμως λαμβάνει χώρα ἐν τῷ μεταξὺ στὴν καρδιά τους; Καθόλου δὲν ἐνδιαφέρονται μήπως ἡ κακία παραμονεύει στὴν καρδιά τους καὶ (μήπως) τὰ πάθη ἐξαφανίζουν ὅλη τὴν ἀξία τῆς τυπικῆς εὐσεβοῦς ζωῆς τους.

Ἄς ἐξετάσουμε τὸ ἑξῆς περιστατικό· κάποιος ἐκτελεῖ μὲ ἐλλείψεις τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του καὶ κάποτε συναισθάνεται αὐτό, (ὅπως) καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς πορείας τοῦ ὅλου ἔργου του. Ὁπότε, εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτὴ τὴν διαπίστωση τῶν ἐλλείψεών του νὰ στραφεῖ ἀπὸ τὴν ἀτελῆ αὐτὴ ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ εὐσέβεια στὴν πραγματικὴ ἐσωτερική. Στὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὁδηγήσει μιὰ ἀνάγνωση σχετικῶν βιβλίων ἤ μιὰ συζήτηση μὲ κάποιο πρόσωπο ποὺ ἔχει πεῖρα σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, ἤ καὶ ἁπλῶς ἡ προσωπικὴ ἔλλειψη ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση. Δηλαδή, συναισθάνεται ὅτι δὲν ἔχει αὐτό, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔχει δοθεῖ ὡς παρακαταθήκη γιὰ νὰ γίνει ἀληθινὸς Χριστιανός: «εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ’ 17). Τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν στραφεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστήσει μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ὅλα τὰ ἐντός του.

Ὅσοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔλθουν στοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἐπαναπαύονται στὴν ὑποτυπώδη καὶ ἐπιφανειακὴ αὐτὴ ἐξωτερικὴ πνευματικὴ ζωή, θὰ μένουν ξένοι τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ ἀπληροφόρητοι γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Ἀπὸ τὶς «Ἐπιστολὲς περὶ Πνευματικῆς Ζωῆς» τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου («Ἡ Νοερὰ Ἄθλησις ἤτοι περὶ Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ», μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά, «Γέννησις Χριστοῦ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους 1978, σελ. 106-107, σὲ ἡμέτερη νεο-ελληνικὴ ἁπλοποίηση).

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

 

Πῶς μπορεῖ νὰ γνωρίσει κάποιος ἐὰν ἐργάζεται μὲ τὴν μὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό.

Πολλὲς φορὲς νομίζουν μερικοὶ αὐθάδεις ὅτι δὲν ἔχουν κανένα θάρρος στὸν ἑαυτό τους καὶ ὅτι ὅλη τους τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησι, τὴν ἔχουν στὸν Θεό· ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι· καὶ γι᾿ αὐτὸ βεβαιώνονται ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔρχεται σὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ξεπεσμό τους, ὅταν συμβῇ. Γιατὶ ἂν ἴσως αὐτοὶ λυποῦνται στὸν ξεπεσμό τους καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπελπίζονται καὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν στὸ ἑξῆς νὰ κάνουν καλό, αὐτὸ εἶναι σίγουρο σημεῖο, ὅτι καὶ πρὸ τοῦ ξεπεσμοῦ τους πίστευαν στὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι στὸν Θεό. Καὶ ἐὰν ἡ λύπη καὶ ἡ ἀπελπισία τους εἶναι μεγάλη, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι καὶ πολὺ πίστευαν στὸν ἑαυτό τους καὶ λίγο στὸ Θεό, γιατὶ ὅποιος δὲν ἐμπιστεύεται πολὺ στὸν ἑαυτό του καὶ ἐλπίζει στὸ Θεό, ὅταν ξεπέσει, δὲν ἀπορεῖ τόσο πολύ, οὔτε λυπᾶται ὑπερβολικά, ἐφόσον γνωρίζει, ὅτι αὐτὸ τοῦ συμβαίνει γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ γιὰ τὴν λίγη ἐλπίδα ποὺ ἔχει στὸν Θεὸ μάλιστα τότε ἀπιστεῖ περισσότερο στὸν ἑαυτό του καὶ μὲ περισσότερη ταπείνωσι ἐλπίζει στὸ Θεὸ καὶ μισώντας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὰ ἄτακτα πάθη, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ξεπεσμοῦ του, μὲ ἕνα μεγάλο πόνο ἥσυχο καὶ εἰρηνικό, γιὰ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾷ βέβαια τὴν ἀπιστία στὸν ἑαυτό του, καταδιώκει ὅμως τοὺς ἐχθρούς του μέχρι θανάτου μὲ μεγαλύτερη γενναιότητα καὶ ἀποφασιστικότητα.

Αὐτὰ ποὺ εἶπα, ἐπιθυμῶ νὰ τὰ σκεφθοῦν μερικοί, ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ἐνάρετοι καὶ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν πέσουν σὲ κανένα ἐλάττωμα, δὲν μποροῦν, οὔτε θέλουν νὰ εἰρηνεύσουν καὶ μερικὲς φορὲς θέλοντας νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν πολλὴ λύπη καὶ τὴν ἐνόχλησι, ποὺ τοὺς συμβαίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ τους, τρέχουν ἀμέσως γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν πνευματικὸ πατέρα, στὸν ὁποῖον ἔπρεπε κυρίως νὰ πηγαίνουν γιὰ νὰ ξεπλυθοῦν ἀπὸ τὴν μόλυνσι τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ λάβουν δύναμι κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους, μὲ τὸ ἁγιώτατο μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ! Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΤΟ 1967!

 

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (ΤΟΤΕ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ) ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ 1967! ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ ΛΙΓΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ:

"ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΜΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΘΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΑΥΤΟ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ".
 
"ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ; ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟ ΚΑΡΥΔΙ, ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΣΑΠΙΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ ΑΥΤΟ!"

"ΕΙΣΘΕ ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΧΩΡΙΣ ΦΡΕΝΟ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ. ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΟ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ!"

ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ Περὶ διακρίσεως

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Περὶ διακρίσεως

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
(Σύντομος ἀνακεφαλαίωσις τῶν προηγουμένων)

Η ΒΕΒΑΙΑ πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.

2. Τὴν ὑποταγὴ τὴν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καὶ ἡ διαρκὴς μνήμη τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καὶ συνεργὸς τῆς σωφροσύνης καὶ καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καὶ ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ νοῦ.

3. Ἡ πίστις καὶ ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τὸ σῶμα σὲ θυσία. Ἡ ἐκτενὴς προσευχὴ εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνῳδία καὶ ἡ εὐσπλαγχνία.

4. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τὴν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρὸς τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὁδηγεῖ στὴν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τὴν κενοδοξία – ἐὰν ὅμως εὑρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, χρησιμοποίησε τὴν ἀτιμία.

5. Τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ὁρατὴ ὑπερηφάνεια τὴν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλίψις καὶ οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τὴν δὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀόρατη Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι προαιωνίως Ἀόρατος. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ ἑρπετὰ τὰ φονεύει τὸ ἐλάφι καὶ ὅλα τὰ νοητὰ ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴν φύσι νὰ διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τὰ πνευματικά.

6. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποβάλη ὁ ὄφις τὸ παλαιό του δέρμα, ἐὰν δὲν εἰσχωρήσῃ σὲ στενὴ τρύπα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ἀποβάλωμε τὶς παλαιὲς προλήψεις καὶ τὴν ψυχικὴ παλαιότητα καὶ τὸν χιτώνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν περάσωμε ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀτιμίας.

7. Ὅπως τὰ πολύσαρκα πτηνὰ δὲν μποροῦν νὰ πετάξουν στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ περιποιεῖται τὴν σάρκα του.

8. Ὁ ξηραμένος βόρβορος δὲν ἱκανοποιεῖ πλέον τοὺς χοίρους. Καὶ ἡ σάρκα ποὺ ἐμαράνθηκε δὲν ἀναπαύει πλέον τοὺς δαίμονας.

9. Ὅπως πολλὲς φορὲς τὰ πολλὰ ξύλα πνίγουν καὶ σβήνουν τὴν φωτιὰ δημιουργώντας ὑπερβολικὸ καπνό, ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ὑπέρμετρη λύπη καπνίζει καὶ γεμίζει σκότος τὴν ψυχὴ καὶ ξηραίνει τὸ ὕδωρ τῶν δακρύων.

10. Ὅπως ἀποτυγχάνει ὁ τυφλὸς τοξότης στὸν στόχο του, ἔτσι ἀποτυγχάνει καὶ καταστρέφεται καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ποὺ ἀντιλέγει.

11. Καθὼς τὸ κοπτερὸ σίδερο μπορεῖ νὰ ὀξύνη ἕνα ἄλλο ἀκατέργαστο, ἔτσι καὶ ὁ πρόθυμος ἀδελφὸς ἔσωσε πολλὲς φορὲς τὸν ρᾴθυμο.

12. Ὅπως τὰ αὐγὰ τῶν ὀρνίθων ποὺ θερμαίνονται στὸν κόλπο τοῦ στήθους ζωογονοῦνται, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ποὺ δὲν φανερώνονται μὲ τὴν ἐξομολόγησι, γίνονται ἔργα.

13. Ὅπως οἱ ἵπποι ποὺ τρέχουν ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, ἔτσι καὶ μετὰ στὴν καλὴ συνοδία ὁ ἕνας ἀδελφὸς διεγείρει τὸν ἄλλο.

14. Ὅπως τὰ σύννεφα ἀποκρύπτουν τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ οἱ πονηρὲς σκέψεις σκοτίζουν καὶ καταστρέφουν τὸν νοῦ.

15. Ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὴν ἐκτέλεσι δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὰ θέατρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ εἰλικρινὰ δὲν θὰ ἀναπαύση ποτὲ τὴν κοιλία του.

16. Ὅπως οἱ πτωχοὶ ποὺ βλέπουν τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως αἰσθάνονται περισσότερο τὴν πτωχεία τους, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ μελετᾶ τὶς μεγάλες ἀρετὲς τῶν Πατέρων, ταπεινώνει ὁπωσδήποτε περισσότερο τὸ φρόνημά της.

17. Ὅπως τὸ σίδερο καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη σπεύδει πρὸς τὸν μαγνήτη, διότι ἕλκεται ἀπὸ κάποια μυστικὴ φυσικὴ δύναμι, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐχρόνισαν στὶς κακές τους συνήθειες τυραννοῦνται ἀπὸ αὐτές.

18. Ὅπως τὸ λάδι γαληνεύει τὴ θάλασσα καὶ παρὰ τὴν θέλησί της, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία σβήνει ἐντελῶς τὶς σαρκικὲς πυρώσεις, καὶ παρὰ τὴν θέλησί τους.

19. Ὅπως τὸ ὕδωρ ὅταν πιεσθῇ ἀνυψώνεται ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἐπιέσθη ἀπὸ διαφόρους κινδύνους, ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὴν μετάνοια, καὶ ἐσώθηκε.

20. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη ἀπὸ τὴν εὐωδία, ἔτσι καὶ ὅποιος ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του.

21. Ὅπως ὁ ἥλιος μὲ τὸ φῶς του δείχνει τὸν χρυσὸ ποὺ λάμπει, ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ φανερώνει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει.

22. Ὅπως οἱ ἄνεμοι ἀναταράζουν τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, ἔτσι καὶ ὁ θυμὸς ταράζει περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸν νοῦ.

23. Ὅπως, ὅσα δὲν εἶδε ὁ ἄνθρωπος μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, δὲν ἐπιθυμεῖ καὶ τόσο πολὺ νὰ τὰ γευθῇ, ἔστω καὶ ἂν τὰ ἄκουσε, ἔτσι καὶ ὅσοι ἔμειναν ἁγνοὶ στὸ σῶμα, ἔχουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐλαφροτέρους πειρασμούς.

24. Ὅπως οἱ κλέπτες δὲν πλησιάζουν εὔκολα στὸν τόπο ποὺ βλέπουν βασιλικὴ φρουρὰ καὶ ὅπλα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὴν καρδιὰ μὲ τὴν προσευχὴ δὲν κλέπτεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ληστάς.

25. Ὅπως ἡ φωτιὰ δὲν γεννᾶ χιόνι, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ζητεῖ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἀπολαύση τὶς τιμὲς τῆς μελλούσης ζωῆς.

26. Ὅπως πολλὲς φορὲς μία σπίθα κατέκαυσε ἕνα μεγάλο δάσος, ἔτσι καὶ μία ἐνάρετη πράξις συνέβη νὰ ἐξαλείψῃ πλῆθος ἀπὸ μεγάλα πταίσματα.

27. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φονεύσῃ κανεὶς ἕνα ἄγριο θηρίο χωρὶς ὅπλο, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἀοργησία χωρὶς ταπείνωσι.

28. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο, σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, νὰ ζήση κανεὶς χωρὶς τροφή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του νὰ δείξη μέχρι τὸ θάνατό του ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ἀμέλεια.

29. Ὅπως ἡ ἡλιακὴ ἀκτίνα ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ κάποιο μικρὸ ἄνοιγμα στὸ σπίτι, τὸ φωτίζει τόσο, ὥστε νὰ διακρίνεται καὶ ἡ πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰσερχόμενος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανερώνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.

30. Ὅπως τὰ λεγόμενα καβούρια συλλαμβάνονται εὔκολα, διότι βαδίζουν ἄλλοτε ἐμπρὸς καὶ ἄλλοτε πίσω, ἔτσι καὶ μία ψυχὴ ποὺ ἄλλοτε γελᾶ, ἄλλοτε πενθεῖ καὶ ἄλλοτε ζῆ μὲ τρυφή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώση τίποτε.

31. Ὅπως οἱ κοιμώμενοι κλέπτονται εὔκολα, ἔτσι καὶ ὅσοι ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸν κόσμο.

32. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ λέοντα, ἂν στρέψῃ ἀλλοῦ τὸ βλέμμα του, ἐξοντώνεται ἀμέσως, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ τὴν σάρκα του, ἐὰν τῆς προσφέρη ἀνάπαυσι.

33. Ὅπως κινδυνεύουν νὰ πέσουν ὅσοι ἀνεβαίνουν σὲ σαθρὴ σκάλα, ἔτσι κάθε τιμὴ καὶ δόξα καὶ ἐξουσία καταρρίπτουν τὸν κάτοχό τους, ἐπειδὴ αὐτὲς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη.

34. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σκέπτεται ὁ πεινασμένος τὸν ἄρτο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ σκέπτεται τὸν θάνατο καὶ τὴν Κρίσι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ σωθῇ.

35. Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὰ γράμματα, ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ μπορεῖ νὰ σβήσει τὰ πταίσματα.

36. Ὅπως μερικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν νερό, σβήνουν μὲ ἄλλο τρόπο τὰ γράμματα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς ποὺ στεροῦνται δακρύων, καὶ γι᾿ αὐτὸ τρίβουν καὶ ἀποξέουν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ τὴν λύπη, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὴν σκυθρωπότητα.

37. Ὅπως ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς προέρχονται πλῆθος σκουλήκια, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν προέρχονται πλῆθος ἁμαρτωλῶν πτώσεων καὶ πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἀκαθάρτων ὀνείρων.

[38. Ὅπως ὁ τυφλὸς δὲν βλέπει νὰ βαδίζῃ, ἔτσι καὶ ὁ ὀκνηρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ πράξῃ].

39. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεμένα τὰ πόδια δὲν μπορεῖ νὰ βαδίζῃ εὔκολα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θησαυρίζουν χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό.

40. Ὅπως ἡ πρόσφατη πληγὴ θεραπεύεται εὔκολα, ἔτσι, ἀντιθέτως, τὰ χρόνια τραύματα τῆς ψυχῆς δύσκολα θεραπεύονται, ὅταν βεβαίως θεραπεύωνται.

41. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ βαδίζῃ ὁ νεκρός, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῇ ὁ ἀπελπισμένος.

42. Αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀρθὴ πίστι καὶ ὅμως διαπράττει ἁμαρτίες, ὁμοιάζει μὲ πρόσωπο ποὺ δὲν ἔχει ὀφθαλμούς.

43. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει πίστι, καὶ ὅμως πράττει ἴσως μερικὰ καλά, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀντλεῖ νερὸ καὶ τὸ χύνει σ᾿ ἕνα τρυπημένο πιθάρι.

44. Ὅπως τὸ πλοῖο ποὺ ἔχει καλὸν κυβερνήτη φθάνει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σῶο στὸ λιμάνι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει καλὸν ποιμένα ἀνεβαίνει εὔκολα στὸν οὐρανό, ἔστω καὶ ἐὰν ἔχῃ διαπράξει πλῆθος κακῶν.

45. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὁδηγὸ χάνει εὔκολα τὸν δρόμο, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι πολὺ ἔξυπνος, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τὴν μοναχικὴ ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καὶ ἐὰν κατέχη ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου.

46. Ὅταν κάποιος ἀσθενῆ κατὰ τὸ σῶμα, ἔχῃ δὲ διαπράξει καὶ βαριὰ ἁμαρτήματα, αὐτὸς ἂς ἀκολουθῇ τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῶν διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκδηλώσεών της, διότι δὲν πρόκειται νὰ εὕρῃ ἀλλοῦ τὴν σωτηρία.

47. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ ἐπέρασε μακροχρόνιο ἀσθένεια νὰ ἀνακτήσῃ τὴν ὑγεία του μέσα σε μία στιγμή, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικήσουμε διὰ μιᾶς τὰ πάθη μας ἢ ἕνα πάθος μας. Νὰ παρατηρῆς σὲ τί μέτρα εὑρίσκεσαι σὲ κάθε πάθος καὶ σὲ κάθε ἀρετή, καὶ ἔτσι θὰ ἀντιληφθῆς καλύτερα τὴν πρόοδό σου.

48. Ὅπως ζημιώνονται ὅσοι ἀνταλάσσουν τὸν χρυσό μὲ τὴν λάσπη, ἔτσι καὶ ὅσοι διηγοῦνται καὶ ἀποκαλύπτουν τὰ πνευματικὰ γιὰ νὰ κερδήσουν κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικά.

49. Τὴν ἄφεσι πολλοὶ τὴν ἀπέκτησαν σύντομα, ἀλλὰ τὴν ἀπάθεια κανείς, διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ πολὺν χρόνο καὶ πόθο καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

50. Ἂς ἀναζητήσωμε ποιὰ θηρία ἢ πτηνὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται στὴν σπορά, ποιὰ στὴν βλάστησι καὶ ποιὰ στὸν θερισμό, ὥστε νὰ στήνωμε κάθε φορὰ τὶς ἀνάλογες παγίδες.

51. Ὅπως δὲν εἶναι σωστὸ νὰ αὐτοκτονήση κάποιος, ἐπειδὴ ἔχει πυρετό, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ περιπίπτη κανεὶς στὴν ἀπόγνωσι ποτὲ μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς.

52. Ὅπως εἶναι ἄσχημο, ἐκεῖνος ποὺ ἔθαψε τὸν πατέρα του, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν κηδεία νὰ κατευθυνθῇ σὲ γάμο, ἔτσι εἶναι ἀνάρμοστο σὲ ὅσους θρηνοῦν τὶς πτώσεις τους, νὰ ἐπιζητοῦν στὴν παροῦσα ζωὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τιμὴ ἢ ἀνάπαυσι ἢ δόξα.

53. Ὅπως ἄλλες εἶναι οἱ κατοικίες τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καὶ ἄλλες τῶν καταδίκων, ἔτσι πρέπει νὰ ξεχωρίζη τελείως ἡ κατάστασις καὶ ἡ ζωὴ τῶν πενθούντων καὶ ἐνόχων ἀπὸ τῶν ἀνενόχων.

54. Ὅπως τὸν στρατιώτη ποὺ ἐπληγώθηκε βαρειὰ στὸ πρόσωπό του κατὰ τὸν πόλεμο, ὁ βασιλεὺς δὲν τὸν ἀποβάλλει ἀπὸ τὸ στράτευμα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν προβιβάζει σὲ ἀνωτέρα τάξι, ἔτσι καὶ τὸν μοναχὸ ποὺ κινδυνεύει καὶ ὑποφέρει πολλὰ ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὁ ἐπουράνιος Βασιλεὺς τὸν στεφανώνει.

55. Ἡ αἴσθησις ποὺ διαθέτει ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα ἰδίωμά της. Ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι ὁ κόλαφος αὐτῆς τῆς αἰσθήσεως.

 συναίσθησις εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιφέρει τὴν κατάπαυσι ἢ τὴν μείωσι τοῦ κακοῦ, καὶ εἶναι τέκνο τῆς συνειδήσεως.

δὲ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στὸ βάπτισμα.

Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δὲν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιὰ τὶς κακές τους πράξεις, ἀλλὰ πολὺ ἐλαφρές.

ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ γεννᾶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλὴ πρόθεσις. Ἡ καλὴ πρόθεσις γεννᾶ τοὺς κόπους. Ἀρχὴ τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν εἶναι τὸ ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς). Τὸ ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας. Ἡ (πνευματική) ἐργασία εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καὶ αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καὶ ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπὸς καὶ τέκνο τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδὴ συνήθεια). Καὶ τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νὰ γίνῃ δηλαδὴ ἡ ἀρετὴ ἕνα μὲ τὴν ψυχή, φυσικὴ κατάστασίς της).

 ποίωσις στὸ καλὸ γεννᾶ τὸν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν – εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρὸς τὸν Θεόν). Ἀρχὴ τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ πλῆθος τῆς ταπεινώσεως. Τὸ πλῆθος δὲ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς ἀπαθείας. Καὶ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ ἡ πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους ἔγιναν μὲ τὴν ἀπάθεια «καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).

Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ