† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ ΒΗΘΛΕΕΜ ΒΡΕΦΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὡς διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως



ὑπό π. Νικηφόρουυ Νάσσου

 

 Χάρη καί ἡ ἀνοχή τοῦ Παναγάθου Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὄχι ἁπλῶς τό «ἀγαθόν», ἀλλά τό «αὐτάγαθον» καί «αὐτόκαλον» , σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά ἑορτάσουμε τά «Ἅγια Χριστούγεννα», ὅπως λέγουμε, δηλαδή τήν Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χριστούγεννα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν παιδίον γέγονεν» !

 

Πράγματι, «ὁ ἄναρχος ἄρχεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ Λόγος σαρκοῦται» . Ὡστόσο, ἡ ἐνανθρώπηση, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες εἶναι μία «ἀμετάβατη παρουσία», ἤ «παρουσία χωρίς ἀπουσία» , ὅπως ἄλλωστε διαβάζουμε καί στούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου: «Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γάρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δέ τοπική γέγονε». Ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι παρουσία στήν κτιστή πραγματικότητα τοῦ Ἑνός Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκαλυπτική καί σωστική. Κατά τοῦτο, ἔχουμε, τήν λυτρωτική «εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου μέσα στόν κτιστό κόσμο, προκειμένου τό κτιστό νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο καί νά θεωθεῖ. Μυστήριο ἀπρόσιτο! Κένωσις ὑψοποιός, ἐνανθρώπηση θεοποιός, κάθοδος τοῦ Θεοῦ καί ὕψωση, ἁγιασμός καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῶ!

 

Μέ τὴν ἐνανθρώπηση λαμβάνει χώρα ἡ ἀνάληψη, ἤ πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ αὐτὴ ἡ πτωτική μας φύση ἀπό τήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τόν θάνατο, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται» . Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται, καί ἔτσι μᾶς σώζει διὰ τῆς θεότητός Του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός !

 

Κατά τή Σάρκωση τοῦ Κυρίου ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεν τὰ ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…» . Χωρίς αὐτήν τήν «ἀνάκραση», τήν ἀνάμιξη, δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει» . Ἔτσι, ὁ ἄσαρκος καί μετά ταῦτα ἔνσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτοντας τήν Ἁγία Τριάδα μέ τή φανέρωσή Του, πραγματώνει στήν Ἱστορία τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τῆς σωτηρίας τοῦ «βροτείου φυράματος».


νεκα τῶν ἀνωτέρω, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶναι πεπληρωμένοι χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἀνέλαβε τήν πεσοῦσα φύση μας γιά νά τήν ἀνυψώσει καί νά τήν θεώσει παρέχοντας τήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται «Σωτῆρας», ὅπως διαβάζουμε στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τήν ἀναγγελία τῆς γεννήσεως: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» .


Δέν χαίρονται μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ Ἄγγελοι, ὅπως θά σημειώσει σκιρτώντας ὁ ἀπαράμιλλος ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας, ἱερός Χρυσόστομος. Τά Ἅγια ἀγγελικά τάγματα χαίρονται καί ἀγάλλονται, βλέποντας «τόν ἄνω, κάτω δι᾿ οἰκονομίαν καί τόν κάτω, ἄνω διά φιλανθρωπίαν» .


ς γνωστόν, μετά τήν πτώση καί ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τά πάντα ἀλλάζουν. Ἡ πορεία τοῦ πεπτωκότος ζοφερή καί ταραχώδης. Ἡ προηγηθεῖσα παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἡ ἕνεκα ταύτης διάσπαση τῆς κοινωνίας τοῦ πλάσματος μετά τοῦ Πλάστου, τραγική. Τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώνεται, ἀφοῦ ὁ νοῦς σκοτίζεται. Ἡ προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» χάνεται. Δέν πρόκειται, συνεπῶς, γιά μία ἁπλή παράβαση, ὅπου στήν περίπτωση αὐτή ἡ μετάνοια θά ἀρκοῦσε πρός ἐπανόρθωση. Πρόκειται γιά μιά ὀντολογική φθορά, γιά ἕναν θάνατο ὡς ἀλλοτρίωση Θεοῦ, ὅπως σημειώνουν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας.


σο ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ ἀπομακρυνόταν ἀπό τον Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή - σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος -, τόσο καί πλησίαζε τον (πνευματικό) θάνατο καί νεκρωνόταν: «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός. Στέρησις δέ τῆς ζωής θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε» . Συνεπῶς, ὁ νεκρός ἤθελε ζωοποίηση, ἀνάσταση, τήν ὁποία μόνο ὁ Θεός μποροῦσε νά τοῦ τήν παράσχει. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἐνανθρώπηση κατέλυσε τόν θάνατο καί ζωοποίησε τόν νεκρό ἀπο τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο: «Ἐπειδή γάρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διά τοῦτο πάλιν διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις γέγονε, καί ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις».


Μαρτυρεῖται, λοιπόν, ἐκ τῶν ἀνωτέρω, τό ἀπαραίτητο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν ἠθική, τότε ἀρκοῦσε ἡ μετάνοια, ὅπως ἐλέχθη. Ἀφοῦ ὅμως ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ὀντολογική , τότε εὔκολα κατανοεῖται τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστροφή τοῦ πεπτωκότος στήν μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία δέν μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Γιά τόν λόγο αὐτό, «ἀπαιτεῖται πλέον ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός» , πρός ἐπίτευξη τοῦ ἀνωτέρω σκοποῦ.


Κατά τά ἀνωτέρω, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται γιά τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως καί τήν ἀνάκτιση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα, τό ὁποῖο καί ἐσκοτίσθη, λόγῳ ἁμαρτίας. Ἕνεκα τούτου, σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ Λόγος προγινώσκεται ὡς Χριστός, ἐξ᾿ αἰτίας τῆς προγνώσεως τῆς πτώσεως. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδέμ προγινώσκεται ἀπό τόν ἔχοντα τήν παγγνωσία, Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἔτσι, λόγῳ αὐτῆς τῆς προγνώσεως, ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. Ὁ προγνωσθείς Χριστός συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ .


Συναφῶς καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ὁ Λόγος ὡς Χριστός «προθεμελιώνεται» πρό καταβολῆς κόσμου, κατά τήν πρόγνωση τοῦ παντογνώστου Θεοῦ. «Προθεμελιοῦται...ὁ Χριστός καί ἐν αὐτῷ πάντες ἡμεῖς ἐποικοδομούμεθα. Καί τοῦτο πρό καταβολῆς κόσμου κατά πρόγνωσιν τοῦ πάντα εἰδότος Θεοῦ» . Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος θά ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου γνώριζε ἀπό καταβολῆς κόσμου ὅτι ὁ Ἀδάμ ἐπρόκειτο νά παραβεῖ τήν ἐντολή του καί προόρισε «τήν ἐν παλιγγενεσίας αὐτοῦ ζωήν καί ἀνάπλασιν διά τῆς ἐνσάρκου γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» .


Νά σημειώσουμε ὅτι στή διαχρονική Πατερική συμφωνία δέν ἐντοπίζεται καί δέν μαρτυρεῖται ἡ ἰδέα μιᾶς ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά τονίζεται ἡ θέση περί τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, μέ σκοπό τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆ πτώσεως. Ἀντιπροσωπευτικά, θά λέγαμε, ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ πώς δέν ὑπῆρχε «ἄλλη τις αἰτία τῆς οἰκονομίας», παρά μόνο ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .


λαχιστότατες, ὡστόσο, περιστασιακές, ποιμαντικοῦ χαρακτῆρος, ρήσεις κάποιων Πατέρων, πού παραπέμπουν σέ μία ἑρμηνεία περί ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως δέν ἐμπεριέχουν ἰσχυρή κατοχύρωση περί αὐτῆς τῆς θεωρήσεως.


κόμη καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής – θεωρούμενος ἀπό κάποιους ὡς ὁ κατεξοχήν ὑπέρμαχος τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς ἐνανθρωπήσεως - ἐντάσει τήν σάρκωση στήν προοπτική τῆς σωτηρίας ἕνεκα τῆς πτώσεως. Μάλιστα σημειώνει ὅτι ἡ σάρκωση ἔγινε κατά τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως, ἀκριβέστερα, ἐκπληρώνοντας τήν πρόγνωση: «πλήρωσιν δοῦσα τῇ προγνώσει Θεοῦ». Τό ἔργο πού «προεπινοήθη» καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ . Κατά τοῦτο, ὁ ἅγιος Μάξιμος, λοιπόν, κάνει λόγο γιά σάρκωση ἐμπροϋπόθετο.


να καί μόνο κείμενο τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐκφράζει τήν θέση περί τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως, ἐνῶ στή σύνολη διδασκαλία του κυριαρχεῖ ἡ ἀντίθετη θέση . Καί ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ καθηγητής Ἀνδ. Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἐρεύνησε ἐνδελεχῶς τά κείμενα τοῦ Ἁγίου, συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι «ἄν δέν ἡμάρτανεν ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος» . Εἶναι, ὅμως, τοῦτο ἕνα μεγάλο ζήτημα, γιά τό ὁποῖο δέν θά πλατιάσουμε στό παρόν κείμενο. Θά ὑπογραμμισθεῖ μόνο, ὅτι τό «κατ᾿ εἰκόνα» ὑπενθυμίζει, θά λέγαμε, στόν ἄνθρωπο τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ὥστε νά παραμένει στήν κατάσταση αὐτή, ὁλοκληρώνοντας τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.


Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, Ν. Ξιώνη, σέ περίπτωση πού ὁ ἄνθρωπος δέν εὑρίσκετο σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν Θεό, πρᾶγμα πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀπροϋπόθετη ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη παιδαγωγίας του στήν κοινωνία μέ αὐτόν καί ὁ <παιδαγωγικός> χαρακτῆρας τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» θά ἦταν περιττός, ἀφοῦ ἡ θέωση θά ἐπιτυγχάνετο μέ τήν ἐνανθρώπηση πού θά λάμβανε χώρα σέ κάθε περίπτωση (κατά τή θεωρία τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως). «Συνεπῶς, ἡ κοινωνία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει ἐξ᾿ ἀρχῆς νά ἦταν δεδομένη» .


κ τῶν ἀνωτέρω προκύπτει πώς ἄν δεχθοῦμε ἀπροϋπόθετη σάρκωση τοῦ Λόγου, τότε εἶναι σάν νά θεωροῦμε πώς ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐλλιπής, ἀφοῦ μέ ὅ,τι εἶχε λάβει ὁ ἄνθρωπος (τό «κατ᾿ εἰκόνα») δέν θά μποροῦσε νά φθάσει στόν τελικό σκοπό, πού ἦταν ἡ θέωση. Δέν εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νά παράγει ἀτελή ὄντα! Ὁ Θεός τά πάντα «λίαν καλῶς ἐποίησε». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, δέν μπόρεσε νά διατηρήσει τά δεδωρημένα ἀγαθά. Ἔτσι, ἔχουμε τη ζόφωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», διά τῆς πτώσεως. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», προεγνωσμένη ἀπό τόν Θεό, καί ἡ ἀγάπη Του γιά τή σωτηρία τοῦ πεπτωκότος, ἀποτελεῖ τό κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο και ἀποκαθιστᾶ τήν πορεία καί προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν».


πογραμμίζεται, λοιπόν, στήν Πατερική Θεολογία τό γεγονός τῆς διορθώσεως τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκ τῶ κορυφαίων Θεολόγων Πατέρων, Μ. Ἀθανάσιος θά ὑπογραμμίσει στόν κλασικό Περί ἐνανθρωπήσεως λόγο του, ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου δύο τινα ἐνήργησε στή φύση μας, ἤτοι, ἀπομάκρυνε τόν θάνατο καί ταυτόχρονα μᾶς ἀνακαίνισε:
«Ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καί ἀνεκαίνισεν ἡμᾶς».


 ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλογος θά ὑπογραμμίσει ὅτι, ἐπειδή ἐμεῖς οἰ ἄνθρωποι δέν φυλάξαμε τήν εἰκόνα πού λάβαμε, ἤτοι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει, καί τήν φύση νά ἀναστήσει: «Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καί οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί τήν εἰκόνα σώσῃ καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ» .

 

 Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Σαρκωμένου Θεοῦ. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. Ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως… μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Σέ κάθε περίπτωση, τό ἄφατο Μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Λόγου νοεῖται θεοπρεπῶς, ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος («νόει μοι θεοπρεπῶς τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου»), καί βιώνεται ὑπαρξιακῶς, διά τῆς μετοχῆς τῆς θείας Ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.

 

Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί ἐμπροϋπόθετη προσέλευση στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

γαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ!

Σήμερα, Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη Δεσποτικὴ Ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη πάντων τῶν Προγόνων τοῦ Χριστοῦ μας, τῶν Δικαίων καὶ τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπὸ τοῦ Προπάτορος Ἀδὰμ μέχρι τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καί, ὅσοι ἤσασταν ἀπὸ πιὸ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία, θὰ ἀκούσατε ὅτι τὸ συναξάριο ποὺ ἀνέγνωσε ὁ ἀναγνώστης ἦταν ἀρκετὰ ἐκτενές, μάλιστα δὲ τὸ μεγαλύτερο τοῦ ἔτους, τὸ δὲ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Λειτουργίας ἀναφερόταν στὴν γενεαλογία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως τοῦ Ἰωσήφ. 

               Βρισκόμαστε στὴν τελικὴ εὐθεία τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἕνα μεγάλο ζήτημα στὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ δώσουμε προσοχὴ εἶναι τὸ πῶς ἑορτάζουμε αὐτὴ τὴν ἑορτή, τὴν -κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο- «Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν». Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτό, πρέπει πρῶτα νὰ σκεφθοῦμε τὶ σημαίνουν γιὰ ἐμᾶς τὰ Χριστούγεννα, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν Χριστουγέννων. 

            Εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν Χριστουγέννων νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ρουτίνα τῆς καθημερινότητας; Νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε μὲ φίλους καὶ γνωστούς, εὐφραινόμενοι στὰ ρεβεγιόν; Κοινῶς, νὰ διασκεδάσουμε; Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν Χριστουγέννων γιὰ τὸν κόσμο ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸν Χριστό.  Γιὰ αὐτὸ καὶ ἔχουν φτάσει νὰ «ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα» καὶ ἄνθρωποι ἀλλόθρησκοι ἢ ἄθεοι. Πρόκειται γιὰ μεγάλη εἰρωνεία, διότι τὸ νὰ λέει κάποιος ὅτι γιορτάζει Χριστούγεννα χωρὶς νὰ ἀναφέρεται καθόλου στὸ Πρόσωπο ποὺ ἔχει τὰ γενέθλιά Του, τὸν Χριστό, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ ἐπισκεφθεῖ κάποιος ἕναν γνωστό του ἑορτάζοντα τὰ γενέθλιά του, νὰ ἀρχίσει νὰ μιλᾶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους, νὰ ἀνταλλάσσει δῶρα μὲ αὐτούς, ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν ἑορτάζοντα οἰκοδεσπότη νὰ μὴν δώσει τὴν παραμικρὴ σημασία. Μὲ τὴν ἑορτὴ νὰ ἔχει λάβει, δυστυχῶς, τέτοια διάσταση γιὰ τὸν κόσμο, βλέπουμε πλέον στοὺς δρόμους καὶ στὰ καταστήματα νὰ μὴν ἐκφράζονται εὐχὲς γιὰ «καλὰ Χριστούγεννα», ἀλλὰ γενικὰ καὶ ἀόριστα γιὰ «καλὲς γιορτές», προκειμένου νὰ μὴν προσβληθοῦν δῆθεν οἱ ἀλλόθρησκες μειονότητες. Ποῦ πάμε; Γιατί νὰ κάνουμε ἐκπτώσεις στὶς παραδόσεις μας γιὰ χάρη τῶν μειονοτήτων; Ἀλήθεια, πιστεύει κανεὶς ὅτι οἱ χῶρες προέλευσης τῶν μειονοτήτων θὰ ἔκαναν ἀνάλογες ἐκπτώσεις γιὰ νὰ εὐαρεστήσουν ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς; Πλανᾶται πλάνην οἰκτρὰν ὅποιος θρέφει τέτοιες προσδοκίες. 

                  Γιά νὰ δοῦμε, ὅμως. Ποιά εἶναι ἡ κατάληξη ἑνὸς τέτοιου, κοσμικοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων; Περνοῦν λίγες ἡμέρες καὶ ἀμέσως ἔρχεται καὶ ἡ μελαγχολία, ἔρχεται καὶ ἡ θλίψη ἐπειδὴ πέρασαν οἱ γιορτὲς καὶ ἔφτασε ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ρουτίνα. Ποιός παραμένει χαρούμενος; Ποιός ἀλλάζει ριζικὰ πρὸς τὸ καλύτερο καὶ μεταμορφώνει τὴν ζωή του; Οὐδείς. Ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις ἑορτασμοῦ χωρὶς Χριστὸ δὲν εἶναι, τελικά, τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία πρόσκαιρη ἀναλαμπὴ δῆθεν χαρᾶς. 

                   ποιος εἶναι ἔξυπνος, σίγουρα, ἀπὸ τὴν δῆθεν χαρὰ προτιμᾶ τὴν ἀληθινὴ καὶ μόνιμη χαρά. Αὐτὴν τὴν χαρὰ προσφέρει ὁ γνήσιος ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ Χριστός, ἄλλωστε, δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ γεμίσουμε λύπη καὶ μελαγχολία. Ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν ἀληθινὴ Χαρά, τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν αἰώνια Ζωή. Πῶς, ὅμως, θὰ γίνουμε μέτοχοι αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν; Ὅταν, διὰ τῆς νηστείας, διὰ τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, διὰ τῆς προσευχῆς, διὰ τῆς μελέτης τῶν θεῖων γραφῶν, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς εἰλικρινοῦς προσφορᾶς καὶ τῆς συγχωρητικότητας, ἐτοιμάσουμε στὴν ψυχή μας ἱερὴ φάτνη γιὰ νὰ γεννηθεῖ μέσα της ὁ Χριστός. 

             Σὲ αὐτὸ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν οἱ σήμερα τιμώμενοι Ἅγιοι. Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς προσευχές τους ἀσφαλῶς, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους. Θέλουμε νὰ γεννηθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός; 

             ς μιμηθοῦμε τὴν φιλοξενία καὶ τὴν ὑπακοὴ τοῦ Ἀβραάμ. Δὲν περνοῦσε διαβάτης μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του δίχως νὰ χορτάσει καὶ νὰ ξεδιψάσει, ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμιώδης φράση: «ἀβραμιαία φιλοξενία». Ὅταν δὲ ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ θυσιάσει τὸν μονάκριβο γιό του, ἐκεῖνος δίχως δεύτερη σκέψη ἀνταποκρίθηκε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, βέβαια, δὲν ἐπέτρεψε, τελικά, νὰ τελεσθεῖ ἡ θυσία. 

             ς μιμηθοῦμε τοῦ παγκάλου Ἰωσὴφ τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀμνησικακία. Ὅταν ἡ γυναίκα τοῦ ἀφέντη του τὸν ἐπεθύμησε, ἐκεῖνος ὁ θεῖος ἄνδρας εὐθὺς «ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν», «τῆς Αἰγυπτίας ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας». Ὅταν δὲ ἀργότερα ἔγινε ἄρχοντας στὴν Αἴγυπτο καὶ διαχειριστὴς τῶν τροφίμων τὴν περίοδο ποὺ ἄλλες χώρες πεινοῦσαν, τότε τὰ μεγαλύτερα ἀδέρφια του κατέφυγαν σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ λάβουν σιτάρι, χωρὶς νὰ τον ἀναγνωρίσουν. Παρ΄ ὅτι ἐκεῖνοι κάποτε τὸν εἶχαν προδώσει καὶ τὸν εἶχαν πετάξει σὲ ἕναν λάκκο γιὰ νὰ πεθάνει, ἀπὸ τὴν ζήλεια τους, ὁ Ἰωσὴφ μὲ ἀπέραντη χαρὰ τοὺς δέχθηκε καὶ τοὺς συγχώρεσε. 

            ς μιμηθοῦμε τοῦ Μωϋσέως τὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό. Ὁδήγησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ στὴν Ἔξοδο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ἀπὸ πίσω τοὺς κυνηγοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι στρατιῶτες γιὰ νὰ τοὺς σφάξουν, προσευχήθηκε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ ἄνοιξε ἡ θάλασσα στὰ δύο, ὥστε διάβηκε ὁ λαὸς μὲ ἀσφάλεια.

             ς μιμηθοῦμε τοῦ Ἰὼβ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πραότητα. Εἶχε τὰ πάντα, ἔχασε τὰ πάντα καὶ ἔλεγε ὁ στύλος τῆς ὑπομονῆς: «ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τὰ πῆρε πίσω. Νὰ εἶναι τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένο στοὺς αἰῶνες».

              ς μιμηθοῦμε τοῦ Ἠλία τὴν προσευχή. Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἦταν τέτοια ὥστε νὰ μὴν βρέξει γιὰ τρισήμισυ χρόνους. 

            ς μιμηθοῦμε τοῦ Δαυὶδ τὴν μετάνοια. Παρ’ ὅτι ἔπραξε ἔγκλημα φρικτό, δέχθηκε τὸν ἔλεγχο τοῦ Προφήτη Νάθαν καὶ μετανόησε εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Δὲν ἔπεσε σὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ συνέχισε πιὸ δυνατὰ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ὑμνεῖ.

            ς προσπαθήσουμε μὲ τὶς ὅποιες δυνάμεις μας νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ ποὺ τράβηξαν ἐκεῖνοι καὶ τότε ὁ Χριστὸς θὰ βρεῖ τόπο καθαρὸ μέσα μας γιὰ νὰ σκηνώσει. Ὅταν αὐτὸ συμβεῖ, οἱ ἡμέρες τῶν ἑορτῶν θὰ περάσουν, ἀλλὰ ἡ χαρὰ τοῦ ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μέσα μας γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν ζωή μας πρὸς τὸ καλύτερο, θὰ παραμείνει ζωντανή. 

Καλὰ Χριστούγεννα, ἀδελφοί μου! Ὁ Θεὸς μαζί μας! 

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Ἀρχιμανδρίτης Εὐγένιος Λημόνης (1875-1961)



Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Λημόνης (γνωστός ως Λεμονής) του Παντελεήμονος, κατά κόσμον Ευάγγελος, γεννήθηκε το έτος 1875 στην Χότσιστα Κορυτσάς της Βορείου Ηπείρου. Ήταν απόφοιτος Σχολαρχείου και υπηρέτησε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό του, ενώ ήταν άριστος γνώστης και της βυζαντινής μουσικής.

Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία μας και, όπως θα δούμε, σχεδόν όλα τα γεγονότα του βίου του ήταν συνδεδεμένα με το πρόσωπό Της. Διηγείται ο μακαριστός Γέροντας Χρύσανθος Βρέτταρος, ο οποίος γνώρισε και τιμούσε ιδιαιτέρως τον παπά Ευγένιο τα εξής: «Εις μίαν Σχολήν της Βορείου Ηπείρου, όπου ήτο καθηγητής, ηθέλησεν ο Τούρκος κατακτητής να θέση πυρ και να την κατακαύση κατόπιν υποδείξεως των Τουρκαλβανών. Οι Ορθόδοξοι Αλβανοί το εφανέρωσαν εις τον Ευάγγελον, ο οποίος απήντησεν: ‘’Έχομεν πίστιν εις την Παναγίαν, και η Παναγία θα μας σκεπάση’’. Όταν οι Τούρκοι απεφάσισαν να μεταβούν εις την Σχολήν διά να την κάψουν, είδον έμπροσθεν των έν όρος, το οποίον διεπέρασαν, χωρίς να εννοήσουν την ύπαρξιν της Σχολής, και ούτως έφυγαν άπρακτοι. Ερωτηθείς ο Ευάγγελος, πως διεφυλάχθη αυτός και η Σχολή αβλαβείς, έλεγεν εις όλους, ότι εδιάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και η Κυρία Θεοτόκος έγινε τείχος και σκέπη και δεν εκάη η Σχολή από τον κατακτητήν» (Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, Μώλος Λοκρίδος, 2011, σελ. 282).

Ο π. Ευγένιος επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος το έτος 1902 με σκοπό να μονάσει, αλλά τελικώς επέστρεψε στους έχοντας ανάγκη γονείς του μέχρι το 1909, έτος κατά το οποίον ενετάχθη στο δυναμικό της Ιεράς Μονής Διονυσίου. Εκάρη Μοναχός και διακρίθηκε για την υπακοή του και την μοναχική του ακρίβεια. Το μέγα Μυστήριο της Ιερωσύνης έλαβε από τον Επίσκοπο Νύσσης Παΐσιο Παπαϊσίου (+1924) στις 28 Ιουνίου 1917 στην ώριμη ηλικία των 42 ετών.

Στα τέλη του 1927, ο παπα Ευγένιος μαζί με άλλους Αγιορείτες Πατέρες, βγήκε στον κόσμο για να στηρίξει τον Ιερό Αγώνα υπέρ του Πατρίου Ημερολογίου και τίθεται στη διάθεση της Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων, η οποία τον στέλνει όπου υπάρχει ποιμαντική ανάγκη.

Σε μία από τις αποστολές αυτές γίνεται και η πρώτη του σύλληψη από την Αστυνομία μετά από ενέργειες του Καινοτόμου αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου. Συγκεκριμένα, στις 10/23 Μαρτίου 1929, ημέρα Σάββατο της Α’ εβδομάδος των Νηστειών (Ανάμνηση του δια Κολλύβων Θαύματος του Αγίου Θεοδώρου), ο π. Ευγένιος εστάλη από την Κοινότητα στην Μαγούλα Ελευσίνας τη αιτήσει των εκεί Γνησίων Ορθοδόξων. Η Αστυνομία τον συνέλαβε κατόπιν διαταγής του Αρχιεπισκόπου, αλλά ο λαός της Μαγούλας κατέρχεται στην Αθήνα και μαζί με Αθηναίους και Πειραιώτες πιστούς, τους οποίους ξεσήκωσαν οι Αγιορείτες Ιερομόναχοι Παρθένιος Σκουρλής και Γεδεών Πάσιος, κατάφεραν την απελευθέρωση του πατρός Ευγενίου (Περιοδ. «Τα Πάτρια», Ιαν-Μάρτ. 1978, σελ. 15).

Παρόλα αυτά, κάποια άλλη στιγμή, δεν γλύτωσε την φυλάκιση. Καταγράφουν τα ιστορικά «Πάτρια» τα εξής: «Μια άλλη φορά πάλι, λειτουργούσε [ο π. Γεράσιμος Διονυσιάτης] στο Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Βεσνίκο (Άγιον Πνεύμα Σερρών) της Μακεδονίας. Τον συλλαμβάνουν και τότε τον οδηγούν στο κρατητήριο του Αγίου Όρους, το Πειθαρχικό. Μόλις μπαίνει μέσα, κάποιος γνωστός τον υποδέχεται καλωσορίζοντάς τον:
-Τι κάνεις π. Γεράσιμε; Δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο π. Ευγένιος.
Φορούσε παπαδίστικο καλυμαύχι και όχι το καλογερικό Αγιορείτικο σκουφί, όπως συνήθιζε, γι’ αυτό και ο πατήρ Γεράσιμος δεν τον ανεγνώρισε αμέσως. Αυθόρμητα αγκαλιάστηκαν και έδωσαν τον ασπασμό του κοινού αγώνος. Ευρίσκοντο και οι δυο ίδια φυλακή για τον ίδιο λόγο» (Ιαν.-Μάρτ. 1977, σελ. 24).

Τον Μάϊο του 1929 συνέβη η θεραπεία του τριετούς Ιωάννου Σπυριδωνάκου, την οποία κατέγραψαν και οι εφημερίδες (Εφημ. «Σκρίπ», 22-5-1929). Τον μικρό Ιωάννη, ετοιμοθάνατο και με κατεστραμμένο πνεύμονα, έφεραν οι γονείς του στον Ιερό Ναΐσκο της Ζωοδόχου Πηγής στον Πειραιά, στον οποίο μόλις είχε τοποθετηθεί Εφημέριος ο π. Ευγένιος, να παρακαλέσουν την Παναγία για την θεραπεία του. Ο π. Ευγένιος σταύρωσε το παιδί με την αγία Λαβίδα και το παιδί θεραπεύτηκε με την χάρη της Παναγίας μας (Εκτενέστερα στο Περιοδ. «Αρχείον του Ιερού Αγώνος», τ. 4 / 2016, σελ. 29-31).

Ο π. Ευγένιος, όταν είχε πρωτοδεί το μικρό Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, είχε πει τα εξής: «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ευρήκε εις την Κωνσταντινούπολιν μίαν εκκλησούλα μικρήν (παραγκούλα) και από εκεί εκήρυξε την αγίαν Ορθοδοξίαν, και έτσι σήμερα είμεθα Ορθόδοξοι. Και από αυτήν την σπηλιά, όπου είναι εκκλησία της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής… θα κηρυχθή η αγία μας Ορθοδοξία εις όλον τον κόσμον» (Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, Μώλος Λοκρίδος, 2011, σελ. 35).

Περί το 1930 ήλθε στην Αθήνα εξ Αμερικής ο π. Ιωακείμ ο Μακρυγένης και εντάχθηκε στον Ιερό Αγώνα. Ο Γέροντας Χρύσανθος θυμάται: «Συνεδέθη ο παπά Ιωακείμ με τους Ιερείς των Παλαιοημερολογιτών και είπεν εις αυτούς να αφήσουν τους οίκους, όπου παρέμενον, και να ενοικιάσουν ένα μεγάλο διώροφον ή τριώροφον οίκημα, εις το οποίον να είναι άνδρες μεσήλικες ποθούντες την Μοναχικήν Πολιτείαν. Να έχουν αυτοκίνητον και τηλέφωνον διά τας ανάγκας των και εφημερεύοντα Πνευματικόν διά τας πνευματικάς ανάγκας των πιστών. Δυστυχώς όμως αυτήν την συμβουλήν του δεν την εδέχθησαν οι Αγιορείται Ιερείς, πλην ενός, του ακτήμονος και αφράγκου παπά Ευγενίου του Διονυσιάτου» (Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, Μώλος Λοκρίδος, 2011, σελ. 236).

Δυστυχώς, τον παπά Ευγένιο τον πολέμησαν πλήν των Καινοτόμων, ακόμη και συναγωνιστές του, και συγκεκριμένα κάποιοι Αγιορείτες από του 1933 -των οποίων τα ονόματα ευρίσκονται αργότερα στο απαράδεκτο κείμενο της αποκηρύξεως («αναθεματισμού»!) του Αγιού πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου το 1937, όταν αυτοί ακολούθησαν τον Βρεσθένης Ματθαίο στην πτώση του στο Σχίσμα. Συγκεκριμένα, οι Αγιορείτες αυτοί κατηγορούσαν τον παπά Ευγένιο ως «προδότην του Ιερού Αγώνος» επειδή μνημόνευε «υπέρ πάσης επισκοπής Ορθοδόξων» (Αγαθαγγέλου Κολέτσα, Δια να γνωσθή η πραγματικότης, Αθήναι 1933, σελ. 12)! Αλλά και η ιδιοκτήτρια της οικίας που έμενε τον στενοχώρησε, και αναγκάστηκε να φύγει από εκεί, διότι αυτή ήθελε να κτίσει γυναικείο Μοναστήρι και να τον έχει ως Γέροντά της, ενώ ο παπά Ευγένιος προς τιμήν του της έλεγε: «Εγώ δεν έφυγα από το Άγιον Όρος, δια να κάνω γυναικεία Μοναστήρια».

Ο π. Ευγένιος διακρίθηκε και ως εκδότης, κυρίως Οίκων και Χαιρετισμών, στους οποίους είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Ήταν λεπτολόγος στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και κατέλιπε σχετικά άρθρα, εκ των οποίων ελάχιστα διασώθηκαν, αν και είναι γνωστόν ότι είχε και κάποιες ιδιάζουσες απόψεις σε θέματα αποδόσεως υμνογραφικών κειμένων, οι οποίες δημιουργούσαν ενίοτε ακόμη και κάποιες παρεξηγήσεις.

Αφιλοχρήματος και υπερβολικά ακτήμων, έζησε πάντοτε ως φιλοξενούμενος. Η ασκητικότητά του θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες. Κοιμόταν ελάχιστα και ποτέ σε κρεβάτι, αλλά σε κάθισμα, γι’ αυτό η ράχη του είχε κυρτώσει. Πέρασε τον βίο του με ηθελημένη κακοπάθεια, χωρίς θέρμανση στο κρύο και με φοβερή άσκηση. Μέσα από τα πτωχικά και φθαρμένα ράσα του φορούσε βαρειά σίδερα, που του είχαν «φάει» τις σάρκες. Από τις πορείες και την ορθοστασία είχαν σαπίσει τα πόδια του, αλλά δεν μύριζαν άσχημα! Ο Γέρων Χρύσανθος με δέος αναφέρει για τον οσιώτατο παπά Ευγένιο πως «οι πόδες του εσάπησαν και πίπτοντες οι σκώληκες από των ποδών του, τους ελάμβανε και τους έθετεν επάνω εις τας πληγάς, δια να μη υστερηθή το σώμα του το μαρτύριον των δριμυτάτων πόνων» (Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, Μώλος Λοκρίδος, 2011, σελ. 236-237)!…

Έτρωγε ελάχιστα. Όπως περατηρεί ο Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου Γέρων Γαβριήλ (+1983), ο μακαριστός παπά Ευγένιος υπήρξε «νηστευτής αυστηρός, ή μάλλον τρεφόμενος εκ της θείας Ευχαριστίας, των καθ’ ημέραν Λειτουργιών του» (Περιοδ. «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη», ΚΖ’ [1962], σελ. 58)Παρόλα αυτά όταν τον καλούσαν σε σπίτια και του πρόσφεραν φαγητό έτρωγε πολύ λίγο, για να πολεμήσει τους λογισμούς υπερηφανείας. Όσα χρήματα του έδιναν τα μοίραζε αμέσως. Μάλιστα, για να κρύπτει επιμελώς την αρετή της ελεημοσύνης του, τον άκουγαν  κάποιες φορές να μαλώνει με τα παιδιά, αλλά αυτό ήταν προσχηματικό προκειμένου με τον τρόπο αυτό να αποκρύπτει την ελαημοσύνη, που προηγουμένως τα έδινε, για τις πτωχές οικογένειές τους.

Όποτε τον καλούσαν και διάβαζε εξορκισμούς, αποχωρούσε γρήγορα για να μην τον επαινέσουν, διότι τα δαιμόνια έφευγαν λέγοντας: «Η ταπείνωσή σου, παπά Ευγένιε, μας εδίωξε»! Ο Γέρων Χρύσανθος αναφέρει και το εξής περιστατικό: «Μίαν ημέραν, την ώραν όπου ελειτούργει, ήτο είς δαιμονισμένος, ο οποίος τόσον πολύ εφώναζε, ώστε οι ψάλται έφυγον. Τότε με παρεκάλεσεν ο παπά Ευγένιος να ψάλω. Έψαλα εις τον αριστερόν χορόν, ενώ ο δαίμων εστρίγγλιζεν. Εγώ έψαλλον με ηρεμίαν, ο δε παπά Ευγένιος ήτο εις την θεωρίαν της θείας Μυσταγωγίας, και ο δαίμων μετ’ ολίγον έφυγεν από τον άνθρωπον» (Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, Μώλος Λοκρίδος, 2011, σελ. 285).

Πολλές φορές, όταν λειτουργούσε, τον έβλεπαν να μην πατάει στην γη. Λειτουργούσε και σε κάποιο Εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία μας στην ταράτσα κάποιας μεγάλης οικίας στον  Πειραιά, όπου συγκεντρώνονταν κάποιοι πιστοί οικογενειακώς ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Σε μία τέτοια περίπτωση, ένα από τα παιδιά έβαλε το κεφαλάκι του από το παραπόρτι του ιερού Βήματος και κοίταξε μέσα έκπληκτο τον λειτουργό π. Ευγένιο να υπερίπταται του εδάφους μεταρσιωμένος όλος στην λειτουργική προσευχή του!…

Κατά την Κατοχή, αλλά και αργότερα στα χρόνια του φοβερού διωγμού επί Σπυρίδωνος Βλάχου κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’50, υπάρχουν μαρτυρίες για «εφόδους» στο Εκκλησάκι της ταράτσας είτε Γερμανών, είτε Αστυνομικών, προκειμένου να διαλύσουν την λειτουργική Σύναξη των πιστών της Γνησίας Ορθοδοξίας και να συλλάβουν και κακοποιήσουν τον άγιο Γέροντα π. Ευγένιο τον Αγιορείτη, τον «στύλο» αυτό της ευσεβείας και αρετής. Όμως, ο Κύριος και η Θεομήτωρ έσωζαν αυτόν και τους συν αυτώ. Σε μία τέτοια έφοδο, μαρτυρείται ότι οι επιδραμόντες ανέβηκαν στον τελευταίο όροφο της αρχοντικής οικίας, όπου υπήρχε μια εσωτερική μεταλλική σκάλα για να ανέλθει κανείς στην ταράτσα με το Εκκλησάκι. Κατά παράδοξο τρόπο, οι οπλισμένοι επιδρομείς ενώ άκουγαν την ψαλμωδία και την ανάγνωση από την Θεία Λειτουργία στον Ναό, δεν έβλεπαν την μεταλλική σκάλα και δεν μπορούσαν να εξεύρουν τρόπο να προσεγγίσουν το Εκκλησάκι, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν άπρακτοι με καταισχύνη!…

Παρά τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας μας και κατά του ιδίου του π. Ευγενίου, αυτός παρέμενε ειρηνικός και αφανάτιστος, σταθερός μεν στην Ομολογία της Πίστεως και Αγωνιστής, αλλά και αντίθετος σε κάθε μορφή εκτροπής εναντίον των διωκτών. Για παράδειγμα, υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία, ότι κάποτε έβαλε βαρύ «κανόνα» ως Πνευματικός σε μια Χριστιανή του Πατρίου, η οποία από αγανάκτηση εξ αιτίας προφανώς υπερβολικού («πικρού») ζήλου αποκάλεσε τον φοβερό διώκτη των Γνησίων Ορθοδόξων αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα Βλάχο ως «τράγο», μη σεβασθείσα το σχήμα του, το οποίο έστω και παρ’ αξίαν έφερε!…

Ο π. Ευγένιος ήταν άριστος ως Πνευματικός, με διάκριση και διορατικό χάρισμα, και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμονή στην αποφασιστική απόκρουση των κακών λογισμών που σπέρνει ο εχθρός διάβολος και ιδίως των σαρκικών, για να μολύνει τις ψυχές των ανθρώπων, και ενέπνεε στους εξομολογουμένους με την στάση και τις συμβουλές του πνεύμα αισιόδοξης αγωνιστικότητος, όπως επιβεβαιώνουν πολλά αξιόπιστα πρόσωπα που τον γνώρισαν (αείμνηστος Θεολόγος Σταύρος Καραμήτσος [Η αγωνία εν τω κήπω της Γεθσημανή, Αθήναι 1961, σελ. 327, ένθα ο π. Ευγένιος αποκαλείται το πιο επίζηλο κόσμημα και ο πιο πολύτιμος θησαυρός του Ιερού Αγώνος μας], μακαριστός Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής Κυπριανός [διασώζεται ηχητικό απόσπασμα περί τούτου από ομιλία του στην Αυστραλία], κ.ά.).

Ο μακάριος παπά Ευγένιος αγαπούσε υπέρμετρα την Παναγία μας και την αγία Μητέρα της, την Θεοπρομήτορα Άννα, την «μάμμη» όλων των Αγιορειτών, της οποίας τους Χαιρετισμούς της έλεγε πολλές φορές την ημέρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η κοίμησή του έγινε την ημέρα της εορτής της. Το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου 1961, κατά το ορθόδοξο ημερολόγιο, τέλεσε την Θεία Λειτουργία της Αγίας Άννης και εξήλθε του ιερού Βήματος μετά δακρύων χαράς. Το δειλινό της ημέρας εκείνης, καθήμενος στο σκαμνί του και βαστώντας το κομποσχοίνι του, τελείωσε τον βίο του οσιακώς, σε ηλικία 86 ετών, προφέρων διαρκώς την λέξη «χαίρε».

‘Ηταν η εποχή που ήδη από έτους η απορφανισθείσα Εκκλησία μας, μετά την κοίμηση του Αγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, είχε ήδη αποκτήσει κεφαλή στο πρόσωπο του μακαριστού Επισκόπου Ταλαντίου Ακακίου (+1963). Μάλιστα, όταν κάποιοι αποστάτες κληρικοί της εποχής εκείνης έκαναν σε φυλλάδιό τους κακόβουλο σχόλιο, ότι δήθεν κάποιοι σεβάσμιοι Κληρικοί της Εκκλησίας μας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος δεν δέχθηκαν τον χειροτονηθέντα τότε με μύριες δυσκολίες στην Αμερική Σεβ/το Επίσκοπο Ταλαντίου Ακάκιο, έγινε έγγραφη βεβαίωση ότι οι Κληρικοί μας εκείνοι, όπως και ο πολιός Αρχιμ. π. Ευγένιος Λεμονής (Λημόνης), εδέχοντο και μνημόνευαν κανονικώς του ονόματος του Αρχιερέως των Σεβ/του κ. Ακακίου, ως ευπειθή της Εκκλησίας τέκνα (Περιοδ. «Η Φωνή της Ορθοδοξίας», αρ.φ. 358/6-2-1961, σελ. 8 και αρ.φ. 371/31-7-1961, σελ. 1-2).

Στην κηδεία του μακαριστού π. Ευγένιου συμμετείχαν περί τους 2.500 χιλιάδες πιστούς. Την Εξόδιο Ακολουθία του «ήρωος του Αγώνος», όπως δικαίως μεταξύ άλλων χαρακτηρίσθηκε, τέλεσαν οι Αρχιμανδρίτες της Εκκλησίας μας Παΐσιος, Χρυσόστομος, Νήφων, Γερμανός, Μερκούριος, Λογγίνος και Αντώνιος, ο Ιερομ. Ησύχιος και ο Αιδ. π. Νικόλαος Καλοσκάμης, η δε ταφή του έγινε στην Ιερά Μονή «Άξιόν Εστιν» Βαρυμπόμπης Αττικής («Η Φωνή της Ορθοδοξίας», αρ.φ. 381/18-12-1961, σελ. 6).

Οι φύλακες του Βασιλικού κτήματος, το οποίο βρισκόταν πλησίον της Μονής, έλεγαν ότι από τον τάφο του έβλεπαν τις νύκτες να βγαίνει φως!

Το τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνό του τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Πειραιώς, με χοροστασία του Σεβ/του Επισκόπου Ταλαντίου κ. Ακακίου, στις 18/31-1-1962. Σε σύντομο δε Βιογραφικό σημείωμα, το οποίο παρετέθη επί τη ευκαιρία εκείνη, εγράφετο χαρακτηριστικά: «Ακούων (ο Αγιορείτης Ιερομόναχος π. Ευγένιος) την εν τω κόσμω ταραχήν εκ της Καινοτομίας του Νεοεορτολογίου, κατά μίμησιν των παλαιών Θεοφόρων Πατέρων, αφήσας την ησυχίαν του εξήλθεν εις τον κόσμον, στηρίζων και παρηγορών τους πιστούς διά τε του ήθους και των λόγων του, τύπος και υπογραμμός και κανών αρετής ακριβέστατος γενόμενος τοις πάσι. Μέτριος, απλούς, πράος και ησύχιος, τους πάντας ως μαγνήτης προσείλκυε. Μετέστη προς Κύριον πλήρης ημερών διπλούς τους στεφάνους, τον της Ασκήσεως και της Ομολογίας, κομισάμενος» («Η Φωνή της Ορθοδοξίας», αρ.φ. 383-384/15-1-1962, σελ. 11).

Διασώζεται φωτογραφία από Τρισάγιον επι του Τάφου του π. Ευγενίου με ανάγνωση Συγχωρητικών Ευχών από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυξέντιο κατά τον Δεκέμβριο του 1964 («Η Φωνή της Ορθοδοξίας», αρ.φ. 462/15-2-1965, σελ. 5).

Η τιμία κάρα του ευλογημένου π. Ευγένιου φυλάσσεται εντός θήκης και τίθεται σε προσκύνηση, όπως και τα υπόλοιπα ιερά Λείψανά του, στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής στον Πειραιά, ο οποίος Ναός ώς ιδιωτικός κατέχεται δυστυχώς από αντικανονικούς κληρικούς μη ανήκοντας στην Εκκλησία μας.

Δύο δε Θεομητορικές Εικόνες και κάποια άλλα ιερά αντικείμενα, όπως και κουφώματα, από το Εκκλησάκι στην ταράτσα της οικίας όπου λειτουργούσε ο π. Ευγένιος, περισυνέλεξε και αργότερα διεφύλαξε στην Ιερά Μονή του Αγίου Ονουφρίου στην Ντάρδεζα Κερατέας Αττικής ο μακαριστός Μητροπολίτης της Εκκλησίας μας Ευρίπου και Ευβοίας Ιουστίνος (+2023), ο οποίος είχε γνωρίσει τον π. Ευγένιο κατά την περίοδο που ως Ιερομόναχος εφημέρευε στον Πειραιά και μάλιστα λειτουργούσε στο Εκκλησάκι εκείνο μετά την μακαρία Κοίμησή του (Ενθυμήσεις καταγραφείσες από τον νυν Αιδ. π. Ζήση Τσιότρα).

Παπά Ευγένιε, καύχημα του Ιερού Αγώνος μας, πρέσβευε υπερ ημών των αναξίων διαδόχων σου!

(Περιοδ. «Αρχείον του Ιερού Αγώνος», τ. 7 / Α΄ Εξάμηνον 2018, σελ. 37-49)

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

MΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

               Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι παραβολὴ καὶ ὁμοιάζει μὲ αὐτὴν ποὺ ἀναγνώσθηκε τὴν ΙΔ΄ Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. 

               Κάποιος ἄνθρωπος ἐτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Ὅταν ὅλα ἦταν ἔτοιμα, εἶπε στὸν δοῦλο του νὰ ἐνημερώσει τοὺς καλεσμένους γιὰ νὰ προσέλθουν νὰ εὐφρανθοῦν. Αὐτοί, τότε, ἐπικαλέσθηκαν διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀπουσιάσουν. Ἄλλος ἔπρεπε νὰ πάει στὸ νέο του χωράφι, ἄλλος νὰ δοκιμάσει τὰ πέντε ζεύγη βοδιῶν ποὺ μόλις ἀγόρασε καὶ ὁ τρίτος νυμφεύθηκε, γιὰ αὐτὸ καὶ ἀδυνατοῦσε νὰ προσέλθει. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ δοῦλος ἀνέφερε αὐτὰ στὸν κύριό του, ἐκεῖνος ὀργίσθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγεῖ γρήγορα στὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς πόλης καὶ νὰ μαζέψει στὸ δεῖπνο τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους ποὺ θὰ συναντοῦσε. Ἔγινε πράγματι αὐτό, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἀκόμη χῶρος στὸ  τραπέζι. Τότε, ὁ οἰκοδεσπότης προστάζει τὸν ὑπηρέτη νὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσέλθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι.  Κλείνει δὲ ἡ περικοπὴ μὲ τὸν οἰκοδεσπότη νὰ διαβεβαιώνει ὅτι πολλοὶ εἶναι καλεσμένοι, λίγοι, ὅμως, οἱ ἐκλεκτοί. 

                ἄνθρωπος ποὺ πραγματοποιεῖ τὸ μεγάλο δεῖπνο εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας. Τὸ δὲ δεῖπνο συμβολίζει τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Θεία Λειτουργία. Ὁ δοῦλος ποὺ ἐκτελεῖ τὶς διαταγὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό μας. Τόση ἀγάπη θρέφει γιὰ ἐμᾶς ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταδεχθεῖ νὰ γίνει «ὁ δοῦλος» γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μακάρι νὰ ἔχουμε τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα γιὰ νὰ κατανοοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Τότε καὶ ἐμεῖς θὰ γίνουμε δοῦλοι γιὰ τὸ καλὸ τῶν συνανθρώπων μας μιμούμενοι τὸ παράδειγμα Ἐκείνου, χωρίς, ὅμως, νὰ εἴμαστε δοῦλοι. Μὰ οὔτε ὁ ἴδιος μᾶς θεωρεῖ δούλους. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος μᾶς χορήγησε, μᾶς θεωρεῖ παιδιά Του καὶ φίλους Του καὶ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὴν χαρά Του. Ὄχι, ὅμως, μόνο αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή Του θέλει νὰ μοιρασθεῖ μὲ ἐμᾶς. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ ἀπὸ αὐτὴν; 

               ν θεωροῦμε τόσο μεγάλη τιμὴ τὸ δεῖπνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ κάποιος ἐπίσημος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κανονίζουμε ἔτσι τὸ πρόγραμμά μας ὥστε ὁπωσδήποτε νὰ παραστοῦμε, πολὺ μεγαλύτερη τιμὴ πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸ δεῖπνο ποὺ παραθέτει ὁ Θεὸς πρὸς ἐμᾶς καὶ πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ θυσιάζουμε κάποια πράγματα γιὰ νὰ παραστοῦμε σὲ αὐτό. Τὸ πρῶτο δεῖπνο εἶναι ἐπίγειο καὶ φθαρτό. Χορταίνει τὸ σῶμα μας μόνο γιὰ λίγη ὥρα. Τὸ δεύτερο δεῖπνο εἶναι ἐπουράνιο καὶ ἄφθαρτο. Χορταίνει τὴν ψυχή μας αἰώνια. Τὸ γήινο δεῖπνο τὸ ἐτοιμάζουν οἱ ὑπηρέτες. Τὸ μεγάλο θεϊκὸ δεῖπνο τὸ ἐτοιμάζει ὁ ἴδιος ὁ οἰκοδεσπότης, ὁ Θεός. Ὑπηρέτης δεύτερος δὲν ὑπάρχει. Εἶναι μόνο Αὐτός. Τὸ συγκλονιστικότερο: ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ ἡ τροφὴ καὶ ἡ πόση. Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται μὲ τὶς λειτουργικὲς εὐχὲς καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σῶμα καὶ Αἵμα Χριστοῦ.  Δὲν εἶναι λίγες οἱ μαρτυρίες ἀνθρώπων εὐλαβῶν οἱ ὁποῖοι εἶδαν ὡς Βρέφος τὸν Δεσπότη Χριστὸ στὸ Ἅγιο Δισκάριο. Γιατί, ὅμως, ὁ Κύριος παραθέτει σὲ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ ἱερὸ τραπέζι; Μήπως ἔχει νὰ ἐξασφαλίσει κάποιο προσωπικὸ ὄφελος; Μὴ γένοιτο! Δὲν μᾶς ἔχει ὁ Χριστὸς ἀνάγκη. Ἐμεῖς  Τὸν ἔχουμε. Μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸν τὸν μυστικὸ δεῖπνο γιὰ νὰ μᾶς κάνει σύσσωμους καὶ σύναιμους μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας. Θέλει ὁ Κύριος τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του, διότι αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἐξαλείφει κάθε κίνδυνο, στερεώνει τὴν εἰρήνη καὶ προμηνύει τὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐημερία. 

        Δὲν εἶναι ἀξιοζήλευτος ἐκεῖνος ποὺ μετέχει στὸ θεϊκὸ δεῖπνο; Ἀσφαλῶς. Πῶς μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε κὶ ἐμεῖς; Μήπως πρέπει νὰ ἐτοιμάσουμε κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ συνεισφέρουμε στὸ τραπέζι; Μήπως πρέπει νὰ πληρώσουμε τὴν εἴσοδο; Ὄχι. Ἡ εἴσοδος εἶναι ἐλεύθερη καὶ τὸ τραπέζι εἶναι ἔτοιμο κατὰ πάντα. Δὲν ἀπαιτεῖται κανένας κόπος ἀπὸ μέρους μας. Τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκληση. Κὶ ὅμως, κάτι τόσο ἁπλὸ δὲν γίνεται ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν τόσο τιμητικὴ πρόσκληση, ὅπως βλέπουμε στὴν παραβολή.

                πρῶτος προσκεκλημένος φέρει ὡς δικαιολογία γιὰ νὰ λείψει, τὸ ὅτι ἀγόρασε ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ. Ἡ περίπτωση αὐτὴ ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἐργασία πάνω ἀπὸ ὅλα. Ἐνῶ ἡ ἐργασία εἶναι ἕνα μέσο τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὴν αὐτοσυντήρησή μας, ἐκεῖνος τὴν θεωρεῖ ὡς αὐτοσκοπό, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ νὰ ζεῖ γιὰ νὰ ἐργάζεται, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίζει ὅλο καὶ περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὰ τὰ ὑλικὰ εἶναι ἡ λατρεία του καὶ τὸ μόνο ποὺ τοῦ δίνει μία ψεύτικη παρηγοριά. Ἐνῶ δῆθεν ἐργάζεται γιὰ νὰ θρέψει τὰ παιδιά του, τελικὰ οὔτε κὰν σχετίζεται μὲ αὐτά. Στὰ γεράματά του μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἀπέτυχε καὶ ὅτι στερήθηκε τὴν χαρὰ τῆς ζωῆς, ὡς δοῦλος τῆς ἐργασίας. Τότε, ὅμως, εἶναι ἀργά. 

            δεύτερος προσκεκλημένος, ἐπικαλεῖται τὴν πρόσφατη ἀγορὰ πέντε ζευγαριῶν βοδιῶν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἑρμηνεύουν τὰ πέντε ζεύγη βοδιῶν ὡς τὶς πέντε αἰσθήσεις. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προσπαθεῖ νὰ γεμίσει τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς ἠδονικὲς καὶ ἀκάθαρτες εἰκόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ἀκούσματα καὶ ψιλαφήσεις. Ὡστόσο, ἡ ψυχὴ δὲν γεμίζει, ἀλλὰ ἀποκτᾶ μεγαλύτερα κενά, καθίσταται ἕνας «κάλαθος τῶν ἀχρήστων». Ὁ δοῦλος τῆς σάρκας καθιστᾶ κέντρο τῆς ζωῆς του τὶς σωματικὲς ἠδονές. Εἶναι, ὅμως, κέντρο αὐτὲς οἱ ἠδονές; Ἂν ἦταν ὄντως κέντρο, θὰ διαρκοῦσαν γιὰ πάντα. Αὐτές, ὅμως, μαραζώνουν μὲ τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου. Ὁ ἄνθρωπος κάποια στιγμὴ χάνει τὴν δυνατότητα νὰ μετέχει τῶν ἠδονῶν αὐτῶν. Ἑπομένως, μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν βυθισμένη στὴν πλάνη. Τότε, ὅμως, εἶναι ἀργά. 

              τρίτος ἀναφέρει στὸν δοῦλο: γυναίκα νυμφεύθηκα, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Ἀναφέρει ὡς δικαιολογία γιὰ νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάτι τὸ ὁποῖο ὁ Ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης Θεὸς ἔχει εὐλογήσει, τὸν γάμο. Ὁ Θεὸς δὲν ἐτοίμασε τὸ δεῖπνο μόνο γιὰ τοὺς ἀγάμους, ἀλλὰ γιὰ ὅλους. Εἶναι, λοιπόν, εὐπρόσδεκτη ὅλη ἡ οἰκογένεια. Δυστυχῶς, κάποιοι γονεῖς ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ μπαλέτο, στὸ πιάνο, στὰ γυμναστήρια γιὰ νὰ γυμνάσουν τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐκγύμναση τῆς ψυχῆς ποὺ προσφέρει τὸ πνευματικὸ γυμναστήριο, ἡ Ἐκκλησία. Μεριμνοῦν γιὰ ὅλα, ἀλλὰ στὸ τέλος τὰ παιδιὰ στεροῦνται τὸ βασικότερο ἀγαθό, τὴν τροφή. Ὄχι τὴν ὑλική, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ χρειάζεται ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ μένει ζωντανή, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἵμα τοῦ Λυτρωτοῦ. Οἱ γονεῖς αὐτοί, δυστυχῶς, δὲν ξέρουν γιατὶ παντρεύονται, δὲν ξέρουν γιατὶ φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν. Κὶ ἐκεῖ ποὺ νομίζουν ὅτι τὰ πάνε καλά, συνειδητοποιοῦν, ἂν τὸ συνειδητοποιήσουν, ὅτι ἀπέτυχαν. Τότε ὅμως, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ εἶναι ἀργά. 

          Λυπηρό… Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, θυσιάσθηκε γιὰ ἐμᾶς, σταυρώθηκε γιὰ ἐμᾶς, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ὄχι νὰ θυσιασθοῦμε, οὔτε νὰ ἔλθουμε στὸ λαμπρὸ δεῖπνο δὲν δεχόμαστε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγνωμοσύνη. Ὁ Θεός, ὅμως, ὅπως προεῖπα, δὲν ἔχει ἀνάγκη. Στέλνει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ φέρει στὸ δεῖπνο ὅσους θὰ βρεῖ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες, τοὺς ἀρρώστους, τοὺς φτωχούς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους. Ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς καὶ κοινωνικῆς προέλευσης. Μάλιστα, Τὸν προτρέπει νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν. Πρὸς τί αὐτὸς ὁ ἀναγκασμός; Ὄχι, δὲν καταπατᾶ ὁ Θεὸς τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ ἐπιμένει. Ἐπιμένει γιὰ τὸ καλό μας, ἀκόμη καὶ ἂν γίνεται κουραστικός. Ἐπιμένει, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε ἀπολαμβάνοντας τὸ δεῖπνο Του. Δὲν θέλει κανένα πρόβατο νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὴ μάντρα, ἀλλὰ θυσιάζεται γιὰ τὸ καθένα ξεχωριστά. 

               Εἴδαμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μας. Εἴδαμε πόσο μᾶς ἀγαπάει καὶ τὶ τιμὴ μᾶς ἐπιφυλάσσει. Μένει μόνο νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκλησή Του. Ἂς φανοῦμε ἔξυπνοι. Ὁ ἀγρὸς καὶ τὰ βόδια μποροῦν νὰ περιμένουν. Τὸ δεῖπνο τοῦ Θεοῦ εἶναι μοναδικό. Ἂς προσέξουμε, ὅμως, πρὶν εἰσέλθουμε στὸ σπίτι νὰ βγάλουμε τὰ ἀκάθαρτα ροῦχα καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν καθαρὸ χιτώνα. Μὴν προφασισθοῦμε ἀδυναμία νὰ ἀγοράσουμε τὸν χιτώνα. Μᾶς τὸν προσφέρει ὁ Θεὸς δωρεὰν μέσῳ τῆς ἐξομολόγησης. Ἂς μὴν χάσουμε τὴν εὐκαιρία!

Μετ᾽ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ (ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ) 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεθώνης κ. Ἀμβροσίου)


ΜΥΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ΛΟΥΚΑ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

             Κύριός μας εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ὁ «πράος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Ἡ πραότητα, ὡστόσο, δὲν Τὸν ἐμπόδισε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν μάχαιρα τῆς δικαιοσύνης γιὰ νὰ ἐλέγξει τὰ κακῶς κείμενα. Στὶς ἐλάχιστες φορὲς ποὺ ὁ Κύριος ὕψωσε τὴ φωνή Του, πού ἀπευθύνθηκε; Στὸν τελώνη; Στὴν πόρνη; Μήπως στὴν μοιχαλίδα; Ὄχι. Αὐτοὺς πνευματικὰ τοὺς ἀγκάλιασε καὶ τοὺς ἔσωσε μὲ τὴν ἀγάπη Του, ἐπειδὴ δέχθηκαν αὐτὴ τὴν ἀγάπη στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποτὲ δὲν ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τὰ φοβερὰ «οὐαί», τὰ «ἀλίμονο». Ἀντιθέτως, αὐτὰ τὰ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δίκαιου Κριτῆ οἱ δῆθεν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑποκριτὲς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καὶ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. 

             Κύριος ἦταν, κάποιο Σάββατο, στὴν συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ δίδασκε τὸν λαό, κατὰ τὴν συνήθειά Του. Τὸ Σάββατο ἦταν καὶ εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡμέρα ἱερή, ἡμέρα ἀργίας, κάτι σὰν τὴν δική μας Κυριακή. Εἶχαν, λοιπόν, τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν τακτική τους σύναξη, προκειμένου νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσευχηθοῦν. Κάποια στιγμή, ὁ Ἰησοῦς παρατήρησε ὅτι βρισκόταν ἐκεῖ μία γυναίκα συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα αὐτή, δεκαοκτὼ  ὁλόκληρα ἔτη ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ κύρτωση τοῦ σώματος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀτενίσει τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους της, παρὰ μόνο τὴ γῆ. Ἀξίζει νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ αὐτὴ γυναίκα. Παρὰ τὸ σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε, μὲ καρτερία καὶ πίστη δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴν τακτικὴ σύναξη, σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐκ τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι προφασίζονται προφάσεις γιὰ νὰ λείψουν ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ψυχὴ ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς. Αὐτοὶ ἀψηφοῦν καὶ χάνουν τὴν εὐλογία, ἡ δὲ γυναίκα, ἡ ὁποία κυνηγοῦσε τὴν εὐλογία, κέρδισε ὡς ἀνταπόδοση καὶ τὴν σωματικὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Χριστό. 

            Πάντες χάρηκαν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας. Ἤ, μάλλον, σχεδὸν πάντες. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, βλέποντας τὸν Ἰησοῦ νὰ λαμβάνει τόση δόξα ἀπὸ τὸν κόσμο, Τὸν φθόνησε, διότι ἤθελε ἐκεῖνος νὰ εἶναι στὰ μάτια τοῦ κόσμου ὁ «σωτῆρας», ὁ «ἅγιος», ὁ «γέροντας». Γιὰ νὰ κάνει, λοιπόν, αἰσθητὴ τὴν παρουσία του προσπαθώντας νὰ μειώσει τὸν Ἰησοῦ καὶ δῆθεν γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως, ὑποκρίθηκε τὸν μεγάλο εὐσεβῆ καὶ εἶπε μὲ ἀγανάκτηση στὸν κόσμο τὸ ἑξῆς: «Ἕξι εἶναι οἱ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.  Σὲ αὐτὲς νὰ ἔρχεστε νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου». Ὁ Κύριος, μὴν ἀφήνοντάς του περιθώριο, ἀπάντησε λέγοντας: «Ὑποκριτή, καθένας ἀπὸ ἐσᾶς τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ μοσχάρι ἢ τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ τὴν φάτνη γιὰ νὰ τὸ ποτίσει; Καὶ αὐτὴ ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποία βασάνισε ὁ σατανὰς δεκαοκτὼ ὁλόκληρα ἔτη δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸν δεσμὸ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καταντροπιάζονταν πάντες οἱ ἐχθροί Του, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς κόσμος χαιρόταν μὲ ὅσα γίνονταν ἀπὸ Αὐτόν.

            Μέσα ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ἐπιστρέφουμε πάλι στὸ θέμα τῆς τυπολατρείας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ διαχρονικὸ φαινόμενο καὶ ταλαιπωρεῖ ἀρκετὰ τὸ ἅγιο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τυπολατρεία καθιστᾶ σκοπὸ τῆς ζωῆς τὸν τύπο. Ὁ ἀρχισυνάγωγος πίστευε πὼς θὰ σωζόταν ἂν τηροῦσε ἐπακριβῶς τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Στὴν προσπάθεια αὐτή, ὅμως, ξεχνοῦσε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ ἦταν ἔτοιμος νὰ ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ κατασπαράξει σὰν θηρίο ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν δική του εὐσεβοφάνεια, ὅταν ὁ τελευταῖος θὰ ἔκανε κάτι ἐκτὸς τοῦ νόμου. Ἡ τήρηση τοῦ νόμου ἦταν γιὰ ἐκεῖνον ὄχι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλά μάλλον μία καταπιεστικὴ συνήθεια. Ἦταν, ἐπίσης, ἕνας τρόπος νὰ φανεῖ σημαντικὸς στὰ μάτια τῶν ἁπλῶν εὐλαβῶν ἀνθρώπων. Σὰν τὸν ἀρχισυνάγωγο συμπεριφέρονται, δυστυχῶς, καὶ κοσμικοὶ καὶ κληρικοί. Ἂν τὸ γνωρίζουν καὶ προσπαθοῦν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μετανοήσουν, βαδίζουν σὲ καλὸ δρόμο. Ἂν τὸ ἀγνοοῦν, τότε ταλαιπωροῦνται ἀδίκως καὶ ταλαιπωροῦν τὴν Ἐκκλησία. 

            μεῖς ὡς Χριστιανοί, ὅ,τι κάνουμε, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε ἐπειδὴ τὸ ἀγαπᾶμε, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν Θεό. Ἂν ἀγαπᾶμε, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ κρίνουμε κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ χαλαρὸς στὰ πνευματικά, οὔτε πάλι νὰ φθονήσουμε κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ προχωρημένος. 

            Εἰδικὰ τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ μεγάλη Δεσποτικὴ Ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ κατανοήσουμε τὴν διαφορὰ τοῦ τύπου ἀπὸ τὴν οὐσία. Ὁ περισσότερος κόσμος βυθίζεται στοὺς τύπους, προσπαθεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων μέσα ἀπὸ τὰ λαμπάκια, τὰ στολίδια, τὰ ρεβεγιὸν ἢ τὰ δῶρα. Ὅταν, ὅμως, περάσουν οἱ γιορτές, καταλαβαίνει ἕνα τεράστιο κενό. Ἄλλο τόσο κενὸ αἰσθάνονται καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ναὶ μὲν ἀπέχουν ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀσκοῦν, ὅμως, τὰ καθήκοντά τους τυπολατρικὰ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης. Ἀντιθέτως, ὅσοι προσεγγίζουν τὰ Χριστούγεννα μὲ νηστεία, καθαρὴ ἐξομολόγηση, συνειδητὴ προσευχὴ καὶ μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, μὲ κρυφὴ ἐλεημοσύνη καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη, μιμούμενοι τὴν ἀγάπη, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ἔγινε Ἄνθρωπος, κάνουν τὴν ψυχή τους φάτνη γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Σωτῆρας. Καὶ ὅταν περάσουν οἱ γιορτές, καταλαβαίνουν τὴν φωτιστικὴ παρουσία τοῦ Γεννηθέντος Χριστοῦ στὴν καθημερινότητά τους. 

            Τὸ νόημα τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναπαύεται στὴν ἀγάπη, ὄχι στὸν τύπο. Ἀγαπάω; Σώθηκα. Δὲν ἀγαπάω; Ὅσα κομποσκοίνια καὶ νὰ κάνω, ὅσες μετάνοιες, ὅσες ξηροφαγίες, ἂν δεν μὲ βοηθήσουν νὰ ἀγαπήσω, ματαίως τὰ πράττω. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ ἅρμα. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τοὺς ἴππους, τὰ ἄλογα. Χωρὶς τοὺς ἴππους, τὸ ἅρμα εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄμορφο θέαμα χωρὶς χρήση. Χωρὶς τὸ ἅρμα, οἱ ἴπποι παραμένουν χρήσιμοι καὶ μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Θεό. 

            Μαθαίνουμε, ἐπίσης, ὅτι δὲν ὑπάρχει φραγμὸς καὶ ὅριο στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Κανένα Σάββατο καὶ καμία τυπικὴ διάταξη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαγορεύσει νὰ κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ἂν κάποιος πιστεύει τὸ ἀντίθετο, ἂς εἶναι ἔτοιμος γιὰ τὰ «οὐαὶ» καὶ τὴν ντροπὴ ποὺ ἀποκόμισαν οἱ ὑποκριτές. Σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος εἶπε πάλι: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 

Μετ᾽ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

 

Ὁμιλία γιὰ τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο τῆς Αἰγίνης

            Τὸ βράδυ τῆς Δευτέρας, 3/16-12-2024, ὁ Σεβ/τος Μητροπολίτης Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμης εἶχε ἑσπερινὴ ὁμιλία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸν Καραβᾶ Πειραιῶς, μὲ θέμα τὸν σύγχρονο Ὅσιο Ἱερώνυμο τῆς Αἰγίνης (+1966).

            Μετὰ τὴν τέλεση ἱερᾶς Παρακλήσεως στὴν Θεοτόκο, παρουσίᾳ τοῦ οἰκείου Ἱεράρχου Σεβ/του Μητροπολίτου Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος κ. Γεροντίου, Κληρικῶν καὶ πιστῶν, ἀναφέρθηκε σὲ βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἁγίου Γέροντος τῆς Καππαδοκίας, ὁ ὁποῖος στόλισε τὴν νῆσο τῆς Αἰγίνης ἐπὶ 44 ὁλόκληρα ἔτη, ἀπὸ τὸ 1922 μέχρι τοῦ τέλους του, μὲ τὰ θαυμάσια τῆς ὁσιότητός του.

            Ἐπίσης, ἀναφέρθηκε στὴν παραδοσιακότητα τοῦ Ἀνατολίτου Ἁγίου διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου ὑπὸ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπίσης σὲ διάφορες χαρακτηριστικὲς ἁγιοπνευματικὲς διδαχές του, ὅπως καὶ ἐκδηλώσεις θαυμάτων του, πρὸς οἰκοδομὴν καὶ παραμυθίαν.