† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

ΘΕΙΑ ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ (Άρθρο του Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ.Κλήμη)

 

Μία προφητικὴ διαπίστωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ὀπαδούς Του διαχρονικὰ εἶναι καὶ ἡ γνωστὴ ρήση Του: «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ Ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι’ 22).

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, δηλαδή, θὰ ἀποστρέφονται τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κάθε ἐποχῆς, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, διότι θὰ νιώθουν πρωτίστως ἀποστροφὴ ἐναντίον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ ἀπόρριψη καὶ τὸ μῖσος ἐναντίον Του καὶ ἐναντίον τοῦ Σώματος καὶ τῶν Μελῶν Του, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν Του, εἶναι κάτι παρατηρημένο μέσα στὴν ἱστορία.

Ὅμως, μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν καὶ παρὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστεως, οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων θὰ συνεχίσουν νὰ πίπτουν θύματα τοῦ πονηροῦ καὶ νὰ μισοῦν τὸν Εὐεργέτη τους καὶ τὴν πηγὴ καὶ ἐλπίδα τοῦ καλοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τους. Τὸ μένος αὐτὸ κατὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι στὴν ρίζα του δαιμονικό. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐξέγερση τῶν πλασμάτων ἐναντίον τοῦ Πλάστου, τῶν ἀσθενῶν ἐναντίον τοῦ μόνου Ἰατροῦ, τῶν ἐπαναστατῶν καὶ ἀποστατῶν ἐναντίον τοῦ Πατέρα καὶ Στρατηγοῦ, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ χαρίσει ἄφεση, ἀμνηστεία καὶ συγχώρηση στὸ ὄνομα τῆς θείας Ἀγάπης.

Πρόκειται γιὰ πόλεμο κατὰ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Διότι, οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ κακοῦ καὶ τῆς πονηρίας εἶναι τόσο βέβαιοι καὶ σίγουροι γιὰ τὴν ἐπιλογὴ καὶ ὀργάνωση τῆς ζωῆς τους δίχως τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, ποὺ ἡ ἐνθύμιση καὶ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος καὶ τῆς Παρουσίας Του νὰ τοὺς προξενεῖ ἔκρηξη μίσους καὶ ἀντιδράσεως. Μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ πολεμικὴ καὶ τὸ «μπούλινγκ» κατὰ τῆς Πίστεως, τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως τῶν πιστῶν, νὰ ἀποτελεῖ τὴν πρόχειρη καὶ εὔκολη καταφυγή τους. Ὥστε νὰ φανεῖ ἡ ἀδικία καὶ ἡ κακία τους σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Μόνον ἕνας τελείως ἀδύναμος, ἕνας ἐντελῶς ἀνίσχυρος καὶ ἀνασφαλὴς ἀσκεῖ κάθε μορφὴ βίας ἐναντίον τῶν πιὸ φιλήσυχων, εἰρηνικῶν, ἀξιοπρεπῶν, τιμίων καὶ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν πιὸ φωτεινὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, μὲ τοὺς πιὸ ἔξοχους ἐκπροσώπους τῆς ἀνθρωπότητος, τοὺς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς.

Ὅμως, καὶ οἱ Ἅγιοι ἦταν καὶ ἔγιναν τέτοιοι, διότι ὑπέμειναν διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, χωρὶς νὰ ὑποχωρήσουν ἕως τελευταίας ἀναπνοῆς. Διότι, ἄν ὑποχωροῦσαν, δὲν θὰ ἦταν Ἅγιοι, ἀλλὰ λιποτάκτες. Καὶ τοὺς λιποτάκτες δὲν τοὺς παραδέχεται καὶ δὲν τοὺς συγχωρεῖ κανείς, οὔτε ἀκόμη καὶ οἱ καθαρὰ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν πίστη.


Οἱ ποικίλης φύσεως καὶ μορφῆς διωγμοὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε μέσα στὴν ἱστορία ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν μορφὴ τῆς κακολογίας καὶ συκοφαντίας. Ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι κατηγοροῦσαν στὴν πνευματική τους τύφλωση τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Μεσσία, ὡς «Βεελζεβούλ», ὡς «ἄρχοντα τῶν δαιμονίων» (!), ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως θὰ καταφέρονται μὲ κάθε τρόπο ἐναντίον τῶν ἀληθινὰ πιστῶν. Ὅμως, ὁ Κύριός μας προτρέπει ἀποφασιστικά: «μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς» (Ματθ. ι’ 26)! Ἀποβάλλετε τὸν φόβο καὶ ἐνδυθεῖτε μὲ θάρρος καὶ ἐγκαρτέρηση! Διότι καὶ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγματικὰ πιστῶν θὰ ἀναδειχθεῖ, καὶ ἡ κακία τῶν διαβολέων καὶ κατηγόρων θὰ φανερωθεῖ. Τίποτε τὸ ἀπόκρυφο δὲν θὰ μείνει καλυμμένο, ἀλλὰ θὰ γίνει γνωστὸ καὶ θὰ διακηρυχθεῖ.

Ὁ Κύριός μας συνεχίζει τὴν ἐνθαρρυντικὴ διδασκαλία Του πρὸς ὅλους τοὺς πιστούς Του, διὰ μέσου τῶν Μαθητῶν Του: «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι’ 28).

Ἡ σαφήνεια καὶ ἀπολυτότητα τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ Ἐραστοῦ τῶν ψυχῶν μας, εἶναι ἀφοπλιστική. Μᾶς ζητεῖ νὰ μὴν ἔχουμε φόβο ἀπέναντι σὲ αὐτούς, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ θανατώσουν τὸ σῶμα μας, νὰ κόψουν τὸ νῆμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, νὰ μᾶς ἀποστερήσουν ἀπὸ τὸ δῶρο τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Οἱ ἐπίβουλοι, σὰν «λύκοι», φαίνεται νὰ ἐπιπίπτουν μὲ μανία στὸ κοπάδι τῶν «προβάτων» τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προβοῦν σὲ βιαιοπραγίες.

Ὁ Κύριος εἶπε προηγουμένως, ὅτι ὅταν διωκόμαστε σὲ ἕνα μέρος, πρέπει νὰ φεύγουμε σὲ ἄλλο μέρος. Δὲν καθόμαστε ὁπωσδήποτε γιὰ νὰ μᾶς σφαγιάσουν, ὅταν θέλουν οἱ ἄνομοι ἀδίκως καὶ παρανόμως νὰ μᾶς θανατώσουν, γιὰ νὰ νομίσουν ὅτι «νικοῦν» τὴν πίστη καὶ ὅτι ἐμποδίζουν ἤ ματαιώνουν τὸ θεῖο ἔργο.

Ὅταν ὅμως ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν ὑπάρχει διαφυγή, τότε δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ φόβο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας εἶναι ἀσθενὴς καὶ δειλιάζει πρὸ τοῦ ἐνδεχομένου τοῦ θανάτου. Ἡ ἀκράδαντη ὅμως πίστη, ἡ ἐνυπόστατη, αὐτὴ ποὺ ἀνυψώνει τὸ πνεῦμα, στερεώνει τὴν καρδιά, χαλυβδώνει τὴν θέληση καὶ ὑπερνικᾶ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν ἐνστίκτων καὶ μάλιστα τῆς αὐτοσυντηρήσεως, αὐτὴ ποὺ καθιστᾶ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ παροῦσα, αὐτὴ εἶναι ποὺ ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο, τὸν καταπατεῖ καὶ τὸν περιπαίζει. Αὐτὴ φωτίζει τὴν ἀφεγγῆ τραγικότητα καὶ ἀπελπισία του μὲ τὸ ἄγγελμα τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν ζωογόνα πνοὴ τῆς Ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο, μέσῳ τῆς Ἀναστάσεώς Του, θάνατος δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὰ λυπηρὰ στὰ χαρμόσυνα, ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία.

Ἄν πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κάτι, αὐτὸ εἶναι σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, σὲ πνευματικό: «φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεένῃ» (Ματθ. ι’ 28).

Τὴν ψυχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θανατώσει. Μόνον ὁ Θεός, ποὺ τὴν ἔπλασε, εἶναι Αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν κατατάξει στὴν γέενα, στὴν φρίκη τῆς κολάσεως, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ φόβο γιὰ τὸ σῶμα του προδώσει τὴν πίστη του, ἤ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν φροντίσει μὲ τὴν μετάνοια νὰ τὴν καταστήσει δεκτικὴ τοῦ θείου Ἐλέους.

Ἄρα, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται δὲν εἶναι ὁ ἀνθρώπινος φόβος, ἀλλὰ ὁ θεῖος φόβος. Οἱ ἀντικείμενοι, τὸ περισσότερο ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν -καὶ πάλι μὲ θεία ἄδεια καὶ παραχώρηση, εἶναι νὰ φθάσουν μέχρι κακοποιήσεως ἤ καὶ θανατώσεως τοῦ σώματος. Τότε ὅμως, στέλνουν τὴν ψυχὴ στὴν Ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, ἐν τούτοις, δὲν θὰ δεθχεῖ στὴν Ἀγκαλιά Του ὅσους Τὸν ἀρνήθηκαν στὴν γῆ, ἀπὸ φόβο στερήσεως, κακοπαθείας ἤ θανάτου. Αὐτοὶ δὲν ὑπολόγισαν καλὰ τὰ πράγματα καὶ ἔπεσαν θύματα παραλόγου φόβου. Φοβήθηκαν τοὺς ἀνθρώπους, φοβήθηκαν γιὰ τὸ σῶμα τους, καὶ δὲν φοβήθηκαν τὸν Θεό, οὔτε τὴν ἀπόφασή Του γιὰ τὴν αἰώνια κατάληξη καὶ κατάταξή τους. Διότι σὲ αὐτοὺς ἐπικράτησαν τὰ σωματικὰ ἔνστικτα καὶ τύφλωσαν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς τους, ἔσβησαν τὴν πίστη τους,  ἔπνιξαν τὴν συνείδησή τους καὶ κατέστρεψαν τὴν ψυχή τους…

Βέβαια, λέγοντες αὐτὰ δὲν ἐννοοῦμε, ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν γνώση τῶν κινδύνων ἤ ὅτι διαθέτουν ἀφ’ ἑαυτοῦ των ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες. Ἀλλ΄ ὅτι διακρινόμενοι γιὰ πνευματικὴ ἀνδρεία, ποὺ βασίζεται στὴν δυνατὴ πίστη, ἄν καὶ δὲν ἔφθασαν στὴν πλήρη ἀπουσία τοῦ φόβου μέσα τους, ὅμως ἀγωνίσθηκαν νὰ τὸν ὑπερβοῦν μὲ τὴν θεία δύναμη, ὥστε νὰ μὴν ἐπικρατήσει καὶ τοὺς ζημιώσει πρόσκαιρα καὶ αἰώνια.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἄν οἱ φόβοι ἑνὸς ἀνθρώπου μετατραποῦν μέσα του σὲ φοβίες, τότε τὰ πράγματα δυσκολεύουν πολὺ καὶ ἔχουμε ἐμφάνιση ψυχοπαθολογικῶν καταστάσεων μὲ δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Ὅμως, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ποὺ παραδίνεται-ἐπαφίεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ θεῖο θέλημα, ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῆς φυσικῆς του ἀδυναμίας, τὰ ἀδύνατα καθίστανται δυνατά: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13).       

Ἐπανερχόμενοι στὴν συνέχειά μας, λέγουμε ὅτι ὁ Κύριος ἐξακολουθεῖ τὴν ἐνθαρρυντικὴ διδαχή Του μὲ ἕνα ἁπλὸ ἐρώτημα: Δύο σπουργίτια («στρουθία») δὲν πωλοῦνται σὲ μηδαμινὴ τιμή; (Κόστιζαν ἕνα «ἀσσάριον», δηλαδὴ μία πεντάρα!). Κι ὅμως, οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πιάνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται χωρὶς τὸ θεῖο θέλημα, δηλαδὴ χωρὶς τὴν θεία γνώση! Σὲ σᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀριθμημένες καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας οἱ ἀναρίθμητες! Γι΄ αυτό, ἰσχύει ἀπόλυτα τό: «μὴ φοβηθῆτε»! «πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς» (Ματθ. ι’ 31)! Πόσο πιὸ μεγάλη ἀξία ἔχετε σεῖς οἱ ἄνθρωποι σὲ σχέση μὲ τὰ σπουργίτια;!

Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἀβοήθητους, ἀφύλαχτους καὶ ἀπαρηγόρητους, ἄν ἐμεῖς πρῶτοι δὲν Τὸν λησμονήσουμε καὶ ἐγκαταλείψουμε; Ἄν Αὐτὸς γνωρίζει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τὶ συμβαίνει μὲ τὸ κάθε σπουργίτι, δὲν γνωρίζει πολὺ περισσότερο τί συμβαίνει μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον ἔπλασε γιὰ νὰ τὸν προσδεχθεῖ στὴν Ἀγκάλη Του στὴν αἰώνια Βασιλεία Του;

Ἡ συνεισφορὰ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ αὐτό, συνίσταται πρωτίστως στὴν ἀπτόητη ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων, στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν θεοσέβεια, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει σύγκρουση μὲ τὰ πιὸ οἰκεῖα πρόσωπα, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα, στὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ μὲ ζωὴ σύμφωνη πρὸς τὶς Ἐντολές Του, στὴν αὐταπάρνηση ἕως θανάτου, στὴν ἀγαθοεργία κλπ. (βλ. Ματθ. ι’ 33-42).

Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεία βοήθεια καὶ δύναμη γιὰ ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Διότι ἀπὸ νωρίτερα δὲν ἐπικράτησε μέσα στὸν ἄνθρωπο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ Ἀγάπη. Ὅμως, χωρὶς αὐτὴν ἡ ζωὴ δὲν βιώνεται καὶ ὁ θάνατος δὲν ἀντιμετωπίζεται σωτήρια!


 Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος βεβαιώνει ὅτι γι΄ αὐτὸν «τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α’ 21), μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι ζοῦσε ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστό: ὅ,τι σκεπτόταν, ἔλεγε καὶ ἔπραττε, ἦταν σὰν νὰ τὰ ἐπιτελοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐφ΄ ὅσον τόσο ἀπόλυτα ἦταν ταυτισμένος μὲ τὸν Κύριο. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ ὅποιος θάνατός του θὰ ἦταν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ θέλημά Του, ὡς θυσία ὑπὲρ Αὐτοῦ. Ἕνας τέτοιος θάνατος θὰ ἦταν μέγα κέρδος, ἀφοῦ θὰ ἐλευθέρωνε τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ παρόντος βίου, καὶ θὰ τὸν ἕνωνε πάρα πολὺ στενὰ μὲ τὸν Χριστό, ἀξιώνοντάς τον τὰ ἄρρητα ἀγαθὰ τῆς αἰωνιότητος. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσαν τὸν θάνατό του, θὰ τοῦ προξενοῦσαν μέγα κέρδος, διότι θὰ τὸν παρέπεμπαν στὸν γλυκύτατο Χριστό, τὸν ὄντως Ποθητὸ καὶ Ἠγαπημένο!

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἀπέλθει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο μιὰ ὥρα ἀρχίτερα, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἀπέστεργε νὰ παραμείνει σὲ τοῦτο τὸν κόσμο σὰν κάτι ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς πιστούς, προτρέπει αὐτοὺς νὰ πολιτεύονται «ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου» (Φιλιπ. α’ 27), σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ κλήση τους, ἑνωμένοι καὶ ὁμόφρονες στοὺς ἀγῶνες τους ὑπὲρ πίστεως καὶ στοὺς κινδύνους καὶ διωγμούς.

Τόνιζε δὲ εἰδικῶς νὰ μὴ πτοοῦνται καθόλου τοὺς ἐναντιουμένους, αὐτοὺς ποὺ ἐκτόξευαν ἀπειλές, φοβέρες καὶ διωγμούς, καὶ νὰ μὴν αἰσθάνονται καμμία δειλία ἔναντι τῶν κακώσεων ποὺ τοὺς ὑπέβαλαν. Διότι, αὐτὴ ἡ γενναία στάση τους, στοὺς μὲν διῶκτες εἶναι ἔνδειξη ἀπωλείας, στοὺς δὲ πιστοὺς σωτηρίας· «καὶ τοῦτο ἀπὸ Θεοῦ» (Φιλιπ. α’ 28), δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ πτοοῦνται στὶς φοβέρες τῶν ἐπιβούλων τους εἶναι θεῖο δῶρο καὶ ὄχι ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα. Μόνο μὲ θεία ἐνίσχυση ἐπιτυγχάνεται αὐτό, καὶ ὄχι μὲ ἀνθρώπινη δύναμη.

«Ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 29).

Εἶναι χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς πιστοὺς ὄχι μόνο νὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν ἄφοβα ὑπὲρ Αὐτοῦ. Τοῦτο βεβαίως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συνεισφέρει μὲ τὴν πίστη καὶ τὸν καλὸ ἀγῶνα του ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, ἀλλ΄ ὅτι χωρὶς τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς θείας βοήθειας καὶ δυνάμεως, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ τίποτε: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5).

Τὸ νὰ πάσχει κανεὶς γιὰ τὸν Χριστό, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι χάρισμα μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ τὸ νὰ ἀνασταίνει κανεὶς νεκρούς. Διότι αὐτὸς ποὺ κάνει ἕνα τέτοιο θαῦμα, εἶναι ὀφειλέτης τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ πάσχει γιὰ τὸν Χριστό, ἔχει ὀφειλέτη τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἐφ΄ ὅσον πάσχει πρὸς χάριν Του!


 προτροπὴ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ μάλιστα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιὰ ἀποβολὴ καὶ ὑπερνίκηση τοῦ ὅποιου φόβου, κοσμικοῦ καὶ ἀνθρώπινου, θέλει νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη μας στὴν ἐπίγνωση καὶ τὴν κατανόηση, ὅτι μὲ τὴν ἀνεπιφύλακτη παράδοσή μας στὸ θεῖο θέλημα, ἀξιωνόμαστε μεγίστων δωρεῶν στὴν παροῦσα καὶ στὴν μέλλουσα ζωή. Ἡ βαθύτατη πεποίθηση, ὅτι τίποτε δυσάρεστο καὶ λυπηρὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς συμβεῖ ἄν ὁ Θεὸς δὲν παραχωρήσει καὶ ἐπιτρέψει, καὶ ὅτι κάθετὶ ποὺ συμβαίνει ἀποσκοπεῖ στὴν ὠφέλεια καὶ τὴν σωτηρία μας, ὁπλίζει ἡμᾶς μὲ τὴν πληροφορία καὶ τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ παρατηρεῖ τὸν ἀγωνισμό μας καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ νικᾶ μέσῳ ἡμῶν, ὅταν βλέπει νὰ ὑπερισχύει μέσα μας ὁ θεῖος φόβος καὶ ὄχι ὁ ἀνθρώπινος.

Ἀφοῦ Αὐτὸς γνωρίζει καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ μᾶς ὑπολογίζει ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ τὰ σπουργιτάκια τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα ἐπίσης γνωρίζει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτρέψει νὰ μᾶς βρεῖ κάτι ποὺ νὰ μᾶς ὑπερβαίνει, ἀλλὰ δύναται καὶ θέλει νὰ «μεγαλυνθεῖ» καὶ μέσῳ ἡμῶν, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος καὶ ὁ πλοῦτος τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεώς Του, «εἴτε διὰ ζωῆς, εἴτε διὰ θανάτου» (Φιλιπ. α’ 20), δηλαδὴ σὲ κάθε περίπτωση, εἴτε μείνουμε στὴν ζωὴ γιὰ τὴν καλύτερη μετάνοιά μας καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἄλλων, εἴτε πιοῦμε τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου, προκειμένου νὰ μεταβοῦμε ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ὄντως ζωήν!

+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ