Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται ὅτι κάποιο πρωί, πλῆθος κόσμου συγκεντρώθηκε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τότε, ὁ Κύριός μας ἀνέβηκε στὸ πλοῖο ἑνὸς τῶν ψαράδων τῆς περιοχῆς, τοῦ Σίμωνος, τοῦ μετέπειτα Πέτρου, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς συνεργάτες του ξέμπλεκε τὰ δίχτυα ὕστερα ἀπὸ μία ἀποτυχημένη νυκτερινὴ ἀλιευτικὴ προσπάθεια καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριὰ γιὰ νὰ διδάξει ἀπὸ ἐκεὶ τὸν ὄχλο. Μὲ τὸ πέρας τοῦ κηρύγματος, ὁ Χριστὸς παρότρυνε τὸν Πέτρο νὰ γυρίσει στὰ ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ρίξει μὲ τοὺς συνεργάτες του πάλι τὰ δίχτυα. Ὁ Πέτρος, ἔχοντας δεῖ τὴν εὐγένεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν σεβάσμια στάση Του, ἔχοντας ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὸ θεῖο κήρυγμά Του καὶ βιώσει τὴν Θεία Χάρη, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ἔριξε τὰ δίχτυα μὲ τοὺς συνεργάτες του καὶ ἔπιασαν τόσα ψάρια, ὥστε νὰ καλέσουν καὶ δεύτερο πλοῖο γιὰ τὴν μεταφορά. Μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, ὁ Πέτρος παρακάλεσε τὸν Χριστό: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, Κύριε», γιὰ νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χείλη τό: «Μὴν φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ψαρὰς ἀνθρώπων». Στὴν πρόσκληση αὐτὴ τόσο ὁ Πέτρος, ὅσο καὶ ὁ ἀδερφός του, Ἀνδρέας, καὶ οἱ δύο γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀνταποκρίθηκαν θετικά. Ἄφησαν τὰ πάντα ἀμέσως καὶ ἔγιναν μαθητές Του καὶ ἀλιεῖς ἀνθρώπων.
Ἀρχικά, λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι πλήθη κόσμου διψοῦσαν νὰ ἀκοῦνε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτό, γιατὶ δίδασκε τὸν κόσμο ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ διότι ἡ διδασκαλία συνοδευόταν ἀπὸ τὸν ἅγιο τρόπο ζωῆς Του. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς εὐγένειας καὶ τῆς ταπείνωσης τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι ἐνῶ ἦταν Θεάνθρωπος, μεγάλος Διδάσκαλος, καὶ Πρόσωπο ξακουστὸ σὲ πολλούς, ἐντούτοις, μπαίνοντας στὸ πλοῖο τοῦ Πέτρου, ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ ψαρᾶ, δὲν τὸν διέταξε μὲ αὐταρχικότητα, ἀλλὰ τὸν παρακάλεσε, προκειμένου νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγο ἀπὸ τὴν προκυμαία. Αὐτὴ ἡ εὐγένεια καὶ ὁ σεβασμὸς στὸν πλησίον, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἰδιότητά μας, εἶναι ποὺ τὸν ὠθεῖ καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ σεβαστεῖ. Διαφορετικά, ἀποτύχαμε.
Ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ Πέτρου. Ὑπακοή… μία ἔννοια παρεξηγημένη, γιὰ ὅσους βέβαια συνηθίζουν νὰ παρεξηγοῦν. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τὴν θεωροῦν ὡς δουλικότητα, ὡς ἀνελευθερία, ὡς ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης καὶ κριτικῆς σκέψης. Δυστυχῶς, οἱ θέσεις τους κατέληξαν νὰ ἐπηρεάσουν καὶ ἀνθρώπους ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἀποτέλεσμα, νὰ ἔχουμε σήμερα Χριστιανούς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τὸν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, τὸν πνευματικὸ πατέρα, ἢ ἀκόμα καὶ τὸν Γέροντα ἢ τὴν Γερόντισσά τους, ἂν πρόκειται γιὰ Μοναχούς. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀρέσκονται νὰ ἀνεξαρτητοποιοῦνται, νὰ κάνουν τὸ θέλημά τους, νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἰδιοτέλειές τους καὶ νὰ σχηματίζουν τὶς παρεκκλησιαστικὲς ὀμάδες τους. Καὶ μετὰ πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς μόνο εἴμαστε οἱ ἀκραιφνεῖς Ὀρθόδοξοι καὶ ὅτι ἐμεῖς θὰ σώσουμε τὴν Ὀρθοδοξία! Πόσο μακριὰ εἴμαστε… Σήμερα ὁ Χριστός, πρὶν καλὰ καλὰ ἐκλέξει ὡς Ἀπόστολό του τὸν μέγα Πέτρο ἐξέτασε ἐὰν εἶναι τέκνο ὑπακοῆς. Τί ἀκριβῶς ἔκανε; Ἐνῶ τὸν εἶδε νὰ ξεμπλέκει τὰ δίχτυα, πράγμα ἰδιαίτερα περίπλοκο, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ βραδινὸ ἀποτυχημένο ψάρεμα, εἶπε στὸν ἐπαγγελματία ψαρά: «Νὰ πᾶς στὸ βάθος καὶ νὰ ρίξεις τὸ δίχτυ». Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέση τοῦ Πέτρου τί θὰ ἔλεγε; «Ἄσε μὲ ἥσυχο ἄνθρωπέ μου. Ὅλη τὴν νύχτα ἐγὼ ὁ ἔμπειρος δὲν ἔπιασα τίποτα καὶ θὰ πιάσω τώρα ἀκούγοντας ἕναν ἄπειρο;». Ὁ Πέτρος, ὅμως, δὲν ἀπάντησε ἔτσι, ἀλλὰ εἶπε: «Κύριε, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔπιασα τίποτα ὅλο τὸ βράδυ, τώρα, ἐπειδὴ μοῦ τὸ λές ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Δεῖτε πόσο ἀνταμείφθηκε τὸ παιδὶ τῆς ὑπακοῆς: Ἔπιασε τόσα ψάρια ὥστε νὰ φωνάξει καὶ δεύτερο πλοῖο, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ δυσκολευτοῦν νὰ μεταφέρουν τὸ φορτωμένο δίχτυ.
Ἑπομένως, μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος μέσῳ αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ ὅτι ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ τὴν ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Βεβαίως, ὄχι ὁποιαδήποτε ὑπακοή, ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι κάνουν ὑπακοή, διότι ἂν ὑπακοῦμε πατέρες ἀνυπότακτους, εἶναι σὰν νὰ ἐπιτρέπουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ μᾶς καθοδηγοῦν τυφλοί, μὲ τελικὸ προορισμὸ τὸν ψυχικό μας (καὶ τὸν σωματικὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις) θάνατο.
Μόλις ἐπέστρεψαν πίσω στὸ λιμάνι καὶ ξεφόρτωσαν τὸ δίχτυ, ὁ Πέτρος ἔκθαμβος πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ ἔχοντας συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν παρακάλεσε: «Κύριε, φύγε ἀπὸ κοντά μου, διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος». Γιὰ νὰ φτάσει ὁ Πέτρος στὸ σημεῖο νὰ κατανοήσει τόσο γρήγορα τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν ἐμπιστευθεῖ ἀπόλυτα, σημαίνει ὅτι εἶχε καθαρή, ἁγνὴ καρδιὰ καὶ συνείδηση. Σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ΄ ἡμῶν ποὺ ἀντὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε μὲ νηφαλιότητα τὰ καλὰ ἔργα τοῦ καθενός, βασιζόμαστε σὲ φῆμες καὶ σχηματίζουμε διαστρεβλωμένες, ψεύτικες εἰκόνες τὶς ὁποῖες φτάνουμε σὲ σημεῖο νὰ πιστεύουμε ὡς ἀληθινές.
Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο θαυμαστὴ ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ὁ Πέτρος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του. Ὁ Πέτρος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο μέχρι καὶ νὰ στέκεται κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς τοῦ προσέφερε τὸ μέγιστο ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἔκανε, δηλαδὴ Ἀπόστολό Του ἕναν ἄνθρωπο ὄχι μὲ βάση τὶς περγαμηνὲς καὶ τὰ πτυχία του, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Ἔτσι ὁ Σίμων, κατάφερε νὰ γίνει Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας.
Βεβαίως, πολὺ σημαντικὸ τμῆμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἀποδοχὴ τῆς πρόσκλησης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἀποστόλους. Ὅλοι εἶχαν τὶς δουλειές, τὶς οἰκογένειες, τὰ σπίτια τους, ὅταν, ὅμως ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε «Ἐλάτε», ἄφησαν ἀμέσως τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἂν ἄρχιζαν νὰ σκέφτονται: «καὶ τώρα τί θα τρώω, πού θὰ μένω, μήπως θὰ κρυώσω, μήπως δὲν θὰ ἀντέξω, μήπως δὲν θὰ εἶναι καλὸ νὰ ἀφήσω τοὺς γονεῖς μου καὶ νὰ φύγω;», κανένας δὲν θὰ γινόταν Ἀπόστολος Χριστοῦ.
Ἐν κατακλείδι, τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἄν πάντοτε ἔχουμε στὴ σκέψη μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὰ νοήματά του, θὰ βιώσουμε ὅλη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ κουραστοῦμε οὔτε θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ ἀσκήσουμε τὴν ὑπακοή. Θὰ εἴμαστε πρόθυμοι, μὲ πνεῦμα θυσίας. Θὰ διψᾶμε νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ προσέχουμε τοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς μας. Δὲν θὰ θεωρήσουμε ποτὲ τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δίνει πλούσια τὴν εὐλογία Του, ὅπως τὴν ἔδωσε στοὺς γνήσιους Μαθητές Του.
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος