τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου
Αὐτόν τόν θεοτερπή ὕμνο θά ἀκούσουμε τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, ὁ ὁποῖος θά μᾶς καλεῖ σέ ἀνάβαση πνευματική, προκειμένου νά δοῦμε «κατ᾿ αἴσθησιν ψυχῆς» τή θεϊκή συγκατάβαση τοῦ Κενωθέντος καί ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Παρόμοια, γιά ἔπαρση τοῦ νοῦ πάνω ἀπό τό βιοτικό ἐπίπεδο καί θέαση πνευματική τῶν θείων ὑπερφυῶν γεγονότων, μᾶς προτρέπουν καί ἄλλα προεόρτια τροπάρια, ὅπως λ.χ. τά ἰδιόμελα, πού ψάλλονται στόν Ἐσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου., στίς 20 Δεκεμβρίου: «Προεορτάσωμεν λαοί, Χριστοῦ τὰ Γενέθλια, καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν, ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καὶ κατίδωμεν τὴν Παρθένον, τοῖς ψυχικοῖς λογισμοῖς, ἐπειγομένην τίκτειν ἐν Σπηλαίῳ, τὸν τῶν ὅλων Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν»…
Ὅπως βλέπουμε, οἱ ὕμνοι κάνουν λόγο γιά προετοιμασία πνευματική, πρός ὑποδοχήν τοῦ Μεγίστου γεγονότος τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτάσουμε ὡς Ἐκκλησία, ὡς λαός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἑορτή αὐτή, τήν ὁποῖα ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὀνομάζει«Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν».
Ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ ἑτοιμασία μας;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατά τό μῆνα Δεκέμβριο, συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά κατέρχονται στίς ἀγορές, ὅπου θά προμηθευτοῦν τά ἀπαραίτητα δῶρα, τρόφιμα, γλυκίσματα κ.ἄ. γιά τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων.
Τά τελευταία χρόνια, βεβαίως, λόγῳ τῆς δεινῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού μαστίζει τή χώρα μας, ἔχει μειωθεῖ ἀρκετά ἡ κατανάλωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, καθότι πολλοί ἐκ τῶν συνανθρώπων μας στεροῦνται πλέον καί τῶν χρεωδῶν, ἔνεκα τῶν δυσβάστακτων φόρων, τῶν μειώσεων τῶν ἐπιδομάτων ἐργασίας κλπ. Ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα ὅμως, ἔστω καί μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά οἱ ἄνθρωποι εἶναι στραμμένοι καί ἐπικεντρωμένοι στήν ὑλική προετοιμασία, προκειμένου νά δεχθοῦν τίς ἐπερχόμενες Ἅγιες ἑορτές τοῦ Δωδεκαημέρου, ὅπως λέγονται. Αὐτό, διότι, οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων, δυστυχῶς, ἄγευστοι ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες, προσδοκοῦν καί περιμένουν νά γιορτάσουν κοινωνικά καί ἐμπορικά Χριστούγεννα, καί ὄχι θεολογικά!
Πόσοι, ἀλήθεια, κατ᾿ αὐτήν τήν περίοδο, ἔχουν στρέψει τό νοῦ καί τήν καρδιά τους πρός τό πνευματικό γεγονός πού θά ἑορτάσουμε σέ λίγες μέρες, τό μοναδικό πού συντελέστηκε στήν κτίση, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», τήν θεία ἐπί γῆς Γέννηση καί Παρουσία τοῦ Θεανθρώπου, τήν λυτρωτική καί κενωτική εἴσδυση τοῦ Προαιωνίου και ἀκτίστου Θεοῦ μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν Ἱστορία «ἐν σαρκί»; Ποιός ἐμβαθύνει μέ τό νοῦ καί ποιός «ἱερῶς σκιρτᾶ» καί «ἐν πνεύματι ἀδολεσχεῖ», γύρω ἀπό τήν ἄπειρη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποῖα ἀγάπη μέσῳ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως Αὐτός ἐφανέρωσε στό ἀποστατημένο πλάσμα Του;
Ἡ φιλόστοργη Μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς παρακινεῖ ἀπό νωρίς νά κατανοήσουμε αὐτήν τήν «ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην», εἰσερχόμενοι στό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων μέ ἄνωση ψυχῆς, σταδιακά, διά πολλῶν τρόπων, θείων μέσων καί εὐκαιριῶν.
Ἄς στρέψουμε, λοιπόν, γιά λίγο, τόν δείκτη τῆς ψυχῆς πρός τόν οὐράνιο πομπό, ὥστε νά λάβουμε μηνύματα πνευματικά, πού ἔχουν σχέση μέ τήν προετοιμασία τῆς ψυχῆς γιά τά πραγματικά Χριστούγεννα.
Κατά πρῶτο λόγο, ἀνοιγόμαστε στήν πνευματική ἐμπειρία καί προετοιμασία, μέ τήν ἀπό τῆς 15ης Νοεμβρίου ἀρχομένη ἁγνιστική νηστεία, ἀλλά καί τήν μετάνοια ὡς ἀπαραίτητη ψυχοσωματική προπαρασκευή, ὅπως καί τήν θεοποιό προσευχή κ.ἄ.
Κυρίως, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ μέσῳ τῆς θείας Λατρείας νά εὐτρεπιστοῦμε γιά τόν «ὡς δεῖ» ἑορτασμό τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς ἀφράστου Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ. Ὑπάρχουν πολλές ἀφορμές, ἀρκετές ἑορτές, μιά θά λέγαμε πορεία μέ πολλούς σταθμούς πνευματικούς, διά τῶν ὁποίων διερχόμαστε και φθάνουμε στα ἅγια Χριστούγεννα.
Δέν θέ προβοῦμε σέ ἀναλύσεις σχετικά μέ τό νόημα τῶν ἑορτῶν, ἀλλά θά ἀναφερθοῦμε μόνο στήν ἱερά Ὑμνολογία μας, τήν ἐμμελή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν καρδιά τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, ὅπου μέσῳ τῆς Βυζαντινῆς μας μουσικῆς παραδόσεως, καλούμαστε νά βιώνουμε καί νά ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας, «Λόγῳ πλέκοντες ἐκ λόγων μελωδίαν». Καί δέν λησμονοῦμε ὅτι, οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὡραία ἔχει διατυπωθεῖ, εἶναι γιά τούς θεοφόρους Πατέρες πάλαισμα θεογνωσίας καί πνευματικός ἁγῶνας. Γράφουν καί μελωδοῦν οἱ Πατέρες, βάπτοντας τόν κάλαμο στά νάματα τῆς πίστεώς τους καί στά δάκρυα τῆς μετανοίας τους.[2]
Αὐτοί οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι, ἀπό πολύ νωρίς, μᾶς εἰσάγουν στό πνεῦμα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς.
Ἀπό τήν ἑορτή ἀκόμη τῶν ἱερῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, ἀκούγονται οἱ γλυκύτατες καί τόσο ἀρεστές σέ πολλούς, «Καταβασίες» τῶν Χριστουγέννων, στόν πανηγυρικό Α΄ ἦχο:«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε, Χριστός ἐπι γῆς, ὑψώθητε». Ἀπό ποῦ εἰσῆλθαν αὐτοί οἱ συγκεκριμένοι ὕμνοι στή θεία Λατρεία; Ἀπό λόγο τοῦ ποιητικότατου καί θεολογικότατου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.[3]
Ἀλλά καί ἄλλοι ὕμνοι ἐπίκαιροι, ἀφυπνίζουν τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ πιστοῦ, στρέφουν τήν διάνοιά του πρός τόν πνευματικό οὐρανό, δημιουργοῦν στήν καρδιά τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς «ἄλλη βιοτῆς» γιά τήν ὁποῖα κάνει λόγο ἡ Ἐκκλησία μας, καί μέ ἕνα λόγο, προετοιμάζουν τήν ψυχή στή μεγάλη συνάντηση μέ τό θειότατον Βρέφος τῆς Βηθλεέμ.
Ἕνας ἀπό αὐτούς, πού ψάλλεται στά Προεόρτια τῶν Χριστουγέννων ὡς Ἀπολυτίκιο, ἀλλά καί πού λέγεται μυστικῶς ἀπό τούς ἱερεῖς σέ κάθε Θ. Λειτουργία (στόν Ὄρθρο), καθώς ἀποκαλύπτουν τήν ἱερά Προσκομιδή, προκειμένου νά ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία τῆς Προθέσεως, λέγει τά ἑξῆς: «Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ. Εὐτρεπίζου Ἐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Παράδεισος καὶ γάρ, ἡ ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τὸ θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχὶ δὲ ὡς ὁ Ἀδὰμ τεθνηξόμεθα. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα».
Καλεῖ ὁ ἀνωτέρω ὕμνος ὅλους σέ ἑτοιμασία, διότι «ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ»! Ἄνοιξε γιά ὅλους ὁ Παράδεισος! Γιά μικρούς καί μεγάλους σέ ἀξία, γιά κληρικούς καί λαϊκούς, γιά νέους καί ἡλικιωμένους, γιά ἐγγραμμάτους καί ἀγραμμάτους, γιά ὅλους ὑπάρχει ἡ εὐκαιρία τῆς μετοχῆς στόν Παράδεισο, διά τῆς βρώσεως τοῦ ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξανθήσαντος «Ξύλου τῆς Ζωῆς», τοῦ νοητοῦ καρποῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστός!
Ὁ γεννάρχης μας Ἀδάμ, διά τῆς «παρηκόου βρώσεως» προώρως καί χωρίς προετοιμασία, ἀπώλεσε τήν ζωή, καί ἐξ αὐτοῦ, ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση κληρονόμησε τόν θάνατο... Ἐμεῖς, ἀντίθετα, ἄν δέν γευθοῦμε τώρα τοῦ πνευματικοῦ καρποῦ, θά ἀποθάνουμε καί θα ἀλλοτριωθοῦμε ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ μετέχοντες σ᾿ αὐτόν, θά ζοῦμε (πνευματικά), «οὐχί δέ ὡς ὁ Ἀδάμ τεθνηξόμεθα». Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μας! Σ᾿ αὐτήν τή λογική εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας, καί μέ φόντο αὐτή τήν πραγματικότητα ἀντιλαμβανόμαστε καί ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα, κατανοῶντας τήν προοπτική τοῦ κάθε ἀνθρώπου νά μετάσχει τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει στήν κατά χάριν θέωση.
Αὐτό, πέραν τῆς Ὑμνολογίας, διατυπώνεται ἀπό την Πατερική μας ἐμπειρία, καί ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τή γνωστή περιεκτική ρήση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».[4] Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά καταστεῖ θεός χαρισματικά. Αὐτό συμπικνώνει τό σκοπό τῆς δημιουργίας. Ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ ἐμφανιζόμενος προτυπωτικά στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμφανίζεται «ἐν σαρκί», στόν κατάλληλο καιρό, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατά τό γνωστό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν.
Θά πρέπει δέ, ἐν προκειμένῳ νά γνωρίζουμε, ὅτι αὐτό τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» συνδέεται α) μέ τήν ἐξάπλωση καὶ τὴν παγκόσμια κυριαρχία τῆς ρωμαΐκῆς αὐτοκρατορίας, β) μέ τήν καθολική ἐπικράτηση τῆς «κοινῆς» ἑλληνιστικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ὄντως τὴν περίοδο ἐκείνη πρυτάνευε σὲ ὅλο σχεδόν τόν γνωστό τότε κόσμο ὡς μία οἰκουμενική γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς Φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς ἐμπορικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν[5], καί γ) μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐκείνης ἡ ὁποία ἔγινε «ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ὁ θρόνος τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως», ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. [6]
Ὁ Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κάνει κοινωνό τῆς θεότητός του (ἐκεῖ βεβαίωςὑποστατικά) καί δίνει σέ ὅλους μας αὐτή τή δυνατότητα τῆς θεώσεως. Τοῦτο, βεβαίως, συντελεῖται μέσῳ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται καί συγκροτεῖται Ἁγιοπνευματικά στόν κόσμο ὡς σῶμα Χριστοῦ κατά τήν Πεντηκοστή, καί στή συνέχεια ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἔχουμε τήν προσωπική μας Πεντηκοστή διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματος πού δίδεται μετά τό Βάπτισμα.
Αὐτά θά πρέπει πρωτίστως νά σκεφτόμαστε, προκειμένου νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε πνευματικά καί ὄχι κοσμικά Χριστούγεννα, καθώς μᾶς συμβουλεύει ὁ ὑψίνους Θεολόγος, Γρηγόριος. Νά ἑορτάζουμε, λέγει, ὄχι μέ δημόσιες πανηγύρεις, ἀλλά μέ τρόπο θεϊκό. Ὄχι κοσμικά, ἀλλά ὑπερκόσμια! Ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τοῦ δικοῦ μας, δηλ. τά τοῦ Θεοῦ. Ὄχι τά σχετικά μέ τήν ἀσθένεια, ἀλλά τά σχετικά μέ τήν θεραπεία. Ὄχι τά τῆς δημιουργίας, ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας. «Τοιγαροῦν, ἑορτάζωμεν, μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς∙ μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως∙ μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπότου∙ μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας∙ μέ τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».[7]
Κυρίως ὅμως, ἡ πνευματική προετοιμασία μας θά πρέπει νά ἑστιάζεται στό πῶς θά καταστήσουμε τήν ψυχή μας ἕτοιμη πρός ὑποδοχήν ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος, «ἀεί γεννᾶσθε θέλων», κατά την ὡραία διατύπωση τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἐπιθυμεῖ ὄντως ὁ ἐκ Παρθένου «ἅπαξ» τεχθείς Βασιλεύς, Ἰησοῦς Χριστός, νά γενᾶται πάντοτε ἑντός τῆς ὑπάρξεώς μας! Αὐτό κυρίως λαμβάνει χώρα διά τοῦ Μεγίστου Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου Τόν κοινωνοῦμε, τόν γευόμαστε σωματικῶς, τόν φιλοξενοῦμε στήν καρδιά μας καί γίνεται γιά μᾶς «ζωή αἰώνιος», ἀφοῦ αὐτή ἡ θεία Κοινωνία εἶναι κατά τόν Θεοφόρο Ἰγνάτιο, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν ἀλλά ζεῖν»…
Στό βιβλίο «Διδαχαί καί λόγοι», ἔργο τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκος ἐπισκόπου Ἡλία Μηνιάτη, ὑπάρχει μία θεολογικότατη καί πνευματική ἀνάλυση, γύρω ἀπό τό θέμα τῆς προετοιμασίας μας γιά τά Χριστούγεννα, διά τῆς μετοχῆς στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐξηγεῖ ὁ Μηνιάτης ὅτι Ἰουδαία μεθερμηνεύεται ἐξομολόγηση καί Βηθλεέμ σημαίνει οἶκος τοῦ ἄρτου.
Κατ᾿ ἀλληγορίαν, λοιπόν, ὅποιος θέλει νά πλησιάσει τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων (ἀλλά και πάντοτε) τό ἅγιο Θυσιαστήριο, ὅπου βρίσκεται ὁ οἶκος τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, τό πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει πρῶτα νά περάσει ἀπό τήν Ἰουδαία, δηλαδή νά πραγματοποιήσει τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν του στόν πνευματικό πατέρα, κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο διότι, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Μηνιάτης, «αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁποῦ διέταξε τήν νηστείαν ταύτην τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, διά νά προετοιμασθῶμεν εἰς ἐξομολόγησιν καί μετάληψιν».[8]
Στή συνέχεια, ὁ ἐμπνευσμένος Κεφαλονίτης ρήτορας, Ἡλίας Μηνιάτης, χρησιμοποιεῖ ἀλληγορικά τό γεγονός τῆς προσκυνήσεως τοῦ τεχθέντος Κυρίου ὑπό ταῶν τριῶν Μάγων και μᾶς συμβουλεύει να φθάσουμε και ἐμεῖς στήν πνευματική Βηθλεέμ, την Ἐκκλησία, καί νά προσφέρουμε τά δῶρα τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν Βασιλέα τοῦ παντός, τόν γενόμενο γιά μᾶς ἄνθρωπο.
Νά τοῦ προσφέρουμε, λέγει, καί ἐμεῖς, ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή καρδιά μας, ἀπαλλαγμένη ἀπό κακές ἐπιθυμίες. Ἀντί λιβάνου, νά προφέρουμε τόν καθαρό νοῦ μας, ὁ ὁποῖος σάν τό θυμίαμα νά σκορπίζει τήν εὐωδία τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Καί ἀντί σμύρνας πού προσέφεραν οἱ εὐλογημένοι Μάγοι στόν Κύριο συμβολικῶς, νά προσφέρουμε τή νέκρωση τῶν παθῶν. Ἀλλά ἔχει καί δεύτερη ἑρμηνεία τῶν προσφερομένων δώρων ὁ Μηνιάτης: «Ἤ καί ἀλλέως, ἄς προσφέομεν τρία δῶρα∙ χρυσάφι, ἤγουν ἐλεημοσύνην∙ λιβάνι, προσευχήν καί σμύρναν, δάκρυα πικρά μετανοίας∙ αὗται αἱ προετοιμασίαι τῆς ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἀξίας μεταλήψεως».[9]
Στή συνέχεια μᾶς λέγει ὁ Μηνιάτης, θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε στήν οἰκία μας, «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ», ὅπως οἱ εὐλογημένοι ἐκείνοι Μάγοι, οἱ ὁποίοι προκειμένου νά ἀποφύγουν τόν θεομάχο Ἡρώδη, «χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ», ὅπως μᾶς λέγει ἡ Γραφή, «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν».[10] Καί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀξιωθοῦμε να προσκυνήσουμε ὑπαρξιακῶς καί νά γευθοῦμε ὀντολογικῶς τόν Βασιλέα Χριστόν ἐντός μας διά τῆς Θ. Κοινωνίας, θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ», τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας καί τῆς ἀρετῆς, βαδίζοντες σταθερῶς, ὥστε μήν μπορεῖ νά μᾶς ὑποσκελίσει ὁ νοητός Ἡρώδης, ὁ διάβολος.
Ἐάν ἔτσι σκεπτόμαστε, τότε θά εἶναι γιά μᾶς τά Χριστούγεννα ἡ εὐκαιρία κατά τήν ὁποία θά ἀξιωθοῦμε νά προσφερουμε, κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ, «ὀρθοδόξου πλουτισμόν Θεολογίας, τῷ Θεῷ καί Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν».[11]
Αὐτή εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη προετοιμασία μας γιά τά Χριστούγεννα! Ὅλα τά ὑπόλοιπα, ἀγορές, ἐπισκέψεις, δῶρα κλπ. πού ὡς ἄνθρωποι θα πραγματοποιήσουε αὐτές τίς ἡμέρες, δέν εἶναι βεβαίως μεμπτά καί ἄσχημα, ἀλλά εἶναι πολύ φτωχά γιά νά γεμίσουν τήν ὕπαρξή μας, ἡ ὁποία πληροῦται μόνο ἀπό τήν ἀποκτούμενη πνευματική ἐμπειρία, κατά τήν ταπεινή προσέγγιση τοῦ γεγονότος τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως…
[2] Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, «Φωτί προσλάβωμεν Φῶς», στόν συλλογικό τόμο«Μεταμόρφωση», ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 52.
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς Θεοφάνεια 1, MPG 36, 312 A: «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ∙ καί, ἵνα ἀμφότερα συνελών εἴπω, εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ».
[5] Βλ. πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Πρέπει νά μεταφραστοῦν τά λειτουργικά κείμενα;», ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 53.