Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021
Τρίτη 30 Μαρτίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (18 Μαρτίου)
Ο Άγιος αρχικά αδιαφορούσε για τις δογματικές «λεπτολογίες» και απέφευγε επιμελώς τον όρο «ομοούσιος». Γι' αυτό ο Αρειανός Μητροπολίτης Κασαρείας Ακάκιος ενέκρινε την εκλογή του και τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Αλλά συνέβη και εδώ, ότι αργότερα και στην περίπτωση του Αγίου Μελετίου, Πατριάρχου Αντιοχείας . Ο Άγιος δεν έμεινε εκτός του κλίματος της εποχής, ως προς τους δογματικούς αγώνες και από τους πρώτους μήνες της αρχιερατείας του αποδείχθηκε με τις περίφημες Κατηχήσεις του, υπερασπιστής των Αποφάσεων και των Όρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Τους αγώνες του Αγίου Κυρίλλου εξήρε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δὲ γὲ μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τὲ παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα».
Η δογματική τοποθέτηση του Αγίου Κυρίλλου υπήρξε η πρώτη αιτία ρήξεως με τον Επίσκοπο Ακάκιο Καισαρείας, ο οποίος στη συνέχεια ζητούσε διάφορες αφορμές για να καταστρέψει τον Άγιο. Δεύτερη αιτία ήταν η διαφορά σχετικά με την δικαιοδοσία των δύο εδρών. Ως γνωστό, λόγω καταστροφής της πόλεως των Ιεροσολύμων η εκεί Χριστιανική κοινότητα διασκορπίστηκε, μετά δε την επανοικοδόμηση αυτής οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, γι' αυτό σε Μητρόπολη αναδείχθηκε η πρωτεύουσα της Παλαιστίνης, Καισάρεια. Μετά από λίγο, όταν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων αυξήθηκαν, η Επισκοπή Ιεροσολύμων ζήτησε αποκατάσταση της παλαιάς αυτής θέσεως. Το 325 μ.Χ. η Α' Οικουμενική Σύνοδος, διά του 7ου Κανόνος αυτής, όριζε να τιμάται ιδιαίτερα κατά τα αρχαία έθιμα ο Επίσκοπος Αιλίας, δηλαδή Ιεροσολύμων, η δε Μητρόπολη Καισαρείας να διατηρεί το οικείο αξίωμα. Η ασάφεια της διατυπώσεως του Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξύ του Αγίου Κυρίλλου και του Ακακίου.
Ο τελευταίος ήταν σε πλεονεκτική θέση λόγω της υποστηρίξεως αυτού από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μ.Χ.) και αφού βρήκε πρόφαση κατά του Αγίου Κυρίλλου, ότι σε καιρό λιμού πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα για να προσφέρει τροφή σε άπορους, καθαίρεσε τον Άγιο διά Συνόδου, η οποία συνήλθε στα Ιεροσόλυμα, το έτος 357 μ.Χ. και τον απομάκρυνε από εκεί.
Ο Άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του εκεί Επισκόπου Σιλβανού, ο οποίος απέρριψε την αξίωση του Ακακίου να διακόψει την επικοινωνία του με τον Άγιο. Ωστόσο ο Άγιος Κύριλλος ζητούσε να διερευνηθεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, η Σύνοδος η οποία συνήλθε το έτος 359 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, τον αποκατέστησε και τον αθώωσε, αλλά ο Ακάκιος, αφού κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τις αποφάσεις της Συνόδου των Ιεροσολύμων δι' άλλης Συνόδου, η οποία συνήλθε το έτος 360 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου Κυρίλλου.
Ο Άγιος Κύριλλος επέστρεψε στην έδρα του, όπως και οι λοιποί εξόριστοι Επίσκοποι, το έτος 361 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος θέλοντας να έχει κοντά του όλους τους εχθρούς του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, ανακάλεσε τους εξόριστους Αρχιερείς. Ο Άγιος αισθανόταν την ανάγκη να επιδοθεί στη διαποίμανση του ποιμνίου του. Αλλά μετά τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτου, στις 26 Ιουλίου 363 μ.Χ., εξορίσθηκε και πάλι από τον αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μ.Χ.) για ένδεκα χρόνια και επανήλθε στα Ιεροσόλυμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το έτος 378 μ.Χ.
Ο Άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 387 μ.Χ.
Το κύριο έργο του είναι οι Κατηχήσεις (23 στο σύνολο), οι οποίες εκφωνήθηκαν κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Διακαινησίμου εβδομάδας του έτους 348 μ.Χ. στη βασιλική της Αναστάσεως. Σκοπός των Κατηχήσεων ήταν αφ' ενός μεν η εισαγωγή των Κατηχουμένων στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως και του ηθικού βίου των Χριστιανών, αφ' ετέρου δε η φανέρωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας στους Νεοβαπτισθέντες. Η αξία των Κατηχήσεων του Αγίου Κυρίλλου είναι ανυπολόγιστη. Κανένα έργο προ αυτού δεν εμφανίζει με τόση παραστατικότητα σχεδόν όλο το τελετουργικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και το μυστηριακό και αγιαστικό σύστημα με τόση καταπληκτική ομοιότητα προς τα μέχρι σήμερα τελούμενα στο ναό, ώστε δικαιολογημένα να θεωρούμε ότι οι Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου αποτελούν έκτυπη αναπαράσταση και στην πράξη διατήρηση αυτής της ίδιας της Αποστολικής Τελετουργικής Παραδόσεως.
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (17 Μαρτίου)
Ὠστόσο, ἀναγκάσθηκε νά ὑποχωρήσει στίς ἐπίμονες πιέσεις τῶν γονέων του καί νά νυμφευθεῖ μία νέα ἀντάξια τοῦ γένους του. Ἀλλά τήν ἴδια νύχτα, ἀμέσως μετά τόν γάμο, ἐπιθυμώντας νά παραμείνει παρθένος, παρέδωσε στή νύμφη τό δακτυλίδι τοῦ γάμου καί χωρίς χρονοτριβή, ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀνεχώρησε κρυφά μέ πλοῖο στήν Ἔδεσσα τῆς Συρίας.
Ἐκεῖ συνάστησε τήν ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλλασόταν τό Ἅγιο Μανδήλιο. Μοίρασε ἀμέσως στούς πτωχούς ὅ,τι πολύτιμο εἶχε μαζί του, φόρεσε παλαιά ἐνδύματα καί παρέμεινε στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ζητώντας βοήθεια ἀπό τούς χριαστιανούς.
Προσευχόταν ἀκατάπαυστα ὅλη τήν νύκτα. Τρεφόταν δέ μόνο μέ ἐλάχιστο ψωμί καί μετελάμβανε κάθε Κυριακή τά Ἄχραντα Μυστήρια . Ἀπό τήν μεγάλη κακοπάθεια καί ταλαιπωρία ἀλλοιώθηκαν τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του καί ἔγινε ἀγνώριστος. Ὅμως τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν τήν ἐξαφάνισή του ἀπό τήν ἀπαρηγόρητη νύμφη, βυθίστηκαν σέ φοβερή θλίψη. Ἄρχισαν νά τόν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἀλλά μάταια. Ἔστειλαν ὑπηρέτες στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές τους δέν κατόρθωσαν ν΄ ἀνακαλύψουν τά ἴχνη του. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔφθασαν στήν Ἔδεσσα καί ζήτησαν πληροφορίες ἀπό τόν ἐπαίτη πού καθόταν μπροστά στήν ἐκκλησία. Μάλιστα τοῦ ἔδωσαν καί ἐλεημοσύνη, χωρίς νά ὑποψιασθοῦν, ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ περιπόθητος νεαρός κύριός τους τόν ὁποῖο ἀναζητοῦσαν. Ὁ ὅσιος τότε ἀναλύθηκε σέ δάκρυα καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν εὐεργέτησαν οἱ ἴδιοι οἱ ὑπηρέτες του χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ἔτσι κύλησαν 17 χρόνια. Οἱ ἐντόπιοι τόν ἀγάπησαν πολύ καί ἄρχισαν νά τόν τιμοῦν ὡς Ἅγιο. Γιά νά ἀποφύγει, λοιπόν, τίς τιμές ἐπιβιβάσθηκε σέ πλοῖο μέ σκοπό νά πάει στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας. Ξέσπασε ὅμως θύελλα καί τό πλοῖο, μετά ἀπό περιπλάνηση πολλῶν ἡμερῶν, ἔφθασε στήν Ρώμη. Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ νά ἐπανέλθει στήν πατρίδα του καί ἀμέσως ἀπευθύνθηκε πρός τό πατρικό του σπίτι.
Στόν δρόμο συνάντησε τόν πατέρα του καί χωρίς ν’ ἀποκαλύψει τήν ταυτότητά του, ζήτησε καταφύγιο σέ μία γωνιά τοῦ ἀρχοντικοῦ του. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Εὐφημιανός λυπήθηκε τόν πτωχό καί τοῦ παραχώρησε πρόθυμα ἕνα μικρό δωμάτιο στήν αὐλή τοῦ ἀρχοντικοῦ του, ἀπέναντι ἀπό τό δωμάτιο τῆς συζύγου του. Ὅρισε μπροστά σέ ἕνα ὑπηρέτη, νά τόν φροντίζει σέ ὅλα τά ἀναγκαῖα. Ἀλλά σέ αὐτόν τόν χῶρο ἄνοιξε τό νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν γιά τόν Ἀλέξιο. Φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄρχισε μέ ζῆλο ἕναν σκληρό μυστικό ἀγῶνα.
Δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά, τίς ὕβρεις καθώς καί τά ραπίσματα τῶν ὑπηρετῶν. Ἔβλεπε, ἐπίσης, καθημερινά τό θλιμμένο πρόσωπο τοῦ πατέρα του καί ὑπέφερε. Ἄκουγε τούς ἀκατάπαυστους θρήνους τῆς ἀγαπητῆς της μητέρας του καί καιγόταν ἡ καρδία του. Ἀντηχοῦσαν στά αὐτιά του τά μοιρολόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τήν στέρηση τοῦ ἀγαπημένου της καί ἡ ὀδύνη του μεγάλωνε. Ἀντίκρυζε, ἀκόμη, ὅλους τούς συγγενεῖς καί φίλους του, οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν τήν ἀπώλειά του.
Ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ πονοῦσε καί ὑπέφερε. Ὑπέμενε ὅμως τό ἀκατάπαυστο αὐτό μαρτύριο. Θυμόταν συνεχῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ φιλκῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄-37) καί γιά αὐτό σιωποῦσε καί θυσίαζε τήν ἀγάπη ὅλων τῶν προσφιλῶν προσώπων του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ, μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, ἄγνωστος καί περιφρονημένος. Πάλευε νύκτα καί ἡμέρα σκληρά. Γιά νά νικήσει στόν ἀδυσώπητο αὐτό ἀγῶνα ἔτρωγε μόνο κάθε Κυριακή ἔλάχιστο ψωμί καί ἔπινε λίγο νερό. Ἀπήυθυνε δέστόν Θεό πύρινες προσευχές, ζητώντας τήν βοήθειά Του, γιά νά ἀντέξει μέχρι τό τέλος. Προσευχόταν ἐπίσης καί γιά τούς γονεῖς καί τήν σύζυγό του, νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν ὑπερβολική θλίψη τους.
Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ διαγωγή τοῦ ὁσίου ἦταν εὐάρεστη στόν Θεό. Διότι μετά ἀπό 17 ὁλόκληρα χρόνια σκηρῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του. Ὁ ὅσιος τότε ζήτησε ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο ἔγραψε ὅλα τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Ζήτησε, ἀκόμη, ταπεινά συγχώρεση ἀπό τούς οἰκείους του γιά τήν φαινομενική σκληρότητα, πού ἐπέδειξε ὅλο αὐτό τό διάστημα. Τούς διαβεβαίωνε ὅμως, ὅτι ὑπῆρξε σκληρότερος πρός τόν ἑαυτό του. Καί ἀφοῦ ἔφερε εἰς πέρας τό σχέδιό του, ἔμεινε προσευχόμενος μέχρι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἦταν τότε 17 Μαρτίου τοῦ 410μ.Χ.
Ἐν τῶ μεταξύ ἀκούστηκε μιά ὑπερκόσμια φωνή στόν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος καί ἦταν παρόντες ὁ αὐτοκράτορας Ὀνώριος καί ὅλη ἡ Σύγκλητος, ἡ ὁποία τούς προέτρεπε νά ἀναζητήσουν «τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» καί μάλιστα στό ἀρχοντικό τοῦ Εὐφημιανοῦ. Κατάπληκτοι ὅλοι ἔτρεξαν στόν οἶκο τοῦ Εὐφημιανοῦ καί πληροφορήθηκαν ἀπό τόν ὑπηρέτη τοῦ ἁγίου τά ἀσκητικά παλαίσματά του καθώς καί μτήν μεγάλη ὑπομονή του. Πῆγαν ἀμέσως νά δοῦν στό κελλί τοῦ ξένου καί πτωχοῦ καί διαπίστωσαν τήν πραγματικότητα. Εἶχαν ἀνακαλύψει «τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ», ἦταν ὅμως ἀργά. Ὁ ἅγιος ἦταν χωρίς πνοή, εἶχε σκεπασμένο τό πρόσωπό του, ἐνῶ κρατοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα χαρτί.
Τοποθέτησαν εὐλαβικά τό ἅγιο λείψανό ἐπάνω σέ μία πολύτιμη κλίνη. Ἔπειτα ξεσκέπασαν τό πρόσωπό του καί εἶδαν ὅτι ἔλαμπε σάν ἀγγέλου. Μέ σεβασμό καί δέος ἀσπάσθηκαν τό ἱερό λεόψανό καί μόνο ἀφοῦ γονυπετεῖς ἱκέτευσαν τόν ἅγιο κατώρθωσαν νά πάρουν τήν ἐπιστολή ἀπό τό χέρι του καί νά τήν διαβάσουν.
Τότε βεβαιώθηκαν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ἀγαπημένος τους Ἀλέξιος, τόν ὁποῖο ἀνέμεναν 34 ὁλόκληρα χρόνια. Ἀμέσως ὁλόκληρος ὁ οἶκος γέμισε ἀπό θρήνους. Ὁ ἠλικιωμένος πατέρας του σπάραζε ἐπάνω στό σκήνωμα τοῦ γιοῦ του, τό ἀγκάλιαζε στοργικά καί τό ἔβρεχε μέ ποταμό δακρύων. Ἡ μητέρα καί ἡ σύζυγό του, καταφιλοῦσαν πυκνά τό ἱερό λείψανο καί θρηνοῦσαν μέ γοερές φωνές, ἱκανές νά ραγίσουν ἀκόμη καί τίς πέτρες.
Ἡ σκηνή ἦταν συγκλονιστική, μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, πού συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ρώμη. Μόλις καί μετά βίας, οἱ συγγενεῖς τους κατώρθωσαν νά τούς χωρίσουν ἀπό τό ἅγιο λείψανο, γιά νά τό μεταφέρουν στό κέντρο τῆς πόλεως, ὥστε νά τό ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ λαός. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔγιναν πολλά θαύματα. Κατόπιν μέ δυσκολία, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀμέτρητου πλήθους, ἔφεραν τόν ἅγιο στήν ἐκκλησία, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί μία ἑβδομάδα. Κατά τό διάστημα αὐτῶν υῶν ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του μαζί μέ τήν νύμφη τους παρέμειναν πλάϊ του ἄσιτοι καί κλαίγοντας ἀσταμάτητα.
Ὅταν ὅλοι προσκύνησαν τό ἱερό λείψανο, τό ἐνταφίασαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ ἁγιασμένος τάφος του ἀνέβλυσε μῦρο εὐωδιαστό, ὅσοι δέ ἀσθενεῖς χρίσθηκαν μέ αὐτό θεραπεύθηκαν.
Ἡ ἁγία κάρα τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου φυλάσσεται σήμερα, μεταξύ πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας, στά Καλάβρυτα τῆς {Πελοποννήσου, ὅπου τιμᾶται ἰδιαιτέρως. Σύμφωνα μέ σχετική παράδοση δωρήθηκε στήν Μονή ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τό 1398 ἤ τό 1414 μ.Χ. Ἀποτελεῖ δέ κειμήλιο ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ καί θεωρεῖται ὡς ἀποτρεπτική τῶν ἐπιδημιῶν.
Τό ἔτος 1585μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιά στό μοναστῆρι καί τό μετέτρεψαν σέ στάκτη. Ἡ κάρα τοῦ ἁγίου διασώθηκε ἀπό τόν ἐμπρησμό, διότι ἐκείνη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκτός Πελοποννήσου, στά χέρια τῶν μοναχῶν. Ἔπειτα, κατά τό 1773μ.Χ., Ἀλβανοί Ρωμαιοκαθολικοί λεηλάτησαν τήν Μονή καί ἄρπαξαν τήν ἁγία κάρα, τήν ὁποία πούλησαν στήν Λάρισα. Ἐκεῖ τήν βρῆκε, μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Λαῦρας Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνεκόμισε στήν Μονή.
Ο ΕΥΛΑΒΕΣΤΑΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, Από τον Ευεργετινό
Κάποιος Κωνσταντίνος, άνθρωπος εξαιρετικά ευλαβής, κατοικούσε κοντά στην πόλη Αγκόνα και υπηρετούσε στον ναό του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάποτε που του τελείωσε το λάδι και δεν είχε τι να βάλει στις καντήλες, τις γέμισε με νερό, έβαλε ως συνήθως σε καθεμιά το φυτίλι, το άναψε, και έτσι το νερό έκαψε στις καντήλες όπως το λάδι.
Άκουσε και τι ταπείνωση είχε ο άνθρωπος αυτός. Επειδή η φήμη του είχε φτάσει πολύ μακριά εξαιτίας των θαυμάτων που μέσω αυτού έκανε ο Θεός, και πολλοί από διάφορα μέρη έτρεχαν για να τον δουν, ήρθε και κάποιος γεωργός από μακριά με σκοπό να τον δει.
Ο άγιος έτυχε τότε να πατά επάνω σε ξύλινο σκαμνί και να ετοιμάζει τις καντήλες· ήταν μάλιστα πολύ κοντός, αδύνατος και άσχημος. Καθώς λοιπόν ο γεωργός ζητούσε επίμονα να του δείξουν ποιος είναι ο ευλαβέστατος Κωνσταντίνος, οι παρόντες του τον έδειξαν.
Ο γεωργός, σαν να έκρινε την αρετή από την κατασκευή του σώματος, όταν τον είδε έτσι κοντό και αδύνατο, σκέφτηκε ότι δεν θα είναι αυτός, για τον οποίο είχε ακούσει ότι είναι μέγας. Όταν όμως άκουσε από πολλούς ότι στ’ αλήθεια αυτός είναι ο ευλαβής Κωνσταντίνος και όχι άλλος, τον σιχάθηκε για την εμφάνιση και τη σωματική του διάπλαση και είπε ειρωνικά: «Εγώ περίμενα να δω άνθρωπο, αυτός όμως τίποτε ανθρώπινο δεν έχει».
Όταν το άκουσε αυτό ο άνθρωπος του Θεού, παράτησε τις καντήλες και έτρεξε να φιλήσει τον γεωργό. Τον αγκάλιασε και άρχισε να τον φιλά με αγάπη και να λέει ότι του οφείλει πολλή ευγνωμοσύνη που έτσι μίλησε γι’ αυτόν. Του έλεγε δηλαδή: «Μόνο εσύ με βλέπεις με μάτια ανοιχτά».
Σκέψου λοιπόν, Πέτρε, πόση ταπείνωση είχε αυτός ο αξιοθαύμαστος άνθρωπος, ώστε τον γεωργό, ο οποίος τον σιχαινόταν, να τον αγαπήσει πιο πολύ. Γιατί τη διάθεση που κρύβει καθένας μέσα του, τη φανερώνει η προσβολή που του γίνεται εξωτερικά. Όπως οι υπερήφανοι χαίρονται με τις τιμές, έτσι και οι ταπεινόφρονες με τις προσβολές και τις καταφρονήσεις· και περισσότερο χαίρονται αν οι προσβολές τους συμβαίνουν μπροστά στα μάτια πολλών. Καθώς δηλαδή καταφρονούνται, βεβαιώνονται ότι είναι σωστή η γνώμη που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, αφού και οι άνθρωποι τους θεώρησαν τέτοιους που και αυτοί θεωρούσαν τον εαυτό τους.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Β’, σελ. 33. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Κυριακή 28 Μαρτίου 2021
Σάββατο 27 Μαρτίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ (“Φώτισόν μου το σκότος…!”)
Την κυρίως μνήμη του την τιμούμε την 14η Νοεμβρίου. Η Εκκλησία τον προβάλλει και του δίνει εξέχουσα θέση τη Μεγάλη Σαρακοστή, επειδή δεν δίστασε να δώσει μπροστά σε όλες τις εξουσίες ομολογία πίστεως. Ακόμη κι όταν βρισκόταν η ζωή του σε κίνδυνο, όταν συκοφαντήθηκε, όταν φυλακίστηκε, ομολόγησε πάντα την ορθή πίστη.
Ο Άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό,
το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά. Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε!»
Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του. Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο: λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως, βλέπει κανείς πια και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.
Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος» επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.
ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία διά τόν παραλυτικόν, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμά)
Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε πάλι ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. ᾿Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δὲν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τοὺς κήρυττε τὸ μήνυμά του. ῎Ερχονται τότε μερικοὶ πρὸς αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν φέρουν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τὴ στέγη πάνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. ῞Οταν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παράλυτο· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοὶ γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους· «Μὰ πῶς μιλάει αὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός».
᾿Αμέσως κατάλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι αὐτὰ σκέφτονται καὶ τοὺς λέει· «Γιατί κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παράλυτο· “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἢ νὰ τοῦ πῶ, “σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ *Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες» -λέει στὸν παράλυτο· «Σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». ᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε δεῖ!»
Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν.
Ο παράλυτος της Καπερναούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού. Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύριον από τέσσαρας δυνάμεις· τηναυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.
1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λόγια, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοείτε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3, 21). Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξουσία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτητη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.
2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυτούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συνήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν. Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορνεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μάλιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας. Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι [Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας], έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυτούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοιλίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.
3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρόνος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών. Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώπων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ περισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως. Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, είναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρχουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση; Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.
4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισσότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγγείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26). Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματθαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12). Πραγματικά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρασμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη. Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκησε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).
5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευχής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλθε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες. «Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς είχαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύθυνε προς αυτούς τον λόγο. Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθελε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).
6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι. Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχαρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει. Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δικαιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.
7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην. Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χάριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κάποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αιτίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό. Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγατέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυτών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχοπαθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν παράλυτος στο σώμα. Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμπρός στον Κύριο. Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμματα στην πίστι.
8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογισμούς του παραλύτου. Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύνοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θεραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύναμι έχει. Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό,τέκνο, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».
9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της αμαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.
10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού; Ο δε Κύριος, γνωρίζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;». Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλιστα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι. Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών. Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».
11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άνθρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9). Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολούθησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι». Η μεν άφεσις των πταισμάτων με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαίνει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».
12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή. Διότι ο καθένας από τους προσκολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενικής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυχής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνάμεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και τηνδέησι προς τον Θεό. Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επάνω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρισκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα. Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσσερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.
13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθηκαν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11). Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και τηνθεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμβάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.
14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο. Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τούτο, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς. Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλμούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια. Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέχει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτεινό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού.
15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που αναπέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμίζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.
16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν; «Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφοντας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων; Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό καθώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;
17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34). Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυσιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθιστώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης. Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσίαπαριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβάζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι,αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).
18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αισθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρί-πτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πραγματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.
19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021
ΘΕΟΤΟΚΟΣ,ΠΑΝΑΓΙΑ,ΜΗΤΕΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ,Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ! (Φώτης Κόντογλου)
Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι' ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της. Μέσα στο καθένα από αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».
Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ' η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι' αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.
Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι' αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ' αυτόν τον καλόν ποιμένα.
Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία. Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας. Κοντά σ' αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού.
Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη. Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ'; ουρανού κ'; εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ' αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.
Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ. Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2). Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ'; είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Κι'; από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ' αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι' είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος.
Κι' είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι' αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, να, από τώρα κ' ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ' είναι αγιασμένο τ' όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του». Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο. Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας.
Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ' τ' αριστερά, σπάνια απ' τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα). Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι' ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της. Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.
Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ'; αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ'; ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο. Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.
Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά. Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ' ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό. Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή.
Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ' άλλα. Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό. Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό.
Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι' αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ' άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.
Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ' αγιασμένο τ' όνομά της. Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ' αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Διακήρυξις τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ (1821)
Μία ἀδιάσειστη μαρτυρία: Ὑπάρχουν ἀδιάσειστα ἱστορικὰ ἔγγραφα, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται, περίτρανα πλέον, ὅτι στὶς 20 Μαρτίου 1821 (μὲ τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο ποὺ ἀκολουθοῦσε τότε ἡ χώρα μας, δηλαδὴ στὶς 8 Μαρτίου μὲ τὸ νέο) ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ἐκήρυξε τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα στὴν Ἁγία Λαύρα, προσδιορίζοντας τὴν ἑπομένη ὡς ἡμέρα ἐπιθέσεως γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πάτρας. Σωστά, λοιπόν, ὡς ἡμέρα ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως τῶν Καλαβρύτων ἑορτάζεται ἡ 21η Μαρτίου, πρῶτα ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ σκλαβωμένη Ἑλλάδα!
Διακήρυξις τοῦ Γερμανοῦ, Ἐξάρχου τῆς πρώτης κατὰ τὴν τάξιν Ἀχαΐας, Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν, πρὸς τὸν Κλῆρον καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς Πελοποννήσου, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη ἐντὸς τῆς Μονῆς τῶν Ἀδελφῶν τῆς Λαύρας τοῦ ὄρους Βελιᾶ τὴν 8ην (20ὴν) Μαρτίου 1821.
«Πολυαγαπημένοι μας ἀδελφοί, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐτιμώρησε (ἐνν. διὰ τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τὸν κατακτητὴν) τοὺς πατέρας μας καὶ τὰ τέκνα των, σᾶς ἀναγγέλλει διὰ τοῦ στόματός μου τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν τῶν δακρύων καὶ τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ φωνή Του εἶπε ὅτι θὰ εἶσθε ὁ στέφανος τὸν κάλλους Του καὶ τὸ διάδημα τῆς Βασιλείας Του. Ἡ ἁγία Σιὼν δὲν θὰ παραδοθῇ πλέον εἰς τὴν ἐρήμωσιν (Ἡσ. 62,3). Ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐβεβηλώθη, ὡσὰν ἕνας ἄθλιος χῶρος, τὰ σκεύη τῆς δόξης, τὰ ὁποῖα ἐσύρθηκαν εἰς τὸν βοῦρκον (Α´ Μακ. 2, 8-9), θὰ γίνουν καταιγίς! Ἡ ἄβυσσος τὴν ἄβυσσον ἐπικαλεῖται (Ψαλμ. 41,8) ἡ παλαιόθεν (δηλ. ἡ ἐγνωσμένη) εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου (θρῆνοι Ἱερεμίου 5,1) θὰ ἐπισκιάσῃ τὸν Λαόν Του. Ἡ φυλὴ τῶν Τούρκων ὑπερέβη τὸ μέτρον τῶν ἀνομιῶν, ἡ ὥρα τὸν καθαρμοῦ ἔφθασε, συμφώνως πρὸς τὸν λόγον τοῦ Αἰωνίου: «νὰ πετάξῃς ἔξω, νὰ διώξῃς, τὸν σκλάβον καὶ τὸν υἱόν του» (Γενεσ. 21,10). Νὰ εἶσθε, λοιπόν, ἀγαπημένοι, ὦ γένος τῶν Ἑλλήνων, φυλὴ Ἑλληνική, (ἐνν. καθὼς εἶσθε) δύο φορὲς δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς Πατέρες σας, ὁπλισθῆτε μὲ τὸν ζῆλον τοῦ Θεοῦ, ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἂς ζωσθῇ τὴν ῥομφαῖαν του, διότι εἶναι προτιμώτερον νὰ ἀποθάνῃ τις μὲ τὰ ὅπλα ἀνὰ χεῖρας, παρὰ νὰ καταισχύνῃ τὰ ἱερὰ τῆς Πίστεώς του καὶ τὴν Πατρίδα του (Ψαλμ. 44,4). Ἐμπρὸς λοιπὸν «διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν» (Ψαλμ. 2,3), διότι εἴμεθα οἱ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ συγκληρονόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 8,17).
Οἱ ἄλλοι, καὶ ὄχι ἡμεῖς οἱ ἱερωμένοι (κατὰ λέξιν ἐκτὸς τοῦ ἱερατείου σας), θὰ σᾶς ὁμιλήσουν διὰ τὴν δόξαν τῶν προγόνων σας. Ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς ἐπαναλάβω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Ὁποῖον ὀφείλομεν ἀγάπην ἰσχυροτέραν καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον (Ἆσμα Ἀσμάτων 8,6).
Αὔριον, ἀκολουθοῦντες τὸν Σταυρόν, θὰ βαδίσωμεν πρὸς αὐτὴν τὴν πόλιν τῶν Πατρῶν, τῆς ὁποίας ἡ γῆ εἶναι ἡγιασμένη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου. Ὁ Κύριος θὰ ἑκατονταπλασιάσῃ τὸ θάῤῥος σας. Ἵνα δὲ προστεθοῦν εἰς ὑμᾶς αἱ ἀναγκαῖαι διὰ νὰ ἀναζωογονηθῆτε δυνάμεις, σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν νηστείαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὴν ὁποίαν τηροῦμεν. Στρατιῶται τοῦ Σταυροῦ, ὅτι καλεῖσθε νὰ ὑπερασπισθῆτε, εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἶσθε εὐλογημένοι καὶ συγκεχωρημένοι ἀπὸ πάσας τὰς ἁμαρτίας σας».