Ἐμῶν μελῶν χειρί σου, ἐξερευνήσας τὰς πληγάς, μή μοι Θωμᾶ ἀπιστήσῃς, τραυματισθέντι διὰ σέ, σὺν Μαθηταῖς ὁμοφρόνει,
καὶ ζῶντα κήρυττε Θεόν»
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ὁ φόβος διώκεται! Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἡ πίστη κρατύνεται!
Πράγματι, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, μέσα σὲ ὅλα τὰ καλὰ τὰ ὁποῖα προσέφερε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, χάρισε τὴν κατάργηση τοῦ φόβου καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστης, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ τῆς Ἀγάπης, Ἰωάννη τὸν Θεολόγο.
Τὰ Φρικτὰ Πάθη καὶ τὴν Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου συνόδευσε ἡ ἀπομόνωση τῶν Μαθητῶν ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου μήπως συλληφθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ πάθουν κακό. Τὸ σκληρὸ καὶ ἄδικο τέλος τοῦ Διδασκάλου τους τοὺς κόστισε πολὺ καὶ θλίψη κατέλαβε τὴν καρδιά τους. Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Σταύρωση, οἱ Μαθητὲς ἀκόμη κλεισμένοι, φοβισμένοι καὶ ταραγμένοι. Καὶ τί λογισμοὶ δὲν περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μυαλό τους: πόσο μικροὶ φάνηκαν ἀπέναντι στὸ Θεῖο Πάθος, φθάνοντας στὸ σημεῖο νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Κύριο ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη. Ἀκόμη καὶ οἱ Μαθήτριες, ἔδειξαν μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ ἐκείνους, καθὼς ἦταν κοντὰ στὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τοῦ τέλους. Λίγο πρὶν τὴν προδοσία, στὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανή, οὔτε λίγο δὲν ἔμειναν ξύπνιοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ὑπὲρ Αὐτοῦ. Μήπως ἔπρεπε νὰ εἶχαν κάνει κάτι γιὰ νὰ Τὸν σώσουν; Μὰ ὁ Πέτρος ἔκανε κάτι. Ἔβγαλε τὸ μαχαίρι καὶ ἔκοψε τὸ ἀφτὶ τοῦ Μάλχου. Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ ἦρθε ὄχι νὰ ὑπηρετηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ θυσία ἄφωνος, χωρὶς καμὶα ἀντίδραση, ὅπως τὸ ἀρνί, πῆρε τὸ ἀφτὶ καὶ τὸ ἔβαλε στὴ θέση του, διδάσκοντας τὸν Πέτρο ὅτι μὲ ἄλλον τρόπο πρέπει νὰ δείξει τὴν ἀνδρεία του καὶ ὄχι μὲ τὴ βία. Ὁ Πέτρος… Τί σκεφτόταν ἄραγε; Μὲ τὴν θέλησή του ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, Ἐκεῖνον γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔλεγε ὅτι μέχρι καὶ στὸν θάνατο θὰ πάει, καὶ ἔβγαλε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Μαθητῶν. Οἱ τύψεις σκότιζαν τελείως τὸ μυαλό του.
Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς ταραχῆς, τῆς ἀνησυχίας, τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς τύψης, τοῦ σκοταδιοῦ πέρασαν τρεῖς ἡμέρες. Τὴν τρίτη ἡμέρα, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, οἱ Μυροφόρες εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ἔσπευσαν νὰ μοιραστοῦν τὴ χαρά τους μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δυσκολεύονταν νὰ πιστέψουν σὲ ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραμείνουν βυθισμένοι στὸ σκοτάδι. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, μὲ τὶς πόρτες νὰ εἶναι κλειδωμένες, ἐμφανίσθηκε μπροστά τους ὁ Χριστός, δίνοντάς τους αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή τους, τὴν Εἰρήνη. Φύγανε τότε καὶ οἱ λογισμοὶ καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ λύπη, ἐνῶ ἡ Χαρὰ ἁπλώθηκε παντοῦ.
Ὡστόσο, τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο ἀπόγευμα, ἔλειπε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Θωμᾶς. Κατὰ Θεία Οἰκονομία, δὲν ἦταν ἐκεῖ γιὰ νὰ βιώσει μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου. Στὶς δικές τους μαρτυρίες, ἐκείνος ἀπαντοῦσε μὲ τὴν δυσπιστία του: ἐὰν δὲν Τὸν δῶ Ἀναστημένο, ἐὰν δὲν ἀγγίξω μὲ τὰ χέρια μου τὴν πλευρὰ καὶ τὰ χέρια Του, δὲν θὰ πιστέψω! Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως, νὰ κηρύξω τὴν Ἀνάσταση στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ κάνω αὐτό, θέλω νὰ δῶ. Θέλω προσωπικὴ ἐμπειρία. Θέλω νὰ ζήσω τὴν Ἀνάσταση γιὰ νὰ κηρύξω Ἀνάσταση καὶ νὰ δώσω καὶ τὴ ζωή μου ἀκόμα ἄν χρειαστεῖ.
Αὐτὸ ἦταν τὸ σκεπτικὸ τοῦ Ἀποστόλου.
Ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν πάλι οἱ Μαθητὲς ἦταν κλεισμένοι στὸ σπίτι, μὲ τὸν Θωμᾶ νὰ εἶναι μαζί τους αὐτὴ τὴ φορά, ὁ Ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν πάλι στάθηκε ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Φαντασθεῖτε τί χαρὰ ἔνιωσαν οἱ Ἀπόστολοι ποὺ Τὸν εἶδαν ξανά, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἦταν μαζί τους ὁ ἀδελφός τους, ὁ Θωμᾶς. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀκούει τὰ αἰτήματα τῶν δούλων Του, ἀνταποκρινόμενος θετικὰ στὸ καρδιακὸ αἴτημα τοῦ Θωμᾶ, καταδέχθηκε νὰ Τὸν ψηλαφήσει προκειμένου νὰ πεισθεῖ περὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ψηλάφησε ὁ Θωμᾶς καὶ μὲ χαρὰ ὁμολόγησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Αὐτὴ ἡ ὁμολογία κατάργησε τὴν ἀμφιβολία τῆς Ἀναστάσεως. Ἤξερε ὁ Χριστὸς ὅτι ἑμεῖς ὡς ἄνθρωποι, δύσκολα μποροῦμε νὰ πιστέψουμε κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, φρόντισε τὸ μεγαλύτερό Του θαῦμα, αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι Θεός, νὰ τὸ ὑποστηρίξει μὲ πολλὰ ἱστορικὰ καὶ ἔγκυρα στοιχεῖα. Ἕνα ἐκ τῶν στοιχεῖων ποὺ ἔδωσε ἀπὸ τὴν πολλή Του φιλανθρωπία, ἦταν ἡ κοσμοσωτήρια ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Δὲν ἦταν ὁ Ἰησοῦς μόνο ἄνθρωπος. Ἄν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, θὰ τελείωνε στὸν Σταυρό. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν καὶ Ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Γιὰ αὐτό, ὁ σωματικὸς θάνατος γιὰ Αὐτὸν δὲν ἦταν τὸ τέλος, ἀλλὰ τὸ μέσον κατάργησης τοῦ θανάτου καὶ κυριαρχίας τῆς Ζωῆς.
Ἐνῶ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ καρδιακὴ πίστη, δίχως ἐξέταση, τὴν Ἀνάσταση, μποροῦμε νὰ τὴν ἐξετάσουμε μὲ λογικὰ στοιχεῖα. Πολλοὶ ἐπιστήμονες, ἄλλοτε δεδηλωμένοι ἄθεοι, ἐπιχείρησαν νὰ μελετήσουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως μὲ βάση τὰ στοιχεῖα, προκειμένου νὰ τὴν ἀποδείξουν ἄκυρη, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν στοιχεῖων διαπίστωσαν ὅτι ὄντως ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τῶν πρώην ἀθέων ἀπέκτησε νόημα καὶ Φῶς.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο αὐτὲς τὶς σαράντα ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ κάθε Κυριακὴ τοῦ ἔτους ἑορτάζουμε, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι γιὰ ἑμᾶς τὸ κέντρο τῆς πίστεώς μας, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἡ παρηγοριά μας, εἶναι τὸ κίνητρό μας νὰ ἐργαστοῦμε ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ καλοῦ, εἶναι τὸ φάρμακο στὴ λύπη, εἶναι τὸ ἐλαφρυντικὸ τοῦ Σταυροῦ μας. Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος, μόνο μὲ σκοτάδι καὶ μὲ ψέμα γεμίζει τὴν ψυχή. Γιὰ αὐτό, πειθόμενοι στὴν ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, ἄς προσέλθουμε κὶ ἑμεῖς νὰ λάβουμε Φῶς ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός!
Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος