Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἄν τίποτα δὲν γνωρίζαμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, παρὰ μόνο τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση, αὐτὴ θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ.
Ὰφηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πὼς κάποιος διδάσκαλος τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου προσέγγισε τὸν Χριστὸ κάνοντας τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Μακάρι καὶ ἑμεῖς μὲ συνειδητὴ ἐπίγνωση νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴν ἐρώτηση γιὰ νὰ ἐργαζόμαστε ἄφοβα στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἐρώτηση ἀπαντᾶ ὁ Κύριος: «Τί εἶναι γραμμένο στὸν νόμο;». Ὁ νομικὸς ἀπαντᾶ ἱκανοποιητικά: «Νὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη, τὴν ψυχή, τὴν διάνοια καὶ τὴν καρδιά, καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου». Ἀφοῦ, λοιπόν, τὴν γνώριζε τὴν ἀπάντηση, τότε γιατί ρώτησε; Φάνηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ πονηρή του διάθεση νὰ πειράξει τὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ τοῦ διέφυγε τὸ «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου εἰς τὸν αἰῶνα». Γιὰ νὰ δικαιολογήσει, τότε, τὴν ἐρώτησή του, κάνει ἄλλη μία πολὺ οὐσιαστικὴ ἐρώτηση: «Καί ποιός μοῦ εἶναι πλησίον;».
Ἡ ἀπορία αὐτὴ δίνει τὴν ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ διηγηθεῖ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.
Κάποιος ἄνθρωπος καθὼς κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ἱἐριχώ, δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τὸν ἔκλεψαν, τὸν ἄφησαν ἐτοιμοθάνατο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ ἑμᾶς. Καθὼς κι ἑμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ θέλημα τοῦ κόσμου ἤ τοῦ ἑαυτοῦ μας, οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἐπιτίθενται στὴν ψυχή, τὴν τραυματίζουν καὶ τὴν ἀφήνουν νὰ κείτεται στὴν ἀπώλεια.
Πέρασε, τότε, μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἕνας Ἱερέας καί, ἀργότερα, ἕνας λευίτης. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, προσπέρασαν τὸν ἄνθρωπο μὴ δίνοντάς του τὴν φιλάνθρωπη χείρα βοηθείας. Ἀπὸ ὅ,τι φάνηκε, ἦταν ὑποδουλωμένοι στὸν τύπο. Λάτρευαν τὸν Θεὸ τυπικὰ καὶ ὄχι οὐσιαστικά, μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Ὁ τύπος αὐτὸς ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι τηροῦν μόνο τὸ τυπικὸ μέρος τῆς χριστιανικῆς τους ἰδιότητας, δίχως νὰ πηγάζουν οἱ πράξεις τους ἀπὸ τὴν καρδιακὴ ἀγάπη, εἶναι διαχρονικὸς καὶ πολὺ προβληματικός. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πάσχουν ἀπὸ τὴν λεγόμενη οἴηση. Θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους καλύτερους ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, τοὺς ὁποίους βλέπουν ὑποτιμητικά. Θεωροῦν ὅτι μὲ τὶς αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ τὰ πολλὰ κομποσκοίνια, μὰ δίχως τὴν γνήσια ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Ὄχι. Δὲν εὐαρεστεῖται ἔτσι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς θέλει καὶ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς νηστεῖες, ἀρκεῖ νὰ ἀποτελοῦν καρδιακὸ βίωμα καὶ νὰ μὴν μᾶς προκαλοῦν τὴν ἐντύπωση ὅτι εἴμαστε ἑμεῖς οἱ πιὸ πνευματικοί, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἁμαρτωλοί.
Στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς βλέπουμε τί πραγματικὰ εὐαρεστεῖ τὸν Θεό: ἡ θυσία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ἡ ἀλληλεγγύη. Μετὰ τοὺς δῆθεν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὸν τραυματισμένο Ἰουδαῖο πέρασε ἕνας Σαμαρείτης. Πρέπει νὰ γνωρίζετε, ὅτι ἡ σχέση Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν ἦταν ἐχθρική, καθὼς οἱ πρῶτοι θεωροῦσαν τοὺς δευτέρους εἰδωλολάτρες καὶ ξένους. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ξένος, σπλαχνίσθηκε τὸν τραυματισμένο, τὸν περιποιήθηκε μὲ λάδι καὶ κρασί, θυσίασε τὴν κούραση τῆς ὁδοιπορίας, τὸν ἔβαλε πάνω στὸ γαϊδουράκι του, καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα κοντινὸ πανδοχεῖο. Ἀφοῦ τὸν ἐπιμελήθηκε, τὴν ἑπόμενη μέρα ἔδωσε δύο νομίσματα στὸν πανδοχέα, παραγγέλοντάς του νὰ φροντίσει τὸν τραυματία, καὶ ἄν ξοδέψει περισσότερα, θὰ τοῦ τὰ ἀποδώσει στὸν ἑπόμενο ἐρχομό του.
Μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς παραβολῆς, μᾶς γίνεται ξεκάθαρο ὅτι Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὅπως ψάλλουμε στὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ὁ «ξένος, ὅστις οἶδε ξενίζειν (δηλαδὴ ξέρει νὰ φιλοξενεῖ) τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους». Ὁ Κύριός μας, βλέποντάς μας κατάκοιτους καὶ τραυματισμένους ἀπὸ τὸν μισόκαλο τῆς ψυχῆς, μᾶς πλησιάζει μὲ εὐσπλαχνία, περιποιεῖται τὶς πληγές μας μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ πανδοχεῖο ποὺ δέχεται τοὺς πάντες, τὴν Ἐκκλησία Του. Μᾶς φροντίζει καὶ μᾶς δίνει νὰ νιώσουμε τὴν γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του. Ὕστερα, μᾶς ἐμπιστεύεται στὸν πανδοχέα, δηλαδὴ στὸν ἄξιο Κληρικό, χορηγῶντας του τὶς δύο Διαθῆκες, ὥστε μέσῳ αὐτῶν νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν θεραπεία καί, τελικά, στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, καὶ βεβαιώνοντάς τον ὅτι ἄν θυσιάσει κάτι ἀπὸ τὴν προσωπικότητά του ὑπὲρ τοῦ πάσχοντος, θὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ παραβολὴ κλείνει μὲ ἐρώτηση ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς τὸν νομικό: «ποιός ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιστεύεις ὅτι ἔγινε πλησίον γιὰ τὸν πάσχοντα;», γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: «ἐκεῖνος ποὺ τὸν σπλαχνίσθηκε», μὴν ἀναφέροντας κὰν τὴ λέξη «Σαμαρείτης». «Πορεύου καὶ σὺ πράττε ὅμοια», τὸν συμβουλεύει ὁ Θεάνθρωπος.
Μιμούμενοι, λοιπόν, τὸν Κύριό μας, ἔχουμε καθῆκον νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ γινόμαστε κὶ ἑμεῖς θυσία γιὰ τοὺς πάσχοντες συνανθρώπους μας. Δὲν ἀπαιτοῦνται πολλὰ γιὰ νὰ δώσουμε χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὸν πάσχοντα. Ἡ ἐλεημοσύνη συμβαίνει ὄχι μόνο μὲ τὰ χρήματα. Κὶ αὐτὰ χρήσιμα εἶναι καὶ στηρίζουν, ἀλλὰ δὲν ἀποτελοῦν τὴν μοναδικὴ ἔνδειξη ἐλεημοσύνης. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι τρόποι: αἱμοδοσία, ἐθελοντισμός, ἐπίσκεψη στὴν κλίνη τῆς ἀσθενείας ἤ, ἀκόμη, ἕνας καλὸς λόγος. Ἄν οὔτε αὐτὰ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε, ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας ἔχει τὴν δύναμη νὰ τὰ ἀναπληρώσει ὅλα.
Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ὀπτικὴ τῆς παραβολῆς, ἐπιφορτίζει τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἀνάγκη νὰ γίνει ὁ Καλὸς Σαμαρείτης, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀνώτερος, φροντίζει τοὺς πάσχοντες. Ἐν μέρει εἶναι σωστὴ ἡ ὁπτικὴ αὐτή. Ἐν μέρει, ὥστε νὰ προσφέρουμε ἀγάπη πρὸς πάντας ἀνεξαιρέτως. Πρέπει, ὅμως, νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἑμεῖς οἱ σωτῆρες, ἀλλὰ οἱ πάσχοντες. Γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναφέρει ὅτι πλησίον δὲν ἦταν ὁ ἐμπεσὼν εἰς τοὺς ληστάς, ἀλλὰ ὁ Καλὸς Σαμαρείτης, ὁ ἀνώτερος μας, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀγαποῦμε σὰν τὸν ἑαυτό μας. Τὰ μεγαλύτερα κακὰ στὴν Ἐκκλησία ἔχουν γίνει διότι κάποιοι πίστεψαν ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι οἱ καλοὶ Σαμαρεῖτες, ἀγνοῶντας ὅτι στὴν πραγματικότητα ἦταν οἱ πάσχοντες, μὲ ἀποτέλεσμα τοὺς μὲν ἀνωτέρους τους νὰ μὴν τοὺς παραδέχονται, ἀλλὰ νὰ πιστεύουν ὅτι οἱ πάντες εἶναι κατώτεροί τους.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Αὔριο ξεκινᾶ μία περίοδος ἰδανικὴ γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Καλὸ Σαμαρείτη, Χριστό. Ξεκινᾶ ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Καιρὸς νὰ ἐλαττώσουμε καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὰ πάθη μας, καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ εὐαρεστήσουμε τὸν Κύριο μὲ τὴν νηστεία ἀπὸ τὶς τροφὲς καὶ κάθε κακό, μὲ ἐντατικώτερη προσευχή, μὲ συμμετοχὴ -γιὰ ὅσους δύνανται- στὸ Ἱερὸ Σαρανταλείτουργο, μὲ ἐξομολόγηση καὶ ἐλεημοσύνη. Βέβαια, αὐτὰ εἶναι μόνιμα γνωρίσματα τοῦ χριστιανικοῦ βίου. Ἡ περίοδος τῆς νηστείας, ὅμως, εἶναι μία καλὴ εὐκαιρία νὰ ἀγωνισθοῦμε ἐντονώτερα ὑπὲρ τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ γίνει φάτνη λογική, ἄξια νὰ δεχθεῖ τὸ Θεῖος Βρέφος τῆς Βηθλεέμ.
Καλὴ Σαρακοστὴ ἀδελφοί μου,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος