† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 30ό)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

30. Είδη Προσευχής

Κατ᾿ οίκον προσευχή. Εκκλησιαστική (δημόσια) προσευχή.
Χριστιανικές αργίες (διακοπές) και νηστείες.

Γνωρίζουμε ήδη πόσο σημαντική είναι η προσευχή για τον Χριστιανό, για την πνευματική του ζωή. Τώρα το ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι το εξής: πώς πρέπει να προσευχόμαστε; Στην χριστιανική ζωή, βλέπουμε δύο διαφορετικά είδη προσευχής: την ιδιωτική (προσευχή κατ᾿ οίκον) και την εκκλησιαστική (δημόσια) προσευχή. Και οι δύο έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες.

Όταν διαβάζουμε τις ευαγγελικές οδηγίες του Κυρίου για την προσευχή, βλέπουμε ότι Αυτός, αναμφίβολα, μιλούσε για την προσευχή του πρώτου είδους: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ»[1]. Και φυσικά, το κύριο και πρωτότυπο είδος προσευχής για μας πρέπει να είναι ακριβώς η κατ᾿ οίκον, η ιδιωτική προσευχή. Η προσευχή είναι μια βαθιά οικεία, εγκάρδια υπόθεση. Όποιος έχει αναζητήσει ειλικρινά μια καρδιακή και τρυφερή προσευχή, γνωρίζει καλά πόσο εύκολο και φυσικό είναι να προσεύχεσαι μόνος, στη σιωπή και την ηρεμία. Και αντίθετα, ο Κύριος μας προειδοποιεί σκόπιμα ενάντια στην προσευχή για επίδειξη, την υποκριτική, που εκτελείται για να ληφθούν έπαινοι από τους ανθρώπους. Λαμβάνοντας αυτόν τον έπαινο, οι υποκριτές «ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν»[2], σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου. Και φυσικά, η προσευχή σε κοινή θέα είναι μερικές φορές πολύ δύσκολη και λεπτή υπόθεση, και σ᾿ αυτήν την περίπτωση απαιτείται μεγάλη συνήθεια συγκέντρωσης και βάθους στην προσευχή, ώστε να είναι απλή και ειλικρινής και να μην γίνεται για επίδειξη…

Ο Χριστιανός, όταν προσεύχεται στον Θεό, πρέπει οπωσδήποτε να συλλογίζεται τα λόγια των προσευχών που διαβάζει και να συγκεντρώνει τις σκέψεις του στο περιεχόμενο της προσευχής. Όλοι γνωρίζουν πόσο πολύ δύσκολη μπορεί να είναι η καταπολέμηση της πίεσης εξωγενών σκέψεων και εικόνων που επίμονα πολιορκούν τον προσευχόμενο άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει τόσο από την προσωπική μας απόσπαση όσο και από την άμεση επιρροή της κακής, διαβολικής δύναμης. Το καθήκον του Χριστιανού είναι να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να απορρίψει επίμονα στην προσευχή όλες αυτές τις ξένες, μερικές φορές ακάθαρτες, οδυνηρά δυσάρεστες σκέψεις γι᾿ αυτόν και να προσευχηθεί με συγκέντρωση και ευλάβεια. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αυξημένη πίεση των σκέψεων και των εικόνων, ιδιαίτερα των δυσάρεστων ή βλάσφημων, προέρχεται απευθείας από τον διάβολο, και εάν ο Χριστιανός αντιστέκεται σ᾿ αυτές τις σκέψεις, λαμβάνει όφελος για την ψυχή του, όχι κακό.

Συνήθως προσευχόμαστε με εκκλησιαστικές προσευχές, που γνωρίζουμε από την παιδική μας ηλικία. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί μας εισάγει στην προσευχητική ατμόσφαιρα που αποπνέει η Εκκλησία. Εδώ όμως πρέπει να προσέχουμε ώστε η συνεχής ανάγνωση των ίδιων προσευχών να μη μετατραπεί σε αυτόματη επανάληψή τους, που εκτελείται μηχανικά, χωρίς προσοχή και εμβάθυνση στο νόημα και το περιεχόμενο των λέξεων της προσευχής. Και επομένως, εδώ απαιτείται από τον Χριστιανό πλήρης ευλάβεια και συγκεντρωμένη προσοχή, ώστε να προσεύχεται και να συνομιλεί με τον Θεό και να μην προσπερνά [απλώς] τα γνωστά λόγια.

Σύμφωνα με τις ταυτόχρονες μαρτυρίες των ασκητών της προσευχής (Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ιωάννου της Κρονστάνδης κ.ά.), εκτός από την υποχρεωτική ανάγνωση των εκκλησιαστικών προσευχών, είναι χρήσιμο για τον Χριστιανό να προσθέτει σ᾿ αυτές τις προσευχές δικά του λόγια, για τις δικές του ανάγκες και για τις ανάγκες των αγαπημένων του προσώπων. Συχνά ένας Χριστιανός δεν μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις εμπειρίες του με λόγια εκκλησιαστικών προσευχών (πολλές από τις οποίες είναι ακατάλληπτες σ᾿ αυτόν), και εδώ η ζωντανή, ειλικρινής προσευχή με τα δικά του λόγια είναι πολύ κατάλληλη, με εξομολόγηση των καθημερινών του αμαρτιών και με καλές υποσχέσεις στον Θεό για να διορθώσει τον εαυτό του και να παλέψει με τα πάθη του. Και μια τέτοια προσευχή, φυσικά, δεν θα είναι πλέον τυπική και στεγνή προσευχή, γιατί θα προέρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Μόνον όσοι έχουν συνηθίσει στην εγκάρδια και συνεχή προσευχή στο σπίτι μπορούν πραγματικά να συμμετέχουν στην εκκλησιαστική-δημόσια προσευχή. Και η συμμετοχή σ᾿ αυτήν είναι καθήκον κάθε Χριστιανού. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για μια τέτοια προσευχή: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[3]. Ο Οικουμενικός Άγιος και μεγάλος Διδάσκαλος της προσευχής Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Μπορείτε, βέβαια, να προσεύχεστε στο σπίτι, αλλά δεν μπορείτε να προσεύχεστε εκεί όπως προσεύχεστε στην Εκκλησία, όπου είναι μαζεμένοι τόσοι άνθρωποι, όπου μια ομόφωνη προσευχή υψώνεται στον Θεό. Δεν θα εισακουστείτε σύντομα όταν προσεύχεστε μόνοι στον Κύριο, όπως όταν προσεύχεστε μαζί με τους αδελφούς σας, γιατί εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο: ομοψυχία, ένωση αγάπης, προσευχές ιερέων. Κατά τη δημόσια προσευχή, όχι μόνον οι άνθρωποι υψώνουν τις φωνές τους, αλλά και οι Άγγελοι προσκυνούν τον Κύριο, και οι Αρχάγγελοι προσεύχονται…».

Έτσι, η προσευχή στην Εκκλησία έχει έναν κατεξοχήν ιερό χαρακτήρα. Και αυτό που την κάνει τέτοια είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που, ως γνωστόν, οργανώνει [συγκροτεί] την πνευματική μας ζωή, προάγοντας τις προσωπικές μας πνευματικές προσπάθειες. Ο ιερέας υπηρετεί στην Εκκλησία: δεν είναι ιερέας επειδή έλαβε πνευματική μόρφωση ή έχει την κλήση να υπηρετήσει την Εκκλησία. Όλα αυτά τον προετοιμάζουν μόνο για την ποιμαντική διακονία. Αυτό όμως που τον έκανε ιερέα ήταν ότι έλαβε χειροτονία και, μέσω του μυστηρίου της Ιεροσύνης, έγινε ένας από τους ποιμένες της Εκκλησίας. Ο ναός μας λοιπόν είναι ένας καθαγιασμένος ναός, με ειδικά αφιερωμένο θυσιαστήριο και το κυρίως ιερό του -το άγιο Αντιμήνσιο- στο οποίο βρίσκονται τα λείψανα του Αγίων του Θεού.

Σύμφωνα με τα λόγια των Γραφών, ο ναός μας είναι σπίτι προσευχής[4]. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έδωσε παράδειγμα σεβασμού γι᾿ αυτόν τον οίκο του Θεού, όταν στην επίγεια ζωή του τον καθάρισε δύο φορές από κάθε αταξία και ασχήμια[5]. Και ακούμε συνεχώς κατά τις ιερές Ακολουθίες πώς η Αγία Εκκλησία διακηρύσσει: «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Πρέπει λοιπόν ο καθένας μας να εισέρχεται στο ναό, ενθυμούμενος ότι εδώ θα εμφανιστεί ενώπιον της Παρουσίας του ίδιου του Κυρίου.

Ένα από τα πιο σημαντικότερα μειονεκτήματα της σύγχρονης ζωής μας είναι η αδυναμία μας να περάσουμε τις αργίες (διακοπές) με χριστιανικό τρόπο. Η ζωή μας έχει αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να κυριαρχούν σ᾿ αυτήν τα συμφέροντα (ενδιαφέροντα) καθαρά γήινης φύσης. Η εργασία, η φροντίδα για ένα κομμάτι ψωμί, οι μικρές καθημερινές εντυπώσεις, τα μαθήματα των νέων, όλα αυτά γεμίζουν τις ώρες μας και ο άνθρωπος δεν έχει καν χρόνο απλώς για να θυμηθεί την ψυχή του, τις υψηλότερες απαιτήσεις και ανάγκες της. Και έτσι οι αργίες μας, ένα φωτεινό σημείο στην άχρωμη ζωή μας, καταντούν γεμάτες ματαιοδοξία και «εγκόσμιες φροντίδες». Οι αργίες όμως είναι γεμάτες ιδεολογικό και θρησκευτικό νόημα. Μας λένε ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο άδειος και άθλιος όσο μερικές φορές μας φαίνεται, γιατί απο πάνω βρίσκεται ένας άλλος κόσμος, που δίνει στην ψυχή μας χαρά και αναφαίρετη γαλήνη. Ποιός δεν ξέρει με τι χαρά γεμίζει η καρδιά του Χριστιανού τις μέρες της μεγαλύτερης εορτής των διακοπών του Πάσχα, της Λαμπρής Ανάστασης του Χριστού;!..

Αλλά πόσο συχνά οι ημέρες των χριστιανικών αναμνήσεων και εορτασμών αποδεικνύονται ημέρες ακόμη μεγαλύτερης κενότητας και ανούσιας αδράνειας για μας! Οι αργίες είναι ημέρες του Θεού και πρέπει να είναι αφιερωμένες όχι μόνο στην ξεκούραση από την εργασία, αλλά κυρίως στην προσευχή και τις καλές πράξεις, σε έργα χριστιανικής φιλανθρωπίας. Και βλέπουμε συνεχώς πως όλες οι «διακοπές» των ανθρώπων συνίστανται στο ότι οι άνθρωποι κοιμούνται περισσότερο, κάνουν βόλτες, διασκεδάζουν και μερικές φορές αμαρτάνουν δέκα φορές περισσότερο απ᾿ ό,τι τις καθημερινές -σε γλέντι και μέθες.

Φυσικά, κάποιος που αφιερώνει τον χρόνο των διακοπών αποκλειστικά στη σωματική ξεκούραση και ψυχαγωγία δεν διαφέρει από έναν ειδωλολάτρη ή άθεο, διότι «γιορτάζει» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως εκείνοι. Και πόσο συχνά παρατηρούμε ότι μεμονωμένα άτομα και ολόκληρες κοινότητες και ιδρύματα οργανώνουν τις δικές τους «βραδιές» με διασκέδαση την παραμονή των εορτών. Ένα εξωφρενικό, αντιχριστιανικό έθιμο! Το βράδυ, ο άνθρωπος συχνά «διασκεδάζει» σε σημείο εξάντλησης, σε σημείο κορεσμού, και όχι χωρίς αμαρτίες, αλλά το πρωί -όταν οι θεοσεβείς άνθρωποι πηγαίνουν στην εορταστική Θ. Λειτουργία- αυτός «αναπαύεται» μερικές φορές μέχρι το μεσημέρι!… Πού είναι όμως η προσευχή, η επίσκεψη στο ναό του Θεού; Σε τί διαφέρει ένας τέτοιος άνθρωπος από έναν άθεο ή έναν ειδωλολάτρη;

Αυτό που είναι ακόμη πιο απαράδεκτο είναι η στάση  πολλών ανθρώπων στις μέρες μας απέναντι στις νηστείες που επιτάσσει η Εκκλησία. Έχουμε πολλές νηστείες: τέσσερις πολυήμερες  -Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Αγίων Αποστόλων, Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Χριστουγέννων-, καθώς και μονοήμερες -Τετάρτη και Παρασκευή κάθε εβδομάδας, Παραμονή Χριστουγέννων και Θεοφανίων, Αποτομή Κεφαλής του Ιωάννου του Βαπτιστού, Ύψωση του Ζωοδόχου Σταυρού και τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας (ιδιαίτερα της Μεγάλης Παρασκευής).

Κι όμως, η στάση πάρα πολλών απο μας απέναντι σ᾿ αυτές τις εκκλησιαστικές νηστείες είναι παράδοξη και εντελώς αντιχριστιανική. Αυτές τις νηστείες, τις παραβιάζουν και δεν τις εκπληρώνουν οι άνθρωποι με τόσο ήρεμη συνείδηση, σαν να πρόκειται για κάτι μικροπράγματα που δεν έχουν σημασία! Η άποψη της Εκκλησίας δεν είναι καθόλου έτσι. Σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες της, οι παραβάτες της νηστείας (χωρίς βάσιμο λόγο) πρέπει να αφορίζονται (αποκόπτονται) από την Θεία Κοινωνία για αρκετό καιρό[6]. Και ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είπε ευθέως: «όποιος δεν τηρεί τις νηστείες δεν είναι χριστιανός, όπως κι αν αποκαλεί τον εαυτό του…». Η νηστεία είναι, φυσικά, απαραίτητη για τον άνθρωπο. Εξωτερικά είναι άθλος άνευ όρων υιικής υπακοής στην Εκκλησία, της οποίας οι Κανόνες πρέπει να είναι ιεροί γι᾿ αυτόν, και όχι κάτι το παραμελημένο και καταπατημένο. Αλλά και εσωτερικά η νηστεία αποτελεί κατόρθωμα εγκράτειας και αυτοσυγκράτησης. Κι αυτή είναι η μεγάλη της αξία και το νόημα, αφού η αυστηρή τήρηση της νηστείας ενισχύει την θέληση του ανθρώπου και αναπτύσσει χαρακτήρα σταθερό στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και πράξεις. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Χριστός νήστευε και προέβλεψε ότι θα νηστεύουν και οι Απόστολοί Του[7]. Και για την καταπολέμηση του κακού, της διαβολικής δύναμης, είπε: «τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»[8].

Είναι αλήθεια ότι τώρα λένε συχνά ότι η νηστεία είναι επιβλαβής για την υγεία. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που ένα εξαντλημένο σώμα δεν απαιτεί αποχή, αλλά αυξημένη διατροφή. Όμως η Εκκλησία δεν απαιτεί αυστηρή νηστεία από τους άρρωστους, αλλά μόνο την εφικτή νηστεία. Και το πιο σημαντικό είναι να θυμάστε ότι μόνον όσοι δεν νηστεύουν οι ίδιοι μιλούν για «βλάβη» της νηστείας. Αυτοί που τηρούν τις νηστείες δεν θα το πουν ποτέ αυτό, γιατί γνωρίζουν από προσωπική πείρα ότι η νηστεία όχι μόνο δεν είναι επιβλαβής, αλλά είναι θετικά ωφέλιμη για την υγεία του σώματος. Γι᾿ αυτό επίσης μας πείθει και η ιστορική πραγματικότητα. Είναι γνωστό πόσο αυστηρά νήστευαν οι πρόγονοί μας, εντυπωσιάζοντας τους άλλους Σλάβους και τους Έλληνες (για να μην πω για τους αλλόθρησκους) με την σταθερότητα και την αντοχή τους. Και ποιος θα ισχυριστεί ότι οι πρόγονοί μας ήταν πιο αδύναμοι απο μας, κι ότι εμείς είμαστε πιο σκληροί και πιο δυνατοί απ᾿ αυτούς; Ας μη μιλήσουμε καν για το γεγονός ότι οι γιατροί μας, στις περισσότερες περιπτώσεις, ξεκινούν την θεραπεία της νόσου με δίαιτα, δηλαδή με νηστεία!…

Αλλά, φυσικά, η νηστεία δεν είναι μόνον αποχή από τη σωματική τροφή. Τις μέρες της νηστείας η Εκκλησία ψάλλει: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς… δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους»[9]. «Ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας…»[10]Η νηστεία λοιπόν για τον Xριστιανό είναι καιρός αποχής και αυτοκριτικής από κάθε άποψη. Και γι᾿ αυτό η σωστή χριστιανική νηστεία δίνει στους πιστούς τέτοια ηθική ικανοποίηση. Ο μεγάλος δάσκαλος του λαμπρού χριστιανικού ασκητισμού, ο άγιος Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, λέει τα εξής για τη νηστεία: «Η νηστεία φαίνεται ζοφερή μέχρι να μπει κανείς στο πεδίο της, αλλά αρχίστε την και θα δείτε ότι είναι φως μετά τη νύχτα, ελευθερία μετά από φυλάκιση, προνόμιο μετά από μια πονεμένη ζωή…».

Τέλος και τω Θεώ δόξα και ευχαριστία!

[Επίκειται η άμεση έκδοση σε ενιαίο βιβλίο
όλων των συνεχειών του παρόντος έργου]


[1] Ματθ. ϛ΄ 6.
[2] Ματθ. ϛ΄ 2.
[3] Ματθ. ιη΄ 20.
[4] «Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» (Ματθ. κα΄ 13).
[5] Πρβλ. Λουκ. β΄ 46 και Λουκ. ιθ΄ 45-47.
[6] «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν τοῦ Πάσχα οὐ νηστεύει, ἢ τετράδα, ἢ παρασκευήν, καθαιρείσθω, ἐκτὸς εἰ μὴ δι᾿ ἀσθένειαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω» (Κανόνας ΞΘ΄ των Αγίων Αποστόλων).
[7] «Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν» (Ματθ. θ΄ 15).
[8] Ματθ. ιζ΄ 21.
[9] Ιδιόμελο την Τετάρτη εσπέρας της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών.
[10] Ιδιόμελο αποστίχων την Δευτέρα εσπέρας της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 29ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

29. Η Προσευχή του Κυρίου

Η προσευχή του Κυρίου («Πάτερ ἡμῶν») ως πρότυπο χριστιανικής προσευχής.
Τα τρία κύρια μέρη αυτής. Ο ευχαριστιανός και ο δοξαστικός χαρακτήρας
της χριστιανικής προσευχής (ιδιαίτερα στην Θεία Λειτουργία)

Το πρότυπο της προσευχής για μάς τους Χριστιανούς είναι φυσικά η προσευχή του Κυρίου («Κυριακή προσευχή»). Λαμβάνοντας υπόψη την σύνθεση και το περιεχόμενό της, βλέπουμε ότι εξωτερικά στην σύνθεσή της χωρίζεται σε τρία μέρη: α) επίκληση, β) αιτήσεις και γ) δοξολογία. Σύμφωνα με το εσωτερικό της περιεχόμενο, μπορεί επίσης να χωριστεί σε τρία γενικά μέρη. Το πρώτο και κυριότερο, περιλαμβάνει την επίκληση και τα τρία πρώτα αιτήματα. Ακολουθεί η τέταρτη αίτηση για το καθημερινό μας ψωμί και τέλος άλλα τρία αιτήματα για τις προσωπικές μας αμαρτίες.

Ποιό είναι το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα για το οποίο πρέπει να προσευχηθεί ένας Χριστιανός; Για ποιό πρέπει να αγωνίζεται περισσότερο από όλα: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ»[1]. Αυτό βλέπουμε στο πρώτο μέρος της προσευχής. Απευθυνόμενος στον Θεό ως Επουράνιο Πατέρα, ο Χριστιανός μαρτυρεί έτσι ότι η αληθινή μας πατρίδα δεν είναι στην γη, αλλά στον ουρανό. «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»[2], έγραψε ο Απόστολος Παύλος ξεκάθαρα. Και σ’ αυτή την έκκληση προς τον Πατέρα, ο Χριστιανός προσεύχεται να αγιαστεί το Όνομα του Θεού, τόσο στην προσωπική ζωή του καθενός μας όσο και στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι ιερό πράγμα ειδικά όταν εμείς, οι Χριστιανοί, μέσω της επιτέλεσης καλών πράξεων οδηγούμε τους μη πιστούς να «δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[3].

Στην συνέχεια, ο Χριστιανός προσεύχεται για να εδραιωθεί η Βασιλεία του Θεού στην γη. Κοιτάζοντας την ζωή, βλέπει σ’ αυτήν μια διαρκή πάλη ανάμεσα σε δύο αρχές: το φως και το σκοτάδι, την αλήθεια και το ψέμα, το καλό και το κακό. Και βλέποντας αυτό, δεν μπορεί παρά να προσευχηθεί ώστε στην ζωή μας να εμφανιστεί η νίκη του φωτός επί του σκότους και να θριαμβεύσει η Βασιλεία του Θεού, η Βασιλεία της Αλήθειας και της Καλοσύνης.

Στην τρίτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου προσευχόμαστε γι’ αυτό, ώστε το θέλημα του Θεού να εκπληρωθεί στην ανθρώπινη ζωή, όπως εκπληρώνεται και στον ουράνιο κόσμο. Η χριστιανική συνείδηση λέει με σιγουριά και σταθερότητα στον άνθρωπο ότι το να βασιζόμαστε στο θέλημα του Θεού δεν είναι μόνο καθήκον μας, αλλά και πραγματική σοφία, η αλήθεια της ζωής. Ο Επουράνιος Πατέρας γνωρίζει τι είναι χρήσιμο και απαραίτητο για τον καθένα μας, και από την απέραντη αγάπη και καλοσύνη Του μας εύχεται καλό και σωτηρία περισσότερο απ’ ότι εμείς για τον εαυτό μας. Γι’ αυτό ο Απόστολος Πέτρος λέει: «Ρίξτε όλες τις φροντίδες σας πάνω Του, γιατί Αυτός φροντίζει για σας»[4].

Η τέταρτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου είναι η μόνη που δεν μιλάει για τις πνευματικές, αλλά για τις σωματικές μας ανάγκες. Πρέπει να ζητάμε τον «ἐπιούσιον ἄρτον» (=το καθημερινό μας ψωμί), δηλαδή ό,τι είναι απαραίτητο για την ύπαρξή μας, για την διατήρηση της σωματικής ζωής. Και πέρα απ’ αυτό, «αν δοθεί, δόξα τω Θεώ, αλλά αν δεν δοθεί, μη σε νοιάζει» (έκφραση από την Kατήχηση[5]). Φυσικά, η έκφραση «ἐπιούσιος ἄρτος» περιλαμβάνει όλα όσα μας είναι απαραίτητα: φαγητό, ρούχα, στέγαση κ.λπ. Και αυτή η τέταρτη αίτηση υποδεικνύει στον άνθρωπο ότι η επίγεια ζωή μας με τα καθημερινά προβλήματά της είναι επίσης θέμα το οποίο εμπίπτει στην φροντίδα του Επουράνιου Πατέρα για μάς. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Να έχετε αφιλάργυρη διάθεση, μένοντας ικανοποιημένοι με αυτά που έχετε, διότι ο ίδιος ο Κύριος είπε: δεν θα σε αφήσω ποτέ, ούτε θα σε εγκαταλείψω…»[6].

Η πέμπτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου αναφέρεται στην συγχώρεση των αμαρτιών. Όχι μόνο σε αυτήν την αίτηση, αλλά και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας Του, ο Κύριος έδειξε ξεκάθαρα ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβουμε άφεση αμαρτιών από τον Θεό είναι η συγχώρεση των συνανθρώπων μας. Αλλά πόσο συχνά αυτό το αίτημα είναι αναληθές στα μάτια του Θεού, στον Οποίο προσευχόμαστε!… Διαβάζουμε «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», αλλά στην πραγματικότητα δεν συγχωρούμε και δεν αφήνουμε, αλλά είμαστε προσβεβλημένοι και για πολύ καιρό τρέφουμε ενόχληση στις καρδιές μας και επιθυμία να ανταποδώσουμε. Επομένως, κάθε φορά που ο κάθε Χριστιανός κάνει αυτήν την αίτηση, πρέπει να αναλογίζεται αν έχει συγχωρήσει τους εχθρούς του και όσους τον έβλαψαν. Και αν αυτό δεν συμβαίνει, αν δεν έχει συγχωρήσει, τότε δεν μπορεί να περιμένει συγχώρεση από τον Θεό για τον εαυτό του.

Οι δύο τελευταίες αιτήσεις, η έκτη και η έβδομη, μιλούν για ένα πράγμα: για τα αίτια της αμαρτίας. Πρώτα, ζητάμε να αφαιρεθεί από εμάς το μικρόβιο του πειρασμού και των σκανδάλων, και έπειτα να ελευθερωθούμε από το κακό, δηλαδή από τον ιδρυτή όλων των αμαρτιών, τον διάβολο. Οι άνθρωποι συνήθως φοβούνται τις εξωτερικές κακοτυχίες: τις αποτυχίες, τις ασθένειες, την φτώχεια κ.λπ. Ο Χριστιανισμός μάς διδάσκει να φοβόμαστε περισσότερο απ’ όλα για την αθάνατη ψυχή μας. Ο Κύριος είπε: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ»[7]. Και σε άλλο σημείο, σχετικά με τις εξωτερικές καταστροφές, ο Κύριος, αφού απαρίθμησε εξωτερικές δοκιμασίες και διωγμούς για την πίστη, είπε ευθέως: «χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[8].

Όχι, ο Χριστιανός δεν πρέπει να φοβάται τις εξωτερικές κακοτυχίες και προβλήματα, αλλά τις αμαρτίες και τις πτώσεις του. Όλοι γνωρίζουν πόσο συνηθίζουμε να παρανομούμε, αμαρτάνοντας κυριολεκτικά σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Αλλά η αμαρτία είναι ανομία, παραβίαση του Νόμου της Αλήθειας του Θεού, και επομένως το αποτέλεσμά της είναι μαρτύριο και θλίψη, «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων…»[9]. Και έτσι, η προσευχή «Πάτερ ἡμῶν» κρατά την καρδιά μας σε βαθιά αποστροφή απ’ αυτά τα πνευματικά κακά, κι εμείς, ομολογώντας ταπεινά την αδυναμία και την κλίση μας στην αμαρτία, ζητάμε από τον Θεό να μας σώσει από την πτώση στις αμαρτίες που μας βάζουν σε πειρασμό και να μας ελευθερώσει από τον κακό καθοδηγητή της αμαρτίας, τον διάβολο.

Αυτές οι επτά αιτήσεις, ως γνωστόν, συνοδεύονται από μια επίσημη δοξολογία της δύναμης, της εξουσίας και της δόξας του Θεού[10]. Σε αυτή τη δόξα του μεγαλείου του Θεού βρίσκεται η υιική έκφραση της ακλόνητης και ξεκάθαρης σιγουριάς πως ό,τι ζητάμε θα μας δοθεί από την αγάπη του Επουράνιου Πατέρα, γιατί δική Του είναι «η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα για πάντα».

Αλλά όχι μόνο η προσευχή του Κυρίου αποτελείται από τέτοια δοξολογία. Προσευχές δοξολογίας σε ξεκάθαρη μορφή (όπως για παράδειγμα το «Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου» ή το «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος» κ.λπ.) δεν χρησιμοποιούνται τόσο συχνά από εμάς[11]. Συνήθως όμως αντιπροσωπεύουν το τέλος των προσευχών μας (ιδιαίτερα των λειτουργικών) και έχουν πάντα έναν ιδιαίτερα επίσημο και ιερό χαρακτήρα. Επομένως, προφέρονται πάντα από Κληρικό – Επίσκοπο ή Ιερέα. Οι πιο σημαντικές και χαρακτηριστικές προσευχές δοξολογίας είναι οι ψαλμωδίες «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» (Μεγάλη Δοξολογία) και «Εσέ, Θεέ, δοξάζουμε»[12]. Οι προσευχές της δοξολογίας, πρωτίστως, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ανυπέρβλητες χριστιανικές προσευχές, επειδή κυρίως εκφράζουν την αγάπη του Χριστιανού για τον Θεό και την λατρεία για τις υψηλότερες τελειότητές Του.

Άρρηκτα συνδεδεμένο με την προσευχή της δοξολογίας στις ιερές Ακολουθίες είναι το τρίτο είδος προσευχής, η ευχαριστία. Είναι αυτονόητο ότι ένας Χριστιανός που αγαπά τον Θεό και γνωρίζει την αγάπη, το έλεος και τα οφέλη Του δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς Αυτόν στην καρδιά του. Η πιο σημαντική ευχαριστήρια προσευχή είναι η πιο σημαντική Ακολουθία μας: η Θεία Λειτουργία. Το κύριο μέρος της, ο λεγόμενος «ευχαριστιακός κανόνας», αρχίζει με τις λέξεις «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίω». Και αυτή η πιο αγνή αναίμακτη θυσία, η θυσία της αλήθειας, η θυσία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που προσφέρεται κατά την Λειτουργία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αν και ορατά προσφέρεται από τους ανθρώπους, επιτελείται αόρατα από τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό, με την Χάρη και την πανσθενουργό δύναμή Του, και από εμάς τους ανθρώπους τούτο γίνεται δεκτό μόνο με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτό, την πιο σημαντική στιγμή της Λειτουργίας, ο ιερέας διακηρύττει πανηγυρικά: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», και οι προσευχόμενοι (οι ψάλτες για λογαριασμό τους) απαντούν με τον ευχαριστήριο ύμνο: «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν…».


(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ϛ΄ 33.
[2] Φιλιπ. γ΄ 20.
[3] Ματθ. ε΄ 16.
[4] «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιῤῥίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7).
[5] Αναφέρεται στην περίφημη Κατήχηση του Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας (+1867).
[6] «Ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος, ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· αὐτὸς γὰρ εἴρηκεν· οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ.  ιγ΄ 5).
[7] Ματθ. ι΄ 28.
[8] Ματθ. ε΄ 12.
[9] Ματθ. κβ΄ 13.
[10] «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
[11] Αναφέρεται στο ρωσικό τυπικό.
[12] Βλ. υποσ. 1, στο 11ο Κεφάλαιο του παρόντος έργου.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 28ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

28. Προσευχή

Η ανάγκη για προσευχή.
Τί σημαίνει να προσευχόμαστε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Είδη προσευχής ανάλογα με το περιεχόμενό της.

Στην θρησκευτική ζωή ενός ανθρώπου, η γνώση του Θεού για την οποία μιλήσαμε παραπάνω βασίζεται προφανώς στην πίστη. Αυτή η πίστη είναι η πρώτη απάντηση της ανθρώπινης καρδιάς στο περιεχόμενο αυτών των θρησκευτικών αληθειών, η συμφωνία μαζί τους και η αποδοχή τους. Στην συνέχεια, αυτή η πίστη, που ενισχύεται και εμβαθύνει, οδηγεί την καρδιά του ανθρώπου να αναπαυθεί στον Θεό, στην χριστιανική ελπίδα στον Θεό. Από την άλλη, όλος ο Χριστιανισμός μάς διδάσκει ότι η χριστιανική πίστη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγάπη για τον Θεό. Και η αγάπη απαιτεί πάντα μια ζωντανή, προσωπική σχέση με αυτόν που αγαπάμε. Και σε σχέση με τον Θεό, αυτή η αγάπη φανερώνεται πρώτα και κύρια στην προσευχή.

Όποιος δεν προσεύχεται στον Θεό δεν είναι Χριστιανός… Η προσευχή είναι το πρώτο και πλέον απαραίτητο στοιχείο της πνευματικής μας ζωής. Είναι η αναπνοή του πνεύματός μας, και χωρίς αυτήν πεθαίνει, όπως πεθαίνει το ανθρώπινο σώμα χωρίς αέρα. Όλη η ζωή του σώματος εξαρτάται από την αναπνοή του, από το αν ένα άτομο αναπνέει ή δεν αναπνέει. Ομοίως, στην πνευματική ζωή όλα εξαρτώνται από την προσευχή, και ένας άνθρωπος που δεν προσεύχεται στον Θεό είναι πνευματικά νεκρός…

Η προσευχή είναι μια συνομιλία μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Αυτός που σκέπτεται, γνωρίζει, αγαπά τον Θεό, σίγουρα θα στραφεί σε Αυτόν και αυτή η στροφή είναι προσευχή. Αλλά η άποψη περί προσευχής που είναι τόσο διαδεδομένη τώρα (ιδιαίτερα στους νέους) είναι βαθιά λανθασμένη. Οι άνθρωποι συχνά λένε: «Αν θέλω να προσευχηθώ, θα προσευχηθώ. Δεν χρειάζεται πίεση, δεν χρειάζεται επιβολή, δεν πρέπει να υπάρχει καταναγκασμός στην προσευχή…». Πλήρης παρανόηση του θέματος! Τί θα προέκυπτε από την γήινη δραστηριότητα του ανθρώπου αν ο ίδιος δεν ανάγκαζε τον εαυτό του να κάνει ο,τιδήποτε, αλλά έκανε μόνο αυτό που ήθελε;! Επιπλέον, αυτό αφορά στην πνευματική ζωή. Σε αυτήν, ό,τι πολύτιμο και βιώσιμο αποκτάται μόνο μέσα από προσπάθεια, με το κατόρθωμα να εργάζεται κάποιος πάνω στον εαυτό του.

Ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά: «Η Βασιλεία του Θεού (και ό,τι σχετίζεται με αυτήν) επιτυγχάνεται με την βία (με προσπάθεια)»[1]. Όχι, ένας Χριστιανός πρέπει να έχει μια για πάντα στην καρδιά του το γεγονός ότι πρέπει να προσεύχεται πάση θυσία, ανεξάρτητα από την όποια επιθυμία ή απροθυμία του. Αν έχεις καλή επιθυμία να προσευχηθείς, ευχαρίστησε τον Θεό, από τον Οποίο προέρχονται όλα τα καλά, και μη χάσεις την ευκαιρία να προσευχηθείς μέσα από την καρδιά σου. Εάν δεν έχεις αυτή την επιθυμία και έχει έρθει η ώρα για προσευχή (το πρωί, το βράδυ, στην εκκλησία), πρέπει να αναγκάσεις τον εαυτό σου, ενθαρρύνοντας το θαμπό και τεμπέλικο πνεύμα σου με το γεγονός ότι η προσευχή (όπως κάθε καλή πράξη) είναι πιο πολύτιμη στα μάτια του Θεού, όσο δυσκολότερα γίνεται. Ο Κύριος δεν περιφρονεί καμιά προσευχή αν κάποιος προσεύχεται ειλικρινά, όσο καλύτερα μπορεί, έστω κι αν δεν έχει ακόμη την ικανότητα να προσεύχεται με πλήρη συγκέντρωση και με αδιάκοπο ζήλο.

Και όποιος ζει μια πνευματική χριστιανική ζωή σε οποιοδήποτε βαθμό, θα βρίσκει πάντα κάτι για να προσευχηθεί. Άλλωστε, γι’ αυτόν ο Θεός είναι και στοργικός Πατέρας κι ένας ισχυρός Προστάτης, και μια ανεξάντλητη Πηγή βοήθειας και δύναμης﮲ κι έτσι ο Χριστιανός σπεύδει κοντά Του σε ανάγκη και σε θλίψη όπως ένα παιδί στον πατέρα του. Απλώς πρέπει να αναγνωρίσουμε την αδυναμία και την ανικανότητά μας και να παραδώσουμε εντελώς «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ», γιατί σε Αυτόν είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη μας.

Στην συνομιλία του με την Σαμαρείτιδα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός επεσήμανε ότι «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[2]. Αυτή είναι η βασική αρχή της χριστιανικής προσευχής. Πρέπει να επιτευχθεί με πνεύμα και αλήθεια, και γι’ αυτό ο Χριστιανός, όταν προσεύχεται, πρέπει να συγκεντρώσει όλες τις πνευματικές του δυνάμεις μαζί, και να συγκεντρωθεί βαθιά μέσα του, στην ψυχή του, συλλογιζόμενος τα λόγια της προσευχής. Είναι αυτονόητο ότι με μια τόσο σωστή άποψη για την προσευχή, δεν μπορεί κανείς να ονομάσει «προσευχή» εκείνη την ενέργεια του ανθρώπου που είναι παρών μόνο στην προσευχή ή διαβάζει με τη γλώσσα του, αλλά οι σκέψεις του απέχουν πολύ απ’ αυτήν.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει για τέτοιους που τους αποκαλεί …«προσευχητάρια»: «Το σώμα σου ήταν μέσα στην εκκλησία, αλλά ο νους σου πετούσε κάπου αλλού. Τα χείλη σου είπαν μια προσευχή, και το μυαλό σου υπολόγιζε το εισόδημα, τα χωράφια, τα υπάρχοντα, τους φίλους… Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, πώς θέλεις να την ακούσει ο Θεός;». Όχι, δεν πρέπει να είναι έτσι η προσευχή του Χριστιανού. Πρέπει να προσεύχεται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Να προσεύχεται με το πνεύμα: συγκεντρωμένος στα βάθη του «εγώ» του, με βαθιά εγκάρδια συναισθήματα. Να προσεύχεται με την αλήθεια: όχι υποκριτικά, αλλά με την αλήθεια της διάθεσής του, με μια αληθινή έκκληση προς την Ενσαρκωμένη Αλήθεια -τον Σωτήρα Χριστό.

Αυτό βέβαια δεν απορρίπτει (σε αντίθεση με τις σεχταριστικές παρερμηνείες) την αναγκαιότητα για έναν άνθρωπο της εξωτερικής προσευχής, αλλά μόνο όταν συνδυάζεται με την εσωτερική προσευχή. Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος, η ψυχή του δεν ζει χωρίς σώμα, όπως δεν ζει το σώμα χωρίς ψυχή. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ»[3]. Και επομένως, ο πιο βασικός και ολοκληρωμένος τύπος προσευχής είναι εκείνη η προσευχή στην οποία υπάρχει τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική πλευρά. Συνδέονται στενά μεταξύ τους, τόσο οι εσωτερικές εμπειρίες και η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, όσο και οι εξωτερικές πράξεις, δηλαδή οι υποκλίσεις, η ορθή στάση στην προσευχή, το σημείο του σταυρού και οι διάφορες ενέργειες προσευχής.

Υπάρχουν συνήθως τρεις τύποι προσευχής: παράκληση, δοξολογία και ευχαριστία. Και στις προσευχές και στην Λατρεία μας χρησιμοποιούνται εναλλάξ και οι τρεις αυτοί τύποι.

Ο πρώτος τύπος -η ικεσία- φαίνεται ότι είναι ο πιο φυσικός και διαδεδομένος. Και ο Κύριος όχι μόνο δεν απαγόρευσε αυτόν το τύπο προσευχής, αλλά μας τον πρόσταξε ευθέως: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται»[4]. Και στην αποχαιρετιστήρια συνομιλία του είπε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Ἔως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη…»[5].

Ο άνθρωπος που προσεύχεται στον Θεό πρέπει να θυμάται ότι η προσευχή δεν ενεργείται και δεν εισακούεται αν δεν είναι ειλικρινής και δεν αποπνέει ζωντανή πίστη. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»[6]. Και ο Απόστολος Ιάκωβος εξηγεί πόσο καταστροφική είναι η αμφιβολία στην προσευχή: «Αυτός που αμφιβάλλει είναι σαν το κύμα της θάλασσας, που το σηκώνει και το πετάει ο άνεμος. Ας μη σκεφτεί ένας τέτοιος άνθρωπος ότι θα λάβει κάτι από τον Κύριο»[7]. Και στο Άγιο Ευαγγέλιο διαβάζουμε πολλές φορές πως ο Κύριος, θεραπεύοντας όσους Του ζητούσαν θεραπεία, τους έλεγε: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν[8]… ἡ πίστις σου σέσωκέ σε[9]…».

Αλλά, πιστεύοντας ακράδαντα στη δύναμη, το έλεος και τη βοήθεια του Θεού, ο Χριστιανός δεν πρέπει να ξεχνά ότι πρέπει να υποβάλλει κάθε αίτημα για τις ανάγκες του στο πανάγαθο θέλημα του Επουράνιου Πατέρα, ο Οποίος γνωρίζει τι χρειαζόμαστε. Μια τέτοια πίστη και αφοσίωση στο θέλημα του Θεού, θα Τον ευχαριστήσει οπωσδήποτε, είτε τελικά ο Κύριος εκπληρώσει είτε όχι την προσευχή του. Και αυτό είναι απολύτως φυσικό, αφού ο Χριστιανός είναι απολύτως βέβαιος ότι η σοφία και η αγάπη του Θεού κατευθύνει τα πάντα προς όφελος και καλό του ανθρώπου. Δεν είναι παράξενο που ψάλλεται στην εκκλησιαστική προσευχή ότι ο Κύριος «με το βάθος της σοφίας οικοδομεί με φιλανθρωπία τα πάντα και δίνει τα χρήσιμα σε όλους…»[10].

(συνεχίζεται)


[1] «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται» (Ματθ. ια΄ 12).
[2] Ιω. δ΄ 23.
[3] Α΄ Κορ. ϛ΄ 20.
[4] Λουκ. ια΄ 9-10.
[5] Ιω. ιϛ΄  23-24.
[6] Μαρκ. θ΄ 23.
[7] «Ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ. Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου» (Ιακ. α΄ 6-7).
[8] Ματθ. θ΄ 29.
[9] Ματθ. θ΄ 22.
[10] «Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων…» (από το Απολυτίκιο των Κεκοιμημένων που ψάλλεται σε ήχο πλάγιο του δ΄, τα δύο Ψυχοσάββατα· προ της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής).


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

 Παραθέτουμε μια σημαντική επιστολή του αειμνήστου Γέροντος Φιλοθέου σχετικά με την κατάργηση της νηστείας των Αγίων Αποστόλων, που παρατηρείται ορισμένες χρονιές (όπως και φέτος) μετά την αλλαγή του ημερολογίου. Δημοσιεύθηκε στο ιστορικό περιοδικό "Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη" το 1959, που και τότε έπεφτε αργά το Πάσχα (τότε 3 Μαΐου, φέτος 5 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο). Οι υπογραμμίσεις δικές μας, τα συμπεράσματα δικά σας.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 2024 (Ομιλία π. Ευθυμίου Μπαρδάκα)


 

ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ, Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 ὑπό Ἀρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Νάσσου


«Παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»1 , θά γράψει ὁ ὑψιπέτης ἀετός τῆς Θεολογίας Γρηγόριος, προκειμένου νά ὁμιλήσει πανηγυρικῶς σχετικά μέ τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» στό Ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ.

 

agioi pantes 860x
Πενήντα ἀκριβῶς ἡμέρες μετά ἀπό τήν ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τοῦ «καθελῶντος τοῦ θανάτου τό κράτος», ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει γηθοσύνως, λαμπρῶς καί μεγαλοπρεπῶς, «τήν μεθέορτον καί τελευταίαν ἑορτήν», ὅπως ψάλλουμε, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Κατ᾿ αὐτήν τήν κορυφαία Ἑορτή, ὅπως ἀκοῦμε ἀπό τίς θεολογικώτατες Εὐχές τῆς Γονυκλισίας, «μετά τό ἀναληφθῆναι τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί καθεσθῆναι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, κατέπεμψε το Ἅγιον Πνεῦμα ἐπί τούς Ἁγίους αὐτοῦ Μαθητάς καί Ἀποστόλους, ὅ καί ἐκάθησεν ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες τῆς ἀκενώτου χάριτος αὐτοῦ».


Τήν Ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ ὡς «μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν» καί «τέλος (=πλήρωμα) τῶν ἀγαθῶν»2 . Κατ᾿ αὐτήν ἑορτάζουμε «Πνεύματος ἐπιδημίαν». Οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν, ὅτι ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα, πού εἶχαν σχέση μέ τό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, λαμβάνουν πέρας μέ τήν ἔνδοξο Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς. Ἔληξαν ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα φανέρωσαν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι τό Δεύτερο Πρόσωπο (κατά τή συμβατική μας ὁρολογία καί διατύπωση) τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτά εἶναι, ἡ Γέννηση, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη. Τώρα πλέον, κατά τήν Πεντηκοστή, ὅπως θά γράψει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχίζουν τά γεγονότα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα φανερώνουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέ τήν δική Του ὑπόσταση, ὥστε ὅλοι ἐμεῖς νά σκεφθοῦμε καί νά ἐννοήσουμε τό μέγα Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος:

«Ἄρχεται δέ τελεῖσθαι καί τά φανεροῦντα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κατ᾿ ἰδίαν ὑπόστασιν ὑπάρχον· ἵν᾿ ἡμεῖς ἐπιγνῶμεν τε καί σκεφθῶμεν τό μέγα καί προσκυνητόν τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον»3 .


Τό Ἅγιο Πνεῦμα, σύμφωνα μέ τήν ἱερά ὑμνολογία, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας»4 . Αὐτό παρέχει τά πάντα, καί δι᾿ Αὐτοῦ χορηγοῦνται τά πάντα. Τό Πνεῦμα ὡς Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια περιλάμπει τούς ἀξίους. Αὐτό ποτίζει καί θερμαίνει, ὡς ὕδωρ καί πῦρ. Γι᾿ αὐτό καί σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι οἱ Θεολόγοι (Πατέρες) τό Πνεῦμα, «ποτέ μέν ὕδωρ, ποτέ δέ πῦρ καλοῦσι».


Εἶναι ἐκπληκτική ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁμοιάζει μέ ἕνα τεράστιο ποτάμι, τό ὁποῖο χορηγεῖ στούς ἀνθρώπους ὅ,τι χρειάζονται, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική ποιότητα τῆς ζωῆς τους: «Ἀλλά τί λοιπόν λαμβάνομεν, καί τίνες οἱ ἐξ ἡμῶν ποταμοί, οἱ καί Πνεῦμα καλοῦνται. Αἱ τοῦ Πνεύματος χάριτες, αἱ καί πληθύνονται ἐν ἡμῖν καί μερίζονται, καί δι᾿ ἡμῶν ἄλλοις πιστεύουσι χορηγοῦνται, ἀναλόγως τῇ πολιτείᾳ»5 .


στόσο, καί οἱ πρῶτοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, στά κείμενά τους παρομοιάζουν τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ποταμό. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει: «Νοηθείῃ δ᾿ ἄν ποταμός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πλῆρες ὑδάτων τῶν διαφόρων χαρισμάτων»6 . Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Τίς δ᾿ ἄν εἴῃ ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ, ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐκ τῆς πίστεως τῶν εἰς Χριστόν πεπιστευκότων ἐγγινόμενον τοῖς ἀξίοις»7 .

 

Τήν ἀμέσως ἑπομένη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, ἑορτάζουμε τούς Ἁγίους Πάντες. Αὐτοί, ἀποτελοῦν ὄντως τόν καρπό τῆς Πεντηκοστῆς, τό ἀποτέλεσμα τῆς «ἐπί πᾶσαν σάρκαν» ἐκχύσεως τῆς Χάριτος καί δωρεᾶς τοῦ Παρακλήτου. Πράγματι, ὁ ἁγιοπνευματικός ποταμός τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας, αὐτή ἡ ἀστείρευτη πλημμύρα, ρέει συνεχῶς καί ποτίζει «τούς διψῶντας τήν ζωήν». Αὐτός ὁ ποταμός πλημμύρισε τά ἔγκατα τῶν θεοφιλῶν ὑπάρξεων, τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν, τόν ἁγιοπνευματτικό καρπό τῆς Πεντηκοστῆς.


Οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τό «ἐφαρμοσμένον Εὐαγγέλιον», κατά τή γνωστή ρήση τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς8 . Κυρίως εἶναι οἱ κατεξοχήν πνευματικοί ἄνθρωποι, ὄχι βεβαίως μέ τήν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά μέ τήν θεολογική ἔννοια. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ πνευματικός ἄνθρωπος συνίσταται, α) ἀπό Χάρη ἐπουράνιο Ἁγίου Πνεύματος, β) ἀπό λογική ψυχή καί γ) ἀπό γηΐνο σῶμα: «Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καί γηΐνου σώματος»9 .


Κατά ταῦτα, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν οἱ ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι, δηλαδή ἄνθρωποι οἱ ὁποῖο δέχθηκαν τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς κεκαθαρμένες ψυχές τους. Αὐτός ὁ Παράκλητος ἐνεργεῖ ἀκτίστως τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς ὑπαρκτικῆς θεουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παύλος ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γράφοντας στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, ὅτι τότε εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας, «εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ἡμῖν»10 . Κατά ταῦτα, οἱ Ἅγιοι Πάντες κατεστάθησαν «φῶτα θεουργικά», ἑτερόφωτα βεβαίως, ἀφοῦ ἔλαβαν τό φῶς τοῦ ἐν Τριάδι Ἁγίου Θεοῦ κατά μετοχήν.


 ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Θεοῦ στούς Ἁγίους, σημειώνοντας ὅτι «δια τοῦ νοῦ καί τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεός». Σχετικά δέ μέ τήν τιμή τῶν Ἁγίων ἀπό μέρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, σημειώνει ὅτι τιμοῦμε τούς Ἁγίους, ὡς φίλους τοῦ Κυρίου, γιατί ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό κατά τήν προαίρεση, καί τόν δέχθηκαν ὡς ἔνοικο και ἔγιναν μέ τή μέθεξη σ᾿ Αὐτόν κατά χάριν, ὅ,τι εἶναι Ἐκεῖνος κατά φύσιν: «Τιμητέον τούς ἁγίους, ὡς φίλους Χριστοῦ…καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν, καί τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει»11 .


Κατά τά ἀνωτέρω, σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι ὄχι ἡ βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή «ἐνοίκηση». Σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλεγε ὁ μέγας ἀσκητής, ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τῆς «ἐν ἡμῖν Χάριτος» τοῦ Βαπτίσματος, τῆς «ἐν ἡμῖν Βασιλείας», κατά τά λόγια τοῦ Κυρίου12 . Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίδεται ὡς «προκαταβολή» στόν πιστό κατά τό Βάπτισμα. Ὅμως, ἡ Χάρις «καλύπτεται» στή συνέχεια ἀπό τά ρυπογόνα ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας, τήν ὁποία αὐτός διαπράττει «ἐν λόγῳ, ἤ ἔργῳ, ἤ διανοίᾳ». Ἑπομένως, ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει στό νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά καί νά ἐπανενεργοποιηθεῖ ἡ Χάρις τοῦ Βαπτίσματος. Ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἁγιοπνευματική «ἐνοίκηση» στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεως τοῦ πιστοῦ.


Α
ὐτἠν τήν ἁγιοπνευματική πορεία ἀκολούθησαν οἱ Ἅγιοι. Δέν ὑπῆρξαν ὑπεράνθρωποι, ὅπως πολλοί νομίζουν, καί ἐξιδανικεύουν τούς Ἁγίους. Μιά τέτοια θεώρηση δέν εἶναι ὀρθή. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὅσιοι καί Δίκαιοι, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι κατά πάντα ὅμοιοι μέ ἐμᾶς. Καί ὡς ἄνθρωποι διέπραξαν και σφάλματα, ἁμαρτήματα κ.ἄ., ἀφοῦ ἅγιος δέν σημαίνει ἀναμάρτητος. Ἡ ἁγιότητα εἶναι «πορεία ψυχῆς, συνεχῶς μετανοούσης καί ἐπί τά κρείτονα βιαζομένης», ὅπως θα σημειώσει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν πορεία, θά σημειωθοῦν καί πτώσεις και ποικίλες ἀστοχίες, δεδομένου τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξυ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἀφοῦ τό «ἄτρεπτον» ὑφίσταται μόνο στούς Ἀγγέλους, σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.


Στούς Πατέρες ὑπάρχει διατυπωμένη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἀκόμη καί ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, κατά παραχώρηση Θεοῦ θά «ἐκτεθεῖ» μέ διάφορα ἀνθρώπινα σφάλματα, ὥστε νά μήν ὑψηλοφρονίσει. Δέν δίνει ὅλα τά χαρίσματα ὁ Θεός σέ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, παραπέμποντας στόν ἱερό Χρυσόστομο, «οὐ πάντα τά χαρίσματα λαμβάνει τίς ἔχει», ἀλλά γατί ὅμως; «ἵνα μή φύσιν εἶναι τήν χάριν νομίσῃ», δηλαδή γιά νά μήν θεωρήσει ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἔχει ὡς δῶρο, τό ὁποιοδήποτε χάρισμα, εἶναι δικό του φυσικό, καί ὄχι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι καί ὄχι ὑπέρ-ἄνθρωποι, καί αὐτό μᾶς ἐνισχύει στόν κατά Θεόν ἀγῶνα μας.


Οἱ Ἅγιοι, γίνονται Ἅγιοι, ἐπειδή «ἀνοίγουν» τόν ὑπαρξιακό τους χῶρο στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δείχνουν καί κινητοποιοῦν τήν καλή τους προαίρεση μέ αὐτή τήν ὑπαρξιακή ἄμβλυνση, πρός δεξίωση τῆς Χάριτος. Ἔπειτα, εἶναι πλέον ἀνοικτή ἡ πύλη, ἀφοῦ τά ὑπόλοιπα τά ἐργάζεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος χαριτώνει, ἁγιάζει, παρέχει κατά Χάριν, ὅ,τι ἔχει Αὐτός κατά φύσιν, δηλαδή τή θεία, ἄκτιστη ζωή, ἤ τή Βασιλεία Του. Εἰρήσθω, ὅτι ἡ θέωση τήν ὁποία λαμβάνουν κατά μετοχἠν οἱ Ἅγιοι, ὡς δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ταυτίζεται μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄναρχη καί ἄκτιστη, ἄναρχη καί ἄκτιστη εἶναι καί ἡ θέωση, ὄπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς13 . Καί κατά τόν ἴδιο, ἄκτιστη καί ἄναρχη εἶναι καί ἡ Ἁγιότητα τῶν «φίλων τοῦ Θεοῦ», τῶν Ἁγίων14 . Ὁ ἴδιος θά ἐπισημάνει, ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκτῶντας τήν ἴδια ἐνεργεια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Ὄργανά εἰσί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ ἅγιοι, τήν αὐτήν ἐκείνῳ προσειληφότες ἐνέργειαν»15 .


Κατά ταῦτα, οἱ θεούμενοι εἶναι πλήρεις φωτός ἀϊδίου καί Χάριτος. Συνεπῶς, «δέν κυριαρχοῦνται ἀπό τήν κτιστή, χρονική ζωή, πού ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ἀπό τή θεία καί ἀΐδια ζωή τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτούς Θεοῦ Λόγου»16 . Τό ἁγιοπνευματικό φρόνημα καί βίωμα τοῦ Παύλου, ὅπως τό ἐκφράζει μέ τή χαρακτηριστική διατύπωση: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»17 , εἶναι το φρόνημα και βίωμα κάθε πιστοῦ, κάθε Ἁγίου, στοῦ ὁποίου τήν καρδιά κατοικεῖ ὁ Χριστός διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κριτήριο ὅτι μένει ἐντός τους εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς ἔδωσε, σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Αὐτό ἀποτελεῖ καί τήν ἐξήγηση γιά τό γεγονός ὅτι μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν θεουμένων, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής18 .


δού πῶς συνδέεται ἡ Πεντηκοστή μέ τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί ἀποτελοῦν τόν καρπόν τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ βίωσαν στα ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς τήν προσωπική τους Πεντηκοστή, τήν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος στήν κεκαθαρμένη ψυχή τους. Τό γεγονός τοῦτο συντελεῖται διαχρονικά, ἀενάως καί ἀπαύστως καί ποτέ δέν θά λήξει καί δέν θά λάβει πέρας αὐτή ἡ μετοχή τῶν «θελόντων σωθῆναι» στήν ἄκτιστη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Κατηγορηματικός καί λίαν αὐστηρός ἐμφανίζεται ὁ πνευματέμφορος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πρός ὅσους ἀμφισβητοῦν τήν μέχρι τό τέλος τῶν αἰώνων ἐπιγινομένη δωρεά καί Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λέγουν πώς σήμερα δέν μπορεῖ κάποιος νά φθάσει στήν Ἁγιότητα, στή μέθεξη τοῦ Θεοῦ καί τήν πραγμάτωση τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ὁ θεόπτης Συμεών, ὑποστηρίζοντας μέ σφοδρό ἀπαθές πάθος ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ βίωση τῆς προσωπικῆς Πεντηκοστῆς τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ (ὑπό προϋποθέσεις φυσικά) θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτόν, μέ ἄλλα λόγια, τό ἐφικτό τῆς Ἁγιότητος, ἀπευθύνεται μέ πόνο σέ ὅσους διακηρύσσουν τό ἀντίθετο. Γράφει ἐν προκειμένῳ ὁ ἔμπειρος Θεολόγος σέ ἕναν ὑπέροχο Ὕμνο του:

«Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|… Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παρούσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»19 .


 ἅγιος Συμεών δέν θά διστάσει νά ὀνομάσει ἀκόμη καί αἱρετικούς αὐτούς οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν ὅτι στά χρόνια αὐτά (ὁμιλεῖ γιά τόν 11ο αἰῶνα) δέν μπορεῖ κάποιος νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά λάβει Χάρη Ἀγίου Πνεύματος καί νά συγκαταριθμιθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους:
«Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις και ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»20 .


 ἀνωτέρω λόγος ἀποτελεῖ παραμυθία γιά ὅλους μας, πού ζοῦμε σέ καιρούς χαλεπούς! Ἡ συνεπής τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι τό πρῶτο βῆμα καί ἡ ὁδός πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν προσωπική μας Πεντηκοστή, στή μέθεξη τῶν καρπῶν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Παρακλήτου. Οἱ Ἅγιοι τῆς πίστεώς μας εἶναι οἱ τηλαυγεῖς φάροι σ᾿ αὐτήν τήν πορεία πού θά διανύσουμε ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, πρός ἀπόκτηση τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


 θέωση ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀκτίστως. Ἡ θέωση δέν μπορεῖ νά τεθεῖ ὡς σκοπός ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὡς κτιστός δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τήν πραγματοποιήσει. Προσφυῶς ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε (ὑφιστάμεθα δηλαδή) τήν θέωση καί δέν τήν πραγματοποιοῦμε: «Πάσχομεν ὡς ὑπέρ φύσιν οὖσαν κατά χάριν, ἀλλ᾿ οὐ ποιοῦμεν τήν θέωσιν· οὐ γάρ ἔχομεν φύσιν δεκτικήν τῆς θεώσεως δύναμιν»21 . Ἔτσι, ἡ θέωση ἀποτελεῖ σκοπό τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί ἄκτιστη δωρεά Του. Ἀρκεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ τό «ναί» στόν Θεό, ἔργῳ καί λόγῳ. Τά ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί ἡ προσεκτική πολιτεία ἀνοίγουν τόν δρόμο. Ἡ δέ ἕνωση μέ τόν Θεό τελεσιουργεῖται ὄχι ἀπό τίς ἀρετές καθ᾿ ἑαυτές καί αὐτοδυνάμως, ἀλλά «ἦταν καί εἶναι πάντοτε θεουργία τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»22 .


Θεωροῦμε ὅτι στήν κατακλεῖδα τοῦ κειμένου αὐτοῦ θά μποροῦσε νά παρατεθεῖ ἕνας ὑπέροχος ὕμνος, λίαν χαρακτηριστικός περί τῶν ὡς ἄνω γραφομένων, ἕνα Τροπάριο τοῦ ἀσματικοῦ Κανόνος τῆς Ἐορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, τό ὁποῖο ἐκφράζει ποιητικά αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς ἐπινεύσεως καί ἐλλάμψεως τῶν Ἁγίων Πάντων ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα τῆς ἀληθείας:




«Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις,
Λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι,
Ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην,
Ἰσοσθενοῦσαν τήν ἄτμητον ἰδόντες,
Σοφήν τρίφεγγον οὐσίαν δοξάζομεν».


 1. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, ΕΠΕ 5, 124.
2. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Πεντηκοστήν 2, 1, PG 50, 463.
3. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Ὁμιλία κδ΄, PG 151, 312 C.
4. Στιχηρόν Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.
5. Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἐπιστολή δογματική τε ἅμα καί παραινετική πρός τινα τῶν κατά Κρήτην ὀρθοδόξων, ἀντιποιούμενον τοῦ κατά διδασκαλίαν ὀρθοῦ λόγου.
6. Μ. Ἀθανασίου, Τεμάχια ἐκ τῶν ὑπομνημάτων εἰς τούς ψαλμούς, PG 27, 580C.
7. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς με΄, PG 29, 421C.
8. Ἰουστίνου Πόποβιτς (Ἀρχιμ.), Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Μετάφρ. ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 61993 σ. 99.
9. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 3, 43.
10. Ρωμ. 8,9.
11. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Κείμενο, Μετάφραση, Εἰσαγωγή, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 384-386.
12. Λκ. 1ζ΄, 21: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι».
13. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περί θείων ἐνεργειῶν, 30, βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, Θεολογικές καί Ἐκκλησιολογικές προσεγγίσεις, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 63.
14. Ὅ.π. σελ. 64.
15. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 1, ΕΠΕ 2, 258.
16. Ὅ.π.
17. Γαλ. 2, 20.
18. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί ἀποριῶν, PG 91, 1076C.
19. Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).
20. Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, XXIX, SC 113, 137-140.
21. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης, 1, 75, PG 90, 1206C.
22. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Λατρεία καί Ἁγιότητα, Μαθητεία στό Συναξάρι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 27.