† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

 Picture



 
π. Νικηφόρος Νάσσος 

Κατά τήν 18η τοῦ Ἰανουαρίου, δύο φωστῆρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀθανάσιος (+373) καί Κύριλλος (+444), προβάλλονται στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά γράψει πώς ὅταν πρόκειται νά ἐπαινέσεις τόν Ἀθανάσιο, ἐπαινεῖς τήν ἀρετή, διότι εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά ὁμιλήσεις γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἐπαινέσεις τήν ἀρετή!

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».1

Ὁ ἴδιος ἐγκωμιαστής Πατήρ, θά σημειώσει τό πολύ ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε προσιτός στούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἀπρόσιτος στήν ἀρετή! Υπῆρξε, λέγει, ὁ ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τά ὅρια τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς!

Ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου, κατά τόν βιογράφο του, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καί ἡ διδασκαλία του νόμος τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ δέ ἔξοδός του ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἦταν λαμπροτέρα τῆς εἰσόδου του.2 Διετέλεσε ἐπίσκοπος γιά 46 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 17 ἦταν στήν ἐξορία! Πολεμώντας τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί πρωτοστατώντας στόν ἀγώνα τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀπό διάκονος ἔλαβε μέρος στήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο), «διωγμούς ἐκαρτέρησε καί κινδύνους ὑπήνεγκε», ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας του. Νά σημειωθεῖ ὅτι «γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328 -373) ἀπέβη τό σύμβολο και ἡ κεφαλή, πρός τήν ὁποία μέ ἀγωνία εἶχαν στραμμένα τά βλέπουμε οἱ πάντες, ὀρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν τόν ἱερό ἀετό ὄρθιο στό θρόνο του ἤ ἀνυποχώρητο στίς ἐξορίες του, ἦταν βέβαιοι πώς ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ καί ἀναθαρροῦσαν. Οἱ πολλοί κακόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν ὄρθιο τον ἀνυπότακτο ἄνδρα, ἤξεραν ὅτι παρά τούς διωγμούς ἡ Ὀρθοξία ἐπιζεῖ καί γι᾿ αὐτό θηριώνονταν». 3

Ἡ ἐργογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ἐκπληκτική! Μεταξύ ἄλλων, τό θεολογικώτατο περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργο του, πού συνέγραψε σέ νεαρά ἡλικία, ὄχι μόνο καταδεικνύει τήν σοφία του, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τήν ἐγκυρότερη Πατερική πηγή, τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό λόγο περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γνωστή εἶναι στούς μελετητές ἡ ρῆση έκείνη πού φανερώνει κατά τον Μεγάλο Πατέρα τη στοχοθεσία τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, πολύ εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».4

Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά ἀπό εἰδικούς, περί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, αὐτός ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη φυσιγνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας! Καί ἀκόμη ὅτι, σήκωσε τό βάρος πολλαπλῆς καί βαθιᾶς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί ὁριστικά τήν ὁρθόδοξη τριαδολογία.5

Ὁ ἕτερος φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος (+444), ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρμαχος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι ὁ ἐκλεκτός Πατήρ καί Διδάσκαλος, τό ἰσχυρό θεολογικό πνεῦμα, πού χαριτώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγωνισθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει μέ ποικίλες δυσκολίες, πλήν ὅμως ἐπιτυχῶς, τό θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς χριστολογίας. Ὅταν ἀμφισβητήθηκε ἡ πραγματική ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀνήγειρε τό οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας πού εἶχαν θεμελιώσει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί κυρίως οἱ Καππαδόκες Πατέρες.6 Ὁ Ἅγιος αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος καί οἱ σύν αὐτῷ, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἐδέχοντο τόν ὅρο «Θεότόκος»7, ὅπως οἱ Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τον ἀπέδωσαν στήν Παναγία, ἡ Ὁποία ἐγέννησε Θεόν σωματούμενον καί ὄχι μόνο «ἄνθρωπον ψιλόν».

Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξαδρείας Κυρίλλου! Αὐτός ἐβροντοφώνησε ὅτι «ἀρκεῖ πρός ὀρθήν καί ἀδιάβλητον τῆς πίστεως ἡμῶν ὁμολογίαν, τό Θεοτόκον λέγειν καί ὁμολογεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον»!8 Ἡ συμβολή τοῦ Κυρίλλου στή διαμόρφωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού ἀναφέρεται στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο εἶναι τεράστια. Τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας καί τῶν συγγραμμάτων του ἀπέδειξε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Ἔφεσο τό 431 καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανοσμοῦ, ἀλλά δευτερευόντως καί τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι ὁ θεοφόρος Κύριλλος, ἐξυμνῶντας τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τῆς ἀποδίδει τρεῖς ὀνομασίες: Παρθένον, μητέρα καί δούλη.«Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ καί δούλη».9 Καί ὅπως προσφυῶς ἔχει γραφεῖ, «οἱ τρεῖς αὐτές ὀνομασίες πού ἀποδίδει ὁ Κύριλλος στήν Παναγία καί ἡ σημασιοδότησή τους, τή φανερώνουν ὡς πρότυπο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν καινή κτίση καί διακονεῖ τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν τριπλή ἰδιότητά της: τῆς παρθένου, τῆς μητέρας καί τῆς δούλης».10
__________________________________________

1 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 40.
2 ὅπου π. σελ. 94.
3 Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, σελ. 264.
4 MPG. 26, 192B.
5 ὅπου π. Πατρολογία Α΄, σελ. 263.
6 ὅπου π. Πατρολογία, Γ΄, 470
7 Οἱ Νεστοριανοί, ὡς γνωστόν, ὀνόμαζαν τήν Παναγία μας, «Χριστοτόκον» ἤ «ἀνθρωποτόκον», προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν «σχετική» ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ καί νά ἀρνηθοῦν τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν», ἤ «κατά φύσιν» γενομένη ἕνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὅπως δογματίζουσα κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά ὑπενθυμήσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», εἶχε χρησιμοποιηθεῖ βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (πρῶτος ὁ Ὠριγένης τόν χρησιμοποίησε), ὅμως αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν μεγάλο ὑπερασπιστή τῆς Θεοτόκου καί θεολόγο τῆς Χριστολογίας ἅγιο Κύριλλο, ἦταν παραπάνω ἀπό μιά διατύπωση∙ ἦταν μία ὁμολογία πίστεως!
8Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 15, MPG. 77, 1093A
9 Λόγος 11, MPG. 77, 1032C.
10 Βλ. Χρ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί Ὀρθόδοξο δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, Β΄ ἔκδ. σελ. 107.

ΠΗΓΗ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (18 Ἰανουαρίου)





Ἐάν, βεβαίως, ὃλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἣρωες τῆς πίστεως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας εἶναι « ὁ ἀγιώτερος τῶν ἡρώων ἢ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Διότι ὂχι μόνο ἒζησε βίο ἃγιο, ἀνεπίληπτο, ἀσκητικό καί ἀποτέλεσε πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα ἀλλά  ἀντιστάθηκε μέ ἀδιάπτωτο σθένος καί ἀτρόμητο θάρρος στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί κατώρθωσε νά ἀνατρέψει τήν πορεία ὀλέθρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπεκάλεσε Μέγα. Καί πράγματι ὑπῆρξε μέγας τῆς ἐκκλησίας πατέρας, ἓνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους οἰκουμενικούς διδασκάλους καθώς ἐπίσης καί ὁ ἐνδοξότερος ὑπέρμαχος τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Γεννήθηκε στήν Ἀλλεξάνδρεια στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα (293-298 μ.Χ.) ἀπό γονεῖς περιβόητους γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ἀπό τήν παιδική του ἀκόμη ἠλικία ἐκδήλωσε τήν κλίση του πρός τήν ἱερωσύνη. Διότι παίζοντας μία ἡμέρα μαζί με συνομήλικές του κοντά στή θάλασσα, μιμήθηκε τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου καί βάπτισε παιδιά τῶν εἰδολολατρῶν. Τό ἱερό αὐτό παιχνίδι κίνησε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος. ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὃτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε τηρήσει με ἀξιοθαύμαστη ἀκρίβεια ὃλους τούς κανόνες τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀνεγνώρισε ὡς ἒγκυρες τίς βαπτίσεις. Ἒμεινε δέ κατάπληκτος ἀπό τήν εὐσέβεια και τά ἒκτακτα διανοητικά χαρίσματα τοῦ Ἀθανασίου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τοῦ ἂνοιξε τίς πύλες τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε, σάν πατέρας φιλόστοργος, τήν προστασία και τήν μόρφωσή του.
Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, ἀναμφίβολα, σπούδασε στίς περίφημες φιλοσοφικές καί κατηχητικές Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τήν ἀρχαία κλασσική γραμματεία, τήν φιλοσοφία, τήν ρητορική καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Κυρίως ὃμως μελέτησε, ὃσο κανείς ἂλλος, τήν Ἀγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἀπεκόμισε τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν του γνώσεων. Χάρις δέ στά μεγάλα προσόντα μέ τά ὁποῖα ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό ἀξιώθηκε, σέ νεαρή ἀκόμη ἡλικία, νά γίνει γραμματέας καί σύμβουλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου.
Μέσα λοιπόν στό ἀγιασμένο περιβάλλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς  τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά συναναστραφεῖ μέ κληρικούς, οί ὁποῖοι ἒφεραν ἐμφανῆ τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν τελευταῖο διωγμό τοῦ Μαξιμίνου, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ σφυρηλατήσουν ἔνα χαρακτῆρα σταθερό καί ἂκαμπτο καί νά θερμάνουν τήν ἐπιθυμία του νά βαδίσει στά ἲχνη τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων. Ὁ πόθος του ἀκόμη γιά ὑψηλή πνευματική ἐργασία τόν ὁδήγησε στήν ἒρημο τῆς Θηβαϊσας, στόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὃπου παρέμεινε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ἀργότερα κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ.
Ἀναγκάσθηκε, ὡστόσο, νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί νά ὑπακούσει στή φωνή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, πού τόν καλοῦσε στό στίβο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα κατά τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου. Πράγματι. Σέ ἡλικία 23 χρονῶν χειροτονήθηκε διάκονος  και  πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν Ἐπίσκοπό του. Ἀσχολήθηκε δέ μέ τήν συγγραφή δύο ἀπολλογητικῶν συγγραμμάτων του: «Λόγος κατά Ἑλλήνων» καί «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου».
Συνώδευσε μάλιστα τόν Ἀρχιεπίσκοπο  Ἀλέξανδρο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μ.Χ. Ὁ "μικρός τό δέ μας" Ἀθανάσιος, ὁ μικρός κατά τό ἀνάστημα ἀλλά γίγαντας κατά τό φρόνημα, ἀν καί ἦταν μόνο διάκονος, ἀναδείχθηκε ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ φοβερώτερος πολέμιος τοῦ Ἀρείου. Ἀγωνίσθηκε μέ ἒνθεο ζῆλο και  κατώρθωσε μέ τούς φλογερούς λόγους του να ἀποστομώσεις τόν Ἂρειο καί νά ὑποστηρίξει τήν θεότητα τοῦ Λόγου.
Παρότι ἦταν νεώτατος, εἶχε κατανοήσει μέ τό ὀξύ πνεῦμα πού τόν κοσμοῦσε, ὃτι ἡ Ἐκκλησία θά βυθιζόταν σέ δεινό βάραθρο, ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Διότι ὁ Ἂρειος μέ τήν διδασκαλία του καταργοῦσε τό θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν Ἁγία Τριάδα καί ἀνέτρεπε ὃλη τήν χριστιανική πίστη.
-Ὁ Χριστός, ἒλεγε ὁ βλάσφημος Ἂρειος, εἶναι ὁμοιούσιος πρός τόν Πατέρα.
-Ὂχι, ἀντέλεγε σταθερά ὁ φωτισμένος Ἀθανάσιος, εἶναι ὁμοούσιος.
Καί ἡ ἀλήθεια θριάμβευσε. Ὁ ὃρος «ὁμοούσιος» ἒγινε ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Συνόδου θέσπισαν τά 7 πρῶτα ἂρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ φήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἒφθασε μέχρι τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἡ δέ ἁγιασμένη μορφή του ἠλέκτριζε τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
            Ἒνα χρόνο μετά τήν Σύνοδο, ὁ γηραιός ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη του καί ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τόν Ἀθανάσιο, ὣστε νά τόν ὑποδείξει ὡς διάδοχό του. Ἀλλ’ ὁ Ἀθανάσιος προβλέποντας τήν ἐκλογή του ἀπουσίαζε σκόπιμα, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του, ἐξ’ αἰτίας τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, ἀκατάλληλο τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ  ἀξιώματος. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶπε τά ἑξής: «Ἀθανάσιε νομίζεις ἐκπφευγέναι˙ οὐκ ἐκφεύξει δέ». Ἐπιπλέον, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ, τό ὁποῖο κυριολεκτικά λάτρευε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, παρέμενε στόν καθεδρικό ναό ἐπί ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἀπαιτώντας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τόν Ἀθανάσιο ὡς ποιμενάρχη του. Ἒτσι ὁ Μ.Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστή Μάρκου, τήν 8η Ἰουνίου τοῦ 328 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 30 ἢ 33 ἐτῶν. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ἀναμφίβολο ἒργο τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀναλάβει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἂξιος ἀρχιερέας κοσμένος μέ ἡγετικά προσόντα, ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καί πολλές ἀρετές. Καί ὁ ἃγ.Ἀθανάσιος « ἦταν τήν ἀρετήν ἀπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, γλυκύς εἰς τόν λόγον καί γλυκύτερος εἰς τόν τρόπον... πολυειδής τήν κυβέρνησιν, εἰρηνευτής, συμφιλιωτής...» καθώς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος φιλοτέχνησε τήν μορφή τοῦ  ἱεροῦ πατέρα. Ὡς ἀρχιερέας δέν ἀνῆκε στόν ἑαυτό του ἀλλά ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν Ἐκκλησία. Ἐργάσθηκε ἂοκνα γιά τήν οἰκοδομή καί ψυχική σωτηρία τοῦ ποιμνίου του και  ὃλοι εἶδαν στό πρόσωπό του τόν στοργικό καί καλό ποιμένα. Μερίμνησε  δραστήρια γιά τήν ταυτοποίηση τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας του. Φρόντισε ἐπίσης γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στήν Ἀβησσυνία καί χειροτόνησε τόν Ἅγιο Φρουμέντιο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀξώμης. Περιηγήθηκε τήν ἐκτεταμένη ἐπισκοπή του γιά νά μελετήσει αὐτοπροσώπως τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Ὁ δέ περιβόητος ὃσιος Παχώμιος, σέ μιά ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶπε προφητικά ὃτι: « θλίψεις πολλές ἀναμένουν τόν ˝Χριστοφόρο ˝ ἂνδρα ».
            Δυστυχῶς ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε  πολύ σύντομα. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τήν ἂρνηση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νά δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Ἂρειο. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα ἀπτόητος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ σθένος στόν Μεγάλο Κωνσταντίνο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ὑποκρητική μετάνοια τοῦ Ἀρείου ὃτι « μηδεμίαν εἶναι κοινωνίαν τῇ χριστομάχῳ αἱρέσει πρός τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ».
            Ἐξάλλου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν « κόρφος ἐν τῷ ὀφθαλμόν». Διότι οἰ αἰρετικοί καί κυρίως ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος  Νικομηδείας Εὐσέβιος διαπίστωσαν ὃτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσουν, ἐφ’ ὃσον ἡ ἀκτινοβόλος μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε μέγα καί πανίσχυρο κυματοθραύστη ὁ ὁποῖος διέλυε σέ ἀφρούς τά ἂγρια κύματα τῆς πλάνης τους. Ἒτσι δέν δίστασαν, ἀφοῦ κέρδισαν μέ τό μέρος τους τήν πολιτική ἐξουσία, νά ἐπινοήσουν μύριες συκοφαντίες ἐναντίον του ὣστε νά μειώσουν τό κῦρος του καί νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν θρόνο του. Μεταξύ ἂλλων κατηγόρησαν τόν « στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας » ὃτι φόνευσε κάποιο Μελιτιανό ἐπίσκοπο, τόν Ὑψηλῆς Ἀρσένιο και  ὃτι  ἀφοῦ ἒκοψε τό χέρι του, τό μεταχειριζόταν γιά μαγεῖες. Ὃτι βεβήλωσε ἓνα παρεκλήσι τοῦ Κολλουθιανοῦ ἱερέα Ἰσχύρα. Μολονότι οἱ κατηγορίες ἀπεδείχθησαν ψευδεῖς, οἱ ἑχθροί του θέλοντας νά σπιλώσουν τόν Ἅγιο Ἱεράρχη ἰσχυρήστηκαν ὃτι ἒφθειρε τήν παρθενία μιᾶς πόρνης γυναίκας! Ἀλλά καί πάλι ἒλαμψε ἡ καθαρότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί οἱ συκοφαντίες του γελειοποιήθηκαν. Τελικά τόν κατηγόρησαν γιά ἐσχάτη προδοσία λέγοντας ὃτι ἀπείλησε νά διακόψει τήν μεταφορά σίτου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη.
            Γιά τούς λόγους αὐτούς ἀντιμετώπισε τέσσερις  αὐτοκράτορες ἀκόμη και τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο  στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλη τήν ἐπίσημη ὑποστήριξή της, καθώς και  πλῆθος ἐπάρχων καί ἐπισκόπων.Ἐξορίσθηκε πέντε φορές, τίς δύο μάλιστα στή Δύση, ὃπου ἒκανε γνωστό τόν μοναχικό βίο. Κατέφυγε τέσσερις μῆνες στόν τάφο τοῦ πατέρα του. Καταδικάσθηκε ἀπό πέντε συνόδους Ἀρειανῶν. Ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις ἀλλά τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά κάμψει τό ἀτρόμητο φρόνημά του καί νά μειώσει τήν ἀγωνιστηκότητά του. Καί ὃταν ἀκόμη ἦλθαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὁλόκληρος ὁ κόσμος φάνηκε ἀντιμέτωπός του, ἐκεῖνος παρέμεινε βράχος ἂσειστος στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
            Ἀκούραστος στούς κόπους καί προικισμένος μέ ἀξιοθαύμαστη μνήμη δέν ἒπαυσε, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας του, νά στηλιτεύει τούς Ἀρειανούς, νά διευθύνη τόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ˝ὁ ἀόρατος ἐπίσκοπος ˝ καί προπάντων νά στηρίζουν ἐκείνους πού εἶχαν κλονισθεῖ στήν πίστη. Ἒγραψε ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί συγγράμματα τονίζοντας ὃτι « αἱρετώτερος εἶναι ὁ θάνατος τῆς προδοσίας τῆς ὀρθῆς πίστεως ». Ὁ ἲδιος ἂλλωστε αὐτό ἀπέδειξε περίτρανα στόν περιπετειώδη βίο του. Ἒπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες καί θλίψεις, ὁ πολύαθλος ἱεράρχης πέρασε ἀδιατάρακτα τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στόν ἀρχιερατικό θρόνο του. Κοιμήθηκε τήν 2α Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί 46 ἒτη, ἀπό τα ὁποῖα τά 16 πέρασε στήν ἐξορία.
            Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἒκπληκτος ἀπό τόν βίο, τούς ἀγῶνες καί τό μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐξεφώνησε τόν πανηγυρικό στή μνήμη του τό ἒτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝ Ἀθανασίου ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσω ˝. Πράγματι. Ταύτισε τό ὂνομά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Κατώρθωσε δέ νά διατηρήσει μέχρι τό τέλος του τό μέγιστο κῦρος του, προκαλώντας τόν παγκόσμιο θαυμασμό.
            « Ἐάν καταξιωθῶμεν νά σέ ἲδωμεν, τοῦ ἒγραψε σέ κάποια ἐπιστολή ὁ Μ.Βασίλειος, θά ἐκρίναμεν ὃτι ἐλάβαμεν παραμυθίαν, ἀντίρροπον δι’ ὃλας τάς θλίψεις πού ἐδοκιμάσαμεν εἰς τήν ζωήν μας ». Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο τήν μνήμη τοῦ Μ.Ἀθανασίου τήν 18η Ἰανουαρίου.


Βιβλιογραφία:  

Μ.Ἀρχ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδου: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κ΄ ἡ ἐποχή αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937

Μ.Ἀθανασίου Ἒργα, Τόμος 1ος, Πατερικαί ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς », Θες/νίκη 1973, " εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Κ.Χρήστου

Εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Χ.Δημητροπούλου.

Γρηγ. Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος, Πατερικαί Ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς » Θες/νίκη 1980,

Λόγος ἐγκωμιαστικός « Εἰς τόν ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ », σελ. 41-95

Δημητρίου Σ. Μπαλάνου: Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1961, σελ. 44-52

Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (64-1934), Ἀλεξάνδρεια 1935, " Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " σελ. 180-204

Κ. Παπαρρηγοπούλου: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους. Τόμος Β΄, " Ἐλευθερουδάκης "Α.Ε., Ἀθῆναι 1932 σελ.136-145, 153-176

Περιοδικόν " ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ " ἒτος 1981, ἀρ.φυλ. 68,70,71 " Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ κατά τάς πρώτας ἱστορικάς πηγάς " Ἀρ. Πολυχρονίδου

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ " ΠΥΡΣΟΣ " Α.Ε. Τόμος Β΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 4-7

 ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ " ΗΛΙΟΥ " Τόμος Α΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 592-595


Απολυτίκιον Αγίου Αθανασίου
Ήχος γ'. θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.







 

Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου)





«Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι,
ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν
 καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι»



Ὁ Mέγας Πατήρ καί Στύλος τῆς Ὁρθοδοξίας, Ἀθανάσιος, διεξήγαγε πολλούς ἀγώνες γιά τήν Ὁρθόδοξη πίστη. Μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομα οὐ νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός : «Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι, ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι».(Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ την αρετή). Ο Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.

Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου  βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος».

Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρεία Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.α.

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος (κοιμήθηκε 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο (τιμᾶται 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια της ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε.

Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὄρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον τοῦ μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου.
Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα τοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ.

Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικῆ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες τοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος Συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. ἐκοιμήθη ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεῖς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἔξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη τοῦ ἀποτελοῦν τμήματα μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρού του συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.


† Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (375-444 μ. Χ.)



Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτήρα, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος.

Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου του Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιῆ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγω τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστέλη ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος. Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως.

Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον τοῦ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τοὺς Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποία λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας τοῦ κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δὶ’ ἠμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σὰρξ» καὶ «καθ’ ἠμᾶς ἄνθρωπος», «ἠνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τὴ σαρκί».

Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὄρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικό της Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου ἦταν μεγάλο.

Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.
Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη του Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἤσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς του αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.


Απολυτίκιο:
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.


Έργοις λάμψαντες, Ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τή ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον Θεόν δωρούμενον, πάσι το μέγα έλεος.





Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. θείας πίστεως.


Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοιούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία γιά τούς δέκα λεπρούς (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Ἀπόδοση:

Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔμπαινε ὁ ᾿Ιησοῦς σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ καὶ τοῦ φώναζαν δυνατά· «᾿Ιησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ μας!» Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· «Πηγαίνετε νὰ σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καὶ καθὼς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Δὲν θεραπεύτηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι; Κανένας τους δὲν βρέθηκε νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καὶ σ’ αὐτὸν εἶπε· «Σήκω καὶ πήγαινε στὸ καλό· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».


--------------------------------------------------

Η κάθαρση των λεπρών προβάλλεται ως τύπος της πνευ­ματικής καθάρσεως. Γιατί όλοι εμείς ήμασταν λεπρωμένοι, μέχρι που ο Κύριος παρέλαβε την φύση μας και την ελευθέρωσε από την καταδίκη. Ο ευγνώμων από τους δέκα θεραπευθέντες εκπροσωπεί την επιστροφή των Εθνικών, ενώ οι εννέα αγνώμονες είναι οι Ιουδαίοι. Ο ομιλητής παρουσιάζει τον Θεό ως ειρηνάρχη, και τον εαυτό του ως επιστάτη της ειρήνης. «Ταύτης γαρ ένεκα της ειρήνης και ημείς επέστημεν υμίν τη Εκκλησία Χριστού, διάκονοι της αυτού κληρονομιάς και χάριτος». Κλείνει με προτροπή να μη εκπέσομε από την πατρική ευχή ούτε και να απορρίψομε την κλη­ρονομιά του ουράνιου Πατέρα, για να μη χάσομε και την υιοθεσία και την ευλογία και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα.


ΟΜΙΛΙΑ 61η
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ

Όπου γίνεται λόγος και για την ειρήνη προς τον Θεό
και προς τον εαυτό μας και μεταξύ μας


Όλα τα του παλαιού νόμου ήταν συμβολικά και τυπικά και σκιώδη· γι’ αυτό ο νόμος αυτός θεωρούσε και τη λέπρα εφάμαρτη και μιαρή και αποτρόπαια και ονόμαζε ακάθαρτους τους λεπρούς και τους γονορρυείς και εκείνους γενικά που τους άγγιζαν καθώς και εκείνους που άγγιζαν κάθε νεκρό σώμα, υποδεικνύοντας με αινίγματα την ακαθαρσία εκείνων που αμάρταναν στον Θεό και αυτών που συνέπρατταν με αυτούς και συναναστρέφονταν αυτούς. Και με τους λεπρούς βέβαια υπαινισσόταν τους δολερούς και πανούργους, τους θυμώδεις και μνησίκακους· γιατί όπως η λέπρα καθιστά τραχύ και ποικιλόχρωμο το δέρμα του σώματος, έτσι ο δόλος και η πονηριά και ο θυμός και η οργή καθιστούν ποικίλο και τραχύ το λογιστικό της ψυχής. Με τους λεπρούς λοιπόν υποδήλωνε τα τέτοια πάθη της ψυχής που ήταν πολύ βαρύτερα από τη λέπρα, με τον γονορρυή τον ασελγή, ενώ με εκείνους που εγγίζουν νεκρό σώμα ο νόμος εκείνος ονόμα­ζε ακάθαρτους εκείνους που σύμφωνα με οποιοδήποτε τρόπο επικοινωνούσαν ή και συναναστρέφονταν τους αμαρτωλούς.

Αφού λοιπόν ο Κύριος φάνηκε επάνω στη γη ως άνθρωπος από απερίγραπτο πέλαγος ευσπλαγχνίας, για να θεραπεύσει τις ψυχικές νόσους μας και να εξαλείψει την αμαρτία του κόσμου, θεράπευσε και αυτές τις ασθένειες, τις οποίες ο νόμος ονόμαζε ακαθαρσίες, ώστε, αν κάποιος νομίσει ότι εκείνα είναι πραγμα­τικά ακαθαρσία και αμαρτία, να ομολογήσει τον Θεό που λυ­τρώνει τους ανθρώπους από αυτά, αν πάλι καλώς νομίσει ότι εκείνα είναι σύμβολα της πραγματικής ακαθαρσίας και αμαρτίας, να καταλάβει από τα τελούμενα εκ μέρους του Χριστού γύρω από αυτά τα σύμβολα, ότι αυτός ο ίδιος είναι που και την αμαρτία του κόσμου συγχώρησε και μπορεί να την καθαρίσει. Είναι δυνατό όμως να πούμε και κάτι άλλο, καλά και αληθινά, όπως εγώ νομίζω· ότι, όπως ο Κύριος παραγγέλλει σ’ εμάς να ζητούμε τα πνευματικά (γιατί λέγει, «ζητείτε τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του»), και όταν εμείς ζητούμε αυτά τα ψυχωφελή και σωτήρια, εκείνος υπόσχεται να δώσει και τα σωματικά, λέγοντας, «και όλα αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς», έτσι και αυτός, αφού έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ευδόκησε, στη δική μας μηδαμινότητα, για να καθαρίσει τις αμαρτίες μας, χαρίζει επιπρόσθετα και την ανόρθωση των χωλών και την ανάβλεψη των τυφλών και την κάθαρ­ση των λεπρών, και γενικά θεραπεύει κάθε νόσο του σώματός μας και κάθε αδυναμία, γιατί είναι πλούσιος σε ευσπλαγχνία.ών ανθρώπων γιατί τον αποκαλούν, επιστάτη, πράγμα που δεν συνηθίζεται να λέγεται για πρόσωπα που είναι εξουσιαστικά και δεσπόζουν κυριαρχικά. Είναι όμως η δέηση ανθρώπων που ελπί­ζουν ότι θα δεχθούν τη θεραπεία, πράγμα που δεν είναι συνετής διάνοιας, αν αυτός που μπορεί, και μάλιστα από μακριά, να προσ­φέρει την κάθαρση σε δέκα λεπρούς, δεν είναι Θεός.

Ο Κύριος όμως, επειδή σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρεπόταν στους λεπρούς να συναναστρέφονται τα γύρω του πλήθη, ώστε με τη διδασκαλία και τα θαύματα να οδηγηθούν προς την πίστη, τους προσφέρει το έλεος δωρεάν και τους καθαρίζει από τη λέπρα, ώστε, απαλλασσόμενοι από το κώλυμα για συναναστροφή μαζί του, να μπορούν και να συνυπάρχουν και να βελτιώνονται. Και τους καθαρίζει πώς; Λέγοντας προς αυτούς, «πηγαίνετε, δεί­ξατε τους εαυτούς σας στους ιερείς· ενώ πήγαιναν εκεί, καθαρίσθηκαν», γιατί εκείνος που εξουσιάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς του πρόσταξε να μεταβούν και, επειδή υπάκουσαν, χορήγησε και την κάθαρση. Όπως δηλαδή ο δεσπότης του νό­μου,εφαρμόζοντας για χάρη μας το νόμο, δεν προσκάλεσε κοντά του τους λεπρούς, ούτε τους άφησε να τον εγγίσουν, έτσι και μετά το λύγισμά του στις ελεεινές φωνές εκείνων, παρέχοντας τη θερα­πεία, τους στέλλει προς τους ιερείς πάλι σύμφωνα με τον νόμο. Γιατί ο νόμος αυτός πρόσταζε να μη δίνει τη μαρτυρία μόνος του ο λεπρός που καθαρίσθηκε, αλλά να προσέρχεται στους ιερείς και να δείχνει στους οφθαλμούς εκείνων κάθε μέλος του σώματός του και από εκείνους να παίρνει τη διαβεβαίωση, ώστε να θεωρείται καθαρός.

Επειδή όμως η λέπρα υπαινίσσεται την αμαρτία, η επίδειξη στους ιερείς δείχνει οπωσδήποτε τούτο, ότι κανείς από αυτούς που αμαρτάνουν στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετάνοι­ας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του τη συγχώρηση και να συμβρίσκεται με τους ανεύθυνους, εάν δεν μεταβεί προς εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και δεν δείξει σ’ αυ­τόν την λεπρωμένη ψυχή του με την εξομολόγηση και δεχθεί από εκείνον τη διαβεβαίωση τής συγχωρήσεως. Αυτός λοιπόν που εκτελεί και τις συμβολικές πράξεις του νόμου για μας, στέλλει για τον ίδιο λόγο και τους λεπρούς στους ιερείς για να ελεγ­χθούν, οικονομώντας και κάτι επί πλέον γιατί ήταν ικανό το θαύμα ν’ απαλλάξει ακόμη και τους ιερείς από την προς αυτόν απιστία. Πράγματι κάποτε λεπρώθηκε και η αδελφή του Μωυσή Μαριάμ, για αιτία που δεν είναι καιρός να την πούμε τώρα, αλλ’ οπωσδήποτε λεπρώθηκε· και ο Μωυσής που δοκίμασε τρομερό πόνο από το πάθος ζητούσε με την προσευχή τη θεραπεία της αδελφής του από τον Θεό· και την έλαβε βέβαια, αλλ’ έπειτα από επτά ημέρες.

Προσέξτε λοιπόν πόση υπεροχή προσμαρτυρεί το θαύμα στον Χριστό έναντι του Μωυσή. Γιατί αυτός στον λεπρό που του είπε, «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις», απάντησε, «θέλω, καθαρίσου», και αμέσως τον απάλλαξε από τη λέπρα, ενώ εδώ έδωσε τη θεραπεία σε δέκα λεπρούς που ζήτησαν από μακριά την κάθαρση, χωρίς καν να πει τίποτε, αλλά μόνο με τη συγκα­τάνευσή του. Άρα δεν είναι φανερό σε όλους όσοι έχουν νου, ότι αυτός είναι εκείνος στον οποίο προσευχόταν ο Μωυσής και τον οποίο ικέτευε ως Θεό να συγκατανεύσει στην κάθαρση της Μαρίας; Γι’ αυτό λοιπόν οι τόσοι αυτοί λεπροί που καθαρίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο αποστέλλονταν στους ιερείς, για να γνωρίσουν και αυτοί μέσω του θαύματος τη δύναμη του Χρι­στού, και αφού μάθουν από τους λεπρούς ότι ήρθαν να εκπληρώσουν τον νόμο σύμφωνα με τη γνώμη εκείνου που έχει τόση δύναμη, να καταλάβουν ότι εκείνου γνώμη είναι και ο δοσμένος μέσω του Μωυσέως νόμος, και έτσι να πιστέψουν στον ένα αυτό Θεό, που είναι ο ίδιος, και του νόμου και της χάριτος, και να οδηγήσουν αυτοί τελειότερα τους καθαρισμένους λεπρούς προς την πίστη σ’ αυτόν. Γιατί έτσι έπρεπε, αν και εκείνοι χωρίς σύνε­ση έπρατταν τα αντίθετα.Μολονότι λοιπόν εκείνοι έπρατταν τ’ αντίθετα, αλλ’ ο Χριστός δεν παρέλειπε ποτέ τίποτε από όσα τους είλκυαν προς τη σωτηρία· γιατί έχει αδαπάνητη και ανίκητη την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί η μακροθυμία εκείνου με την κακία αυτών.

Αλλά, καθώς οι λεπροί, πηγαίνοντας προς τους ιερείς, θεραπεύθηκαν στο δρόμο, «ένας από αυτούς, αφού είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό μεγαλόφωνα και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του για να τον ευχαριστήσει· κι αυτός ήταν Σαμαρείτης». Σωστά είπε ο Ψαλμωδός προφήτης για το τότε γένος των Ιουδαίων, ότι «δεν υπήρχε άνθρωπος που να καταλαβαίνει, που να επιζητεί τον Θεό· όλοι παρεξέκλιναν, όλοι αχρειώθηκαν». Πράγματι, αν αυτοί οι εννέα, που τόση ευεργε­σία πέτυχαν από τον Χριστό και τέτοιο θαύμα είδαν επάνω τους, δεν κατάλαβαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, δεν επέστρεψαν για να τον αναζητήσουν, δεν απέδωσαν τη μεγαλύτερη δοξολογία ούτε την ευχαριστία, τί είναι φυσικό να σκεφθούμε για τους άλλους; Αλλ’ ο Σαμαρείτης, ο Ασσύριος κατά το γένος (γιατί από αυ­τούς προερχόταν η σαμαρειτική αποικία), που ήταν ένας από αυτούς, όταν είδε το θαύμα και την ποθητή ευεργεσία που πέτυ­χε, κατανόησε αυτήν και τελειώθηκε ως προς την πίστη, και αφού επέστρεψε, λέγει και εκτελεί λόγια και πράγματα ευγνωμο­σύνης και πίστεως, πέφτοντας δημόσια με το πρόσωπο στα πό­δια του ευεργέτη και δοξάζοντας ως Θεό αληθινόν αυτόν που του χάρισε την κάθαρση. Και ο Κύριος λέγει προς τους παραβρισκόμενους· «δεν καθαρίσθηκαν οι δέκα; που είναι οι εννέα; Δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να επιστρέψουν για να δοξολογή­σουν τον Θεό;», αν και βέβαια γι’ αυτό θεράπευσε και αυτούς, για να λάβουν την άδεια να συμβιώνουν και με τους γύρω από αυτόν και να κερδίσουν τη θεραπεία των ψυχών και να δοξάσουν τον ιατρό και των ψυχών και των σωμάτων· εκείνοι όμως δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό.

Αλλά τί πάθος αληθινά! Γιατί αυτό μπορεί κανείς να δει να πάσχομε και εμείς τώρα. Αφού καθαρισθήκαμε από τον Χριστό απ’ εκείνη την πρώτη κατάρα, που ήταν απλωμένη πάνω μας σαν λέπρα, και πιο βλαβερή και πιο σιχαμερή από κάθε λέπρα, καθόσον το πάθος εκτός από το σώμα διέβαινε και στην ψυχή· αφού καθαρισθήκαμε λοιπόν απ’ αυτήν μέσω του Χριστού, και ελάβαμε πάλι από εκείνον καθαρή τη φύση μας σαν από την αρχή, δεν προσκολλώμαστε σ’ αυτόν με ενάρετη ζωή προσφέροντάς του δόξα, αλλά απομακρυνόμαστε πάλι από αυτόν με επά­ρατα και παράνομα έργα, όπως λέγει προς αυτόν ο Δαβίδ· «δεν θα παραμείνουν παράνομοι μπροστά στα μάτια σου». Γι’ αυτό πάλι ο Κύριος, ελεεινολογώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους και θρηνώντας κατά κάποιο τρόπο εκείνους και εμάς τους έπειτα από εκείνους όμοιους με εκείνους, όπως προς τον Αδάμ, όταν εξέπεσε από τη θεία εκείνη δόξα, έλεγε, «Αδάμ, πού εί­σαι;», έτσι έπειτα λέγει και προς αυτούς· «οι εννέα όμως πού είναι; δεν έκριναν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό, παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;». Λέγοντας όμως, «παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός», δείχνει την αχαριστία και σκληροκαρδία του γένους των Ιουδαίων, και ότι τα έθνη ήταν έτοιμα για επιστροφή, ενώ οι Ιουδαίοι ήταν τελείως αμετανόητοι προς σωτηρία. Γι’ αυτό και σ’ αυτόν που επέστρεψε με ευγνωμοσύνη χάρισε δίκαια και την ψυχική σωτηρία, που προτυπώνει τη σωτηρία των εθνών μέσω της πίστεως, λέγοντάς του· «σήκω και πήγαινε· η πίστη σου σ’ έσωσε· ζήσε με ειρήνη», ενώ εκείνους που δεν επέστρεψαν, αφού τους κατηγόρησε μόνο για τη σιωπή, έδειξε ότι απέτυχαν ως προς την ψυχική σωτηρία.

Μοιάζουν βέβαια οι δέκα αυτοί λεπροί με ολόκληρο το γένος των ανθρώπων γιατί όλοι μας ήμασταν λεπρωμένοι, αφού όλοι υποπέσαμε στην αμαρτία, όπως λέγει ο θείος Παύλος, «όλοι αμάρτησαν και στερούνται τη δόξα του Θεού, δικαιούμενοι δω­ρεάν με τη χάρη αυτού». Όλοι λοιπόν ήμασταν έτσι λεπρωμένοι, αφού όμως κατέβηκε ο Κύριος από τους ουρανούς και έλαβε τη φύση μας, την ελευθέρωσε από την καταδίκη για την αμαρ­τία. Αλλά οι Ιουδαίοι βέβαια φάνηκαν αγνώμονες απέναντι σ’ αυτήν την ευεργεσία, όσοι όμως από τους Εθνικούς επέστρεψαν από τον μάταιο δρόμο τους και από τα προηγούμενα πονηρά ήθη τους και πρόσφεραν δόξα στον Θεό, όχι ομολογώντας απλώς τη σωτηρία και ανακηρύσσοντας το μέγα έλεος εκείνου που από το απέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τον εαυτό του μέχρι σε μας, αλλά και πείθονται στις εντολές του και ζουν σύμφωνα με αυτές και με τη διαγωγή αυτή βαδίζουν προς ειρή­νη, δηλαδή ειρηνεύουν προς τους εαυτούς τους και μεταξύ τους και προς τον Θεό. Και ειρηνεύουν προς τον Θεό εκτελώντας τα ευάρεστα σ’ αυτόν, ζώντας με σωφροσύνη, λέγοντας την αλήθεια, και πράττοντας τα δίκαια, «επιδιδόμενοι σε προσευχές και δεήσεις», «υμνώντας και ψάλλοντας με τις καρδιές μας», και όχι μόνο με τα χείλη· προς τους εαυτούς μας ειρηνεύομε υποτάσ­σοντας τη σάρκα στο πνεύμα και ακολουθώντας τον σύμφωνα με τη συνείδηση τρόπο ζωής και έχοντας τον εσωτερικό μας κόσμο των λογισμών κινούμενον με κοσμιότητα και ευγένεια· μεταξύ μας τέλος ειρηνεύομε «ανεχόμενοι ο ένας τον άλλο και χαρίζο­ντας την κατηγορία που έχει κάποιος σε βάρος άλλου, όπως και ο Χριστός μας χάρισε, και δείχνοντας την μεταξύ μας ευσπλαγχνία με την αγάπη ο ένας προς τον άλλο, όπως και ο Χριστός από μόνη την προς εμάς αγάπη μας ελέησε και κατέβηκε μέχρι σε μας για χάρη μας.

Ας ειρηνεύομε και εμείς λοιπόν, αδελφοί, παρακαλώ, και ας δείχνομε αυτή την ειρήνη με έργα και τρόπους ενάρετους και αγαπητούς στον Θεό· γιατί εξ αιτίας αυτής της ειρήνης και εμείς ήρθαμε σε σας, στην Εκκλησία του Χριστού, έχοντας ορισθεί από αυτόν διάκονοι της κληρονομιάς και χάριτός του, και πάνω από όλα ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την ειρήνη σύμφωνα με την προς εμάς παραγγελία του Σωτήρα μας μέσω των Αποστόλων, και με αυτήνσυνάγομε τα σκορπισμένα μέλη προς τον εαυτό τους και την από το μίσος προκαλούμενη ασθένεια και καχεξία την βγάζομε έξω από τις ψυχές μας.

Είμαστε λοιπόν μαζί σας με τη χάρη του Χριστού και είμα­στε πρεσβευτές του Χριστού, αφού αυτός παρακαλεί με ενδιάμε­σους εμάς, «συμφιλιωθείτε με τον Θεό», γνωρίσατε την μεταξύ σας συγγένεια που ενυπάρχει σε σάς, όχι μόνο ως προς την ψυ­χή, αλλά και ως προς το σώμα, γιατί έτσι θα γίνετε και της ειρή­νης, δηλαδή του Θεού, υιοί και κληρονόμοι. Γιατί αυτός είναι η ειρήνη μας, που έκαμε τα δυο ένα και διέλυσε τον μεσότοιχο φράκτη και κατέλυσε με τον σταυρό την έχθρα και φύτευσε την ειρήνη μέσα στις ψυχές μας. Γιατί ολόκληρο το έργο της παρουσίας του είναι η ειρήνη, και γι’ αυτήν έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ προείπε γι’ αυτόν, «στις ημέρες του θ’ ανατείλει δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης», και σε άλλον ψαλμό λέγει πάλι γι’ αυτόν, «θα λαλήσει ειρήνη προς τον λαό του και προς αυτούς που επιστρέφουν την καρδιά τους σ’ αυτόν». Δείχνει όμως και ο ύμνος που ψάλθηκε κατά τη γέννησή του από τους αγγέλους, ότι ήρθε σ’ εμάς φέροντάς μας από τον ουρανό την ειρήνη, λέγοντας, «δόξα στον Θεό στα ουρά­νια και πάνω στη γη ειρήνη». Και αυτός ο ίδιος, όταν ολοκλή­ρωνε ήδη την σωτηριώδη οικονομία,αντί κληρονομιάς, την ειρή­νη άφησε στους μαθητές του, λέγοντας προς αυτούς· «σας δίνω την ειρήνη μου, σας αφήνω την ειρήνη μου». Και πάλι· «να ειρη­νεύετε μεταξύ σας και με όλους»· και επίσης· «από αυτό θα γνω­ρίσουν όλοι ότι είσθε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Και η τελευταία προσευχή που έκανε για μας όταν ανέβαινε προς τον Πατέρα του στηρίζει την αναμεταξύ μας αγάπη· γιατί λέγει· «βοήθησέ τους, Πατέρα, ώστε όλοι να είναι ένα».

Να μη εκπέσομε λοιπόν από την πατρική προσευχή, ούτε να απορρίψομε την κληρονομιά του ουράνιου Πατέρα, ούτε τη σφραγίδα και το σημάδι της προς αυτόν οικειότητας να πετάξομε, για να μη χάσομε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς αυτόν μαθητεία και εκπέσομε από την επηγγελμένη ζωή και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα του ειρηνάρχη Πατέρα, ο οποίος, για να μη πάθομε αυτό, απέστειλε μέσω των αγίων μαθητών και Αποστόλων του την ειρήνη σ’ όλον τον κό­σμο. Γι’ αυτό και αυτοί και στις ομιλίες τους και στα συγγράμματά τους αυτήν προβάλλουν στους προλόγους τους πριν από όλους τους λόγους, «χάρη σε σας και ειρήνη από τον Θεό». Αυ­τήν και εμείς ως υπηρέτες της διακονίας εκείνων και τώρα ευαγ­γελιζόμαστε και μαζί με τον Παύλο λέμε σ’ εσάς, «να επιδιώκετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, χωρίς την οποία κανένας δεν θα δει τον Κύριο». Από μας όμως κανένας να μη αποτύχει στη θέα του Κυρίου, ούτε να εκπέσει από τη θεία δόξα την εκπεμπόμενη από εκεί, αλλά, αφού όλοι συμφιλιωθούμε και συναχθούμε σ’ ένα με την μεταξύ μας κατά Θεόν ειρήνη και αγάπη και ομό­νοια, να έχομε στο μέσο μας σύμφωνα με τη γλυκειά παραγγελία του τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που εξομαλύνει τις δυσκολίες του παρόντος βίου, και στον κατάλληλο καιρό χαρίζει την αιώ­νια ζωή και δόξα και βασιλεία.

Αυτήν είθε να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλαν­θρωπία του ειρηνάρχη και ειρηνόδωρου Θεού και Πατέρα μας και Κυρίου Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες αιώ­νων. Γένοιτο.


(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: alopsis.gr