Aφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ΄ [304], και αφ’ ουετελειώθησαν διά του μαρτυρίου πολλοί Xριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Kαι όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Xριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Oρθοδόξων.
Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην.
O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν(1).
Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω.
Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι.
Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.
Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη.
Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον(2). Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως.
Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.
Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια.
Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν.
Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου(3).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.
Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.
Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.
Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.
Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.
2. Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Kεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Iεροσολύμων Aρχιεπίσκοπον, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Kαι ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Kρανίου. Έστειλε δε και ο Iεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Aγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Xαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Xαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Nαόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Iερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Aγίου μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν.
3. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Aγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Kαι πώς άν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»
Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην.
O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν(1).
Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω.
Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι.
Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.
Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη.
Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον(2). Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως.
Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.
Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια.
Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν.
Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου(3).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.
Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.
Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.
Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.
Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.
2. Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Kεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Iεροσολύμων Aρχιεπίσκοπον, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Kαι ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Kρανίου. Έστειλε δε και ο Iεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Aγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Xαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Xαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Nαόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Iερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Aγίου μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν.
3. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Aγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Kαι πώς άν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»
(Συναξαριστής αγίου Νικοδήμου)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· Στέφανε, σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.