«Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα’ νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν»
Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».
Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».
Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.
Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.
Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.
Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.
Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.
Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.
Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.
Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».
Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους. Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!
Μου ζητήθηκε να γράψω τί πρέπει να λένε οι γονείς ή οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα παιδιά για το 1821. Το ερώτημα μου φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολο στην απάντηση. Άρχισα να ψάχνομαι. Ρώτησα διάφορους που ασχολούνται με τα παιδιά. Έμπειρος παιδαγωγός μου είπε να διηγηθώ ό,τι με φωτίσει ο Θεός, αλλά με ζέση και με πίστη και να είμαι βέβαιη ότι τα παιδιά θα με καταλάβουν... Νηπιαγωγός μου είπε να πω ένα ιστορικό συμβάν σαν παραμύθι, που να παράγει κι ένα ηθικό δίδαγμα και να έχει ευχάριστο τέλος, δηλαδή «εκείνοι ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα»… Δάσκαλος με παρότρυνε να τα πάω να επισκεφθούν το Ιστορικό Μουσείο στην Παλιά Βουλή και δείχνοντας τα εκεί κειμήλια των Αγωνιστών του 1821 να τους μιλήσω γι’ αυτούς… Άλλος δάσκαλος με συμβούλευσε να τους αγοράσω βιβλία με ιστορίες του 21, κατάλληλα για την ηλικία τους… Άλλος μου είπε να πηγαίνουν τα παιδιά στην παρέλαση, να ζουν την ατμόσφαιρα και να τους πω δυο λόγια για την επέτειο...
Όλα καλά και χρήσιμα ως συμβουλές σκέφθηκα. Όμως παρέμεινε μέσα μου το ερώτημα ποιά ιστορία να πει κανείς στα παιδιά για το 1821 που να μπορεί να το τελειώσει με το ότι οι Αγωνιστές «ζήσανε καλά;», γιατί ότι εμείς ζούμε καλύτερα από εκείνους , χάρη σ΄ εκείνους δεν υπάρχει αμφιβολία... Κι άρχισα να σκέφτομαι: Να τους μιλήσω για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη; Μα ο αρχιτέκτονας της απελευθέρωσής μας καταδικάστηκε σε θάνατο... Για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο; Μα ο ήρωας στο Χάνι της Γραβιάς στραγγαλίστηκε… Για τον Μάρκο Μπότσαρη; Μα ο νικητής τόσων μαχών σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους… Για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη; Μα ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων σκοτώθηκε στο Νέο Φάληρο… Για τον Παπαφλέσα; Μα ο ήρωας και δημεγέρτης έπεσε στο Μανιάκι… Για τον Ρήγα Βελεστινλή; Μα εκτελέστηκε από τους οθωμανούς στο Βελιγράδι... Για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που σήκωσε το Λάβαρο της Επανάστασης; Μα συνελήφθη, φυλακίστκε και βασανίστηκε… Για τον ηρωικό Αλέξανδρο Υψηλάντη; Μα θυσιάστηκε για την Πατρίδα, φυλακίστηκε και πάμπτωχος πέθανε στη Βιέννη...Για τον Καποδίστρια, που θυσίασε τα πάντα για να υπηρετήσει την Ελλάδα; Μα δολοφονήθηκε... Για τον ήρωα της Αλαμάνας Αθανάσιο Διάκο; Μα σουβλίστηκε από τους οθωμανούς… Για τον ηρωικό μοναχό Σαμουήλ; Μα θυσιάστηκε στο Κούγκι… Για τον εθνοϊερομάρτυρα Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, ηρωική φυσιογνωμία του Μεσολογγίου; Μα αποκεφαλίστηκε από τους οθωμανούς… Για την Μαντώ Μαυρογένους, την ηρωική Μυκονιάτισσα στρατηγό, που έδωσε τα πάντα στην Πατρίδα; Μα πέθανε στην Πάρο 43 ετών από τύφο, πάμπτωχη, μαραζωμένη και λησμονημένη, έχοντας δεχθεί όλη την εκ μέρους της αγαπημένης της Πατρίδας αγνωμοσύνη του εξουσιαστή Ι. Κωλέττη… Για την μεγάλη αγωνίστρια Μπουμπουλίνα; Μα την σκότωσαν άδικα, ενώ ήταν πια φτωχειά, αφού είχε δώσει όλη της την περιουσία στον Αγώνα... Για τον ήρωα στα Δερβενάκια Νικηταρά; Μα τον κατάντησε η Πατρίδα να ζει πάμπτωχος… Για τον νικητή πολλών μαχών Γιάννη Μακρυγιάννη; Μα καταδικάστηκε σε θάνατο...
Πώς λοιπόν μπορεί κάποιος να μιλήσει στα παιδιά για τους ήρωες του 1821; Εκείνο που μπορεί να τους σημειώσει είναι η αγάπη τους για τον Χριστό και για την Πατρίδα. Αγάπη τόσο μεγάλη που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα μέτρα. Όλοι τους θυσίασαν περιουσία, άνεση, υγεία και ζωή για τον Χριστό και για την ελευθερία της Πατρίδας. Για να αποδεχθούν αυτή την μαρτυρική ζωή είχαν ανέβει σε σφαίρες αξιών που δεν είναι εύκολο να φτάσει ο κοινός άνθρωπος. Ναι! Έτσι μπορεί κανείς να μιλήσει στα παιδιά, αφού περιγράψει τα ανδραγαθήματά των ηρώων του 1821 να τελειώσει με το ότι «αυτοί ζήσανε με ταλαιπωρίες, υπέστησαν μαρτύρια και θυσίασαν τη ζωή τους για να ζούμε εμείς καλύτερα»!...
Φτάνει όμως αυτό; Ασφαλώς όχι! Στα παιδιά μας πρέπει να δείξουμε τη σπουδαιότητα της 25ης Μαρτίου για την πατρίδα μας. Να κάποιες σκέψεις:
Παλιά υπήρχε η Ρωμέϊκη Αυτοκρατορία, που αλλιώς ονομάζεται Βυζάντιο. Μια λαμπρή Αυτοκρατορία με πολλά και σπουδαία κατορθώματα και με μεγάλη προσφορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήταν ελληνικό το Βυζάντιο γιατί ήσαν οι Έλληνες που είχαν αποδεχθεί τον Χριστιανισμό και που ήσαν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Όταν όμως κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους χάσανε την ελευθερία τους. Τότε οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν εκείνοι ακόμη και για απλά πράγματα. Να πάνε στην εκκλησία, να μορφωθούν, να κάνουν οικογένεια, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και άλλα τόσο απλά πράγματα. Δεν κτίζονταν εκκλησίες παρά με πολλές δυσκολίες και έπρεπε να είναι πιο χαμηλές από την κατοικία του Τούρκου διοικητή της πόλης ή του χωριού. Δεν λειτουργούσαν σχολεία ώστε τα ελληνόπουλα να ξεχάσουν τις σπουδαίες ρίζες τους, τους σοφούς προγόνους τους, να ξεχάσουν την γλώσσα τους. Σε απάντηση οι Έλληνες άρχισαν να λειτουργούν τα κρυφά σχολειά, δηλ. σε ώρες νυκτερινές, όταν οι Τούρκοι δεν τους πρόσεχαν πήγαιναν τα παιδιά τους σε κανένα εξωκλήσι και σε κανένα μοναστήρι, όπου κάποιος παππάς ή καλόγερος τους μάθαινε γράμματα διαβάζοντας τους εκκλησιαστικά βιβλία και τους μύθους του Αισώπου. Διδάχοι επίσης του Γένους, δεσποτάδες, παπάδες, καλόγεροι και λαϊκοί που ήσαν κοντά στην Εκκλησία, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, μάθαιναν στους νέους για τον Χριστό, για την Παναγία, για τους Αγίους μας, για το πόσο σπουδαίοι ήταν οι πρόγονοι τους. Έτσι γέμιζαν την ψυχή τους με Χριστό και Ελλάδα, τους ενέπνεαν υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια, τους δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι δεν τους άξιζε η σκλαβιά των Τούρκων και δυνάμωναν μέσα τους την επιθυμία να ελευθερωθούν. Ο Ρήγας Φεραίος με το ηρωικό ποίημα του, τον Θούριο, έδειχνε στους Έλληνες πού έπρεπε να φθάσουν. Όλοι μυστικά- μυστικά τραγουδούσαν τα τραγούδια του Ρήγα «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες γιατί συμπατριώτες τους ήσαν οι εκεί ηγεμόνες, ο Πρίγκηπας Αλέξανδρος Υψηλάντης μάζεψε Ελληνόπουλα, που πολλά είχαν ήδη κάνει καλές σπουδές, τα άσκησε στον πόλεμο, δημιούργησε τον Ιερό Λόχο και κήρυξε την επανάσταση. Αυτά τα Ελληνόπουλα θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας.
Όλοι οι Έλληνες σαν ένας άνθρωπος ήσαν έτοιμοι να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Μέρα και νύχτα συζητούσαν μυστικά μεταξύ τους πώς θα προχωρήσουν για να πετύχουν το ποθούμενο. Πολλοί Έλληνες βγήκαν στα βουνά για να ξεφύγουν από την καταπίεση των Τούρκων. Αυτοί ήταν οι τιμημένοι κλέφτες. Σωθήκανε πολλά κλέφτικα τραγούδια, που ακόμη τραγουδιούνται. Με πρόχειρα όπλα στην αρχή έδιναν μάχες με τους Τούρκους προσπαθώντας να προστατεύσουν τους απλούς Έλληνες, όταν οι Τούρκοι έπαιρναν τα μικρά αγοράκια τους και τα έκαναν γενίτσαρους, δηλαδή τους ξερίζωναν την ελληνική τους ψυχή και τους μετέτρεπαν σε Τούρκους άγριους πολεμιστές, ή έπαιρναν τα κορίτσια τους για τα σκλαβοπάζαρα, ή καταπατούσαν το βιός των δύστυχων Ελλήνων. Άλλοι έγιναν αρματωλοί δηλαδή εξυπηρετούσαν κάποιον Τούρκο διοικητή στις μάχες του με άλλους Τούρκους διοικητές ή του φρόντιζαν την περιουσία του σε κάποια περιοχή κι εκείνος δεν τους εμπόδιζε να είναι Χριστιανοί και τους επέτρεπε να φέρουν όπλα. Αλλά αυτοί δήθεν υπηρετούσαν τον Τούρκο. Στην πραγματικότητα ετοιμάζονταν για την Επανάσταση. Οι ναυτικοί μας από την πλευρά τους, έκαναν το ίδιο με τους αμαρτωλούς. Με την δικαιολογία ότι έπρεπε τα καράβια τους να είναι αρματωμένα για να αμύνονται στους πειρατές τα είχαν ετοιμάσει για τον Αγώνα.
Έτσι όλοι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη στιγμή: την Επανάσταση. Στις 25 Μαρτίου 1821 στα Καλάβρυτα ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών ο Γερμανός κήρυξε μαζί με οπλαρχηγούς την Επανάσταση. Δεν είχαν οι Έλληνες πολλά χρήματα για όπλα και φαγητό των στρατιωτών, ούτε ήταν πολλοί οι μαχητές. Άρχισαν όμως τον Αγώνα εναντίον των Τούρκων με θερμή Πίστη στον Χριστό και με μεγάλη αγάπη στην Πατρίδα. Γενναίοι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και μικρά παιδιά, έκαναν τον πόλεμο με έξοχο θάρρος και ηρωισμό. Η μεγάλη αυτή προσπάθεια και οι πολλές θυσίες τους συγκίνησαν τον κόσμο όλο. Πολλοί Γάλλοι, Άγγλοι και άλλοι νέοι άνθρωποι πους τους συγκίνησε ο Απελευθερωτικός Αγώνας των Ελλήνων άφησαν τις ανέσεις τους και ήρθαν να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες κατά των Τούρκων. Αυτοί είναι οι φιλέλληνες, που τα ονόματα τους δώσαμε σε διάφορες οδούς των πόλεων μας για να τους τιμήσουμε.
Αυτή ήταν η αρχή της ελευθερίας της Ελλάδας μας. Εμείς είμαστε ελεύθεροι να χαιρόμαστε αυτήν την πατρίδα επειδή εκείνοι πολέμησαν, βασανίστηκαν, έμειναν πάμπτωχοι γιατί έδωσαν όλη την περιουσία τους για τις ανάγκες του αγώνα, ακόμη και τη ζωή τους έδωσαν για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Πολεμούσαν για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδας την ελευθερία. Αυτές τις θυσίες θυμόμαστε και τιμάμε κάθε 25η Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή που ξεκίνησε η ελευθερία μας.-
Υπομονή∙ μία λέξη βαρύνουσας σημασίας η οποία εισήχθη στο λεξιλόγιο της ανθρωπότητας μετά την εξορία του πρωτοπλάστου Αδάμ. Όταν για πρώτη φορά ο άνθρωπος βίωσε τον πόνο, την λύπη, τον στεναγμό, η υπομονή ήταν το δραστικό βάλσαμο που επέφερε την ψυχική ηρεμία. Σύμφωνα με την ως άνω συγκλονιστική προτροπή του Εθναποστόλου Παύλου, η υπομονή αποτελεί για όλους μας το αναγκαίο εφόδιο στον στίβο της στενής και τεθλιμμένης οδού, διότι δίχως αυτή οδηγούμαστε αναμφίβολα στο αδιέξοδο.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι θλίψεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, συμβαίνουν -όπως και τα αγαθά άλλωστε- κατά παραχώρησιν Θεού, καθώς ομολόγησε ο Πολύαθλος Ιώβ, όταν σε μικρό χρονικό διάστημα έχασε την περιουσία και τα παιδιά του, λέγοντας: «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο». Ο Κύριος, λοιπόν, ο Οποίος επιθυμεί μέσω της υπομονής στις θλίψεις να μας αναδείξει «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», λόγω του μεγέθους της Φιλανθρωπίας Του, δεν μας άφησε έρημους παραδειγμάτων, αλλά αποτέλεσε ο Ίδιος υπόδειγμα υπομονής∙ ενώ είχε την εξουσία «πλείους, ἢ δώδεκα λεγεῶνας, παραστῆσαι Ἀγγέλων», μακροθύμησε, υπέμεινε, για να μας δείξει τον θυσιαστικό δρόμο της Σωτηρίας. Πέραν αυτού, για να νικήσει τις ράθυμες δικαιολογίες μας, ο Εύσπλαχνος Θεός ανέδειξε πλήθος Μαρτύρων, ανθρώπων ομοιοπαθών ημίν, οι οποίοι υπέμειναν τον θάνατο για την Βασιλεία των Ουρανών. Αν, λοιπόν, με την βοήθεια του Θεού, κατάφεραν εκείνοι να υπομείνουν τον θάνατο, πολύ περισσότερο κι εμείς μπορούμε να υπομείνουμε τις δυσχέρειες της καθημερινότητας.
Εμείς, αδελφοί, δεν κληθήκαμε να θανατωθούμε για το όνομα του Κυρίου, δεν μας έσκισαν την σάρκα, δεν μας αφαίρεσαν την γλώσσα, δεν μας έριξαν στη φωτιά, ούτε σε παγωμένη λίμνη, όπως τους σήμερα τιμωμένους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ο Αγωνοθέτης Θεός έχει επιτρέψει για εμάς άλλου είδους δοκιμασίες. Καλούμαστε να υπομείνουμε την απότομη συμπεριφορά των συνανθρώπων μας, τον έλεγχο προς βελτίωση μας, τα παράπονα και τις αδυναμίες των συνεργατών ή των οικείων μας. Να υπομείνουμε εκείνους που μας φθονούν, μας ζηλεύουν,μας αδικούν μας συκοφαντούν. Καλούμαστε, επίσης, να υπομείνουμε τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, την οικονομική στενότητα, την ασθένεια, ακόμη και την απώλεια που προξενεί ο θάνατος. Ατενίζοντας ταπεινά στη θυσία του Σωτήρος και των Μαρτύρων Του, λαμβάνουμε την αναγκαία δύναμη για να υπομείνουμε τον Σταυρό που έχει οικονομήσει για εμάς ο Θεός. Και τότε αισθανόμαστε να μας πλημμυρίζει η Χάρις Του.
Οι Άγιοι Μάρτυρες -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν οδηγήθηκαν στο Μαρτύριο από τη μιά στιγμή στην άλλη, ούτε είχαν ως εφόδιο έναν ου κατ' επίγνωσιν και ενθουσιώδη ζήλο. Αντιθέτως, ήταν δοκιμασμένοι στην αρετή την οποία καλλιέργησαν με το άροτρο της υπομονής στις μικρές και μεγάλες θλίψεις της καθημερινότητας. Την δε υπομονή την καλλιέργησαν μέσω της ελπίδος προς τον Θεό, και έχοντας χαραγμένο στο ενδόμυχο της ψυχής τους ότι ο παρών βίος είναι βραχύς και πρόσκαιρος, ασήμαντος, ουσιαστικά, απέναντι στην αιωνιότητα και το μεγαλείο του Παραδείσου. Για τον λόγο αυτό, όταν οδηγούνταν στο τυραννικό βήμα, με πολύ θάρρος διεκήρυτταν ότι «δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος».
Αυτή είναι η δύναμη της μακαρίας υπομονής∙ τους μικρούς τους καθιστά μεγάλους, τους φοβισμένους, ανδρείους, τους αμαρτωλούς, Αγίους, τους ασήμαντους, Μάρτυρες!
Βλέποντας τα οφέλη της ειρηνοποιού υπομονής, βλέπουμε να επιβεβαιώνεται ότι «τά καλά ἔργα κόπῳ κτῶνται καί πόνῳ κατορθοῦνται». Μπορεί το φάρμακο να είναι πικρό, αλλά η θεραπεία είναι οπωσδήποτε ευχάριστη. Γιατί λοιπόν να επιμένουμε στην ανυπομονησία; Μήπως είναι τάχα η εύκολη λύση;
Ο ανυπόμονος άνθρωπος σαλπίζει το μέγεθος της απιστίας του, διότι δεν αποδέχεται ότι οι θλίψεις προέρχονται από την πρόνοια του Θεού. Ακόμα κι αν το αποδέχεται, ματαιοπονώντας στρέφεται επιθετικά έναντι του Θεού με ύβρεις και βλασφημίες, με οδυνηρό αποτέλεσμα, όχι μόνο να μην βρίσκει λύση στο πρόβλημα που τον στενοχωρεί, αλλά να αφαιρεί από το σκοτάδι του οποιαδήποτε αχτίδα ψυχικής ηρεμίας.
Ας μην ομοιάσουμε με εκείνον, αδελφοί, αλλά ας τείνουμε τα ώτα της ψυχής μας στα λόγια του Κυρίου: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν […] ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».
Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ' ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους. Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).