Ἐπετειακὴ ἀναδημοσίευσις ἑνὸς ἰδιαίτερα ἐπικαίρου κειμένου
Εἰσαγωγικὰ τοῦ Ἐπιμελητοῦ τῆς ἀναδημοσιεύσεως
ΠΡΙΝ ἀπὸ 40 χρόνια, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1983, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἀδελφῆς Ὀρθόδοξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐν Διασπορᾷ, ὑπὸ τὸν Σεβασμ. Μητροπολίτη Φιλάρετο (+1985, εὕρεσις ἀφθάρτου Λειψάνου: 1998, Διακήρυξις Ἁγιότητος: 2008) καὶ τῇ συμμετοχῇ 13 ἀκόμη Ἀρχιερέων, συνῆλθε σὲ Συνοδικὴ Συνεδρίαση στὴν Ἱερὰ Σκήτη Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Μάνσονβιλ τοῦ Κεμπέκ, στὸν Καναδᾶ. Ἀντιμετώπισε δὲ ποικιλία ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων Πίστεως καὶ Ἤθους καὶ ἐξέδωσε μία σημαντικὴ «Ἐγκύκλιο Ἐπιστολὴ» πρὸς τὸ Ποίμνιο Αὐτῆς, ἡ ὁποία λόγῳ τοῦ προφανοῦς πνευματικοῦ ἐνδιαφέροντός της καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐπικαιρότητός της, θεωρήθηκε καλὸ νὰ ἀναδημοσιευθεῖ ἐνταῦθα.
Τὴν περίοδο ἐκείνη, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ ἀχανοῦς Καναδᾶ, συνήρχετο σχεδὸν ταυτόχρονα ἡ ΣΤ΄ Γενικὴ Συνέλευσις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὸ Βανκοῦβερ, ἕνα μεῖζον Οἰκουμενιστικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἀνέδειξε πασιφανῶς τὸν συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν «ἀναβαθμισμένη» καὶ «προηγμένη» πλέον πορεία καὶ ἔκφρασή του σὲ Διαχριστιανικὸ καὶ Διαθρησκειακὸ ἐπίπεδο. Ἡ διευρυμένη συμμετοχὴ ἀντιπροσώπων ὅλων τῶν λεγομένων ἐπισήμων τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Συνέλευση ἐκείνη, ἀπεδείκνυε τὸν ἐνεργὸ ρόλο τους καὶ τὴν συνυπευθυνότητά τους γιὰ τὴν ἀποστατικὴ πορεία τῶν πραγμάτων στὸν Οἰκουμενικὸ αὐτὸ Ὀργανισμὸ τῆς Γενεύης.
Ὅμως, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας κτυποῦσε στὴν ἐρημητικὴ Σκήτη τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Μάνσονβιλ, ὅπου μοσχοβολοῦσε τὸ θυμίαμα τῆς «ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ» Λατρείας καὶ Ὁμολογίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὅπου ὁ Κύριος εὐμενῶς ἐπέβλεπε, καὶ ὄχι στὶς πολύχρωμες καὶ πολύβουες αἴθουσες καὶ τέντες τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὸ Βανκοῦβερ, ὅπου ἀντηχοῦσαν οἱ ἰαχὲς τῶν προτεσταντικῶν ἐμβατηρίων, μὲ τὴν ὑπόκρουση τῶν συγχρόνων μουσικῶν ὀργάνων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ παγανιστικὲς τελετὲς ἐνώπιον ἑνὸς τεραστίου «τοτὲμ» ποὺ ἤγειραν, ὅπου ἦσαν στραμμένα τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητος καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης, ἀλλὰ ὁ Κύριος ἀπεστρέφετο!
Οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, παρὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐκτεταμένης γεωγραφικὰ Δικαιοδοσίας τους καὶ τῆς ὅποιας ἀνομοιογένειάς τους σὲ ἐπὶ μέρους θέματα, εἶχαν τὸ σθένος καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς Χάριτος τοῦ Θείου Παρακλήτου νὰ προβοῦν σὲ σπουδαῖο συνδυασμό: ἐνετόπισαν, κατήγγειλαν, ἀλλὰ καὶ κατεδίκασαν τὴν Οἰκουμενιστικὴ ἐκτροπή, πρὸς διαφύλαξιν τοῦ Ποιμνίου τους ἀπὸ τὴν ἀποστασία αὐτή, καθὼς ἐπίσης συνεδύασαν τὴν ἁγία εὐαισθησία τους γιὰ τὴν Πίστη μὲ τὴν ἀξιέπαινη ποιμαντικὴ ἀγωνία τους γιὰ τὸν τρόπο προφυλάξεως τοῦ Ποιμνίου τους ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο· διέκριναν δὲ τὰ «σημεῖα τῶν ἐσχάτων» καὶ προέτρεψαν σὲ σωτηριώδη ἐγρήγορση, ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖται μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση καὶ μάλιστα, σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως καὶ δὴ τῆς ἱεροκατηγορίας.
Οἱ ἀναφορὲς σὲ ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ρωσικῆς πραγματικότητος, ὡς καὶ στὴν πολιτικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε ἀκόμη στὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση, μὲ ἐκκλησιαστικὲς ἐπιπτώσεις, ἐντάσσονται βέβαια στὰ ἐνδιαφέροντα τῆς ἐποχῆς ἐκδόσεως τοῦ κειμένου τῆς «Ἐγκυκλίου», ὄχι ὅμως ἐντελῶς ἐκτὸς τῆς συναφείας τοῦ σήμερα.
Τὸ κείμενο τῆς «Ἐγκυκλίου» ἐλήφθη ἀπὸ τὴν ἔκδοσή του στὰ ἑλληνικά, ὅπως δημοσιεύθηκε στὸ ἔργο «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα τῆς περιόδου 1966-1983 τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Πανιερωτάτου Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου», ὑπὸ Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος-Ἀθῆναι 1985, σελ. 69-81, μὲ μικρὲς βελτιώσεις στὴν ἀπόδοση, βάσει τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου τῆς «Ἐγκυκλίου» (περιοδ. «Orthodox Life», Vol. 33, No 6/November-December 1983, pp. 11-18, ἀπὸ ὅπου ἔχει ληφθεῖ καὶ ἡ φωτογραφία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων). Οἱ ἐσωτερικοὶ τίτλοι τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως διατηρήθηκαν καὶ ἐπαυξήθηκαν. Σὲ λίγα μόνον σημεῖα ἐντὸς τοῦ κειμένου τῆς «Ἐγκυκλίου» προσθέσαμε δικές μας παραπομπές, γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση θέσεων Αὐτῆς στὸ τότε καὶ στὸ σήμερα. Ἐφ’ ὅσον ἡ «Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ» δημοσιεύθηκε αὐτοτελῶς, δὲν συμπεριλάβαμε καὶ τὸ κείμενο τοῦ «Ἀναθέματος κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τὸ ὁποῖο παραθέτει συνημμένως εἰς Αὐτήν, ἰδίᾳ ἐμπνεύσει καὶ πρωτοβουλίᾳ, ἡ ὡς ἄνω ἑλληνικὴ ἔκδοσις.
Ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε, τὸ ἰσχυρὸ πνευματικὸ μήνυμα τοῦ Ὁμολογιακοῦ καὶ Ποιμαντικοῦ αὐτοῦ Πατερικοῦ κειμένου, νὰ ἔχει τὴν ἀναμενομένη ἐπίδραση σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς σήμερον, ὡς λόγος προφητικὸς καὶ χαρισματικός.
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης
Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ
τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων
τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐν Διασπορᾷ
Η ΧΑΡΙΣ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἴησαν καὶ πληθυνθείησαν ἐν μέσῳ τοῦ Κλήρου καὶ τῶν πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐν Διασπορᾷ.
Ἐξ ὀνόματος τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων ἀπευθυνόμεθα πρὸς ἅπαν τὸ εὐσεβὲς ἡμῶν Ποίμνιον, τὸ διεσπαρμένον ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. Χαιρετίζομεν τὰ ἠγαπημένα ἡμῶν τέκνα καὶ ἐπευλογοῦμεν τοὺς ἐπιτεταμένους αὐτῶν ἀγῶνας εἰς τὴν Χριστιανικὴν Ὀρθόδοξον ζωήν, εἰς ἕνα κόσμον ὅστις ἀπομακρύνεται ἔτι καὶ ἔτι ἐξ ὅλων τῶν ἀρχῶν, τὰς ὁποίας ἐνετείλατο ὅπως τηρῶμεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι Αὐτοῦ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
α. Ἡ «μεγάλη θλῖψις» ἐν Ρωσίᾳ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ
Εἰς τὴν δυστυχῆ πατρίδα μας, τὴν ἀποκαλουμένην ποτὲ Ἁγίαν Ρωσίαν, ἔχει ἐγκαθιδρυθῆ ἕν παγκόσμιον κέντρον τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐλπίζει ἐπὶ τοῦ παρόντος, ὅπως ἐκριζώσῃ ἅπαντα τὰ ἴχνη τῆς προηγουμένης ἁγιότητος καὶ εὐσεβείας. Καθ’ ὅλας αὐτὰς τὰς δεκαετίας ἔχομεν παρακολουθήσει μετὰ θλίψεως τὰ μαρτύρια τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ νοερῶς ἔχομεν ἀσπασθῆ τὰς πληγάς των, καὶ τιμήσει ὡς Ἁγίους Μάρτυρας ἅπαντα ἐκεῖνα τὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πατριάρχην Τύχωνα καὶ τὸν Βασιλομάρτυρα Νικόλαον Β΄, ἀπέδειξαν τὴν πίστιν των πρὸς τὸν Θεὸν ἄχρι θανάτου. Ὁ συγγραφεὺς τῆς Ἀποκαλύψεως εἶδεν αὐτοὺς προφητικῶς, «ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκὰς» (Ἀποκαλ. ζ΄ 9). Ἐλέχθη δὲ αὐτῷ περὶ τούτων: «Οὗτοι εἰσὶν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. Διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. Καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτοὺς» (Ἀποκαλ. ζ΄ 14-15).
Συνελθόντες ἀπὸ κοινοῦ ἐν τῇ παρούσῃ Συνόδῳ, ἵνα συζητήσωμεν ἐπὶ θεμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡμῶν, ἔχομεν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴν ἡμῶν ἑνότητα μετ’ αὐτῶν καὶ μετ’ ἐκείνων τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὰ ἴχνη των, ἔτι ὄντες «ἐν θλίψει μεγάλῃ».
Διάγοντες ἐν ἐλευθερίᾳ, μόνον πνευματικῶς συμπάσχομεν αὐτοῖς εἰς ταύτην τὴν «μεγάλην θλῖψιν». Ἀλλ’ ὅμως ἔχομεν τὴν ἡμετέραν θλῖψιν, ἡ ὁποία ἑνοῦται μετὰ τῆς ἰδικῆς των, προκαλουμένη ὑπὸ τῆς ἀπιστίας καὶ ἀποστασίας ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως, ἀκόμη καὶ ἐκείνων οἵτινες φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἥτις ἀποστασία, ἐξαπλοῦται ὅλον καὶ περισσότερον εἰς τὸν κόσμον. Ἐντὸς τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μᾶς περιβάλλει, συχνάκις αἰσθανόμεθα ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος, «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰωάν. ιστ΄ 33), ἐπαληθεύουν εἰς ἡμᾶς.
β. Τὸ «πνεῦμα τοῦ κόσμου» καὶ ἡ προφύλαξις τῶν νέων
Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδεν ὅτι ζῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ ἔχῃ ἐπαφὴν «τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἤ τοῖς πλεονέκταις ἥ ἅρπαξιν ἤ εἰδωλολάτραις» (Α΄ Κορ. ε΄ 10), τί λοιπὸν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς περὶ τῶν ἡμετέρων καιρῶν; Τώρα, οὐχὶ μόνον εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἔχωμεν ἐπαφὴν μετ’ αὐτῶν, ἀλλ’ ἔτι περισσότερον, ὁ τρόπος ζωῆς εἰς τὸ περιβάλλον μας θεμελιοῦται ἐπὶ τῆς ἀναγνωρίσεως ὄχι μόνον τοῦ ἐπιτρεπτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς νομιμότητος τῶν κατωτάτων καὶ αἰσχίστων εἰδῶν τῆς ἁμαρτίας!…
Ἰδιαιτέρως ἀνησυχητικὸν δι’ ἡμᾶς εἶναι τὸ ὅτι τὰ τέκνα ἡμῶν, ἡ νεολαία ἡμῶν, ἀναπτύσσονται ἐντὸς τοῦ περιβάλλοντος τούτου. Εἶναι πολὺ δύσκολον δι’ αὐτὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν ὡς «υἱοὶ Θεοῦ», τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν περικυκλοῦνται ὑφ’ ἑνὸς τρόπου ζωῆς ἑδραζομένου ἐπὶ τῆς ἀπιστίας, ἥτις ἀρνεῖται ἁπάσας τὰς βασικὰς ἀρχὰς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς οἰκογενείας.
Διὰ τοῦτο ἔχομεν συστήσει εἰς τοὺς Ἐφημερίους ἡμῶν, ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐπιδείξουν ἰδιαιτέραν φροντίδα εἰς τὴν διδασκαλίαν περὶ οἰκογενειακῆς ζωῆς εἰς τὰ Ποίμνιά των. Διὰ νὰ δυνηθοῦν τὰ τέκνα νὰ ἐξελιχθοῦν εἰς υἱοὺς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αἱ ἐκπαιδευτικαὶ προσπάθειαι τῶν γονέων πρέπει νὰ ἀρχίσουν ἀπὸ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον τὰ τέκνα αὐτῶν εὑρίσκονται εἰσέτι ἐντὸς τῆς κοιλίας τῆς μητρός. Ἀκόμη καὶ ἄπιστοι ἰατροὶ ἀναγνωρίζουν τώρα, ὅτι ἡ περίοδος ἐκείνη εἶναι λίαν σημαντικὴ διὰ τὴν μελλοντικὴν ἀνάπτυξιν τοῦ νηπίου! Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ τροφοδοτοῦν τὰ τέκνα αὐτῶν ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας μὲ καλὰς καὶ ἁγίας ἐντυπώσεις, παρέχοντες οἱ ἴδιοι ἑαυτοὺς παράδειγμα προσευχῆς καὶ ἀρετῆς, ὥστε ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀνηθικότης νὰ εἶναί τι ξένον πρὸς αὐτά, καὶ νὰ μὴν προσελκύῃ ταῦτα, ἀλλ’ ἀντιθέτως, νὰ τὰ ἀπωθῇ. Πρέπει νὰ ἐνθυμῶνται ὅτι τὰ τέκνα των, ὅταν ἐνηλικιωθοῦν, θὰ παράσχουν χαρὰν καὶ παρηγορίαν πρὸς αὐτούς, μόνον κατὰ τὸ μέτρον τοῦ καλοῦ, τὸ ὁποῖον ἐνεφυτεύθη εἰς τὰς καρδίας των ὑπὸ τῆς οἰκογενείας των. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον, οἱ Ἐφημέριοι ὀφείλουν συνεχῶς νὰ διδάσκουν γονεῖς τε καὶ τέκνα, καὶ ταυτοχρόνως νὰ φροντίζουν διὰ τὴν ἵδρυσιν ἐκκλησιαστικῶν σχολείων καὶ τὴν προσέλκυσιν νεαρῶν ἐνοριτῶν ἐκ παιδικῆς αὐτῶν ἡλικίας πρὸς ἐνεργὸν συμμετοχήν των εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι καλὸν νὰ προσελκύῃ κανεὶς πλησίον του ψυχὰς νέων, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶναι δηλητηριασμέναι ὑπὸ παραδειγμάτων τοῦ κακοῦ, ἐκλαμβανομένου τούτου ὡς ἐπιτρεπτοῦ ἤ ἀκόμη καὶ θετικοῦ. Ἄς φροντίσουν οἱ Ἐφημέριοι καὶ οἱ γονεῖς, ὥστε τὰ τέκνα των νὰ ἴδουν καὶ νὰ γνωρίσουν πρότυπα καλοῦ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ κατορθώματα μεγάλων ἀνδρῶν. Εἶναι ἰδιαιτέρως ἀναγκαῖον νὰ διδάσκουν ἐπιμόνως αὐτὰ νὰ ἀγαποῦν τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ ἀποστρέφωνται ἅπαντα τὰ εἴδη τοῦ ψεύδους.
γ. «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» καὶ Οἰκουμενισμὸς
Τὸ ψεῦδος ἔχει τώρα ἀποκτήσει ἰδιαιτέραν ἰσχύν, εἰσχωρῆσαν βαθέως ἐντὸς τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονον, οἱ διασπείροντες αὐτὸ δὲν εἶναι μόνον πολιτικοὶ παράγοντες, θεωροῦντες τὰ πάντα ἐπιτρεπτὰ διὰ τὴν ἀπόκτησιν ἰσχύος, ἀλλ’ ἐπίσης ἐκπρόσωποι διαφόρων θρησκευτικῶν δογμάτων. Μία καθαρὰ ἔκφρασις τούτου ὑπῆρξεν ἡ Ἕκτη Γενικὴ Συνέλευσις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν εἰς Βανκοῦβερ κατὰ τὸν αὐτὸν σχεδὸν χρόνον μὲ τὰς Συνεδρίας τῆς ἡμετέρας Συνόδου.
Ἡ Σύνοδος ἡμῶν, εἰς τὴν Ἀπόφασιν αὐτῆς ἀπὸ 28ης Ἰουλίου/1ης Αὐγούστου [1983], ἐξήγησεν ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Διασπορᾷ δὲν λαμβάνει μέρος εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, καθ’ ὅσον τοῦτο ἐπιδιώκει νὰ ἐκπροσωπῇ τοὺς συμμετέχοντας -ἀπεσταλμένους ὁμάδων αἱ ὁποῖαι διαφέρουν ὡς πρὸς τὰς πεποιθήσεις των- ὡς νὰ εἶχον αὗται εἶδος ἑνότητός τινος ἐν τῇ πίστει αὐτῶν. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, ἡ θέσις αὕτη ἀποτελεῖ ψεῦδος, καθ’ ὅσον οὗτοι, ὄντες μέλη διαφόρων ὁμολογιῶν καὶ σεκτῶν, δὲν ἔχουν ἀπαρνηθῆ τὰ σημεῖα ἀσυμφωνίας μεταξὺ ἀλλήλων, καὶ πολὺ ὀλιγώτερον μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπὶ δογμάτων καὶ θεμελιωδῶν θέσεων. Ἐν ὀνόματι ἐξευρέσεως ἑνοποιητικῶν διατυπώσεων, αἱ ἀνωτέρω διαφοραὶ πεποιθήσεων δὲν ἔχουν ἐξαλειφθῆ, ἀλλ’ ἁπλῶς ἔχουν παραμερισθῆ. Ἀντὶ τῶν ἀκραδάντων ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οὗτοι ἐπιχειροῦν νὰ ἴδουν μόνον γνώμας, οὐχὶ ὑποχρεωτικὰς διὰ πάντας. Εἰς ἀπάντησιν τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου Πίστεως, λέγουν ὁμοῦ μὲ τὸν Πιλᾶτον: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;». Καὶ τὰ κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξα μέλη τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ὅλον καὶ περισσότερον ἐπισύρουν ἐφ’ ἑαυτῶν τὴν μομφὴν κατὰ τοῦ Ἀγγέλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἤ ζεστὸς» (Ἀποκαλ. γ΄ 15).
Μία καθαρὰ διακήρυξις τοιαύτης ψευδοῦς ἑνώσεως ἦτο ἡ τέλεσις τῆς οὕτω καλουμένης «Λειτουργίας τῆς Λίμα», τ.ἔ. μιᾶς ὑποτιθεμένης εὐχαριστιακῆς τελετῆς, ὑπὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας καὶ διαφόρων προτεσταντῶν παστόρων. Αὕτη ἡ «Λειτουργία», συντεθεῖσα ἀρχικῶς εἰς μίαν Συνέλευσιν εἰς Λίμα (τοῦ Περοῦ), ἀποβλέπει εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τοὺς συμμετέχοντας εἰς τὰ πρῶτα στάδια τῆς ἀρχαίας Ὀρθοδόξου Λειτουργίας, ἀλλ’ ἄνευ τοῦ κυριωτέρου στοιχείου: τὴν ἄνευ ὅρων πίστιν εἰς τὴν μεταβολὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ τελεσθῇ αὕτη μόνον ὑπὸ Λειτουργοῦ φέροντος ἀποστολικὴν διαδοχήν.
Περιγράφον τὴν «Λειτουργίαν» ταύτην τὸ περιοδικὸν Newsweek τῆς 22ας Αὐγούστου 1983, ἔγραψεν: «Ἔναντι τοῦ ἀλταρίου εὑρίσκετο ἕν πολυεθνικὸν ἐκκλησίασμα 3.500 Χριστιανῶν πάσης φυλῆς καὶ ἐκ πάσης γωνίας τῆς γῆς, συμπεριλαμβανομένων Ρωμαιοκαθολικῶν κληρικῶν καὶ γενειοφόρων Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἵτινες, πρὸ ὀλίγου χρόνου, θὰ ἀπέφευγον μίαν τοιαύτην τελετήν». Συμφώνως πρὸς μίαν ἀνταπόκρισιν τῆς Ὑπηρεσίας Οἰκουμενικοῦ Τύπου τῆς 4ης Αὐγούστου, κατὰ τὴν διάρκειαν τελέσεως τῆς Λειτουργίας τῆς Λίμα ὑπὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν μετέσχον τῶν μυστηρίων, ἀλλὰ συνεπροσευχήθησαν μόνον. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας1 ἀνέπεμψε δέησιν, ὅπως «συντόμως ἀποκτήσωμεν ὁρατὴν ἑνότητα ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, εὐλογοῦντες τὸν ἄρτον καὶ τὸ ποτήριον ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἁγίας Τραπέζης».
Ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος (Ἀμερικῆς) Ἰάκωβος ἐτέλεσε χωριστὴν Λειτουργίαν τὴν ἡμέραν τῆς Μεταμορφώσεως (ν.ἡ.), κατὰ τὴν ὁποίαν, συμφώνως πρὸς ἀναφορὰς ληφθείσας παρ’ ἡμῖν, ἐδόθη ἡ Θεία Κοινωνία ἄνευ ἐπαρκοῦς ἐλέγχου ὄχι μόνον πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους τοὺς πλησιάσαντας εἰς τὸ Ἅγιον Ποτήριον.
Τοιουτοτρόπως, βλέπομεν μετὰ λύπης ὅτι ἡ αὐξανομένη πορεία ἐφαρμογῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, περὶ τῆς ὁποίας εἴχομεν προειδοποιήσει τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν διὰ τῶν ἡμετέρων «Ἐπιστολῶν Πόνου», ὄχι μόνον δὲν ἔχει ἀνασταλῆ, ἀλλὰ καὶ ἐκτείνεται. Ἡ διαμόρφωσις ἑνὸς διομολογιακοῦ φρονήματος περὶ τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Εὐχαριστίας καὶ τῆς Ἱερωσύνης, ἔχει κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἐκδηλωθῆ εἰς ποικίλας οὕτω καλουμένας Οἰκουμενικὰς Ἀκολουθίας, ἰδιαιτέρως δὲ καθαρῶς ἐξεφράσθη εἰς τὸ κείμενον τῆς Λίμα καὶ νῦν εἰς Βανκοῦβερ. Ἡ Σύνοδος ἡμῶν ἔχει ῥητῶς καταδικάσει τὴν προκήρυξιν ταύτην καὶ ἔχει ὁρίσει ὅπως προστεθῇ Ἀναθεματισμὸς διὰ τὴν αἵρεσιν τοῦ Οὐκουμενισμοῦ εἰς τὸ «Συνοδικὸν» τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπιπροσθέτως, οἱονδήποτε εἶδος συμμετοχῆς Ὀρθοδόξων εἰς προσευχὴν μεθ’ ἑτεροδόξων, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς κοινὴν προσευχὴν εἰς τὴν οὕτω καλουμένην οἰκουμενικὴν «Λειτουργίαν τῆς Λίμα», ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς δι’ Ὀρθοδόξους, συμφώνως πρὸς τοὺς ΜΕ΄ καὶ ΜΣΤ΄ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ ὑποβάλλει τούτους εἰς ἀφορισμὸν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ΛΒ΄ καὶ ΛΓ΄ Κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύουν εἰδικῶς τὴν λῆψιν ἄρτου καὶ οἴνου εὐλογηθέντων ὑπὸ μὴ Ὀρθοδόξων Κληρικῶν, ὡς καὶ τὴν ἀπὸ κοινοῦ προσευχὴν μετ’ αὐτῶν. Ὁ ἐπιφανὴς Ρῶσος Κανονολόγος Ἐπίσκοπος τοῦ Σμολὲνσκ Ἰωάννης, γράφει εἰς σχόλιον αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ΜΣΤ΄ Κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες ἐν γένει μίαν βάσιν διαγράφουν διὰ τὴν ἀπόρριψιν αἱρετικῶν θρησκευτικῶν τελετῶν: τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν αἵρεσιν δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἀληθὴς ἱερωσύνη, εἰ μὴ μόνον ψευδὴς τοιαύτη. Τοῦτο συμβαίνει διότι, λόγῳ τοῦ χωρισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῆς ἱερωσύνης αὐτῶν παύει νὰ ὑφίσταται, ἀφ’ ἑνὸς καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ παροχὴ τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν χειροτονίαν ἐπίσης διακόπτεται. Συνεπῶς, δὲν δύνανται νὰ μεταβιβάσουν ταύτην εἰς ἑτέρους· καὶ ὡς μὴ λαβόντες νόμιμον δικαίωμα διὰ τὴν τέλεσιν τῶν Μυστηρίων, δὲν δύνανται ἑπομένως νὰ καταστήσουν ἀληθῆ καὶ σωτηριώδη τὰ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα Μυστήρια».
δ. Συνεργασία «Π.Σ.Ε.» καὶ Πατριαρχείου Μόσχας
Εἰς ἁπάσας τὰς δραστηριότητας τῆς ἐν Βανκοῦβερ Γενικῆς Συνελεύσεως, ἐνεργὸν μέρος διεδραμάτισεν ἡ πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τὸ ὁποῖον μετ’ ἐπιτάσεως χρησιμοποιεῖ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν διὰ Σοβιετικὴν προπαγάνδα. Αὕτη χρησιμοποιεῖται δεόντως πρὸς διάδοσιν ψευδῶν εἰδήσεων περὶ τῆς ὑποτιθεμένης ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, καὶ πρὸς παρεμπόδισιν -ὑπὸ τὸ πρόσχημα προασπίσεως τῆς εἰρήνης- τοῦ ἐξοπλισμοῦ τῶν χωρῶν ἐκείνων, αἵτινες, πιθανόν, θὰ ἠδύναντο νὰ προλάβουν τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ Κομμουνισμοῦ εἰς τὴν Δύσιν. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας εἰς εὐρεῖαν κλίμακα ὁμιλοῦν περὶ ὑποστηρίξεως φιλοκομμουνιστικῶν κινημάτων, ἐνῷ κατ’ οὐδένα τρόπον ἐπιτρέπουν νὰ κατηγορήσῃ τις τοὺς Σοβιετικοὺς διὰ θρησκευτικὸν διωγμόν.
Τοιουτοτρόπως, ὡς ἐπακόλουθον τῆς ἀντιδράσεως τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Μόσχας, ἡ ἀναφορὰ τοῦ Διακόνου Βλαδιμήρου Ρούσακ, ὅστις συνέγραψε βιβλίον περὶ τῆς δυσχεροῦς θέσεως τῆς διωκομένης Ἐκκλησίας ἐν τῇ Σοβιετικῇ Ἑνώσει, δὲν ἐπετράπη νὰ ἀναγνωσθῇ κατὰ τὴν Συνέλευσιν. Ἐξ αἰτίας τοῦ βιβλίου τούτου ἐπαύθη οὗτος ἀπὸ ἱεροπραξίας καὶ ἐκλήθη εἰς ἀπολογίαν ὑπὸ τῆς Κὰ-Γκὲ-Μπέ. Εἰς μάτην ἤλπιζε νὰ προσελκύσῃ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Συνελεύσεως διὰ τὸν διωγμὸν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν χώραν του. Ἐνῷ διὰ μακρῶν καὶ μετὰ στόμφου ὁμιλοῦν αἱ Συνελεύσεις αὗται περὶ ἀνάγκης αὐξήσεως τοῦ ἐνδιαφέροντος ὑπὲρ τῶν πολυποικίλων ἀριστερῶν ὁμάδων,ἔχουν ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν παραμείνει κωφαὶ εἰς τὰς κραυγὰς τῶν πραγματικῶν καὶ πολυαρίθμων θυμάτων τοῦ ἀθεϊσμοῦ!
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τοῦτο συμβαίνει κατὰ μέγα μέρος, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκούσουν οὐδεμίαν φωνὴν ἐκ τῆς Ρωσίας, εἰ μὴ μόνον αὐτὴν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τὸ ὁποῖον, ὅμως, λέγει μόνον ὅ,τι διατάσσεται νὰ λέγῃ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν πάσης θρησκευτικῆς πίστεως, μέσῳ τῶν ὀργάνων τῆς Κὰ-Γκὲ-Μπέ.
Μία εἰδικὴ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων ἐλήφθη ἐπίσης ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς ἕν σκανδαλῶδες συμβάν: τὴν ἐντολὴν τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας ὅπως τελεσθοῦν Μνημόσυνα διὰ τὸν ἀποθανόντα τὸ παρελθὸν ἔτος (1982) ἀθεϊστὴν καὶ διώκτην τῆς Ἐκκλησίας Μπρέζνιεφ, τοῦ ὁποίου τὰς πράξεις ὁ Πατριάρχης Ποιμὴν βλασφήμως ἀπεκάλεσε «θεαρέστους»! Εἰς τὰς ὁδηγίας διὰ τὴν τέλεσιν Μνημοσύνων ὑπὲρ αὐτοῦ ὑπεδεικνύετο, ὅτι δὲν ἔπρεπεν νὰ ἀποκληθῇ «δοῦλος τοῦ Θεοῦ» -ὅπως καὶ βεβαιότατα δὲν ὑπῆρξεν. Ἅπαντες ὅμως θὰ πρέπῃ νὰ εἶχον αἰσθανθῆ δυσκόλως, προσφέροντες οἱονδήποτε εἶδος προσευχῶν διὰ τὴν κατάταξιν εἰς τὴν Οὐράνιον Βασιλείαν ἀνθρώπου, ὅστις ἠρνήθη αὐτὴν ταύτην τὴν ὕπαρξιν τῆς Βασιλείας! Οὕτω, παράβασις ἐκκλησιαστικῶν Κανόνων πρὸς εὐαρέστησιν τῶν ἀθεϊστῶν, ἀναποφεύκτως ὁδηγεῖ εἰς ὑποκρισίαν. Ἡ Σύνοδος παρετήρησεν ὅτι, ὁπωσδήποτε καὶ ἄν ἀπεκαλεῖτο ὁ Μπρέζνιεφ, τὰ Μνημόσυνα ὑπὲρ αὐτοῦ περιεῖχον μίαν ἐσωτερικὴν ἀντινομίαν, ὑποκρισίαν καὶ ψεῦδος. Ὑπῆρξαν μία ἀσυγχώρητος βλασφημία.
Θὰ ἀνέμενέ τις ὅτι ἅπας ὁ κόσμος, ἰδιαιτέρως ὁ Ὀρθόδοξος κόσμος, θὰ ἐταράσσετο μετ’ ἀγανακτήσεως ἐνώπιον τοιαύτης βλασφημίας, ἀλλ’ ἀλλοίμονον, ἅπαντες σιωποῦν, ἐνῷ μία σαφὴς δήλωσις διαμαρτυρίας ἔχει ἐκδοθῆ μόνον παρὰ τῆς ἡμετέρας Συνόδου.
ε. Μία ἐλπιδοφόρος διαπίστωσις
Ἀντιμετωπίζοντες τοιαύτην ἀδιαφορίαν περὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἕνεκα τοῦ ἀναπτυσσομένου μοντερνισμοῦ, σεβαστὸς ἀριθμὸς Ὀρθοδόξων Ἱερέων καὶ πιστῶν ἔχει στραφῆ πρὸς τοὺς ἡμετέρους Ἱεράρχας διὰ τὴν διατήρησιν τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς πορείας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἡγιασμένης ὑπὸ αἰωνοβίου Παραδόσεως, συμφώνως πρὸς τὸ ὀρθόδοξον ἡμερολόγιον τὸ ἐγκαθιδρυθὲν ὑπὸ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου2.
Τοιουτοτρόπως ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἔχει ἐμπλουτισθῆ μὲ νέα τέκνα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμπλουτίζεται ὄχι μόνον ὑπὸ Ἑλλήνων ἀφωσιωμένων εἰς τὴν πίστιν, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ὑπὸ Ἐνοριῶν, ἀποκοπεισῶν μὲν ἀπὸ τὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας καὶ προσχωρησασῶν εἰς τὴν παράνομον Ἀμερικανικὴν Αὐτοκεφαλίαν, ἐπιστρεφουσῶν δὲ νῦν εἰς τοὺς κόλπους αὐτῆς. Διὰ πολλοὺς ἐξ αὐτῶν ἡ ἀπόφασίς των αὕτη δὲν ἐλήφθη εὐκόλως, καθ’ ὅσον συνεπάγεται μεγάλας θυσίας. Χαίρομεν διὰ τὴν ἀγάπην των πρὸς τὴν ἀλήθειαν καὶ σφοδρῶς ἐπιθυμῶμεν ὅπως ἅπαντα τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν διάγουν τὸν θρησκευτικόν των βίον μὲ ὅσον ζῆλον τὸ πράττουν τὰ νέα ταῦτα τέκνα, τὰ ὁποῖα τελευταίως ἦλθον εἰς γνῶσιν τῆς ἀληθείας καὶ ἡνώθησαν μετ’ αὐτῆς.
Παρ’ ὅλον ὅτι οἱ ἀπὸ διαφόρων ἐθνοτήτων καὶ προηγηθεισῶν συνηθειῶν προσαρτησθέντες εἰς τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν πιθανὸν νὰ παρουσιάζουν ἐνίοτε τὸ ἕν ἤ τὸ ἄλλον ποιμαντικὸν πρόβλημα, βλέπομεν τοῦτο μετὰ κατανοήσεως, ἐνθυμούμενοι ὅτι ἐνώπιον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐνι Ἕλλην ἤ Ἰουδαῖος, Ρῶσος, Ἀμερικανός, ἤ οἱαδήποτε ἑτέρα διαφορὰ προελεύσεως. Πάντες θεωροῦνται ὡς ἀγαπητὰ τέκνα ἡμῶν, ἔχοντα ἕνα κοινὸν σκοπόν: νὰ διατηρήσουν ἀλώβητον τὴν πίστιν τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ σώσουν τὰς ψυχάς των, ἀνεξαρτήτως τῶν ἐξωτερικῶν συνθηκῶν, αἵτινες μᾶς περιβάλλουν.
στ. Τὰ σημεῖα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου
Διαβιοῦμεν ἐντὸς τοῦ αὐτοῦ κόσμου, καὶ δι’ ἅπαντας ἡμᾶς ὑπάρχουν οἱ αὐτοὶ κίνδυνοι καὶ πειρασμοὶ ἐκ μέρους τῆς ἀποστασίας, ἥτις ἔχει ἐναγκαλισθῆ τὸν κόσμον ἅπαντα, τ.ἔ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ περὶ τῆς ὁποίας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προειδοποίησε τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν Δευτέραν αὐτοῦ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολήν.
Πολλοὶ σήμερον παρατηροῦν σημεῖα τῆς προσεγγίσεως τοῦ τέλους τοῦ κόσμου. Ὡρισμένοι ἐπιστήμονες ἤδη θεωροῦν τοῦτο ὡς ἐνδεχομένην πιθανότητα διὰ τὸν ἐξαντλημένον καὶ οὕτως εἰπεῖν «γηράσκοντα» κόσμον, ὑπολογίζοντες τὸν χρόνον κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ συμβῇ τοῦτο. Ἄλλοι δὲ μελετοῦν τὰς προφητείας τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί, ἐφαρμόζοντες αὐτὰς εἰς τὴν πορείαν τῆς συγχρόνου πολιτικῆς ζωῆς, προβλέπουν τὸν ἐπικείμενον ἐρχομὸν παγκοσμίων κρίσεων καὶ ἐσχάτων ἡμερῶν. Αἱ χρονολογίαι ὅμως καὶ οἱ ἐπακριβεῖς προσδιορισμοὶ δὲν εἶναι εἰσέτι προσιτοὶ εἰς ἡμᾶς. Ὁ Κύριος ἁπλῶς προειδοποίησεν ἡμᾶς δι’ ὡρισμένα σημεῖα ἐν τῷ κόσμῳ, ἅτινα θὰ προηγηθοῦν τοῦ τέλους αὐτοῦ, λέγων πρὸς ἡμᾶς, «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγὼ εἰμὶ ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι» (Ματθ. κδ΄ 4-5).
Εἰς τοὺς ποικίλους φανεροὺς ψευδομεσσίας προσετέθησαν ἤδη ἀναφοραὶ περὶ τῆς γεννήσεως καὶ προπαρασκευῆς ἑνὸς σοβαρωτέρου διεκδικητοῦ τῆς θέσεως τοῦ Παγκοσμίου Βασιλέως καὶ Ψευδο-Μεσσίου. Ὁπωσδήποτε δὲν δυνάμεθα ἀκόμη νὰ βεβαιώσωμεν οὐδὲν θετικῶς, ἐκτὸς τοῦ γεγονότος, ὅτι τὰ σημεῖα ἔχουν ἤδη ἐμφανισθῆ, καὶ συμφώνως πρὸς τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ προβλέψῃ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ «Υἱοῦ τῆς Ἀπωλείας» ἐντὸς μιᾶς ἐγγυτάτης περιόδου τῆς ἱστορίας, ἤ ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῶν ἑπομένων ὀλίγων ἐτῶν, μετὰ τὴν ἑνοποίησιν παντὸς τοῦ κόσμου ὑπὸ μίαν παγκόσμιον κυβέρνησιν.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν εἶναι ἄνευ λόγου, ὅτι εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Προνοίας Του ὁ Κύριος δὲν ἀποκαλύπτει ταῦτα πλήρως πρὸς ἡμᾶς. Δι’ ἡμᾶς εἶναι ἀρκετὸν νὰ γνωρίζωμεν ὅτι ἔχομεν ἤδη εἰσέλθει εἰς μίαν περίοδον τῆς ἱστορίας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ σχετικῶς ἐπικειμένη ἐμφάνισις τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι λίαν πιθανή. Καὶ τοῦτο ἀπαιτεῖ πνευματικὴν ἑτοιμότητα ἀπὸ ἡμᾶς.
Τί σημαίνει μία τοιαύτη ἑτοιμότης; Σημαίνει, τὴν εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ἀνάπτυξιν τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, ὥστε νὰ δημιουργηθῇ ἡ ἱκανότης ἀντιστάσεως ἔναντι τῶν πειρασμῶν τοῦ Ἀντιχρίστου. Πολλοὶ ἐκ τῶν πειρασμῶν τούτων –μὲ τὴν ἔννοιαν ἐξασθενίσεως τῆς πίστεως, θεοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου, προδοσίας τῆς πίστεως εἰς τὴν μίαν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν ἐν ὀνόματι οὐμανιστικῆς τινος θρησκευτικῆς ἑνότητος ὑπὸ μίαν ψευδοεκκλησίαν- εὑρίσκονται ἤδη ἐνώπιον ἡμῶν, προπαρασκευάζοντες εἰσέτι καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπως εἶναι ἕτοιμοι διὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰς ὁδοὺς τοῦ Ἀντιχρίστου!
Ἀλλὰ τί δυνάμεθα νὰ πράξωμεν, ἐκτὸς τοῦ νὰ παρατηρῶμεν τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν; Ὀφείλομεν νὰ ἀναπτύξωμεν ἐντὸς ἡμῶν, ἐντὸς τῶν ἡμετέρων Ποιμνίων, ἐντὸς πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων οἰκογενειῶν ἡμῶν, μίαν σταθερὰν πίστιν εἰς τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὸ μέγα δῶρον τοῦ νὰ ἀνήκωμεν εἰς τὴν μίαν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία, ἄν καὶ κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ὑπάρξεως Αὐτῆς δὲν καθωρίζετο νὰ εἶναι μία μειοψηφία εἰς τὴν γῆν, ὅμως Αὕτη, καίτοι μειοψηφία, ἀπετελεῖτο μόνον ἐκ πιστῶν καὶ ἀφωσιωμένων ἀνθρώπων εἰς τὴν ἀληθῆ ταύτην Ἐκκλησίαν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἕν εὔκολον καθῆκον· ἀπαιτεῖ ἀντιθέτως σταθερὰν πίστιν, πνευματικὴν ἰσχύν, καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν ἀλήθειαν, ἐν μέσῳ ἑνὸς περιβάλλοντος κόσμου ἀλλοτρίου τυγχάνοντος πρὸς τὸν Χριστόν.
ζ. Ἔκκλησις πρὸς ἐγρήγορσιν
Ἐν ὄψει τῶν πειρασμῶν, οἵτινες ἤδη ὑπάρχουν καὶ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζομεν, πρέπει νὰ κατευθύνωμεν ἁπάσας τὰς πνευματικὰς καὶ ψυχικὰς ἡμῶν δυνάμεις εἰς προετοιμασίαν δι’ οἱασδήποτε δοκιμασίας. Βοηθούμεθα εἰς ταύτην τὴν προπαρασκευὴν ὑπὸ τοῦ ἐπικειμένου (ἐντὸς πέντε ἐτῶν) ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος ἀπὸ τῆς Βαπτίσεως ἐν Χριστῷ τῆς Ρωσίας. Ἀνανεοῦντες ἐντὸς τῆς διανοίας καὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν τὰς ἀρχὰς ἐκείνας τῆς εὐσεβείας, τὰς ὁποίας ὁ Πρίγκηψ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἐνεφύτευσεν ἐν Ρωσίᾳ, θὰ ἐπιχειρήσωμεν νὰ ἐνστερνισθῶμεν αὐτὰς εἰς τὴν καθημερινὴν ἡμῶν ζωήν, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐπιτρέψῃ νὰ τὰς ἐπαναφέρωμεν εἰς τὴν Πατρίδα μας, οὕτως ὥστε νὰ συνενωθῶμεν ἐκ νέου μετ’ ἐκείνου τοῦ τμήματος τῆς Ἁγίας Ρωσίας τὸ ὁποῖον, παρ’ ὅλην τὴν ἀπάτην καὶ τὴν δίωξιν, συνεχίζει νὰ ὑπάρχῃ ἐκεῖ, ἔστω καὶ εἰς μικρὸν ἀριθμόν3.
Ὁ Κύριος ἔχει ἐπιτρέψει εἰς ἡμᾶς νὰ ζῶμεν ἄχρι στιγμῆς ἐν ἐλευθερίᾳ, οὐδόλως ὑφιστάμενοι ἐξωτερικήν τινα βίαν καὶ οὐδόλως περιοριζόμενοι εἰς τὴν πνευματικὴν ἡμῶν ζωήν, εἰ μὴ μόνον ἐκ τῆς ἀπουσίας πίστεως καὶ τῆς ὀκνηρίας ἡμῶν. Διὰ νὰ ἀποφύγωμεν τὴν μόλυνσιν ὑπὸ τοῦ βορβόρου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς κακίας ἥτις περιβάλλει ἡμᾶς, ὀφείλομεν ὅπως ἀφυπνισθῶμεν πνευματικῶς.
Εἰς μίαν ἐμπνευσμένην καὶ φλογερὰν ἀναφορὰν πρὸς τὴν Σύνοδον ἐπὶ τῆς ἀναγκαιότητος πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Βιτάλιος, ἔγραφεν: «Ἅπαν τὸ Ποίμνιον ἡμῶν εὑρίσκεται ἤδη ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσῳ τῆς Μυστηρίων· μόνον νὰ ἀναρριπίσωμεν χρειαζόμεθα εἰς πῦρ τὴν φλόγα ἐκείνην, διὰ παντὸς μέσου καταλλήλου διὰ ποιμαντικὴν ἐργασίαν, καὶ νὰ πράξωμεν ὅ,τι δυνάμεθα ἵνα γενώμεθα τὰ πάντα τοῖς πᾶσι, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, οὕτως ὥστε νὰ σωθοῦν τινες. Εἰς ἐφαρμογὴν τούτου, ὀφείλομεν νὰ πείσωμεν τοὺς πιστοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν παλαιὰν συνήθειαν νὰ κοινωνοῦν τῶν ἁγίων Μυστηρίων μόνον ἅπαξ κατ’ ἔτος, ἐὰν ἀκόμη ἐπιμένουν τινες εἰς τοῦτο τὸ κάθε ἄλλο παρὰ ἀξιέπαινον ἔθος. Πρέπει νὰ πείσωμεν ἅπαντας τοὺς Ἱερεῖς ἡμῶν ὅπως προσεύχωνται καὶ οἱ ἴδιοι πρὸ τῆς τελέσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, διὰ νὰ χορηγήσῃ εἰς αὐτοὺς ὁ Κύριος τὴν δωρεὰν τῆς ἀγάπης, τῆς σοφίας, τῆς συμπαθείας καὶ τοῦ ἐλέους. Πρέπει ἐπίσης νὰ τονίσωμεν εἰς ἅπαν τὸ Ποίμνιον ἡμῶν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς πρὸ τῆς προσελεύσεως εἰς τὴν Ἐξομολόγησιν, ἵνα ὁ Κύριος παράσχῃ εἰς αὐτοὺς τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀληθῆ μετάνοιαν, τὸ χάρισμα τῆς κατανύξεως καὶ συντριβῆς διὰ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, τὸ ὁποῖον ἀποκαθαίρει τὰς ψυχὰς ἡμῶν διὰ τοῦ ὕδατος ἑνὸς δευτέρου βαπτίσματος, ὅπερ ἀποτελεῖ ὅ,τι θὰ ὤφειλεν ἡ Ἐξομολόγησις νὰ εἶναι, ἀντὶ μιᾶς στιγμιαίας, ἁπλῆς ἀπαριθμήσεως τῶν ἁμαρτιῶν».
Ταυτοχρόνως, παρακαλοῦμεν τὰ πνευματικὰ ἡμῶν τέκνα ὅπως ἀποφεύγουν νὰ παρασύρωνται εὐχερῶς εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως ἑτέρων, καὶ μάλιστα τῶν Ἐφημερίων αὐτῶν. Ἡ πρᾶξις αὕτη ὑποκινεῖται ὑπὸ πολλῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐχθρῶν, οἵτινες πρὸ πολλοῦ ἐπέλεξαν τὸ κέντρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν διοικήσεως –τὴν ἐνδημοῦσαν Σύνοδον, τὴν ἐκλεγεῖσαν ὑπὸ τοῦ σώματος ἁπάντων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου- ὡς ἀντικείμενον τῶν ἰδιαιτέρως πικρῶν αὐτῶν ἐπιθέσεων. Δὲν παραλείπουν πρὸς τοῦτο νὰ χρησιμοποιοῦν οἱονδήποτε εἶδος ψεύδους καὶ συκοφαντίας, ἐλπίζοντες οὕτω νὰ ὑπονομεύσουν τὸ κῦρος καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς κεντρικῆς διοικήσεως ἡμῶν, τὴν ὁποίαν μισοῦν. Μὴ δίδετε πίστιν εἰς ψευδεῖς διαδόσεις, ἔχοντες κατὰ νοῦν ὅτι πολλάκις -ὑπὸ τὴν ἐμφάνισιν ἐνίοτε προασπίσεως τῆς ἀληθείας- κυκλοφοροῦν αὗται ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄπισθεν τῶν ὁποίων ἵστανται Σοβιετικοὶ πράκτορες καὶ μυστικοὶ ὑποστηρικταὶ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Ἐνθαρρύνων καὶ ὑπενθυμίζων ἡμᾶς περὶ τῆς Αὐτοῦ ἀγάπης καὶ φροντίδος ὁ Κύριος, ἔχει πέμψει τελευταίως πρὸς ἡμᾶς μίαν θαυμαστὴν διαβεβαίωσιν: τὴν μυροβλύζουσαν Εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης (τῶν Ἰβήρων)4, ἐνώπιον τῆς ὁποίας προσηυχήθημεν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν Συνεδριάσεων, παρακολουθοῦντες τὴν θαυματουργὸν ροὴν ἐξ Αὐτῆς ἀφθόνου εὐώδους μύρου! Διὰ τούτου ἡ Πάναγνος Θεοτόκος πάλιν δεικνύει πρὸς ἡμᾶς τὴν φροντίδα Αὐτῆς τὴν ὁποίαν εἴχομεν γνωρίσει κατὰ τὸ διάστημα ὅλων αὐτῶν τῶν ἐτῶν, διὰ τῆς ἐπίσης θαυμαστῆς Ὁδηγητρίας –τῆς θαυματουργοῦ Αὐτῆς Εἰκόνος «Κούρσκ-Κορενάγια».
Ἀναγνωρίζοντες ὅτι ὁ κόσμος ἵσταται ἐνώπιον ἑνὸς ἱστορικῶς ἄνευ προηγουμένου κινδύνου ἀπιστεύτων ἀναστατώσεων καὶ δυστυχιῶν, θὰ ἀντλῶμεν ἰσχὺν καὶ ἐνθάρρυνσιν δι’ ἑαυτοὺς ἀπὸ ταύτην τὴν θαυμασίαν φανέρωσιν, καὶ παραλλήλως, θὰ προπαρασκευάζωμεν ἑαυτοὺς διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καὶ εὐσεβείας, διὰ τὰς χάριτας, ἤ τὰς δοκιμασίας, τὰς ὁποίας ὁ Θεὸς θὰ εὐδοκήσῃ νὰ ἀποστείλῃ πρὸς ἡμᾶς.
Ὑπεράνω ὅλων ὅμως, ἄς κοπιάσωμεν, ὅπως μὴ ἐπιτρέψωμεν εἰς τοὺς ἑαυτοὺς ἡμῶν νὰ καταποθοῦν ὑπὸ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον αὐξάνει εἰς τὸν περιβάλλοντα κόσμον. Τὸ ἐρώτημα τίθεται ὁσημέραι καὶ συχνότερον, καὶ μετ’ ὀξύτητος ἐνώπιον ἑκάστου: Εἰς ποῖον ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνήκῃ; Εἰς τὸν Χριστόν, ἤ τὸν διάβολον; Συμφώνως μὲ ποίας ἀρχὰς διαβιοῖ; Τὰς Χριστιανικάς, ἤ τὰς ἀντιχριστιανικάς;
Παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, πνευματικὰ ἡμῶν τέκνα, ὅπως δώσητε ἄνευ ταλαντεύσεων καὶ ἄνευ οὐδενὸς φόβου μίαν Ὀρθόδοξον ἀπάντησιν ἐντὸς ὑμῶν εἰς τὰς ἐρωτήσεις ταύτας, καὶ ἐπιλέξητε τὴν λαμπρὰν ὁδὸν τῆς ἐναρέτου ζωῆς· καὶ ἐπιλέγοντες ταύτην, ἀκολουθήσωμεν αὐτὴν γενναίως, οὕτως ὥστε νὰ ἐπιτύχωμεν ἀκωλύτως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ αἱ προσευχαὶ καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἀνδρείων ρώσων Νεομαρτύρων νὰ ἐνισχύουν ἅπαντας ἡμᾶς εἰς τοῦτο!
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων
+ Μητροπολίτης Φιλάρετος
Τὰ Μέλη τῆς Συνόδου
+ Σεραφείμ, Ἀρχιεπίσκοπος Σικάγου καὶ Κεντρικῆς Ἀμερικῆς
+ Ἀθανάσιος, Ἀρχιεπίσκοπος Μπουένος-Ἄϋρες, Ἀργεντινῆς καὶ Παραγουάης
+ Βιτάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Μόντρεαλ καὶ Καναδᾶ
+ Ἀντώνιος, Ἀρχιεπίσκοπος Λὸς Ἄντζελες καὶ Νοτίου Καλιφορνίας
+ Ἀντώνιος, Ἀρχιεπίσκοπος Γενεύης καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης
+ Ἀντώνιος, Ἀρχιεπίσκοπος Σὰν Φρανσίσκο καὶ Δυτικῆς Ἀμερικῆς
+ Σεραφείμ, Ἀρχιεπίσκοπος Καράκας καὶ Βενεζουέλας
+ Παῦλος, Ἀρχιεπίσκοπος Σύδνεϋ, Αὐστραλίας καὶ Νέας Ζηλανδίας
+ Λαῦρος, Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Μονῆς Ἁγίας Τριάδος
+ Κωνσταντῖνος, Ἐπίσκοπος Ρίτσμοντ καὶ Βρετανίας
+ Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Οὐάσιγκτον καὶ Φλώριδος
+ Μᾶρκος, Ἐπίσκοπος Βερολίνου καὶ Γερμανίας
+ Ἀλύπιος, Ἐπίσκοπος Κλήβελαντ
Μόντρεαλ, Αὔγουστος 1983
Παραπομπές:
1. Ὁ ἐνταῦθα ἀναφερόμενος ὀνομαστικὰ οἰκουμενιστὴς ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν σημερινὸ πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν ἔχει ἀρνηθῆ ἤ πολὺ περισσότερο μετανοήσει γιὰ τὴν οἰκουμενιστική, ἀλλὰ καὶ σεργιανιστική, ἤτοι ὑποτελῆ στοὺς ἀθέους, δραστηριότητά του. Πάρα ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, ἡ ὁποία κατήγγελλε μὲ κάθε τρόπο τὶς ἐκτροπὲς τῆς Μόσχας, ἑνώθηκε μετ’ αὐτῆς τὸ 2007, χωρὶς νὰ ἐπιλυθοῦν ὀρθοδόξως τὰ διαιρετικὰ θέματα Πίστεως μεταξύ τους. Ἀπὸ τοὺς 14 Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τὴν ὁμολογιακὴ αὐτὴ Ἐγκύκλιο τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς τὸ 1983, μόνον 3 ζοῦσαν τὸ 2007 ἀποδεχθέντες τὴν δύσφημη ἕνωση.
2. Ἰδιαίτερη προσπάθεια καταβάλλεται ἀπό τινας παλαιότερα καὶ σήμερα, ἀκόμη καὶ Ἀντι-οικουμενιστάς, νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν «ἐθέσπισε»-«ἐγκαθίδρυσε» κάποιο ἡμερολόγιο. Ὅμως, ἐνδιαφερομένη γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅρισε τὴν τήρηση τοῦ Πασχαλίου βασιζομένη στὸ προϋπάρχον Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, πρᾶγμα ποὺ ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν διὰ τῆς Παραδόσεως καθιερωθεῖσα καὶ παγιωθεῖσα ἕως τὸν ΣΤ΄ πλέον αἰῶνα ἑνοποιημένη ἑορτολογικὴ τάξη στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπλήγη δεινῶς μόνον στὶς ἀρχὲς τοῦ Κ΄ αἰῶνος, χάριν συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ἀπὸ αἰώνων καινοτομήσαντας ἡμερολογιακῶς ἑτεροδόξους.
3. Ἡ πρόρρησις αὐτὴ ἐπαληθεύθηκε ἐν μέρει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ἐπί τινα ἔτη δραστηριοποιήθηκε καὶ ἐντὸς Ρωσίας, ἐρχομένη σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ὁμοεθνεῖς αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέκυψαν στὴν ἐξουσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἤ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ αὐτήν. Ὅμως, γιὰ ποικίλους λόγους, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τοῦ ἐνδεχομένου ἑνώσεως μετὰ τῆς Μόσχας, ἡ ὁπωσδήποτε δύσκολη ἐκείνη προσπάθεια ἄρχισε νὰ ἐγκαταλείπεται. Παρὰ ταῦτα, εἶχαν ἤδη διαμορφωθεῖ ἑστίες ἀντιστάσεως καὶ συνεχίσεως τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου πνεύματος, τοῦ ὁποίου φορεὺς καὶ μεταδότης ἦταν ἡ παραδοσιακὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, τμῆμα δὲ αὐτῆς δὲν δέχθηκε τὴν προαναφερθεῖσα ἕνωση μετὰ τῆς Μόσχας τοῦ 2007, ὑπὸ τὸν νῦν Σεβ. Μητροπολίτη κ. Ἀγαθάγγελο τῆς Ὀδησσοῦ, παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἑνότητος ποὺ παρατηρεῖται καὶ τὴν ἐκτροπὴ σὲ ἀκρότητες ὁμάδων ποὺ προέκυψαν μὲ ἀντικανονικὸ τρόπο.
4. Πρόκειται γιὰ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης, ἡ ὁποία ἁγιογραφήθηκε σὲ Ἱερὸ Κελλίο στὰ Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ δωρήθηκε μὲ τρόπο θαυμαστὸ τὸ 1982 στὸν κάτοχο καὶ φύλακά της Ἰωσὴφ Munoz Cortez, προσήλυτο στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν Χιλή, μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, διαμένοντα στὸ Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ. Ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Εἰκόνα ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1982 ἄρχισε θαυματουργικῶς νὰ ρέει εὐῶδες καὶ ἰαματικὸ Μύρο. Τοῦτο διήρκεσε μέχρι τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1997, ὁπότε ὁ φύλακας Αὐτῆς ἀδ. Ἰωσὴφ φονεύθηκε ὑπὸ ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες κατὰ τὴν διάρκεια ταξιδίου του στὴν Ἑλλάδα, ἔκτοτε δὲ ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ Ἱερὰ Εἰκόνα ἀγνοεῖται ποῦ βρίσκεται καὶ τί ἀπέγινε.