† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΧΙΟΣ (14 Ὀκτωβρίου)



 Ὁ Ὃσιος Παχώµιος (1839-1905), κατὰ κόσµον Παναγιώτης Ἀρελλᾶς, καταγόµενος ἀπὸ τὴν Ἐλάτα τῆς Χίου, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ περιπλανήσεις στὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου δεκαεπτὰ ἐτῶν µετέβη διὰ νὰ ἐργαστεῖ, ὁδηγήθηκε Θείᾳ Προνοίᾳ στὴν κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυµα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος, καταζητούµενος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς Ἀρχές, προσευχηθεὶς καὶ αἰτήσας τὴ σωτηρία του, ὑπεσχέθη στὸ Θεὸν τὴν ἀφιέρωσίν του στὴ µοναχικὴ ζωή.


Ὁ δυναµικός, ζωηρός, εὐέξαπτος καὶ εὐκίνητος νεαρὸς µὲ,τὸν ἐνθουσιώδη καὶ αὐθόρµητον χαρακτῆρα του, ἀφοσιώθηκε στὰ ἱερά του καθήκοντα ὡς µοναχός, Παχώµιος ὀνοµασθείς, κατεδάµασε τὰ πάθη του καὶ ἐνεφάνισε πνευµατικὴ πρόοδο στὸ κοινόβιο, ἡ ὁποία προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τοῦ Ἡγουµένου τῆς Μονῆς.

Μετὰ ἀπὸ παραµονὴ λίγων ἐτῶν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Σάββα ἐπέστρεψε στὴ Χίο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ ἱστορικὸ σπήλαιο τοῦ Προβατᾶ, ὅπου πρὸ πολλῶν αἰώνων ἀσκήτευσαν οἱ τρεῖς Ἅγιοι Πατέρες, Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι καὶ ἵδρυσαν τὴν ἱστορικὴ Νέα Μονὴ Χίου.

Ἐδῶ, ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ γονυκλισίαις διήρχετο τὰς ἡµέρας καὶ τὰς νύκτας καὶ ἀσκούµενος µὲ θεῖον ζῆλον ἵδρυσε τὴν Ἱερὰ Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, µακριὰ ἀπὸ τὴν τύρβη τῆς κοινωνίας, ἀποµονωµένος ἀγωνιζόταν τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, πάλεψε κυριολεκτικὰ µὲ τοὺς δαίµονας καὶ τὶς ἀντιξοότητες, τὶς
ὁποῖες ἀντιµετώπιζε ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ σατανᾶ.

Ἡ κοινοβιακὴ Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων σύντοµα ἄρχισε νὰ ἐπανδρώνεται, ὥστε κατὰ τὴν κοίµησιν τοῦ Γέροντος καὶ ἱδρυτοῦ της ἀριθµοῦσε περὶ τοὺς 65 µοναχούς. Παρὰ τὶς αὐστηρές του µεθόδους ἀσκήσεως ἔσπευδαν νὰ συµµονάσουν ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Ἰωνία (Τσεσµέ), τὴ Χίο, ἀλλὰ καὶ διάφορα µέρη τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ ἀπήχησίς του στὴ Χιακὴ Κοινωνία ὑπῆρξε πολὺ µεγάλη. Οἱ παλαιότεροι τὸν ἀνέφεραν µὲ πολὺ σεβασµό, ἀνάµεικτο µὲ φόβο, ποὺ ἐπήγαζε ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῆς βιοτῆς του, σὲ σηµεῖο ποὺ ἂν κάποιος διακρινόταν γιὰ αὐστηρότητα χαρακτῆρος, συνήθιζαν νὰ λέγουν τὴ φράσιν «σὰν τὸν Παχώµιο εἶσαι (ἢ εἶναι)». Ὅταν κατέβαινε στὴν πόλιν τῆς Χίου, φοροῦσε
πάντοτε πολὺ χαµηλὰ τὸ κουκούλι του, ὥστε µετὰ βίας διέκρινε κανεὶς τὸ πρόσωπόν του. Ἐτιµᾶτο πολὺ ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τοῦ τόπου γιὰ τὴν ἄµεµπτη ἐν γένει βιοτή του.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγµα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος 
γνώρισε στὰ πρῶτα χρόνια τῆς πνευµατικῆς του πορείας τὸν Ὅσιο καὶ ἡ γνωριµία τους αὐτὴ ἦταν καταλυτικὴ γιὰ τὴ µετέπειτα ζωή του. Διὰ συνδροµῆς τοῦ Ὁσίου Παχωµίου καὶ δι' ἐξόδοις τοῦ Ἰωάννη Χωρέµη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐσπούδασε τὴ Θεολογία. Ὁ δὲ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος τηροῦσε συχνὴ ἀλληλογραφία µὲ τὸν Ὅσιο γιὰ πνευµατικὰ θέµατα, ἐνήργησε τὰ δέοντα, ὥστε λίγο πρὶν τὴν τελευτὴ τοῦ Ὁσίου νὰ νοσηλευθεῖ στὸν «Εὐαγγελισµόν».

Ὁ Παχώµιος, βαθύτατα εὐσεβής, ἐλεήµων καὶ
ἀφιλοχρήµατος, ὅλες τὶς εἰσπράξεις τῆς Σκήτεως τὶς διέθεσε ὄχι µόνο πρὸς πλήρη κάλυψιν τῶν ἀναγκῶν τῶν µοναχῶν καὶ τῶν µοναζουσῶν τοῦ Παρθενῶνος, σὲ τροφή, ἔνδυση καὶ στέγασιν, ἀλλὰ διὰ συνδροµῆς του ἐκτίσθη µεγαλόπρεπος ναὸς στὴ γενέτειρά του καὶ ἐπισκευάσθηκε ὁ κατακρηµνησθεὶς τροῦλος τῆς Νέας Μονῆς.

Οἱ προσφορές του στὴ Χίο εἶναι πολλές. Ὁ Γέροντας
συµβουλεύει, παροτρύνει, καθοδηγεῖ, παραινεῖ τοὺς πιστοὺς ποὺ συρρέουν στὴ Σκήτη, διδάσκει λόγῳ καὶ ἔργῳ, µεσολαβεῖ στὶς τοπικὲς ἀρχὲς γιὰ τὰ καθηµερινὰ θέµατά τους. Ἡ Σκήτη καθίσταται πόλος ἕλξεως, ἀνεγείρονται νέα κτήρια, µοναχοὶ συγκεντρώνονται ἀπὸ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Ἑλλάδος. Εἶχε εἰσχωρήσει εὐεργετικὰ στὴ χιακὴ κοινωνία ἡ προσωπικότητα τοῦ
ἀοιδίµου Γέροντα.

Γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἦλθε σὲ σύγκρουσιν µὲ
αἱρετικοὺς καὶ ἔγραψε ἐναντίον τους τὴν «Ὑπεράσπισιν τῆς ἀλήθειας καὶ νίκην κατὰ τοῦ διαβόλου», ὅπου ἀναιρεῖ τὰ φληναφήµατα τῶν αἱρετικῶν. Τὸ αὐτὸ ἔπραξε ὡς πρώιµος ἀντιοικουµενιστὴς κατὰ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ καθηγητοῦ Δ. Μικρούδη, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσε σὲ δηµόσιο διάλογο, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν προσῆλθε.

Οἱ µοναχοὶ διηγοῦνται ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους ὅτι εἶχε τὸ χάρισµα τῶν δακρύων καὶ τῆς προοράσεως.
Γενικῶς, ὁ σεπτὸς πατὴρ καὶ Γέροντας Παχώµιος ὑπῆρξε µία ἔντονη µοναχικὴ καὶ θρησκευτικὴ προσωπικότης τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου, µὲ ὑψηλὸ κῦρος καὶ βαθειὰ ἐπιρροὴ στὴν πνευµατικότητα τῶν µαζῶν τοῦ Χιακοὺ λαοῦ.

Ἡ µνήµη του εἶναι ζωντανὴ καὶ ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ πρότυπον τῆς εὐσεβείας καὶ κανόνα τῆς µοναχικῆς ζωῆς. Τὰ θαύµατα ποὺ ἐγένοντο καὶ γίνονται στὶς ἡµέρες µας διὰ πρεσβειῶν του, δίνουν τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ στήριξη στοὺς ἀδύνατους τῶν ἡµερῶν.

Κλῆρος καὶ λαὸς αἰτούµεθα τὴν πρεσβεία τοῦ Ὁσίου πατρὸςnἡµῶν Παχωµίου τοῦ νέου, πρὸς τὸν Κύριον ἡµῶν, ὅπως καταπέµπει διηνεκῶς τὴ θεία του Χάρη, τὴν πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, πρὸς φωτισµὸν
τοῦ ἱεροῦ κλήρου νὰ φυλάσσει µὲ βαθείαν πίστην τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, πρὸς θεραπείαν πάντων τῶν ψυχικῶς καὶ σωµατικῶς πασχόντων, πρὸς ἐνίσχυση τῶν ἐµπεριστάτων ἐν γένει ἀδελφῶν µας καὶ ἀπαλλαγὴ τῆς πολυπαθοῦς πατρίδος µας ἀπὸ τὰ ὄρνεα ποὺ τὴν κατατρώγουν!

Ὅσιε τοῦ Θεοῦ Παχώµιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡµῶν!




Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀρετῆς τὸν διδάσκαλον καὶ χρηστότητος, ἀζύγων θεῖον ἀλείπτην πρὸς σωτηρίαν λαμπρῶς ὡς νεόφωτον τῆς Χίου ἄστρον μέλψωμεν ὕμνοις, Παχώμιον, φαιδροῖς ἐκβοῶντες μυστικῶς· μυράλειπτρον εὐσεβείας τῇ εὐωδίᾳ εὐχῶν σου, χοροὺς προσφύγων σου κατεύφρανον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.

Τοῦ σπηλαίου Ἁγίων Πατέρων ἔνοικον, ἐν Προβατείῳ τῆς Χίου ὄρει καὶ πάλαι κλεινῶν ἀσκητῶν, καμάτων ἄρτι τὸν ὁμόζηλον, θεῖον Παχώμιον, εὐχῆς ὡς σοφὸν ὑφηγητὴν καὶ πρύτανιν μετανοίας ἐγκωμιάσωμεν πόθῳ, αὐτοῦ πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.


Ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, τὴν Χίον ἡγίασας ἱδρώτων ἀσκητικῶν, Παχώμιε, ῥείθροις σου· βίῳ γὰρ ἐναρέτῳ θεωθεὶς ἐποπτεύεις, ἄνωθεν ὑμνηπόλων εὐλαβῶν σοῦ χορείας, καὶ ἅπασι βραβεύεις ἰσχύν, ῥῶσιν καὶ δύναμιν. 

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (12 Ὀκτωβρίου)




Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της  φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση.

Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.

Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.

Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.

Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.

Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.

Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.

Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.

Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Ήχος Α' Της ερήμου πολίτης Ελλαμφθείς ουρανόθεν Συμεών όλος γέγονας, φως ορών Χριστόν εν τη στέρνη συν Πατρί τε και Πνεύματι, ως ήλιον λαμπρόν φέρων γνωστός, νηστείες συν ασκήσεσι πυκναίς, και παννύχοις αγρυπνίαις προκαθαρθείς αίγλη γαρ απειρόφωτον, Πλάστου θελχθείς ορών διηνεκώς συν Ψυχήν την ολόφωτον πρώτο φωτί παρέχου τους πιστούς, λαμπρύνων ώσπερ ήλιος.



Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΛΟΥΚΑ - ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ - Εὐαγγέλιον - Διδαχή εἰς τῆν παραβολῆν τοῦ Σπορέως (Ἃγιος Κοσμάς ὁ Αἰτωλός)



Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9  Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη; 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. 

Απόδοση:

Είπεν ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Βγήκε ο σποριάς για να σπείρει το σπόρο του΄ καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, όπου καταπατήθηκαν, και τους έφαγαν τα πουλιά. Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και, όταν φύτρωσαν, ξεράθηκαν, γιατί δεν είχε υγρασία. Άλλοι σπόροι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και, όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους, τους έπνιξαν. Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, φύτρωσαν κι έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τα ακούει». Οι μαθητές του τότε τον ρωτούσαν: «Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;» Εκείνος τους απάντησε: «Σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του, ενώ στους υπόλοιπους αυτά δίνονται με παραβολές, ώστε να κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουν, και ν’ ακούνε αλλά να μην καταλαβαίνουν». «Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού΄ έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα΄ γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και, όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται. Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν. Με το σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος εννοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τα ακούει».

Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου νέου Ἱερομάρτυρος καί Ἱσαποστόλου Κοσμά τοῦ Αἰτωλού, εἰς τῆν παραβολῆν τοῦ Σπορέως


Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, λέγεται Υιός Θεού, λέγεται και υιός ανθρώπου, λέγεται και σοφία, λέγεται και ζωή, λέγεται και ανάστασις΄ και ανάμεσα εις τα άλλα λέγεται και γεωργός, επειδή σπείρει τον σπόρον. Όπως ο ίδιος είπεν εις την παραβολήν του αγίου και ιερού Ευαγγελίου:

ήταν ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του, επήρε σπόρον και επήγε να σπείρη εις τα χωράφια του. Και εκεί που έσπερνε δεν έπεσεν εις ένα μέρος ο σπόρος εκείνος. Άλλος έπεσεν εις την στράταν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τα ακάνθια και άλλος εις την καλήν γην. Εκείνος ο σπόρος που έπεσεν εις την στράτα δεν εφύτρωσε, διατί η γη ήταν σκληρά και καταπατημένη από τους διαβάτας, και ήλθαν τα πετεινά του αέρος και τον έφαγαν τον σπόρον εκείνον, και έμεινεν η στράτα άκαρπη. Έπεσε και άλλος σπόρος επάνω εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσε και αυτός ο σπόρος, μα καθώς εβγήκεν ο ήλιος τον επύρωσεν, και μην έχοντας ρίζαν εξηράνθη, και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος. Έπεσε και άλλος σπόρος ανάμεσα εις τα ακάνθια, εφύτρωσε και αυτός, όμως εβγαίνοντας τα ακάνθια τον έπνιξαν και εχάθη και αυτός ο σπόρος. Εκείνος πάλιν ο σπόρος που έπεσεν εις την γην την καλήν, εκαρποφόρησεν, αλλά δεν είχεν όλη η γη εκείνη την ίδιαν απόδοση. Λόγου χάριν έσπειρεν σε ένα χωράφι ένα κιλόν σιτάρι και έκαμεν εκατόν. Άλλος σπόρος έπεσε σε πτωχοτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, έπεσε και άλλος σπόρος σε αχαμνότερη και έκανε τριάκοντα. Τώρα με φαίνεται αυτήν την παραβολήν να την εκαταλάβατε κομμάτι καλλίτερα, μα ακόμη όχι τόσον καλά.

Μου φαίνεται εύλογον να την ειπούμεν ακόμη απλότερα. Και πρώτον να ειπούμεν ποίος είναι ο γεωργός, δεύτερον ποίον είναι το σπίτι του γεωργού, τρίτον ποίος είναι ο σπόρος, τέταρτον ποία είναι τα χωράφια, πέμπτον ποία είναι η στράτα, έκτον ποία είναι η πέτρα, έβδομον ποία είναι τα ακάνθια, όγδοον ποία είναι η καλή γη που έκαμεν εις το ένα κιλό τα εκατό, τα εξήκοντα, τα τριάκοντα. Τώρα με φαίνεται να την καταλάβετε αυτήν την παραβολήν καλλίτερα. Ο Κύριός μας λοιπόν, που όπως είπαμε είναι ο γεωργός, εβγήκεν από το σπίτι του. Ποίον είναι το σπίτι του Χριστού μας; Η πατρική ουσία, ο πατρικός κόλπος. Πώς εβγήκεν ο Κύριος από την πατρικήν φύσιν και πώς εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεν την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού μας; Πώς εκαταδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των απάντων, και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου, και τέλειος άνθρωπος, όλος μέσα εις την πατρικήν φύσιν και όλος πανταχού; Καθώς οι ακτίνες του ηλίου είναι όλες μέσα εις τον ήλιον, και όλες εξαπλωμένες εις όλον τoν κόσμον, και όλες πανταχού, έτσι είναι και ο Κύριος΄ όλος μέσα εις την πατρικήν ουσίαν και όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και πανταχού. Ενός ανθρώπου τώρα ημπορεί ο νους του να είναι όλος εις την πόλιν και όλος εις το σπίτι του, εις τα παιδιά του, και πάλιν όλος ο νους του να είναι μέσα εις το κεφάλι του χωρίς να λείπει τίποτες. Ο άνθρωπος που είναι πλάσμα του Θεού το έχει αυτό το χάρισμα, και δεν θα δύναται ο Θεός να είναι όλος εις τον ουρανόν και όλος εις κάθε μέρος; Έτσι, αδελφοί μου, εβγήκεν ο Κύριος από το σπίτι του και επήρε σπόρον να σπείρει τα χωράφια του.

Ποία είναι τα χωράφια του; Είναι οι καρδίες των ανθρώπων. Ποίος είναι ο σπόρος; Είναι το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τoν Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Και καθώς ο γεωργός οργώνει το χωράφι και σπέρνει τoν σπόρον, έτσι και ο Κύριος όργωσε τις καρδίες των ανθρώπων με την διδασκαλίαν του, και μας εφύτευσε την ζωήν την αιώνιον.

Ποία είναι η στράτα; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, που η καρδία του είναι σκληρά, καταπατημένη από τις μέριμνες τις βιοτικές, και ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά πάσης χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και πηγαίνει με τον διάβολον, και μένει η πέτρα άκαρπη. Ποία είναι τα ακάνθια; Ακάνθια είναι ο πόρνος, που ακούει τον λόγον του Θεού και αυτός΄ ύστερον όμως έρχονται τα πορνικά πάθη και τoν πνίγουν, και χάνεται και μένουν και τα ακάνθια άκαρπα.

Ποία είναι η καλή γη που έκαμε τα εκατόν, τα εξήκοντα και τα τριάκοντα; Εκατόν έκαμε ο τέλειος άνθρωπος, εξήκοντα ο μεσαίος και τριάκοντα ο κατώτερος.

Μα το κεκρυμμένον νόημα που έχει μέσα τούτη η παραβολή δεν το εκαταλάβατε, και μου φαίνεται εύλογον, αδελφοί μου, να σας ειπώ από ένα παράδειγμα εις κάθε ένα, δια να καταλάβετε καλλίτερα αυτήν την παραβολήν.

Και πρώτον ας αρχίσωμεν από την στράταν να ειπούμεν. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν. Ας αφήσωμεν τα πολλά και ένα να ειπούμε μόνον, μας φθάνει δια να καταλάβωμεν. Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, ήταν ένας άνθρωπος και ελέγετο το όνομά του Μανασσής. Τον αξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους. Πενήντα δύο χρόνους εβασάνιζε τους Εβραίους με πολλά παιδευτήρια. Αυτός δεν ήκουεν τον λόγον του Θεού, ήταν σκληροκάρδιος, δεν εμετανόησεν η καρδία του, ήταν στράτα καταπατημένη. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην τί κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα μέσαθε από την Ανατολήν, και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον, και τον εκλείδωσε μέσα εις ένα καζάνι αποβραδύς με σκοπόν την άλλην ημέραν να τον κάψει, να τον κάμει θυσίαν εις τα είδωλα. Τί κάμνει ο Μανασσής εκεί μέσα εις το χάλκωμα που ήταν κλεισμένος; Ενεθυμήθη τις αμαρτίες του, έκλαυσε, επαρακάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώσει, και πάλιν άλλην φοράν αμαρτίαν να μη κάμει. Βλέποντας ο Θεός την καλήν του γνώμην, ήκουσε την μετάνοιάν του. Εδέχθη τα δάκρυά του και στέλνει έναν άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επούλησεν τα πράγματά του και τα εμοίρασεν ελεημοσύνην, και επήγεν και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, κακοπαθίες και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Αν ίσως, αδελφοί μου, και είναι εδώ κανένας από την ευγένειάν σας, και είναι η καρδία του σκληρά, καταπατημένη ωσάν του Μανασσή, ως υπερήφανος, ας μετανοήσει, ας ενθυμηθεί τις αμαρτίες του, ας κλαύσει, και να είναι βέβαιος πως ο Θεός, καθώς εδέχθη την μετάνοιαν εκείνου του Μανασσή, δέχεται καθενός, και την ιδικήν σου και την ιδικήν μου. Τώρα μου φαίνεται με το παράδειγμα αυτό να εκαταλάβατε την στράτα, τι θέλει να ειπεί.

Είπαμε δια την στράταν, τώρα να ειπούμεν και δια την πέτραν. Έχομεν πολλά παραδείγματα, ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα, ας πάρωμεν δηλ. τον Απόστολον Πέτρον παράδειγμα. Την Μεγάλην Πέμπτην το βράδυ, ηξεύροντας ο Κύριος, ως καρδιογνώστης Θεός πάντα τα μέλλοντα και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθισεν ο Κύριος και εδίδαξε τους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Ανάμεσα εις τα άλλα τους είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε, μαθηταί μου, πως ένας από εσάς, θε να με πουλήσει εις τους Εβραίους δια τριάντα φλωριά, και θε να με περιγελάσουν οι Εβραίοι, να με υβρίσουν, να με δείρουν, να με σταυρώσουν. Όμως μη λυπάσθε, μαθηταί μου, διατί εγώ θέλω να σταυρωθώ δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους. Και την τρίτην ημέραν έχω να αναστηθώ, και η Ανάστασίς μου θέλει προξενήσει χαράν εις τον ουρανόν, χαράν εις την γην, χαράν εις τον Αδην, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων, και μάλιστα του διαβόλου. Να ηξεύρετε και τούτο, μαθηταί μου, πως τώρα εδώ είστε όλοι μαζωμένοι, τότε έχετε να με αφήσετε και να φύγετε όλοι σας. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, αμή εγώ δεν σε αρνούμαι. Τότε του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, εγώ είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην σου. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Καλά, Πέτρε, ο καιρός θέλει το δείξει. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο εις τον αιώνα να σε αρνηθώ ποτέ. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Εσύ τώρα που λέγεις πως δεν με αρνείσαι, εσύ πρώτος έχεις να με αρνηθείς απόψε προτού να λαλήσει ο πετεινός, όχι μία ή δύο φορές έχεις να με αρνηθείς, αλλά τρεις. Διατί καλλίτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά όπου την ήξευρεν ο Πέτρος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, μα εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος: το σιτάρι όταν το πυρώσει ο ήλιος, τότε φαίνεται πως είναι ριζωμένον, αν δεν ξηρανθεί. Ομοίως και κάθε χριστιανός, όταν του έλθει πειρασμός και δεν αρνηθεί τον Χριστόν, τότε φαίνεται πως είναι χριστιανός.
ΉλΘεν η ώρα, παρεδόθη ο Κύριος με το θέλημά Του εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων, ευθύς εφύγαν οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος. Επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας και τoν επήγαν εις τα παλάτια του Αννα και του Καϊάφα, του Σατανά, και ευθύς άρχισαν και τον εξέταζαν τον Χριστόν μας από που είναι. Επήγεν ο Πέτρος και έστεκεν από μακρυά δια να ιδεί τι τoν κάμνουν τον Χριστόν μας. Έρχεται ένας Εβραίος και λέγει του Πέτρου: και εσύ μαζί με τoν Χριστόν είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσωμεν και εσένα. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: δεν είμαι μαζί του, δεν τoν γνωρίζω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πέτρος; Ηρνήθη τoν Χριστόν και επήγε με τoν διάβολον, διατί εκείνος που αρνείται τoν Θεόν δεν έχει αλλού που να πηγαίνη, παρά με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδεί ο Πέτρος τι τoν κάμνουν τoν Χριστόν, ύστερα εκοίταζε την πόρταν να φύγει. Έρχεται άλλος Εβραίος και λέγει του Πέτρου: και εσύ με τoν Χριστόν είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσωμεν και εσένα. Λέγει πάλιν ο Πέτρος, δια δευτέραν φοράν: δεν τον είδα, δεν τoν ηξεύρω τoν Χριστόν τι άνθρωπος είναι. Όταν επλησίασε κοντά εις την πόρταν να φύγει, τoν πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: και συ μαζί με τoν Χριστόν είσαι. Εγώ σε γνωρίζω. Σου πρέπει να σε σταυρώσωμεν και εσένα. Λέγει ο Πέτρος: να έχω το ανάθεμα αν ίσως και τoν είδα, αν τoν ηξεύρω τι άνθρωπος είναι. Ακούσετε, αδελφοί μου, τι υπεσχέθη πρωτύτερα, να χύσει και το αίμα του ο Πέτρος δια την αγάπην του Χριστού μας, και τώρα που τoν εξέταζαν τoν Πέτρον δια τoν Χριστόν, παρευθύς τoν ηρνήθη και επήγε με τον διάβολον, ηρνήθη την ζωήν την αιώνιον και επήγεν εις τoν θάνατον. Και καθώς ηρνήθη ο Πέτρος τoν Χριστόν – ω του θαύματος – ελάλησεν ευθύς ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούοντας ο Πέτρος τoν πετεινόν, εκάηκεν η καρδία του, και εβγαίνοντας έξω από την πόρταν, έπεσε με το κεφάλι κάτου εις την γην και κλαίοντας με μαύρα και πικρά δάκρυα έκαμαν τα μάτια του δύο βρύσες και έτρεχαν ωσάν ποτάμι. Και πάντοτε, όταν άκουε τoν πετεινόν ο Πέτρος εις όλην του την ζωήν, έκλαιεν, ενθυμούμενος την άρνησιν οπού έκαμεν του Χριστού.
Εσταυρώθη ο Κύριος με το θέλημά του, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις επτά γυναίκες μυροφόρες, τις ευλόγησε και τις εχαροποίησε λέγοντάς τους: Πηγαίνετε να ειπήτε των Αποστόλων μου πως αναστήθηκα και να έλθουν εις την Γαλιλαίαν, εκεί τους καρτερώ. Είπετε και του Πέτρου να έλθει. Και διατί εξεχώρισεν τον Πέτρον; Τάχα δεν ήταν και αυτός απόστολος του Χριστού; Μα διατί τoν εξεχώρισε; Δια να στοχασθεί ο Πέτρος πως εδέχθη την μετάνοιάν του ο Κύριος, τα δάκρυά του και τoν εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τoν Χριστόν και έλαβαν την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αλλά έστεκε σκυθρωπός ωσάν εντροπιασμένος. Του λέγει ο Χριστός: Πέτρε, Πέτρε, με αγαπάς; Και ερωτώντας τον τρεις φορές του εδιόρθωσε τις τρεις αρνήσεις, και του εσυγχώρησε το σφάλμα του ο Κύριος και του εχάρισε την πρώτην καθέδρα καθώς την είχε και πρώτα. Ύστερον επεριπάτησεν ο Πέτρος από Ανατόλην έως Δύσιν και έκαμε χιλιάδες χριστιανούς. Τον έπιασεν ένας βασιλεύς από την Παλαιάν Ρώμην, και του έλεγε να αρνηθεί τoν Χριστόν και να προσκυνήσει τα είδωλα. Του λέγει ο Πέτρος: Τoν Χριστόν τoν ηρνήθην τρεις φορές, τώρα, βασιλέα, δεν τoν αρνούμαι πλέον, και ό,τι θέλεις κάμε μου, μόνον σε παρακαλώ να με σταυρώσεις με το κεφάλι κάτου δια περισσοτέραν αισχύνην. Τoν επαίδευσε με πολλά παιδευτήρια ο βασιλεύς τoν Πέτρον, ύστερα τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτου, και παρέδωσε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας χείρας του Χριστού μας, και επήγεν εις τoν Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα αν ίσως και είναι εδώ κανένας από την ευγένειάν σας ωσάν τoν Πέτρον, οπού ηρνήθη τoν Χριστόν, ας κλαύσει, ας μετανοήσει, και να είναι βέβαιος πως, καθώς εδέχθη του Πέτρου τα δάκρυα, δέχεται και εσένα, μόνον να μη πέσεις εις απελπισίαν.

Είπαμε δια την πέτραν, τώρα να ειπούμε και δια τα ακάνθια ποια είναι. Έχομεν πολλά παραδείγματα, μα ας αφήσωμεν τα πολλά και ας ειπούμε ένα.
Η οσία Μαρία η Αιγυπτία ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι. Έπεσεν εις τας χείρας του διαβόλου, ημέρα και νύκτα ευρισκόταν εις την αμαρτίαν. Την εφώτισεν ο Πανάγαθος Θεός και φεύγει από τoν κόσμον, και επήγεν εις την έρημον. Εκεί εκαθόταν και ασκήτευε σαράντα χρόνους, και με τρία ψωμιά επέρασε την ζωήν της, και εκαθαρίσθη, και έγινεν ωσάν Αγγελος. Θέλοντας ο Κύριος να την αναπαύσει, έστειλεν ένα άγιον ασκητήν, τoν αββά Ζωσιμά, να την εξομολογήσει και να την μεταλάβει τα Αχραντα Μυστήρια. Και έβλεπε την αγίαν ο ασκητής, και έστεκε μίαν πήχυν υψηλά επάνου από την γη. Την εξομολόγησε, την εμετάλαβε τα Αχραντα Μυστήρια, ύστερα παρέδωσε την αγίαν της ψυχήν εις τας χείρας του παναγάθου Θεού, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται μαζί με τους αγγέλους πάντοτε. Αν ίσως και είναι κανένας εδώ από την ευγένειάν σας, άνδρας ή γυναίκα, ωσάν την Μαρίαν, δηλαδή πόρνος, αυτήν την ώραν ας κλαύσει, ας μετανοήσει, τώρα που έχει καιρόν. Και να είναι βέβαιος πως σώζει εκείνον, καθώς έσωσε και την οσίαν Μαρίαν.

Είπαμεν τους τρεις τρόπους των αμαρτωλών, τώρα θέλετε να ειπούμε και τους τρεις των δικαίων; Ή τους ηξεύρετε; Και πρώτον ας ειπούμεν ποία είναι η καλή γη, που έκαμε τα εκατό. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα. Ας πάρωμεν μίαν γυναίκα παράδειγμα, δια να μη παραπονούνται αι γυναίκες, και λέγουν πως οι άνδρες ημπορούν να κάνουν καλά και σώνονται, και αυτές είναι αδύνατες και δεν ημπορούν. Και ας πάρωμεν παράδειγμα την αγίαν Παρασκευήν.
Η αγία Παρασκευή ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι από γένος ευγενικόν. Απέθανεν ο πατέρας της και η μητέρα της. Κάθεται η Αγία και κάνει έναν πύργον υψηλόν και δυνατόν, και έβαλε τα πράγματά της όλα μέσα. Έβαφε τα μάτια της με μαυράδι, έβανε σκουλαρίκια στα αυτιά της, έβαφε το πρόσωπό της και τα χείλη της με κοκκινάδι, έβανε γερδάνια εις τον λαιμόν της, είχε και δακτυλίδια εις τα δάκτυλά της, είχε και ένα ζωνάρι μαλαματένιο εις την μέσην της, βάνει και ένα φόρεμα ωραιότατον και παπούτσια ως μίαν πιθαμήν υψηλότερα από τα άλλα κορίτσια. Με αυτά εστολιζόταν η αγία. Είναι εδώ κανένα κορίτσι που θέλει να στολίζεται; Ας πάρει παράδειγμα να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν.
Τώρα να ιδούμεν ποίος είναι ο πύργος ο υψηλός. Ο υψηλός και δυνατός πύργος είναι ο ουρανός, που εμοίρασεν δηλαδή όλα της τα πράγματα ελεημοσύνην, και τα έστειλεν με τους πτωχούς εις τον Παράδεισον. Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι ωσάν μερικές γυναίκες ανόητες, που το βάνουν δια να φαίνονται εύμορφες εις τους άνδρας, αλλά εσηκωνόταν η Αγία κάθε αυγή, και ενθυμούμενη τις αμαρτίες των χριστιανών, έκλαιε κτυπώντας το πρόσωπόν της και βρέχοντάς το με δάκρυα. Ποία είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά, στέκοντας με ευλάβειαν δια να ακούη το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της; Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», είχε δηλαδή στα χείλη της την ιδίαν την αλήθεια. Ποίον είναι το γερδάνι που είχεν εις τον λαιμόν της; Είναι από τις νηστείες που έκανε, και έλαμπεν ο λαιμός της ωσάν τον ήλιον. Ποία είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τις πολλές μετάνοιες που έκαμνε και εγίνοντο κόμποι κόμποι τα δάκτυλά της. Ποίον είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία που εφύλαγεν εις όλην της την ζωήν. Ποίον είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή που είχεν εις του λόγου της, και ο φόβος του Θεού που την εσκέπαζε. Ποία είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της, που τον είχεν εις τον ουρανόν, και δεν τον είχεν εις την γην να στοχάζεται τούτα τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα ωσάν τα άλλα κορίτσια. Έτσι εστολιζόταν η Αγία. Αν ίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν, να στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία, να κάμει και εκείνη δια να σωθεί.
Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, επούλησε τα πράγματά της και τα έδωκεν ελεημοσύνην, εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν. Την αξίωσεν ο Θεός και έκαμε θαύματα, ιάτρευε τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και νεκρούς ανέσταινε. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάνει θαύματα, την εφθόνησαν και πηγαίνοντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον, ο οποίος ήταν από την παλαιάν Ρώμην, του λέγουν πως είναι χριστιανή. Ακούοντας ο βασιλεύς πως η αγία Παρασκευή πιστεύει εις τον Χριστόν, την κράζει ο βασιλεύς και της λέγει: Παρασκευή, αρνήσου τον Χριστόν και έλα να θυσιάσεις εις τους μεγάλους Θεούς να σε κάμω βασίλισσα. Λέγει του η Αγία: εγώ δεν είμαι τρελλή και ανόητη ωσάν εσένα να αρνηθώ τον Χριστόν μου, και να πηγαίνω με τον διάβολον, να αφήσω την Ζωήν, και να πηγαίνω εις τον θάνατον. Αμποτε εσύ να άφηνες το σκότος και να έλθεις εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλεί με τέτοιαν παρρησίαν εμπρός εις τον βασιλέα; Όποιος έχει τον Χριστόν εις την καρδίαν του δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Αν ίσως θέλομεν και εμείς, αδελφοί μου, να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, τον Θεόν να έχωμε πάντοτε εις την καρδίαν μας, και έτσι να μη φοβούμεθα τίποτε. Λέγει της αγίας ο βασιλεύς: τρεις ημέρες σου δίδω διορίαν, διότι αν ίσως και δεν έλθεις να προσκυνήσεις τα είδωλα σε τρεις ημέρες, θα σε θανατώσω, θα σε καύσω μέσα εις ένα καζάνι. Του λέγει η Αγία: Βασιλέα, εκείνο που θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και ανάφτουνε μίαν φωτιάν μεγάλην και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, θειάφι και κατράμι και βράζει καλά. Βλέποντας η Αγία το καζάνι που έβραζε εχαιρόταν, πως έμελλε να αναχωρήσει από τούτον τον ψεύτικον κόσμον δια να υπάγει εις τον Αληθινόν. Προστάζει ο βασιλεύς να βάνουν την Αγίαν μέσα εις το καζάνι δια να καεί. Έκανε τον σταυρόν της η Αγία και εμβαίνει μέσα. Καρτερεί δύο τρεις ώρες ο βασιλεύς, έβλεπε οπού δεν εκαιγόταν η Αγία. Τότε της λέγει ο βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου το εδρόσισε και δεν καίομαι. Της λέγει ο βασιλεύς: Ράντισέ με και εμένα εις το πρόσωπον να ιδώ, καίει; Επήρεν η Αγία με τα δύο της χέρια και του ρίχνει εις το πρόσωπον, και ευθύς –ω του θαύματος- ετυφλώθηκε και εγδάρθηκε το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Πιστεύω και εγώ τον Θεόν που πιστεύεις και εσύ, Παρασκευή, μόνον έβγα γρήγορα να με βαπτίσεις. Εβγήκεν η αγία Παρασκευή και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον και εκαθαρίσθη. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και επήγε και εδίδαξε και ένα άλλο βασίλειον και τους εβάπτισε. Ύστερον την έπιασεν άλλος βασιλεύς και την αποκεφάλισε, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η αγία έκαμε τα εκατόν και εκέρδισε πέντε στεφάνους: πρώτον στέφανον έχει να λάβει διατί εμοίρασεν όλα της τα υπάρχοντα ελεημοσύνην, δεύτερον διατί έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη,τρίτον διατί εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν, τέταρτον διατί εδίδαξε δύο βασιλείς και τους έκαμε χριστιανούς, πέμπτον διατί έχυσε το αίμα της δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν. Είναι εδώ κανένας από λόγου σας που θέλει να γένη τέλειος ωσάν την αγίαν Παρασκευήν; Ας αγωνίζεται δια να σωθεί.

Μα δεν ημπορεί να κάμει τα εκατόν; Ας έλθωμεν παρακάτω, εις εκείνον που έκαμε τα εξήκοντα.

Εις τας εννέα του Οκτωβρίου μηνός εορτάζει η αγία μας Εκκλησία ένα άγιον Ανδρόνικον με την αγίαν Αθανασίαν. Ήταν ανδρόγυνον, τους εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός δύο τέκνα αρσενικά, το ένα ήταν δέκα χρονών και το άλλο δώδεκα. Μίαν ημέραν απέθαναν και τα δύο. Εκαθόταν και έκλαιεν η αγία Αθανασία δια τα παιδιά της. Έρχεται Αγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις και λυπάσαι; Τα παιδιά σου χαίρονται μέσα εις τον Παράδεισον, και έχεις να τα απολαύσεις εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπάσαι. Έτσι την επαρηγόρησεν ο Αγγελος. Λέγει η Αθανασία του Ανδρονίκου: Αφέντη, χιλιάδες άνθρωποι και γυναίκες έζησαν και εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην τους την ζωήν, εμείς δεν εφυλάξαμεν. Μας εχάρισεν ο Θεός δύο παιδιά και μας τα επήρε, επανδρευθήκαμεν και εκάμαμεν τα σωματικά, δεν γινόμεθα καλόγεροι να κάμωμε και τα ψυχικά, να υπάγωμεν εις τον Παράδεισον; Πρώτον, η Αθανασία ονόμασε τον άνδρα της αφέντη. Είναι δια τιμήν της γυναικός να λέγει τον άνδρα της αφέντη. Της απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας είναι, αδελφή μου, ας γίνει το θέλημα του Θεού. Αδελφή την ονόμασεν, και από εκείνην την ώραν εζούσαν ωσάν αδελφοί. Επούλησαν τα πράγματά τους και τα εμοίρασαν ελεημοσύνην, επήγαν και οι δύο εις μοναστήρια και έγιναν καλόγεροι και περνούσαν με νηστείες, σκληραγωγίες, κακοπάθειες, και εσώθησαν και επήγαν εις τον Παράδεισον. Αυτοί έκαμαν τα εξήκοντα, διατί έκαμαν πρώτον τα σωματικά, έκαμαν και τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είναι κατώτεροι από την Αγίαν Παρασκευήν.
Αν ίσως και θέλει να κάμει τα εξήκοντα κανένας από λόγου σας, ας αγωνίζεται ωσάν τον Αγιον Ανδρόνικον και την Αγίαν Αθανασίαν και σώνεται. Και αν είναι κανένας από λόγου σας και δεν ευχαριστείται με την γυναίκα του και γυρεύει ξένην γυναίκα, ας στοχασθεί τον Αγιον Ανδρόνικον τι έκαμε, και ας εντρέπεται. Αν ίσως πάλιν και είναι καμία γυναίκα που δεν ευχαριστείται με τον άνδρα της, αλλά θέλει άλλον άνδρα, ας στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία Αθανασία, και ας εντρέπεται.

Πάλιν δεν ημπορείτε να κάμετε τα εξήκοντα; Ας έλθωμεν παρακάτω, εις εκείνον που έκαμε τα τριάκοντα. Έχομεν πολλά παραδείγματα να αναφέρωμε, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμε ένα.

Εις την Ανατολήν ήταν ένας άνθρωπος, το όνομά του παπα Ιωάννης, υπανδρευμένος, είχεν είκοσι παιδιά. Και μίαν ημέραν ένας Δεσπότης εκόνευσεν εις το σπίτι του παπα Ιωάννου. Βλέπει τα παιδιά που εκάθονταν. Ερωτά ο δεσπότης τον παπά. Τίνος είναι τα παιδιά; Λέγει ο παπα Ιωάννης: Εδικά μου είναι, αφέντη Πανιερώτατε, ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο Δεσπότης: Πόσα παιδιά είναι; Λέγει ο παπα Ιωάννης: είκοσι. Λέγει ο Δεσπότης. Πόσους χρόνους έχεις υπανδρευμένος; Λέγει ο παπάς: δεκαοχτώ. Τότε λέγει ο Δεσπότης του παπά: Δια δεκαοχτώ χρόνους να έχεις είκοσι παιδιά, εσένα σου πρέπει να είσαι καθηρημένος. Λέγει ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρεις εύλογον, ας είναι ορισμός του Θεού.
Αρχίνισε ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης και υποδιάκονος, εικοσιπέντε διάκονος και όταν έγινα τριάντα χρονών, με επαρακάλεσαν οι χριστιανοί, και ο δεσπότης και έγινα παπάς, χωρίς να δώσω κανένα άσπρο. Κατά τους θείους και ιερούς νόμους υπανδρεύθηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν. Έπειτα από το στεφάνωμα εκοινωνήσαμεν τα Αχραντα Μυστήρια, και ωσάν επέρασαν τρεις ημέρες εσμίξαμεν με την παπαδιά μου, και ωσάν έμεινεν έγκυος, εχωρίσαμεν, έως ότου εσαράντισε, και τότε εματασμίξαμεν, και πάλιν έμεινε έγκυος και ευθύς ανεχώρησα. Με τέτοιον τρόπον έκαμα τα είκοσι παιδιά οπού βλέπει η πανιερότης σου δια δεκαοκτώ χρόνια. Λέγει ο δεσπότης: Συγχωρημένος να είσαι να κάμεις πενήντα και εκατό παιδιά. Έτσι ο ευλογημένος παπάς έμαθε τα παιδιά του γράμματα, τα εκπαίδευε με νουθεσίες καλές, και επήγε και εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα, είναι παρακάτω από εκείνον που έκαμε τα εξήκοντα. Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμεις τα τριάκοντα ωσάν τον παπα Ιωάννην; Αγωνίζου τώρα που έχεις καιρόν, και σώνεσαι.

Αυτή είναι η εξήγησις της παραβολής, αυτήν την παραβολήν εφανέρωσεν ο Κύριος, μα ακόμη δεν εκαταλάβατε το νόημά της, και λέγει έτσι: Ο πρώτος σπόρος οπού έπεσεν εις την στράταν είναι οι Εβραίοι, οι οποίοι είναι δια την Κόλασιν. Ο δεύτερος σπόρος οπού έπεσεν εις την πέτραν είναι οι ασεβείς, ομοίως είναι κάλπικη η πίστις τους, του διαβόλου. Ο τρίτος σπόρος οπού έπεσεν εις τα ακάνθια είναι οι αιρετικοί, και αυτών η πίστις του διαβόλου είναι. Ο τέταρτος σπόρος οπού έπεσε εις την καλήν γην, είναι η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι σώνονται, μα πώς σώνονται; Σώνεται ο καθένας καθώς έπραξεν. Αν ίσως και έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον Παράδεισον, αν έκαμε κακά, πηγαίνει εις την Κόλασιν. Διατί ο κόσμος είναι μοιρασμένος εις τέσσαρα μέρη. Τα τρία μέρη είναι δια την Κόλασιν και το άλλο μέρος δια τον Παράδεισον. Αυτό είναι το νόημα του Χριστού, και όποιος θέλει ας στοχασθεί καλά με τον νουν του, αν θέλει να σωθεί.

(18ος αιών – «Διδαχές» Ε’ διδαχή σελ. 248, «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», σελίς 325 και εξής, Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Πηγή: alopsis.gr

ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ



Αὐτὴ ἔγινε στὴ Νίκαια τὸ 787, ἐπὶ βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, τῆς μητέρας του, καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ Πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων.
Συνολικὰ οἱ Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν 365 καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Διατύπωσαν, ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῆς Εἰκόνας διαβαίνει στὸ πρωτότυπο (δηλαδὴ στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο) καὶ ὄχι στὰ καθ’ αὐτὸ ξύλο καὶ χρῶμα τῆς εἰκόνας.
Ἡ μνήμη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.

Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος

Ή Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου εως τις 13 ‘Οκτωβρίου 787, με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη άντιβασιλέως. ‘Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.] συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι άποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών ‘Αντιοχείας και ‘Ιεροσολύμων, οι μοναχοί -οί όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των είκονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717-741) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741-775)— αποτελούσαν έντονη παρουσία. Ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.

Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αύτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν ετσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε έκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ ‘Αρμενίου (813-820) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843, χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [14 Ίουν.]. οι άγιοι Πατέρες άναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες ‘Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, άποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο πού συνεκλήθη στο άνάκτορο της Ίερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754, και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της ‘Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715-730) [12 Μαΐου], του άγίου ‘Ιωάννου του Δαμασκηνού [4 Δεκ.], του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ώς υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως πού ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:

«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τάς έκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς, της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων άνδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις άσπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ού μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει- άλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, κάι ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το εύαγγέλιον».

Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι οχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ούσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της ‘Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς είκονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις άνθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το όρώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ έμέ γενόμενον και έν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, καϊ σέβων ού παύσομαι την υλην, δι’ ής η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την άνθρώπινη φύση, ό Λόγος του Θεοΰ την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αύτό τον λόγο, ενώ έν τη δόξα Του είναι άκατάληπτη στις αισθήσεις μας, η άνθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ώστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού —τήν πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της ‘Εκκλησίας— καθίσταται κατά συνέπεια άληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, άγωγός χάριτος και άγιασμού σε όσους με πίστη της άπονέμουν τιμητική προσκύνηση.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς Ἑβδόμης Συνόδου τοὺς Πατέρας ὑμνήσωμεν, ὡς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας· Εἰκόνα γὰρ τὴν θείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν τιμᾶσθαι εὐσεβῶς, καθελόντες τῶν αἱρέσεων τὴν ὀφρύν, καὶ πρὸς αὐτοὺς βοήσωμεν· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.

Ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας, Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει· Ὃν εἰδότες οὐκ ἀρνούμεθα, τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα· αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς· καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα, ἡ Ἐκκλησία ἀσπάζεται, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.

Μεγαλυνάριον.

Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.

Ἔτερον Μεγαλυνάριον.

Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαῖου, ὁ Ἀπόστολος (9 Ὀκτωβρίου

 



Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφός τοῦ Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ γιὸς τοῦ Ἀλφαίου.

Ὁ Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπειτα πῆγε καὶ σὲ ἄλλες χῶρες γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ, κατέστρεφε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γιάτρευε ἀρρώστιες καὶ ἐξεδίωκε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὀνόμαζαν θεῖο σπέρμα.

Ὁ ἱδρῶτας, οἱ μόχθοι καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν πολλοί. Ὁ θάνατος πολλὲς φορὲς τὸν πλησίασε, ἀλλὰ στὴν σκέψη τοῦ Ἰακώβου κυριαρχοῦσαν ἐνθαρρυντικὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ σὰν γνήσιος μαθητής μου, λέει ὁ Κύριος, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸ διεφθαρμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἑαυτό του, καὶ ἂς πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ γιὰ μένα ὄχι μόνο θλίψη καὶ δοκιμασία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ θάνατο σταυρικό. Καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθεῖ, μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου.

Ἔτσι καὶ ὁ Ἰάκωβος, μιμούμενος τὸ Διδάσκαλό του, ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο. 


Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε. Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, γλωσσοπυρσεύτω πνοή, ὡς θεῖος ἀπόστολος, ὑποδεχθεῖς τὴ ψυχή, Ἰάκωβε ἔνδοξε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἀστὴρ ἑωσφόρος, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν πολύθεον νύκτα. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ (8 Ὀκτωβρίου) , Λόγος Ἐγκωμιαστικός τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια
του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).

Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια
της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ
παρθένος.

Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν

Λόγος Ἐγκωμιαστικός εἰς τῆν Ἁγία Πελαγία τῆν Παρθένο τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου

Ας είναι ευλογητός ο Θεός· διότι και γυναίκες πλέον περιπαί­ζουν το θάνατο, και κόρες τον περιγελούν, και παρθένες, και μά­λιστα πολύ νέες και που δεν γνώρισαν γάμο, σκιρτούν επάνω στα ίδια τα κεντριά του άδη χωρίς να παθαίνουν τίποτε το φοβερό. Όλα αυτά λοιπόν τα αγαθά μάς δόθηκαν εξαιτίας του Χριστού που γεν­νήθηκε από Παρθένο· διότι μετά τους μακάριους εκείνους ανυπό­φορους πόνους και την φρικωδέστατη γέννηση ατόνησαν τα νεύρα του θανάτου, παρέλυσε η δύναμη του διαβόλου, και όχι μόνο στους άνδρες πλέον, αλλά και στις γυναίκες έγινε ευκαταφρόνητος, και όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στις κόρες.

Όπως ακριβώς δηλα­δή κάποιος άριστος ποιμένας συλλαμβάνοντας το λιοντάρι που προκαλεί φόβο στα πρόβατα και εξολοθρεύει όλο το κοπάδι, αφού βγάλει τα δόντια του, κόψει τα νύχια του και κουρέψει τα μαλλιά του, το κάνει ευκαταφρόνητο και καταγέλαστο, παραδίνοντάς το έτσι στα αγόρια και τα κορίτσια των βοσκών να το περιπαίζουν, έτσι λοιπόν και ο Χριστός, τον θάνατο, που ήταν φοβερός στη φύση μας και προκαλούσε φόβο σ’ ολόκληρο το γένος μας, αφού τον συνέλαβε και διέλυσε όλο το φόβο που προκαλούσε, τον παρέ­δωσε, ώστε να τον περιπαίζουν και παρθένες.
Γι’ αυτό και η μακαρία Πελαγία έτρεξε προς αυτόν με τόση μεγάλη ευχαρίστηση, ώστε να μη περιμένει ούτε τα χέρια των δημίων, ούτε να οδηγηθεί σε δικαστήριο, αλλά με την υπερβολική προθυμία της να προλάβει την σκληρότητα εκείνων. Διότι είχε προετοιμαστεί και για τα βασανιστήρια και κολαστήρια και για κάθε εί­δος τιμωριών, αλλά φοβόταν μήπως χάσει το στεφάνι της παρθε­νίας. Και για να μάθεις ότι φοβόταν την ασέλγεια των ασεβών, προλαβαίνει και αρπάζει από πριν τον εαυτό της από την αισχρή ατίμωση· εκείνο που κανένας από τους άνδρες δεν επιχείρησε ποτέ να κά­νει, αλλά οδηγήθηκαν όλοι στο δικαστήριο και εκεί επέδειξαν την ανδρεία τους, οι γυναίκες, εξαιτίας της εύκολης επιδράσεως που δέχεται η φύση τους, επινόησαν για τον εαυτό τους αυτόν τον τρόπο θανάτου.

Διότι, εάν ήταν δυνατό και την παρθενία να διαφυλάξει και να επιτύχει τα στεφάνια του μαρτυρίου, δεν θα απέφευγε την ει­σαγωγή της στο δικαστήριο· και επειδή έπρεπε οπωσδήποτε το ένα από τα δύο να το χάσει, θεωρούσε σαν την πιο χειρότερη μορφή παραλογισμού, ενώ μπορούσε να επιτύχει τη νίκη και των δύο, να φύ­γει από τη ζωή λαμβάνοντας το ένα μόνο στεφάνι. Γι’ αυτό δεν θέ­λησε να μεταβεί στο δικαστήριο, ούτε να γίνει θέαμα στα ακόλαστα μάτια, ούτε να επιτρέψει στα ασελγή βλέμματα να νοιώσουν απόλαυση βλέποντας το πρόσωπό της και ν’ ατιμάσουν το άγιο εκείνο σώμα, αλλά από το σπίτι και τον γυναικωνίτη ήλθε σε άλλο σπίτι, τον ουρανό.

Πράγματι είναι μεγάλο πράγμα το να δει κανείς δημίους να στέκονται γύρω-γύρω και να τρυπούν τις πλευρές, δεν είναι όμως καθόλου κατώτερο και αυτό από εκείνο. Διότι σ’ εκείνους, επειδή οι αισθήσεις έχουν ήδη παραλύσει εξαιτίας των ποικίλων βασανι­στηρίων, δεν φαίνεται πλέον ο θάνατος φοβερός, αλλά θεωρείται σαν κάποια απαλλαγή και ανακούφιση από τα μελλοντικά κακά. Αυτή όμως που δεν έπαθε ακόμη τίποτε τέτοιο, αλλ’ είχε ακέραιο ακόμη το σώμα της και δεν αισθανόταν κανένα πόνο μέχρι στιγμής, χρειάζεται κάποιο μεγάλο και γενναίο φρόνημα, εάν πρόκειται με βίαιο θάνατο να στερήσει από τον εαυτό της την παρούσα ζωή.

Ώστε, όταν θαυμάζεις εκείνους για την καρτερία τους, θαύμασε και αυτήν για την ανδρεία της· όταν νοιώσεις έκπληξη για την υπο­μονή εκείνων, νοιώσε έκπληξη και για το γενναίο φρόνημα της, διότι είχε την τόλμη να υποστεί τέτοιο θάνατο. Και μη προσπερά­σεις έτσι απλώς το συμβάν, αλλά σκέψου ποια φυσικό ήταν να είναι η διάθεση μιας απαλής κόρης, που δεν γνώριζε τίποτε επί πλέον από το θάλαμό της, βλέποντας για μια στιγμή να καταφθάνουν στρατιώτες, να στέκονται μπροστά στη πόρτα της και να την καλούν στο δικαστήριο, να την σύρουν στην αγορά για τέτοια και τόσο με­γάλα πράγματα. Δεν υπήρχε μέσα ούτε ο πατέρας της, ούτε η μητέ­ρα της, ούτε η τροφός της, ούτε η υπηρέτρια, ούτε γείτονας, ούτε φίλη, αλλ’ είχε απομείνει μόνη ανάμεσα σ’ εκείνους τους δημίους.

Το ότι λοιπόν μπόρεσε να βγει και ν’ αποκριθεί σ’ εκείνους τους δημίους στρατιώτες, ν’ ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, το να τους δει, το να σταθεί και ν’ αναπνεύσει, πώς δεν είναι άξιο εκπλήξεως και θαυμασμού; Δεν ήταν αυτά γνωρίσματα της ανθρώπι­νης φύσεως. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος το πρόσφερε η βοήθεια του Θεού. Όμως ούτε αυτή στάθηκε τότε αργή, αλλά πρόσφερε όλα όσα εξαρτιόνταν από την ίδια, όπως την προθυμία, το φρόνημα, τη γενναιότητα, τη θέληση, την προαίρεση, την προσέλευση με εν­θουσιασμό και βιασύνη. Το να γίνουν όμως όλα αυτά, αυτό κατορθώθηκε με τη βοήθεια του Θεού και την ουράνια εύνοια. Ώστε αξίζει και να τη θαυμάζει κανείς και να την μακαρίζει· να την μακαρίζει εξαιτίας της συμμαχίας του Θεού, και να την θαυμάζει για τη δική της προθυμία. Διότι ποιος θα ήταν δυνατό να μην εκπλαγεί δίκαια, ακούοντας, ότι μέσα σε μια στιγμή έλαβε μια τόσο μεγά­λη απόφαση, την ενέκρινε με προθυμία και την πραγματοποίησε;

Διότι βέβαια γνωρίζετε όλοι, ότι εκείνα που πολλές φορές με­λετήσαμε επί μακρόν χρόνο, όταν ήρθε ο καιρός που ζητούσε την πραγματοποίησή τους, επειδή ο νους μας κυριεύθηκε από λίγο φόβο, όλες εκείνες τις σκέψεις τις απορρίψαμε και φοβηθήκαμε για μια στιγμή από την αγωνία. Αυτή όμως μπόρεσε μέσα σε μια στιγμή και να δεχθεί και ν’ αποφασίσει και να πραγματοποιήσει μια τόσο φρικτή και φοβερή απόφαση, και ούτε το φοβερό των παρό­ντων εκεί στρατιωτών, ούτε το δύσκολο του καιρού, ούτε η ερημία της επιβουλευόμενης, ούτε το ότι είχε εγκαταλειφτεί μόνη μέσα στο σπίτι, ούτε τίποτε άλλο θορύβησε τη μακαριά εκείνη, αλλά σαν να υπήρχαν εκεί παρόντες κάποιοι φίλοι και γνωστοί, έτσι όλα τα έκαμε χωρίς φόβο, και πολύ σωστά. Διότι δεν ήταν μέσα μόνη, αλλ’ είχε σύμβουλο τον Ιησού· εκείνος τη βοηθούσε, εκείνος άγγι­ζε την καρδιά της, εκείνος έδινε θάρρος στη ψυχή της, εκείνος μόνος απομάκρυνε το φόβο. Και αυτά δεν τα έκανε τυχαία, αλλ’ επει­δή η μάρτυς είχε προετοιμάσει προηγουμένως τον εαυτό της άξιο της βοήθειας εκείνου.

Αφού βγήκε λοιπόν έξω ζήτησε χάρη από τους στρατιώτες, να της επιτραπεί να μπει πάλι μέσα και ν’ αλλάξει ενδύματα’ και αφού μπήκε άλλαξε και φόρεσε αντί της φθοράς την αφθαρσία, αντί του θανάτου την αθανασία, αντί της πρόσκαιρης ζωής την αιώνια ζωή. Εγώ όμως μαζί με τα όσα λέχθηκαν θαυμάζω και αυτό, πώς εξαπάτησε η γυναίκα τους άνδρες, πώς εκείνοι δεν υποπτεύτηκαν τίποτε από εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, πώς δεν αντιλήφτηκαν το δόλο; Διότι δεν μπορεί να πει κανείς, ότι κανένας δεν έκανε τίποτε παρόμοιο· πολλές ίσως και να έπεσαν στους γκρεμούς, να ρίχθηκαν στο πέλαγος, και ξίφος να ώθησαν στο στήθος τους, και θηλιά να πέρασαν στο λαιμό τους, και από πολλά τέτοια δράματα ήταν γεμά­τος ο καιρός εκείνος αλλ’ ο Θεός τύφλωσε την καρδιά τους, ώστε να μην αντιληφθούν το δόλο.

Γι’ αυτό και ξέφυγε μέσα από τα δί­χτυα. Και όπως ακριβώς το ελάφι που έπεσε στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και έπειτα, αφού διέφυγε, σταματά πλέον το τρέξιμό του στην κορυφή όρους που είναι δύσβατο για τα πόδια των κυνηγών και αδύνατο στο ρίξιμο των βέλων, και από εκεί βλέπει χωρίς φόβο εκείνους που προηγουμένως θέλησαν να του κάνουν κακό, έτσι λοι­πόν και αυτή, αν και έπεσε μέσα στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και ήταν κλεισμένη, σαν μέσα σε δίχτυα, μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, έτρεξε όχι στην κορυφή όρους, αλλά στην ίδια την κορυ­φή του ουρανού, όπου δεν ήταν πλέον δυνατό να ανεβούν εκείνοι και βλέποντας τους στη συνέχεια ν’ αναχωρούν από εκεί με άδεια χέρια, χαιρόταν, βλέποντας τους άπιστους να περιβάλλονται από πολλή ντροπή.

Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλο πράγμα ήταν να κάθεται ο δικα­στής στην έδρα του, να είναι παρόντες οι δήμιοι, να είναι έτοιμα τα βασανιστήρια, όλο το πλήθος να είναι συγκεντρωμένο, οι στρατιώ­τες να περιμένουν, και όλοι να είναι μεθυσμένοι από την ηδονή με την ελπίδα ότι θα έχουν το θήραμα, και εκείνοι που πήγαν να το συλλάβουν να επιστρέφουν με σκυμμένα τα κεφάλια και να διηγού­νται το δράμα που συνέβηκε. Πόση ντροπή και πόση οδύνη και χλευασμός φυσικό ήταν να διαχυθεί επάνω σ’ όλους τους άπιστους;

Πώς φυσικό ήταν ν’ αναχωρούν σκύβοντας κάτω από ντροπή το κε­φάλι, μαθαίνοντας από τα έργα, ότι ο πόλεμός τους ήταν όχι προς ανθρώπους, αλλά προς το Θεό; Και ο Ιωσήφ βέβαια, όταν επιβουλευόταν από την κυρία του, εξήλθε τότε γυμνός, αφήνοντας το έν­δυμα που είχε κρατηθεί από τα μιαρά χέρια της βάρβαρης γυναίκας, ενώ αυτή δεν άφησε ούτε να πιάσουν το σώμα της τα ακόλαστα χέρια, αλλά αφού ανέβηκε με γυμνή τη ψυχή και άφησε την αγία σάρκα της στους εχθρούς της, τους έβαλε σε πολλή αμηχανία· διότι δεν ήξεραν τι να κάνουν το λείψανό της.

Τέτοια είναι τα κατορθώματα του Θεού· τους δούλους του από δύσκολες καταστάσεις τους οδηγεί σε πολλή ευκολία, ενώ εκείνους που αντιτίθενται προς αυτόν και τον πολεμούν ακόμη και από εκείνα που φαίνονται ότι είναι εύκολα, τους οδηγεί στην πιο μεγάλη αμηχανία. Διότι τι υπήρχε χειρότερο από την αμηχανία εκείνη, στην οποία είχε πέσει τότε η κόρη; Και τι πιο εύκολο από την ευκολία στην οποία βρίσκονταν τότε οι στρατιώτες; Την κρα­τούσαν μόνη, κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν μέσα σε φυλακή, και όμως έφυγαν από εκεί αποτυγχάνοντας να συλλάβουν το θήρα­μα.

Επίσης, ενώ η κόρη ήταν έρημη από συμμάχους και βοηθούς και δεν έβλεπε από πουθενά καμιά διέξοδο από τα δεινά, και τα στόματα των θηρίων εκείνων που βρίσκονταν κοντά της, διέφυγε τις επιβουλές, σαν να την άρπαξαν, θα μπορούσε να πει κάποιος, μέσα από τον φάρυγγα τους, και νίκησε τους στρατιώτες, τους δικαστές και τους άρχοντες. Και όταν βέβαια ζούσε είχαν την ελπίδα όλοι αυτοί ότι θα την νικούσαν, όταν όμως πέθανε, τότε έπεσαν σε μεγαλύτερη αμηχανία, για να μάθουν ότι ο θάνατος των μαρτύ­ρων είναι νίκη των μαρτύρων. Και συνέβαινε το ίδιο, όπως έγινε με ένα πλοίο, που ήταν γεμάτο από πολύτιμα μαργαριτάρια, το οποίο εξαιτίας της εισβολής κάποιου κύματος στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού,  κινδύνευσε να βυθιστεί και να βρεθεί κάτω από τα κύματα, αλλά διαφεύγοντας τον κίνδυνο και ωθούμενο από το ρεύμα των υδάτων κατόρθωσε να φθάσει στο λι­μάνι με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Έτσι λοιπόν συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία. Διότι η έφοδος των στρατιωτών και ο φόβος των αναμενόμενων βασανιστηρίων και η απειλή του δικαστή πέφτοντας επάνω της σφοδρότερα από οποιοδήποτε κύμα, την εξανάγκασαν να πετάξει προς τον ουρανό με μεγαλύτερη ταχύτητα· και το κύμα που επρόκειτο να καταποντίσει το πλοίο, την έστειλε στο γαλήνιο λιμάνι, και έτσι μεταφερό­ταν το σώμα λαμπρότερο από κάθε αστραπή, θαμβώνοντας τα μάτια του διαβόλου. Διότι δεν μας είναι τόσο φοβερός ο κεραυνός που πέφτει από τον ουρανό, όσο φόβιζε το σώμα της μάρτυρος, φο­βερότερα από κάθε κεραυνό, τις φάλαγγες των δαιμόνων.

Και αυτά δεν γίνονταν χωρίς την επέμβαση του Θεού. Αυτό βέβαια γίνεται φανερό κυρίως από το μέγεθος της προθυμίας και από το ότι δεν κατάλαβαν οι στρατιώτες τον δόλο, και από το ότι της έκαναν τη χάρη, και από το ότι η πράξη έφθασε σε τέλος, αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και από τον ίδιο τον τρόπο του θα­νάτου. Πολλοί δηλαδή που έπεσαν από ψηλή στέγη δεν έπαθαν τί­ποτε το κακό· άλλοι πάλι που υπέστησαν αναπηρία σε κάποια μέλη του σώματός τους, έζησαν πολλά χρόνια μετά από την πτώση· στην περίπτωση όμως της μακάριας εκείνης ο Θεός δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε από αυτά, αλλ’ αμέσως πρόσταζε το σώμα ν’ αφήσει ελεύθερη τη ψυχή, και την δεχόταν σαν να είχε αγωνιστεί όσο έπρεπε και να τα εκπλήρωσε όλα.

Διότι ο θάνατός της δεν οφειλόταν στην πτώση του σώματός της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της προ­σταγής του Θεού. Και ήταν λοιπόν ξαπλωμένο το σώμα όχι πάνω σε κρεβάτι, αλλά πάνω στο έδαφος· δεν ήταν όμως ξαπλωμένο πά­νω στο έδαφος ατιμασμένο, αλλά το έδαφος ήταν τίμιο, επειδή δέ­χθηκε σώμα ντυμένο με τόση δόξα. Και ακριβώς γι’ αυτό κυρίως το σώμα εκείνο ήταν τιμιότερο με το να βρίσκεται στο έδαφος, διότι οι ατιμώσεις που υπομένουμε για χάρη του Χριστού μάς παρέ­χουν περισσότερη τιμή.

Βρισκόταν λοιπόν ξαπλωμένο πάνω στο έδαφος ενός στενού δρόμου το παρθενικό εκείνο σώμα το καθαρότερο από κάθε χρυσό, και οι άγγελοι το νεκροστόλιζαν, όλοι οι αρχάγγελοι το τιμούσαν, και ο Χριστός ήταν παρών. Διότι, εάν οι οικοδεσπότες τους καλύτε­ρους από τους δούλους τους όταν πεθάνουν τους συνοδεύουν κατά την εκφορά τους και δεν ντρέπονται, πολύ περισσότερο ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατό να ντραπεί να τιμήσει με την παρουσία του εκείνην που παρέδωσε τη ψυχή της για χάρη του και δέχθηκε να υποστεί έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Βρισκόταν λοιπόν στο έδαφος έχοντας μεγάλο εντάφιο το μαρτύριο, καλλωπισμένη με το κόσμημα της ομολογίας, ντυμένη με στολή τιμιότερη από κάθε βασιλικό ένδυμα και από κάθε τίμια πορφύρα, και έχοντας αυτήν διπλή· τη στο­λή της παρθενίας και τη στολή του μαρτυρίου· με αυτά τα εντάφια θα παρουσιαστεί στο βήμα του Χριστού.

Μία τέτοια στολή ας φροντίζομε και εμείς να φορούμε και όσο ζούμε και όταν πεθάνομε, γνωρίζοντας ότι, εάν κάποιος καλ­λωπίσει το σώμα με χρυσά ενδύματα, δεν το ωφέλησε καθόλου, αλλά και έχει πολλούς κατηγόρους, διότι δεν εγκατέλειψε την κενοδοξία ούτε και κατά το θάνατο· εάν όμως ντυθεί την αρετή, θα έχει πολλούς επαίνους και μετά το θάνατο. Διότι ο τάφος εκείνος, στον οποίο βρίσκεται το σώμα που έζησε με αρετή και ευσέβεια, θα εί­ναι λαμπρότερος σ’ όλους κι απ’ αυτές ακόμη τις βασιλικές αυλές. Και αυτού μάρτυρες είμαστε εμείς, οι οποίοι, παραβλέποντας τους τάφους των πλουσίων σαν σπήλαια, αν και έχουν χρυσά ενδύματα, τρέχομε με μεγάλη προθυμία προς την αγία αυτή, επειδή έφυγε η μάρτυς από την εδώ ζωή έχοντας ντυμένο τον εαυτό της με την παρθενία αντί με χρυσά ενδύματα.

Ας την μιμηθούμε, λοιπόν, με όλη τη δύναμή μας. Περιφρό­νησε εκείνη τη ζωή· ας περιφρονήσουμε εμείς την τρυφηλή ζωή, ας περιγελάσουμε την πολυτέλεια, ας απομακρυνθούμε από τη μέθη, ας αποφύγουμε την πολυφαγία. Γι’ αυτό σας ικετεύω και σας παρακαλώ να έχετε πάντοτε στη μνήμη και τη διάνοιά σας την αγία αυτή, και να μη καταντροπιάζετε την πανήγυρη, ούτε να στερήσουμε τον εαυτό μας από την παρρησία που μας παρέχεται από την εορτή αυτή. Διότι δεν νοιώθουμε τυχαία υπερηφάνεια συνομιλώ­ντας με τους ειδωλολάτρες για το πλήθος της εορτής, καταντροπιάζοντάς τους και λέγοντας, ότι μία κόρη πεθαμένη συγκεντρώνει ολόκληρη πόλη και τόσο πλήθος, κάθε χρόνο και μετά από τόσα χρόνια, και κανένας χρόνος δεν διέκοψε τη συνέχεια της τιμής αυτής. Διότι το πλήθος αυτό που συγκεντρώθηκε τώρα αν προσέρχεται με ευταξία θ’ αποτελεί για μας κόσμημα μέγιστο, αν όμως με ραθυμία και αδιαφορία, θ’ αποτελεί ντροπή και κατηγορία.

Για να νοιώθουμε λοιπόν υπερηφάνεια για το πλήθος της αγάπης σας, ας αναχωρούμε από εδώ για το σπίτι μας με την ίδια ευταξία, με όση αρμόζει ν’ αναχωρούν εκείνοι που συγκεντρώθηκαν για μια τέτοια μάρτυρα. Διότι, αν κάποιος δεν αναχωρήσει έτσι για το σπίτι του, όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά και απέσπασε μέγιστο κίνδυνο κατά του εαυτού του. Γνωρίζω ότι σεις είστε καθαροί από τα νοσήματα αυτά, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για την απολογία σας, αλλά πρέπει και τους αδελφούς που παρεκτρέπονται να τους επαναφέρετε σε απόλυτη ευταξία και στην πρέπου­σα τάξη. Τίμησες την μάρτυρα με την παρουσία σου;

Τίμησέ την και με τη διόρθωση των δικών σου μελών. Αν δεις γέλιο και βάδισμα άτακτο και εμφάνιση άπρεπή, πλησίασέ τους και κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και φοβερό εκείνους που τα κάνουν. Αλλά σε περιφρονούν και σε κοροϊδεύουν περισσότερο; Πάρε μαζί σου δύο-τρεις ή και περισσότερους αδελφούς, ώστε με το πλήθος να γίνετε σεβαστότεροι. Εάν όμως δεν μπορέσεις ούτε έτσι να τους συνετίσεις, τότε φανέρωσέ τους στους ιερείς· μάλλον όμως είναι αδύνατο να φθάσουν αυτοί σε τόση αδιαντροπιά, ώστε, επιτιμώμενοι και παρακαλούμενοι, να μην υποχωρήσουν και να ντραπούν και ν’ απομακρυνθούν από την άτακτη και παιδική συμπεριφορά. Και είτε κερδίσεις δέκα, είτε τρεις, είτε δύο, είτε και έναν μόνο, θα εισέλθεις έχοντας λάβει πολύ κέρδος.

Είναι μεγάλο το μήκος του δρόμου· ας το χρησιμοποιήσομε λοιπόν για την περισυλλογή αυτών που αναφέραμε· ας γεμί­σουμε τη λεωφόρο με θυμιάματα. Διότι δεν θα γίνει ο δρόμος τόσο ευπρεπής, εάν κανείς καθ’ όλο το μήκος του τοποθετήσει θυμια­τήρια και με την ευωδιά τους αλλάξει την μυρωδιά του αέρα, όσο ευ­πρεπής θα γίνει τώρα, εάν όλοι, όσοι τον βαδίζουμε σήμερα, διηγούμενοι αναμεταξύ μας τα κατορθώματα της μάρτυρος, πηγαίνουμε στο σπίτι μας, μετατρέποντας ο καθένας θυμιατήρι τη γλώσσα του. Δεν βλέπετε, όταν εισέρχεται ο βασιλιάς στην πόλη, με πόση ευταξία βαδίζουν οι στρατιώτες και στα δύο μέρη του δρόμου οπλισμένοι και στοιχισμένοι, δίνοντας αναμεταξύ τους χαμηλόφωνα το παράγγελμα και προχωρώντας με πολύ φόβο, ώστε να φαίνονται αξιοθέατοι σ’ εκείνους που τους βλέπουν; Εκείνους λοιπόν ας μιμηθούμε· διότι και εμείς βαδίζομε μπροστά από βασιλιά, από βασιλιά όχι αισθητό, ούτε επίγειο, αλλά από τον Δεσπότη των αγγέλων.

Έτσι λοιπόν ας μπούμε και εμείς με ευταξία και προτρέποντας ο ένας τον άλλο, να βαδίζουμε με ρυθμό και τάξη, ώστε όχι μόνο με το πλήθος, αλλά και με την κοσμιότητά μας να εκπλήξουμε τους θεατές. Βέβαια, κι αν ακόμα δεν παραβρισκόταν κανένας άλ­λος, αλλά βαδίζαμε μόνοι στο δρόμο, ούτε έτσι έπρεπε να κάνουμε ασχημοσύνες, επειδή υπάρχει ο ακοίμητος οφθαλμός που είναι πα­ντού παρών και τα βλέπει όλα. Τώρα όμως σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλοί αιρετικοί ανάμεσά μας, και αν μας δουν να χορεύομε έτσι, να γελούμε, να φωνάζουμε και να μεθούμε, θα φύγουν αφού μας αποδώσουν τις χειρότερες κατηγορίες. Και αν κάποιος που σκαν­δαλίζει έναν υπομένει κατ’ ανάγκη τιμωρία, εμείς που σκανδαλίζο­με τόσους, ποιά τιμωρία θα υποστούμε; Αλλ’ είθε να μη συμβεί μετά τους λόγους αυτούς και την παραίνεση αύτη να βρεθεί κάποιος υπεύθυνος γι’ αυτά που είπαμε. Διότι, εάν αυτά διαπραττόμενα και πριν από αυτά που σας είπα ήταν ασυγχώρητα, μετά τη συμβουλή αυτή και την επίπληξη κάνουν πολύ περισσότερο αναγκαία την τι­μωρία και σ’ εκείνους που τα κάνουν και σ’ εκείνους που τα βλέ­πουν να γίνονται και τα παραβλέπουν.

Για ν’ απαλλάξετε λοιπόν και εκείνους από την τιμωρία και στον εαυτό σας να γίνετε πρόξενοι μεγαλύτερης αμοιβής, να αναλάβετε την κηδεμονία των αδελφών σας, οδηγήστε τους στη συγκέ­ντρωση και τη διήγηση των όσων λέχθηκαν, ώστε, αφού τα μελετή­σουν κατά τη διαδρομή όλου του δρόμου και μεταφέρουν υπολείμματα αυτής της τράπεζας και σ’ εκείνους που έμειναν στο σπίτι και απουσίασαν από εδώ, να κάμετε λαμπρή και εκεί την πνευματι­κή απόλαυση. Διότι έτσι και θα αισθανθούμε περισσότερο την εορτή αυτή, και την αγία μάρτυρα θ’ αποσπάσουμε σε περισσότερη εύνοια, τιμώντας την με την αληθινή τιμή. Διότι από το να έλθετε εδώ και να θορυβήσετε, πολύ πιο μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα προσφέ­ρετε σ’ αυτήν με το να φύγετε από εδώ αφού γεμίσετε και απο­κομίσετε κάποια πνευματική ωφέλεια.

Μακάρι λοιπόν με τις ευχές της αγίας αυτής και εκείνων που επέτυχαν τα ίδια κατορθώματα μ’ αυτήν, και αυτά και τα άλλα που λέ­χθηκαν να τα θυμάστε με ακρίβεια και να τα φανερώσετε όλα με τα έργα, και να ζείτε ευαρεστώντας σε όλα το Θεό, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε τ.37, σ. 83-99)



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'

Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ' εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, ὁσία Πελαγία τὸ πνεῦμά σου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.