Προ ολίγων ημερών ακούσθηκε από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας μια «ενδιαφέρουσα» ομιλία σχετική με το πολύ σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα το οποίο απειλεί την πατρίδα μας με την μελλοντική εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, η ομιλία περιλάμβανε στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν με εγκυρότητα την διαρκή αύξηση της υπογεννητικότητας και την αντιστρόφως ανάλογη αριθμητική υπεροχή του ηλικιωμένου πληθυσμού έναντι του ανηλίκου.
Η απάντηση μας σε αυτό το παραλήρημα είναι ξεκάθαρη. Αν αυτοί -ως Κυβερνήτες του Ελληνικού κράτους- είναι οι διάδοχοι του Καποδίστρια, τότε τα μαρτυρικά λείψανα των προγόνων μας, που μέχρι τώρα αναπαύονταν στην αιματοβαμμένη και χιλιοδόξαστη ελληνική γη, θα τρίξουν.
Τέτοιου είδους προσβλητικές δηλώσεις από πολιτικούς ταγούς προκαλούν όχι απλώς πόνο και θλίψη, αλλά την αγανάκτηση και την οργή του ελληνικού λαού, ο οποίος 200 χρόνια μετά την απελευθέρωσή του, ακόμη στραγγαλίζεται από ανθρώπους που δεν τον αγάπησαν, που δεν αγάπησαν αυτή τη γη. Περίεργο πάντως... Δίχως να αγαπούν το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομότροπον, νοιάζονται με τόση ευαισθησία για το αλλότριον.
Αδελφοί μου, οι φέροντες τα ηνία, οι οποίοι θα έπρεπε να μας ξεσηκώνουν υπέρ των δικαίων της πατρίδας, της πίστης και της οικογένειας, είναι οι πρώτοι που σπεύδουν να τα θάψουν. Μια φωνή μας πιέζει τα σωθικά: «φτάνει πιά!»∙ γιατί «ἐὰν ἡμεῖς σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται».
Κανένας δεν μιλά, διότι εκείνος που μιλά για ιδανικά είναι γραφικός, εκείνος δε που μιλά για έθνος, είναι ρατσιστής. Δεν είμαστε ρατσιστές, ούτε έχουμε κάτι με τους ανθρώπους οι οποίοι προτάθηκαν ως «σωτήρες» του δημογραφικού μας προβλήματος. Στην Αγάπη αφιερωθήκαμε και Αυτήν εκπροσωπούμε. Δεν ανεχόμαστε όμως τον ρατσισμό εναντίον μας. Δεν ανεχόμαστε -σεβόμενοι τους αγώνες των προγόνων μας- να καταντήσουμε ξένοι στον ίδιο μας τον τόπο, υπόδουλοι στο μισοφέγγαρο που αν αδιαφορώντας το αφήσουμε, θα γίνει «πανσέληνος».