Τοῦ κ. Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ
Μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατὰ τοῦ Νεοπαπισμοῦ τοῦ Φαναρίου[1], καὶ ἐπειδὴ οἱ θιασῶτες του ἰσχυρίζονται πὼς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσον (primus sine paribus)»[2], δημοσιεύω παρακάτω λίγα ἀποσπάσματα ἀπὸ κάποιες πολὺ σημαντικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Πάπα Ρώμης Μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου († 604), τὶς ὁποῖες συνέγραψε μὲ ἀφορμὴ τὸν πρόσθετο τίτλο «Οἰκουμενικὸς» ποὺ εἶχε μόλις προσλάβει ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς († 595).
Καὶ τότε μὲν ἐπρόκειτο γιὰ παρεξήγηση, διότι τὸν τίτλο «Οἰκουμενικὸς» οἱ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἐκλάμβαναν ἁπλῶς ὡς τιμητικὸ τίτλο (μιᾶς καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς «Οἰκουμένης», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία), ἦταν δηλαδὴ μία «κενὴ καὶ ἀσήμαντος λέξις»[3], καὶ ὄχι τίτλος ποὺ νὰ ὑποδηλώνει δῆθεν κάποιο πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ διοικήσεως σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅπως φοβόταν ὁ Μέγας Γρηγόριος.
Ὅμως ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας ὁ φόβος αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος, μιᾶς καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεοπαπισμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξαπλώνεται ὡς καρκίνωμα[4] καὶ ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως αὐτῆς δημιουργοῦνται νέα – καὶ στερεώνονται παλαιὰ – σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐπίκαιρα καὶ θὰ βοηθήσουν τοὺς πραγματικὰ Ὀρθοδόξους νὰ ἀντιμετωπίσουν ἁγιοπατερικὰ τὴν ἐκτροπὴ αὐτήν.
Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου εἶναι καταπέλτης ἐνάντια στὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας[5] κάθε Ἐπισκόπου ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ ἄρχει πάνω σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ αὐτὸ καὶ πρωτοχρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, γιὰ νὰ πολεμηθεῖ τὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης.
Γιὰ τὴ μετάφρασή τους ἔλαβα ὑπόψιν μου τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀπὸ τὴ μνημειώδη ἔκδοση τοῦ Mansi[6], ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγλική τους μετάφραση ἀπὸ ἐξίσου σημαντικὴ ἔκδοση[7].
Γράφει λοιπὸν ὁ Μέγας Γρηγόριος σὲ ἐπιστολή του τὸ 595 πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Νηστευτή, παρεξηγώντας ὅπως εἴπαμε τὸν τίτλο καὶ φοβούμενος ὅτι ὁ συνεπίσκοπός του τὸν ἐκλάμβανε κυριολεκτικὰ[8]:
«Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐσύ, Ἀδελφέ μου, χειροτονήθηκες στὴν ἀρχιερωσύνη, θυμᾶσαι τὴν εἰρήνη καὶ τὴν συμφωνία τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ βρῆκες. Ἀλλὰ δὲν ξέρω μὲ τί τόλμη ἢ μὲ ποιὸ οἴδημα ὑπερηφανείας, προσπάθησες νὰ προσοικειωθεῖς ἕνα νέο τίτλο, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ καρδιὲς ὅλων τῶν ἀδελφῶν σου θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ σκανδαλισμό.
Καὶ μένω ὑπερβολικὰ ἔκπληκτος γιὰ αὐτό, ἀφοῦ θυμᾶμαι πὼς συνειδητὰ ἀπέφευγες νὰ λάβεις τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα παρὰ τὸ ἐπιζητοῦσες. Καὶ ὅμως τώρα ποὺ τὸ ἔχεις, ἐπιθυμεῖς νὰ τὸ ἀσκήσεις σὰν νὰ τὸ εἶχες λάβει μὲ φιλόδοξη ἐπιθυμία… Γιατί πραγματικὰ (καὶ τὸ λέω κλαίγοντας καὶ μὲ βαθύτατη θλίψη στὴν καρδιὰ) ἀποδίδω στὶς ἁμαρτίες μου, ὅτι ὁ Ἀδελφός μου αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου μὲ τὸν κύριο στόχο νὰ ἐπαναφέρει τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων στὴν ταπεινοφροσύνη, μέχρι στιγμῆς δὲν κατάφερε νὰ ἐπανέλθει σὲ αὐτήν· ὅτι αὐτὸς ποὺ διδάσκει τὴν ἀλήθεια σὲ ἄλλους δὲν ἔχει συναινέσει νὰ διδάξει τὸν ἑαυτό του, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν ἐκλιπαρῶ γιὰ αὐτό.
Προσεύχομαι νὰ σκεφτεῖς ὅτι μὲ τὴν ἄφρονα ὑπεροψία σου, διαταράσσεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ εἰρήνη καὶ αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἐκχέεται σὲ ὅλους τὸ ἴδιο, ἡ ὁποία Χάρη ἀναμφίβολα ἔχει τὴν δύναμη νὰ αὐξάνεται ὅσο ἐσὺ ὁ ἴδιος καθορίσεις. Καὶ θὰ γίνει πραγματικὰ πολὺ μεγαλύτερη, ὅσο συγκρατήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν σφετερισμὸ ἑνὸς ὑπερήφανου καὶ ἀνόητου τίτλου: καὶ θὰ κάνεις ἀνάλογη πρόοδο, ἂν δὲν ὑποκύψεις στὴν ὑπερβολικὴ ἀξίωση ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου.
Γιὰ αὐτό, ἀγαπητὲ Ἀδελφέ, μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ ἀγάπησε τὴν μετριοφροσύνη, μέσῳ τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ὁμόνοια ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἄκουσε κάποιους νὰ λένε, «ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. α΄, 12), ἔφριξε γιὰ ἕνα τέτοιο διαμελισμὸ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, τοῦ Ὁποίου τὰ μέλη θέτονταν κάτω ἀπὸ ἄλλες κεφαλές, λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κoρ. Α΄ 13).
Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνος ἀπέφευγε νὰ ὑποτάσσει τὰ μέλη τοῦ Κυρίου μερικῶς σὲ ἄλλες κεφαλές, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὲς ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, ἐσὺ τί θὰ πεῖς στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς Κρίσεως, ἔχοντας προσπαθήσει νὰ θέσεις ὅλα τὰ μέλη Του κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴν προσηγορία «Οἰκουμενικός»;
Ποιὸς ἄλλος, ἐρωτῶ, προτείνεται γιὰ μίμηση μὲ αὐτὸν τὸν διεφθαρμένο τίτλο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, περιφρονώντας τὶς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων, μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν συνδεδεμένος, προσπάθησε νὰ ἀνυψωθεῖ στὴν κορυφὴ τῆς μοναδικότητας, γιὰ νὰ μὴ ὑποτάσσεται σὲ κανένα καὶ νὰ φαίνεται μόνος ὑπεράνω ὅλων; Ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶπε: «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βορρᾶν ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ» (Ἡσ. ιδ΄ 13-14).
Διότι τί ἄλλο εἶναι οἱ ἀδελφοί σου, οἱ ἐπίσκοποι τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, παρὰ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ὁποίων ὁ βίος καὶ ὁ λόγος λάμπουν ἀμφότερα ἐν μέσῳ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων, ἐν μέσῳ τῶν σκιῶν τῆς νύκτας. Καὶ ὅταν ἐπιθυμεῖς νὰ θέσεις τὸν ἑαυτό σου πάνω ἀπὸ αὐτούς, μὲ αὐτὸν τὸν ὑπερήφανο τίτλο, καὶ νὰ ταπεινώσεις τὸ ὄνομά τους σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό σου, τί ἄλλο λές, ἂν ὄχι «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου»;
Δὲν εἶναι ἆραγε ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι μαζὶ νέφη, ποὺ ὡς βροχὴ στέλνουν τὸν λόγο τοῦ κηρύγματος καὶ ὡς λάμψη ἀστράπτουν τὸ φῶς τῶν καλῶν ἔργων; Καὶ ὅταν ἡ Ἁγιότητά σου τοὺς περιφρονεῖ καὶ τοὺς βάζει κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, τί ἄλλο λέει, ἂν ὄχι αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἐχθρό, ἤτοι τὸ «ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν»;»[9].
Δύο χρόνια μετὰ (597) γράφει πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μαυρίκιο:
«Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος, ἐνάντια στὰ εὐαγγελικὰ διατάγματα καὶ τὶς διατάξεις τῶν Κανόνων, οἰκειοποιεῖται ἕνα νέο ὄνομα; Θὰ ἦταν πράγματι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μειώνει τοὺς ὑπόλοιπους – ἐπιθυμώντας νὰ εἶναι «Οἰκουμενικός». Καὶ ὅμως γνωρίζουμε ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν πέσει στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως καὶ εἶχαν γίνει ὄχι μόνο αἱρετικοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχες.
Ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος διαχώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Μεσίτη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, σὲ δύο πρόσωπα, ἐπειδὴ δὲν πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ γίνει ἄνθρωπος, υἱοθετώντας τὴν ἰουδαϊκὴ ἀπιστία.
Ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται καὶ ὁ Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἂν λοιπὸν ὁ καθένας σὲ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία προσλάβει τέτοιο ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἑαυτό του κεφαλὴ τῶν πάντων, προκύπτει ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐκπίπτει (τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀρνεῖται[10]), κάθε φορὰ ποὺ θὰ πέφτει ὁ ἀποκαλούμενος «Οἰκουμενικός». Ἀλλὰ ἂς ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν αὐτὸ τὸ βλάσφημο ὄνομα (nomen blasphemiae), τὸ ὁποῖο ἀφαιρεῖ τὴν τιμὴ ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ὅταν υἱοθετεῖται ἄδικα ἀπὸ ἕνα»[11].
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα ἐπισήμανε πὼς «ὅποιος ὀνομάζεται ἢ ἐπιθυμεῖ νὰ ὀνομάζεται «Οἰκουμενικὸς Ἱεράρχης», ἀποτελεῖ – μὲ τὴν ἀνύψωσή του αὐτὴν – πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι μὲ ὑπεροψία θέτει τὸν ἑαυτό του πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»[12].
Παρόμοια ἐπιστολὴ εἶχε στείλει καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀλεξανδρείας Ἅγιο Εὐλόγιο (+607) καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἅγιο Ἀναστάσιο (+599), στὴν ὁποία ἔγραφε καὶ τὰ κάτωθι: «ὅπως γνωρίζουν οἱ σεπτὲς Ἁγιότητές σας, αὐτὸς ὁ τίτλος οἰκουμενικότητας προσφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος στὴν ἕδρα τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου, ποὺ μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπηρετῶ. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ τοὺς προκατόχους μου δὲν εἶχε ποτὲ συναινέσει νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὸν τὸν τόσο βέβηλο τίτλο (profano vocabulo), δεδομένου ὅτι ἐὰν ἕνας Πατριάρχης ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», οὐσιαστικὰ καταργεῖται ἡ οὐσία τοῦ τίτλου «Πατριάρχης» στὴν περίπτωση τῶν ὑπολοίπων… Ἐνῷ, λοιπόν, δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ λάβουμε τὴν τιμὴ αὐτή, ὅταν μᾶς τὴν προσφέρουν, σκεφτεῖτε πόσο ντροπιαστικὸ εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ θέλει νὰ τὴν σφετεριστεῖ μόνος του. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ ἀποκαλέσουν ποτὲ οἱ Ἁγιότητές σας στὶς ἐπιστολές σας κάποιον «Οἰκουμενικό», γιὰ νὰ μὴ ὑποβαθμίσετε τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχετε ἐσεῖς, προσφέροντας σὲ ἄλλον αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ ὀφείλεται… Διότι ἐὰν ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου γίνει ἀποδεκτή, ἀποστερεῖται ἡ τιμὴ ὅλων τῶν Πατριαρχῶν· καὶ ὅταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», τύχει καὶ πέσει σὲ πλάνη, τότε κανένας Ἐπίσκοπος δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ ἔχει παραμείνει στὴν ἀλήθεια»[13].
Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἅγιος Εὐλόγιος στὴν ἀπάντησή του «ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ὅτι συμφώνως τῇ ἐντολῇ του δὲν μετεχειρίζετο πλέον τὸν τίτλον «οἰκουμενικὸς» ἐν ταῖς πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπιστολαῖς», ὠνόμασε δὲ τὸν Γρηγόριον «οἰκουμενικὸν Πάπαν»»[14].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅμως στὴν ἀνταπάντησή του ἀπέκρουσε μὲ σφοδρότητα τὴν φιλοφρόνηση αὐτή, γράφοντας μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερότητά σου ἔχει ἐπίσης δηλώσει ὅτι δὲν θὰ χρησιμοποιεῖς πλέον ὑπερήφανους τίτλους – ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ματαιοδοξίας – γραπτῶς σὲ ὁρισμένα πρόσωπα καὶ μοῦ τὸ ἀναφέρεις, λέγοντάς μου: «ὅπως μᾶς διατάξατε». Αὐτὴ τὴν λέξη – διαταγὴ – σὲ παρακαλῶ νὰ τὴν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὴν ἀκοή μου, ἀφοῦ ξέρω ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς. Κατὰ τὸ ἀξίωμα εἶστε ἀδελφοί μου, κατὰ τὴν ἀξία εἶστε πατέρες μου… Εἶπα λοιπὸν ὅτι οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ κανένα ἄλλο δὲν πρέπει νὰ γραφθεῖ τίποτα τέτοιο· καὶ νά, στὸν πρόλογο τῆς ἐπιστολῆς πού μοῦ ἔστειλες, θεώρησες ὅτι ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσεις μία ὑπερήφανη ὀνομασία ἀποκαλώντας με «Οἰκουμενικὸ Πάπα». Ἀλλὰ ἱκετεύω τὴν καλή σου Ἁγιότητα νὰ μὴ τὸ κάνεις αὐτὸ πιά… Δὲν θεωρῶ ὡς τιμὴ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο γνωρίζω ὅτι οἱ ἀδελφοί μου χάνουν τὴν τιμή τους. Τιμή μου εἶναι ἡ τιμὴ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας· τιμή μου εἶναι τὸ ἀσφαλὲς κῦρος τῶν ἀδελφῶν μου. Τότε εἶμαι πραγματικὰ τιμημένος ὅταν ἡ τιμὴ ποὺ ὀφείλεται στοὺς ἄλλους δὲν τὴν στερεῖται κανείς. Διότι ἂν ἡ Ἁγιότητά σου μὲ ἀποκαλεῖ «Οἰκουμενικὸ Πάπα», ἀρνεῖσαι τὴν δική σου ἰδιότητα, ἐφόσον ὑποτίθεται ὅτι εἶμαι ὁ Ἐπίσκοπος ὅλης της οἰκουμένης. Ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς οἱ λέξεις ποὺ ἐμφυσοῦν αὐταρέσκεια καὶ τραυματίζουν τὴν εὐσπλαγχνία»[15].
Τὰ παραπάνω κείμενα τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου ἀποτελοῦν ἕνα φοβερὸ ἔλεγχο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑωσφορικὸ Παπισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε εἴδους Νεοπαπισμό, ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἐκκολαφθεῖ στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἴτε ἀπὸ Πάπα, εἴτε ἀπὸ Πατριάρχη, εἴτε καὶ ἀπὸ Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ!
Μπροστὰ στὸν ὑπαρκτὸ Νεοπαπισμὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Γρηγόριο: «Ἀλλὰ σὲ αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνειά του τί ἄλλο δηλώνεται ἂν ὄχι ὅτι οἱ χρόνοι τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι ἤδη κοντά;»[16].
Εἴθε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ ὁδηγοὺς τοῦ Ἁγίους, νὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη στοὺς προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν Παραδοθεῖσα Πίστη τῶν Πατέρων μας! Γένοιτο.
Σημειώσεις:
[1] Δεῖτε ἐνδεικτικά: α) ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΑΠΙΚΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ (ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ): krufo-sxoleio.blogspot.com, β) Ἡ Νέα Ρώμη στὰ χνάρια τῆς Παλαιᾶς;: spzh.news, γ) Εἶναι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος «Οἰκουμενικός»;: krufo-sxoleio.blogspot.com καὶ δ) Αἵρεση τοῦ παπισμοῦ Κωνσταντινουπόλεως: romfea.gr [2] Primus sine paribus: Ἀπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου: patriarchate.org [3] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, Ἀθήνα, 1964, σελ. 140. [4] Ἡ ἐξύψωση τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς συνεπισκόπους του θεσμοθετήθηκε καὶ στὴν Ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (βλ. holycouncil.org, §10 καὶ 14). [5] Τὸ μόνο Πρωτεῖο ποὺ ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἐντελῶς τυπικὸ Πρωτεῖο τιμῆς, τὸ ὁποῖο συνίσταται, κατὰ τὸν Μακάριο Ἀγκύρας, στὸ «προΐστασθαι, τὸ προκαθῆσθαι, τὸ πρῶτον διαλέγεσθαι, τὸ πρῶτον γνωμοδοτεῖν, τὸ πρῶτον ὑπογράφειν ἐν ταῖς συνοδικαῖς συνελεύσεσι καὶ πράξεσι, καὶ πρὸς γε, τὸ ἐκφωνεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν τοῖς Διπτύχοις» (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Ἱστορία τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι, 1715, σελ. 954). [6] Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, Vol. 9, Florentiae, 1763. [7] Nicene and Post-Nicene Fathers, Vol. 12, Buffalo NY, 1895. [8] Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τίτλοι καὶ οἱ προσφωνήσεις ποὺ συνηθίζονται σὲ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα (π.χ. Οἰκουμενικός, Παναγιώτατος, Θειότατος, Μακαριώτατος, Σεβασμιώτατος, Πανοσιολογιώτατος κλπ.) εἶναι τίτλοι τιμητικοὶ καὶ δὲν ἔχουν κυριολεκτικὴ ἔννοια, οὔτε ἀντιπροσωπεύουν πραγματικὴ κατάσταση (πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 153-155). [9] Μεγάλου Γρηγορίου, Ἐπιστολάριον, Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 18. [10] Πρβλ. Ματθ. ι΄ 18. [11] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Ἐπιστολὴ 20. [12] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ζ΄, Ἐπιστολὴ 33. [13] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 43. [14] Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 140. [15] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Η΄, Ἐπιστολὴ 30. [16] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 21 (Πρὸς τὴν Αὐτοκράτειρα Κωνσταντίνα).