Για τον Άγιο Νικόδημο τρέφουμε οι ορθόδοξοι Έλληνες μεγάλο θαυμασμό και βαθειά ευγνωμοσύνη. Η απόπειρα απόδοσης Βίου, «Συναξαρίου», του συγγραφέα του «Μεγάλου Συναξαριστού», ξεπερνάει τη συνηθισμένη μας τόλμη, αλλά όχι και το χρέος να εκφράσουμε σε λίγες έστω γραμμές απέραντη τιμή γι’ αυτόν τον νέο Άγιο, που φώτισε το πιο βαθύ σκοτάδι των τελευταίων χρόνων της σκλαβιάς του γένους μας.
Γεννήθηκε στη Νάξο στα 1749, από γονείς καλλιεργημένους και πλούσιους. Πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ικανότητα στα γράμματα και σπάνια φιλομάθεια. Στα 1765, σε ηλικία 16 ετών, ο Νικόλαος Καλλιβούρτσης, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Αγίου, αποστέλλεται από τον Επίσκοπο του νησιού τουστην περίφημη Σχολή της Σμύρνης να σπουδάσει. Μένει στη Σχολή πέντε χρόνια, όπου φανερώνει ασυνήθιστα πνευματικά χαρίσματα και υπέροχο ήθος.
Από αυτά τα εφηβικά του χρόνια μεταφέρουμε λίγα, απ’ όσα διέσωσαν οι βιογράφοι του, όσο για να γνωρίσουμε την αξιοθαύμαστη βιοτή ενός γεννημένου στη σκλαβιά Έλληνα σπουδαστή, που αναδείχτηκε φάρος παιδείας και αγιότητας και πλούτισε τη νεότερη Ελλαδική Εκκλησία με έργα Ορθοδόξου πίστεως και πνευματικής οικοδομής ανεκτίμητα.
Στη Σχολή, γράφουν, προκάλεσε την έκπληξη και το θαυμασμό δασκάλων και συμμαθητών για τηνεξαιρετική μνήμη, τη φωτεινή κρίση και το λαμπρό ήθος, τον ονομάζουν «εξαίσιον θαύμα της εποχής». Είχε συσπουδαστές τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ’ και Γρηγόριο τον Ε’ και άλλους άνδρες επισημότατους, οι οποίοι αναδείχτηκαν Ιεράρχες και Λογάδες, Δάσκαλοι του Γένους στα χρόνια του Ελληνικού Διαφωτισμού. Γνώριζε απ’ έξω όχι μόνον τις φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και στρατιωτικές ακόμη πραγματείες, αλλά και όλους τους ποιητές, τους ιστορικούς, παλαιούς και νέους, Έλληνες και Λατίνους, καθώς και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων. Έφτανε να διαβάσει ένα βιβλίο μία φορά και να το θυμάται σ’ όλη τη ζωή του.
Συνδύαζε όμως με τη διπλή του σοφία, την εσωτερική και την εξωτερική, την «θύραθεν», τόση ταπείνωση, μετριοφροσύνη, προσήνεια και αγάπη προς τους συμμαθητές του, μαζί με σεβασμό προς τους δασκάλους του, ώστε να είναι ιδιαίτερα αξιαγάπητος και ν’ αποκαλείται «παμπόθητος». Κι αυτές ακόμη τις υπερήφανες ψυχές, γράφουν, η ταπείνωσή του τις μετέτρεπε σε μετριόφρονες. Δεν προκαλούσε το φθόνο, παρόλο που αρκεί κανείς να είναι σοφός για να γίνει μισητός, γιατί δεν είχε καμία έπαρση για την πνευματική του υπεροχή. Δεν πλήγωνε τη φιλοτιμία των κατωτέρων του. Πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, να διασαφηνίσει τα δυσνόητα, με αδελφική αγάπη και εγκάρδια απλότητα.
Σπουδαστής και γίνεται δάσκαλος περιζήτητος στα αρχοντικά της Σμύρνης. Στο οικοτροφείο της Σχολής οι συσπουδαστές επιδιώκουν να τον αναπληρώνουν από τις «αναλογούσες υπηρεσίες» του για να έχει χρόνο να τους βοηθεί στα μαθήματα.
Στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πέρα από τα εγκύκλια μαθήματα «θεολογικής στοιχειώσεως» και «σπανίας αρχαιομάθειας», μαθαίνει στην εντέλεια τη Λατινική, την Ιταλική και τη Γαλλική. Ο Διευθυντής της Σχολής, μεγάλης αρετής, Ιερόθεος Βουλισμάς, λίγο αργότερα, του γράφει: «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω άλλον ωσάν σε εις την προκοπήν».
Στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πέρα από τα εγκύκλια μαθήματα «θεολογικής στοιχειώσεως» και «σπανίας αρχαιομάθειας», μαθαίνει στην εντέλεια τη Λατινική, την Ιταλική και τη Γαλλική. Ο Διευθυντής της Σχολής, μεγάλης αρετής, Ιερόθεος Βουλισμάς, λίγο αργότερα, του γράφει: «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω άλλον ωσάν σε εις την προκοπήν».
Άλλος όμως είναι ο βαθύτερος πόθος της τόσο προικισμένης αυτής διάνοιας και ο δρόμος που ετοίμαζε ο Θεός για τον νεαρό Νικόλαο.
Στα 1775 έρχεται στο Άγιο Όρος, κείρεται μοναχός με το όνομα Νικόδημος και ψηφίζεται αναγνώστης και γραμματικός της Ι. Μονής Διονυσίου. Από το Όρος αλληλογραφεί με τον Γρηγόριο τον Ε΄ και τον μεγάλο Διδάσκαλο του Γένους Αθανάσιο τον Πάριο.
Ακολουθούν χρόνια μεγάλων ασκητικών αγώνων, περιπετειών, μόχθων, αλλά και εξαιρετικά σημαντικού, ανεκτίμητου ακόμη και σήμερα, συγγραφικού και εκδοτικού έργου. Χαρακτηριστικό της καταπληκτικής μνήμης του και γνώσεως των εκκλησιαστικών κειμένων είναι το περιστατικό που διέσωσε ο Μωραϊτίδης στο βιβλίο του «Με του βορηά τα κύματα»:
Μέγα Σάββατο και πήγε ο διδάσκαλος (έτσι τον αποκαλούσαν οι συμμοναστές του) στον περιώνυμο Ναό του Πρωτάτου να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Τότε συνεννοήθηκαν ο τυπικάρης και ο αναγνώστης να κρύψουν τα Μηναία και προσποιούμενοι ότι δεν τα βρίσκουν ν’ αναγκάσουν τον Όσιο να πει από στήθους τις Προφητείες. Πράγματι, την ώρα των Αναγνωσμάτων δημιουργήθηκε θόρυβος στους χορούς από την έλλειψη των βιβλίων και ήρθαν οι διακονητές και τον παρακάλεσαν ν’ αρχίσει τις προφητείες για να μην υπάρχει χασμωδία. Απήγγειλε επί μία ώρα 15 Προφητείες του Μ. Σαββάτου και οι διακονητές παρακολουθούσαν κρυφά από μέσα την ακρίβεια των απαγγελλομένων. Όλοι θαύμαζαν, ενώ ο ίδιος ούτε κατάλαβε, ούτε θεώρησε ότι έκανε κάτι σπουδαίο…
Συνέγραψε πάνω από 100 έργα, μοναδικό πνευματικό θησαύρισμα ορθοδόξου παραδόσεως, απαύγασμα της εξαιρετικής μορφώσεως και πνευματικής καλλιεργείας του, μέσα σε πειρασμούς, κατηγορίες και ακαταπόνητες προσπάθειες, στα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Γνωστότερα έργα:«Φιλοκαλία», το πρώτο που εκδόθηκε (Βενετία 1782), «Περί της συνεχούς θείας μεταλήψεως», «Ευεργετινός», «Αόρατος Πόλεμος», «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Νέον εκλόγιον», «Πηδάλιον», «Νέον Θεοτοκάριον», «Χρηστοήθεια», «Κήπος Χαρίτων», «Νέος Συναξαριστής», «Εορτοδρόμιον», «Νέα Κλίμαξ», και πολλά άλλα. Αριστούργημα, και μάλιστα της νεανικής του ηλικίας, θεωρείται το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον». Έργο εντελώς πρωτότυπο, το έγραψε χωρίς κανένα βοήθημα στην Σκυροπούλα, κυριολεκτικά από στήθους, με πλήθος αγιογραφικές και φιλοσοφικές παραπομπές, όπου αναπτύσσει την υπέροχη ηθική ανθρωπολογία του.
Από την «τελευταία σημείωση» στο συμπέρασμα αυτού του βιβλίου ενδεικτικά αντιγράφουμε: «Πολλά εκοπίασαν τα Λύκεια του Αριστοτέλους και αι Ακαδημίαι του Πλάτωνος και αι Στοαί του Χρυσίππου και οι κήποι του Επικούρου και Μητροδώρου, τα σχολεία του Σωκράτους και Μουρατόρου και απλώς όλα τα μουσεία των ηθικών φιλοσόφων, τόσον των παλαιών, όσον και των νεωτέρων, διά να εύρωσιν εις ποία πράγματα υφίσταται η ευδαιμονία, αλλά δεν ηδυνήθησαν… αλλά το Συμβουλευτικόν τούτο δι’ ων διδάσκει, εισάγει και νομοθετεί ευδαιμονίαν αληθινήν, λογικήν, ευαγγελικήν και παντοτινήν… Διότι έχων (ο άνθρωπος) πάντοτε το άκρον και μακάριον αγαθόν, όστις είναι ο Θεός, εντός της καρδίας του, διά της πίστεως και αγάπης όλα τα βάσανα τα νομίζει ως τρυφάς και ευωχίας…».
Στις ποικίλες κακοπάθειές του εξαντλεί τις δυνάμεις του και αφήνει την τελευταία του πνοή και πάμπολλα ανέκδοτα έργα του στις 14 Ιουλίου 1809 σε ηλικία 60 ετών.
Στα 1955 ανακηρύσσεται Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως «τύπος του κατά Χριστόν Πολιτεύματος», «εικόνα αρετής ζώσα», και λαμπρός «της Εκκλησίας διδάσκαλος».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητας, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι' ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.