Τὸν βοήθαγε γιὰ πολὺ καιρό, ὥσπου κάποια στιγμὴ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ τοῦ εἶπε: “Σοῦ χρωστάω τὴν ζωή μου”. Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: “Θέλω νὰ ἔρθεις μαζί μου σὲ μία συγκέντρωση”.
Ἔτσι κι ἔγινε, κάποια μέρα κλείδωσαν τὸ κατάκοιτο παιδὶ στὸ σπίτι καὶ πῆγαν σὲ κάποιον χῶρο, ὅπου γινόταν ἡ συγκέντρωση. Ἐκεῖ ὁ πατέρας διαπίστωσε, ὅτι ἦταν συγκέντρωση τῶν “Ἰεχωβάδων ”. Σκέφθηκε νὰ μείνη, γιὰ νὰ μὴ τοὺς προσβάλη.
Μόλις τελείωσε ἡ συγκέντρωση καὶ ἔφευγε ὁ κόσμος, τοῦ εἶπε ὁ “εὐεργέτης”: “ Ἐσὺ μεῖνε”. Πῆγαν τὸν πατέρα σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, ὅπου ἦταν Χριστιανικὲς Εἰκόνες πάνω στὸ πάτωμα καὶ τοῦ εἶπε : “Μοῦ ἀνέφερες, ὅτι μοῦ χρωστᾶς τὴν ζωή σου. Πάτησε λοιπὸν τὶς Εἰκόνες καὶ γίνε μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ ”.
Ὁ πατέρας εὐθὺς ἀπάντησε: “ Ἐγὼ Ὀρθόδοξος γεννήθηκα καὶ Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Τὴν ζωή μου εἶπα ὅτι σοῦ χρωστάω, ὄχι τὴν ψυχή μου”.
Τότε τὸν ξυλοκόπησαν ἄγρια καὶ τὸν πέταξαν στὸν δρόμο. Ὁ αἱμόφυρτος πατέρας πῆρε ἕνα ταξὶ καὶ παρὰ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ταξιτζῆ νὰ τὸν πάη στὸ νοσοκομεῖο, ἐκεῖνος πῆγε σπίτι.
Ἔξω ἀπὸ τὸ ξεκλείδωτο πλέον σπίτι του, εἶδε τὸ παιδί του νὰ τρέχη καὶ νὰ γελᾶ, ὅπως ὅλα τὰ παιδάκια. Μὲ ἔκπληξη ρώτησε τὸ παιδὶ τὶ ἔγινε καὶ ἐκεῖνο τοῦ εἶπε τὰ λόγια: “Ἦρθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ σήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Αὐτὴ τὴν στιγμὴ ὁ πατέρας σου μαρτυράει γιὰ Ἐμένα ”».
(«Ο.Τ.», 2.446/5.5.2023)
6.10.2024 ἐκ. ἡμ.,
† ΘΚ «Ἡ Πανύμνητος»,
† Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ