Μέρος Α΄
α. «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα Παντοκράτορα...»
Ἡ Ὁμολογία Πίστεως ξεκινᾶ, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὸ Εὐχολόγιο, μὲ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ πολλοὶ αἱρετικοὶ διατηροῦν τὸ ἴδιο Σύμβολο τῆς Πίστεως (οἱ Δυτικοὶ, συνήθως μὲ τὴν προσθήκη τοῦ «Filioque»), κάποιος γιὰ νὰ ἀποδείξει τὸ Ὀρθόδοξό του φρόνημα, ἔπρεπε -ὅπως καὶ ὁ πρὸς χειροτονίαν Ἐπίσκοπος- νὰ ἐκθέσει ἀναλυτικώτερα τὸ φρόνημά του.
β. «Πρὸς δὲ τούτοις, στέργω καὶ ἀποδέχομαι τὰς Ἁγίας Ἑπτὰ Οἰκουμενικὰς Συνόδους, καὶ τὰς Τοπικάς, ἃς Ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπὶ φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας Δογμάτων ἀθροισθεῖσαι».
Αὐτὴ ἡ παράγραφος εἶναι αὐτούσια ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ ὑποψηφίου Ἐπισκόπου, ὅπως εἶναι στὸ Εὐχολόγιο.
γ. «Ἐνστερνίζομαι πάντας τοὺς ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς ὑπὸ φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας ῞Ορους τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, ὡς καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, οὓς οἱ μακάριοι Ἐκεῖνοι πρὸς τὴν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καὶ τῶν ἠθῶν εὐταξίαν, κατὰ τὰς Ἀποστολικὰς Παραδόσεις καὶ τὴν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς Θείας Διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Καὶ αὐτὴ ἡ παράγραφος εἶναι σχεδὸν αὐτούσια ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ ὑποψηφίου Ἐπισκόπου, ὅπως εἶναι στὸ Εὐχολόγιο. Ἐδῶ ὁμολογοῦμε τὴν προσήλωσή μας στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τοὺς Ὅρους καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνες, ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνέταξαν. Στὸ Εὐχολόγιο ὑπάρχει καὶ συνέχεια σὲ αὐτὴν τὴν παράγραφο, ἡ ὁποία ἀφορᾶ μόνον τοὺς Ἐπισκόπους γι’ αὐτὸ καὶ ἀφαιρέθηκε. Ἀναφέρεται στὴν ὑποχρέωση τοῦ Ἐπισκόπου νὰ ποιμαίνει τὸ ποίμνιό του σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες. Δηλαδή, ἐκεῖ ἀναφέρει: «καὶ κατ’ αὐτοὺς (τοὺς Ἱ. Κανόνες), ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τὴν Θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καὶ κατ’ αὐτοὺς διατελέσω διδάσκων πάντα τὸν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορία πεπιστευμένον Ἱερὸν Κλῆρον καὶ τὸν περιούσιον Λαὸν τοῦ Κυρίου». Αὐτὸ τὸ τμῆμα ἀφαιρέθηκε, διότι ἡ Ὁμολογία ποὺ θέλαμε ἔπρεπε νὰ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὄχι μόνον τοὺς Ἐπισκόπους.
δ. «Πάντα μὲν ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει, ταῦτα πρεσβεύω κἀγὼ καὶ πιστεύω, μηδὲν προστιθείς, μηδὲν ἀφαιρῶν, μηδὲν μεταβάλλων, μήτε τῶν Δογμάτων μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλὰ τούτοις ἐμμένων καὶ ταῦτα μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ἀγαθῆς συνειδήσεως ἀποδεχόμενος· πάντα δὲ ὅσα Ἐκείνη, κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ταῦτα κἀγὼ κατακρίνω καὶ ἀποδοκιμάζω διὰ παντός».
Ὁμοίως καὶ αὐτὴ ἡ παράγραφος εἶναι σχεδὸν αὐτούσια ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ ὑποψηφίου Ἐπισκόπου, ὅπως εἶναι στὸ Εὐχολόγιο. Σὲ συνέχεια ἀπὸ τὰ προηγούμενα, ἡ Ὁμολογία τοῦ Μ. Εὐχολογίου ἀναφέρει ἀκριβῶς αὐτὰ προτάσσοντας τὴν φράση: «Προὐργιαίτατα δέ μοι ὁμολογεῖται, ἵνα τηρῶ τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης...». Αὐτὴ ἡ ἔκφραση ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἦταν δυσνόητη στοὺς πολλούς, ἀναφέρεται πάλι κυρίως στὸ καθῆκον τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἑνότητος.
ε. «Πείθομαι προθύμως ἐν τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς καὶ τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ, ὡς Ἀνωτάτῃ Ἀρχῇ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι, καὶ τοῖς ὑπ’ Αὐτὴν κανονικοῖς Ἐπισκόποις καὶ Πρεσβυτέροις».
Καὶ αὐτὴ ἡ παράγραφος ὑπάρχει στὸ Μ. Εὐχολόγιο καὶ ἐδῶ τροποποιήθηκε τὸ ὄνομα τῆς Συνόδου, γιὰ νὰ γίνει συγκεκριμένη. Δὲν ἀναφερόμαστε σὲ ὁποιαδήποτε Σύνοδο, ἀλλὰ στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος καὶ προσετέθη τὸ β΄ τμῆμα τῆς παραγράφου «ἥτις (δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ) ἀποτελεῖ τὴν συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι», πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὴν πεποίθησίν μας. Ἐμεῖς καὶ ὄχι οἱ Καινοτόμοι, οὔτε οἱ Παρασυνάγωγοι, εἴμαστε ἡ συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας στὸν Ἑλλαδικό χῶρο. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς Ὁμολογίας μας.
Ἡ φράση ποὺ ἀκολουθεῖ «καὶ τοῖς ὑπ’ Αὐτὴν κανονικοῖς Ἐπισκόποις καὶ Πρεσβυτέροις», προσετέθη διότι ἡ Ὑπακοή μόνον στὴν Σύνοδο ἀποτελεῖ ὑποχρέωση τοῦ Ἐπισκόπου. Ὑπάρχει ὅμως μία ἀλληλουχία στὴν ὑπακοή. Ὁ πιστὸς ὀφείλει ὑπακοὴ ὄχι μόνον στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ στοὺς κανονικοὺς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους. Ὁ Πρεσβύτερος πάλιν ὀφείλει ὑπακοὴ στοὺς κανονικοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὴν κανονικὴ Σύνοδο.
Μέχρι ἐδῶ εἶναι ἡ ἀντιστοιχία μὲ τὴν Ὁμολογία τοῦ Μ. Εὐχολογίου στὴν Τάξη ἐπὶ χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου. Ἐκεῖ ἡ ὁμολογία στρέφεται κυρίως κατὰ τῶν αἱρέσεων τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἐμεῖς θέλαμε νὰ τονίσουμε τὴν ἀντίθεσή μας στὸν Οἰκουμενισμό. Γιαυτό συνεχίζουμε μὲ τὴν ὁμολογία περὶ τῆς θείας προελεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως:
Ϛ. «Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ, ὅτι ἡ Ὀρθοδόξος Πίστις οὔκ ἐστιν ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐξ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, κηρυχθείσης ὑπὸ τῶν θείων Ἀποστόλων, βεβαιωθείσης ὑπὸ τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, παραδοθείσης ὑπὸ τῶν σοφωτάτων Διδασκάλων τῆς Οἰκουμένης, κυρωθείσης δὲ τῷ αἵματι τῶν Ἁγίων Μαρτύρων».
Καὶ συνεχίζουμε μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν Συνόδων, ποὺ διστάζουν νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ Οἰκουμενιστὲς (γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντες):
ζ. «Ἀποδέχομαι, σὺν ταῖς Ἀποφάσεσι τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τὰς τοιαύτας τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου τῆς ἐν ἔτει 861ῳ· πρὸς δὲ τούτοις, ἀσπάζομαι ἀπαρεγκλίτως καὶ τὰς Ἀποφάσεις τῆς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου συγκληθείσης Ἁγίας Συνόδου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 879ῳ/880ῳ, ὡς καὶ τὸν Συνοδικὸν Τόμον τῆς ἐν Βλαχέρναις Ἁγίας Συνόδου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 1351ῳ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ Πατριάρχου Ἁγίου Καλλίστου Α’, πεποιθὼς ὅτι αἱ Σύνοδοι αὗται ἔχουσιν οἰκουμενικὴν καὶ καθολικὴν ἰσχὺν καὶ αὐθεντίαν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».
Ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικὴ γιὰ ἐμᾶς, διότι στὸν ΙΕ΄ Κανόνα της στηρίζεται ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Ἀγῶνας. Οἱ ἄλλες δύο εἶναι ἡ Η΄ καὶ ἡ Θ΄Οἰκουμενικές, στὶς ὁποῖες ἀνεφέρθησαν οἱ προλαλήσαντες Ἀρχιερεῖς καὶ κατεδίκασαν πτυχὲς τοῦ Παπισμοῦ. Ἐμεῖς φυσικὰ καὶ τὶς ἀναγνωρίζουμε.
Ἔπειτα ἀναφερόμαστε στὶς τρεῖς Πανορθόδοξες Συνόδους.
η. «Ἐπὶ δὲ τούτοις, στέργω καὶ πείθομαι εἰς τὰς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Πανορθοδόξων Συνόδων, συγκληθεισῶν ἐν ἔτεσι 1583ῳ, 1587ῳ καὶ 1593ῳ, αἵτινες ἀπέστερξαν καὶ κατεδίκασαν τὴν εἰσδοχὴν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ λεγομένου Γρηγοριανοῦ-Φραγκικοῦ-Νέου Ἡμερολογίου, θεσπισθέντος ὑπὸ τοῦ πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ ἐν ἔτει 1582ῳ».
Καὶ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο εἶναι σημαντικό. Στὶς ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων βασίζεται ἡ ἀντίθεσή μας στὴν ἑορτολογικὴ μεταβολή.
θ. «Ἐπὶ πλέον, ἀποδέχομαι καὶ ἀναγνωρίζω ὡς Οἰκουμενικὰ καὶ Καθολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τόν τε Πατριαρχικὸν Τόμον τοῦ 1756 περὶ τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ἑτεροδόξων, καὶ τὸ Συνοδικὸν Σιγγίλιον τοῦ 1848 τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὡς καὶ τὸ Συνοδικὸν Σιγγίλιον τοῦ 1872 ἐπὶ καταδίκῃ τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ».
Αὐτὲς οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις δὲν εἶναι καὶ τόσο γνωστές. Τὸ 1756 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ βαπτίζωνται οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι, Διαμαρτυρόμενοι κ.λπ.. Τὸ 1848 ἔγινε Πανορθόδοξη Σύνοδος ποὺ τόνισε τὴν προσήλωση στὶς Παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ 1872 ἔγινε Μεγάλη Σύνοδος ποὺ καταδίκασε τὸν Ἐθνοφυλετισμὸ καὶ τὸ Ἐξαρχικὸ ἐκκλησιαστικὸ μόρφωμα τῶν Βουλγάρων, ποὺ εἶχε ὡς βάση τὸ κριτήριο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.
Μέρος Β΄
Τώρα εἰσερχόμεθα κυρίως στὰ ζητήματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
α. «Θεωρῶ τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς συγκρητιστικὴν παναίρεσιν, τὴν δὲ συμμετοχὴν εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἀρξαμένην εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, ὡς ἄρνησιν τῆς γνησίας Καθολικότητος καὶ Μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πεποιθὼς ὅτι ὁ ἀποδεχόμενος καὶ συμμετέχων εἰς τὴν αἵρεσιν ταύτην εἶναι πεπτωκὼς περὶ τὴν Πίστιν καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀκοινώνητος».
Αὐτὴ ἡ Ὁμολογία μᾶς διακρίνει οὐσιωδῶς ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους. Ίδίως οἱ τελευταῖες λέξεις μᾶς διακρίνουν καὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Ἀντι-οἰκουμενιστὲς τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν.
β. «Ὡσαύτως, ἀπορρίπτω καὶ οὐδόλως ἀποδέχομαι τὸ ἐν ἔτει 1920ῳ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὡς περιέχον ἓν πλῆρες Σχέδιον πρὸς ἐφαρμογὴν ἐν τῇ πράξει τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ προβλέπον τὴν Ἡμερολογιακὴν-Ἑορτολογικὴν Μεταρρύθμισιν, προετοιμασθεῖσαν ὑπὸ τοῦ οὕτως ἀποκληθέντος Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923 καὶ ἐφαρμοσθεῖσαν ἐν Ἑλλάδι ἐν ἔτει 1924ῳ, τοιουτοτρόπως δὲ παραβιάσασαν τὰς Ἀποφάσεις τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ’ αἰῶνος».
Ὅλος ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Ἀγῶνας ἐστράφη ἐξ ἀρχῆς ἐναντίων αὐτῶν τῶν παρανόμων ἀποφάσεων.
γ. «Ἐν συνεπείᾳ πρὸς τὰ ἀνωτέρω, θεωρῶ ἐπίσης ὡς πεπτωκότας περὶ τὴν Πίστιν τοὺς ἐξ Ὀρθοδόξων συμμετασχόντας εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐν ἔτει 1948ῳ καὶ ἀποτελοῦντας ἔκτοτε ἐνεργὰ - ὀργανικὰ μέλη αὐτοῦ, καλλιεργοῦντας οὕτω τὸν λεγόμενον Διαχριστιανικὸν καὶ Διαθρησκειακὸν Οἰκουμενισμόν».
Οἱ Γ.Ο.Χ. θεωροῦσαν ἐξ ἀρχῆς ἔκπτωσιν πίστεως τὴν συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε. καὶ οὐδέποτε ἀπεδέχθησαν τὴν λεγόμενη «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων».
Οἱ Γ.Ο.Χ. θεωροῦσαν ἐξ ἀρχῆς ἔκπτωσιν πίστεως τὴν συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε. καὶ οὐδέποτε ἀπεδέχθησαν τὴν λεγόμενη «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων».
δ. «Τέλος, ἀρνοῦμαι καὶ δὲν ἀποδέχομαι τὰς λεγομένας Πανορθοδόξους Διασκέψεις (1961 κ.ἑ.), αἵτινες προετοίμασαν τὴν κατακριτέαν, ἄκυρον καὶ ἀνυπόστατον «ἄρσιν τῶν Ἀναθεμάτων Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας» ἐν ἔτει 1965ῳ, ἔκτοτε δὲ αὗται καλλιεργοῦσιν ἐν οἰκουμενιστικῇ προοπτικῇ τὸ ἔδαφος διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς οὕτω καλουμένης Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, πρὸς τελικὴν ἀποδοχήν, καθιέρωσιν καὶ δογματοποίησιν τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
Πράγματι, οἱ Οἰκουμενιστὲς ἑτοιμάζονται νὰ ἐπισφραγίσουν τὶς Καινοτομίες τους καὶ μὲ Συνοδικὴ δῆθεν ἀπόφαση. Ἐμεῖς δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα κῦρος σε αὐτὴν τὴν ἑτοιμαζόμενη ληστρικὴ Μεγάλη Σύνοδο.
Πράγματι, οἱ Οἰκουμενιστὲς ἑτοιμάζονται νὰ ἐπισφραγίσουν τὶς Καινοτομίες τους καὶ μὲ Συνοδικὴ δῆθεν ἀπόφαση. Ἐμεῖς δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα κῦρος σε αὐτὴν τὴν ἑτοιμαζόμενη ληστρικὴ Μεγάλη Σύνοδο.
Ἀναλύθηκε καὶ κατ’ἄρθρον τὸ περιεχόμενο τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως». Ἐναπόκειται καὶ σὲ ἐσᾶς, τὸν Ἱερὸ Κλῆρο, νὰ γνωρίζετε τὸ περιεχόμενό της καὶ τὴν σημασία της, ὥστε καὶ ἐσεῖς νὰ μπορεῖτε νὰ ἐπιλύετε τὶς ἀπορίες τῶν πιστῶν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ νὰ τὴν χρησιμοποιεῖτε ὡς διδακτικὸ μέσον. Διότι ὅποιος ἀποδέχεται αὐτὲς τὶς ἀρχές, μπορεῖ νὰ γίνει πιστὸς τῆς Ἐκκλησίας μας ἐντασσόμενος σὲ Αὐτὴν μὲ τὴν πρέπουσα τάξη.
Σᾶς εὐχαριστῶ.