Εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ; Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου
«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἄλας τῆς γῆς»
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Δεσπότης Χριστὸς καθιστᾶ φανερὸ ὅτι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν ὡς τέκνα ἀγάπης, ἔχοντας βαπτιστεῖ στὸ ὅνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν γιὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τὸ καλό παράδειγμα. Οἱ μαθητὲς τοῦ Φωτός εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τὸ Φῶς ποὺ προσφέρει χαρά, ἀσφάλεια καὶ πρόοδο. Εἶναι, ἐπίσης, τὸ ἀλάτι ποὺ διατηρεῖ τὰ χρηστὰ καὶ χριστιανικὰ ἤθη σὲ μὶα κοινωνία πτώσης, ἐνῶ παράλληλα προσφέρει οὐσία καὶ νόημα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὺς μεταμορφώνει πρὸς τὸ καλύτερο.
Ποιοι, ὅμως, εἶναι μαθητὲς Ἐκείνου;
Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ Ἴδιος: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστὲ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
Ξεκάθαρος ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀγάπης∙ ἡ μεταξὺ μας ἀγάπη καὶ κοινωνία μᾶς καθιστᾶ μαθητές Του. Ἐπομένως, ὅσοι δὲν ἐκφράζουν ἀγάπη τὶ εἶναι; Σίγουρα ὄχι μαθητὲς Ἐκείνου καὶ, ἐπομένως, ὄχι φῶς. Καὶ ἄν δὲν εἶναι φῶς, κατὰ συνέπεια δὲν μεταδίδουν στὸν κόσμο τὴ χαρά, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, τὸν τρόμο καὶ, τελικά, τὴν ἀπώλεια. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μεταδίδουν Χριστό, ἀλλὰ ἀντί-Χριστό.
Εἶναι ἀρκετὲς οἱ φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ φαινόμενα καταιγιστικά, ὅπως αὐτὸ τῆς διαρκῶς μεταλλασσόμενης μεταδοτικῆς ἀρρώστιας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα τὰ τελευταῖα δύο χρόνια, μᾶς θυμίζουν τοὺς ἔσχατους καιρούς. Τότε ἑμεῖς, μὲ τὴν «πεποίθηση» τῆς ἰσχυρῆς μας πίστης καὶ τῆς βαθιᾶς μας γνώσης, σὰν ἄλλοι προφῆτες, βγαίνουμε νὰ προειδοποιήσουμε τὸν κόσμο, τρομοκρατοῦμε, σπείρουμε τὸν πανικό, διχάζουμε. Μήπως, ἀδελφοί, μετατρεπόμαστε σὲ φορεῖς φόβου, ἀγωνίας κι ἀπελπισίας, κι ὄχι παρηγοριᾶς, στήριξης καὶ ἀλληλοσυμπαράστασης; Μήπως, αντί γιὰ φῶς, σκορπᾶμε τὸ σκοτάδι; Ἄν ναι, τότε ἡ πεποίθηση περὶ πίστεως, εἶναι μάλλον ψευδαίσθηση.
Στὸ σημεῖο αὐτό, τονίζω ὅτι δὲν εἴμαστε σύμφωνοι μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καταπάτησης τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τῆς ἐλευθερίας, εἴτε πρόκειται γιὰ ἡλεκτρονικὸ ἔλεγχο προσωπικῶν δεδομένων, εἴτε γιὰ ἀκούσιο, ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό. Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀποσύρουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ διδάσκουμε περὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊό γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι αὐτὲς κυβερνοῦν τὸν κόσμο. Ὅπως ἐπίσης, δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὰ ἔσχατα. Θυμίζουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς -τὸ προσδοκώμενο γιὰ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς γεγονός-ἐτοιμαζόμαστε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως, ἐμπλουτίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου κι ὅ,τι συνδέεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτήν.
Θὰ ἔλεγα ὅτι ἤδη πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια μὲ διάφορες νέες τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις ποὺ εἰσάγονταν στὴν καθημερινή μας ζωή, πολὺς κόσμος φώναζε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος. Σκέφτομαι, ὅμως, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔγραψε περὶ αὐτοῦ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη». Ὁ δὲ Πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἔγραψε «πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν». Καὶ ὅμως, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ, ἀκόμη δὲν ἔχει ἔρθει. Ἐκείνοι, ὅμως, δὲν τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς πιστούς, οὔτε νὰ μαζέψουν ὀπαδοὺς παριστάνοντας τοὺς σωτῆρες (ἀλίμονο ἄν κάποιος πιστέψει ὅτι πέραν τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας). Βλέποντας τὴν κατάπτωση τῆς κοινωνίας, οἱ Ἀπόστολοι τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ παροτρύνουν τοὺς πιστοὺς σὲ «σωφρoσύνη, σὲ νήψη μέσω τῆς προσευχῆς καὶ προπάντων σὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία καλύψει πλῆθος ἀμαρτιῶν» (Α΄ Πε 4,7-8).
Οἱ συνωμοσιολογίες ἔχουν κουράσει τοὺς πάντες. Ἐὰν συνεχίσουν, θὰ ὲπαναλάβουν τὸν μύθο μὲ τὸν βοσκό, τὸν λύκο καὶ τὰ πρόβατα. Στὸ τέλος, θὰ ἔρθει τὸ κακό καὶ κανείς δὲν θα δίνει σημασία. Ὁ κόσμος -ὅταν θὰ πρέπει- θὰ εἶναι ἀποστασιοποιημένος καὶ ἀπροστάτευτος.
Βεβαίως, καλὸ εἶναι νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς κάθε ἐποχῆς. Κυρίως, ὅμως, πρέπει νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες καὶ τὶς κακὲς πράξεις, διότι καὶ ἄν ἀκόμη δὲν ζήσουμε τὰ ἔσχατα, ἀναμφισβήτητα θὰ βιώσουμε τὸν προσωπικὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ καὶ ἔρχεται ἀπροσδόκητα. Τότε, ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου, τὸν Παράδεισο θὰ μᾶς ἐξασφαλίσουν μόνο οἱ κατὰ Θεὸν πράξεις καὶ ἡ εἰλικρινὴς πίστη μας. Εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ τὸ προσωπικό μας κριτήριο;
Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ κρίνω, οὔτε νὰ ἀπαξιώσω κανέναν. Γράφω μὲ λύπη, διότι αἰσθάνομαι ὅτι… ξεφύγαμε. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ λίγοι ποὺ παρέμειναν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, ἔρχονται γιὰ νὰ λάβουν παρηγοριὰ στὶς θλίψεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα. Ἔρχονται γιὰ νὰ γεμίσουν Φῶς, Χαρὰ καὶ Ἐλπίδα. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους ἀπογοητευμένοι, φοβισμένοι ἤ ὀργισμένοι, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι συνώνυμα μὲ τὸ σκοτάδι.
Εὐαγγελίζουμε τὸν κόσμο; Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμό καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας ἤ μόνο ξέρουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ στιγματίζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων; Κατηγοροῦμε τὸν αἱρετικὸ πάπα καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, μὰ ἄν κοιτάξουμε μὲ νηφαλιότητα γύρω μας, θὰ δοῦμε ὅτι μάλλον ἀπὸ τὸν μικρότερο ἴσως καὶ ὡς τὸν μεγαλύτερο, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ -μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐγὼ- μάλλον «διεκδικοῦμε» τὸ ἀλάθητο. Πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε μία προνομιοῦχο θέση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ «παπίζουμε» στὴν ἀκοινώνητη μοναξιά μας, ἀνεξἐλεγκτοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχή, τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ, γενικότερα, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.
«Ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Καὶ μετὰ νομίζουμε ὅτι ὑπηρετοῦμε Χριστό…
Μὲ λύπη γράφω. Μὲ λύπη, ἀλλὰ χάρην τοῦ καθήκοντος ποὺ περιέχει τὸ ὕψιστο Ἀρχιερατικὸ Ἀξίωμα. Μπροστὰ στὴν τήρηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομιμότητας δὲν χωροῦν συμβιβασμοί μὲ τὸν οἱονδήποτε ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλλει τὰ «θέλω» του μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ κάποιους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρὰ τὰ γραφόμενα. Ἀς κοιτάξουν πώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπιζε ὅσους ξέφευγαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐπηρρεάζοντας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέει στὸν μαθητή του, Τιμόθεο: «Τινες […] περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν […] οὓς παρέδωκα τῷ Σατανᾷ ἵνα παιδευθῶσιν». Ἄλλοτε, πάλι, λέει στοὺς Κορινθίους: «ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Σκληρή, ἀλλὰ δίκαιη ἡ γλώσσα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, νὰ ἀθετεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερὰς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ ἔχει ἐπωμισθεῖ τὸ βάρος τῆς διαχείρησης ὅλων τῶν δύσκολων περιστάσεων.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πρὸς ἐνημέρωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, τὰ ἔσχατα θὰ ἔλθουν ὅταν πάψει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπομένως, ἄν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θέτουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀγωνίζονται καρδιακὰ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα.
Κλείνοντας, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «σωφρονήσατε οὔν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς». Ἀς βάλουμε καλὴ ἀρχὴ γιὰ νὰ μάθουμε πρῶτα νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησού Χριστέ ἐλέησον με» καὶ ὕστερα θὰ μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί καὶ πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε ἀναφυόμενη δυσκολία.
Ὁ χρόνος κυλάει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἀς ἔλθουμε εἰς ἐαυτοὺς καὶ ὰς εὐτρεπίσουμε μὲ πολλὴ ταπείνωση τὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας, μήπως καὶ αξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Ἤλιο τῆς Δικαιοσύνης.
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος