Θὰ πρέπει ν’ ἀγωνίζεσαι μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρεῖς τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴν ἐνοχλεῖσαι ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν ἄλλων.
Γιὰ νὰ τὸ πετύχεις αὐτό, θὰ πρέπει ν’ ἀγωνίζεσαι μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις νὰ συγκρατήσεις τὸ θυμὸ καὶ νὰ φυλάξεις μὲ προσοχὴ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου ἀπὸ ἀπρεπεῖς σκέψεις καὶ αἰσθήματα.
Ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας μόνο ἕναν θυμὸ καὶ ἕναν φθόνο: ἐναντίον τοῦ πονηροῦ, ἐναντίον ἐκείνου ποὺ στὴν ἀρχὴ ἐξαπάτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἐναντίον τοῦ φθοροποιοῦ διαβόλου. Μᾶς δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων τῆς ἀκαθαρσίας καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ποὺ σπείρουν στὴν καρδιὰ ἀκάθαρτες καὶ πονηρὲς σκέψεις.
Ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ ἀνεχόμαστε μὲ ἀταραξία τὶς προσβολὲς ποὺ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ συνηθίσουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἔχει τέτοια πνευματικὴ διάθεση, ὥστε οἱ προσβολὲς αὐτὲς νὰ φαίνονται ὅτι δὲν ἀπευθύνονται σὲ μᾶς ἀλλὰ σὲ ἄλλους.
Τὸ νὰ βυθίζει κανεὶς τὸ νοῦ του μέσα στὴν ψυχή του καὶ ἡ καρδιά του νὰ ἐργάζεται νοερὰ εἶναι σημεῖο σοφῆς ψυχῆς. Τίποτα δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὴν ἐξοστρακίζεται κάθε πόλεμος τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους: «ὅτι οὔκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἔφεσ. στ’ 12).
Τότε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπισκιάζει καὶ βρίσκεται σὲ μιὰ εἰρηνικὴ κατάσταση. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰρηνικὴ κατάσταση προχωρᾶ σὲ μιὰ ἄλλη, περισσότερο εἰρηνική. Εἰρηνικὴ κατάσταση ἐννοοῦμε ὅταν κανεὶς ἔχει καθαρὴ συνείδηση. Καὶ περισσότερο εἰρηνική, ὅταν ὁ νοῦς θεωρεῖ μέσα του τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ: «καὶ ἐγενήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος αὐτοῦ» (Ψαλμὸς οε’ 3).
Μπορεῖ νὰ μὴν εὐφραίνεται κανείς, ὅταν βλέπει τὸν ἥλιο μὲ τὰ αἰσθητά του μάτια; Ἄλλα πόσο περισσότερο εὐφραίνεται, ὅταν ὁ νοῦς του βλέπει μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὸν Χριστό; Τότε πραγματικὰ χαίρεται κανεὶς μὲ μιὰ ἀγγελικὴ χαρά.
Γι’ αὐτὴ τὴν χαρὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιππ. γ’ 20).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πορεύεται σὲ μιὰ εἰρηνικὴ κατάσταση, γεύεται τὶς πνευματικὲς δωρεὲς μὲ ἀφθονία. Οἱ ἅγιοι πατέρες, ποὺ βρίσκονταν σὲ εἰρηνικὴ κατὰσταση καὶ εἶχαν ἐπισκιαστεῖ ἀπό τὴν θεία χάρη, ζοῦσαν πολύ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ εἰρηνικὴ κατάσταση, μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ τοὺς ἄλλους μὲ τὸ δικό του φῶς. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ ἐπαναλάβει τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Προφήτιδος Ἄννας: «μὴ ἐξελθέτω μεγαλορρημοσύνη ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν» (Α’ Βασιλ. β’ 3) καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μάτθ. ζ 5).
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἄφησε τὴν εἰρήνη αὐτὴ σὰν κάποιον ἀνεκτίμητο θησαυρὸ στοὺς μαθητὲς Του πρὶν τὸν θάνατό Του, λέγοντας: «εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἴωάν. ἰδ’ 27). Γι’ αὐτὴ τὴν εἰρήνη ὁ Ἀπόστολος λέγει: «καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλίπ. δ’ 7).
Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἁγιάσουμε ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ ἔργα μας, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κραυγάζουμε πάντα μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία: «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, εἰρήνην δὸς ἡμῖν» (Ἠσαΐας κστ’ 12).
(Διδαχὲς Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ – σειρά: Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν, ἐκδόσεις Πέτρου Μπότση)