Ὁμιλία Κυριακῆς ΙΓ΄ Λουκᾶ στὴν Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς
Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο (Λατίνια) Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 27-11/10-12-2023, μὲ τίτλο: «Θυσία γιὰ τὸν Θεό»:
Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο (Λατίνια) Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 27-11/10-12-2023, μὲ τίτλο: «Θυσία γιὰ τὸν Θεό»:
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκὰ ὅτι κάποιος νέος, πλούσιος σφόδρα, θέλησε νὰ πειράξει τὸν Κύριό μας, γιὰ αὐτὸ Τὸν πλησίασε καὶ ἀνέπτυξε μαζί Του τὸν ἑξῆς διάλογο:
- Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;
- Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
- Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνω ἀπὸ παιδί.
- Τότε, λοιπόν, (ἀφοῦ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ σοῦ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς), ἕνα σοῦ λείπει. Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσ΄ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Ὤχ! Πολὺ σκληρὰ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν νεαρό (καὶ ὄχι μόνο)· σὰν μαχαίρι στὴν καρδιά. Χωρὶς περισσότερα λόγια κατέβασε λυπημένος τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριὰ καὶ αὐτὸ διότι εἶχε πολλὰ χωράφια καὶ πλούτη.
Τὸ κακό, βέβαια, δὲν ἦταν ὅτι εἶχε χωράφια καὶ πλούτη. Ὄχι. Καὶ ἄλλοι εἶχαν χωράφια καὶ πλούτη, ἀλλὰ μὲ τὴν σωστὴ διαχείριση ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα τοῦ νέου;
Κάπου μέσα στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεὶ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Ὁ θησαυρὸς τοῦ νέου, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά του, τὸ πρῶτο καὶ κύριο ζητούμενό του, ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς ἦταν δεμένος μὲ αὐτά, ἀλλὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη ἦταν ἡ καρδιά του. Γιὰ αὐτὸ λυπήθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσει ὅλα στοὺς πτωχούς. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεριζώσει τὴν ἴδια τὴν καρδιά του.
Καὶ βέβαια, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα. Τοῦ εἶπε, ἁπλῶς, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Στὴν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας ἔφτασε ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς καὶ αἰσθανόταν ἀκόμη ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν ψυχή του. Δὲν αἰσθανόταν ἱκανοποιημένος. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι παρὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν βάδιζε πρὸς τὴν σωτηρία.
Αὐτὸ συνέβαινε διότι, πράγματι, κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἤξερε ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὶ ἦταν αὐτό. Τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος γινώσκει τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἔλειπε ἡ ψυχικὴ ἐλευθερία. Δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, διότι ἡ περιουσία του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω.
Ὁ Κύριός μας τοῦ πρότεινε τὸ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του: ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό, ἀκτημοσύνη. Ἀκτημοσύνη σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα στὴν κατοχή μας. Ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δὲν φοβᾶσαι μήπως χάσεις κάτι. Μὲ κάθε δικαίωμα καὶ ἐξουσία μίλησε γιὰ ἀκτημοσύνη ὁ Δεσπότης Χριστός, διότι ἦταν καὶ ὁ Ἴδιος ἀκτήμων, καθὼς οὔτε μόνιμη κατοικία δὲν εἶχε. Οἱ Μαθητές Του ἦταν, ἐπίσης, ἀκτήμονες. Κι ὅμως, κατάφεραν καὶ ἐπιβίωσαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐπιβίωναν, ὅταν μέχρι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα οὔτε σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, τρέφονται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα;
Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένων σὲ Ἐκεῖνον Μαθητῶν του, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μιμήθηκαν καὶ μιμοῦνται μέχρι τὴς ἡμέρες μας ὅσοι ἀπαρνήθηκαν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ σήκωσαν τὸν Σταυρὸ τὴς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὴν ἀκτημοσύνη ἔχουν ὡς βάση οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Μοναχὲς καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθὰ καὶ τὴν κατοπινὴ Ἀνάσταση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πορεία δοκιμάζουν πολλὲς φορὲς στεναχώριες, ἀλλὰ ὅλες καλύπτονται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐνίσχυση ποὺ προσφέρει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ἡ ἀκτημοσύνη φαντάζει ἀδύνατη ἢ καλύτερα «μωρία». Τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅμως, σφάλλουν ἀρκετὰ συχνά. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ καθημερινῶς. Τόσα πράγματα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος τὰ ὁποῖα τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουν τὴν ζημίωσή του. Γιὰ αὐτό, ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἀνέτρεψε τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, κηρύττοντας στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ εἰσὶ» καὶ «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».
Τὴν ἀκτημοσύνη προτείνει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Οἱ ὑπόλοιποι, ὀφείλουν πρὶν τὴν κοίμησή τους –μεταξὺ ἄλλων- νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχικὰ μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, νὰ συγχωρέσουν ὅσους τοὺς πίκραναν καὶ νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιοι πίκραναν καὶ δεύτερον, νὰ ἔχουν τακτοποιήσει τὸ μέλλον τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, σὲ ποιὸν θὰ μεταβιβασθεῖ τὸ κάθε τί.
Ἐπίσης, ἂν κάποιος θεωρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀκατόρθωτη τὴν τελειότητα διὰ τῆς ἀκτημοσύνης, τουλάχιστον ἂς μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ «πειράζει» τοὺς συνανθρώπους του, ἂς ἐργάζεται μὲ ταπεινοφροσύνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἔχει σὰν κορώνα στὸ κεφάλι του τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ὁμιλία στὴν Ἱερὰ Γυναικεία Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο Λαρίσης ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα ἐπὶ τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος
(Θ΄ Λουκᾶ, ἄφρονος πλουσίου):
«Να ανεβαίνουμε πνευματικά και να αποφεύγουμε την αφροσύνη»
Λόγῳ τεχνικοῦ προβλήματος ἡ Ὁμιλία διακόπτεται ἀπότομα πρὶν ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωσή της. Στὴν ἑπόμενη ἐγγραφὴ ὑπάρχει πλήρης μέχρι τὸ τέλος της:
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
«Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ χάσει τὴν ψυχή του; Ἢ τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του»; Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση διαχρονικὰ ἀπευθύνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς πρὸς τὸν καθένα μας. Ὅλοι τὴν ξέρουμε τὴν ἀπάντηση· ἀκόμη καὶ τὰ πάντα νὰ κατέχει κανείς, ἀκόμη καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ ἔχει ὑποτάξει, ἂν χάσει τὴν ψυχή του, χάθηκε γιὰ πάντα.
Αὐτὴ ἡ μεγίστης σημασίας ἀλήθεια, ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, τῆς παραβολῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου.
Ἡ παραβολὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: ὁ Θεὸς εὐλόγησε, καὶ τὰ χωράφια κάποιου ζάμπλουτου ἀνθρώπου ἀπέδωσαν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ποσότητα καρπῶν. Πραγματικά, ἀνεπανάληπτη εὐλογία! Καὶ ποιός δὲν θὰ χαιρόταν νὰ ξέρει ὅτι ἔχει τόσο μεγάλο πλεόνασμα ἀγαθῶν; Κι ὅμως, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν χάρηκε, ἀλλὰ ἀνησυχία ἄρχισε νὰ βασανίζει τὸ μυαλό του. Παράξενο κὶ ὅμως ἀληθινό. Μεγάλη ἀνησυχία: «τί θὰ κάνω τώρα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος στὶς ἀποθῆκες μου»; Ἡ λύση βρέθηκε γρήγορα. Ἐννοεῖται πὼς ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, ἡ θρέψη τῶν πεινασμένων καὶ οἱ λοιπὲς ἀγαθοεργίες ἀπουσίαζαν ἀπὸ τὴν λύση ποὺ ἔδωσε τελικά: «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω νέες, μεγαλύτερες. Καὶ τότε, (τί «χαρά»!) θὰ μπορῶ νὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Νὰ ἀναπαύεσαι, νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰεὐφραίνεσαι». Κι ἀφοῦ ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωποςἀναλογίστηκε αὐτά, ἄκουσε τὴν συνταρακτικὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: ἄφρονα, ἄφρονα, αὐτὴ τὴν νύχτα θὰ ἀπαιτήσουν ἀπὸ σένα τὴν ψυχή σου οἱ δαίμονες. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἐτοιμάσει, ποιανοῦ θὰ εἶναι τώρα;
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μιὰ ζωὴ θησαύριζε ἀχόρταγα γιὰ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς ποτὲ νὰδώσει σημασία στοὺς συνανθρώπους του ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκε πάμφτωχος, ἄδειος καὶἐντελῶς ἀξιολύπητος. Εἶχε, δυστυχῶς, πιστέψει ὅτι θὰ ζοῦσε αἰώνια σὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Ἡ τύφλωσή του ἀπὸ τὸπάθος τῆς πλεονεξίας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ δεῖ ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος πάντοτε παραμονεύει καὶ ποτὲ δὲνκάνει διακρίσεις. Ἔπεσε στὸν λάκκο ποὺ ὅ ἴδιος εἶχε σκάψει. Βυθίστηκε στὴν δυστυχία τὴν ὁποία ἡ ἴδια του ἡεὐτυχία τοῦ προσέφερε. Καὶ κάπως ἔτσι, ἡ ἠδονὴ ἔγινε… ὁδύνη.
Ξέρετε, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς ὅ,τι μᾶς δίνει, τὸ ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνει γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν σωτηρίαμας. Βέβαια, παράλληλα μᾶς δίνει τὴν ἐλεύθερη βούληση νὰ ἐπιλέξουμε ἂν μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχει δώσει θὰἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἤ τὸν θάνατό μας. Μάλιστα, τὴν ἐπιλογή μας τὴν σέβεται ἀπόλυτα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα μέσα στὴν περικοπή. Παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ πλούσιος διαχειριζόταν λανθασμένα τὸν πλοῦτο τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ κατέχει, ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος εὐλόγησε ὥστε τὰ χωράφια του νὰ καρποφορήσουν θαυμαστά. Ἐπιβεβαιώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ Θεὸς βρέχει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἀνατέλλει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους προσδοκῶντας τὴν σωτηρία ὅλων.
Ἡ εὐλογία τοῦ νὰ ἔχει κάποιος πολλὰ χρήματα εἶναι ταυτόχρονα μεγάλη εὐθύνη γιὰ σωστὴ διαχείριση. Ὁ Θεὸς ἐμπιστεύεται πλούτη σὲ ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἀσκήσουν μὲ εὐλάβεια τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ ἀναπαύσουν τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας, γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ προσωρινοὶ διαχειριστές. Ἡ χρηστὴ αὐτὴ διαχείριση ὁδηγεῖ τοὺς πλουσίους στὸν Οὐρανό. Ἂν, ἀντιθέτως, οἱ πλούσιοι ἔχουν τὸ σκεπτικὸ τοῦ ἄφρονος τῆς περικοπῆς καὶ ζοῦν μόνο γιὰ τὴν ἀτομική τους διασκέδαση καὶ ἄνεση, ξεκινοῦν νὰ βιώνουν τὴν κόλαση ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἄργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀφήνοντας τὰ πάντα πίσω τους.
Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὴν διαχείριση τοῦ πλούτου, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ κάθε εἴδους ἀξιώματα. Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ τὰ ἀξιώματα ὥστε διὰ τῆς ὀρθῆς διαχείρισης νὰ προαχθεῖ τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ συμφέρον τῶν ἀνθρώπων. Ἡ λανθασμένη διαχείριση τῶν ἀξιωμάτων, ἡ ἐγωιστικὴ ἐκμετάλλευσή τους μὲ στόχο τὴν ἱκανοποίηση ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν φέρει, δυστυχῶς, τὰ ἀντίθετα ἀποτελέσματα, τὴν ζημίωση τόσο τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ διαχειριστῆ.
Τὸ σημαντικότερο ἴσως μήνυμα ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἅπαντες, καὶ φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἶναι ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη γιὰ συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση. Ὀφείλουμε νὰ γρηγοροῦμε διότι δὲν ξέρουμε τὴν ἡμέρα, οὔτε τὴν ὥρα ποὺ θὰ κληθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτῆ. Τὸ ὅτι ἡ σημερινὴ περικοπὴ εἶχε ὡς θέμα τὸν πλούσιο καὶ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, δὲν μᾶς ἀφήνει ὅλους τοὺς ὑπολοίπους ἀδιάφορους, διότι ὁ καθένας ἔχει τὰ ὅποια πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅπως ὁ πλούσιος καθῆκον εἶχε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πλεονεξία, ἔτσι καὶ ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ ὅ,τι μᾶς βαραίνει. Μὴν ἀφήνουμε τὴν ἀπελευθέρωσή μας γιὰ ἀργότερα, διότι μπορεῖ νὰ μὴν προλάβουμε.
Ἡ Χάρις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σκεπάζει ὅλους!
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὁ νέος δράκοντας τῆς ἱστορίας, ὁ ὁποῖος μεταμφιεσμένος σὲ ἀκίνδυνο καὶ εἰρηνικὸ πρόβατο μὲ τὰ κηρύγματα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, παρασύρει στὰ σκοτεινὰ σπλάχνα του ἀνυποψίαστους Χριστιανούς, μὲ συνεργοὺς δυστυχῶς ψευδοεπισκόπους, ψευδοϊερεῖς καὶ ψευδοθεολόγους.
Διεπίστωσαν οἱ ἡγέτες τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ὅτι ἡ ἄσκηση βίας ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς νέους διωγμούς, εἶναι λιγότερο ἀποτελεσματικὴ ἀπὸ τὸν ὑποκριτικὸ ἀγαπισμὸ καὶ τὰ κηρύγματα τῆς ἑνότητας, μὲ τὰ ὁποῖα σπρώχνουν πολλοὺς στὸ στόμα τοῦ Δράκοντος, τοῦ παμφάγου Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Συγκρητισμοῦ.
Δὲν ἐγκαταλείπουν βέβαια καὶ τὴν παλαιὰ μέθοδο, τῶν διωγμῶν, τῆς καταδίκης, τῆς συκοφαντίας ὅσων ἀντιτίθενται στὸ καταστροφικό τους ἔργο...
...Γέμισε μέ ἀγκάθια τήν Ἐκκλησία ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού τά ποτίζουν καί τά φουντώνουν «Ὀρθόδοξοι» πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί λαϊκοί θεολόγοι, καί εἶναι ἐλάχιστοι οἱ Γεώργιοι, οἱ γεωργοί τῆς Εὐσεβείας, τῆς Ὀρθοδοξίας, πού πασχίζουν νά τά ξερριζώσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του, στὴν ἄνοιξη τῆς νιότης του, περιφρόνησε ὅλα τὰ ἡδέα καὶ εὐχάριστα, πλοῦτο, ἀξιώματα, συναναστροφές, ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια, μιμήθηκε τὰ πάθη τοῦ Ἐσταυρωμένου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀνέστησε ἀκόμη καὶ νεκρούς, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἀπήλλαξε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων.
Ποιοί καὶ πόσοι ἀγωνίζονται σήμερα γιὰ νὰ ξερριζώσουν τὴν πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας τοῦ Διαβόλου; Αἰσθάνονται ἆραγε λίγη ἐντροπή, οἱ Οἰκουμενιστὲς κληρικοί, ὅταν ἑορτάζουν καὶ ἐξυμνοῦν κατὰ τὶς ἑορτὲς τὰ κατορθώματα, τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως;
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Θ' Λουκά (Ἐφεσ. ε΄ 8-19)
Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· — ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· — δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.
1. «Τέκνα φωτὸς»
Πυκνὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης παρασύρει τὸν κόσμο σὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα. Κι ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει ν’ ἀναζητᾶ φῶς κι ἐλπίδα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ καλεῖ τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς νὰ γίνουν αὐτοὶ φῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἐφόσον εἶστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο, ἀκτινοβολεῖτε τὸ φῶς Του, γράφει. Κι ἐσεῖς λοιπόν, «ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε». Νὰ συμπεριφέρεστε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτός· σὰν ἄνθρωποι ποὺ ὅλη τους ἡ ζωὴ εἶναι φῶς, καὶ λάμπουν μὲ τὴν ἀρετή τους.
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου ἀπηχεῖ τὸν παρόμοιο λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14). Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι ἔχετε προορισμὸ μὲ τὸ φωτεινό σας παράδειγμα καὶ μὲ τὰ λόγια σας, ποὺ μεταδίδουν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σὲ πνευματικὸ σκοτάδι.
Ὁ πιστὸς χριστιανὸς ὅταν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεται τὸ ἀναμμένο λυχνάρι ποὺ ρίχνει φῶς μέσα στὴ νύχτα καὶ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, καθέναν ὁ ὁποῖος ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν σωστὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν προορισμό του. Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ φῶς δριμὺς ἔλεγχος γιὰ τὸν πονηρὸ καὶ διεφθαρμένο κόσμο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ προβάλει καὶ ἐπιβάλει τὰ σκοτεινά του ἔργα ὡς τρόπο ζωῆς παρασύροντας πολλούς.
Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, νὰ πλημμυρίζει τὴ ζωή μας μὲ τὸ δικό Του φῶς, κι ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του καὶ τὴ συμμετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήρια, ὥστε νὰ γίνουμε, ὅπως γράφει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος, «τέκνα φωτός»!
2. «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν»
Συνεχίζοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὶς συμβουλές του πρὸς τοὺς Ἐφεσίους, τοὺς συνιστᾶ νὰ συμπεριφέρονται μὲ σύνεση καὶ φρόνηση, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Τοὺς προτρέπει δηλαδὴ νὰ ἀξιοποιοῦν πνευματικὰ κάθε εὐκαιρία, νὰ τὴν ἁρπάζουν ἀμέσως. Νὰ μὴν τὴ χάνουν, διότι ἐξαιτίας τοῦ κακοῦ ποὺ ἐπικρατεῖ, οἱ ἡμέρες εἶναι γεμάτες σκάνδαλα, καὶ γι’ αὐτό, ἐνῶ οἱ εὐκαιρίες γιὰ τὸ καλὸ εἶναι σπανιότερες, οἱ ἀφορμὲς γιὰ τὸ κακὸ εἶναι πολὺ περισσότερες.
Πόσο ἐπίκαιρος ἀκούγεται σήμερα αὐτὸς ὁ θεόπνευστος λόγος! Ζοῦμε πράγματι σὲ ἡμέρες ἀποκαλυπτικές: «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Στὶς μέρες μας τὸ κακὸ ὄχι ἁπλῶς κυριαρχεῖ, ἀλλὰ διατυμπανίζεται ὡς καλό. Καθημερινὰ βλέπουμε ὅτι διαστρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ καλοῦ, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ ἀληθινὰ ὡραίου. Ἡ βία, ἡ ἀνηθικότητα κι οἱ κάθε εἴδους ἁμαρτωλὲς ἐξαρτήσεις διαφημίζονται παντοῦ, ἀκόμη καὶ στὰ μικρότερα παιδιά.
Χρειάζεται λοιπὸν ἰδιαίτερη προσοχή. «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν», λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Προσέξτε! Μὴν παρασύρεστε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ κόσμου. Μὴ σπαταλᾶτε τὸν χρόνο σας σὲ διασκεδάσεις ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή σας. Μὴν ἀφήνετε τὸν ἑαυτὸ σας ἐκτεθειμένο νὰ βλέπει καὶ νὰ διαβάζει ὁτιδήποτε προβάλλεται. Ἀξιοποιῆστε τὸν χρόνο σας συμμετέχοντας σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ διακονίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Φροντίστε νὰ καλλιεργεῖτε τὴν ψυχή σας μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ προσευχή. Κάνετε τὴν αὐτοκριτική σας, ἐξομολογηθεῖτε καὶ λάβετε δυνατὲς ἀποφάσεις γιὰ πιὸ συστηματικὸ ἀγώνα στὸ ἑξῆς. Τώρα εἶναι εὐκαιρία!
3. Μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς
Μὲ αὐστηρότητα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μίλησε στοὺς χριστιανοὺς γι’ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν. Ὡστόσο δὲν μένει στὸ ἀρνητικό. Τοὺς καλεῖ νὰ γευθοῦν καὶ τὶς χαρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Λέγει: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ»· νὰ γεμίζετε μέσα σας μὲ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ τέρπετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, τραγουδώντας καὶ ψάλλοντας μὲ τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ψαλμωδία γαληνεύει τὸν ἄνθρωπο, καταπραΰνει τὰ πάθη, διώχνει τοὺς κακοὺς λογισμούς, δίνει ὤθηση στὴν προσευχή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στὴ θεία λατρεία ὕμνους καὶ ψαλμωδίες, ἀφενὸς μὲν ὡς ἔκφραση δοξολογίας, ἀφετέρου δὲ ὡς μέσο ἀγωγῆς καὶ διδασκαλίας τῶν πιστῶν. Κι οἱ ἅγιοι Πατέρες, σύμφωνα μὲ τὸ γραφικὸ «εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (Ἰακ. ε΄ 13), μᾶς συνιστοῦν νὰ ψάλλουμε σὲ κάθε περίσταση ποὺ θέλουμε νὰ ξεκουράσουμε τὸ πνεῦμα μας ἢ νὰ τονώσουμε τὴν ψυχή μας.
Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ ἀναζητοῦμε ἁγνοὺς τρόπους ψυχαγωγίας καί, τὸ κυριότερο, ἂς καθαρίζουμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι μόνο τότε μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς.
Ὁσίου Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς
…Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου.
Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.
Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησή μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.
Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία…
(Ἀπόσπασμα Ὁμιλίας στὴν Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν,
ἀπὸ τὸν ἱστότοπο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
Τοῦ κ. Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ
Μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατὰ τοῦ Νεοπαπισμοῦ τοῦ Φαναρίου[1], καὶ ἐπειδὴ οἱ θιασῶτες του ἰσχυρίζονται πὼς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσον (primus sine paribus)»[2], δημοσιεύω παρακάτω λίγα ἀποσπάσματα ἀπὸ κάποιες πολὺ σημαντικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Πάπα Ρώμης Μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου († 604), τὶς ὁποῖες συνέγραψε μὲ ἀφορμὴ τὸν πρόσθετο τίτλο «Οἰκουμενικὸς» ποὺ εἶχε μόλις προσλάβει ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς († 595).
Καὶ τότε μὲν ἐπρόκειτο γιὰ παρεξήγηση, διότι τὸν τίτλο «Οἰκουμενικὸς» οἱ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἐκλάμβαναν ἁπλῶς ὡς τιμητικὸ τίτλο (μιᾶς καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς «Οἰκουμένης», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία), ἦταν δηλαδὴ μία «κενὴ καὶ ἀσήμαντος λέξις»[3], καὶ ὄχι τίτλος ποὺ νὰ ὑποδηλώνει δῆθεν κάποιο πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ διοικήσεως σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅπως φοβόταν ὁ Μέγας Γρηγόριος.
Ὅμως ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας ὁ φόβος αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος, μιᾶς καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεοπαπισμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξαπλώνεται ὡς καρκίνωμα[4] καὶ ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως αὐτῆς δημιουργοῦνται νέα – καὶ στερεώνονται παλαιὰ – σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐπίκαιρα καὶ θὰ βοηθήσουν τοὺς πραγματικὰ Ὀρθοδόξους νὰ ἀντιμετωπίσουν ἁγιοπατερικὰ τὴν ἐκτροπὴ αὐτήν.
Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου εἶναι καταπέλτης ἐνάντια στὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας[5] κάθε Ἐπισκόπου ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ ἄρχει πάνω σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ αὐτὸ καὶ πρωτοχρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, γιὰ νὰ πολεμηθεῖ τὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης.
Γιὰ τὴ μετάφρασή τους ἔλαβα ὑπόψιν μου τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀπὸ τὴ μνημειώδη ἔκδοση τοῦ Mansi[6], ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγλική τους μετάφραση ἀπὸ ἐξίσου σημαντικὴ ἔκδοση[7].
Γράφει λοιπὸν ὁ Μέγας Γρηγόριος σὲ ἐπιστολή του τὸ 595 πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Νηστευτή, παρεξηγώντας ὅπως εἴπαμε τὸν τίτλο καὶ φοβούμενος ὅτι ὁ συνεπίσκοπός του τὸν ἐκλάμβανε κυριολεκτικὰ[8]:
«Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐσύ, Ἀδελφέ μου, χειροτονήθηκες στὴν ἀρχιερωσύνη, θυμᾶσαι τὴν εἰρήνη καὶ τὴν συμφωνία τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ βρῆκες. Ἀλλὰ δὲν ξέρω μὲ τί τόλμη ἢ μὲ ποιὸ οἴδημα ὑπερηφανείας, προσπάθησες νὰ προσοικειωθεῖς ἕνα νέο τίτλο, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ καρδιὲς ὅλων τῶν ἀδελφῶν σου θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ σκανδαλισμό.
Καὶ μένω ὑπερβολικὰ ἔκπληκτος γιὰ αὐτό, ἀφοῦ θυμᾶμαι πὼς συνειδητὰ ἀπέφευγες νὰ λάβεις τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα παρὰ τὸ ἐπιζητοῦσες. Καὶ ὅμως τώρα ποὺ τὸ ἔχεις, ἐπιθυμεῖς νὰ τὸ ἀσκήσεις σὰν νὰ τὸ εἶχες λάβει μὲ φιλόδοξη ἐπιθυμία… Γιατί πραγματικὰ (καὶ τὸ λέω κλαίγοντας καὶ μὲ βαθύτατη θλίψη στὴν καρδιὰ) ἀποδίδω στὶς ἁμαρτίες μου, ὅτι ὁ Ἀδελφός μου αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου μὲ τὸν κύριο στόχο νὰ ἐπαναφέρει τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων στὴν ταπεινοφροσύνη, μέχρι στιγμῆς δὲν κατάφερε νὰ ἐπανέλθει σὲ αὐτήν· ὅτι αὐτὸς ποὺ διδάσκει τὴν ἀλήθεια σὲ ἄλλους δὲν ἔχει συναινέσει νὰ διδάξει τὸν ἑαυτό του, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν ἐκλιπαρῶ γιὰ αὐτό.
Προσεύχομαι νὰ σκεφτεῖς ὅτι μὲ τὴν ἄφρονα ὑπεροψία σου, διαταράσσεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ εἰρήνη καὶ αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἐκχέεται σὲ ὅλους τὸ ἴδιο, ἡ ὁποία Χάρη ἀναμφίβολα ἔχει τὴν δύναμη νὰ αὐξάνεται ὅσο ἐσὺ ὁ ἴδιος καθορίσεις. Καὶ θὰ γίνει πραγματικὰ πολὺ μεγαλύτερη, ὅσο συγκρατήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν σφετερισμὸ ἑνὸς ὑπερήφανου καὶ ἀνόητου τίτλου: καὶ θὰ κάνεις ἀνάλογη πρόοδο, ἂν δὲν ὑποκύψεις στὴν ὑπερβολικὴ ἀξίωση ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου.
Γιὰ αὐτό, ἀγαπητὲ Ἀδελφέ, μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ ἀγάπησε τὴν μετριοφροσύνη, μέσῳ τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ὁμόνοια ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἄκουσε κάποιους νὰ λένε, «ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. α΄, 12), ἔφριξε γιὰ ἕνα τέτοιο διαμελισμὸ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, τοῦ Ὁποίου τὰ μέλη θέτονταν κάτω ἀπὸ ἄλλες κεφαλές, λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κoρ. Α΄ 13).
Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνος ἀπέφευγε νὰ ὑποτάσσει τὰ μέλη τοῦ Κυρίου μερικῶς σὲ ἄλλες κεφαλές, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὲς ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, ἐσὺ τί θὰ πεῖς στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς Κρίσεως, ἔχοντας προσπαθήσει νὰ θέσεις ὅλα τὰ μέλη Του κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴν προσηγορία «Οἰκουμενικός»;
Ποιὸς ἄλλος, ἐρωτῶ, προτείνεται γιὰ μίμηση μὲ αὐτὸν τὸν διεφθαρμένο τίτλο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, περιφρονώντας τὶς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων, μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν συνδεδεμένος, προσπάθησε νὰ ἀνυψωθεῖ στὴν κορυφὴ τῆς μοναδικότητας, γιὰ νὰ μὴ ὑποτάσσεται σὲ κανένα καὶ νὰ φαίνεται μόνος ὑπεράνω ὅλων; Ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶπε: «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βορρᾶν ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ» (Ἡσ. ιδ΄ 13-14).
Διότι τί ἄλλο εἶναι οἱ ἀδελφοί σου, οἱ ἐπίσκοποι τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, παρὰ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ὁποίων ὁ βίος καὶ ὁ λόγος λάμπουν ἀμφότερα ἐν μέσῳ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων, ἐν μέσῳ τῶν σκιῶν τῆς νύκτας. Καὶ ὅταν ἐπιθυμεῖς νὰ θέσεις τὸν ἑαυτό σου πάνω ἀπὸ αὐτούς, μὲ αὐτὸν τὸν ὑπερήφανο τίτλο, καὶ νὰ ταπεινώσεις τὸ ὄνομά τους σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό σου, τί ἄλλο λές, ἂν ὄχι «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου»;
Δὲν εἶναι ἆραγε ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι μαζὶ νέφη, ποὺ ὡς βροχὴ στέλνουν τὸν λόγο τοῦ κηρύγματος καὶ ὡς λάμψη ἀστράπτουν τὸ φῶς τῶν καλῶν ἔργων; Καὶ ὅταν ἡ Ἁγιότητά σου τοὺς περιφρονεῖ καὶ τοὺς βάζει κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, τί ἄλλο λέει, ἂν ὄχι αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἐχθρό, ἤτοι τὸ «ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν»;»[9].
Δύο χρόνια μετὰ (597) γράφει πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μαυρίκιο:
«Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος, ἐνάντια στὰ εὐαγγελικὰ διατάγματα καὶ τὶς διατάξεις τῶν Κανόνων, οἰκειοποιεῖται ἕνα νέο ὄνομα; Θὰ ἦταν πράγματι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μειώνει τοὺς ὑπόλοιπους – ἐπιθυμώντας νὰ εἶναι «Οἰκουμενικός». Καὶ ὅμως γνωρίζουμε ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν πέσει στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως καὶ εἶχαν γίνει ὄχι μόνο αἱρετικοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχες.
Ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος διαχώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Μεσίτη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, σὲ δύο πρόσωπα, ἐπειδὴ δὲν πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ γίνει ἄνθρωπος, υἱοθετώντας τὴν ἰουδαϊκὴ ἀπιστία.
Ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται καὶ ὁ Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἂν λοιπὸν ὁ καθένας σὲ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία προσλάβει τέτοιο ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἑαυτό του κεφαλὴ τῶν πάντων, προκύπτει ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐκπίπτει (τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀρνεῖται[10]), κάθε φορὰ ποὺ θὰ πέφτει ὁ ἀποκαλούμενος «Οἰκουμενικός». Ἀλλὰ ἂς ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν αὐτὸ τὸ βλάσφημο ὄνομα (nomen blasphemiae), τὸ ὁποῖο ἀφαιρεῖ τὴν τιμὴ ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ὅταν υἱοθετεῖται ἄδικα ἀπὸ ἕνα»[11].
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα ἐπισήμανε πὼς «ὅποιος ὀνομάζεται ἢ ἐπιθυμεῖ νὰ ὀνομάζεται «Οἰκουμενικὸς Ἱεράρχης», ἀποτελεῖ – μὲ τὴν ἀνύψωσή του αὐτὴν – πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι μὲ ὑπεροψία θέτει τὸν ἑαυτό του πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»[12].
Παρόμοια ἐπιστολὴ εἶχε στείλει καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀλεξανδρείας Ἅγιο Εὐλόγιο (+607) καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἅγιο Ἀναστάσιο (+599), στὴν ὁποία ἔγραφε καὶ τὰ κάτωθι: «ὅπως γνωρίζουν οἱ σεπτὲς Ἁγιότητές σας, αὐτὸς ὁ τίτλος οἰκουμενικότητας προσφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος στὴν ἕδρα τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου, ποὺ μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπηρετῶ. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ τοὺς προκατόχους μου δὲν εἶχε ποτὲ συναινέσει νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὸν τὸν τόσο βέβηλο τίτλο (profano vocabulo), δεδομένου ὅτι ἐὰν ἕνας Πατριάρχης ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», οὐσιαστικὰ καταργεῖται ἡ οὐσία τοῦ τίτλου «Πατριάρχης» στὴν περίπτωση τῶν ὑπολοίπων… Ἐνῷ, λοιπόν, δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ λάβουμε τὴν τιμὴ αὐτή, ὅταν μᾶς τὴν προσφέρουν, σκεφτεῖτε πόσο ντροπιαστικὸ εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ θέλει νὰ τὴν σφετεριστεῖ μόνος του. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ ἀποκαλέσουν ποτὲ οἱ Ἁγιότητές σας στὶς ἐπιστολές σας κάποιον «Οἰκουμενικό», γιὰ νὰ μὴ ὑποβαθμίσετε τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχετε ἐσεῖς, προσφέροντας σὲ ἄλλον αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ ὀφείλεται… Διότι ἐὰν ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου γίνει ἀποδεκτή, ἀποστερεῖται ἡ τιμὴ ὅλων τῶν Πατριαρχῶν· καὶ ὅταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», τύχει καὶ πέσει σὲ πλάνη, τότε κανένας Ἐπίσκοπος δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ ἔχει παραμείνει στὴν ἀλήθεια»[13].
Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἅγιος Εὐλόγιος στὴν ἀπάντησή του «ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ὅτι συμφώνως τῇ ἐντολῇ του δὲν μετεχειρίζετο πλέον τὸν τίτλον «οἰκουμενικὸς» ἐν ταῖς πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπιστολαῖς», ὠνόμασε δὲ τὸν Γρηγόριον «οἰκουμενικὸν Πάπαν»»[14].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅμως στὴν ἀνταπάντησή του ἀπέκρουσε μὲ σφοδρότητα τὴν φιλοφρόνηση αὐτή, γράφοντας μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερότητά σου ἔχει ἐπίσης δηλώσει ὅτι δὲν θὰ χρησιμοποιεῖς πλέον ὑπερήφανους τίτλους – ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ματαιοδοξίας – γραπτῶς σὲ ὁρισμένα πρόσωπα καὶ μοῦ τὸ ἀναφέρεις, λέγοντάς μου: «ὅπως μᾶς διατάξατε». Αὐτὴ τὴν λέξη – διαταγὴ – σὲ παρακαλῶ νὰ τὴν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὴν ἀκοή μου, ἀφοῦ ξέρω ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς. Κατὰ τὸ ἀξίωμα εἶστε ἀδελφοί μου, κατὰ τὴν ἀξία εἶστε πατέρες μου… Εἶπα λοιπὸν ὅτι οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ κανένα ἄλλο δὲν πρέπει νὰ γραφθεῖ τίποτα τέτοιο· καὶ νά, στὸν πρόλογο τῆς ἐπιστολῆς πού μοῦ ἔστειλες, θεώρησες ὅτι ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσεις μία ὑπερήφανη ὀνομασία ἀποκαλώντας με «Οἰκουμενικὸ Πάπα». Ἀλλὰ ἱκετεύω τὴν καλή σου Ἁγιότητα νὰ μὴ τὸ κάνεις αὐτὸ πιά… Δὲν θεωρῶ ὡς τιμὴ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο γνωρίζω ὅτι οἱ ἀδελφοί μου χάνουν τὴν τιμή τους. Τιμή μου εἶναι ἡ τιμὴ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας· τιμή μου εἶναι τὸ ἀσφαλὲς κῦρος τῶν ἀδελφῶν μου. Τότε εἶμαι πραγματικὰ τιμημένος ὅταν ἡ τιμὴ ποὺ ὀφείλεται στοὺς ἄλλους δὲν τὴν στερεῖται κανείς. Διότι ἂν ἡ Ἁγιότητά σου μὲ ἀποκαλεῖ «Οἰκουμενικὸ Πάπα», ἀρνεῖσαι τὴν δική σου ἰδιότητα, ἐφόσον ὑποτίθεται ὅτι εἶμαι ὁ Ἐπίσκοπος ὅλης της οἰκουμένης. Ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς οἱ λέξεις ποὺ ἐμφυσοῦν αὐταρέσκεια καὶ τραυματίζουν τὴν εὐσπλαγχνία»[15].
Τὰ παραπάνω κείμενα τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου ἀποτελοῦν ἕνα φοβερὸ ἔλεγχο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑωσφορικὸ Παπισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε εἴδους Νεοπαπισμό, ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἐκκολαφθεῖ στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἴτε ἀπὸ Πάπα, εἴτε ἀπὸ Πατριάρχη, εἴτε καὶ ἀπὸ Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ!
Μπροστὰ στὸν ὑπαρκτὸ Νεοπαπισμὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Γρηγόριο: «Ἀλλὰ σὲ αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνειά του τί ἄλλο δηλώνεται ἂν ὄχι ὅτι οἱ χρόνοι τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι ἤδη κοντά;»[16].
Εἴθε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ ὁδηγοὺς τοῦ Ἁγίους, νὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη στοὺς προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν Παραδοθεῖσα Πίστη τῶν Πατέρων μας! Γένοιτο.
Σημειώσεις:
[1] Δεῖτε ἐνδεικτικά: α) ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΑΠΙΚΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ (ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ): krufo-sxoleio.blogspot.com, β) Ἡ Νέα Ρώμη στὰ χνάρια τῆς Παλαιᾶς;: spzh.news, γ) Εἶναι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος «Οἰκουμενικός»;: krufo-sxoleio.blogspot.com καὶ δ) Αἵρεση τοῦ παπισμοῦ Κωνσταντινουπόλεως: romfea.gr [2] Primus sine paribus: Ἀπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου: patriarchate.org [3] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, Ἀθήνα, 1964, σελ. 140. [4] Ἡ ἐξύψωση τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς συνεπισκόπους του θεσμοθετήθηκε καὶ στὴν Ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (βλ. holycouncil.org, §10 καὶ 14). [5] Τὸ μόνο Πρωτεῖο ποὺ ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἐντελῶς τυπικὸ Πρωτεῖο τιμῆς, τὸ ὁποῖο συνίσταται, κατὰ τὸν Μακάριο Ἀγκύρας, στὸ «προΐστασθαι, τὸ προκαθῆσθαι, τὸ πρῶτον διαλέγεσθαι, τὸ πρῶτον γνωμοδοτεῖν, τὸ πρῶτον ὑπογράφειν ἐν ταῖς συνοδικαῖς συνελεύσεσι καὶ πράξεσι, καὶ πρὸς γε, τὸ ἐκφωνεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν τοῖς Διπτύχοις» (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Ἱστορία τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι, 1715, σελ. 954). [6] Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, Vol. 9, Florentiae, 1763. [7] Nicene and Post-Nicene Fathers, Vol. 12, Buffalo NY, 1895. [8] Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τίτλοι καὶ οἱ προσφωνήσεις ποὺ συνηθίζονται σὲ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα (π.χ. Οἰκουμενικός, Παναγιώτατος, Θειότατος, Μακαριώτατος, Σεβασμιώτατος, Πανοσιολογιώτατος κλπ.) εἶναι τίτλοι τιμητικοὶ καὶ δὲν ἔχουν κυριολεκτικὴ ἔννοια, οὔτε ἀντιπροσωπεύουν πραγματικὴ κατάσταση (πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 153-155). [9] Μεγάλου Γρηγορίου, Ἐπιστολάριον, Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 18. [10] Πρβλ. Ματθ. ι΄ 18. [11] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Ἐπιστολὴ 20. [12] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ζ΄, Ἐπιστολὴ 33. [13] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 43. [14] Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 140. [15] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Η΄, Ἐπιστολὴ 30. [16] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 21 (Πρὸς τὴν Αὐτοκράτειρα Κωνσταντίνα).