Τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἑπτά παίδων τῶν Μακκαβαίων, τοῦ Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεαζάρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μαρκέλλου, τῆς μητέρας τους Σολομονῆς καί τοῦ διδασκάλου τους Ἐλεαζάρου, ἒχει μιά ἰδιαίτερη αἲγλη. Ὂχι μόνο εἶναι τό μοναδικό μαρτύριο μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλ’ ἐπιπλέον φανερώνει τήν ἀδιάσειστη πίστη αὐτῶν τῶν Ἁγίων μέχρι θανάτου καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητά τους μέχρι τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης ἐμπνέει σέ ὃλους ἓνα σπουδαῖο δίδαγμα: ὃτι ὁ εὐσεβής λογισμός εἶναι κυρίαρχος καί ἐξουσιαστής ἐπί τῶν παθῶν (Δ΄ Μακ. α΄-7).
Οἱ Ἃγιοι, λοιπόν, ἑπτά νέοι ἀδελφοί ἦταν Ἰουδαῖοι καί ἒζησαν στά δύσκολα χρόνια τοῦ Ἀντιόχου Δ΄τοῦ Ἐπιφανοῦς (175-164 π.Χ.), ὁ ὁποῖος βασίλευσε στό ἑλληνιστικό κράτος τῆς Συρίας. Ὁ σκληρός καί ἀλαζόνας αὐτός ἀπόγονος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἰσέβαλε τό 170 π.Χ. στά Ἱεροσόλυμα, ὃπου πυρπόλησε τά πάντα, λεηλάτησε και βεβήλωσε τόν Ναό τοῦ Θεοῦ καί πλημμύρισε μέ αἷμα καί τρόμο τήν Ἁγία Πόλη. Καί δέν ἀρκέστηκε βέβαια σ’ αὐτά.
Θέλοντας νά ἐπιβάλλει σέ ὃλο τό κράτος του μία μόνη λατρεία, τήν λατρεία τῶν εἰδώλων, ἐπιχείρησε νά ἐκριζώσει τήν Ἰουδαϊκή θρησκεία, θεωρώντας την ὡς ἐμπόδιο. Γιά τόν λόγο αὐτό ἒκαψε τά βιβλία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀπαγόρευσε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἒστησε τό ἂγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διός ἀπέναντι ἀπό τόν βωμό τοῦ Θεοῦ.
Κατασκεύασε, ἐπίσης, γυμναστήρια (γιά πρώτη φορά στά Ἱεροσόλυμα) και προήγαγε κάθε κακία μέ σκοπό νά ἐξελληνίσει τούς Ἰουδαίους, ὣστε νά λησμονήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀλλάξουν ὃλους τούς πατροπαράδοτους νόμους μέ ἑλληνικά ἢθη καί ἒθιμα. Καί σάν ἐπισφράγισμα ὃλων τῶν κακῶν, ἐξέδωσε διάταγμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς Ἰουδαίους νά γευθοῦν κρέατα ἀπαγορευμένα ἀπό τόν Νόμο, χοιρινά ἢ εἰδωλόθυτα.
Πολλοί τότε Ἰουδαῖοι φάνηκαν δειλοί καί ὑπάκουσαν στήν ἐντολή τοῦ Ἀντιόχου. Ὁ Ἐλεάζαρος ὃμως, ὁ πολυσέβαστος ἐννενηντάχρονος ἱερέας καί διδάσκαλος τοῦ Νόμου ἀπεφάσισε νά βαδίσει πρῶτος τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου. Ἀφοῦ ἀπέρριψε μέ ὁρμή τό χοιρινό κρέας, τό ὁποῖο ἒβαλαν μέ τήν βία στό στόμα του, εἶπε μέ θάρρος στόν Ἀντίοχο: «Μή νομίσῃς ὃτι ἐάν γευθῶμεν μολυσμένην τροφήν εἶναι τοῦτο μικρά ἁμαρτία. Διότι τό νά παρανομῇ κανείς εἲτε εἰς μικρά εἲτε εἰς μεγάλα εἶναι τό ἲδιον. Και δέν θά παραβῶ τούς ἱερούς ὃρκους τῶν προγόνων μου, τούς ἀναφερομένους εἰς τήν τήρησιν τού Νόμου ἀκόμη καί ἂν μοῦ βγάλῃς τά μάτια καί λιώσῃς τά σπλάγχνα μου» (Δ΄ Μακ. Ε΄ 19-20, 28-29).
Ἒπειτα ἀπό αὐτήν τήν ὁμολογία, σκληροί στρατιῶτες τόν ἒσυραν βάναυσα στά βασανιστήρια. Τοῦ ἀφαίρεσαν πρῶτα τά ἐνδύματα καί ὓστερα τόν μαστίγωναν ἐπανειλημμένα καί τόν λάκτιζαν μέ δύναμη.
Ἀλλ’ ὁ σεβάσμιος γέροντας ὑπέφερε καρτερικά τίς κακοποιήσεις σάν ρωμαλέος ἀθλητής καί δέν παρεξέκλινε ἀπό τήν πίστη. Παρότι δέ τό σῶμα του εἶχε καταπληγωθεῖ καί τό αἷμα του ἒβαφε τήν γῆ παρέμεινε ἀκλόνητος, ὃταν οἱ στρατιῶτες τοῦ πρότειναν, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν θανατική καταδίκη, νά φάγει ἓνα κομμάτι κρέας ἀπό αὐτά πού ὁ Νόμος ἐπέτρεπε, νά προσποιηθεῖ ὃμως στόν Ἀντίοχο, ὃτι τρώει χοιρινό κρέας.
Ὁ ζηλωτής ὃμως τῆς πίστεως, Ἃγιος Ἐλεάζαρος, ἀρνήθηκε νά ἀτιμάσει τά γηρατειά του, νά κηλιδώσει γιά μιά στιγμή τόν ἃγιο βίο του καί νά γίνει αἰτία σκανδάλου στούς νεώτερους. Διότι αὐτός ὁ συμβιβασμός, ὃσο μικρός καί ἂν φαινόταν, σήμαινε ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί προσχώρηση στά εἰδωλολατρικά ἢθη.
Ἒπειτα, χωρίς κανέναν ἀπολύτως δισταγμό, προχώρησε πρός τό βασανιστικό ὂργανο, τό τύμπανο. Ἡ μεγάλη του θυσία ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς «ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς». Ἐπιπλέον ἒγινε παράδειγμα πρός μίμηση στούς μαθητές του καθώς καί σέ ὃλο τόν λαό.
Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐλεαζάρου παρουσιάσθηκαν στόν Ἀντίοχο οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι ἀδελφοί συνοδευόμενοι ἀπό τήν μητέρα τους. Κατάπληκτος ὁ Ἀντίοχος ἀπό τήν κοσμιότητα, τήν εὐγένεια, τήν καλλονή καί τό πλῆθος αὐτῶν τῶν νέων, προσπάθησε νά τούς παρασύρει μέ ἀπατηλές ὑποσχέσεις νά θυσιάσουν στά εἲδωλα, νά μεταβάλλουν τρόπο ζωῆς καί τελικά νά φᾶνε χοιρινό κρέας. Τούς ἀπείλησε μάλιστα ὃτι θά τούς θανάτωνε μέ σκληρά βασανιστήρια, ἐάν παρήκουαν τήν προσταγή του.
Ὡστόσο οὒτε οἱ ὑποσχέσεις οὒτε καί οἱ ἀπειλές στάθηκαν ἱκανές νά κλονίσουν τήν πίστη τῶν ἑπτά ἀδελφῶν. Ὃλοι μαζί, μέ μιά φωνή, ὁπλισμένοι μέ τόν εὐσεβῆ λογισμό, ὁμολόγησαν μέ ἀποφασιστικότητα ὃτι εἶναι ἓτοιμοι νά θυσιάσουν τήν ζωή τους, παρά νά παραβοῦν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ καί νά ἀρνηθοῦν τόν νομοθέτη Θεό. «Κοινή ἡ πνοή των, κοινός ὁ στόχος των, ἓνας ὁ τρόπος τῆς ζωῆς των, ὁ θἀνατος διά τόν Θεόν, ὂχι ὀλιγώτερον ἀδελφοί εἰς τά ψυχάς ἀπ’ ὃ,τι εἰς τά σώματα...» ἀναφωνεῖ ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἒπειτα βάδισαν κατά σειράν ἡλικίας «πρός ἐμπαιγμόν», πρός τό μαρτύριο, ἀναπτερώνοντας ὁ ἓνας τό φρόνημα τοῦ ἂλλου. Ὁ κοινός ζῆλος τους γιά τήν ἀρετή ἐνίσχυε τήν μεταξύ τους ἀγάπη καί ὁμόνοια. Ὃλοι, μέχρι καί τόν μικρότερο στήν ἡλικία, ὑποβλήθηκαν στά ἲδια φρικτά βασανιστήρια. Τούς ἒκοψαν τήν γλώσσα, τούς μαστίγωσαν σκληρά, ξερίζωσαν τό δέρμα τοῦ κεφαλιοῦ τους μαζί μέ τά μαλλιά, τούς ἒκοψαν χέρια καί πόδια, τούς ἒριξαν σέ πυρακτωμένους λεβήτες καί τηγάνια.
«Τίς οἶδε, τίς ἢκουσεν, οἳους ἀγῶνας στερρῶς ἐπεδείξαντο, οἱ τοῦ νόμου φύλακες, οἱ Σολομονῆς υἱοί, ἀθλήσαντες μιᾷ ψυχῇ, ἑνί φρονήματι;» ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ὁ Ἃγιος Ἀνδρέας Κρήτης. (ὠδή α΄ καν.)
Μέσα σέ ὃλα αὐτά τά φρικτά βασανιστήρια οἱ ἃγιοι παρέμειναν ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἡ ζωντανή πίστη τους στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἡ ἀκλόνητη πεποίθησή τους ὃτι ὁ δίκαιος Θεός θά τούς χαρίσει νέο δοξασμένο σῶμα, ἐνέπνεε στήν ψυχή τους θάρρος καί καρτερία. Ἐπιπλέον, ἡ ἀταλάντευτη ἐλπίδα τους στή μέλλουσα ζωή καί τήν ἀτελεύτητη μακαριότητα ἀποτελοῦσε τήν παντοδύναμη ἀσπίδα, ἡ ὁποία τούς προεφύλασσε ἂκαμπτους καί ἀδάμαστους.
Ἐξάλλου καί ἡ εὐσεβής Σολομονή, ἡ αξιοθαύμαστη μητέρα τους, ἂν καί ἒβλεπε τά παιδιά της νά βασανίζονται καί νά θανατώνονται ὃλα τήν ἲδια ἡμέρα ἀπό τόν εἰδωλολάτρη τύραννο, «δέν ὠλοφύρετο μέ θρήνους, ἀλλ’ εἶχε σάν ἀδαμάντινον τόν νοῦν καί σάν νά γεννοῦσε ἐκ νέου τούς υἱούς της εἰς τήν ἀθανασίαν». (Δ΄ Μακ. ιστ΄ 11-13)
Μεταβάλλοντας δέ μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν γυναικεία τρυφερότητα σέ ἀνδρικό θάρρος, πυρπολοῦσε τίς ψυχές τους, τά παρότρυνε στή θυσία καί τά πρόετρεπε νά μή δειλιάσουν στούς κόπους τῆς εὐσεβείας ἀλλά νά δείξουν ἀνδρεία καί παρρησία. Ἀγωνιοῦσε μήπως ἓνα ἀπό τά παιδιά της στερηθεῖ τό μαρτυρικό στεφάνι.
Καί ἐνῶ ἡ ἡρωϊκή αὐτή μητέρα συνέπασχε καί βασανιζόταν σκληρά μέ τούς πόνους τοῦ καθενός παιδιοῦ της, δέν κάμφθηκε καί δέν μετέβαλλε γνώμη, χάριν τῆς εὐσεβείας. Ὁ εὐσεβής λογισμός δυνάμωνε τήν καρδιά της, ὣστε νά παραβλέπει τήν πρόσκαιρη στοργή πρός αὐτά. Ἒτσι δέν ἒβλεπε στήν γῆ, ἀλλ’ ἀτένιζε πρός τόν Οὐρανό, πρός τά μέλλοντα. Καί ὃταν πλέον ἐξασφάλισε ἓνα-ἓνα τά παιδιά της στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ, ὑπέρτατα εὐτυχισμένη, ὃρμησε μόνη της μέσα στήν φωτιά, γιά νά μήν ἀγγίξει κανείς τό σῶμα της.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐμβαθύνοντας στά μύχια τῆς καρδιᾶς της, κατενόησε τό μέγεθος τοῦς ἀγῶνα της καί εὒστοχα σημείωσε: «εἰ γάρ καί φιλόσοφος ἦν, ἀλλά μήτηρ· εἰ καί τῷ ζήλῳ τῆς εὐσεβείας ἒζεεν, ἀλλά καί τῷ δεσμῷ τῶν ὠδίνων κατείχετο». Κατώρθωσε ὃμως νά προσφέρει καί τά ἑπτά παιδιά της στόν Θεό καί ἒπειτα νά προσθέσει τόν ἑαυτό της στήν ἱερή παράταξή τους, ὡς ἑπτά φορές μάρτυρας.
Ἂν καί οἱ Ἃγιοι Μακκαβαῖοι μαρτύρησαν σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία δέν εἶχε ἀκόμη συντελεσθεῖ ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ, συγκαταλέγονται ὃμως στό χορό τῶν Ἃγίων Μαρτύρων, διότι θυσιάστηκαν χάριν τοῦ Νόμου, δηλαδή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἒδωσε τόν Νόμο. Ὁ δέ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὃτι«ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε γίνει γνωστός καί πρίν τήν ἐνανθρώπισή του, εἰς ὃσους ἦσαν καθαροί εἰς τόν νοῦν».
Ἐπίσης, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὃτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά εἶχε στήν φωτισμένη του διάνοια τούς γενναίους αὐτούς μάρτυρες, ὃταν ἒγραφε στήν ἐπιστολή του πρός Ἑβραίους: «Ἂλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν, ἳνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν. Ἒτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἒλαβον...» (Ἑβρ. ΙΑ΄, 35-36).
Τό σεπτό λείψανο τῆς Ἁγίας Σολομονῆς σώζεται ὁλόκληρο στό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τους τήν 1η Αὐγούστου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Α΄ Μακ. (1, 1-64), Β΄ Μακ. (7, 1-42), τόμος ΙΕ΄, Ἒκδοσις Β΄, Θεσσαλονίκη 1970.
2. Ἁγία Γραφή-Βίβλος, Ἑρμηνευτική ἀπόδοση Ἰωαν. Θ. Κολιτσάρα, Ἐκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, τόμος 3ος Α΄ Μακ., Β΄Μακ. (κεφ. ΣΤ΄-Ζ΄), τόμος 5ος , Δ. Μακκαβαίων, «ΖΩΗ», 1981.
3. Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 33ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Περί Ἐλεαζάρου καί τῶν ἑπτά παίδων», σελ. 21-45, Θεσσαλονίκη 1985.
4. Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 36ος , 3 ὁμιλίες «Εἰς τούς Ἁγίους Μακκαβαἰους», σελ. 351-387.
5. Γρηγορίου Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Εἰς τούς Μακκαβαίους», σελ. 15-39, Θεσσαλονίκη 1980.
6. Παναγ. Ι. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἀθῆναι 1937, «ΑΙ ΒΙΒΛΟΙ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ», σελ. 249-260 καί 630.
7. ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΚΟΥΛΗ, Ἀκτίς χρονολογική Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐν Λεμησσῷ Κύπρου 1909, σελ. 271.
8. π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, «Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν», ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», σελ. 28, Θεσσαλονίκη 2005.
9. Μηναῖον Αὐγούστου, Ἀθῆναι 1904, 1η Αὐγούστου.
10. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Η΄, Ἒκδοσις Β΄, 1963, σελ. 11-19.
ΠΗΓΗ: http://www.bigr.gr
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἐπτάριθμον δῆμον, σὺν τὴ μητρὶ Σολομονὴ τὴ ἁγία, καὶ Ἐλεάζαρ ἅμαεὐφημήσωμεν οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι' ἀγώνων νομίμων, ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες, τῶν τοῦΝόμου δογμάτων καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστωςπρεσβεύουσι.