ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 38 - 42 & ΙΑ´ 27 - 28
38 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς.
27
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Απόδοση
38 Ἐνῷ δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἰησοῦν ἐπήγαιναν ἔχοντες κατεύθυνσιν τὴν Ἱερουσαλήμ, συνέβη νὰ ἔμβῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς κάποιο χωρίον· καὶ μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑπεδέχθη εἰς τὸ σπίτι της. 39 Καὶ εἶχεν αὐτὴ ἀδελφήν, ποὺ ἐλέγετο Μαρία, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ὑπεδέχθη τὸν Ἰησοῦν ὡς ἡ Μάρθα, ἀλλὰ καὶ ἐκάθησε κοντὰ εἰς τοὺς πόδας του ὡς ταπεινὴ μαθήτρια καὶ ἤκουε μὲ προσοχὴν ἀπερίσπαστον τὴν διδασκαλίαν του. 40 Ἡ δὲ Μάρθα ἦταν ἀπασχολημένη καὶ πνιγμένη εἰς πολλὴν ἐργασίαν, φροντίζουσα νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ φαγητὸν καὶ νὰ περιποιηθῇ τὸν Διδάσκαλον. Ἀφοῦ δὲ ἐστάθη πλησίον τοῦ Χριστοῦ, εἶπε· Κύριε, δὲν σὲ μέλει, ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἀφῆκε μοναχὴν νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ἑτοιμάζω τὸ τραπέζι; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ. 41 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Μάρθα, Μάρθα, ἀσχολεῖται ἡ διάνοιά σου ἀπὸ ἀνησύχους φροντίδας καὶ κουράζεται τὸ σῶμα σου διὰ νὰ προετοιμάσῃς πολλά. 42 Ἕνα δὲ εἶναι χρήσιμον καὶ ἀναγκαῖον, ἡ ἀκρόασις τῆς διδασκαλίας μου, ποὺ εἶναι τροφὴ πνευματική, ἀναγκαία διὰ τὴν ψυχήν. Ἡ Μαρία δὲ ἐξέλεξε τὴν καλὴν καὶ ὠφέλιμον μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ ποτέ. Διότι αἱ ὠφέλειαι τῆς μερίδος αὐτῆς τοῦ πνευματικοῦ φαγητοῦ δὲν εἶναι προσωριναὶ καὶ φθαρταί, ἄλλα πνευματικαὶ καὶ αἰώνιοι.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 1 -
7
1 Εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν. 2
σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. 3 μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα
σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, 4 χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, 5 ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα
τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. 6 Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, 7 εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων,
Απόδοση
1 Ας βγάλωμεν λοιπὸν τώρα τὸ συμπέρασμα αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν διὰ τὴν ἱερωσύνην τῆς Π. Διαθήκης, καὶ ἂς διασαφήσωμεν αὐτὰ περισσότερον. Εἶχε μὲν καὶ ἡ πρώτη διαθήκη νόμους καὶ διατάξεις λατρείας καὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐπίγειον. 2 Διότι κατεσκευάσθη τὸ πρῶτον διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ οἰ ἄρτοι, ποὺ τοὺς ἔθεταν ἐπάνω εἰς αὐτὴν ὡς προσφορὰν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τὸ πρῶτον αὐτὸ διαμέρισμα τῆς σκηνῆς λέγεται Ἅγια. 3 Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὸ δεύτερον καταπέτασμα ἦτο τὸ μέρος τῆς σκηνῆς, ποὺ ἐλέγετο Ἅγια Ἁγίων. 4 Τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶχαν χρυσὸν θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης, ποὺ ἦτο τριγύρω καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καλυμμένη μὲ χρυσόν. Καὶ μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν αὐτὴν ἦτο μία στάμνα χρυσῆ, ποὺ περιεῖχεν ἀπὸ τὸ περίφημον καὶ γνωστὸν μάννα, καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, ποὺ διὰ θαύματος ἔβγαλε βλαστόν, καὶ αἱ θεοχάρακτοι πλάκες τῆς Διαθήκης. 5 Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ὑπῆρχον δύο χρυσᾶ Χερουβὶμ ἔνδοξα, διότι μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν Χερουβὶμ ἐνεφανίζετο καὶ ἐλάλει ὁ Θεός. Αὐτὰ μὲ τὰ πτερά των ἐσκέπαζαν καὶ κατεσκίαζαν τὸ χρυσὸν κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ, ποὺ ἐκαλεῖτο ἱλαστήριον. Ἀλλὰ δι’ αὐτὰ δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ ὁμιλήσωμεν μὲ λεπτομέρειαν. 6 Ἐνῷ δὲ αὐτὰ εἶχαν κατασκευασθῆ ἔτσι, εἰς μὲν τὸ πρῶτον διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, ἤτοι εἰς τὰ Ἅγια, ἔμβαιναν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καὶ ἐτέλουν τὰς ἱεροτελεστίας. 7 Εἰς τὸ δεύτερον διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων δηλαδή, ἔμβαινε μίαν φορὰν τὸ ἔτος, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐξιλασμοῦ, μόνος ὁ ἀρχιερεύς, καὶ αὐτὸς δὲν ἔμβαινε χωρὶς αἷμα, τὸ ὁποῖον ἐπρόσφερεν ὡς θυσίαν ἐξιλαστήριον διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας, ποὺ ἐξ ἀγνοίας εἶχε κάμει ὁ λαός.
Η ευσεβής Άννα σύζυγος του Ιωακείμ, πέρασε τη ζωή της χωρίς να μπορέσει να τεκνοποιήσει, καθώς ήταν στείρα. Μαζί με τον Ιωακείμ προσευχόταν θερμά στον Θεό να την αξιώσει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι θα αφιέρωνε το τέκνο της σε Αυτόν. Πράγματι, ο Πανάγαθος Θεός όχι μόνο της χάρισε ένα παιδί, αλλά την αξίωσε να φέρει στον κόσμο τη γυναίκα που θα γεννούσε το Μεσσία, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.
Όταν η Παναγία έγινε τριών χρόνων, σύμφωνα με την παράδοση, η Άννα και ο Ιωακείμ, κρατώντας την υπόσχεσή τους, την οδήγησαν στο Ναό και την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία. Ο αρχιερέας παρέλαβε την Παρθένο Μαρία και την οδήγησε στα Άγια των Αγίων, όπου δεν έμπαινε κανείς εκτός από τον ίδιο, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του Θεού το μελλοντικό ρόλο της Αγίας κόρης στην ενανθρώπιση του Κυρίου.
Στα ενδότερα του Ναού η Παρθένος Μαρία έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο αρχάγγελος Γαβριήλ προμήθευε την Παναγία με τροφή ουράνια. Εξήλθε από τα Άγια των Αγίων, όταν έφθασε η ώρα του Θείου Ευαγγελισμού.