† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Η κοινωνία με άδικους κληρικούς εμποδίζει την Θεία Χάρη


Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (λατινόφωνος χριστιανός συγγραφέας στις αρχές του Ε΄ αιώνος) στο βιβλίο του "Διάλογοι", το οποίο αποτελεί παράρτημα του βιβλίου του "Βίος του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ", αναφέρεται σε ένα φοβερό περιστατικό σχετικό με τον Άγιο Μαρτίνο.

Πριν όμως γίνει λόγος για το περιστατικό αυτό ας αναφερθεί το ιστορικό πλαίσιο. Βρισκόμαστε στην πόλη Τρίερ κατά το έτος 385 μ. Χ. Στην πόλη βασιλεύει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης Μάγνος Μάξιμος, τον οποίο ο, επίσης ορθόδοξος στην πίστη, Επίσκοπος Οσσονόμπα (σημερινή Φάρο της Πορτογαλίας) Ιθάκιος πείθει να καταδιώξει τους αιρετικούς Πρισκιλλιανούς. 

Ο Άγιος Μαρτίνος αντέδρασε με σφοδρότητα στην ενέργεια αυτήν του Ιθακίου, διότι αφενός μεν απέρριπτε την προσφυγή μιας εκκλησιαστικής υπόθεσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, αφετέρου θεωρούσε απαράδεκτο για Χριστιανό να υποκινεί ή να συμμετέχει σε διώξεις. Κατάφερε λοιπόν και έλαβε από τον αυτοκράτορα την υπόσχεση αν οι αιρετικοί βρεθούν ένοχοι τουλάχιστον να μην εκτελεστούν.

Όταν όμως ο Άγιος Μαρτίνος έφυγε από την πόλη, ο αυτοκράτορας διόρισε δικαστή τον έπαρχο Ευόδιο, ο οποίος με τις ενέργειες του ζηλωτή Ιθακίου, βρήκε ένοχο μαγείας τον Πρισκιλλιανό και κάποιους άλλους αιρετικούς συντρόφους του με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να διατάξει την εκτέλεση τους και την δήμευση της περιουσίας τους. Ήταν η πρώτη εκτέλεση αιρετικών στην Ιστορία και μάλιστα με καύση. 

Μόλις ο Άγιος Μαρτίνος, άκουσε τι είχε συμβεί, επέστρεψε στο Τρίερ και ανάγκασε τον αυτοκράτορα να ακυρώσει την εντολή προς τον στρατό που ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Ιβηρική χερσόνησο για να εξολοθρεύσει τους αιρετικούς. Όπως αναφέρει ο βιογράφος του "ο Μαρτίνος ένιωθε έναν ευσεβή ζήλο όχι μόνο να σώσει από τον κίνδυνο τους αληθινούς Χριστιανούς σε αυτές τις περιοχές, οι οποίοι κινδύνευαν να διωχθούν σε εκείνη την εκστρατεία (διότι πως ο στρατός θα μπορούσε να κάνει την διάκριση μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών), αλλά και να προστατεύσει ακόμη και τους ίδιους τους αιρετικούς" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙ). 

Την στάση του Ιθακίου και του αυτοκράτορα επέκριναν επίσης και ο Πάπας Ρώμης Δάμασος Α΄, ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων και ο Άγιος Αυγουστίνος. Κάποιοι μάλιστα Γάλλοι Επίσκοποι, που βρίσκονταν στο Τρίερ υπό την ηγεσία του Επισκόπου της Γαλατίας Θεόγνητου, διέκοψαν την κοινωνία με τον Ιθάκιο. 

Επειδή όμως και ο ίδιος ο Άγιος Μαρτίνος διέκοψε την κοινωνία όχι μόνο με τον Ιθάκιο, αλλά και με όσους κοινωνούσαν μαζί του, ο αυτοκράτορας προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον κάνει να συγκοινωνήσει με τον Ιθάκιο λέγοντάς του "ότι ο Θεόγνητος είχε δημιουργήσει διχόνοια, μάλλον από προσωπικό μίσος, παρά από την υπόθεση που υποστήριζε, και ότι, μάλιστα, ήταν ο μόνος που στο μεταξύ είχε χωρίσει τον εαυτό του από την κοινωνία: ενώ από τους υπόλοιπους δεν είχε γίνει καμία καινοτομία, ενώ παρατήρησε περαιτέρω ότι μια Σύνοδος, που έγινε λίγες μέρες νωρίτερα, είχε αποφασίσει ότι ο Ιθάκιος δεν ήταν κατηγορούμενος για κανένα έγκλημα" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙ).

Επειδή όμως ο Άγιος Μαρτίνος αρνήθηκε και πάλι να κοινωνήσει με τον Ιθάκιο και τους συν αυτώ, τότε ο αυτοκράτορας Μάξιμος φλεγόμενος από οργή διέταξε να ξεκινήσει η εκστρατεία για την σφαγή των αιρετικών την οποία είχε αποτρέψει ο Άγιος. Το τί συνέβη ευθύς αμέσως αφήνουμε τον Σουλπίκιο Σεβήρο να το διηγηθεί: 

"Όταν αυτό έγινε γνωστό στον Μαρτίνο, όρμησε στο παλάτι, αν και ήταν πλέον νύχτα. Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι, αν αυτοί οι άνθρωποι γλίτωναν, θα κοινωνούσε, αρκεί μόνο οι Τριβούνοι, που είχαν ήδη σταλεί στις Ισπανία για την καταστροφή των εκκλησιών, να ανακληθούν. Χωρίς καμία καθυστέρηση ο Μάξιμος ικανοποιεί όλα τα αιτήματά του. Την επόμενη μέρα κανονιζόταν η χειροτονία του Φήλικος σε επίσκοπο, ενός ανθρώπου αναμφίβολα μεγάλης αγιότητας και πραγματικά άξιου να γίνει ιερέας σε καλύτερες εποχές. Ο Μαρτίνος συμμετείχε στην κοινωνία εκείνης της ημέρας, κρίνοντας ότι καλύτερα να υποχωρήσει προς το παρόν, παρά να αγνοήσει την ασφάλεια εκείνων που πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν το ξίφος. Εντούτοις, αν και οι παρόντες Επίσκοποι προσπάθησαν με επιμονή να τον κάνουν να επιβεβαιώσει το γεγονός της κοινωνίας του υπογράφοντας με το όνομά του, δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν. Την επομένη, φεύγοντας βιαστικά από εκείνο το μέρος, και καθώς ήταν στο δρόμο της επιστροφής, ένιωσε μεγάλο πένθος και θρήνο επειδή είχε έστω και για μια ώρα αναμιχθεί στην κακή αυτή κοινωνία και, όχι μακριά από ένα χωριό που ονομαζόταν Αντέθαννα [σημ. Μ. μεταξύ Τρίερ και Άρλον στο σημερινό Λουξεμβούργο], όπου απλώνονται μεγάλα δάση, κάθισε ολομόναχος ενώ οι σύντροφοί του συνέχιζαν λίγο πιο μπροστά από αυτόν. Εκεί βυθίστηκε σε σκέψεις, κατηγορώντας και υπερασπιζόμενος εναλλάξ την αιτία της θλίψης και της συμπεριφοράς του. Ξαφνικά, ένας Άγγελος εμφανίστηκε και στάθηκε δίπλα του λέγοντάς του: «Ακριβώς, ω Μαρτίνε, νιώθεις θλίψη, αλλά δεν θα μπορούσες αλλιώς να ξεφύγεις από τη δυσκολία σου. Ανανέωσε την αρετή σου, ξαναπάρε το θάρρος σου, για να μην εκθέσεις όχι μόνο τώρα τη φήμη σου, αλλά και την ίδια τη σωτηρία σου σε κίνδυνο». Ως εκ τούτου, από τότε, φρόντιζε προσεκτικά να μην ξαναέλθει σε κοινωνία με τους περί τον Ιθάκιο. Αλλά όταν συνέβη να θεραπεύσει κάποιους δαιμονισμένους πιο αργά και με λιγότερη Χάρη απ' ό,τι συνήθως, μας εξομολογήθηκε αμέσως με δάκρυα ότι ένιωσε μια μείωση της δύναμής του εξαιτίας του κακού εκείνης της κοινωνίας στην οποία είχε λάβει μέρος για μια στιγμή λόγω ανάγκης, και όχι με εγκάρδιο πνεύμα. Έζησε δεκαέξι χρόνια μετά από αυτό, αλλά ποτέ ξανά δεν παρευρέθηκε σε Σύνοδο και έμεινε προσεκτικά μακριά από όλες τις συνελεύσεις των Επισκόπων" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙΙ).

Με την μετάνοιά του όμως, για την εξ ανάγκης αυτήν κακή εκκλησιαστική κοινωνία, η Χάρη επανήλθε όπως αποκαλύπτει ο ίδιος αυτόπτης συγγραφέας ευθύς αμέσως: "σαφώς όμως, όπως βιώσαμε, επιδιόρθωσε, ​​με πολλαπλό ενδιαφέρον, την Χάρη του, που είχε μειωθεί για ένα διάστημα. Είδα έπειτα έναν δαιμονισμένο να τον φέρνουν στην πύλη της μονής και πριν ο άνθρωπος διαβεί το κατώφλι, θεραπεύτηκε" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙV).

Το παραπάνω περιστατικό αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι αφενός μεν η διακοπή της κοινωνίας δεν αφορά μόνο περιπτώσεις αιρέσεως (όπως ισχυρίζονται όσοι ερμηνεύουν τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας, κατά το γράμμα του Κανόνος και αποκομμένο από τους υπολοίπους και την πράξη των Αγίων Πατέρων), αλλά και αδικίας (πρβλ. ΛΑ΄ Αποστολικό Κανόνα), αφετέρου δε πως η κατάκριτη αυτή μετ'  αδίκων κοινωνία (και πόσο μάλιστα όταν δεν υπάρχει ανωτέρα βία, όπως στην περίπτωση που είδαμε) αποτελεί αιτία παρεμπόδισης της ενέργειας της Θείας Χάριτος. Για αυτό ίσως και βιώνουμε στην εποχή μας τέτοια εγκατάλειψη...

Ο Θεός να μας ελεήσει και να μας δώσει συναίσθηση και μετάνοια!

(Τα κείμενα από την ετοιμαζόμενη έκδοση: 

Νικολάου Μάννη, Ανθολόγιο Λατινικής Πατρολογίας).