† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

                Θεός μας εἶναι πολὺ ἁπλὸς καὶ ἁπλοὶ θέλει νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς. Ἔχει δημιουργήσει γιὰ ἐμᾶς ἕναν κόσμο πολὺ ὄμορφο. Αὐτό, ὅμως, τὸ διακρίνουμε ἂν βλέπουμε τὰ πάντα γύρω μας μὲ ἁπλότητα. Ἂν βλέπουμε τὰ πάντα μὲ καχυποψία καὶ πονηρία, δημιουργοῦμε μία ἄσχημη εἰκόνα γιὰ τὸν κόσμο, μόνοι μας κάνουμε τὰ πράγματα περίπλοκα καὶ τὴ ζωή μας δύσκολη. 

               Εἴδαμε τὴν περασμένη ἑβδομάδα ἕνα μεγάλο παράδειγμα ἁπλότητας, αὐτὸ τῶν Ἀποστόλων. Οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι,  ὅταν τοὺς κάλεσε ὁ Χριστός, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα ἀκολουθώντας Τον, ἀφοῦ πρῶτα ἄφησαν τὰ πάντα πίσω τους. Εἶχαν καταλάβει ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς Ἱεροῦ Προσώπου, καὶ ἐπέλεξαν νὰ μείνουν γιὰ πάντα δίπλα Του, ἐπειδὴ λάμβαναν Φῶς ἀπὸ τὴν παρουσία Του.  

               Σὲ κάτι ἀνάλογο μᾶς προτρέπει σήμερα ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ τὴν περίφημη «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία Του. Μᾶς λέει: παιδιά μου, θέλετε τὸ Φῶς νὰ κυριαρχεῖ στὴ ζωή σας; Νὰ βλέπετε τὰ πράγματα ἁπλὰ καὶ νὰ ἐπιλέξετε τὸν Θεὸ ὡς προτεραιότητά σας. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πορείας σας πρὸς τὸν Θεό, μὴν βασανίζεστε ἀπὸ τὶς ἐπίγειες μέριμνες, διότι αὐτὲς πάντοτε θὰ ὑπάρχουν. Νὰ ἀναζητεῖτε καὶ νὰ ἀγωνίζεστε πρῶτα γιὰ τὴν ἕνωσή σας μὲ τὸν Θεό, καὶ ὕστερα, ὅλα ὅσα ἔχετε ἀνάγκη, ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τὰ ἀνταποδώσει καὶ μὲ τὸ παραπάνω. 

               Μέσα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, προκύπτει μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς στοργικοῦ Πατέρα, καὶ μία εἰκόνα τῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν ὡς παιδιῶν. 

               χετε δεῖ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν γονεῖς καλοὺς καὶ στοργικοὺς νὰ εἶναι λυπημένα; Πάντα χαρούμενα εἶναι καὶ τὰ βλέπουν ὅλα ἅγια, μὲ ἁπλότητα. Σὲ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὰ μιμηθοῦμε. Τί σημαίνει, ὅμως, τὸ νὰ βλέπω τὰ πάντα ἅγια καὶ ἁπλά; Σημαίνει ὅτι βλέπω τὸν συνάνθρωπό μου ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς δῶρο Θεοῦ στὴ ζωή μου, ἤ στὴν χειρότερη περίπτωση, ὡς εὐπρόσδκετη δοκιμασία ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καλό μου, καὶ ὄχι ὡς βάρος ἤ ὡς ἀπειλή. Βλέπω μὲ ἁπλότητα, σημαίνει ὅτι βλέπω τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ δὲν τὸν κρίνω, σκεπτόμενος τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅταν τὸν προέτρεψαν νὰ λιθοβολήσει τὴν μοιχαλίδα: «ὁ ἀναμάρτητος, πρῶτος ἂς ρίξει τὸν λίθο». Βλέπω μὲ ἁπλότητα σημαίνει ὅτι βλέπω τὸν ἀδελφό μου νὰ πετυχαίνει στὴ ζωή του, νὰ χτίζει τὸ σπιτικό του ἤ νὰ κατορθώνει τὸ ἀκατόρθωτο καὶ δὲν σκέφτομαι: «πῶς πέτυχε ἤ πῶς ἔβγαλε τόσα χρήματα; Ἄ αὐτὸς ἔχει». Αὐτὰ εἶναι πράγματα τελείως ξένα γιὰ τὸν Χριστιανό, πράγματα -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση- μίζερα καὶ πολὺ χαμηλοῦ ἐπιπέδου. Ὁ Χριστιανός, ὁ ἀληθινὸς καὶ ἁπλός, τὰ βλέπει ὅλα αὐτὰ καὶ χαίρεται ποὺ ὁ ἀδελφός του τὰ καταφέρνει καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ γεμίζει Φῶς καὶ πετυχαίνει καὶ ὁ ἴδιος. Τέλος, βλέπω ἁπλά σημαίνει ὅτι σὲ βλέπω στὸ πρόσωπο, καθαρὰ καὶ ἔντιμα καὶ ὅταν μὲ πλησιάζεις δὲν σκέφτομαι: «Κάποιο σκοπὸ θὰ ἔχει αὐτὸς γιὰ νὰ μὲ πλησιάσει». 

               Μὲ τὰ παιδιὰ ποὺ μόλις ἀνέφερα ἔχουμε ἕνα πολὺ βασικὸ κοινό, τὸν στοργικὸ Πατέρα, τὸν Θεό. Ὅταν τὸ παιδὶ δὲν φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν καλό του πατέρα, ὑπάρχει περίπτωση νὰ μείνει πεινασμένο; Ὄχι. Ὁ πατέρας ἐκεῖνος θὰ φέρει τὰ πάνω κάτω γιὰ νὰ βρεῖ νὰ θρέψει τὸ παιδί του, νὰ τὸ ντύσει καὶ νὰ τοῦ προσφέρει ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Πολλοὶ διαταράσσουν αὐτὴ τὴ σχέση, βάζοντας μπροστὰ τὶς βιοτικὲς μέριμνες τῆς αὐτοσυντήρησης. Καὶ ὄσο πιὸ μπροστὰ βάζουν αὐτὲς τὶς μέριμνες, τόσο περισσότερες ἀνάγκες ἀποκτοῦν, διότι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ μένει κοντὰ στὸν Θεό, ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα καὶ τὴ σκέψη του στὸν Θεὸ, καὶ ἐργάζεται γιὰ τὸν Θεό, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ πεινάσει, ὅπως ἄλλωστε ἀναφέρει καὶ ὁ Δαυὶδ χίλια χρόνια πρὶν τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». 

               Βεβαίως, ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς λέει νὰ μὴν ἐργαζόμαστε. Ἀντιθέτως, ἡ τίμια ἐργασία εἶναι καθῆκον μας καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει: «αὐτὸς ποὺ δὲν ἐργάζεται, οὔτε νὰ τρώει». Αὐτὸ ποὺ σὲ κάθε περίπτωση ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰσχροκέρδεια καὶ ἡ πλεονεξία, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζονται ὡς «μαμωνάς». Δὲν γίνεται, λέει ὁ Κύριος, ἀπὸ τὴ μία νὰ ἐργαζόμαστε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ εἴμαστε δοῦλοι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι τὰ δύο αὐτὰ εἶναι τελείως ἀντίθετα μεταξύ τους καὶ κάποια στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ παραδοθεῖ τελείως ἤ στὸ ἕνα ἤ στὸ ἄλλο. 

               ν κατακλείδι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κέντρο τῆς ζωῆς μας ἂς ἔχουμε τὸν Θεό. Μὴν εἴμαστε μόνο στὰ λόγια Χριστιανοί. Ὅπως γιὰ νὰ γίνουμε δάσκαλοι, γιατροί, οἰκοδόμοι, μάγειρες καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο φροντίζουμε νὰ μάθουμε καλὰ τὸ ἀντικείμενο, ἔτσι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε καὶ τὴν χριστιανική μας ἰδιότητα. Νὰ μαθαίνουμε συνεχῶς μέσα ἀπὸ τὸ βίωμα πῶς νὰ ἀνταποκριθοῦμε καλύτερα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Καὶ ἂν στὴ πορεία οἱ βιοτικὲς ἀνάγκες μᾶς πιέζουν, δὲν χρειάζεται οὔτε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγώνα μας, οὔτε νὰ βυθιστοῦμε στὴν θλίψη, παρὰ μόνο νὰ στραφοῦμε στὸν Πατέρα μας καὶ νὰ Τοῦ ζητήσουμε. Ἐκεῖνος εἶπε «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται». Ἐκεῖνος εἶπε, πάλι, «αὐτὸς ποὺ ἔχει ὦτα καὶ ἀκούει, ἂς ἀκούσει». Ἀμήν!

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2023 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)


 

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 14ο)

 Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

14. Εργασία

Η αναγκαιότητα της εργασίας. Ψυχαγωγία και αυτοσυγκέντρωση του πνεύματος.
Προσευχές, τάματα και υποσχέσεις ως μέσα υπέρβασης κακών συνηθειών

Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ενισχύει την θέλησή του είναι η εργασία. Αυτή διατάχθηκε από τον Θεό προς τον αμαρτωλό άνθρωπο στον Παράδεισο: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγεις το ψωμί σου»[1]. Επομένως, ο καθένας μας πρέπει να εργάζεται.

Στην Α΄ Επιστολή προς Θεσσαλονικείς, ο Απόστολος Παύλος έγραψε για την αναγκαιότητα της εργασίας τα εξής: «Σας παρακαλούμε, αδελφοί… να κάνετε το δικό σας έργο και να εργαστείτε με τα χέρια σας, όπως σας προστάξαμε»[2]. Και στην Β΄ Επιστολή, επιπλήττει αυστηρά εκείνους που ενεργούν με αταξία και θόρυβο, διατυπώνοντας με ακρίβεια την έκκλησή του για εργασία: όποιος δεν θέλει να εργαστεί, να μην τρώει[3]. (Αυτές τις λέξεις, τις έκλεψαν και οι κομμουνιστές, περνώντας τες ως προϊόν της δικής τους δημιουργικότητας).

Ταυτόχρονα, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν διαχωρίζει ποτέ την εργασία σε «λευκή» και «μαύρη». Ένας τέτοιος διαχωρισμός ήταν αποδεκτός μέχρι τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία και η «ταπεινή εργασία» (κυρίως η χειρωνακτική) αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Αλλά ο Χριστιανισμός απαιτεί από τον άνθρωπο μόνον η εργασία του να είναι έντιμη και να αποφέρει τα κατάλληλα οφέλη. Και από αυτή την χριστιανική σκοπιά, ένας άνθρωπος που κατέχει υψηλή και υπεύθυνη θέση και αντιμετωπίζει απρόσεκτα τα καθήκοντά του είναι πολύ κατώτερος από τον πιο ασήμαντο από τους υφισταμένους του, αν ο τελευταίος εκτελεί τα καθήκοντά του με χριστιανικό τρόπο -ευσυνείδητα. Ταυτόχρονα -όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία- τι ευχάριστη ικανοποίηση νιώθει κάποιος που εργάζεται με ειλικρίνεια και επιμέλεια, και τι άσχημο υπόλειμμα παραμένει στην ψυχή μετά από τον χρόνο που πέρασε κενός και χωρίς νόημα[4]

Μια λανθασμένη και αμαρτωλή άποψη για την εργασία και την ψυχαγωγία είναι πολύ συνηθισμένη στους νέους τις μέρες αυτές. Αντιμετωπίζουν την εργασία ως κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο, ως βαρύ ζυγό και φροντίζουν να απαλλαγούν από αυτήν το συντομότερο δυνατό, να την «ξεφορτωθούν». Και όλες οι φιλοδοξίες και οι προσπάθειές τους κατευθύνονται προς την «χαλάρωση» και την διασκέδαση το συντομότερο δυνατό. Υπάρχει ένα ρητό: «η εργασία έχει την ώρα της και η ψυχαγωγία την δική της».

Πολλοί θα ήθελαν να ισχύει το αντίστροφο… Αλλά, πρώτον, αυτό είναι αμαρτωλό και καθόλου χριστιανικό, και, δεύτερον, ακόμη και η ανάπαυση και η ψυχαγωγία είναι ευχάριστα και αξίζουν μόνον όταν έχει προηγηθεί εργασία. Και για να αποφύγει αυτό το κενό και την απουσία προσοχής στην ψυχή, που είναι τόσο συνηθισμένα τώρα στους νευρικούς, ανήσυχους και μάταιους καιρούς μας, ο Χριστιανός πρέπει να συνηθίσει τον εαυτό του στην αυτοσυγκέντρωση. Πρέπει να προσέχουμε τον εαυτό μας από κάθε άποψη και να έχουμε ξεκάθαρη επίγνωση της διάθεσης και των φιλοδοξιών μας και επίσης να φανταστούμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή και σε ποιον στόχο πρέπει να κατευθύνουμε όλες μας τις προσπάθειες.

Μιλώντας για την ενίσχυση της θέλησης, είναι επίσης απαραίτητο να αναφέρουμε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένας άνθρωπος αισθάνεται την θέλησή του ανίσχυρη να αντισταθεί σε κάθε πειρασμό ή σε μια βαθιά ριζωμένη αμαρτωλή συνήθεια. Εδώ πρέπει να θυμάται ότι το πρώτο και κύριο φάρμακο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η προσευχή, η ταπεινή προσευχή πίστης και ελπίδας. Η προσευχή θα συζητηθεί παρακάτω, αλλά προς το παρόν, ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά ότι ακόμη και ένας τόσο ισχυρός πνευματικός άνθρωπος, όπως ο Απόστολος Παύλος, μίλησε για την αδυναμία να καταπολεμηθεί η αμαρτία και να γίνει το καλό: «δεν κάνω το καλό το οποίο θέλω, αλλά κάνω το κακό το οποίο δεν θέλω»[5]. Επιπλέον, αυτό συμβαίνει συνεχώς σε εμάς, τους αδύναμους και ανίσχυρους. Και η προσευχή μπορεί να μας ενισχύσει, γιατί ελκύει την πανίσχυρη δύναμη του Θεού για να βοηθήσει την ανικανότητά μας.

Εκτός από την προσευχή, μεγάλη σημασία για την ενίσχυση της θέλησης στην καταπολέμηση της αμαρτίας έχουν τα λεγόμενα τάματα και οι υποσχέσεις. Το τάμα είναι η υπόσχεση του ανθρώπου να κάνει κάποια καλή, ευγενική πράξη, για παράδειγμα, να βοηθήσει τους φτωχούς, να κτίσει έναν ναό ή να κάνει μια ελεημοσύνη, να πάρει ένα ορφανό για να το αναθρέψει ή -όπως έκαναν συχνά οι ευσεβείς πρόγονοί μας- να πάει κάπου σε έναν ιερό τόπο για προσκύνημα κ.λπ. Όσον αφορά τις συνθήκες μας, τέτοιοι όρκοι μπορεί να αποτελούνται από τα εξής: Εάν ένας άνθρωπος παρατηρήσει μια δυσλειτουργία στον εαυτό του από οποιαδήποτε άποψη -δεν βοηθάει πολύ τους άλλους, είναι ράθυμος στην εργασία, φροντίζει ελάχιστα την οικογένειά του κ.λπ.-, πρέπει να επιλέξει μόνος του σε αυτόν τον τομέα μια ορισμένη μόνιμη καλή πράξη και να την εκτελεί απαρέγκλιτα ως καθήκον του. Οι υποσχέσεις είναι τάματα, απλά αρνητικού χαρακτήρα. Σε αυτά, ένας άνθρωπος υπόσχεται να μην κάνει εκείνη ή την άλλη αμαρτία, να καταπολεμήσει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την τάδε ή την δείνα αμαρτωλή συνήθεια (για παράδειγμα, το ποτό, το κάπνισμα, τις βρισιές κ.λπ.). Συχνά αυτές οι υποσχέσεις δίνονται επίσημα ενώπιον του Τιμίου Σταυρού και του Ευαγγελίου.

Φυσικά, ο καλύτερος τύπος τάματος είναι εκείνος που δίνεται ισόβια. Ωστόσο, κατά περιπτώσεις επιτρέπεται και συμβαίνει συχνά να δίνονται τάματα διάρκειας 2-3 χρόνων. Είναι αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος πρέπει να δίνει τάματα ή υποσχέσεις, έχοντας ζυγίσει τις δυνάμεις του, με την αποφασιστικότητα να τα εκπληρώσει με κάθε κόστος, με την βοήθεια του Θεού. Ο Σωτήρας μας προειδοποιεί για απρόσεκτους, παράλογους και αφόρητους όρκους με μια παραβολή για τον ανόητο κατασκευαστή του πύργου, τον οποίο περιγέλασαν οι γύρω του, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει και δεν κατάφερε να τελειώσει»[6]. Σχετική είναι και η ρωσική παροιμία που λέει: «κόψε ένα δέντρο που να σου κάνει»[7], και μία άλλη προσθέτει: «αν δεν ρωτήσεις γιατο πέρασμα, μην βάλεις το κεφάλι σου στο νερό…»[8]. Αλλά από την άλλη, εάν η υπόσχεση έχει ήδη δοθεί, τότε εκπληρώστε την χωρίς αποτυχία, ζητώντας την βοήθεια του Θεού: «χωρίς να δώσεις λόγο, να είσαι δυνατός, αλλά αν τον έχεις δώσει, να τον κρατήσεις…»[9].

(συνεχίζεται)


[1] «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. γ΄ 19).
[2] «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί… πράσσειν τὰ ἴδια καὶ ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσὶν ὑμῶν, καθὼς ὑμῖν παρηγγείλαμεν» (Α΄ Θεσ. δ΄ 10-11).
[3] «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους. Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν» (Β΄ Θεσ. γ΄ 10-12).
[4] Πρβλ. το γνωστό ρητό «ἀργία μήτηρ πάσης κακίας».
[5]  «Οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).
[6] «Τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν; Ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι;» (Λουκ. ιδ΄ 28-30).
[7] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Руби дерево по себе») σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναλαμβάνει κανείς πράγματα πάνω από τις δυνάμεις του.
[8] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Не спросясь броду, не суйся в воду»), που αφορά στην ασφαλή διάβαση των ποταμών από ρηχό πέρασμα, σημαίνει ότι δεν πρέπει κάποιος να κάνει κάτι αν δεν γνωρίζει το θέμα και δεν είναι προετοιμασμένος.
[9] Ακόμη μία ρωσική παροιμία (στο πρωτότυπο «Не давши слова – крепись, а давши – держись»).

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

ΠΙΣΤΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΩΑΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ


Ωραία ή έμπνευσις της εκδόσεως του τριμηνιαίου περιοδι­κού υπό τον τίτλον 
«Τα Πάτρια»,
με σκοπόν αντικειμενικόν να ενθυμηθώμεν παλαιοτέρας ημέρας του Ιερού Αγώνος
 υπέρ της Ορ­θοδοξίας των Πατέρων ημών,
η οποία τόσον σφοδρώς και υπούλως καί δολίως καταπολεμείται υπό των σκοτεινών δυνάμεων του απαίσιου εβραιοτεκτονισμού,
ο οποίος δυστυχώς εισέδυσεν διά των οργάνων του εις αυτήν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Δυστυχώς,
ο πολύς λαός του ευσεβούς ημών 'Εθνους,
έχει μεσάνυχτα,
ως πρός την επίγνωσιν του μεγάλου δώρου,
το οποιίον ενεπιστεύθη ο μεγαλόδωρος καί Παντοκράτωρ καί Σωτήρ του κόσμου εις το ημέτερον ευσεβές γένος.

Ας ενθυμηθή ο καθείς τον λόγον του Κυρίου,τον οποίον είπε,όταν οι μαΘηταί Του Φίλιππος και Ανδρέας είπαν:«Κύριε,''Ελληνες σας ζητούσιν''. Τότε λοιπόν Εκείνος, ώς Θε­ός παντογνώστης έξεφώνησε το περιλάλητον, «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου»(Ιωάν,ιβ' 20—23). Μέσα εις τους λόγους αυτούς του Κυρίου, διαφαίνεται ο μεγάλος προορισμός τον οποίον έχει το ημέτερον ευσεβές Εθνος άνωθεν, ίνα χρησιμεύση, ως Απόστολος καί Ευαγγελιστής της αληθείας Αυτού διά τα λοιπά 'Εθνη. Και τον προορισμόν αυτόν εξήσκησε το ευσεβές ημών 'Ε­θνος κατά την Βυζαντινήν περίοδον. Αλλά σήμερον δυστυχώς, τόσον ο πολύς λαός ηγνόησε την αξίαν της Ορθοδοξίας των πατέρων ημών,όσον και οι τραμοί της τε Πολιτείας καί κρατούσης Εκκλησίας πλανηθέντες από του πνεύματος τής αποστασίας καί του νεωτερισμού.

Αλλά και σήμερον, ο ημέτερος ευσεβής λαός, ο ακολουθών την Πατρώαν ευσέβειαν είναι αληθές ότι εχαλάρωσεν τόν ζήλον του, τον οποίον είχεν ευθύς έξ’ αρχής από ενάρξεως του αγώνος, και οσημέραι ψύχεται, αλλά ο Κύριος δεν μας θέλει, ούτε ψυχρούς,ούτε χλιαρούς,αλλά μας θέλει Θερμούς.''...όφελον ψυχρός ης ή ζε­στός''.'' Ούτως χλιαρός ει, καί ούτε ζεστός, ούτε ψυχρός,μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου...».(Αποκάλυψις Ιωάν.γ' 15—16). Δηλαδή σε ήθελα να ήσουν ψυχρός, ήτοι άπιστος ή ζεστός, ήτοι θερμός εις την πίστιν. Επειδή δέ,είσαι χλια­ρός, διά τούτο μέλλω να σε ξεράσω εκ του στόματός μου. Διά τούτο καί ο Ιερός, ημών Κλήρος και ό ευσεβής ημών λαός Θά πρέπει να αναλογισθή τας πρότερον ημέρας τού Ιερού ημών Αγώνος, κατά τας οποίας ο θείος Ζήλος έκαιε την καρδίαν εκάστου πιστού κληρικού και λαικού, και δέν υπελόγιζε, ούτε συμφέροντα υλικά, ούτε δοκιμασίας, ούτε φύλακας, ούτε ζωήν, ούτε θάνατον!

Καί αναφέρω το γεγονός της πολυπληθούς συγκεντρώσεως, η ο­ποία εγένετο την Κυριακήν της 2ας Οκτωβρίου του 1932. Είκοσιπέντε χιλιάδες (25.000) και πλέον λαού πιστού συνεγκεντρώθησαν και επλημμύρησαν τας οδούς από πλατείας Συντάγματος, Μητροπόλεως και Ερμού, και τας πα­ρόδους αυτών. ''Ολη η αστυνομία επί ποδός, αι υδραντλίαι, τα κλομπς. Εβράχησαν, εδάρησαν οι αδελφοί, εκαίετο η καρδία αύ­τών, βοούντων: «Ορθοδοξία ή θάνατος». Εζήτησε ο Μητροπολίτης τότε, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τρομοκρατημένος, εζήτησε να υπάγη επιτροπή αγώνος εις το Μέγαρον της Ιερας Μητροπόλεως. Ο κλήρος έπεσε εις εμέ τον ελάχιστον, λαϊκόν τότε όντα. Και με μίαν απλήν υπόκλισιν την οποίαν προσέφερα, αποτεινόμενος εις έμέ λέγει: —Επιτρέπεται εις σέ κύριε Μ...ν’ άκολουθής τα κατσάρια;... —Δεν είναι παράδοσις μακαριότατε το ήμερολόγιον της Ορ­θοδοξίας; τον ερωτώ απαντών εις τήν παρατήρησίν του. —Μα δεν ομιλούν οι Ιεροί Κανόνες περί ημερολογίου,αλλά περί Πασχαλίου μου απήντησε. —Καί δύναται, μακαριότατε, να σταθή το Πασχάλιον με το νέον ημερολόγιον που εφέρατε εις τήν Εκκλησίαν;... τον ξανα­ρωτώ. ''Εμεινε βουβός,δεν απήντησε και σεβόμενος το αξίωμά του, πάλιν με την απλήν υπόκλισιν απεμακρύνθην.

Ο Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης, κυρός Χρυσόστομος, εις την διάλεξίν του περί της δυνάμεως της Χριστιανικής Πίστεως και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού, αναγράφει μίαν περικο­πήν του αειμνήστου Δ. Βερναδάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου και ενός εκ των επιλέκτων σοφών της Ελλάδος,ως κάτωθι: «Η Πίστις στον Χριστόν πρέπει να είναι το κάλλιστον γνώρισμα και το πολυτιμότατον κόσμημα της νεωτέρας Ελλάδος. ''Οπως δε, η έννοια της Πατρίδος και της Ελευθερίας,ούτω και η Ορθόδοξος Θρησκεία πρέπει να αναζωπυρή τας καρδίας των νεωτέρων Ελλήνων. Διότι η πίστις αύτη, η ιερά είναι η πρωτότοκος θυγάτηρ της Ελλάδος και το κάλλιστον θρέμμα και γαλούχημα της Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο εν τω ανθρώπω πνευματικός άνθρωπος από της θρη­σκείας ζωογονείται,διότι αυτή και μόνη ικανοποιεί τας θείας εμ­πνεύσεις καί εξάρσεις του Ελληνικού πνεύματος. Διά τούτο λέγω, ότι ο λαός, ό των Ορθοδόξων Ελλήνων, εμμένων πιστός εις το πάτριον θρήσκευμα και διασώζων ακόμη τα αγνά και πα­τροπαράδοτα ήθη του, δύναται να ατενίζη πάντοτε θαρραλέως εις το μέλλον, αρκεί μόνον να μη κλονίση την εις Χριστόν πίστιν του,η ημιμάθεια και αι περί ηθικής αυτονομίας των λαών χίμαιραι των μωρών και των δοκησισόφων ανθρώπων και να μη μολύνη τα αγνά του ήθη,το δυσώδες ρεύμα της ηθικής διαφθοράς καί εξαχρειώσεως».



Ας τα ακούσουν σήμερον,

οι κυβερνώντες, το ημέτερον εύσεβές έθνος και η κρατούσα Εκκλησία,

ως και ο ημέτερος εύσεβής λαός και κλήρος και ας ανακαινήσωμεν εαυτούς 

με το ζωο­ποιόν και θερμικόν συναίσθημα της Πατρώας ευσεβείας,

χάριν αυτής της Δόξης και του Έθνους ημών καί της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας 

και ενότητος αυτής,

όπως μη βαρείαν την ευθύνην έχομεν απέναντι της δικαιοσύνης του ενανθρωπήσαντος Αγί­ου Θεού ημών,

όστις εξηγόρασε ημας τω τιμίω Αυτού Αίματι.


«Αύτη έστιν η νίκη,η νικήσασα τον κόσμον,η πίστις ημών».(Α’ Ιωάν,ε' 4).
Στην φωτογραφία εικονίζεται ο αείμνηστος Ζηλωτής Θεού, 
ο Αγιορείτης Ιερομόναχος Γέρων Ισίδωρος ο Οσιοπετρίτης
 και είναι παρμένη εκ της φωτογραφικής συλλογής του πατρός Ευθυμίου Μπαρδάκα.



Υπό Μάρκου Χανιώτου Μοναχού

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

  

κατὰ διήγησιν τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος Κληρικοῦ μας
π. Ἰγνατίου Μπάφα

ΚΑΤΑ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔτος 1963 πῆγα εἰς τὴν Αἴγινα, δηλ. μὲ ἔστειλαν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, διὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς ἐκεῖ Παλαιοημερολογίτας, ἐπειδὴ δὲν εἶχον Ἱερέα.

            Ἤμουν, τότε, νεοχειροτονημένος, δηλαδὴ ἀρχάριος ὡς Ἱερεύς, ἀλλὰ μοῦ εἶπαν οἱ Ἀρχιερεῖς, ὅτι ἐκεῖ πλησίον, ποὺ θὰ πήγαινα, ἔμενε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος Ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος θὰ μὲ βοηθοῦσε εἰς ὁ,τιδήποτε εἶχε σχέσιν μὲ τὰ καθήκοντα τῆς Ἱερωσύνης. Ἐπίσης μοῦ τόνισαν, ὅτι θὰ διδαχθῶ καὶ ὠφεληθῶ μαζί του πάρα πολλά…

            ● Κάποια ἡμέρα ἑνὸς καλοκαιριοῦ, ἦταν 11 τὸ πρωῒ ἡ ὥρα, βλέπω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου, πλησίον εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, κάποια γυναῖκα, κατάκοπη ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ ταλαιπωρία, σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι. Κατάλαβα ὅτι κάποιον ζητᾶ. Βγῆκα ἔξω, τὴν χαιρέτισα καὶ τὴν φώναξα νὰ ἔλθῃ νὰ πιῇ ἕνα νερὸ νὰ ξεκουρασθῇ καὶ σὲ τὶ μποροῦσα νὰ τῆς φανῶ χρήσιμος. Ἐκείνη, ἀμέσως, μὲ ρωτᾶ: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, ποῦ εἶναι ἐδῶ κοντὰ κάποιος Γέροντας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται πολλοί, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ ἐξομολογηθῶ; Ἔρχομαι ἀπὸ τὸν Βόλο καὶ θέλω νὰ προλάβω τὸ καραβάκι, νὰ φύγω ἀπόψε». Τῆς ἀπήντησα, ἐδῶ πιὸ πάνω εἶναι, ἀλλὰ εἶναι ἀσθενὴς εἰς τὸ κρεββάτι καὶ δὲν δέχεται ἐπισκέψεις. Ἔλα ὅμως νὰ ξεκουρασθῇς λίγο καὶ θὰ σὲ πάω ἐγώ, ἴσως σὲ δεχθῇ.

            Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος φώναξα τὴν Γερόντισσα, γιὰ νὰ νὰ πάῃ νὰ τοῦ τὸ πῇ. Μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἀκούω τὸν Γέροντα ποὺ τῆς λέει: «Τὴν περίμενα, ἄς περάσῃ». Ἀφοῦ μπῆκε μέσα, χωρὶς νὰ χρειασθῇ νὰ «μεσολαβήσω», ἔφυγα ἐγώ, ἀλλὰ προηγουμένως εἶχα παρακαλέσει τὴν γυναῖκα ἐκείνη, φεύγοντας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, νὰ φάῃ κάτι, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ μᾶς πῇ τὶς ἐντυπώσεις της.

            Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴν ὥρα, ἐπέστρεψε ἡ κυρία. Ὅταν κάθησε, μᾶς λέει: «Αὐτὸς ὁ Γέροντας πρέπει νὰ εἶναι ἅγιος! Μοῦ εἶπε γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες μου ποὺ καὶ ἐγὼ τὶς εἶχα ξεχάσει, ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ, πάτερ μου, μοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὸν γυιό μου, ποὺ τὸν μεγάλωσα ὀρφανὸ καὶ ποὺ γιὰ κεῖνον ἦλθα ἐδῶ περισσότερον, ἴσως παρηγορηθῶ. Ἦταν τὸ καλύτερο παιδί, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες, ἔγινε ἀλήτης καὶ χαρτοπαίκτης. Δίχως ἀκόμη νὰ τοῦ πῶ τίποτα, μοῦ εἶπε γιὰ ὅλα αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε: “Σὲ ἕξι μῆνες, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα ἐδῶ. Τὸ παιδί σου, μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ πανδρευθῇ μιὰ καλὴ κοπέλλα καὶ αὐτὴ θὰ γίνῃ αἰτία νὰ γίνῃ πιὸ καλὸς ἀπὸ πρὶν ὁ γυιός σου. Καὶ ὅταν ἔλθῃς”, μοῦ εἶπε καὶ χαμογελοῦσε, “θὰ εἶναι σὲ ἐνδιαφέρουσα ἡ νύφη σου”. Αὐτὰ μοῦ εἶπε, πάτερ, ἀλλὰ δὲν τὰ πολυπιστεύω, ἐσεῖς τί λέτε;».

            Ἔφυγε ἡ γυναῖκα αὐτή, καὶ μετὰ ἕξι μῆνες τὴν βλέπω ξαναπέρασε πάλι, πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ ἦταν χαρούμενη. Μοῦ λέει: «Πάτερ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι, πρὶν ἀκόμη πεθάνῃ, ἅγιος! Ποῦ τὰ γνώριζε ὅλ’ αὐτά; Ὅσα μοῦ εἶπε, ἔγιναν ἔτσι ἀκριβῶς!».

            Τὸ ἴδιο ἐγίνετο μὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἤρχοντο ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀπ’ ὅλα τὰ νησιά, ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ παντοῦ. Ἔτρεχαν στὴν καθαρὴ πηγή. Καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης μου, μὲ προβλημάτιζαν καὶ μὲ ὠφελοῦσαν πολύ, σχετικὰ μὲ τὴν ἀποστολή μου.

            ● Ὅταν εἶχε ἔλθει ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ μᾶς δῇ, μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σπίτι, συνήντησε τὸν πατέρα Ἱερώνυμο καὶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀπεχαιρέτησε, ἐπειδὴ θὰ ἔφευγε. Τότε ἐκεῖνος, μὲ τὸ γνώριμο ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ ὕφος του, τῆς λέγει ἐπὶ λέξει:

            «Στάσου, νὰ σὲ ἐρωτήσω, μὴ βιάζεσαι νὰ φύγῃς».

            «Εὐλόγησον, Γέροντα», τοῦ λέγει ἡ μητέρα μου. Καὶ ὁ Γέροντας συνεχίζει:

            «Ἐνθυμεῖσαι, τότε ποὺ ἤσουν σὲ ἐνδιαφέρουσα εἰς τὸ παιδί σου τὸν π. Ἰγνάτιον, ποὺ εἶδες τὸν Ἄγγελον ποὺ σοῦ ἔφερε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι θὰ κάνῃς ἀγόρι;». Τοῦ λέγει μετὰ ἡ μητέρα μου:

            «Ναὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι, Γέροντα, ἀλλὰ ἐσεῖς ποὺ τὸ ξεύρετε ὅτι εἶδα τὸν Ἄγγελον; Καὶ τὸ παιδί μου, ὁ π. Ἰγνάτιος, δὲν τὸ γνωρίζει!».

            Ὁ Γέροντας δὲν τῆς ἀπεκρίθη. Ἐν συνεχείᾳ τῆς λέγει:

            «Ἐπειδὴ ἤθελες, ἄν θὰ γεννήσῃς υἱόν, νὰ γίνῃ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, δηλ. Ἱερέας, διὰ τοῦτο σὲ εἰδοποίησεν ὁ Κύριος. Νὰ τὸν χαίρεσαι»!…

[Βλ. Σωτηρίας Δ. Νούση, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης (1883-1966), ζ’ ἔκδ., 2010, σελ. 124-125, 129-131]

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ; (Ομιλία του Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμώνος κ. Κλήμη)


Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 5/18-6-2023, μὲ τίτλο: «Τί εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ;».



 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β' ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 0466

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

               Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ φτάσαμε ἤδη ἀπὸ τὴν Δευτέρα στὴ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ νηστεία αὐτή, ἐξίσου σημαντικὴ μὲ τὶς ἄλλες τρεῖς τοῦ ἔτους, κάθε χρόνο ἔχει διαφορετικὴ διάρκεια διότι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κινητὴ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ ξεκινᾶ μία ἡμέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἔχει τιμητικὴ ἀναφορὰ στὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἦταν διαρκῶς δίπλα στὸν Χριστό μας καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μετὰ σώματος ἐπὶ γῆς παρουσίας Του καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψή του ἔγιναν κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου σὲ ὅλο τὸν γνωστὸ κόσμο. Ἡ δράση αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἀνατρεπτικὴ γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, δεδομένου ὅτι μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπέκτειναν τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀγάπης, ἐλαττώνοντας τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ μεταμορφώνοντας ὁλόκληρες κοινωνίες. Τὴν κλήση τῶν τεσσάρων πρώτων Ἀποστόλων μᾶς ἀφηγήθηκε ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. 

               Καθὼς ὁ Χριστὸς περπατοῦσε κοντὰ στὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶδε διαδοχικὰ δύο καὶ δύο ψαράδες τοὺς μὲν νὰ ρίχτουν δίχτυ, τοὺς δὲ νὰ τακτοποιοῦν τὰ δίχτυα τους μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους. Ἦταν τὰ ἀδέλφια Πέτρος καὶ Ἀνδρέας καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης. Ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοὶ ἀλλὰ καὶ ἔξυπνοι, ἀγράμματοι ἀλλὰ ἐργατικοὶ καὶ καλόκαρδοι. Μὲ τὴν τίμια ἐργασία τους συντηροῦνταν οἱ ἴδιοι καὶ συντηροῦσαν τὶς οἰκογένειές τους. Ὁ Κύριός μας, γιὰ τὸ σημαντικότερο στὴν παγκόσμια ἱστορία ἔργο τῆς διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἐπέλεξε, ἀνθρώπους τῶν κατώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων. (Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν, καλὸ εἶναι νὰ τὸ μάθουν ὅσοι ὑπερασπιζόμενοι τὰ κατώτερα κοινωνικὰ στρώματα ἔχουν θέσει τὸν Θεὸ «στὴν ἄκρη».) 

               Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τοὺς ψαράδες, μόνο λίγες λέξεις τοὺς εἶπε: «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων». Οἱ περισσότεροι θὰ σκέπτονταν: «Γίνεται νὰ παρατήσω τὴ δουλειά μου; Καὶ θὰ ἀφήσω τὸν πατέρα μου, τὸν Ζεββεδαῖο, μόνο του; Καὶ ἄν τὸν ἀκολουθήσω, πώς θὰ βγάζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν; Τί θὰ μοῦ προσφέρει τὸ νὰ Τὸν ἀκολουθήσω; Μήπως ἀργότερα θὰ τὸ μετανιώσω;» καὶ διάφορα τέτοια. Οἱ τέσσερεις ψαράδες τί σκέφτηκαν; Τίποτα. Ἁπλὰ Τὸν ἀκολούθησαν δίχως δεύτερη σκέψη.  Τὸν ἀκολούθησαν «ἀφέντες ἅπαντα», ὄχι μόνο δίχτυα καὶ ἐπάγγελμα, ὄχι μόνο γονεῖς, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ σπίτια. Κάποιος ἂν τὰ ἄφηνε ὅλα αὐτά, ἐνδεχομένως νὰ θεωροῦσε πὼς θὰ ἀπολάμβανε κάποια δικαιώματα καὶ προνόμια. Οἱ Ἀπόστολοι δὲν θεώρησαν τίποτα. Στὸ «ἀφέντες ἅπαντα» συγκαταλέγεται καὶ τὸ προσωπικό τους «θέλω», ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος τους ὁ παλαιὸς ἑαυτός. Εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τὴν ἔνδειξη τέτοιας αὐταπάρνησης καὶ ἀνιδιοτέλειας νὰ μὴν ἔλθει πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; Τοὺς ἔλειψε, μήπως, κάτι στὴν μετέπειτα ζωή τους; Τίποτα! Κάποτε ποὺ μερικοὶ Ἰουδαῖοι εἶχαν σκανδαλισθεῖ μὲ τὰ θεϊκὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ κοντά Του, Ἐκεῖνος στράφηκε στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ρώτησε: «μήπως καὶ ἐσεῖς θέλετε νὰ φύγετε;», γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Πέτρο: «Κύριε, σὲ ποιόν νὰ καταφύγουμε; Ἐσένα τὰ λόγια Σου σκορπίζουν τὴν αἰώνια ζωή». 

               Τὸ νὰ ἀκοῦμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὰ κηρύγματα καὶ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔχει καμία σημασία ἂν μέσα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀντλοῦμε τρόπους γιὰ να βελτιωθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ μετάνοια καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. 

               σως τὸ σημαντικότερο ποὺ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει ἡ σημερινὴ περικοπή, εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια. Αὐταπάρνηση σημαίνει «ἀρνοῦμαι τὸν ἑαυτό μου, ἤ καλύτερα, ἀρνοῦμαι τὸ νὰ εἶναι καλὰ ὁ ἑαυτός μου εἰς βάρος τῶν ἄλλων, ἀρνοῦμαι νὰ κοιτάξω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὴν ἡσυχία μου ὅταν κάποιος μὲ χρειάζεται». Ἀνιδιοτέλεια σημαίνει «δὲν ἔχω ἀτομικές, ἐγωιστικὲς ἐπιδιώξεις, δὲν  κάνω καλὸ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ μέσα ἀπὸ αὐτὸ ἐργάζομαι γιὰ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον μου». 

               Οἱ δύο αὐτὲς ἀρετὲς χτίζουν εὐλογημένες κοινωνίες ἀνθρώπων, γιὰ αὐτὸ καὶ στὴ σημερινὴ κοινωνία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τῶν ἠθῶν, τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο, εἶναι πολὺ σημαντικές. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς διαβάζουμε νυχθημερὸν γιὰ τὰ ὅσα σκοτεινὰ σχέδια προκαλοῦν αὐτὴν τὴν συνεχιζόμενη πνευματικὴ κατάπτωση τῆς κοινωνίας, παραπονιόμαστε, ἀλλὰ ὅταν μᾶς ζητοῦν οἱ ἀδελφοί μας νὰ τοὺς δώσουμε μία χείρα βοηθείας γιὰ κάποιο καλὸ ἔργο ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης, δὲν ἔχουμε χρόνο. Ὡς ἀποτέλεσμα, δὲν δημιουργοῦνται σχέσεις ἀλληλοβοήθειας καὶ ὁ ἄνθρωπος μένει ἐγκλωβισμένος μόνο νὰ βλέπει τοὺς συσπειρωμένους νὰ καταστρέφουν τὴν κοινωνία. 

               ν θέλουμε ἡ κοινωνία μας νὰ μεταμορφωθεῖ, πρέπει νὰ πάψουμε νὰ θέτουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ ἐγώ μας στὸ κέντρο τῆς ζωῆς. Νὰ βάλουμε στὸ κέντρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ νὰ συσπειρωθοῦμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας γύρω ἀπὸ Αὐτόν. Καὶ ὅσο οἱ ἄλλοι συσπειρώνονται γιὰ τὸ κακό, ἐμεῖς νὰ συσπειρωνόμαστε γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα. Διαφορετικά, δὲν ἀλλάζει ἡ κατάσταση. 

               Οἱ Ἀπόστολοι, χάρη στὴν αὐταπάρνηση καὶ ἀνιδιοτέλεια ποὺ ἔδειξαν, ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῆς Ἀναστάσεως, νὰ δοῦν, νὰ συνομιλήσουν καὶ νὰ φάνε μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό, ἀξιώθηκαν νὰ τὸν δοῦν νὰ ἀναλαμβάνεται στὸν Οὐρανό, νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ θεραπεύουν ἀρρώστους μόνο μὲ ἕνα λόγο, νὰ ἀνασταίνουν νεκρούς. Αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὴ σφαίρα τῆς φαντασίας. Γιὰ ὅσους ζοῦν τὴ ζωὴ τῆς αὐταπάρνησης, εἶναι γνωστὲς ἐμπειρίες. 

Καλὸ ὑπόλοιπο τῆς νηστείας.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ πρεσβεύουν ὑπὲρ ἡμῶν.

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

ΟΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ




Στην παράδοση του Αγίου Όρους υπάρχει μια έντονη πολεμική κατά των αιρέσεων και ειδικότερα κατά του Παπισμού.

Στο παρόν κείμενο θ' αναφερθούμε κυρίως στην δράση των Αγιορειτών αγίων κατά των εχθρών της Αληθείας και της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θεωρούμε ότι η πτυχή αυτή της αγιορείτικης ιστορίας και παραδόσεως δεν είναι τόσο γνωστή κι έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία και σημασία σήμερα. 


Οι άγιοι δεκατρείς μάρτυρες της μονής Καντάρας (1231), που λέγεται πως ξεκίνησαν την άσκησή τους από τον ιερό Άθωνα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στη Κύπρο, κλήθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους από τους Λατίνους. Αγέρωχοι και απτόητοι υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια και είχαν μαρτυρικό τέλος μένοντας σταθεροί στην ορθόδοξη  πίστη.


Ο κτήτορας της Αθωνικής μονής Χιλανδαρίου Άγιος Σάββας (1236), πρώτος αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, στήριξε την ορθόδοξη πίστη και καταπολέμησε τις αιρέσεις με την γλυκύτητα της ακραιφνούς διδασκαλίας του, που είχε διδαχθεί από την μακρά παραμονή του στον Άθωνα.


Ο οσιομάρτυς Ιωάννης Δοχειαρίτης (1275), για την υποστήριξή των ορθών δογμάτων έναντι των Λατίνων στη Θεσσαλονίκη δέχθηκε διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε άριστα. Για την ομολογία του υπέστη μαρτυρικό θάνατο από προδότη φιλενωτικό και λατινόφρονα μαθητή του. Το αυτό και ο μαθητής του Γρηγόριος Δοχειαρίτης(1275), ο οποίος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου υπερασπιζόμενος απτόητα τα ορθόδοξα δόγματα.


Ο άγιος Ιωαννίκιος ο Α' (1279), αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, από ηγούμενος του Χιλανδαρίου, ποίμανε βάσει των ιερών Κανόνων το ποίμνιό του. Διαφύλαξε αλώβητη την ορθόδοξη πίστη. Δεν συμμετείχε στην κίνηση για την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Καθολικισμό, που ενεργούσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261-1282).


Ο Οσιομάρτυς Κοσμάς, Πρώτος του Αγίου Όρους (1279-1280) απαγχονίσθηκε από τους Λατινόφρονες στις Καρυές μη θέλοντας να υποκύψει στα λατινικά δόγματα. Μαζί του μαρτύρησαν πατέρες Καρυώτες, Κουτλουμουσιανοί, Ιβηρίτες, Βατοπεδινοί, Ζωγραφίτες και Ξενοφωντικοί.


Ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής (13ος αιώνας) καταγόταν από την Ιταλία και άνηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Τον εγκατέλειψε χάριν της φιλτάτης Ορθοδοξίας και μέσω Βυζαντίου ήλθε στο Άγιον Όρος. Επειδή αντιτάχθηκε στην ένωση των Εκκλησιών, εξορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο νηπτικός ομολογητής, Αγιορείτης όσιος.


Ο όσιος Γεράσιμος ο Σιναΐτης (1320), μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιανΐτου (1346), μετά την έξοδό του από τον Άθωνα, περιήλθε την Ελλάδα ενισχύοντας τους πιστούς, βοηθώντας πολλούς να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Το αυτό πράττουν οι συμμαθητές του Ιωσήφ «ο ορθοδοξότατος» και Νικόλαος «ο ομολογοτής», που δέχθηκε για την πίστη του φυλακίσεις και εξορίες.


Ο άγιος Νικόδημος αρχιεπίσκοπος Πεκίου (1325), αγωνίσθηκε ακούραστα για την εκρίζωση των αιρέσεων των Βογομίλων και την στερέωση της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Το αυτό έργο εποίησε ο άγιος Δανιήλ ο Β', αρχιεπίσκοπος των Σέρβων (1338).


Ο άγιος Θεόκλητος μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1324/6) μεταβαίνοντας από τον Άθωνα στην Κωνσταντινούπολη ήλεγξε για την εκκλησιαστική του πολιτική τον αυτοκράτορα Μιχαήλ η' τον Παλαιολόγο, με αποτέλεσμα να ριχθεί στη φυλακή. Ο επίσκοπος συνέχισε την ορθόδοξη διδασκαλία του σε όλη του τη ζωή απτόητα.


Ο άγιος Ισίδωρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (U1350) διδασκάλους στον Άθωνα είχε τους αγίους Γρηγόριο Σιναΐτη και Γρηγόριο Παλαμά. Στη Θεσσαλονίκη, όπου στέλνεται να εργασθεί ιεραποστολικά, στέκεται στο πλευρό του αγίου Παλαμά και είναι ένας από τους πρώτους που πολεμά τον αιρετικό Βαρλαάμ. Ως πατριάρχης αποκατέστησε τον συνοδοιπόρο του στους αντιαιρετικούς αγώνες άγιο Παλαμά, τον οποίο χειροτόνησε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.


Ο όσιος Νείλος ο Εριχιώτης (1355/6) υπήρξε ομολογητής αγιορείτης και πολλές υπέστη από τους κακοδόξους εξορίες και θλίψεις για την ακρίβεια της πίστεώς του.


Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359) υπήρξε μέγας θεολόγος. Υποστήριξε το ορθόδοξο δόγμα με γνώση, πίστη και επιμονή. Κατατρόπωσε με τους υπέροχους λόγους του τους αιρετικούς Βαρλαάμ, Ακίνδυνο και Γρηγορά. Για το σθένος του υπέμεινε διωγμούς φυλακίσεις κι εξορίες. Αν δεν είχαμε τον άγιο Γρηγόριο, σήμερα θα είμασταν τουλάχιστον Ουνίτες. Γι' αυτό τον μισούν οι Λατίνοι μέχρι σήμερα.

Ο όσιος Θεοδόσιος Τυρνόβου (1362/3) μετά την παραμονή του στον ιερό Άθωνα επιστρέφει στην πατρίδα του Βουλγαρία κι εγκαθίσταται στην μονή Κελιφάρεβα. Η μονή αποτέλεσε φάρο Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, όπου ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία. Ο άγιος συχνά άφηνε την ησυχία, για να υπερασπίσει τα ορθόδοξα δόγματα, που κινδύνευαν από τους ακόλουθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Αδαμιστές, τους Βογομίλους και τους Εβραίους. Στη σύνοδο του 1359 της Βουλγαρίας πρωτοστάτησε κατά των αιρετικών κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για την νίκη της Ορθοδοξίας κατά της πλάνης και του ψεύδους των αιρέσεων.

Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (1379) πήρε μέρος στις ησυχαστικές έριδες, στο πλευρό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έγραψε λόγους κατά του Ακινδύνου. Πήρε μέρος στη σύνοδο του 1351 για το ησυχαστικό ζήτημα και συνέταξε τον τόμο των πρακτικών της. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα του Παλαμά. Υπήρξε βαθύς θεολόγος και υπεράσπισε με ακαταμάχητο σθένος την Ορθοδοξία. Εξουδετέρωσε τις προσηλυτιστικές προσπάθειες των Λατίνων. Τιμάται την Ε' Κυριακή των Νηστειών ως φύλακας της Ορθοδοξίας.

Ο άγιος Μακάριος ο Μακρής (1431) μόνασε στη μονή Βατοπεδίου. Διά του γέροντός του Δαυίδ σχετίσθηκε με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' τον Παλαιολόγο. Ως ηγούμενος της μονής Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως εστάλη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' τον Παλαιολόγο στην Ρώμη ως αντιπρόσωπός και διακρίθηκε για την άκαμπτη στάση του και το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημά του. Έγραψε λόγο κατά της εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπου τονίζει τις σοβαρές μεγάλες διαφορές μεταξύ ορθοδόξων και Λατίνων.

Ο Διονυσιάτης άγιος Νήφων ο Β' και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1508), μετά την εκθρόνισή του και κατά την παραμονή του στη Βλαχία, έσωσε την ρουμάνικη Εκκλησία από την έντονη παπική προπαγάνδα, τις διάφορες αιρέσεις, δεισιδαιμονίες και ηθοφθορίες. Παρόμοιο έργο επιτέλεσε στην Ρωσσία ο Βατοπεδινός μοναχός όσιος Μάξιμος ο Γραικός (1556).

Ο άγιος Βασίλειος Όστρογκ ο θαυματουργός (1671) έζησε αρκετά στο Άγιος Όρος. Ως επίσκοπος στην πατρίδα του Σερβία προφύλαξε σθεναρά το ποίμνιό του από τους Ιησουΐτες, τη λατινική προπαγάνδα και την Ουνία.

Ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (1745) δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, που δίδασκε «αλλόκοτα δόγματα και άθεα μαθήματα» της αιρέσεως του Μολίνου. Παραβρέθηκε και σε σύνοδο, για να στηλιτεύσει την «πανσπερμία των αιρέσεων» του Μεθοδίου. Σε όλη του τη ζωή υπερασπιζόταν την ορθόδοξη παράδοση και δογματική.

Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (1779), ο ακάματος Φιλοθεΐτης ιερομόναχος, δεν έπαυσε με αυστηρότητα να στηλιτεύει τα λάθη των Λατίνων και των Εβραίων στα πύρινα κηρύγματά του. Μαρτύρησε από το μίσος των Εβραίων και των Οθωμανών.

Οι άγιοι Κολλυβάδες Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1794), Μακάριος Νοταράς (1805), Νικόδημος Αγιορείτης (1809), Νήφων ο Χίος (1809) και Αθανάσιος ο Πάριος (1813) στους λόγους τους, στις συγγραφές και στα έργα τους υποστηρίζουν με σθένος και βαθειά γνώση την Ιερά παράδοση, τους Ιερούς Κανόνες, τα απαράβατα δόγματα της Εκκλησίας μας. Στιγματίζουν τις πλάνες τις εκτροπές, τα σχίσματα, τις αιρέσεις, τους άθεους.

Οι ένδοξοι νεομάρτυρες, οσιομάρτυρες και ιερομάρτυρες Αγιορείτες υπογράφουν με το αίμα τους την ακέραιη πίστη τους στο ορθόδοξο δόγμα και δεν διστάζουν με τόλμη και αφοβία να μιλήσουν για το ψεύδος του Ισλαμισμού και του Ιουδαϊσμού.

Τα παραπάνω στοιχεία λαμβάνουμε από λίαν προσεχώς εκδιδόμενο και από αρκετών ετών ετοιμαζόμενο έργο μας οι Άγιοι του Αγίου Όρους, οι οποίοι να πρεσβεύουν υπέρ της σεμνής, συνεπής, διακριτικής κι σώφρονης υποστήριξης της παραδοσιακής ορθόδοξης γραμμής των αγίων πατέρων μας, από όλους μας σήμερα. Σε καιρούς έξαρσης του επάρατου οικουμενισμού και του πονηρού συγκρητισμού χρειάζεται αντίσταση και αντίδραση. Όταν ο Πάπας διακηρύσσει ότι είναι ο μόνος εκπρόσωπος του Θεού και πατέρας και ποιμένας όλων των χριστιανών του κόσμου, δεν μπορούμε να τον ονομάζουμε «άγιο αδελφό»...


Γέροντος Μωυσέως Αγιορείτου

Εκ της εφημερίδος "Ορθόδοξος Τύπος"

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Ὁμιλία Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

 



Γιὰ ποιό λόγο ἀναχωρεῖ; Ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς διδάξη πάλι νὰ μὴν συμπλεκώμαστε μὲ τὸν πειρασμὸ ἀλλὰ νὰ ὑποχωροῦμε καὶ νὰ παραμερίζωμε μπροστά του. Δὲν εἶναι ἔγκλημα νὰ μὴ ρίχνης τὸν ἑαυτὸ σου στὸν κίνδυνο, ἀλλὰ νὰ μὴ σταθῆς μὲ γενναιότητα, ὅταν πέσης σ’ αὐτόν.  Αὐτὸ λοιπόν θέλει νὰ διδάξη καὶ νὰ διασκεδάση τὸ φθόνο τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτὸ ἀναχωρεῖ στὴν Καπερναούμ.  Καὶ τὴν προφητεία ἐκπληρώνει καὶ βιάζεται νὰ συλλάβη στὸ δίχτυ του τοὺς δασκάλους τῆς οἰκουμένης, ἀφοῦ  ἐκεῖ τοὺς εἶχε φέρει ἡ τέχνη τους. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμεν πῶς ἔχοντας στὸ νοῦ παντοῦ νὰ φύγη στοὺς Ἐθνικούς, παίρνει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους αἰτίες. Γιατὶ ἐδῶ μὲ τὴν ἐπιβουλή τους ἐναντίον του Προδρόμου καὶ τὸ κλείσιμό του στὴ φυλακὴ τὸν ὠθοῦν στὴν εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὅτι δὲν ἐννοεῖ ἕνα μέρος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, ἔθνους, οὔτε ὅλες τὶς φυλές, πρόσεξε πῶς ὁρίζει ἐκεῖνο τὸ χωρίο ὁ προφήτης λέγοντας ἔτσι. «Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλεὶμ ποὺ ἁπλώνεται κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἡ εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὁ λαὸς ποὺ κάθεται στὸ σκοτάδι εἶδε μέγα φῶς». Σκότος ἐδῶ λέγει ὄχι τὸ αἰσθητὸ ἀλλὰ τὴν πλανημένη πίστη καὶ ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάθονται στὴ χώρα ποὺ τὴ σκεπάζει ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε τὸ φῶς γι’ αὐτούς. Γιὰ νὰ ἐννοήσωμε ὅτι δὲν λέει οὔτε τὸ φῶς, οὔτε τὸ σκότος τὸ αἰσθητό, μιλῶντας γιὰ τὸ φῶς, δὲν εἶπε ἁπλῶς φῶς ἀλλᾶ φῶς μεγάλο, ποὺ σ’ ἄλλο σημεῖο τὸ λέει ἀληθινό. Τὸ σκοτάδι πάλι μὲ περίφραση τὸ εἶπε «σκιά θανάτου». Κι ἔπειτα δείχνοντας ὅτι δὲ βρῆκαν αὐτοὶ ἐπειδὴ εἶχαν ζητήσει ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τοὺς φανερώθηκε λέει·  «Φῶς ἀνέτειλε γι’ αὐτούς» δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀνέτειλε, καὶ ἔλαμψε δὲν ἔτρεξαν αὐτοὶ πρῶτοι πρὸς τὸ φῶς.  Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν φτάσει στὰ τελευταῖα τους πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περπατοῦσαν στὸ σκοτάδι ἀλλὰ ἐκάθοντο στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι μήτε κἄν ἔλπιζαν ὅτι θὰ γλυτώσουν ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ σὰν νὰ μὴν ἤξεραν κἄν ποῦ πρέπει νὰ προχωρήσουν, ἔτσι τοὺς εἶχε προλάβει τὸ σκοτάδι κι ἐκάθησαν, ἀφοῦ στὸ τέλος μήτε  νὰ σταθοῦν δὲν μποροῦσαν.

Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ κηρύττη καὶ νὰ λέη·  «Μετανοεῖτε, πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Πότε ἀπό τότε; Ἀφότου φυλακίστηκε ὁ Ἰωάννης. Καὶ γιατὶ δὲν τοὺς μίλησε ἀπ’ τὴν ἀρχή; Καὶ τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Ἰωάννης, ὅταν τὰ ἔργα μαρτυροῦσαν γι’ αὐτὸν μεγαλόφωνα; Γιὰ νὰ ἀναγνωρίσης κι’ ἀπὸ δῶ τὴν ἀξία του·  ὅτι δηλαδὴ ὅπως ὁ Πατέρας του, ἔχει κι αὐτὸς τοὺς προφῆτες. Αὐτὸ ἔλεγε κι ὁ Ζαχαρίας, Καὶ, σύ, παιδί, θὰ ὀνομαστῆς προφήτης τοῦ Ὑψίστου. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήση καμμιὰ δικαιολογία στοὺς ἀναίσχυντους Ἰουδαίους, ἀκοῦτε κι ὁ ἴδιος τὶ εἶχε πεῖ. Ἦρθε ὁ Ἰωάννης ποὺ μήτε τρώει, μήτε πίνει καὶ λένε· ἔχει δαιμόνιο μέσα του. Ἦρθε ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ καὶ τρώει καὶ πίνει καὶ λένε, νὰ, ἕνας φαγᾶς καὶ μέθυσος φίλος τῶν τελωνῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ δικαιώθηκε ἡ σοφία του, ἀπὸ τὶς συνέπειές της. Ἐξ ἄλλου ἦταν κι ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλον πρωτύτερα νὰ λεχθοῦν οἱ λόγοι γιὰ κεῖνον κι ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο.  Γιατὶ ἄν ἀκόμα κι ὕστερα ἀπὸ τόσε πολλὲς καὶ μεγάλες μαρτυρίες καὶ ἀποδείξεις ἔλεγαν· Σὺ μαρτυρεῖς γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου· ἡ μαρτυρία σου δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἄν χωρὶς νὰ ἔχη πεῖ τίποτε ὁ Ἰωάννης, ἔβγαινε στὴ μέση ὁ ἴδιος καὶ μαρτυροῦσε, τί δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν; Γι’ αὐτὸ οὔτε ἐκήρυξε πρὶν ἀπ’ αὐτόν, οὔτε ἔκαμε θαύματα προτοῦ ἐκεῖνος κλειστῆ στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μὴ γίνη ἔτσι διχασμὸς στὸ πλῆθος. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε κανένα θαῦμα γιὰ νὰ παραδώση τὸ πλῆθος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο στὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ τὰ θαύματα θὰ τὸ τραβοῦσαν κοντά του. Γιατὶ ἄν ἔγιναν τόσα πρὶν καὶ μετὰ τὴ φυλακὴ κι ὅμως οἱ πολλοὶ ὑποψιάζονται ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ Χριστὸς κι ὄχι ἐκεῖνος, τί θὰ γινόταν, ἄν δὲν εἶχε συμβῆ τίποτε ἀπ’ αὐτά;  Γι’ αὐτὸ ὁ Ματθαῖος ὑπογραμμίζει, ὅτι ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ κηρύττη.  Καὶ ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμα, ἐδίδασκε ὅ,τι καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ τίποτε ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν λέγει το κήρυγμά του.  Γιατὶ αὐτὸ ὡς τότε μποροῦσαν νὰ παραδεχθοῦν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη γι’ αὐτὸν τὴ γνώμη ποὺ ἔπρεπε.

β΄ Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρχίζοντας δὲν τοὺς φορτώνει κανένα βαρὺ φορτίο, ὅπως ἐκεῖνος τσεκούρι καὶ δένδρο ποὺ κόβεται, μήτε τοὺς ἀναφέρει τὸ φτυάρι καὶ τὸ ἁλώνι καὶ τὴν ἄσβεστη φωτιά. Ἀλλὰ στὸ προοίμιο τῆς διδασκαλίας του ἀναφέρεται σὲ ἐπιθυμητά, μιλῶντας σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦνε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ βασιλεία τὴν οὐράνια. Καὶ περπατῶντας κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δὺο ἀδελφούς, τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδεφλό του. Ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα, σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν. «Ἀκολουθῆστε με, τοὺς εἶπε, καὶ θὰ σᾶς κάων ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰωάννης βέβαια ἀναφέρει ἀλλοιώιτκα τὴν κλήση τους, κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη πρόσκλησή τους, ποὺ μπορεῖ κανεὶς ἀπὸ πολλὰ νὰ διαπιστώση. Γιατὶ ἐκεῖ λέει ὅτι ἦλθαν κοντά του προτοῦ κλειστῆ ὁ Ἰωάννης στὴ φυλακή. Ἐνῶ ἐδῶ ἀφῦ κλείστηκε σ’ αὐτήν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀνδρέας καλεῖ τὸν Πέτρο·  ἐνῶ ἐδῶ καὶ τοὺς δύο ὁ Ἰησοῦς. Κι ἐνῶ ὁ Ἰωάννης γράφει ὅτι ὅταν εἶδε·  ὁ Ἰησοῦς τὸν Σίμωνα νὰ ἔρχεται τοῦ εἶπε «Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, θὰ ὀνομαστῆς Κηφάς, ποὺ θὰ πῆ Πέτρα» -ὁ Ματθαῖος γράφει ὅτι εἶχε αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁ Πέτρος. Ὅταν εἶδε, λέει τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο. Καὶ ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἔγινε ἡ κλήση καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα θὰ τὸ διαπίστωνε κανένας κι ἀπὸ τὴν πρόθυμη ὑπακοὴ κι ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν πάντων. Ἦσαν ἤδη καλὰ προετοιμασμένοι. Στὴν πρώτη ὁ Ἀνδρέας ἔρχεται στὸ σπίτι καὶ ἀκούει πολλά. Στὴ δεύτερη γίνεται μιὰ ἁπλὴ πρόσκληση κι ἀκολουθοῦν ἀμέσως. Γιατὶ βέβαια εἶναι φυσικὸ μόλο ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ τὸν ἀφήσουν ξανὰ κι ἐπειδὴ εἶδαν τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἴδιο νὰ φεύγη –καὶ νὰ ξαναγυρίζουν στὴν τέχνη τους. Γι  αὐτὸ καὶ τοὺς βρίσκει νὰ ψαρεύουν. Κι ἐκεῖνος οὔτε ὅταν πρῶτα θέλησαν ν’ ἀναχωρήσουν τοὺς ἐμπόδισε οὔτε ὅταν ἔφυγαν τοὺς ἄφησε ὡς τὸ τέλος. Ὑποχώρησε ὅταν ξεγλίστρησαν καὶ τώρα ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ξανακερδίση. Αὑτὸς εἶναι καλύτερος τρόπος ψαρέματος.

Πρόσεξε ὅμως καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους. Ὅταν ἄκουσαν τὸ κάλεσμα του, ἦσαν στὴ μέση τῆς ἐργασίας καὶ ξέρετε πόσο ἀχόρταγο εἶναι τὸ ψάρεμα. Κι ὅμως δὲν ἄφησαν γι’ ἀργότερα, δὲν εἶπαν· «Ἅμα γυρίσωμε στὸ σπίτι θὰ μιλήσωμε μὲ τοὺς δικούς μας». Ἀλλὰ τ’ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἐλισσαῖος στὰ χρόνια τοῦ Ἠλία. Τέτοια ὑπακοὴ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, ὥστε μήτε δευτερολέπτου ἀναβολὴ νὰ μὴν κάνωμε, ἀκόμα κι ἄν κάτι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα μᾶς βιάζη. Γι αὐτὸ καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ θάψη τὸν πατέρα του, μήτε αὐτὸ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάμη δείχνοντας ὅτι ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ προτιμοῦμε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε.  Καὶ νὰ πῆς ἦταν μεγάλη ἡ ὑπόσχεση; Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς θαυμάζω πιὸ πολύ, ἐπειδὴ μόλο ποὺ δὲν εἶχαν δεῖ ἀκόμα κανένα σημεῖο, ἐπίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστὰ στὸ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Γιατὶ μὲ ὅποια λόγια πιάστηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν κι ἄλλους νὰ πιάσουν. Τοῦτο εἶχε ὑποσχεθῆ σ’ αὐτούς, σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τίποτα τέτοιο δὲ λέει. Γιατὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν πρώτων ἄνοιξε ἔπειτα τὸ δρόμο καὶ σ’ αὐτούς. Ἐξ ἄλλου εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως πολλά γι’ αὐτόν. Κοίταξε καὶ πόσο καθαρὸ ὑπαινιγμὸ κάνει καὶ γιὰ τὴν φτώχεια τους·  τοὺς βρῆκε νὰ ράβουν τὰ δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγοράσουν ἄλλα. Δὲν ἦταν κι αὐτὸ τότε μικρὸ δεῖγμα ἀρετῆς, ἡ εὔκολη ἀνοχὴ τῆς φτώχειας, ἡ ἀπόκτηση τῆς τροφῆς ἀπὸ τίμιο μόχθο, ὀ σύνδεσμος μεταξύ τους μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης τὸ γηροκόμισμα κι ἡ περιποίηση τοῦ πατέρα τους. Κι ὅταν τοὺς ἔπιασε στὰ δίχτυα του, τότε ἀρχίζει, ἐνῶ εἶναι μαζί του, νὰ θαυματουργῆ, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης.  Βρισκόταν ἀδιάκοπα στὶς συναγωγὲς κι ἐκεῖ τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι κάποιος ἀντίθετος οὔτε πλάνος ἀλλὰ ἔχει ἔρθει μὲ τὸ θέλημά τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ δὲν ἐκήρυττε μόνο παρὰ ἔκαμε καὶ θαύματα.

γ. Γιατὶ παντοῦ ὅπου γίνεται κάτι διαφορετικὸ καὶ παράδοξο καὶ ἡ νομοθέτηση καινούργιας ζωῆς, συνηθίζει ὁ Θεὸς νὰ κάμη θαύματα, δίνοντας ἐνέχυρα γιὰ τὴ δύναμή του σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι νὰ δεχτοῦν τοὺς νόμους. Ἔτσι ὅταν ἦταν νὰ πλάση τὸν ἄνθρωπο, δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τότε τοῦ ἔδωσε τὸ νόμο ἐκεῖνο μέσα στὸ παράδεισο. Καὶ ὅταν ἦταν νὰ δώση τὸ νόμο τοῦ Νῶε, πάλι μεγάλα θαύματα ἔκαμε, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναδημιούργησε ὅλη τὴ πλάση καὶ κράτησε ὁλόκληρο χρόνο τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πέλαγος κι ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποία ἔσωσε τὸν δίκαιον ἐκεῖνον μέσα σὲ τὸσα χαλασμό. Καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἀβραάμ παρουσίασε πολλὰ θαύματα, τὴ νίκη στὸν πόλεμο, τὴν πληγὴ ποὺ ἔδωσε στὸ Φαραώ, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Κι ὅταν νομοθετοῦσε στοὺς Ἑβραίους παρουσίασε τὰ θαυμαστὰ καὶ τρισμεγάλα ἐκεῖνα σημεῖα καὶ τότε τοὺς ἔδωσε τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ θέλοντας νὰ δώση ἕναν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τοὺς πῆ ὅσα ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει, ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους μὲ τὴν παρουσίαση τῶν θαυμάτων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲ φαινόταν ἡ βασιλεία ποὺ κήρυττε, αὐτὴν τὴν ἀόρατη μὲ τὰ φαινόμενα τὴ φανερώνει καὶ πρόσεξε τὴ λιτότητα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, πῶς δὲ μᾶς διηγεῖται γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ὅσους ἐθεραπεύονταν ἀλλὰ μὲ δυὸ λόγια παρατρέχει νιφάδες ὁλόκληρες ἀπὸ θαύματα. Τοῦ ἔφεραν λέει ὅλους ὅσοι ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ λογῆς ἀσθένειες καὶ βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιακούς, παραλυτικοὺς καὶ τοὺς ἐθεράπευσε. Ἀλλὰ τι περίεργο εἶναι τοῦτο; Γιατὶ δὲν ζήτησε ἀπὸ κανένα τους πίστη οὕτε εἶπε αὐτὸ ποὺ ἔπειτα φανερά ἔλεγε·  «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάμω αὐτό»; Ἐπειδὴ δὲν εἶχε δώσει ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἐξ ἄλλου καὶ μόνο ὅτι ἔρχονταν εἴτε τοὺς ἔφερναν μαρτυτοῦσε ὄχι τυχαία πίστη. Τοὺς ἔφερναν ἀπὸ μακρυὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶχαν φέρει, ἄν δὲν εἶχαν πείσει ὁλότελα τὸν ἑαυτὸ τους γι’ αὐτόν. Ἄς τὸν ἀκολουθήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Γιατὶ ἔχομε πολλὲς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς κι αὐτὲς θέλει πρῶτα νὰ θεραπεύση. Γι’ αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες γιὰ νὰ ἐξορίση τὶς ψυχικὲς ἀπὸ τὴν ψυχή μας.

 Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν κοντά του καὶ τίποτα βιοτικὸ ἄς μὴ τοῦ ζητήσωμε παρὰ μόνο συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας·  τὴν παραχωρεῖ καὶ τώρα ἄν τὴ ζητοῦμε σοβαρά. Τότε εἶχε φτάσει ἡ φήμη του ὡς τὴ Συρία τώρα ἔχει φτάσει σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Κι ἐκεῖνοι ἔτρεχαν μαζεμένοι, ὅταν ἄκουγαν μόνο πὼς ἐθεράπευσε δαιμονισμένους· σὺ ὅμως ποὺ ἔχεις περισσότερες καὶ μεγαλύτερες ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμή του, γιατὶ δὲ σηκώνεσαι νὰ τρέξης σ’ αὐτόν;  Κι ἐκεῖνοι ἄφησαν καὶ πατρίδα καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς· σὺ ὅμως δὲ θέλεις μήτε τὸ σπίτι σου ν’ ἀφήσης, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του καὶ νὰ λάβης πολὺ περισσότερα; Καὶ μήτε ποὺ ζητοῦμε αὐτὸ ἀπὸ σένα. Ἄφησε μόνο τὴν κακὴ συνήθεια καὶ μένοντας στὸ σπίτι σου μαζὶ μὲ τοὺς δικούς σου θὰ μπορέσης εὔκολα νὰ σωθῆς. Τώρα ἄν ἔχωμε ἕνα πάθος σωματικό, κάνουμε τὸ κάθε τι καὶ προσπαθοῦμε ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ. Ἄν ὅμως ἡ ψυχὴ μας εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση ἀναβάλλομε καὶ ἀποφεύγομε. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν γλυτώνωμε οὔτε ἀπὸ κεῖνα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς μετατρέπομε τὰ ἀναγκαῖα σὲ πάρεργα καὶ τὰ πάρεργα σὲ ἀναγκαῖα καὶ ἀφήνοντας τὴν πηγὴ τῶν κακῶν θέλομε τὰ ρυάκια νὰ καθαρίσουμε.  Γιατὶ ὅτι αἰτία τῶν σωματικῶν κακῶν εἶναι ἡ κακία τῆς ψυχῆς τὸ ἐδήλωσε καὶ ὁ παράλυτος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια κι αὐτὸς ποὺ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη κι ὁ Κάιν πρὶν ἀπ’  αὐτούς. Κι ἀπὸ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ διαπιστώση. Ἄς βγάλωμε ἀπὸ τὴ μέση τὴν πηγὴ τῶν κακῶν κι ὅλα τὰ ρεύαμτα τῶν ἀσθενειῶν θὰ σταματήσωμε. Δὲν εἶναι μόνο ἡ παράλυση ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία·  καὶ ἡ δεύτερη σημαντικώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχή.

Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν καὶ τώρα κοντά του καὶ ἄς τὸν παρακαλέσωμε νὰ σφίξη τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει παραλύσει καὶ παραμερίζοντας τὰ βιοτικὰ ἄς λογαριάζωμε τὰ πνευματικά μόνο.
 Κι ἄν μὲ δύναμη προσηλωθῆ σ’ αὐτά, τότε φρόντιζε καὶ γιὰ κείνα. Μήτε ν’ ἀδιαφορῆς γιὰ τὴν ἁμαρτία σου, ἐπειδὴ δὲ σοῦ προκαλεῖ λύπη· γι’  αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ στενάζης περισσότερο, ἐπειδὴ δὲ δοκιμάζεις πόνο γιὰ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει ἐπειδὴ δὲν δαγκώνει ἡ ἁμαρτία ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀναίσθητη ἡ ψυχὴ ποὺ σφάλλει. Σκέψου λοιπὸν ἐκείνους ποὺ νιώθουν τὰ ἁμαρτήματά τους, πῶς θρηνοῦν πιὸ λυπηρὰ ἀπ’ ὅσους κάνουν ἐγχειρήσεις ἤ καυτηριάσεις, π΄σοα κάνουν καὶ πόσα ὑποφέρουν, πόσους θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς κάνουν γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ κακὴ συνείδηση. Δὲ θὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἄν δὲν ἕνιωθαν σφοδρὸ ψυχικὸ πόνο.

δ.Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτάνης καθόλου· τὸ δεύτερο, νὰ νιώθης τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ διορθώνεσαι. Ἄν μᾶς λείπη αὐτό, πῶς θὰ παρακαλέσωμε τὸ Θεὸ καὶ θὰ ζήσωμε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐμεῖς ποὺ καθόλου δὲ τὶς λογαριάζομε; Ὅταν σύ, ποὺ ἁμάρτησες, δὲ θέλης μήτε αὐτὸ ν’ ἀναγνωρίσης, ὅτι δηλαδὴ ἁμάρτησες, γιὰ ποιὰ ἁμαρτήματα θὰ παρακαλέσης τὸ Θεό; Γι’ αὐτὰ ποὺ δὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς θὰ γνωρίσης τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἀνάφερε λοιπὸν χωριστὰ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ μάθης γιὰ ποιὲς παίρνεις συγχώρηση, γιὰ νὰ νιώσης εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν εὐεργέτη σου. Ὅταν ἐρεθίσης κάποιον ἄνθρωπο, καὶ φίλους καὶ γείτονες καὶ θυρωροὺς παρακαλεῖς καὶ ξοδεύεις χρήαμτα καὶ χάνεις πολλὲς ἡμέρες νὰ πηγαίνης νὰ τὸν βρίσκης καὶ νὰ παρακαλῆς καὶ ἄν μιὰ καὶ δυὸ καὶ ἀμέτρητες φορὲς σὲ ἀποκρούση ὁ θυμωμένος, δὲν ἡσυχάζεις ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἀγωνία σου καὶ πληθύνεις τὶς παρακλήσεις. Ἐνῶ, ὅταν θυμώση ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἀδρανοῦμε καὶ ἡσυχάζουμε καὶ διασκεδάζομε καὶ μιλοῦμε κι ἀπὸ τὰ συνηθισμένα μας καθόλου δὲ βγαίνομε. Πότε θὰ μπορέσωμε νὰ τὸν ἐξιλεώσωμε. Πῶς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲ θὰ τὸν ἐξοργίσωμε περισσότερο; Πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸν κάνει νὰ ἀγανακτῆ περισσότερο καὶ νὰ ὀργίζεται ἡ ἀπουσία τῆς λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτὸ ἀξίζει νὰ κατεβοῦμε μέσα στὴ γῆ καὶ μήτε τὸν ἤλιο ν’ ἀντικρύζωμε μήτε ν’ ἀναπνέωμε καθόλου, γιατὶ παρόλο ποὺ ἔχομε ἕναν τόσο καλόβουλο Κύριο, τὸν θυμώνομε καὶ ἀφοῦ τὸν θυμώνομε τοὐλάχιστο δὲ μετανοοῦμε. Μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος κι ὅταν θυμώνη, δὲ μᾶς μισεῖ οὔτε μᾶς ἀποστρέφεται ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς τραβήξη ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Γιατὶ ἄν μᾶς εὐεργετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ μεῖς τὸν ὑβρίζαμε, περισσότερο θὰ τὸν περιφρονούσαμε. Γιὰ νὰ μὴ γίνη αὐτό, μᾶς ἀποστρέφεται προσώρας, γιὰ νὰ μᾶς ἔχη κοντά του παντοτινά. Ἄς ἔχωμε θάρρος λοιπὸν στὴν φιλανθρωπία του κι ἄς δείξωμε μετάνοια μελετημένη, πρὶν φτάση ἡ ἡμέρα ποὺ ἡ μετάνοια δὲ θὰ μᾶς ὠφεληση. Τώρα ὅλα εἶναι στὸ χέρι μας·  τότε ὅμως ἡ ἀπόφαση εἶναι μόνο στὸ χέρι τοῦ δικαστοῦ. Ἄς τὸν προσπέσωμε λοιπὸν κι ἄς ἐξομολογηθοῦμε, ἄς κλάψωμε κι ἄς θρηνήσωμε. Ἄν μπορέσωμε νὰ παρακαλέσωμε τὸν δικαστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν δίκη νὰ συγχωρέση τὶς ἁμαρτίες, δὲ θὰ χρειαστὴ μήτε νὰ μποῦμε στὸ δικαστήριο. Ὅπως πάλι ἄν δὲ γίνη αὐτό, θὰ ἀκούση τὴν ἀπολογία μας μπροστὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ θὰ εἶναι παροῦσα καὶ δὲν ἔχομε καμμιὰ ἐλπίδα γιὰ συγχώρηση. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ποὺ δὲν πῆρε ἄφεση γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, δὲ θὰ μπορέση ν’ ἀποφύγη τὶς εὐθύνες του γι’ αὐτά. Ἀλλὰ ὅπως οἱ φυλακισμένοι ἐδῶ μὲ τὶς ἁλυσίδες τους ὁδηγοῦνται στὸ δικαστήριο, ἔτσι κι ὅλες οἱ ψυχὲς ὅταν φύγουν ἀπὸ δῶ βαρημένες μ’ ὅλες τὶς σειρὲς τῶν ἁμαρτημάτων τους, ὁδηγοῦνται στὸ φοβερὸ βῆμα.

Γιατὶ καθόλου κλύτερη ἀπὸ φυλακὴ δὲν εἶναι ὁ βίος αὐτός. Ἀλλὰ ὅπως στὸ κτίριο ἐκεῖνο ὅταν μποῦμε τοὺς βλέπομε ὅλους ἁλυσοδεμένους, ἔτσι καὶ τώρα ὅταν ἀπομακρύνωμε ἀπὸ τὰ μάτια μας τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα καὶ εἰσέλθωμε μέσα στὴ ζωὴ καθενὸς καὶ μέσα στὴν ψυχή του θὰ τὴ βροῦμε δεμένη μὲ ἁλυσίδες χειρότερες ἀπὸ τὶς σιδερένιες. Ἀκόμα χειρότερα ἄν μπῆς μέσα στὶς ψυχὲς  τῶν πλουσίων. Ὅσο περισσότερα εἶναι τὰ ἐνδύματά τους τόσο χειρότερα εἶναι τὰ δεσμά τους. Ὅπως λοιπὸν ὅταν δῆς τὸ δεσμώτη νὰ εἶναι σιδεροδεμένος καὶ στὴν πλάτη καὶ στὰ χέρια καὶ συχνὰ καὶ στὰ πόδια, γι’ αὐτὸ καὶ περισσότερο τὸν ἐλεεινολογεῖς, ἔτσι καὶ τὸν πλούσιο, ὅταν δῆς νὰ εἶναι ντυμένος μύρια ὅσα, μὴν τὸν θεωρῆς πλούσιο γι’ αὐτὰ ἀλλὰ ἄθλιο ἐξ αἰτίας τους, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτά, ἔχει καὶ δεσμοφύλακα βαρύ, τὴν κακὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πηδήση τὴ φυλακὴ αὐτὴν καὶ φτιάχνει μύρια ἐμπόδια καὶ φύλακες καὶ πόρτες καὶ μάνταλα καὶ ἀφοῦ τὸν ρίξη στὸ βαθύτερο κελλί, τὸν καταφέρνει ἀκόμα καὶ νὰ χαίρεται γι’ αὐτὰ τὰ δεσμὰ κι ἔτσι μήτε μιὰ ἐλπίδα νὰ μὴν τοῦ γεννηθῆ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς συμφορές ποὺ τὸν περιμένουν. Κι ἄν μὲ τὴ σκέψη ἀντικρύσης τὴν ψυχὴ κάποιου, θὰ τὴν βρῆς νἆναι ὄχι μόνο ἁλυσοδεμένη ἀλλὰ κι ἀχτένιστη κι ἄπλυτη καὶ γεμάτη ζωύφια. Γιατὶ καθόλου καλύτερα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι οἱ σαρκικὲς ἡδονὲς ἀλλὰ καὶ πιὸ σιχαμερὲς καὶ χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ καταστρέφουν τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ προξενοῦν καὶ σ’ αὐτὸ καὶ σ’ ἐκεῖνη ἀμέτρητες πληγές.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς παρακαλέσωμε τὸ Λυτρωτή τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ τὰ δεσμά μας νὰ σπάση, καὶ τὸν κακὸ αὐτὸν φύλακα ν’ ἀπομακρύνη κι ἀφοῦ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν σιδερένιων ἁλυσίδων ἄς κάμη τὸ φρόνημά μας ἐλαφρότερο κι ἀπὸ τὸ φτερό. Καὶ πρακαλῶντας τὸν ἄς τοῦ φέρωμε καὶ τὰ δικὰ μας δῶρα, ζῆλο καὶ γνώμη καὶ προθυμία ἀγαθή. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ μάλιστα σὲ σύντομο χρόνο ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς κατέχουν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε ποῦ βρισκόμαστε πρῶτα καὶ νὰ ἀποκτήσωμε τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἁρμόζει. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: “Ἀναβάσεις”




Δείτε σχετικά:
3. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες