Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου
(Ρωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4)
Ἀδελφοί, νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ῾Η νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ᾿Αποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ῾Ως ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ος μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ῾Ο ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.
Η διαγωγή μας ἂς εἶναι κόσμια, τέτοια ποὺ ταιριάζει στὸ φῶς. ῍Ας πάψουν τὰ φαγοπότια καὶ τὰ μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη κι ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες κι οἱ φθόνοι. Ντυθεῖτε τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστὸ καὶ μὴν ἀφήνετε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας νὰ σᾶς παρασύρει στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας.
Νὰ δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἀπόψεις του. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πὼς μπορεῖ νὰ φάει ἀπ’ ὅλα, ἐνῶ κάποιος ἄλλος, ποὺ ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, τρώει μόνο χόρτα.
Αὐτὸς ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴν περιφρονεῖ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει· κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώει, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δεχτεῖ στὴν ἐκκλησία του. Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη;
Μόνο ὁ Κύριός του μπορεῖ νὰ κρίνει ἂν στέκεται ἢ ὄχι στὴν πίστη του, γιατὶ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν στηρίξει.
1. ΑΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΣΗ
Ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα μετανοίας θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ τὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στοὺς Ρωμαίους, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, λέει: Εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι πλησιέστερη σὲ μᾶς παρὰ τότε ποὺ πιστεύσαμε. Ἡ ζωὴ αὐτή, ποὺ μοιάζει μὲ νύχτα σκοτεινή, προχώρησε, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς ἄλλης ζωῆς πλησίασε. «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός». Ἂς πετάξουμε λοιπὸν ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι, κι ἂς ντυθοῦμε σὰν ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια καὶ σεμνότητα· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μεθύσια, οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσέλγειας, οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοτυπίες. Ἀλλὰ νὰ ἐνδυθοῦμε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε στὴν ὅλη ζωή μας νὰ μοιάζουμε μ’ Αὐτόν.
Μὲ τὸ ὅλο ἱερὸ κείμενο ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐγρήγορση καὶ μᾶς ζητεῖ νὰ κάνουμε δύο ἐνέργειες: πρῶτα νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, κι ἔπειτα νὰ ντυθοῦμε καὶ νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀρετῆς. Νὰ μισήσουμε δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ ἔργα της, καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀρετή. Νὰ ἀφήσουμε τὴ νύχτα καὶ τὰ ἁμαρτωλά της ἔργα, καὶ νὰ ζήσουμε πλέον μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Διπλὸ λοιπὸν τὸ ἔργο τῆς μετανοίας, ξερίζωμα καὶ ἔνδυση, μίσος καὶ ἀγάπη, ἀπάρνηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀφοσίωση στὸν Χριστό. Ἂς μὴ νομίσουμε ὅτι τὸ κάλεσμα αὐτὸ δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλὰ ἀφορᾶ μόνο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καθὼς εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπέλεξε αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γιὰ νὰ καλέσει ὅλους – κι ἐμᾶς ποὺ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε προοδευμένοι Χριστιανοί – σὲ μετάνοια. Διότι ἂν ψάξουμε καλὰ μέσα στὴν ψυχή μας, θὰ δοῦμε ἕνα σωρὸ πάθη καὶ ἐπιθυμίες ἁμαρτωλές, σκέψεις καὶ φρονήματα σκοτεινά. Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ κάθε τόσο πέφτουμε στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀμέλειας. Ἰδιαιτέρως τώρα καθὼς μπαίνουμε στὸ στίβο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς κάνουμε ἕνα νέο ξεκίνημα μὲ ζῆλο. Καὶ θὰ τὸ εὐλογήσει ὁ Θεός.
2. ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὸ θέμα τῶν φαγητῶν ποὺ ταλαιπωροῦσε τότε τοὺς Χριστιανούς. Λέει λοιπὸν ὁ θεῖος Ἀπόστολος: Νὰ δέχεσθε μὲ καλοσύνη ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀδύνατος στὴν πίστη καὶ ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του καὶ ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ τῶν ἡμερῶν, χωρὶς νὰ συζητᾶτε καὶ νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἰδέες του. Ἄλλος βέβαια πιστεύει ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάει ὅλα τὰ φαγητά. Ἐνῶ ὁ ἀδύνατος στὴν πίστη τρώει λαχανικὰ καὶ ἀποφεύγει τὶς ἄλλες τροφὲς ἀπὸ τὸ φόβο μήπως μολυνθεῖ ἀπ’ αὐτές. Ἐκεῖνος ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυρότερης πίστεώς του τρώει ἀπ’ ὅλες τὶς τροφές, ἂς μὴν περιφρονεῖ ὡς στενοκέφαλο ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλες. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει.
Ἄλλωστε ποιὸς εἶσαι ἐσύ, ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο; Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐσένα Κύριο ἀλλὰ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν Κύριό του λοιπὸν μένει σταθερὸς ἢ πέφτει πνευματικά. Μάθε λοιπὸν ὅτι, ἐνῶ ἐσὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ μείνει σταθερὸς στὴν πίστη. Διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν τροφῶν ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεσκεπάζει τὸ φοβερὸ πάθος τῆς κατακρίσεως, ποὺ πάντοτε ταλαιπωροῦσε καὶ ταλαιπωρεῖ ἰδιαιτέρως τοὺς πιστούς. Ἂν ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε πόσο πάσχουμε κι ἐμεῖς στὸ θέμα τῆς κατακρίσεως. Πόσο εὔκολα ἀνοίγουμε τὸ στόμα μας γιὰ νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας. Καὶ μᾶς ἐγκαλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ μᾶς ρωτᾶ: Ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ κάνουμε τοὺς δικαστὲς τῶν ἄλλων; Μὲ ποιὸ δικαίωμα ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μόνος Κριτὴς ὅλων μας;
Ἐπιπλέον ὅταν κατακρίνουμε, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἀποκαλύπτουμε τὴν κακία ποὺ ἔχουμε γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τὸν μεγάλο ἐγωισμό μας. Νομίζουμε ὅτι τὰ ξέρουμε ὅλα κι ὅτι ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ καυτηριάζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Κατακρίνουμε αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, καὶ δὲν ξέρουμε ὅτι οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ μετανόησαν, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε σκλάβοι στὸ ὀλέθριο πάθος μας. Κατακρίνουμε διότι δὲν ἀποκτήσαμε ἀκόμη συναίσθηση καὶ φροντίδα γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Ἐμεῖς καθημερινὰ σφάλλουμε σὲ χειρότερα ἁμαρτήματα καὶ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους! Διώχνουμε ὅμως ἔτσι τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ πέφτουμε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, κάποτε καὶ σὲ ἄλλα βαριά, ἀκόμη καὶ σὲ σαρκικά, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ μετανοήσουμε. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν πολύ. Κι ἂς ζητήσουμε μὲ μετάνοια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει τὴ χάρη του νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάκριση. Διαφορετικὰ μὲ τὴν κατάκριση ὁδεύουμε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς συντομότερους δρόμους γιὰ τὴν κόλαση.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.» Ἑρμηνεία Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”