† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ, ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ Σ᾽ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

 




Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται. Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία. Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶνἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.

«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες. Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δένὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καίἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου,ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.

Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁδιάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας.Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό. Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.

Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί.Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁἕνας πάνω στόν ἄλλο. Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱμάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόνἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;

Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτάὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕναςἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν.

Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται. Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.

Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκηςἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα.

 Οὔτε ἐδῶὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.

2. Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.

Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.

Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δένἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκεἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦΔεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή.Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.

Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦςἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούςἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶνἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.

Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν,ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱοὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες. Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότηἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους.

Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους - ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν - ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερηἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).

Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν.

Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα,ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.

3. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τάἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.

Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.

Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές.Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.

Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θάἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας. Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός.

 Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.alopsis.gr



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ - Ἀπόστολος (Ἀληθινοὶ νικητὲς - Τὸ μυστικὸ τῆς νίκης - Μαθητεία στούς βίους τῶν Ἁγίων)




 Ἀπόστολος Κυριακής  Ἑβρ. ια΄ 33 - ιβ΄


Ἀδελφοί, οἱ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαν­το δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀ­­­­σθενείας, ­ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ­ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπα­­νίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύ­τρωσιν, ἵνα κρείττονος ­ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖ­­ραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ ­φυλα­κῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειρά­σθη­σαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ­ἀπέθανον, περι­ῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις ­δέρ­­μασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακου­χούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀ­­­παῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες ­μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ­ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, ­τοσοῦτον ἔχον­τες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύ­ρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐ­­­περί­στατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέ­­­χωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφο­­­ρῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν.


1. Ἀληθινοὶ νικητὲς

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων σήμερα, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη ὅλων τῶν ἁγίων ποὺ ἔζησαν σὲ κάθε τόπο καὶ ἐποχὴ καὶ ἀγωνίσθηκαν μὲ πίστη καὶ αὐταπάρνηση νὰ μείνουν σταθεροὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους», λέει ὁ στίχος στὸ Συναξάρι τῆς ἑορτῆς κι εἶναι, στ’ ἀλήθεια, ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εὐκαιρία νὰ τιμήσουμε καὶ νὰ ὑμνήσουμε ὅλους τοὺς ἁγίους, τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ.
Τί ἔκαναν λοιπὸν οἱ ἅγιοι καὶ τοὺς ἀξίζουν ὕμνοι καὶ ἐγκώμια;... Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρει πολλὰ καὶ ἀ­­ξιοθαύμαστα κατορθώματά τους: ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, πῆραν δύναμη κι ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς πα­ρατάξεις.
Ἐπιπλέον ὁ θεόπνευστος ­Ἀπόστολος ἐγκωμιάζει καὶ αὐτοὺς ποὺ δοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, δεσμὰ καὶ φυλακίσεις, καθὼς καὶ αὐτοὺς ποὺ λιθο­βολήθηκαν, πριονίσθηκαν καὶ ὑπέμει­ναν κι ἄλλα μαρτύρια καὶ κακουχίες. Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ θαυμαστὸ σὲ ὅλα αὐτά; Στὴν περίπτωση ἐκείνων ποὺ γλύτωσαν καὶ «ἔφυγον στόματα μαχαίρας» τὸ θαῦμα εἶναι φανερό· στὴν περίπτωση αὐτῶν οἱ ὁποῖοι «ἐν φό­νῳ μαχαίρας ἀπέθανον» ποιὸ τὸ θαυμαστό;... Καὶ τὰ δύο εἶναι θαυμαστά, ἐξηγεῖ ὁ ἐρμηνευτὴς Ζιγαβηνός, διότι φανερώνουν πίστη ἡ ὁποία «καὶ ἀνύει (=κατορθώνει) μεγάλα, καὶ πάσχει μεγάλα». Πίστη ἔχει κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ πράγματι σώζεται, πίστη ὅμως ἔχει κι αὐτὸς ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖ τὰ αἰώνια ἀγαθά, ὥστε νὰ προχωρεῖ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο ὄχι ἁπλῶς χωρὶς φόβο ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ χαρά! Νικητὴς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ γλυτώνει προσωρινὰ τὴ ζωή του, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ὑπομένει τὴν ὅποια δυσκολία καὶ μένει σταθερὸς μέχρι τὸ τέλος στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς πραγματικὰ βαδίζει στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸ δρόμο τῆς νίκης καὶ τῆς αἰωνίου δόξης.

2. Τὸ μυστικὸ τῆς νίκης

Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ μυστικὸ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ καὶ ἀπέκτησαν τόσο μεγάλη τιμὴ καὶ δόξα; Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Εἶναι ἡ πίστη: «Οἱ ἅγιοι Πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας»· ἐπειδὴ εἶχαν πίστη, καταπολέμησαν καὶ ὑπέ­ταξαν βασίλεια καὶ ἐπέτυχαν πολλὰ ἀκόμη κατορθώματα.
Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ πίστη, ἐννοοῦμε πίστη στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. Πίστη στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεὸ Λόγο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Πίστη ποὺ ξεπερνᾶ τὴ λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ μεταγγίζει στὴν ψυχὴ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πίστη ποὺ βλέπει τὰ «μὴ βλεπόμενα» καὶ ἐνισχύει τὴν προσδοκία «ἄλλης βιοτῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ πίστη, ποὺ θέρμαινε τὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, ἂς ἐμπνέει καὶ τὴ δική μας ζωή, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἀνδρεία καὶ ὑπομονὴ τὶς κάθε εἴδους δυσ­­κολίες «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰησοῦν», δηλαδή, στρέφοντας τὰ βλέμματα καὶ τὴν προσοχή μας στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας.

3. Μαθητεία στοὺς βίους τῶν Ἁγίων

Τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐ­­πιστολῆς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ «ὕμνος τῆς πίστεως». Ὡστόσο τὰ ἐντυπωσιακὰ κατορθώματα τῆς πίστεως ποὺ ἀναφέρονται ἐκεῖ εἶναι ἐλάχιστα σὲ σχέση μὲ τὰ ἀναρί­θμητα θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ συναν­τοῦμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τονίζει μάλιστα ὅτι μᾶς περιβάλλει «νέφος μαρτύρων», δηλαδὴ ἀπειράριθμο πλῆθος ἁγίων μαρτύρων. Πόσα ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας!
Ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος καὶ σύγχρονος ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ποὺ τὸν ἑορτάζουμε αὐτὲς τὶς μέρες, στὶς 14 Ἰουνίου, ἔλεγε: «Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι Ὀρθόδοξη Ἐγκυκλοπαίδεια... Ἐὰν ποθεῖς τὴν ἀγάπη, τὴν ἀλήθεια, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλπίδα, τὴν πραότητα. τὴν ταπείνωση, τὴ μετάνοια, τὴν προσευχὴ ἢ ὁποιαδήποτε ἀρετὴ καὶ ἄσκηση, στοὺς Βίους τῶν Ἁγίων θὰ βρεῖς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων γιὰ κάθε ἄσκηση καὶ θὰ λάβεις τὴ βοήθεια τῆς χάριτος γιὰ κάθε ἀρετή. Ἐὰν περνᾶς μαρτύρια γιὰ τὴν πίστη σου στὸν Χριστό, οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων θὰ σὲ παρηγορήσουν καὶ θὰ σὲ ἐνθαρρύνουν, θὰ σὲ ἐνδυναμώσουν καὶ θὰ σὲ ἀναπτερώσουν, ὥστε τὰ μαρτύριά σου νὰ μεταβληθοῦν σὲ χαρά. Ὁποιονδήποτε πειρασμὸ οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ τὸν νικήσεις καὶ τώρα καὶ πάντοτε...».
Ἂς ἀγαπήσουμε λοιπὸν τὰ Συναξάρια καὶ τὰ Μαρτυρολόγια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων. Ἂς γνωρίζουμε ὁ καθένας μας τουλάχιστον τὸν βίο τοῦ ἁγίου ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομά του ἢ τοῦ προστάτου καὶ πολιούχου μας. Γενικά, ἂς ἔρθουμε πιὸ κοντὰ στοὺς ἁγίους μας, γιὰ νὰ ξεκολλήσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὰ φθαρτὰ καὶ νὰ στραφεῖ στὰ οὐράνια καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ - Εὐαγγέλιον (Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων)

 


32 Εἶπεν ὁ Κύριοs τοῖs ἑαυτοῦ µαθηταῖς· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 37  Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ  Ἰσραήλ. 29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.

Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων

Ομολογία της θείας του φύσεως

Στο ιερό Ευαγγέλιο της εορτής των Αγίων Πάντων ο Κύριος μας παρουσιάζει δυο βασικές προϋποθέσεις για να ακολουθήσουμε όλοι μας τον δρόμο των Αγίων.

Η πρώτη προϋπόθεση η ομολογία της πίστεως. Μας διαβεβαιώνει ο Κύριος: Καθένα που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως πιστό ακόλουθό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Εκείνον όμως που θα με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.

Ο Κύριος λοιπόν θέτει ως βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας να ομολογούμε τον Χριστό μπροστά στους διώκτες και αρνητές του. Ποιο όμως ακριβώς είναι το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου;  Αν κανείς μελετήσει τις αναλύσεις των ιερών ερμηνευτών, θα δει ότι εδώ ο Κύριος δεν ζητεί μία γενική και αόριστη ομολογία. Αλλά ζητεί να Τ ον ομολογούμε με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, να Τ ον ομολογούμε ως Σωτήρα μας και Θεό μας.

Γιατί όμως ο Χριστός μας μας ζητά μία τέτοια ομολογία; Διότι μέσα στους αιώνες κανείς δεν αρνήθηκε ότι ο Κύριος είναι ένας μεγάλος διδάσκαλος, προφήτης, αναγεννητής, φιλόσοφος. Κανείς δεν αρνήθηκε το πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Το σημείο που ενοχλεί τους διώκτες του Κυρίου είναι ένα και μοναδικό: η θεότητά του. Διότι αυτό καθορίζει τα πάντα στη ζωή μας.

Εάν δεχθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό απλώς και μόνον ως ένα ιστορικό πρόσωπο ξεχωριστό και τέλειο, τότε αυτό δεν έχει καμία επίδραση στη ζωή μας. Εάν όμως Τον αποδεχθούμε και Τον ομολογούμε ως Θεάνθρωπο Διδάσκαλο Σωτήρα μας, τότε αυτό έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή μας. Διότι τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε όλα όσα ζητάει από εμάς και να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με το θέλημά του.

Ο δρόμος λοιπόν προς την αγιότητα προϋποθέτει όχι μία γενική και αόριστη ομολογία πίστεως, αλλά μία πίστη και ομολογία συγκεκριμένη. Να ομολογούμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό ως «Θεόν αληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα». Και να ζούμε όπως Εκείνος θέλει. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στο δρόμο των Αγίων, στο δρόμο του Χριστού.

Η πρώτη αγάπη μας

Στη συνέχεια ο Κύριος μας παρουσιάζει τη δεύτερη προϋπόθεση για τον δρόμο της αγιότητος. Ζητά απ’ όλους μας να Τον αγαπούμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Εκείνος, λέει, που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από έμενα και με αρνείται για να μη χωρισθεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Κι Εκείνος που αγαπά τον γυιό του ή την κόρη του περισσότερο από έμενα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου. Κι Εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση να ακολουθήσει το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα.

Τότε Του αποκρίθηκε ο Πέτρος: Κύριε, εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε. Τι άραγε θα γίνει μ’ εμάς; Και ο Κύριος απάντησε: Όταν θα καθίσω στον θεϊκό μου θρόνο, θα καθίσετε κι εσείς Σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μη χωρισθεί από εμένα, θα λάβει πολλαπλάσια σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Και πολλοί που είναι εδώ πρώτοι, θα είναι στην αιώνια βασιλεία τελευταίοι, ενώ πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι.


Ο Κύριός μας εδώ θέτει ως βασική προϋπόθεση για να μας αποδεχθεί ως άξιους μαθητές του να Τον αγαπάμε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ακόμη και από τα πλέον αγαπημένα ιερά μας πρόσωπα, τον πατέρα μας και τη μητέρα μας. Και γιατί μας το ζητάει αυτό; Μας το ζητάει όχι γιατί έχει ανάγκη από την αγάπη μας, αλλά για το δικό μας συμφέρον. Πρωτίστως διότι όταν τα συγγενικά μας πρόσωπα βρίσκονται μακριά από το δρόμο του Θεού, υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεάσουν κι εμάς. Έπειτα υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί που έχουν αρρωστημένη προσκόλληση στο παιδιά τους, στους γονείς τους ή Σε άλλα συγγενικά πρόσωπα, σε βαθμό που να τα αγαπούν περισσότερο και από τον Θεό!

Ο Κύριος όμως μας ζητά να Τον αγαπούμε πάνω απ’ όλους και για έναν άλλο λόγο καθοριστικό για τη ζωή μας: Διότι θέλει να μας καταστήσει μετόχους της δικής του μακαριότητας, να μας προσφέρει ασύλληπτης αξίας δώρα, να μας προσφέρει τα πάντα. Διότι όταν αγαπάμε τον Χριστό μας περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, ζούμε από αυτή τη ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο· στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Όταν έχουμε στραμμένα τα μάτια μας σ’ Εκείνον, τότε μπορούμε να γευθούμε τα αόρατα μυστικά, τις πνευματικές ομορφιές, τα μυστήρια του Θεού. Μπορούμε να γευθούμε τη γλυκύτητα της παρουσίας του· ν’ απολαύσουμε τη μυστική κοινωνία μαζί του. Να ζούμε καθημερινά μια πνευματική ζωή αγιότητος, χάριτος. Να απολαμβάνουμε τη λατρεία και την προσευχή ως ύψιστες πνευματικές ηδονές. Έτσι θα έχουμε μέσα μας τόσο δυνατά βιώματα, που θα συνεπαίρνουν την ύπαρξή μας. Έτσι θα γίνουμε πολίτες της Βασιλείας του από αυτή τη ζωή. Ας Τον αγαπήσουμε λοιπόν πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Και ας εισέλθουμε στο μυστήριο της εν Χριστώ αγάπης και ζωής.

Πηγή: www.xfd.gr

Ἀπολυτίκιον


Τῶν ἐν ὅλω τῶ κόσμω Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι' αὐτῶν βοᾷ σοὶ Χριστὲ ὁ Θεός. Τῶ λαῶ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τὴ πολιτεία σου δώρησαι, καὶ ταὶς ψυχαὶς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.



Δείτε σχετικά:

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΤΟΥ ΕΞ’ΕΖΕΒΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΘΛΗΣΑΝΤΟΣ (12 Ἰουνίου)



Ο Ιερομάρτυρας Βενέδικτος γεννήθηκε περί το 1790 στη γη του Βισάλτη, στον πλησιόχωρο τότε οικισμό Έζοβα Σερρών (σημερινή Δάφνη).

Μοναχογιός μιας ευσεβούς οικογένειας, σε μικρή ηλικία ορφάνεψε από την μητέρα του και ακολούθησε τον πατέρα του στο Άγιον Όρος όπου, στη Μονή του Πρωτομάρτυρα Αγίου Στεφάνου την επονομαζόμενη του Κωνσταμονίτου, εκείνος συναριθμήθηκε στις τάξεις των δοκίμων μοναχών.
Οι πατέρες της Μονής του Κωνσταμονίτου, πριν αξιωθεί ο μικρός Βενέδικτος του αγγελικού σχήματος, με δαπάνες του μοναστηριού τον έστειλαν στην επαρχία του Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ιγνατίου να σπουδάσει τα θεία και ιερά γράμματα, τα λεγόμενα κοινά, στο σχολείο του Πολυγύρου.
Μετά το πέρας των σπουδών επέστρεψε στο Μοναστήρι όπου, σε νόμιμη ηλικία περί το 1806, την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ενδύθηκε το αγιώνυμο σχήμα.
Η πολιτεία του στο μοναστήρι ήταν υποδειγματική. Φρόνιμος και σύννους από τα μικρά του χρόνια αγαπούσε τη συντροφία των φρονίμων γερόντων ακολουθώντας την προτροπή του σοφού Σειράχ που είπε: «Μετά συνετών έστω ο διαλογισμός σου, και πάσα διηγησίς σου εν νόμω Υψίστου» (Σειράχ θ΄15). Υπηρέτησε τις ανάγκες του κοινοβίου από όλες σχεδόν τις θέσεις των διακονημάτων και βελτιώνοντας καθημερινά την ψυχή του με την ταπείνωση και την υποταγή στην καλή μαθητεία. Ώριμος πια στο πνεύμα και λάμποντας από το φως των αρετών και της ενθέου πολιτείας του, αξιώθηκε περί το 1820, σε ηλικία που προβλέπουν οι Κανόνες των Ιερών Συνόδων και των θεοφόρων Πατέρων, του αξιώματος της Ιερωσύνης.
Την επόμενη χρονιά, όντας χρήσιμος στη μοναστική κοινότητά του για τη σοφία και την αρετή του, στάλθηκε για υπόθεση « μυστική και αναγκαιότατη», συνοδευόμενος και από άλλους πατέρες, στο μετόχι του μοναστηριού.
Είχε η « μυστική και αναγκαιότατη» αυτή υπόθεση σχέση με το επαναστατικό κίνημα της Μακεδονίας που ο Εμμανουήλ Παπάς άρχισε να οργανώνει από τις 23 Μαρτίου του 1821 που έφτασε στο Άγιο Όρος; Στάλθηκαν οι πατέρες στην περιοχή της Καλαμαριάς, όπου ήταν το μετόχι τους, ως κήρυκες του επαναστατικού μηνύματος στη Θεσσαλονίκη ή θυσίασαν τους εαυτούς τους στη μεγάλη υπόθεση της πατρίδας, δεχόμενοι, ύστερα από απαίτηση των Τούρκων, να είναι όμηροι στα χέρια του αναπληρωτή διοικητή της Θεσσαλονίκης, του θηριώνυμου λύκου Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη, που περιγράφεται από τους ίδιους τους ομοφύλους του ως «άνθρωπος βάναυσος, τυραννικός και χριστιανομάχος (γκιαούρ ντουσμάνη)»;
Όποια και εάν ήταν η αιτία της εξόδου του Ιερομάρτυρα Βενέδικτου από το Όρος, το βέβαιο είναι πως αρκετά πριν από τις 18 και 19 Μαΐου που άρχισε η σφαγή των χριστιανών στη Θεσσαλονίκη, αυτός και περισσότεροι από 100 πατέρες βρισκόταν στα χέρια του αιμοχαρούς Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη και βασανίζονταν, στα υπόγεια του διοικητηρίου των Τούρκων, για να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους στις προεπαναστατικές κινήσεις. Μόνη τους σωτηρία η άρνηση της πίστης τους. Μα κανείς από όλους τους φυλακισμένους και, αναμφισβήτητα καταδικασμένους σε θάνατο χριστιανούς, δεν σκέφθηκε να αλλαξοπιστήσει. Όλοι τους προτίμησαν το θάνατο από την απώλεια της αγάπης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Η οργή των Τούρκων για τα γεγονότα του Πολυγύρου στις 16 Μαΐου του 1821 ξέσπασε στους φυλακισμένους Θεσσαλονικείς και μοναχούς από το Άγιον Όρος. Στις 18 Μαΐου σφάζονται οι μισοί από τους φυλακισμένους στο κονάκι του Γιουσούφ μπέη χωρίς οίκτο, ενώ η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο σφαγείο όπου Τούρκοι και Εβραίοι σκοτώνουν αδιάκριτα τους χριστιανούς.
Στις 12 Ιουνίου του 1821, ο ιερομάρτυρας Βενέδικτος μαζί με δεκάδες άλλους χριστιανούς αποκεφαλίζεται με εντολή του Γιουσούφ μπέη, που διέταξε τους Τούρκους στρατιώτες να φυλάγουν τα αποκεφαλισμένα σώματα των Ελλήνων. Όμως, τη νύχτα «σταυρός αστράπτων ωσάν τον ήλιον» φαίνονταν πάνω από τα μαρτυρικά λείψανα. Το φαινόμενο ήταν τόσο σπουδαίο και θαυμάσιο που τάραξε τους φύλακες, οι οποίοι αδυνατώντας να κρατήσουν το γεγονός κρυφό το ομολόγησαν στους χριστιανούς που, παρά την τρομοκρατία, πήγαιναν με διάφορα δώρα στον τόπο του μαρτυρίου για να ζητήσουν τα σώματα των αγαπημένων τους, προκειμένου να τα κηδέψουν χριστιανικά.
Έτσι με ομολογία των ίδιων των δημίων έγινε φανερό πως οι άδικα θανατώμενοι χριστιανοί δικαιώθηκαν από το μόνο Δίκαιο και Αληθινό Θεό και αξιώθηκαν της επουρανίου Βασιλείας Του.

Με αφορμή το υπερφυές σημείο του απαστράπτοντος ως ηλίου σταυρού, δόθηκε η άδεια στους χριστιανούς να κηδέψουν τα μαρτυρικά λέιψανα. Έκτοτε η μνήμη του ιερομάρτυρα Βενέδικτου τιμάται στις 12 Ιουνίου, ημέρα του μαρτυρίου του.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Οἱ Ἃγιοι Βαρθολομαίος καί Βαρνάβας (11 Ἰουνίου)



 Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.


Τω αυτώ μηνί (Ιουνίω) ΙΑ΄, μνήμη των Αγίων Αποστόλων:
Βαρθολομαίου και Βαρνάβα.



Εις τον Βαρθολομαίον.


Και σός μαθητής Χριστέ Βαρθολομαίος,

Μιμούμενός σε, σταυρικόν φέρει πάθος.



Εις τον Βαρνάβαν.


* Υπέρ λίθον σάπφειρον ως Γραφή λέγει,

Τούς συντρίβοντας είχε Βαρνάβας λίθους.



Ενδεκάτη σταύρωσαν ερίφρονα Βαρθολομαίον.

Από τους δύω τούτους, ο μεν Βαρθολομαίος, ήτον από τους Δώδεκα Αποστόλους, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς, τους ονομαζομένους Ευδαίμονας. Και αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Ουρβανόπολιν, και τελειόνοι ενδόξως τον δρόμον του μαρτυρίου του. Το δε άγιον αυτού λείψανον εβάλθη εις ένα μολυβένιον σεντούκι, και ερρίφθη εις την θάλασσαν. Υπό δε της θείας Προνοίας οδηγούμενον, επήγεν εις την νήσον της Σικελίας, Λιπάραν ονομαζομένην, και εκεί ευγήκε. Φανερωθέν δε εις τους εκεί, ενταφιάσθη, και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς, εις όλους εκείνους οπού προστρέχουν αυτώ μετά πίστεως, οίτινες λαμβάνοντες τα αιτήματά των, γυρίζουν μετά χαράς εις τον οίκόν τους. Περί της καταθέσεως του λειψάνου του Αγίου Βαρθολομαίου, όρα πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.
Ο δε Άγιος Βαρνάβας, ήτον ένας από τους Εβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Αποστόλου Πέτρου συνέκδημος, όστις και Ιωσής ονομάζεται. Ερμηνεύεται δε το όνομα Βαρνάβας, υιός παρακλήσεως. Σημειωταίον όμως πως ουχί του Πέτρου, αλλά του Παύλου μάλλον ο Βαρνάβας εστί συνέκδημος. Ούτω γαρ είπε περί των δύω αυτών το Πνεύμα το Άγιον. «Αφορίσατε δή μοι Βαρνάβαν και Σαύλον εις το έργον, ό προσκέκλημαι αυτούς» (Πράξ. ιγ΄, 2). Όρα και κεφ. ιδ΄, 11 και ιε΄, 2, 12 των Πράξεων και α΄ Κορ. θ΄, 6 και Γαλ. β΄, 1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι μερικοί υπέλαβον ουκ ορθώς, ότι ο Βαρνάβας ούτος, είναι ο ίδιος εκείνος Βαρσαβάς Ιωσής, ο και Ιούστος επικληθείς, ο προβληθείς υπό των Αποστόλων, ομού με τον Ματθίαν. Απατηθέντες εις τούτο, με το να εύρον έν τισι κώδιξι γεγραμμένον τον Βαρσαβάν, αντί του Βαρνάβα. Ο Βαρνάβας λοιπόν ούτος, ως μαρτυρεί Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματ. Βιβλ. β΄, και Ευσέβιος, Βιβλ. α΄, κεφ. ιβ΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Επιφάνιος, Αιρέσ. κ΄, αριθ. 4, ο Βαρνάβας, λέγω, ούτος ήτον γνώριμος και πρώην του

Παύλου, επειδή μαζί με τον Παύλον εστάθη μαθητής του Γαμαλιήλ. Ούτος πολλάς και άλλας Εκκλησίας εσύστησε, και μάλιστα την εν Μεδιολάνοις, της οποίας πρώτος κατεστάθη Επίσκοπος. (Όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 137.)
Ούτος εκατάγετο μεν, από την φυλήν του Λευϊ, εγεννήθη δε, και ανετράφη, εις την νήσον Κύπρον, καθώς περί αυτού αι Πράξεις των Αποστόλων διαλαμβάνουσιν ούτω. «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας υπό των Αποστόλων, (ό εστι μεθερμηνευόμενον, υιός παρακλήσεως) Λευϊτης Κύπριος τω γένει» (Πράξ. δ΄, 36). Πρώτον δε εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις την Ιερουσαλήμ, και Ρώμην, και Αλεξάνδρειαν.

Κηρύττωντας δε και εις την Κύπρον, ελιθοβολήθη από τους εκεί Ιουδαίους και Έλληνας, και έπειτα παρεδόθη εις την φωτίαν. Τούτου τα άγια λείψανα εσύναξε Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής, και απέθεσεν αυτά μέσα εις ένα σπήλαιον, πηγαίνωντας δε εις την Έφεσον, ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του. Ο δε Παύλος τούτο μαθών, έκλαυσεν εις πολλήν ώραν. Ούτος ο Βαρνάβας λέγεται, ότι ενταφιάσθη μαζί με το άγιον Ευαγγέλιον του κατά Ματθαίον, το οποίον έγραψεν ο ίδιος με τας χείράς του. Ύστερον δε ευρέθη εις την Κύπρον το άγιον αυτό Ευαγγέλιον, μαζί με το λείψανον του Αποστόλου. Όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Κύπρου, να
μη υποτάσσεται εις κανένα Πατριάρχην, ή Μητροπολίτην, αλλά να ήναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Επίσκοποι να χειροτονούνται από τον ίδιον Μητροπολίτην τους.
Η ακριβεστέρα ιστορία η περί τούτου, έστιν αύτη. Εν τοις χρόνοις του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ [477], όταν ευτύχουν οι Μονοφυσίται Ευτυχιανοί, επειδή ο Αντιοχείας Πέτρος ο Κναφεύς εσπούδαζε να υποτάξη τους Κυπρίους, προφασιολογών, ότι από την Αντιόχειαν έλαβον οι Κύπριοι την πίστιν και τον Χριστιανισμόν, τότε λέγω συνέβη να ευρεθή από τον Επίσκοπον της Αμμοχώστου Ανθέμιτον δι’ αποκαλύψεως, το λείψανον του Αγίου τούτου Αποστόλου Βαρνάβα, υποκάτω εις τας υπογείους ρίζας μιάς ξυλοκερατίας, έχον εις το στήθός του το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, γεγραμμένον ελληνιστί από τας ιδίας χείρας του αυτού Βαρνάβα. Συνέβη δε τούτο διά δύω αιτίας.

Πρώτον, διά να καταισχυνθούν οι του Ευτυχούς οπαδοί από το θείον αυτό Ευαγγέλιον, καθότι αυτό βεβαιοί την αληθή του Χριστού ανθρωπότητα, ακολούθως δε και τας δύω φύσεις αυτού. Και δεύτερον, διά να επιστομισθή ο επηρεαστής των Κυπρίων Πέτρος.

Είπε γαρ ο θείος Βαρνάβας τω Ανθεμίτω. Εάν οι εχθροί λέγωσιν, ότι ο θρόνος Αντιοχείας είναι Αποστολικός, ειπέ και σύ, ότι και η Κύπρος εστίν Αποστολική, καθότι έχει Απόστολον εις τον τόπον αυτής. Λαβών δε ο Ανθέμιτος το Ευαγγέλιον, επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ζήνωνα. Ος και ιδών αυτό, εχάρη μεγάλως, και φυλάξας αυτό, επρόσταξε να αναγινώσκεται κάθε χρόνον τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά το χρονικόν του Ιωήλ. Όρα περί τούτου, και εις την υποσημείωσιν του ογδόου Κανόνος της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
Σημείωσαι, ότι εις τον Απόστολον τούτον Βαρνάβαν λόγον έχει Αλέξανδρος ο Μοναχός, προτραπείς υπό του Πρεσβυτέρου και κλειδούχου του σεβασμίου αυτού Nαού, ου η αρχή· «Μεγίστην λόγων υπόθεσιν προέθετο τοις πτωχοτάτοις ημίν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.)
Γράφει δε ο Τύρου Δωρόθεος, ότι ο Βαρνάβας ούτος, πρό του να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον, παρήγγειλεν εις τον ανωτέρω Απόστολον Μάρκον, ίνα όταν ενταφιάση το λείψανόν του, βάλη επάνω εις το στήθός του το Ευαγγέλιον του Ματθαίου, και μαζί με εκείνο να τον ενταφιάση (σελ. 323 της ιεράς Τελετουργίας). Ο δε Χρυσόστομος λέγει περί του Βαρνάβα, ότι είχεν όψιν και θεωρίαν αξιοπρεπή. Διά τούτο και Δία αυτόν ωνόμαζον οι εν Λυκαονία όχλοι. «Εκάλουν τέ φησι, τον μεν Βαρνάβαν, Δία, τον δε Παύλον, Ερμήν. Εμοί δοκεί και από της όψεως αξιοπρεπής είναι ο Βαρνάβας» (Ομιλ. λ΄ εις τας Πράξ.). Σημειοί δε ο αυτός Χρυσόστομος, ότι ο Βαρνάβας και μόλον οπού ήτον Κύπριος, εχρημάτισεν όμως Λευϊτης, φησί γάρ· «Kαι πως Λευίτης ων, Κύπριος ήν; ότι λοιπόν και μετοικούντες (εις Ιερουσαλήμ δηλ.) εχρημάτιζον Λευίται» (Ομιλ. ια΄ εις τας Πράξ.).
Τελείται δε η Σύναξις αμφοτέρων των Αγίων τούτων Αποστόλων εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και Κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν. (Σημείωσαι, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται αι περίοδοι και το Μαρτύριον του Αγίου Αποστόλου Βαρνάβα, ων η αρχή· «Επειδή περ από της καθόδου».)
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
 Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πηγή: “Ορθόδοξη Πορεία “


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θεία ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὤφθης μέγας ἤλιος τῇ οἰκουμένῃ, διδαγμάτων λάμψεσι, καὶ θαυμασίων φοβερῶν, φωταγωγῶν τοὺς τιμώντάς σε, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς οὐρανὸς περικαλὴς διηγήσω, Βαρθολομαῖε ἐπὶ γῆς θείαν δόξαν, τῆς τοῦ Θεοῦ σαρκώσεως πανεύφημε, φαίνων ὥσπερ ἥλιος, τὰς ἐν ζόφῳ καρδίας, λύων τὴν σκοτόμαιναν, τῶν κακίστων δαιμόνων, ἀλλὰ εὐχαῖς σου φώτισον ἡμᾶς, σοῦ τὴν φωσφόρον τελοῦντας πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος

Ἐμυήθης τοῦ Λόγου μαθητά, τοὺς λόγους τοὺς ἁγίους, καὶ τοὺς πάλαι ἀλογίᾳ δεινῶς καθυπαχθέντας τέκνα εἰργάσω τοῦ φωτός. Ἥπλωσας εἰς βάθη ἀγνωσίας τὰ σεπτὰ καὶ ἱερά σου δίκτυα, καὶ ἔλαβες τὰ ἔθνη ὑπήκοα, τὰς κεχερσωμένας ἀπάτῃ διανοίας ἐνέωσας τῷ θείῳ ἀρότρῳ. Ἐξήρανας τὸν φλογμὸν τῆς πολυθεΐας, δροσισμῷ σου τῆς φαιδρᾶς θεηγορίας υἱοὺς Θεοῦ, τοὺς πρὶν ὀργῆς τέκνα ἐργασάμενος, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον

Ὑμνήσωμεν πάντες χαρμονικῶς, τὸν τῆς Ἐκκλησίας, πρωτεργάτην καὶ ἀθλητήν, Βαρνάβαν τὸν θεῖον, ἀπόστολον τὸν μέγαν, χριστιανῶν τὸ κλέος ᾄσμασι στέφοντες.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, μύστα τοῦ Κυρίου, καὶ Ἀπόστολε ἱερέ· χαίροις θεηγόρε, σοφὲ Βαρθολομαῖε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, μεσίτης ἔνθεος. 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «Ἄξιον Ἐστίν» ἐν τῷ «Ἀδειν» (11 Ἰουνίου)

 


«Ἄξιον ἔστιν, ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν Ἀειμακάριστον καὶ Παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τήν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν» 

Κατὰ τὴν Σκήτην τοῦ Πρωτάτου, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὰς Καρυάς, ἐκεῖ πλησίον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, εἶναι λάκκος μεγάλος, ὅστις ἔχει κελλία διάφορα. Εἰς ἓν λοιπὸν τῶν κελλίων τούτων, ἐπ᾿ ὀνόματι τιμώμενον τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Κοιμήσεως, ἐκατοίκει ἕνας Ἱερομόναχος Γέρων καὶ ἐνάρετος μετὰ ἄλλου ὑποτακτικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο συνήθεια νὰ γίνεται ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ρηθεῖσαν τοῦ Πρωτάτου Σκήτην, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου, θέλων νὰ ὑπάγῃ ὁ προρρηθεὶς Γέροντας εἰς τὴν ἀγρυπνίαν λέγει τῷ μαθητῇ αὐτοῦ: «Τέκνον, ἐγὼ μὲν ὑπάγω διὰ νὰ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνίαν, ὡς σύνηθες· σὺ δὲ μεῖνον εἰς τὸ κελλίον καὶ ὡς δύνασαι, ἀνάγνωθι τὴν Ἀκολουθίαν σου». Καὶ οὕτως ἀπῆλθεν.

Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἡ ἑσπέρα παρῆλθεν, ἰδοὺ κρούει τις τὴν θύραν τοῦ Κελλίου, ὁ δὲ Ἀδελφὸς ἔδραμε καὶ τὴν ἄνοιξε καὶ βλέπει, ὅτι ἦτο ξένος μοναχός, ἄγνωστος εἰς αὐτόν, ὅστις εἰσελθὼν ἔμεινεν εἰς τὸ κελλίον τὴν νύκτα ἐκείνην.Ἐν τῇ ὥρᾳ δὲ τοῦ Ὄρθρου, ἀναστάντες, ἔψαλλον καὶ οἱ δυὸ τὴν Ἀκολουθίαν· ὅταν δὲ ἦλθον εἰς τὴν Τιμιωτέραν, ὁ μὲν ἐντόπιος Μοναχὸς ἔψαλλε μόνον τὴν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν», δηλαδὴ τὸν παλαιὸν ὕμνον τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ, ὁ δὲ ξένος ἐκεῖνος Μοναχός, κάμνοντας ἄλλην ἀρχὴν τοῦ ὕμνου, ἔψαλλεν οὕτως: «Ἄξιον ἔστιν, ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν Ἀειμακάριστον καὶ Παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Εἶτα ἐσύναψε καὶ τὴν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν».Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ἐντόπιος Μοναχός, ἐθαύμασε, καὶ λέγει πρὸς τὸν φαινόμενον ξένον: «Ἡμεῖς μόνον ψάλλομεν «Τὴν Τιμιωτέραν», τὸ δὲ Ἄξιόν ἐστιν οὐδέποτε ἠκούσαμεν, οὔτε ἡμεῖς οὔτε οἱ πρωτήτεροι ἀπὸ ἡμᾶς. Ἀλλὰ παρακαλῶ σε, ποίησον ἀγάπην, καὶ γράψον καὶ εἰς ἐμένα τὸν ὕμνον τοῦτον διὰ νὰ ψάλλω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν Θεοτόκον». Ὁ δὲ ἀποκριθείς, «φέρε μοι, τοῦ λέγει, μελάνι καὶ χαρτὶ διὰ νὰ τὸν γράψω». Ὁ δὲ ἐντόπιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Δυστυχῶς, δὲν ἔχω οὔτε μελάνι, οὔτε χαρτὶ διὰ νὰ τὸ γράψης». Καὶ ὁ φαινόμενος ξένος, «Φέρε μοι, τοῦ εἶπε, μίαν πλάκα».Ὁ δὲ Μοναχὸς δραμών, εὗρε πλάκα καὶ τοῦ τὴν ἔφερε.

Λαβὼν δὲ ταύτην ὁ ξένος, ἔγραψεν ἐπάνω εἰς αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτοῦ δάκτυλον τὸν ρηθέντα ὕμνον, τὸ «Ἄξιόν ἐστι», καὶ ὢ τοῦ Θαύματος! τόσον βαθέως ἐχαράχθησαν τὰ γράμματα ἐπάνω εἰς τὴν σκληρὴν πλάκα, ὡσὰν νὰ ἐγράφησαν ἐπάνω εἰς τὸν πηλὸν ἁπαλώτατον. Εἶτα λέγει τῷ Ἀδελφῷ· «Ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οὕτω νὰ ψάλλετε καὶ ἐσεῖς, καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι». Ἦτο γὰρ ἅγιος Ἄγγελος, ἀπεσταλμένος παρὰ τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀποκαλύψη τὸν ἀγγελικὸν ὕμνον τοῦτον, καὶ τῇ Μητρὶ τοῦ Θεοῦ πρεπωδέστατον, μᾶλλον δὲ ἦτο ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὡς ρηθήσεται ἐν τοῖς ἐπομένοις.

Ἀφοῦ δὲ ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἀγρυπνίαν ὁ Γέροντας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλίον, ἀρχίζει ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ νὰ ψάλλῃ τὸ «Ἄξιον ἔστιν», καθὼς ὁ Ἄγγελος αὐτῷ παρήγγειλε, καὶ δείχνει εἰς τὸν Γέροντά του καὶ τὴν ρηθεῖσαν πλάκα μὲ τὰ ἀγγελοχάρακτα γράμματα. Ὁ δέ, ταῦτα ἀκούσας καὶ ἰδών, ἔμεινεν ἐκστατικὸς διὰ τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον. Καὶ λοιπὸν λαβόντες καὶ οἱ δυὸ τὴν ἀγγελοχάρακτον ἐκείνην πλάκα, ἀπῆλθον εἰς τὸ Πρωτάτον τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς γέροντας τῆς Κοινῆς Συνάξεως, ἐδιηγήθησαν εἰς αὐτοὺς ἅπαντας τὰ γενόμενα· οἱ δὲ δοξάσαντες ὁμοφώνως τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστήσαντες τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο, εὐθὺς ἀπέστειλαν τὴν πλάκα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, πρός τε τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν Βασιλέα, σημειώσαντες εἰς αὐτοὺς διὰ γραμμάτων ἅπασαν τὴν ὑπόθεσιν τοῦ τοιούτου θαυματουργήματος.

Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, ὁ μὲν ἀγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος διεδόθη εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην διὰ νὰ ψάλλεται εἰς τὴν Θεομήτορα ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους· ἡ δὲ ἁγία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἡ εὑρισκόμενη εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ κελλίου ἐκείνου, ἐν ᾧ τὸ τοιοῦτον γέγονε θαῦμα, μετεφέρθη ἀπὸ τοὺς Πατέρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Πρωτάτου, καὶ εἰς αὐτὴν εὑρίσκεται ἕως σήμερον, ἐνθρονισμένη ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Συνθρόνου, ἑντὸς τοῦ Ἁγίου Βήματος, ἐπειδὴ καὶ ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος ταύτης ἐψάλη τὸ πρῶτον ὑπὸ τοῦ Ἀγγέλου ὁ ὕμνος οὗτος. Τὸ δὲ κελλίον ἐκεῖνο ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν: «Ἄξιον ἔστιν»· καὶ ὁ λάκκος ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ κελλίον εὑρίσκεται, ὀνομάζεται ἀπὸ ὅλους ἕως σήμερον: «Ἄδειν, ὃ ἐστὶ ψάλλειν», διότι εἰς αὐτὸν τὸν πρῶτον ἐψάλη ὁ ἀγγελικὸς καὶ Θεομητοροπρεπὴς οὗτος ὕμνος.Ὅτι δὲ τὸ θαῦμα τοῦτο εἶναι πολλὰ παλαιὸν καὶ ὅτι ὁ Ἄγγελος, ὅστις ἐφάνη, ἦτο ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεῖ καὶ τὸ ἐν τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις γεγραμμένον, κατὰ τὴν ἑνδεκάτην του Ἰουνίου Μηνὸς οὕτω: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».

Ἐπειδὴ δέ, ὡς φαίνεται, ἐν τῇ ἑνδεκάτῃ του Ἰουνίου ἠκολούθησε τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, τούτου χάριν οἱ τότε Πατέρες ἐτέλουν Σύναξιν καὶ λειτουργίαν κατ᾿ ἐνιαυτὸν εἰς τὸν ρηθέντα λάκκον, τὸν ἐπονομαζόμενον Ἄδειν, εἰς μνήμην τοῦ θαύματος, τιμῶντες καὶ δοξάζοντες, τὸν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ, ὅστις καθὼς ἀπαρχῆς ἕως τέλους ἐστάθη ὁ ἔνθεος ὑμνολόγος τῆς Θεοτόκου καὶ τροφεὺς καὶ διακονητὴς καὶ χαροποιὸς αὐτῆς εὐαγγελιστὴς οὕτως ὑπηρέτησε καὶ εἰς τὸ νὰ ἀποκαλύψη τὸν ὄντως Θεομητορικὸν τοῦτον ὕμνον, ὡς αὐτῷ μόνῳ κατὰ πάντα πρεπούσης τῆς τοιαύτης διακονίας.Καὶ πάλαι μὲν ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων Θεὸς ἔδωκε τὰς δέκα ἐντολὰς εἰς τοὺς Ἑβραίους, γεγραμμένας μὲ τὸν αὑτοῦ δάκτυλον ἐπάνω εἰς τὰς δυὸ λιθίνας πλάκας, τώρα δὲ ὁ Ἄρχων τῶν τοῦ Θεοῦ Ἀγγέλων ἔδωκεν εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους τὸν πλέον γλυκύτατον καὶ ἐρασμιώτερον ὕμνον τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, γεγραμμένον εἰς λιθίνην πλάκα μὲ τὸν ἀρχαγγελικὸν αὐτοῦ δάκτυλον.Βλέπε δὲ πῶς ἐπληρώθη ἡ προφητεία τοῦ Θείου Γαβριὴλ ὁποῦ εἶπεν, ὅτι νὰ ψάλλωσι τὸν ὕμνον τοῦτον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι· διότι τόσον κοινὸς καὶ ποθεινὸς ἐγένετο ὁ Ἀρχαγγελοσύνθετος οὗτος ὕμνος εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδάρια τῶν Χριστιανῶν ἠξεύρουν καὶ τὸν ψάλλουν μεφαλοφώνως τὴν σήμερον, μὲ μεγάλην χαρὰν τῆς καρδίας των, εἰς δόξαν τῆς Θεοτόκου, ἧς ταῖς Ἁγίαις πρεσβείαις ἀξιωθείημεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν!


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.


Πατέρων ἀθροίσθητε, πασὰ τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.


Τῇ σεπτῇ σπυ Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.


Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι Ὁ Γαβριὴλ τὸν μοναστὴν ἐμυσταγώγησε Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη. Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.

Μεγαλυνάριον

Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου. 



ΠΕΡΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ

 

Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου

47. Η εγκατάλειψη των αγωνιστών από το Θεό συνήθως γίνεται εξαιτίας κενοδοξίας ή κατακρίσεως του πλησίον ή επάρσεως για τις αρετές τους. Όποιο απ' αυτά τα τρία πλησιάσει και κυριαρχήσει στις ψυχές των αγωνιζομένων, προξενεί την εγκατάλειψη του Θεού. Και δε θα διαφύγουν τη δίκαιη καταδίκη για τις πτώσεις αυτές, μέχρις ότου διώξουν την αιτία της εγκαταλείψεως και καταφύγουν στο ύψος της ταπεινοφροσύνης. 48. Ακαθαρσία της καρδιάς και σπίλωση της ψυχής δεν είναι μόνο η παρουσία εμπαθών νοημάτων, αλλά και το να υπερηφανεύεται κανείς για το πλήθος των κατορθωμάτων του και να φουσκώνει για τις αρετές του και να έχει μεγάλη ιδέα πως απέκτησε σοφία και γνώση Θεού και να μέμφεται όσους αδελφούς είναι ράθυμοι και αμελείς. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. 49. Μη νομίζεις ότι θα απαλλαγείς από τα πάθη και ότι θα ξεφύγεις τον μολυσμό των εμπαθών νοημάτων που γεννιούνται από αυτά, εφόσον έχεις φρόνημα αγέρωχο και φουσκωμένο για τις αρετές σου. Δεν πρόκειται να αποκτήσεις αγαθούς λογισμούς ώστε να δεις την αυλή της ειρήνης, ούτε χρηστότητα και γαλήνη στην καρδιά ώστε να μπεις με χαρά στο ναό της αγάπης, έως ότου έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου και στα έργα σου.

 Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)

 

και προσκαλούν πάλι τη ψυχή σε φιλία και οικειότητα μαζί τους

Πάρα πολύ βοηθά το μίσος κατά των δαιμόνων στη σωτηρία μας και είναι κατάλληλο για την εργασία της αρετής. Κι όμως αυτό το μίσος, δεν μπορούμε να το ανατρέφομε και να το αυξάνομε μέσα μας σαν ένα καλό γέννημα, επειδή τα φιλήδονα πονηρά πνεύματα το διασκορπίζουν και προσκαλούν πάλι τη ψυχή σε φιλία και οικειότητα μαζί τους. Αλλά αυτή τη φιλία ή μάλλον τη δυσκολοθεράπευτη γάγγραινα, ο Γιατρός των ψυχών τη θεραπεύει με την εγκατάλειψη. επιτρέπει να πάθομε κάτι φοβερό από αυτούς νύχτα και ημέρα. Και έπειτα η ψυχή ξαναγυρίζει στο αρχικό μίσος κατά των δαιμόνων, μαθαίνοντας να λέει προς τον Κύριο όπως ο Δαβίδ: «Τους μισούσα με μίσος τέλειο, έγιναν εχθροί μου»(22). Γιατί μισεί με τέλειο μίσος τους δαίμονες, εκείνος ο οποίος μήτε με πράξη μήτε με τη διάνοια αμαρτάνει, και αυτό είναι αλάνθαστο γνώρισμα της μέγιστης και πρώτου βαθμού απάθειας.

 Ευάγριος ο Ποντικός

 

μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο

53. Αν έπεσες από εγκατάλειψη του Θεού σε πτώση σαρκική ή της γλώσσας ή του λογισμού, παρόλο που περνούσες ζωή επίπονη και τραχύτατη, μη σου φανεί ανεξήγητο και παράδοξο. Γιατί η πτώση είναι δική σου και οφείλεται σε σένα. Αν δηλαδή εσύ πρώτα δε σχημάτιζες —όπως δεν έπρεπε— κάποια κούφια και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, ή δεν υπερηφανευόσουν από αλαζονικό φρόνημα σε βάρος άλλου, ή δεν έκρινες κάποιον για την ανθρώπινη αδυναμία του, δεν θα σε εγκατέλειπε με δίκαιη απόφαση ο Θεός, και δε θα μάθαινες έτσι την αδυναμία σου. Την έμαθες λοιπόν, για να μάθεις έτσι να μην κρίνεις, να μην έχεις φρόνημα υψηλότερο απ' ό,τι πρέπει να έχεις και να μην υπερηφανεύεσαι κατά των άλλων.

 Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)

 

Νήψη είναι μια μόνιμη σταθεροποίηση του λογισμού και στάση του στην πύλη της καρδιάς

Νήψη είναι μια μόνιμη σταθεροποίηση του λογισμού και στάση του στην πύλη της καρδιάς. βλέπει και ακούει τους κλέφτες λογισμούς να έρχονται, δηλαδή τι λένε και τι κάνουν οι ανθρωποκτόνοι δαίμονες. Και ποια είναι η μορφή που χάραξαν και όρθωσαν οι δαίμονες και η οποία προσπαθεί με τη φαντασία να εξαπατήσει το νου. Αυτά λοιπόν αν μας απασχολούν φιλόπονα, μας φανερώνουν, αν θέλομε, με εξαιρετική πληρότητα την πείρα του νοητού πολέμου. 7. Τη νήψη τη γεννά ο διπλός φόβος: τόσο οι εγκαταλείψεις από το Θεό, όσο και οι πειρασμοί που έρχονται για παιδαγωγία. Και είναι αυτή μια συνεχής παρουσία της προσοχής μέσα στην ηγεμονική δύναμη (το νου) του ανθρώπου που προσπαθεί να φράξει την πηγή των κακών λογισμών και έργων. Γι’ αυτό έρχονται και οι εγκαταλείψεις και οι αναπάντεχοι εκ μέρους του Θεού πειρασμοί προς διόρθωση του βίου μας. Και μάλιστα σ’ εκείνους που γεύθηκαν την ανάπαυση που δίνει το αγαθό της νήψεως και κατόπιν πέφτουν στην αμέλεια. Η νήψη που τηρείται συνεχώς γεννά τη συνήθεια. Η συνήθεια προκαλεί κάποια φυσική πυκνότητα στη νήψη. Κι αυτή γεννά ήρεμη θεωρία του νοητού πολέμου με τα χαρακτηριστικά του. τη διαδέχεται επίμονη ευχή του Ιησού και έπειτα γλυκιά ηρεμία του νου χωρίς φαντασίες και μια κατάσταση ενώσεως με τον Ιησού.

 Ησύχιος ο Πρεσβύτερος (Άγιος)

 

Στο νου που υψηλοφρονεί, δίκαια επέρχεται οργή

16. Στο νου που υψηλοφρονεί, δίκαια επέρχεται οργή, δηλαδή εγκατάλειψη, όπως ειπώθηκε· παραχώρηση δηλαδή να ενοχλείται από τους δαίμονες κατά τη θεωρία, για να συναισθανθεί την φυσική ασθένειά του και να γνωρίσει καλά τη θεία δύναμη και χάρη που τον σκεπάζει και κατορθώνει κάθε αγαθό, και τέλος να ταπεινωθεί και να απομακρύνει εντελώς το αλλόκοτο και παρά φύση υπερήφανο φρόνημα, ώστε να μην επέλθει σ' αυτόν η άλλη οργή, η αφαίρεση δηλαδή των χαρισμάτων που του δόθηκαν, αφού θα έχει ταπεινωθεί και θα έχει έρθει σε συναίσθηση Εκείνου που χορηγεί τα καλά. 17. Εκείνος που με το πρώτο είδος της οργής, δηλαδή της εγκαταλείψεως, δε σωφρονίστηκε, ώστε να έρθει σε ταπείνωση, θεωρώντας την δάσκαλο της θεογνωσίας, αυτός δέχεται το δεύτερο είδος της οργής, η οποία του αφαιρεί την ενέργεια των χαρισμάτων και τον αφήνει έρημο από τη δύναμη που τον φρουρούσε πρωτύτερα. Γιατί λέει ο Θεός για τον αχάριστο Ισραήλ: «Θα αφαιρέσω το περίφραγμά του και θα παραδοθεί στη διαρπαγή, θα χαλάσω τον τοίχο του και θα καταπατηθεί· θα εγκαταλείψω το αμπέλι μου και δε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί· θα μείνει χέρσο και θα γεμίσει αγκάθια και θα δώσω διαταγή στα σύννεφα να μη βρέξουν πάνω του»(Ησ. 5, 5-6).

Μάξιμος ο Ομολογητής

 

ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του

81. Εκείνος που έδωσε θεληματικά τον εαυτό του στους κόπους των αρετών και βαδίζει με θέρμη το δρόμο της ασκήσεως, αξιώνεται να λάβει μεγάλες δωρεές από το Θεό. Προχωρώντας προς το μέσο της τελειότητας, έρχεται σε θεϊκές αποκαλύψεις και οπτασίες και γίνεται όλος τόσο φωτοειδής και σοφός, όσο επιτείνεται ο κάματος των αγώνων του. Όσο πάλι ανεβαίνει προς το ύψος της θεωρίας, τόσο σηκώνει εναντίον του πιο πολύ το φθόνο των ολεθρίων δαιμόνων γιατί αυτοί δεν υποφέρουν να βλέπουν άνθρωπο να μεταβάλλεται σε αγγελική φύση, γι' αυτό και ακονίζουν στα κρυφά εναντίον του το οξύ βέλος της οιήσεως. Αν λοιπόν καταλάβει την πανουργία και καταφύγει στο οχυρό της ταπεινώσεως, κατηγορώντας τον εαυτό του, ξεφεύγει τον όλεθρο της υπερηφάνειας και εισάγεται στα λιμάνια της σωτηρίας. Διαφορετικά, εγκαταλείπεται από το Θεό και παραδίνεται σε πνεύματα που τον ζητούν για να παιδευθεί ακούσια, αφού δεν προτίμησε τη θεληματική παίδευση. Αυτά τα πνεύματα είναι φιλήδονα και φιλόσαρκα, πονηρά και θυμώδη, και τον ταπεινώνουν με τις σφοδρές επιθέσεις τους, ώσπου να εννοήσει την αδυναμία του· και αφού θρηνήσει και απαλλαγεί από την παίδευση, θα λέει όπως ο Δαβίδ: «Μου έκανε πολύ καλό που με ταπείνωσες, για να μάθω το θέλημά Σου»(Ψαλμ. 118, 71). 

Νικήτας ο Στηθάτος (Όσιος)