† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία.

 Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.

Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.

Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει.

ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.

Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.

Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι».

Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.

Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.

Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.

Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.

Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα.

-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι;
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες:
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου!
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα:
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά;
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν:
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου:
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο.

Ἐγὼ ρώτησα τότε:
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος:
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς,
Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω;
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα:
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις,
«οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά».

Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.

Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

 Αποτέλεσμα εικόνας για δάκρυα μετανοίας



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”. 

Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά. Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα.
“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.
Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή, ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.
Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.
Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων;Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;
Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.
Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τόπένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική)
Πηγή: alopsis.gr

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)

 

ΛΟΓΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ: Για την εγκράτεια, την υπομονή και τη σιωπή στον καιρό της νηστείας (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

Για την εγκράτεια και την υπομονή στην εργασία των αρετών κατά τον καιρό της νηστείας. Και για τη σιωπή. Και πώς πρέπει να ζουν, σε όλη τη νηστεία, όσοι αγωνίζονται αληθινά.

Αδελφοί και πατέρες, εγώ βέβαια, επειδή από την αμαρτωλή και ράθυμη προαίρεση και διάθεσή μου ασθενώ πάντοτε και στην ψυχή και στο σώμα, θα ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο αυτά που αφορούν στον εαυτό μου, ωσότου να νικηθούν αυτά που είναι του κατώτερου εαυτού μου1 και υποταχθούν στον ανώτερο λογισμό, και απολαύσω εντελώς την ειρήνη του πνεύματος, με το να ελευθερωθώ από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισέλθω στο λιμάνι της μακάριας ανάπαυσής μας. Αλλά, αφού εκλέχθηκα από σας να είμαι η κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι αναγκασμένος να παροτρύνω την αγάπη σας, επειδή η σωτηρία της αδελφότητάς σας με ενθαρρύνει˙ διότι, ενώ εγώ ασθενώ ως προς την ψυχή, εσείς σώζεσθε με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας2. Λοιπόν, ενώ δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου, κατόρθωσα να γράψω έστω και με δυσκολία το λόγο και να υπενθυμίσω στην αδελφότητά σας, παρακαλώντας την αγάπη σας με πολλή επιμονή, ώστε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, να προσεύχεσθε για τη δική μου αθλιότητα, για να σώζομαι και εγώ ο ίδιος μ’ εσάς, και να βαδίζω3 το δρόμο των εντολών του Θεού, και να συγκατοικώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς.

Σας παρακαλώ και σας ικετεύω λοιπόν στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τους εαυτούς σας, και να σκέφτεται με σύνεση ο καθένας από σας και να μην υπερεκτιμά τον εαυτό του περισσότερο από όσο πρέπει, ούτε να βλέπει την αδιάφορη και απρόσεκτη ζωή μου, αλλά να βαδίζει στα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο χρωστούμε ως σε δίκαιο και αλάθητο κριτή να απολογηθούμε. Χαρίστε μου αυτή την καύχηση, ότι δηλαδή μόνος εγώ, που έπεσα στο βάραθρο του άδη εξαιτίας της αμέλειάς μου, σας άρπαξα από την παγίδα, κραυγάζοντας δυνατά, και, ενώ χρωστώ να θρηνήσω πολύ για τη ραθυμία μου, αρκούμαι και μόνο να σας βλέπω να πετάτε ψηλά και να είστε επάνω από τις παγίδες του διαβόλου. Φυλάξτε λοιπόν, αγαπητοί, όλες τις εντολές του Θεού χωρίς παράλειψη, για να σωθείτε, όπως ακριβώς σώζεται το ζαρκάδι από τις παγίδες και το σπουργιτάκι από τη θηλειά4.

Πρώτη εντολή μάλιστα είναι το να αγαπούμε με όλη μας την ψυχή τον Θεό και ο ένας τον άλλο5, όπως ο ίδιος ο Θεός αγάπησε τον κόσμο6. Η αληθινή αγάπη αναγνωρίζεται άλλωστε απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά: από το να μην υπερηφανεύεται κάποιος, από το να μη συμπεριφέρεται με έπαρση, ούτε να ζηλεύει τον αδελφό, αλλά να δείχνει ζήλο για το καλό˙ από το να μην καυχιέται, να μη γογγύζει, να μην αστειεύεται, να μη γελά, να μη διεκδικεί γενικά το δίκαιό του για μικρά ή μεγάλα πράγματα˙ από το να μη χορταίνει όχι μόνο από φαγητά και τροφές, αλλά, αν είναι δυνατό, ούτε από νερό, και κυρίως σ’ αυτές τις μέρες των νηστειών, στις οποίες εκείνος, που με προθυμία και κόπο μετανοεί, λαμβάνει από τον ουρανό, σύμφωνα προς τη θεία γραφή, τη συγχώρηση των αμαρτημάτων όλου του χρόνου7. Γνωρίζετε δηλαδή ότι η θερμότητα της μετάνοιας και η ζέση των δακρύων, που αναβλύζουν από τα βάθη της καρδιάς, λειώνει και κατακαίει, όπως η φωτιά, το ρύπο της αμαρτίας, και καθαρίζει την ψυχή, που μολύνθηκε˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και χαρίζει στην ψυχή πλούσια και γενναιόδωρα την έκχυση του φωτός με την επίσκεψη του Πνεύματος, ώστε να γεμίζει με έλεος και με καλούς καρπούς απ’ αυτή τη ζωή. Ας εργασθούμε λοιπόν, παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί, τη μετάνοια και σ’ αυτή την τρίτη εβδομάδα των νηστειών, και στις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μετά απ’ αυτή, προσθέτοντας καθημερινά ζήλο στο ζήλο και προθυμία στην προθυμία, ωσότου να φθάσουμε στην Κυριακή του Πάσχα λαμπροί και στις ψυχές και στα σώματα.

Διότι, να, όπως βλέπετε, περάσαμε με τη βοήθεια του Θεού και αυτό το στάδιο της δεύτερης εβδομάδας των νηστειών με ανδρεία και θερμή προθυμία. Διότι μαρτυρώ ότι δεν υστερήσατε σε κανένα από τα καλά της νηστείας, αλλά και τις ψαλμωδίες τις κάνατε ολονύκτιες με πολλή προσοχή, και την εγκράτεια φυλάξατε και φυλάγετε με δύναμη, με το να αρκείσθε στα λαχανικά και στα όσπρια που προσφέρονται. Εγώ μάλιστα γνωρίζω καλά ότι μερικοί από σας, που κάθονται ανάμεσά σας στην τράπεζα με συντριμμένο πνεύμα και ταπεινό φρόνημα, απέχετε και απ’ αυτά τα ευτελή φαγητά της τράπεζας, επειδή θεωρείτε τους εαυτούς σας ανάξιους να φάτε απ’ αυτά. Και ακόμη ότι, προσέχοντας στους εαυτούς σας και στα εργόχειρά σας, παραμείνατε με σιωπή, χωρίς παρρησία, έχοντας όλοι την ψυχή σας γεμάτη από δάκρυα κατάνυξης, από προσευχές, από δεήσεις, από πνευματικό κόπο, που προέρχεται από τις γονυκλισίες που κάνετε συνεχώς, και ότι έχετε υποστεί την καλή αλλοίωση, με το να αποκτήσετε ασκητικότατη και ωραία την όψη σας.

Τώρα λοιπόν, επειδή πρόκειται και στη συνέχεια να αποδυθούμε στον αγώνα για τη νηστεία, ας αγωνισθούμε, παρακαλώ, να φυλάξουμε και σ’ αυτή την ιερή εβδομάδα το νόμο της ωραιότατης νηστείας και να κάνουμε τον ίδιο αγώνα με τις προηγούμενες εβδομάδες, επειδή έχουμε ανάγκη από πολλή εγρήγορση, από πολλή προθυμία, για να μην περάσουμε και εμείς τις μέρες μας, όπως τις περνούν οι κοσμικοί. Διότι γνωρίζετε ότι, επειδή πέρασε η πρώτη εβδομάδα, οι κοσμικοί νομίζουν ότι πέρασαν όλη την αγία Τεσσαρακοστή˙ και αυτό δεν το νομίζουν μόνο, αλλά και το λένε απερίφραστα ο ένας στον άλλο και σε όλους. Για μας όμως, αδελφοί μου, υπάρχει ο φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος, μήπως το νομίσουμε αυτό και εμείς, όπως οι κοσμικοί, και το συζητήσουμε μεταξύ μας, και φανούμε αρνητές της μοναχικής υπόσχεσης. Διότι σ’ εμάς, που φεύγουμε τον κόσμο και σταυρωθήκαμε για τον κόσμο και αφιερωθήκαμε ολοκληρωτικά στον Θεό, δεν δόθηκε μόνο η περίοδος αυτή για το νόμο της εγκράτειας, αλλά και όλη η διάρκεια της παρούσας ζωής μας˙ γι’ αυτό και χρωστούμε να κάνουμε απαραίτητα να εγκρατευόμαστε.

Πώς λοιπόν δεν χρωστούμε να κάνουμε αυτό σε όλο το χρόνο εμείς, που υποσχεθήκαμε να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να γυμνητεύσουμε και να πάθουμε όλα και να υποφέρουμε με χαρά, και κυρίως τώρα, στον καιρό των αγώνων της Τεσσαρακοστής; Αν όμως δεν θέλουμε να περνούμε έτσι όλες τις μέρες της ζωής μας, αλλά θέλουμε να γελούμε και να αργολογούμε και να αστειευόμαστε και να αντιμιλούμε, σε τι διαφέρουμε από τους άπιστους και τους ειδωλολάτρες; Αληθινά, δεν διαφέρουμε σε τίποτα. Διότι, αν το να φροντίζουμε και να μεριμνούμε για το ψωμί και το κρασί και τα ενδύματα, μας κάνει όμοιους με τους ειδωλολάτρες, με ποιους θα μας κάνουν ίσους όσα είπαμε, που είναι αισχρότερα και αμαρτωλότερα απ’ αυτά; Δεν θα εκπληρωθεί σ’ εμάς αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη: «Ο άνθρωπος ήρθε στη θέση των ανόητων ζώων και έγινε όμοιος μ’ αυτά»8;

Ας υπακούσουμε, αδελφοί, στον Θεό, που καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς και λέει με τους αποστόλους του: «Ούτε, αν φάμε, αποκτούμε κάτι παραπάνω, ούτε, αν δεν φάμε, χάνουμε κάτι»9. Και ακόμη λέει: «Να μη μεριμνήσετε για τη ζωή σας, τι θα φάτε ή τι θα πιείτε ή τι θα ντυθείτε10˙ αλλά να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του, και όλα αυτά θα ακολουθήσουν».11 Και για να μην μπορεί κάποιος να λέει, «Αν ο Θεός αργήσει να μου δώσει, και δεν έχω κάτι να φάω, τι θα κάνω;» είπε: «Βλέπετε τα πετεινά του ουρανού, πως δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν στις αποθήκες, και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει»˙ και πρόσθεσε: «Δεν αξίζετε εσείς, ολιγόπιστοι, περισσότερο από πολλά σπουργίτια;»12. Αλλά, για να μη γογγύζουμε, ολιγοψυχώντας για φαγητά και ποτά, φωνάζει σ’ εμάς απερίφραστα: «Μακάριοι είναι εκείνοι, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, διότι αυτοί θα χορτάσουν»13.

Αν λοιπόν πιστεύεις στον Χριστό και ομολογείς ότι αυτός είναι αψευδής, τότε, όταν θα πεινάσεις ή θα διψάσεις, και δεν θα έχεις τι να φας ή τι να πιεις, και θα ζητήσεις από τον αποθηκάριο ψωμί ή κρασί ή κάτι φαγώσιμο, και δεν θα σου δώσει, επειδή εμποδίζεται ίσως από δουλειές, σκέψου, φέροντας στο νου σου τα λόγια του Κυρίου, και πες στον εαυτό σου: «Πεινώ και διψώ, αλλά θα περιμένω με υπομονή τον Κύριο14, και ο Κύριος θα κάνει ανάλογα με την ασθένειά μου, και δεν θα με εγκαταλείψει». Και έτσι να περιμένεις, αδελφέ, με υπομονή, και θα έχεις πλούσια την αμοιβή από τον Θεό. Αλλά έτσι να κάνεις και σε όλους τους άλλους πειρασμούς, που σε συναντούν, και θα γίνεις θαυμαστός στην παρούσα ζωή, και θα καταταχθείς στη μέλλουσα μαζί με τους αγίους μάρτυρες. Πόσοι από τους εν Χριστώ αδελφούς μας, που είναι κατάκοιτοι σε μία γωνιά, επιθυμούν πολλές φορές και μόνο το κρύο νερό, και ευχαριστούν ίσως τον Θεό, και δεν λένε αγανακτώντας τίποτε βλάσφημο, εμείς όμως με τη χάρη του Θεού, με τις πλούσιες δωρεές του, χωρίς καμία στέρηση, έχουμε όλα τα απαραίτητα για το σώμα, αλλά και περισσότερα. Όταν λοιπόν κάποιος από μας δεν έχει διόλου τίποτε, αλλά γογγύσει για την ανέχεια, αυτός κατακρίνεται, διότι δεν έχει υπομονή˙ όταν όμως έχει, και μάλιστα πολλά, αλλά για τη στέρηση κάποιου ασήμαντου δημιουργεί φιλονεικίες και διαμάχες, και ακόμη ξεστομίζει βλάσφημα λόγια, για ποια συγχώρηση θα είναι άξιος ένας τέτοιος; Αλλά, λέγοντας αυτά, γνωρίζω ότι κατακρίνω τον εαυτό μου και ότι θα γίνουν ευθύς τα λόγια μου αιτία για την κατάκριση και τον έλεγχό μου. Ωστόσο ας γίνουν τα λόγια μου και αιτία, παρακαλώ, για τη δική σας υπενθύμιση.

Γι’ αυτό λοιπόν και φέροντας στη μνήμη σας την ωφέλεια από τη νηστεία των περασμένων ημερών, πώς δηλαδή περάσατε τις μέρες αυτές και με πόση προθυμία και θέρμη, ικετεύω να αγωνισθείτε να περάσετε έτσι και όλη την αγία Τεσσαρακοστή, εξετάζοντας την καλή σας διαγωγή˙ ποια δηλαδή ευλάβεια, ποια ταπείνωση, αλλά και ποια σιωπή και ποια προθυμία είχε ο καθένας από σας στον κανόνα της θείας σύναξης και στο εργόχειρό του. Ναι, παρακαλώ, μη λησμονήσετε, αδελφοί, τη νηστεία, που φονεύει τα πάθη, την καθαριστική δηλαδή εγκράτεια, και μην αδρανήσετε από οκνηρία να κάνετε τα ίδια˙ αλλά και αν συμβεί να γίνει κάποιες φορές εναλλαγή στα φαγητά, και αν βρείτε καλό φαγητό15 από κάπου, να είστε ασάλευτοι στην απόφασή σας και αμετάβλητοι στην τάξη σας, ή, καλύτερα, λοιπόν, αν φάτε περισσότερο από το συνηθισμένο, τότε να ενδιαφερθείτε και περισσότερο να κοπιάσετε στο έργο του Θεού, για να μη γίνει σ’ εσάς το καλό αυτό φαγητό αιτία για ραθυμία και για μεγάλη ζημία, αντί για ευχαριστία και ωφέλεια. Ναι, αδελφοί μου, να προσέχετε, και, όπως σας είπα την περασμένη εβδομάδα, να κρατήσετε χωρίς να φάτε ψάρια και αυτή την εβδομάδα που έρχεται, και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού, χωρίς να εγκαταλείπετε τα διακονήματά σας και τα εργόχειρά σας, και χωρίς να πηγαίνετε εδώ και εκεί, και να ρεμβάζετε, και να αφήνετε εκτεθειμένους τους εαυτούς σας στον δαίμονα της ακηδίας. Αλλά, αν κάποιος από σας, περνώντας από κάπου, βρει κάποιον από τους αδελφούς να στέκεται ή να κάθεται, ας βάλει μετάνοια, περνώντας βιαστικά, και τότε ίσως έρθει και ο αργός αδελφός σε συναίσθηση, και εκείνος, αφού ντραπεί, θα επιστρέψει στο έργο του από μόνος του˙ και κάνοντας ο καθένας από σας έτσι, θα αποφύγετε την καταδίκη για την αργία και την αργολογία.

Δεν ακούτε τι λέει εκείνος ο μακάριος Ζωσιμάς, που εξιστόρησε τη ζωή της οσίας Μαρίας, για εκείνους τους αγίους άνδρες, που έζησαν στο μοναστήρι, στο οποίο κατέληξε τότε και εκείνος με την πρόνοια του Θεού˙ πως δηλαδή, βγαίνοντας αυτοί από το μοναστήρι, περνούσαν στην έρημο όλη την Τεσσαρακοστή, χωρίς ποτέ να συναντήσει ο ένας τον άλλο, αλλά και πως, αν συναντήθηκε κάπου κάποιος με έναν απ’ αυτούς, απέφευγε τη συνάντηση, αλλάζοντας δρόμο, και δεν ανεχόταν ούτε να πλησιάσει ο ένας τον άλλο; Έτσι και όταν επέστρεφαν στο μοναστήρι, κανείς τους, όπως λέει, δεν ρωτούσε ποτέ τον άλλο, τι είδε ή τι έκανε στην έρημο, αλλά σαν να ήταν κάποιοι ξένοι και περαστικοί και αλλόγλωσσοι ως προς την ομιλία, ζούσαν όλοι έτσι και έτσι συμπεριφέρονταν˙ και αυτό δεν το έκαναν οπωσδήποτε για άλλο τίποτε, όπως νομίζω, παρά μόνο επειδή πρόσεχαν με πολλή ακρίβεια να μη βγάλουν ανώφελο λόγο από το στόμα τους. Αν λοιπόν εκείνοι έκαναν τόσα χρόνια και τόσες μέρες, χωρίς καθόλου να μιλούν μεταξύ τους, τι θα υποστούμε εμείς, που δεν φυλαγόμαστε από τις συναντήσεις και τις αργολογίες, ούτε αυτές τις λίγες μέρες; Και γιατί λέω μέρες, εφόσον δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας ούτε στο διάστημα μιας ώρας; Και τι θα κάνουμε, καλοί μου αδελφοί, αν ξαφνικά, ενώ είμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, παρουσιασθεί ο Κριτής όλων και Θεός, που ζητά από μας απολογία και για ανώφελο λόγο τη μέρα της κρίσης16; Πώς μάλιστα θα εξουσιάσουμε και τα άλλα πάθη, εφόσον έχουμε ασυγκράτητη γλώσσα; Διότι, πες μου, ποιο από όλα τα άλλα πάθη είναι ελαφρότερο απ’ αυτό το πάθος; Η σάρκα, έχοντας τη φυσική επιθυμία και πύρωση, επαναστατεί προς το πνεύμα και πολεμά δυνατή την ψυχή˙ η κοιλιά θέλει να χορτάσει από φαγητά, διότι γι’ αυτό και δημιουργήθηκε. Αν λοιπόν δεν νικήσουμε τη συνήθεια της γλώσσας, που είναι πράγμα εύκολο και ελαφρό, πώς θα μπορέσουμε ποτέ να εξουσιάσουμε αυτά τα δύσκολα και μεγάλα, που έχουν πολλή δύναμη, καθώς συνδέονται με τη φύση και την ίδια, να πούμε, την επιθυμία και την ηδονή;

Ας κάνουμε λοιπόν εμείς, αδελφοί, αρχή από σήμερα, και ας τρέξουμε με όση δύναμη έχουμε, ώστε ελαφροί, σαν κάποιοι χρυσόφτεροι αετοί, να φθάσουμε το Πάσχα του Κυρίου, όπου πρόδρομός μας μπήκε ο Χριστός17 ο Θεός μας, με το να απορρίψουμε πίσω μας όλα τα πάθη, που μας τυραννούν. Και ας βάλουμε, αν νομίζετε, νόμο μεταξύ μας, εμείς οι ίδιοι με κοινή απόφαση, ώστε, αν βρεθούν δύο, που να αφήνουν τον εαυτό τους σε αργία, εκτός από Σάββατο και Κυριακή, και να στήνουν ανώφελες συζητήσεις, να μην επιτρέπεται σ’ αυτούς να φάνε τη μέρα εκείνη κατά την ώρα γεύματος τίποτε άλλο, παρά μόνο ξερό ψωμί με αλάτι και κρύο νερό, μένοντας όρθιοι και τρώγοντας στο κάτω μέρος της τράπεζας. Και τηρώντας αυτό, ως απαράβατο νόμο, θα φυλάξετε τους εαυτούς σας, από τη μία, ακατάκριτους για αργολογία και φλυαρία, θα υπηρετήσετε, από την άλλη, τον Θεό, για τον οποίο βάζετε θύρα στα χείλη σας και φρουρά στα στόματά σας18, και θα παρηγορήσετε εμένα τον ανάξιο πατέρα σας μ’ αυτό πάρα πολύ και θα γεμίσετε με χαρά την ταπεινή ψυχή μου και θα ωφελήσετε πολύ τις ψυχές σας, διδάσκοντας στον εαυτό σας καλό παράδειγμα και θαυμαστή συνήθεια για την αγάπη του Θεού. Στη συνέχεια θα δοξασθείτε και θα γίνετε δίκαια θαυμαστοί από όλους τους ανθρώπους, αλλά και ο Θεός θα δοξασθεί και θα γίνει θαυμαστός μ’ εσάς, διότι θα βρεθείτε στη γενεά αυτή να μιμείσθε τους βίους των αγίων, πράγμα που νομίζω ότι δεν θα βρεθεί εύκολα τώρα στους τόπους, που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε και βλέπουμε, ακόμη και για κάποιους μοναχούς, για τους οποίους ακούμε να γίνεται λόγος, και για τα μοναστήρια τους.

Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μην παρακούσετε τα λόγια μου, εμένα του ανάξιου πατέρα σας, και να μη φανούν μπροστά σας τα διδάγματά μου σαν φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως να κοιτάξετε και να προσέξτε καλά, ότι δεν σας συμβούλεψα τίποτε έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάντε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου λίγη προθυμία, ώστε, παίρνοντας εγώ δύναμη με τις άγιες ευχές σας, να ανανεύσω και να τρίψω το πρόσωπό μου και να νίψω τα μάτια μου και να ξυπνήσω από τον πολύ ύπνο της ραθυμίας, αλλά και να ανταποδώσω στην αγάπη σας, αν και δεν το αξίζω, με τα καλά λόγια που θα πω, από τα λόγια δηλαδή που δίνει σ’ εμένα η χάρη του Θεού, μόλις ανοίξω το ακάθαρτο στόμα μου.

Ναι, αδελφοί μου, σας παρακαλώ, να μην παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως ακριβώς αφήσατε εμένα τον ημιθανή και τελείως άλαλο να μιλήσω μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι να μου χαρίσετε και το θέλημά σας, ώστε εσείς, από τη μία, με την απάρνησή του, να ζήσετε τη ζωή των μαρτύρων και των αθλοφόρων του Χριστού, εγώ, από την άλλη, να συνεχίσω να θυσιάζω από σήμερα προθυμότερα για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή μαζί με το σώμα˙ αυτό άλλωστε εύχομαι να μου γίνει εφόδιο, όταν αναχωρήσω για την εκεί ζωή, στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

 

___________________

Υποσημειώσεις:

1. Στο αρχαίο κείμενο: «τα του χείρονος˙ εννοεί το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό μαζί με το επιθυμητικό, που πρέπει να υποταχθούν στο λογιστικό.
2. Εννοεί τον Συμεών τον Ευλαβή.
3. Στο αρχαίο κείμενο: οδεύων. Προτιμήσατε τη γραφή οδεύω (SC 104, σ. 170, κριτικό υπόμνημα).
4. Πρβ. Παροιμ. 6, 5. Ψαλμ. 123, 7.
5. Ματθ. 22, 37-39. Μάρκ. 12, 29- 31
6. Πρβ. Ιω. 3, 14
7. Οσίου Δωροθέου, διδασκαλία ΙΕ’, Περί των αγίων νηστειών, 1 PG 88 1788B.
8. Ψαλμ. 48, 13 και 21.
9. Α’ Κορ. 8, 8
10. Ματθ. 6, 25. Λουκ. 12, 22
11. Ματθ. 6, 33
12. Ματθ. 6, 26
13. Ματθ. 5, 6
14. Πρβ. Ψαλ. 39, 1
15. Στο αρχαίο κείμενο: παράκλησις. Στη μοναχική γλώσσα έτσι λέγεται ένα καλό γεύμα – σε εξαιρετικές περιπτώσεις-, ως ευχάριστη και ενισχυτική εναλλαγή στην ασκητική λιτότητα. Πρβ. Την έκφραση: Εις την τράπεζαν γίνεται παράκλησις τοις αδελφοίς εσθίομεν γαρ ιχθύας (Τριώδιον, Κυριακή των Βαΐων).
16. Ματθ. 12, 36
17. Πρβ. Εβρ. 6, 20
18. Πρβ. Ψαλμ. 140, 3

 

(Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: “Περιβόλι της Παναγίας”. Μάιος 2017. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑ (Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)



Ἄν ποθοῦμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νά ἔχουμε πολλή προσοχή καί ἐπιμέλεια καί προθυμία στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Για νά σωθοῦμε, δέν φτάνει μόνο νά πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό καί νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Πρέπει καί ν᾿ ἀγωνιζόμαστε «τόν καλόν ἀγῶνα», νά ζοῦμε «ἀξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν», δηλαδή νά κάνουμε καί ἔργα χριστιανικά, ἀφοῦ εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί καί τιμημένοι μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. 

Ἄς μή νομίζουμε πώς θά σωθοῦμε μόνο μέ τήν πίστη. Ἡ πίστη χωρίς ἔργα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ὁ Κύριος βέβαια εἶπε, ὅτι «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὁ ἴδιος ὅμως εἶπε καί τοῦτο: Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι “Κύριε, Κύριε” εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιά κείνους πού δέν ἔχουν καλά ἔργα: «Θεόν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δέ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοί ὄντες καί ἀπειθεῖς καί πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι».

Ἄν σωζόταν κανείς μόνο μέ τήν πίστη, τότε ὅλοι θά ἐξασφάλιζαν εὔκολα τή σωτηρία. Γιατί «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι». Ἄς θυμηθοῦμε αὐτό πού ἔλεγαν οἱ δαίμονες μέ τό στόμα τῆς «μαντευομένης παιδίσκης» τῶν Φιλίππων γιά τούς ἀποστόλους Παῦλο καί Σίλα: Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδόν σωτηρίας». Αὐτοί λοιπόν οἱ δαίμονες, πού πιστεύουν, καταδικάστηκαν στή γέεννα τοῦ πυρός γιά τά πονηρά τους ἔργα.

Ὅπως τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι ἀκίνητο καί ἀνενέργητο, ἔτσι καί ἡ πίστη χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο, πού μέ τόση ἐνάργεια τονίζει: «Τί τό ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐάν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δέ μη ἔχῃ; Μή δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; Ἐάν δέ ἀδελφός ἤ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, “ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε”, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὄφελος; Οὕτω καί ἡ πίστις, ἐάν μή ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν».

Μετά ἀπ᾿ αὐτά, εἶναι φανερό πώς πρέπει νά ἔχουμε καί ἔργα μαζί μέ τήν πίστη. Καί ὅποιος ἔχει, εἶναι καλύτερος ἀπ᾿ αὐτόν πού κάνει θαύματα. Ἀλήθεια, τί ὠφελεῖται ἐκεῖνος πού κάνει θαύματα τώρα, ἀλλά θά χάσει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Πῶς θά σωθεῖ ἀκόμα κι ἕνας θαυματουργός, ἄν δέν ἔχει ἔργα, πού θά τόν δικαιώσουν; Νά γιατί ὁ Χριστός προειδοποίησε ρητά: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· “Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν;” Καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν”». Βλέπουμε λοιπόν, πώς κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν χαρίσματα θαυματουργίας, προφητείας κ. ἄ., δέν μποροῦν νά ὠφελήσουν τόν ἑαυτό τους χωρίς ἔργα.

Ὅποιος πιστεύει πραγματικά στόν Θεό καί στήν πρόνοιά Του, αὐτός σκορπίζει στούς φτωχούς τά χρήματά του, ἐλπίζοντας ὅτι θά πάρει «μισθόν ἑκατονταπλασίονα» καί θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις: «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε».

Ὅποιος πιστεύει, ἀγωνίζεται νά ταπεινωθεῖ, μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, εἶναι πρᾶος καί εἰρηνικός, μισεῖ τήν ἀδικία καί ἀγαπάει τή δικαιοσύνη, γιατί θυμᾶται τό ψαλμικό: «Ὁ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν».

Ὅποιος πιστεύει, ὑπομένει ἀγόγγυστα κάθε πειρασμό, γιά νά στεφανωθεῖ μέ τό στεφάνι τῆς ἄφθαρτης δόξας. Φυλάει τή σωφροσύνη καί δέν μολύνει τόν ἑαυτό του μέ πορνεῖες καί ἄλλες ἀκαθαρσίες, γνωρίζοντας πώς ὅποιοι μολύνουν τά σώματά τους δέν θά σωθοῦν: «πόρνους γάρ καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός».

Αὐτός πού πιστεύει ἀληθινά, δέν εἶναι ὀκνηρός καί ἀμελής στήν προσευχή, δέν κατακρίνει κανένα καί δέν ἀκολουθεῖ «τήν εὐρύχωρον ὁδόν», ἀλλά «τήν στενήν καί τεθλιμμένην». Δέν ἀγαπάει τόν κόσμο οὔτε γονεῖς, ἀδέλφια, γυναίκα καί παιδιά περισσότερο ἀπό τόν Κύριο. Δέν ξεφαντώνει μέ μεθύσια καί ἁμαρτωλά τραπέζια, ὅπου ἀκούγονται τραγούδια καί λόγια ἄσεμνα, ἀλλά θυμᾶται τόν θάνατο καί τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Γι᾿ αὐτό προσεύχεται καί νηστεύει, καί ἐγκρατεύεται καί ἑτοιμάζεται ὅπως πρέπει, γιά νά δώσει «καλήν ἀπολογίαν» στόν οὐράνιο Κριτή.

Ὅσοι πιστεύουν, ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μισοῦν τά πονηρά ἔργα. Δέν μνησικακοῦν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ τους καί δέν ἀποδίδουν κακό στό κακό. Κάνουν καλό σ᾿ αὐτούς πού τούς κακομεταχειρίζονται, εὐλογοῦν αὐτούς πού τούς καταριῶνται καί ὑπομένουν καρτερικά αὐτούς πού τούς κατατρέχουν. Ὅταν τούς βρίζουν, χαίρονται. Ἔχουν ἀγάπη καθαρή, ἀνόθευτη καί ἀληθινή, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά λέει: «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καί ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου». Τέτοια ἀγάπη εἶχε καί ὁ προφήτης Μωϋσῆς, πού, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἀρνήθηκαν τόν Θεό καί προσκύνησαν ἕνα εἴδωλο – ἕνα χρυσό μοσχάρι – τούς εἶπε: «Ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καί νῦν ἀναβήσομαι πρός τόν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν». Καί ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ καί εἶπε στόν Θεό: «Δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαός οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεούς χρυσοῦς. Καί νῦν εἰ μέν ἀφεῖς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δέ μή, ἐξάλειψον κἀμέ ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας». Τέτοια διάθεση εἶχε καί ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅταν ἔλεγε: «Μετά τῶν μισούντων τήν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός».

Ὅσοι πιστεύουν, δέν ξέρουν τί εἶναι ὑποκρισία ἤ κολακεία ἤ προσωποληψία, γιατί σ᾿ ὅλες τους τίς ἐνέργειες εἶναι εὐθεῖς, τίμιοι καί εἰλικρινεῖς. Δέν ὑπερηφανεύονται καί δέν «ὑψηλοφρονοῦν» γιά τούς ἐπαίνους καί τίς κολακεῖες, πού τούς κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἀποστρέφονται τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ».

Ὅσοι πιστεύουν, δέν λένε ποτέ ψέματα, δέν εἶναι πλεονέκτες, δέν κοινωνοῦν ἀνεξομολόγητοι, δέν κατακρίνουν τούς ἄλλους. Μέ δυό λόγια, βαδίζουν προσεκτικά καί σταθερά στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καί πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν ὄχι μέ τά λόγια, ἀλλ᾿ «ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ».

Βλέπετε τώρα πῷς ζοῦν ὅσοι πιστεύουν; Λοιπόν, πῶς εἶναι δυνατό νά θεωροῦμε κάποιον πιστό, ὅταν εἶναι φτωχός σέ ἔργα;

Ἄν πιστεύουμε πραγματικά, ἄς πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία καί ἄς ἀφήσουμε κάθε κακό, πού μέχρι τώρα κάναμε. Ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ προθυμία, γιά νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι μπροστά στόν Κύριο τή φοβερη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἄς ξυπνήσουμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Ἄς ἐπανορθώσουμε τά σφάλματά μας καί ἄς διώξουμε τούς πονηρούς λογισμούς. Ἄς προσπαθοῦμε νά ἐκπληρώνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά νά στεφανωθοῦμε ἀπ᾿ Αὐτόν καί νά κληρονομήσουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.


(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σέ κείμενο τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ. Πηγή: alopsis.gr )


Πηγή: eggolpio.blogspot.gr

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΘΕΟΥ - ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΜΟΡΦΟΣ (+1022 – 2022)

 ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι συγκλονιστική, ἀλλά καί προδήλως ἀληθινή, ἡ διατύπωση τοῦ γνωστοῦ Σέρβου, ὁσίου Πατρός, Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν ὡς ἄλλοι πνευματικοί ἥλιοι, τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων «δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον»[1].

Συμεών Νέος ΘεολόγοςΣτήν ἀνατολή τῆς Β΄ χιλιετίας ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται, «ἐν τινί τρόπῳ», στό πρόσωπο ἑνός μεγάλου Θεολόγου, ἐμπειρικοῦ τῶν θείων πραγμάτων, τοῦ Θεολόγου τοῦ φωτός, ὅπως ἔχει ἀποκλιθεῖ. Τό φετεινό ἔτος συμπληρώνεται μία χιλιετία ἀπό τῆς Ὁσίας κοιμήσεως ἑνός γίγαντος τοῦ πνεύματος, τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, κατά τό προσωνύμιο, πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ. Χίλια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ἀρδεύεται ἀπό τά δροσερά νάματα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία κατέλιπε αὐτός ὁ κορυφαῖος Πατήρ, ὁ θεόπτης καί πνευματοφόρος, ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος καί ζωντανός διαχρονικά μέσα ἀπό τά θεσπέσια κείμενά του, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, «ζεῖ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐν τοῖς βίβλοις». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Θεωρήσαμε σκόπιμο νά μήν παρέλθει ἡ πνευματική αὐτή ἐπέτειος τῶν χιλίων ἐτῶν, χωρίς νά κατατεθεῖ μιά ἔστω πενιχρή καί εὐσύνοπτη  μαρτυρία τῆς φωτοειδοῦς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς θείας ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι ὁσάκις ἐνθυμούμεθα τούς Ἁγίους μας, τούς ὁδηγούς πρός τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, ἐμπνεόμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους, στά ὅρια τῶν ἐλαχίστων δυνατοτήτων μας. Ἔτσι, στά ἑπόμενα γίνεται ἀναφορά στό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐκτίθεται ἀδρομερῶς ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό ἐλάχιστα παραθέματα κειμένων τοῦ Ὁσίου, πρός ὠφέλεια ψυχῶν.

 

 

Α) Η ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Θεωροῦμε, ὅτι κάθε ἀναφορά σέ ὁσιακές, ἡγιασμένες μορφές, ὅπως εἶναι ὁ φωτοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὀφείλει νά παραχωρήσει τόν εἰσαγωγικό λόγο στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς μορφῆς αὐτῆς. Ἔτσι, κατά τήν παροῦσα ἀναφορά μας περί τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, αἰσθανόμαστε βαθειά τήν ἀνάγκη νά χειραγωγηθοῦμε στά πρῶτα βήματα τῆς σκέψεώς μας ἀπό ἐκεῖνον, πού ἔσχε τήν θεία μέθεξη. Παραθέτουμε, λοιπόν, τμῆμα ἑνός ποιητικοῦ λόγου του, πού νομίζουμε ὅτι εἰσάγει μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν παρουσίαση τοῦ Ἁγίου μας.

 

   «Δέν θέλω πιά νά θεωρῶ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,

   οὔτε τόν ἥλιο ἀκόμα αὐτόν, μά κι ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου,

   γιατί τόν Κύριό μου θεωρῶ, τό βασιλιά μου βλέπω,

   βλέπω αὐτόν πού᾿ ναι ἀλήθεια φῶς, τοῦ φωτός ὅλου κτίστης,

   τήν πηγή βλέπω ὅποιου καλοῦ καί τήν αἰτία ὅλων,

   βλέπω τήν ἄναρχην ἀρχή, τά πάντα ἀπ᾿ ὅπου βγῆκαν,

   πού δίνει σ᾿ ὅλα τή ζωή, καί τροφή τά χορταίνει[2].

 

Ταῦτα διατυπώνει μία πυρφόρος ὕπαρξη, ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός καί τῆς θεοπτίας, ὁ «ζέων τῷ Πνεύματι» καί πυρίπνοος, ὁ φλεγόμενος μέσα στό πῦρ τοῦ Παρακλήτου, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ὁ Ὅσιος εἶχε κατακτήσει ἔνδοθεν ἐν Χάριτι, τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός, εἶχε ἀποκτήσει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό θεῖο φῶς. Καί ἕνεκα τούτου, δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε ἄλλο, δέν τόν ἔθελγε κανένα κτιστό φῶς, καμία ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

 

Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, μπορεῖ κάποιος νά τά μελετήσει ἀπό τίς γνωστές ἐκδόσεις καί τούς Συναξαριστές, κυρίως ἀπό τόν μαθητή καί βιογράφο του, Νικήτα Στηθᾶτο. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι αὐτοβιογραφούμενος. Τά κείμενά του παρουσιάζουν ἔντονο βιογραφικό χαρακτῆρα καί αὐτό εἶναι σπάνιο στήν Πατερική Γραμματεία, μέ ἐξαίρεση ἄλλους δύο Ἁγίους αὐτοβιογραφούμενους, πού εἶναι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (μέσα ἀπό τά Ἔπη του) καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (μέσα ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις του)[3].

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ἀκολούθησε τήν «στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν» τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἀπό τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ὡς λαϊκός, εἶχε θεῖες ἐμπειρίες, ἐπειδή «ἄνοιξε» τήν καρδιά του, τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, πρός δεξίωση τοῦ ἀκτίστου, πρός ὑποδοχήν τῆς Χάριτος. Ἡ ἄσκησή του ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἡ προσευχή του πυρφόρος, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀνέκφραστη, ὁ θεῖος πόθος, πού κατέφλεγε τήν καρδία του, ἀσίγαστος. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν ἅγιο ἕναν γιγαντιαῖο φάρο τηλαυγή καί ἕναν πνευματικό μαγνήτη, πού ἥλκυε ψυχές ἐκλεκτές πρός τήν ἐν Θεῷ ζωή. Ἀρκεῖ, μάλιστα, ἡ μαρτυρία, ὅτι ὁ Συμεών στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν εἶχε μαθητές ἐν Χριστῷ, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν αὐτόν ὡς διδάσκαλο καί μύστη τῶν θείων πραγμάτων καί καταστάσεων. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τήν πρώτη ἐμπειρία τοῦ θείου φωτισμοῦ (θεοπτία) τήν εἶχε ὡς λαϊκός. Ἕνα ἁπλό παιδί εἶδε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δύο φορές μάλιστα! Χαρίστηκε στόν νέο αὐτόν ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἐλλάμψεως, γεγονός πού σέ ἄλλους Ἁγίους χαρίζεται μετά ἀπό ἀγῶνες πολυχρονίους στήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση. Καί καθώς σημειώνεται, ἡ ἱερῶς μεθυστική αὐτή θεοφάνεια μέ φῶς, προδιέγραψε τόν μετέπειτα βίο του καί διεμόρφωσε τή θεολογία του[4].

 

ργότερα, ὁ ἴδιος, ὡς Θεολόγος πλέον τοῦ φωτός, θά ἐξυμνήσει τό φῶς, πού εἶναι ἐνυπόσταστο στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς καί ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς ἀέναη, ἐν φωτί, παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, στή Θεολογία, στήν Εὐχαριστία. Καί θά γράψει σχετικά: «Ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῦς, ὁ σωτήρ, ὁ βασιλεύς τοῦ παντός φῶς· ὁ ἄρτος τῆς ἀχράντου σαρκός αὐτοῦ φῶς, τό ποτήριον τοῦ τιμίου αὐτοῦ αἵματος φῶς, ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ φῶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ φῶς· ἡ χείρ, ὁ δάκτυλος, τό στόμα αὐτοῦ φῶς, οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ φῶς· ὁ Κύριος φῶς, ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς ἐκ φωτός φῶς…»[5].

 

 Συμεών κατέθεσε ἀρκετά στό ἐπίπεδο τοῦ γραπτοῦ λόγου περί τοῦ φωτός, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Π. Χρήστου, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου περικλείουν σχεδόν σέ κάθε σελίδα τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη και ἄλλες παρόμοιες[6]. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι ἀπαύγασμα βιώματος μυστικοῦ. Ὁ πνευματέμφορος Συμεών κήρυττε τό φῶς, ὄχι διανοητικά, ἤ γνωσιολογικά, μέσα ἀπό τή μελέτη θεολογικῶν κειμένων, ἀλλά εἶχε προσωπική θέαση τοῦ φωτός. Γνώριζε ἐμπειρικά αὐτό πού ἔγραφε, ὅτι «φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ». Πρώτη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ φωτός, ὅπως ἐλέχθη, εἶχε ὁ Ἅγιος ὡς λαϊκός. Τή δεύτερη φωτοφάνεια ἔλαβε ὡς μοναχός, καί αὐτή συνεδέθη μέ τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί Γέροντος, τοῦ ὁσίου Συμεῶνος τοῦ λεγομένου εὐλαβοῦς, ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβητοῦ γιά τήν οἰκείωση τῆς θεία Χάριτος.

 

Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Συμεῶνος τοῦ Ν. Θεολόγου πρός τόν ἐπίσης ἅγιο καί θεοφόρο Γέροντά του, τόν ὁδήγησε στό νά ἁγιοκατατάξει αὐτόν μόνος του, νά τόν τιμήσει ἀμέσως μετά θάνατον, νά συντάξει συναξάριο, νά φιλοπονήσει ἐγκώμια καί γενικά, νά τόν ἀναδείξει πανηγυρικά μέ εἰκόνες καί ὕμνους, ὡς μεγάλο καί θαυματουργό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος στά κείμενά του πιστοποιοῦσε ὅτι ὁ Γέροντάς του εἶχε ἐμπειρίες καί ὁράσεις φωτός. Κατηγορήθηκε γιά τήν πρακτική αὐτή, ἀλλά παρέμεινε ἀπτόητος.

 

Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι αὐτή ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί καθοδηγοῦ εἶχε θεολογική διάσταση. Δέν ἔπραξε κάτι ὁ Ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του πρός τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Εὐλαβοῦς ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ἰσοδυναμεῖ καί μέ ὑπεράσπιση τῆς θεολογίας καί τῆς πνευματικότητας τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Συμεών, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρική βάση τῆς ἐνσυνείδητης δεξίωσης τῆς χάρης πού ἀντιπροσωπεύει ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής καί ἡ δυνατότητα τῆς οἰκείωσης τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος σέ κάθε ἐποχή, συνιστοῦν τόν θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖ τή θεολογία του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Συμεών γράφει πώς ὁ Γέροντάς του, Συμεών ὁ Εὐλαβής, τοῦ εἶχε δώσει νά μελετήσει τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, μέ τήν ὑπόμνηση - ἐντολή, νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τή συνείδησή του. Καί αὐτή ἡ ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, ἦταν γιά τόν Ὅσιο ἱκανή, πρός ἀπόκτησιν τῆς Χάριτος.

 

 πλούσια Χάρις, τήν ὁποίαν ἔλαβε ὁ Ἅγιος μέσα ἀπό τό ὑπαρξιακό του ἄνοιγμα καί τήν καρδιακή ἄμβλυνση, τόν ὁδήγησε σέ μεγαλύτερους ἀγῶνες καί ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλες φωτοφανεῖς ἐμπειρίες, πού εἶχε ὡς πρεσβύτερος καί ἡγούμενος. Γενικά ἡ ζωή του ὑπῆρξε φωτοφόρος καί φωτόμορφος, στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μετοχῆς του στή θεία Εὐχαριστία, στό «Μυστήριον τῆς ζωῆς». Πάντως, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ὁ ἅγιος Συμεών, μέ τίς διδαχές του καί τή Θεολογία του, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρόδρομος τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα.

 

ντούτοις, ὅμως, παρόλα τά θεῖα δῶρα, πού ἔλαβε ὁ ὅσιος Συμεών, παρόλες τίς φωτοφάνειες καί τίς θεοπτίες, δέν εἶχε καμία ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι δέν πράττει τίποτα. Ὁ Συμεών ὑπῆρξε ἄνθρωπος βαθυτάτης μετανοίας. Ζοῦσε τή μετάνοια ὡς μία ἀλλοίωση ὀντολογική τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς μία μόνιμη αἴσθηση ἀναξιότητος καί μηδαμινότητος μπροστά στή θεία Μεγαλειότητα, μία, οὐσιαστικά, αἴσθηση τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γι᾿  αὐτό καί κατέθετε ἐκ ψυχῆς συντετριμμένης, ὅτι τίποτε καλό δέν ἔπραξε στή ζωή αὐτή καί καμία θεία ἐντολή δέν ἐφήρμοσε:

 

«Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα, οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τον βίον μου μετῆλθον, πλήν αὐτός οὐ παρεῖδες με, ἀλλά ζητήσας εὗρες, πλανώμενον ἐπέστρεψας, ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης»[8].

 

Πῶς, ἔπειτα, νά μήν ἀξιωθεῖ οὐρανίων χαρισμάτων καί φωτοειδῶν ἐμπειριῶν ἕνας τόσο βαθύτατα μετανοῶν ταπεινός ἄνθρωπος; Ὡστόσο, ἡ βάση καί προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι ἠ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαιώνει, ὅτι θά κατοικήσει μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές Του[9]. Σύμφωνα μέ τό Νέο Θεολόγο, μέ τήν «μέχρι κεραίας» τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀξιωνόμαστε να δοῦμε ἐντός μας τόν Θεό, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἡ τοῦ Πνεύματος παρουσία καί ἔλαμψις γίνεται»[10].

 

Β) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ την πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέσα ἀπό τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ προηγουμένως τή βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀλλά κυρίως μυστηριακῶς[11]. Στή χορεία αὐτῶν τῶν  μεγάλων ἁγίων βιωματικῶν συγγραφέων ἀνήκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει πλουτίσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑψηλῆς περιωπῆς συγγράμματα, τά ὁποῖα, ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χαρακτηρίζει ὡς συγγράμματα ζωῆς, ἀφοῦ χαρακτηρίζει καί τόν βίο του ἅγιο. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετά τόν Νέο Θεολόγο: «Συμεῶνος γάρ τόν βίον οἶσθα θαῦμα τε ὄντα πάντα σχεδόν καί δι᾿ ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπό Θεοῦ δεδοξασμένον, τά τε συγγράμματα αὐτοῦ συγγράμματα ζωῆς εἰπών τις, οὐκ ἁμάρτοι τοῦ προσήκοντος»[12].

 

Ἕνας χείμαρρος θεολογίας καί ὑψηλῆς πνευματικότητος, φωτοειδοῦς ἐμπειρίας καί ζωῆς, προχέεται ἀπό τή γραφῖδα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί διαποτίζει πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαχρονικά. Λόγοι Κατηχητικοί, Θεολογικοί, Ἠθικοί, Ὁμιλίες, Ποιήματα, Ἐπιστολές καί διάφορες νουθεσίες σκορπίζονται ἀφειδῶς πρός ὅλους, ἀπό ἐκεῖνον, πού ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του «πτωχόν φιλάδελφον»[13], ἀλλά ἡ μέριμνά του γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, τόν καθιστᾶ «ζηλωτήν μανικώτατον»[14]. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος προδίδεται ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του.

 

 λόγιος Ἁγιορείτης, Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, προκειμένου νά παρακινήσει τούς ἀκροατές τῶν καλλιεπέστατων ὁμιλιῶν, ἤ κειμένων του, στή μέθεξη τῆς θείας γνώσεως καί τή μετοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο «ἐπί τά βελτίῳ», παρουσίαζε πολλές φορές κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί μάλιστα κατά κόρον ἀρέσκετο στό νά διατυπώνει σέ μετάφραση τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό Ὕμνο τοῦ Ἁγίου:

 

«Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ὡραιότητός σου, καί εἶμαι πλήρης γλυκύτητος καί θείας εὐδαιμονίας. Τό πρόσωπό μου λάμπει, ὅπως καί τοῦ ἠγαπημένου μου. Ὅταν βυθίζομαι μέσα εἰς τό φῶς σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὡραιότερος ἀπό ὅλους τούς ὡραίους, πλουσιώτερος ἀπό ὅλους τούς πλουσίους, δυνατότερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς καί ἰσχυρότερος ἀπό ὅλους τούς Αὐτοκράτορες».

 

Τό συγκλονιστικό ὄντως αὐτό κείμενο, στό πρωτότυπο ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

«Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπο ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου, καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι, πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατῶν ἁπάντων, ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων»[15].

 

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος (11ος αἰ.), ἦταν ἐποχή ξηρασίας θεολογικῆς καί πνευματικῆς. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, ἡ Πατερική Γραμματεία καί ἡ μυστική Θεολογία βρισκόταν σέ μία στασιμότητα[16]. Ἡ πλούσια συγγραφική παραγωγή τοῦ Ἁγίου, μέ κείμενα ὑψηλά, μέ περιγραφές τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστικῆς κοινωνίας μέ Αὐτόν, σέ μιά πλημμύρα ἀγάπης καί φωτός[17], συνετέλεσε στήν ἄνθηση τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί τῆς μυστικῆς Θεολογίας. Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Συμεῶνος ὑπῆρξε τολμηρός, ἀλλά καί ἰδιότυπος καί παρεξηγίσιμος, ἄν κανείς δέν διαθέτει κριτήρια θεολογικῆς ἀξιολογήσεως καί πνευματική ἐμπειρία. Γι᾿ αὐτό καί κατηγορήθηκε ὡς «νοσηρός μυστικιστής». Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθηγητής Π. Τρεμπέλας εἶχε γράψει, ὅτι οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶνος χαρακτηρίζονται «ὡς καινοφανεῖς καί παράδοξοι, ἄν μή αἱρετικαί»[18]. Δέν μποροῦσε, ὅμως, ὁ κατά τά ἄλλα λίαν ἀξιόλογος καθηγητής νά εἰσδύσει στό βάθος τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, τόν ὁποῖον ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Συμεών. Δέν εἶχε ἐμβαθύνει στά ζητήματα αὐτά καί αὐτό πιστοποιεῖ τό γεγονός τῶν τριῶν μόνο ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στήν τρίτομη ὀγκώδη Δογματική του. (Ἴσως ἔπταιαν καί οἱ ἐποχές, ὅπως σημείωνε ὁ καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός).

 

Μιά προσωπική ἰδιοτυπία τοῦ ὁσίου Συμεῶνος εἶναι «ἡ αἰσθητοποίηση σέ ἐξωτερικά λεκτικά σχήματα τῶν ἐρωτικῶν ἀλλοιώσεων τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν οἱ ἐπιδημίες καί οἱ ἀποδημίες τοῦ ἀγαπημένου του Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[19]. Καί ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, στούς Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων, ὁ Συμεών κενώνει τούς θησαυρούς τῆς ὄντως μυστικῆς ζωῆς του καί Θεολογίας[20].

 

Γ) Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ ἐπονομαζομένου Νέου Θεολόγου[21] (Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία), εἶναι ὠκεανός ἀπύθμενος καί δέν μπορεῖ μέσα στά στενά χωροχρονικά ὅρια ἐνός κειμένου νά παρατεθεῖ, οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς. Κατ᾿ ἐπιλογή θά παρουσιασθοῦν κάποιες θέσεις ἀπό τήν Εὐχαριστιολογία τοῦ Ἁγίου, δηλαδή ἀπό τήν Θεολογία, πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ, ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία (Εὐχαριστία) εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς πίστεως μας, τό «Μυστήριον τῆς Συνάξεως», ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Γιά τόν ἅγιο Συμεῶνα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», συνιστᾶ τήν κορύφωση τῆς θεοειδοῦς ἐμπειρίας, πού μᾶς παρέχει τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο ἐν γένει[22]. Ἀφετηρία τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ βιωμένη ἐμπειρία καί ἐκπεφρασμένη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας συνιστοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταθέτει ρωμαλέα, μέ τό γνωστό του ποιητικό τρόπο τά ἑξῆς:

 

«Ὅπου γάρ ἄρτος σαρκός καί τοῦ αἵματος, Λόγε, ἐκεῖ ὑπάρχεις σύ αὐτός, ὁ Θεός μου καί Λόγος, καί ταῦτα σῶμα γίνεται σόν ἀληθῶς καί αἷμα, ἐπελεύσει τοῦ Πνεύματος καί δυνάμει Ὑψίστου»[23].

 

Εἶναι, πιστεύουμε, γνωστή στούς Ὀρθοδόξους, πού μετέχουν τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς, ἡ θαυμάσια ἐκείνη ποιητική Εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, πού βρίσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» κ.λπ. Στήν ἀνωτέρω Εὐχή, ὁ Ἅγιος, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τα ἀποτελέσματα τῆς θείας Κοινωνίας στόν πιστό, πού μετέχει τῶν Ἁγιασμάτων «μετά καθαροῦ συνειδότος»[24], μέ προετοιμασία καί κάθαρση ψυχοσωματική. Ἡ θ. Μετάληψη ἐνεργεῖ ἀνάλογα με τίς προϋποθέσεις τοῦ προσερχομένου, κατά τά γνωστά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἅγιος:

 

«Καί καθαίρεις, καί λαμπρύνεις, καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς Θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως, καί, τό ξενον καί Ἀγγέλοις καί ἀνθρώπων διανοίαις, ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις, ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».

 

Προηγεῖται, βεβαίως, ἡ βαθυτάτη μετάνοια, τήν ὁποία πάλι ἐκφράζει ὁ ἅγιος Συμεών, γράφοντας, ὅτι ὑπερέβη τήν Πόρνη τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως, πού ἀκοῦμε κατά τήν Μ. Ἑβδομάδα. «Ὑπέρ τήν Πόρνην ἀγαθέ ἀνομήσας», διαβάζουμε στό Κοντάκιο τῆς Μ. Τετάρτης. «Ἥμαρτον ὑπέρ τήν Πόρνην», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών στήν Εὐχή του γιά τή θεία Μετάληψη. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Πλῦνον με τοῖς δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με Λόγε, ἄφες καί τά πταίσματά μου, καί συγγνώμην πάρασχέ μοι».

 

Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅτι καί σέ ἄλλους πολλούς Πατέρες ἀπαντῶνται ἀνάλογες διατυπώσεις, περί τοῦ κορυφαίου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ στόν ὑπό προϋποθέσεις μεταλαμβάνοντα, περί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων κ.λπ. Στόν ἅγιο Συμεῶνα, ὅμως, ὑπάρχει μία πρωτοτυπία. Ὁ Συμεών ταυτίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Εὐχαριστία. Κατ᾿ αὐτόν, τά «ἄρρητα ρήματα»[25], πού εἶδε ὁ θεορήμων Παῦλος καί τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»ταυτίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ Ὅσιος: «Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῤηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν»[26]. Κατά τόν ἅγιο Συμεῶνα, λοιπόν, τόν Νέο Θεολόγο, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Εὐχαριστία ταυτίζονται.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ

 

 ἅγιος Συμεών, ἀνεδείχθη πηγή Θεολογίας, ἀφοῦ βίωσε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς», τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκορέστως μάλιστα, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς. Ἰδού πῶς ὁ ἴδιος ἐξυμνεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού ἀποτελεῖ πρόγευση τῶν θείων, Ἐχατολογικῶν ἀγαθῶν:

 

«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ σέ ἠγάπησε διότι δέν θέλει ἐπιθυμήσει ποτέ νά ἀγαπήσῃ ἐμπαθῶς κανένα κάλλος ἀνθρώπινον. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπεριπλέχθη ἀπό ἐσένα μέ θεῖον ἔρωτα, ὅτι θέλει ἀρνηθῇ ὅλον τόν Κόσμον, καί πλησιάζοντας εἰς κάθε ἄνθρωπον δέν θέλει μολυνθῇ. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφίλησε τά ἰδικά σου κάλλη, καί τά ἀπόλαυσε μέ πολύν πόθον, ὅτι θέλει ἀγιασθῇ κατά τήν ψυχήν, ἀπό τό ἄχραντον αἷμα, καί ὕδωρ πού στάζει ἀπό ἐσέ»[27].

 

Ζῶντας ὁ Συμεών τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» του[28], πίστευε, ἀληθῶς καί ὀρθοδόξως, καί κήρυττε στεντορίως, ὅτι αὐτή ἡ ἄρρητη ἐμπειρία τοῦ θείου κάλλους εἶναι διαχρονική, ἀφοῦ ὁ μετεχόμενος Θεός εἶναι πάντοτε ὁ Αὐτός. Ἔτσι, στοιχούμενος στήν Πατερική Παράδοση, γνώριζε ὅτι ἡ ἀρετή δέν ἔχει τέλος, καί ἡ Ἁγιότητα δέν μπορεῖ νά περικλεισθεῖ σέ χρονικά ὅρια. Μάλιστα, ἐπέμενε στό ἐφικτόν τῆς ἁγιότητος σέ κάθε ἐποχή. Ἀποκαλοῦσε δέ, αἱρετικούς ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος στά χρόνια αὐτά (11ος αἰ.), νά τηρήσει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους. «Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»[29].

 

 ἅγιος Συμεών, ὑποστηρίζει, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ πνευματική ζωή καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀποστολικά λόγια, «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»[30]εἶναι προδήλως διαχρονικά. Τήν ἀνωτέρω πραγματικότητα ἀμφισβητοῦσαν τότε κάποιοι, ἀλλά και σήμερα ἀρκετοί την ἀμφισβητοῦν, θεωρῶντας, ὅτι δέν μπορεῖ στά χρόνια μας νά ἐπιτύχει κάποιος πνευματική ἄνωση καί νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπερίας/θεωρίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἐφικτή ἡ Ἁγιότητα, σέ κάθε ἐποχή. Γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών θά ἀπευθύνει ἔκκληση μέσῳ τῶν Ὕμνων του σέ ὅσους φρονοῦν καί κηρύσσουν τό ἀντίθετο, μέ αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια: «Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|…Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»[31].

 

πως ὀρθά ἔχει τονισθεῖ, ὁ Θεοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «σφράγισε τήν ἐποχή του –καί ὄχι μόνο– σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Στό θεολογικό καί τό ἐκκλησιαστικό, στό μοναχικό, ὡς πυξίδα ἐπαναπροσανατολισμοῦ στήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ποιητής, βαπτίζοντας τήν (ποιητική) τέχνη στό ὑπαρξιακό βάθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας, μά καί ἀνάγοντάς την ταυτόχρονα, στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό»[32].

 

πῆρξε ὄντως Μέγας!

 

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἀναφορά, παραδίδοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο, παρουσιάζοντας ἕνα ποίημα, πού ἐκφράζει τόν βαθύτατο θεῖο ἔρωτα καί πόθο του πρός τόν Τριαδικό Θεό.

 

          «Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,

           πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζον,

           πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις,

           πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;

 

           Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους,

           πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ,

           πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ἄδου,

           πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;

 

           Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἔλκεις,

           πῶς τήν νύκτα περδράσσῃ

           πῶς καρδίαν περιλάμπεις,

           πῶς μέ ὅλον μεταβάλλεις;

 

           Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,

           πῶς Υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;

           πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;

           πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

 

           Πῶς ἀνέχῃ; πῶς βαστάζεις;

           πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;

 

           Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,

           βλέπεις πάντων τά πρακτέα;

           πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,

           καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;

 

           Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,

           μή καλύψῃ τούτοις θλίψις»[33].

 

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022


 [1]Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μετάφρ. ἐπισκ. Ἀθ. Γιέφτιτς, Ἀθῆναι 1970 (2), σελ. 99.

[2]Ὕμνος 28, Περί νοητῆς ἀποκάλυψης τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θείου φωτός, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ΕΠΕ 19 ΣΤ΄, Μετάφρ.

[3]Θ. Ἀμπαντζίδη, Τό ἐνυπόστατον φῶς, Σπουδή στίς προϋποθέσεις τῆς θέωσης κατά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2019, σελ. 37.

[4]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή και θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22.

[5]Θεολογικός Τρίτος, SC 122, 150-155, βλ. ὅ.π. Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 178.

[6]ΘΗΕ, 11, Συμεών Νέος Θεολόγος, σελ. 543.

[7]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 93.

[8]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 196, 19-30.

[9]Ἰω. 14, 18-23.

[10]Κατηχήσεις, SC 104, 159-180.

[11]Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106.

[12]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 2, 12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σελ. 404.

[13]Κατήχησις 34, SC 113, 274.

[14]Κατήχησις 21, SC 104, 362.

[15]Βλ. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Ἐπιστολαί, ΙΣΤ΄.

[16]Β. Τσίγκου, Δογματικά καί Θεολογικά μελετήματα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 133.

[17]Βλ. Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 224.

[18]Βλ. Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατική θεολογία, τεῦχος Α΄σελ. 96.

[19]Β. Τσίγκου, ὅ.π. σελ. 148.

[20]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή καί θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἔλεγε, ἐπίσης, προφορικά (ὅπως τό ἐξέφρασε καί στόν γράφοντα), ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὑπῆρξε ποιητής καί οἱ ποιητές μορφοποιοῦν. Ἑπομένως, ὀφείλεται καί σέ τοῦτο τό στοιχεῖο ἡ αἰσθητοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν θείων ἀλλοιώσεων τῆς ἁγίας του ψυχῆς, μετά ἀπό τίς θεῖες φωτοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.

[21]Τό δοθέν προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» στόν ἅγιο Συμεών συνάντησε δύο ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ἐπικρατοῦσα, τό προσωνύμιο «Θεολόγος» ἀντιπροσώπευε τή θεολογία στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική της ἔννοια ὡς θεοπτία, καί τό ἐπίθετο «Νέος» δηλώνει τόν ἀνακαινιστή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία εἶχε, ἐν πολλοῖς, θεσμοποιηθεῖ καί ἀπονευρωθεῖ. (Βλ. Τό Ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 88). Σύμφωνα μέ τή δεύτερη ἄποψη, τό προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» ἀπέδωσαν εἰρωνικά καί χλευαστικά στόν Ἅγιο, ἀπό ἀντιπάλους του, ἐξαιτίας τῆς ἀνεγεννητικῆς του προσπάθειας. (Ὅ.π. σελ. 87)

[22]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 335.

[23]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 156, 55-59.

[24]Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 25, 38.

[25]Β΄Κορ. 1-4.

[26]Βλ. πρωτοπρ. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σσ. 163-164.

[27]Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 53ος, Μέρος πρῶτον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 272

[28]Μρκ 12, 30.

[29]Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Λόγος ΧΧΙΧ, SC 113, 137-140.

[30]Α΄Πέτρ. 1, 16.

[31]Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).

[32]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σσ. 106-107.

[33]Τετράστιχα, τόν πρός Θεόν αὐτοῦ δεινύοντα ἔρωτα, Συμεών Ν. Θελόγου Λόγοι Μέρος Β΄, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 12.