† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΠΟΣΑΘΡΩΜΕΝΟ ΟΠΩΡΟΦΥΛΑΚΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

  

σ.σ. Σα να μην πέρασε μια ημέρα. Αγιορείτες Πατέρες, ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ. Τί άλλο περιμένετε να γίνει;

Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής

«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)

Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας! Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!

Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο! Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!

Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους! Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.

Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού. Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!

Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της. Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας. Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!

Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!

Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!

Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»! Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!

Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!

Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.

Έκαναν την επιλογή τους!

Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

«ΠOY ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΙΒΩΤΟΣ;» (Tοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

              Στὸν ἀπόηχο τῆς ἐπίσκεψης τοῦ ἐκπροσώπου τῶν λατίνων στὴν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή, θὰ ἤθελα μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπη νὰ ἐκφράσω ὁρισμένους προβληματισμούς. 

            Ἀσφαλῶς, αὐτὸ ποὺ κάθε συνειδητὸς Χριστιανὸς ἐπιθυμεῖ, εἶναι ἡ ἑνότητα πάντων· νὰ εἴμαστε ὅλοι μία ὀρθόδοξη οἰκογένεια ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας. Γιὰ αὐτὸ προσευχόμασθε σὲ κάθε ἱερὴ Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς γιὰ αὐτὸ προσευχήθηκε μετὰ δακρύων πρὶν τὸ ἐκούσιον Πάθος. Ὡστόσο, ἡ ἑνότητα ὅλων στὸ Ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ἀπαιτεῖται ἡ κοινὴ πίστη στὰ δόγματα, ὅπως αὐτὰ ἀποκρυσταλλώθηκαν ἀπὸ τὶς Ἅγιες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους. Ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν ἡ ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων τῆς διδασκαλίας τους καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ αὐτά. Ἀκόμη δέ, ἀπαιτεῖται ἡ Βάπτισή τους γιὰ τὴν ἔνταξή τους στὸ Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 

            Ἀναμφίβολα, τὶς τελευταῖες δεκαετίες κάποιοι ἔχουν κοπιάσει ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας μέσα ἀπὸ τοὺς διαλόγους καὶ τὰ λοιπὰ δρώμενα τῆς λεγόμενης «Οἰκουμενικῆς Κίνησης». Χωρὶς νὰ εἶμαι σὲ θέση νὰ κρίνω οὐδένα, καλοπροαίρετα ἐρωτῶ: μήπως ὑπάρχει σκοπιμότητα στὸ ὅλο αὐτὸ ἐγχείρημα; Μήπως, τελικά, ἐπιτυγχάνεται τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα; Ἀντὶ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι, μήπως ἀφήνονται ἀπρόσκοπτα νὰ θεωροῦν τὴν αἵρεση σὰν «διαφορετικὴ παράδοση», ἡ ὁποία εἶναι τόσο σεβαστὴ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ τὴν ἀπαρνηθοῦν; Μήπως, τελικά, αὐτὴ ποὺ βγαίνει ζημιωμένη ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ ἐξισώνεται μὲ κάθε ψευδὲς δόγμα;

            Κατανοοῦμε ἀπόλυτα ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἑτεροδόξων γεννήθηκαν καὶ ζυμώθηκαν μέσα στὴν αἵρεση, τὴν ὁποία ἄλλοι κήρυξαν πρὸ αὐτῶν. Ὡστόσο, δὲν πρέπει κάποιος νὰ τοὺς ἐνημερώσει μὲ παρρησία καὶ ἀνυπόκριτο ἐνδιαφέρον ὅτι δὲν βαδίζουν καλῶς; Ὁλόκληρες δεκαετίες διαλόγων δὲν ὑπῆρξαν ἀρκετὲς χρονικὰ γιὰ νὰ ἐπισημανθοῦν στοὺς ἑτεροδόξους τὰ κανονικὰ καὶ δογματικὰ παραπτώματά τους μὲ βάση τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐὰν ὄχι, τότε οἱ διάλογοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ συμβαίνουν ἀποτελοῦν ξεκάθαρα μέσο ἀκατάλληλο γιὰ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν θεραπεία τῶν αἱρετικῶν. Ἐὰν πάλι ὁ χρόνος ὑπῆρξε ἀρκετὸς ἀλλὰ οἱ ἑτερόδοξοι δὲν θέλησαν νὰ καταλάβουν, τότε πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ τηρηθεῖ ἡ ἀποστολικὴ προτροπή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ: 3,10).

            Δυστυχῶς, ὅμως, κάτι τέτοιο δὲν φαίνεται νὰ εἶναι στὶς προθέσεις τῶν ὀρθοδόξων ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν περιορίζονται μόνο στοὺς ἀμφίβολης ποιότητας διαλόγους, ἀλλὰ προβαίνουν καὶ σὲ συμπροσευχὲς καὶ λοιπὲς κοινὲς τελετουργίες, πράξεις καταδικασμένες ἀπὸ τοὺς Θεοφόρους Πατέρες. Δύο μόνο ἐνδεικτικὰ ἐξ αὐτῶν, ἀποτελοῦν ἀφ᾽ ἑνὸς ἡ μνημόνευση τοῦ προκαθημένου τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὥρᾳ Δοξολογίας, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ ἐξ αὐτοῦ ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς ἀπὸ τιμητικοῦ θρόνου ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας.

            Ὁ ἐθιμοτυπικὰ προσφωνούμενος «ἁγιώτατος» εἶναι βαπτισμένος; Τὸ ρήμα «βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω». Ἡ ὁλικὴ καὶ μάλιστα ἡ τριπλὴ κατάδυση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἁγιασμένο νερὸ ἀποτελεῖ τὸ Βάπτισμα ποὺ παρέδωσε ὡς ἐντολὴ ὁ Κύριός μας. Οἱ δὲ λατίνοι καταπατῶντας ἀπροκάλυπτα τὴν θεϊκὴ προσταγή, δὲν βαπτίζουν τὰ νέα μέλη τους, ἀλλὰ τὰ ραντίζουν μὲ λίγο νερὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀγνοοῦν, ἄραγε, ὅτι ὁ Ἄρχων τῆς Πίστεώς μας διαχρονικὰ προειδοποιεῖ: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ: 5,19); Ὅταν οἱ κατηχούμενοι ἀποχωροῦν ἀπὸ τὸν Ναὸ πρὶν ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πῶς γίνεται ἕνας ἀβάπτιστος κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μάλιστα ἀρχηγὸς ἑτέρου δόγματος, νὰ καλεῖται ἔστω καὶ φιλοφρόνως «ἁγιώτατος» καὶ νὰ ἀπαγγέλει μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; 

            Τὸ φτωχὸ καὶ ἀποδυναμωμένο μετὰ ἀπὸ ὅλες τὶς παραχωρήσεις τῶν Tόμων Aὐτοκεφαλίας Φανάρι ἔχει ὑποστεῖ μεγάλα δεινὰ ἀπὸ τὴν Δύση. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικό; Ἡ πάλαι ποτὲ κραταιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μετὰ  τὴν εἰσβολὴ τῶν λατίνων ἄρχισε νὰ «πνέει τὰ λοίσθια». Τώρα, λοιπόν; Μοιράζει, τρόπον τινά, τὰ δικά του συγχωροχάρτια στὸ Βατικανό; Εἶναι κρίμα. Ἄραγε, περιμένει κάτι στὰ ἀλήθεια ἀπὸ ἐκεῖνο;

            Ἴσως κάποιοι ἐπικαλεσθοῦν τὴν ἀγάπη γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τέτοιες πρακτικές. Ὅποιος ἐπικαλεσθεῖ κάτι τέτοιο, ἔμμεσα κατηγορεῖ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες ὅτι μάλλον «δὲν ἀγαποῦσαν», ἀφοῦ σὲ τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ξεκάθαροι οἱ Κανόνες ποὺ θέσπισαν μὲ αἰώνια καὶ οἰκουμενικὴ ἰσχύ: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κᾄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὖτος ἀφοριζέσθω» (Κανών Ι’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων) καὶ «Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς, ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω» (Κανών ΜΕ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων).

            Σέβομαι ὅτι τὰ κίνητρα τῶν ἰθυνόντων μπορεῖ νὰ εἶναι καλοπροαίρετα. Ὡστόσο, δὲν συμφέρει ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ νὰ παραβιάζονται Ἱεροὶ Κανόνες γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ ὅποια καλὴ θέληση γιὰ προσέγγιση. Καὶ αὐτὸ γιατὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὅπως σοφὰ ἔχει λεχθεῖ, «ἐκδικοῦνται». Ὅταν, δηλαδή, παραβιάζονται, ἐπέρχεται -ἀργὰ ἢ γρήγορα- ἡ τιμωρία καὶ τότε τὰ πράγματα εἶναι πολὺ σοβαρά.

            Ἴσως μία τέτοιου εἴδους «τιμωρία» νὰ ἀποτελεῖ ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας μέσα στὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία. Μήπως θὰ ἦταν φρονιμότερο, ἀντὶ νὰ γίνονται ἑνωτικὲς προσπάθειες μὲ τὰ ἀλλότρια δόγματα, οἱ ἰθύνοντες νὰ ἐνδιαφερθοῦν πρωτίστως γιὰ τὴν θεραπεία τῶν πληγῶν ποὺ ταλανίζουν τὸ Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Ἡ κοινὴ λογικὴ ἀπαιτεῖ πρῶτα νὰ ἐργάζεται κάποιος γιὰ τὰ τοῦ οἴκου του, καὶ ἔπειτα νὰ στρέφεται πρὸς τοὺς ἄλλους οἴκους. Δὲν εἶναι ὥρα νὰ ἀφυπνισθοῦμε; Ὑπάρχει τὸ οὐκρανικό, ὑπάρχει τὸ ἡμερολογιακό. Δὲν θὰ μαγνητίσουμε τοὺς ἑτεροδόξους μὲ λόγια καὶ φιλοφρονήσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ φωτεινό μας παράδειγμα. Εἴμαστε Φῶς; Ὅταν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βλέπουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα σύνολο ἀποδυναμωμένο καὶ διασπασμένο, πῶς θὰ μᾶς λάβουν σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψιν; Ἄν, πράγματι, ὑπάρχει θέληση γιὰ προσέγγιση, αὐτὴ δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὶς δημόσιες σχέσεις, οὔτε μὲ τὸ νὰ βάζουμε νερὸ στὸ κρασί μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν δική μας μετάνοια καὶ μεταμόρφωση. Καριέρα ὑπάρχει καὶ στοὺς ἑτεροδόξους. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἂν πράγματι, θέλουμε νὰ πείσουμε, ἔχουμε τὸ δικό μας «ὅπλο»· τὴν δυνατότητα τῆς ἁγιότητας, τὴν δυνατότητα τῆς μετοχῆς στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν Ὀρθοδοξία μας, αὐτὸ τὸ τέλειο τζιβαέρι ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἀλλοιώνουμε γιὰ νὰ ταιριάξει σὲ ἄλλες προτιμήσεις. Κάτι τέτοιο συνιστᾶ ὕβρη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς τὴν ἐμπιστεύθηκε. 

            Ἐν κατακλεῖδι, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ συνειδητὰ θρησκευόμενος ὀρθόδοξος λαὸς διχάζεται μέσα ἀπὸ τέτοιου εἴδους δημόσιες ἐκδηλώσεις, ἀπὸ ποιμαντικῆς καὶ πατρικῆς πλευρᾶς, ἀπαιτοῦνται ἐξηγήσεις. Ἔχουν ἄδικο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες; Ἔχουν Βάπτισμα οἱ τοῦ Βατικανοῦ; Εἶναι προτιμότερη ἡ προσέγγιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀπὸ ὅ,τι αὐτὴ ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων; Θὰ ὑπάρξει κάποιος ἢ κάποιοι νὰ ἐργασθοῦν μὲ συνέπεια γιὰ αὐτήν;

            Ταῦτα γράφω μὲ πικρία, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας μας. 

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ» ΚΑΙ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ» ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΑΣ;

 

Εἶναι οἱ ὅροι «Χριστιανὸς» καὶ «᾿Ορθόδοξος» ἀκριβεῖς εἰς τοὺς χρόνους μας;

᾿Αρχιεπισκόπου ΑΒΕΡΚΙΟΥ († 1976)
 Συρακουσῶν καὶ Τριάδος
 τῆς Ρωσικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας Διασπορᾶς

            ΜΕΧΡΙ πρό τινος, αἱ ἔννοιαι καὶ οἱ ὅροι «Χριστιανὸς» καὶ «᾿Ορθόδοξος» ἦσαν ἀναμφισβήτητοι καὶ σημαίνοντες. Τώρα, ἐν τούτοις, ζῶμεν εἰς χρόνους τόσον δεινούς, τόσον πεπληρωμένους ψεύδους καὶ ἀπάτης, ὅπου τοιαῦται ἔννοιαι καὶ τοιοῦτοι ὅροι δὲν μεταδίδουν πλέον κάτι τὸ σημαντικόν, ὅταν χρησιμοποιῶνται ἄνευ περαιτέρω διευκρινίσεως. Δὲν ἀντανακλοῦν τὴν οὐσίαν τῶν πραγμάτων, ἀλλ’ ἔχουν γίνει μᾶλλον ἐτικέττες καὶ ἐξαπατοῦν.
            Πολλαὶ κοινωνίαι καὶ ὀργανισμοὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας αὐτο-αποκαλοῦνται «Χριστιανικοί», ἄν καὶ δὲν ὑπάρχῃ τίποτε τὸ Χριστιανικὸν εἰς αὐτούς, ἐφ᾿ ὅσον ἀπορρίπτουν τὸ πρωταρχικὸν δόγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ: τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅπως πράττουν ἀρκεταὶ ἐκ τῶν πολὺ προσφάτων σεκτῶν, εἰς τὰς ὁποίας τὸ καθ᾿ αὐτὸ πνεῦμα τοῦ γνησίου Χριστιανισμοῦ, τὸ ὁποῖον προκύπτει τόσον φυσιολογικῶς καὶ τόσον ἀβιάστως ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἐν πολλοῖς σχεδὸν ξένον.
            ᾿Εσχάτως, ὁ ὅρος «᾿Ορθόδοξος» ἔχει ἐπίσης παύσει εἰς μεγάλον βαθμὸν νὰ ἐκφράζῃ αὐτὸ ποὺ σημαίνει, διότι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν ᾿Ορθοδοξίαν καὶ ἔχουν γίνει προδόται τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας, ἐν τούτοις ἐξακολουθοῦν νὰ αὐτοαποκαλῶνται «᾿Ορθόδοξοι».
            Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι ὅλοι οἱ καινοτόμοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ κατωφερὲς μονοπάτι τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ᾿Ορθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι προπαγανδίζουν διὰ κοινὴν προσευχήν, ἀκόμη καὶ διὰ λειτουργικὴν κοινωνίαν μὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν ἁγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν.
            Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι οἱ «ἀνακαινισταὶ» (τὸ ὄνομα τῶν μελῶν τῆς «Ζώσης ᾿Εκκλησίας» ἐντὸς τῆς Ρωσίας, οἱ ὁποῖοι καθωδηγοῦντο ὑπὸ τῶν Μπολσεβίκων τοῦ 1920), καὶ οἱ σύγχρονοι «νεο-ανακαινισταί», οἱ «νεο-ορθόδοξοι», (ὅπως μερικοὶ ἐξ αὐτῶν αὐτοχαρακτηρίζονται), οἱ ὁποῖοι φωνασκοῦν περὶ τοῦ πόσον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ «ἀνανεωθῇ ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία»· ἐπίσης ὁμιλοῦν περὶ πολλῶν εἰδῶν «μεταρρυθμίσεων εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν», ἡ ὁποία δῆθεν ἔχει περιέλθει εἰς «ἀπολίθωσιν» καὶ εἶναι «ἑτοιμοθάνατος».
            Αὐτοὶ κοσκινίζουν τοιαῦτα πράγματα, ἀντὶ νὰ συγκεντρώσουν τὴν προσοχήν των προσευχητικῶς ἐπάνω εἰς τὴν ἀληθῶς οὐσιαστικὴν ἀνανέωσιν τῶν ψυχῶν των καὶ τὴν ἐκ θεμελίων ἀνακαίνισιν τῆς ἁμαρτωλῆς των φύσεως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας. Αὐτοὶ ἐπιμόνως προκηρύσσουν ἕνωσιν μὲ αἱρετικούς, μὴ ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ μὴ Χριστιανούς. Προκηρύσσουν τὴν «ἕνωσιν τῶν πάντων», ἀλλὰ δίχως τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία κάμνει μία τοιαύτην ἕνωσιν δυνατήν.
            Τοιοῦτοι, παραδείγματος χάριν, εἶναι εἰς τὰς ἡμέρας μας οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ παρελθὸν ἀνεγνώρισαν τὴν «Ζῶσαν ᾿Εκκλησίαν» εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ρωσίαν ὡς νόμιμον καὶ τώρα ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν τῆς Ῥώμης, ὡς τὴν «κεφαλὴν ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας», καὶ ἀκόμη ἀποδέχονται τοὺς Παπικοὺς Λατίνους εἰς τὴν ἁγίαν Κοινωνίαν, δίχως τὴν προτέραν ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν ἁγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν.
            Τοιοῦτοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπράκτως συμμετέχουν εἰς τὴν οὕτω καλουμένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται τόσον κραυγαλέως νὰ δημιουργήσῃ ἕν εἶδος ψευδο-εκκλησίας, ἀπαρτιζομένης ἀπὸ ὅλας τὰς ῾Ομολογίας ποὺ ὑφίστανται αὐτὴν τὴν στιγμήν.

            Τοιοῦτοι ἐπίσης εἶναι πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πλήρως πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Του ᾿Εκκλησίαν, ἀλλὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀχρείους ἐχθροὺς Αὐτοῦ ἤ τοὺς εὐαρεστοῦν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπον, βοηθοῦντες αὐτοὺς νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς ἀντιχριστιανικοὺς σκοποὺς αὐτῶν εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν.
            Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ μᾶς ἀρνηθῇ τὸ νόμιμον δικαίωμά μας νὰ μὴ ἀναγνωρίζωμεν τοιούτους ἀνθρώπους ὡς ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ ἄν αὐτοὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐμμένουν εἰς τὴν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, φέροντες ποικίλους ὑψηλοὺς βαθμοὺς καὶ τίτλους;
            ᾿Απὸ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴν ῾Ιστορίαν γνωρίζομεν, ὅτι δὲν ὑπῆρξαν ὀλίγοι αἱρετικοὶ ἤ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχαι ὑψηλῶν βαθμῶν (ἱερωσύνης), οἱ ὁποῖοι κατεδικάσθησαν ἐπισήμως ἀπὸ τὴν (Ὀρθόδοξον) Καθολικὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰς θέσεις των.
            ᾿Αλλὰ τί παρατηροῦμεν σήμερον;
            Αὐτή, δυστυχῶς, εἶναι μία ἐποχὴ ἀπεριορίστων παραχωρήσεων καὶ πονηρῶν συναλλαγῶν, ὅπου ἀκόμη καὶ αἱ πλέον σκανδαλώδεις αἱρετικαὶ πράξεις ἤ δηλώσεις δὲν ἐνοχλοῦν κανένα.
            Πολὺ ὀλίγοι ἀντιδροῦν ὅπως θὰ ἔπρεπε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνοικτὴν ἀποστασίαν ἀπὸ τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, καὶ ὅσον διὰ τὴν καταδίκην αὐτῶν τῶν νεοφανῶν αἱρετικῶν καὶ ἀποστατῶν, οὔτε κἄν νὰ τὸ σκεφθῇ κανείς.
            Σήμερον τὸ πᾶν ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς πάντας καὶ τίποτε δὲν ἀπαγορεύεται εἰς κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰς περιπτώσεις ὅπου κάποιος θίγεται προσωπικῶς, δυσαρεστεῖται καὶ προσβάλλεται, καθὼς αἱ ἀνοησίαι αὐτῶν (τῶν Οἰκουμενιστῶν) φανεροῦνται δημοσίως.
            ῎Ω, εἰς αὐτὰς τὰς περιπτώσεις κάτι τέτοιον εἶναι ἀσυγχώρητον!
            ᾿Αμέσως ἀπειλαὶ  κάμνουν τὴν ἐμφάνισίν των, βασιζόμεναι εἰς ἐκείνους τοὺς λησμονημένους ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι εἰς πᾶσαν ἄλλην περίπτωσιν θεωροῦνται «πεπαλαιωμένοι, ἀσυγχρόνιστοι καὶ μὴ ἀποδεκτοὶ» εἰς τοὺς προχωρημένους, προοδευτικοὺς καιρούς μας!
            Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος τῆς ἠθικῆς ἀποσυνθέσεως, τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς τερατωδίας, τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζομεν.
            ῾Η ἀλήθεια προθύμως ἀγνοεῖται καὶ ἀναιδῶς παραμερίζεται, καθὼς ὁ διάβολος, μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν, ἑορτάζει τὴν θριαμβευτικήν του νίκην καὶ χαιρεκάκως περιγελᾶ τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἔχει ἐκτοπίσει καὶ ποδοπατήσει.
            Εἶναι δυνατὸν νὰ συμφιλιώσῃ κανεὶς τὴν συνείδησίν του μὲ αὐτὴν τὴν σύγχρονον κατάστασιν; ᾿Ημπορεῖ νὰ κλείσῃ κάποιος τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ ψεύδη καὶ νὰ διάγῃ ἠρέμως, ὡσὰν νὰ μὴ βλέπῃ τίποτε λανθασμένον; Μόνον ἄτομα, τῶν ὁποίων αἱ συνειδήσεις ἐπωρώθησαν ἤ πλήρως ἐχάθησαν, ἠμποροῦν νὰ πράξουν οὕτω.
            ᾿Ιδοὺ διατὶ εἶναι περισσότερον ἀπὸ  παράξενον νὰ ἀκούῃ κανεὶς μερικούς, ποὺ φαντάζονται ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ ἀποκαλοῦν τὴν Ρωσικὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς: «Παλαιόπιστον», «σχισματικήν», «ὀπισθοδρομικήν», «μυστικίζουσαν» καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς, ἁπλῶς ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν συμπορευόμεθα μὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς καὶ δὲν τολμῶμεν νὰ παρεκκλίνωμεν εἰς τίποτε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν γνησίαν διδασκαλίαν τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας, θεωροῦντες ἑπομένως ὡς ὑποχρέωσιν τῆς συνειδήσεώς μας νὰ καταδικάσωμεν αὐτὸ τὸ καθαρὸν καὶ ἀπροκάλυπτον κακὸν τῆς συγχρόνου ζωῆς, ποὺ ἔχει ἤδη διεισδύσει ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλησίας.
            Εἰς τὴν πραγματικότητα, δὲν εἴμεθα ἡμεῖς σχισματικοί, ἀλλὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν καιρῶν καὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς πράξεις των αὐτὰς ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἀποστατοῦντες ἀπὸ τὴν ᾿Αποστολικὴν Πίστιν, ἀπὸ τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων, τὴν ᾿Ορθόδοξον Πίστιν, ἡ ὁποία ἐστήριξε τὴν οἰκουμένην…
            Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ φανερῶς κατακρημνίζονται εἰς τὴν ἀποστασίαν, ἐντὸς τῆς ὀλεθρίας ἀβύσσου, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν σύγχρονον κόσμον, ἐνταφιαζόμενοι εἰς τὴν ἀπομάκρυνσίν των ἀπὸ τὸν ζωοποιὸν Θεόν.
            ῎Εχετε ἀκούσει τοὺς ἐμπνευσμένους θείους λόγους τῶν ᾿Αποστόλων, σεῖς νεωτερισταί, ποὺ ἀποπειρᾶσθε νὰ παραμορφώσετε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι τόσον προθύμως καὶ μὲ τοιοῦτον ζῆλον συσχηματίζεσθε μὲ τὸν κόσμον αὐτόν, ὅσον πονηρὸν καὶ ἑλκυστικὸν καὶ ἄν εἶναι αὐτό;
            Δεχόμεθα προθύμως τὴν κατηγορίαν σας, ὅτι εἴμεθα «παλαιόπιστοι», θεωροῦντες αὐτὸ τιμὴν εἰς τὴν παραδοσιακότητά μας· ἀλλὰ πῶς ἡ χριστιανική σας συνείδησις συμμορφώνεται μὲ τὰς καινοτομίας σας, αἱ ὁποῖαι ἀνατρέπουν οὐσιαστικῶς τὴν ἀρχαίαν γνησίαν πίστιν καὶ τὴν ἀκαινοτόμητον ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ;
            ῾Ο ᾿Απόστολος δὲν προειδοποίησεν ὅλους τοὺς Χριστιανούς: «Καὶ μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2) ;
            Εἴμεθα «παλαιόπιστοι», ἀλλὰ ὄχι σχισματικοί, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἔχομεν ἀποκοπῇ ἀπὸ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Εἴμεθα ἡνωμένοι μὲ τὴν Κεφαλήν μας, μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστόν, μὲ τοὺς ἁγίους Του Μαθητὰς καὶ ᾿Αποστόλους, μὲ τοὺς ᾿Αποστολικοὺς Πατέρας, μὲ τοὺς μεγάλους Πατέρας καὶ Διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ μὲ τοὺς μεγάλους Φωστῆρας καὶ στύλους τῆς πίστεως καὶ εὐσεβείας τῆς Πατρίδος μας, τῆς ἁγίας Ρωσίας.
            ᾿Αλλὰ σεῖς εἶσθε ἡνωμένοι μὲ κάποιους καινοτόμους, αὐτοδιοριζομένους διδασκάλους, τοὺς ὁποίους διαφημίζετε ὁπουδήποτε τόσον ἀνόμως καὶ ἐπιμόνως, ὑποτιμῶντες καὶ κατὰ καιροὺς τολμῶντες ἀκόμη καὶ νὰ ἀσκήσετε κριτικὴν τῶν γνησίων φωστήρων τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν δοξασθῆ εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας τῆς εὐσεβείας καὶ θαυματουργοῦν διὰ μέσου τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
            Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα σχισματικός; ῾Οπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι (οἱ ὁποῖοι παραμένουν) εἰς τὸ πνεῦμα τῆς παραδοσιακῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλ’ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέρριψαν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς εὐσεβείας, ἀκόμη καὶ ἄν ὅλοι οἱ σύγχρονοι Πατριάρχαι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀλλάξει τὴν παραδοθεῖσαν Πατερικὴν ᾿Ορθοδοξίαν, εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων καλουμένων Χριστιανῶν.
            Πράγματι, ὁ Σωτὴρ Χριστὸς δὲν ὑπεσχέθη αἰώνιον σωτηρίαν εἰς τὴν πλειοψηφίαν, ἀλλ’ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετον· ὑπεσχέθη αὐτὴν εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιόν» Του, τὸ ὁποῖον θὰ παραμείνῃ πιστὸν εἰς Αὐτὸν ἕως τέλους, μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς ᾿Ενδόξου καὶ Φοβερᾶς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὅταν θὰ ἔλθῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».
            «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον», εἶπε, θέτων πρὸ τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν μας τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων καιρῶν τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοῦ διωγμοῦ τῆς Πίστεως, «ὅτι εὐδόκησεν ὁ Πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ιβ΄ 32).
            ᾿Ιδοὺ διατὶ ὅλα ὅσα ἔχομεν προαναφέρει μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ νὰ ἐπανεξετάσωμεν τὴν ὁρολογίαν ποὺ εἶναι παραδεκτὴ κατὰ τὸ παρόν. Εἶναι ἀνεπαρκὲς εἰς τοὺς καιρούς μας νὰ λέγῃς μόνον «Χριστιανός»· τώρα εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λέγῃς «γνήσιος Χριστιανός». ῾Ομοίως εἶναι ἀνεπαρκὲς νὰ λέγῃς «᾿Ορθόδοξος»· εἶναι οὐσιαστικὸν νὰ τονίζῃς ὅτι δὲν ἀναφέρεσαι εἰς καινοτόμον νεωτεριστὴν «᾿Ορθόδοξον», ἀλλ᾿ εἰς γνήσιον ᾿Ορθόδοξον.
            ῞Ολοι οἱ ζηλωταὶ τῆς γνησίας πίστεως, ποὺ ὑπηρετοῦν μόνον τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ἔχουν ἤδη ἀρχίσει νὰ πράττουν τοῦτο: καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν Πατρίδα μας, ποὺ ὑποδουλωμένοι εἰς θηριώδεις ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησαν μέσα εἰς τὰς κατακόμβας, ὡσὰν τοὺς ἀρχαίους Χριστιανούς, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα, τὸ ἀδελφόν μας ῎Εθνος, ὅπου οἱ «Παλαιοημερολογῖται» ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ Νέον Ἡμερολόγιον, ἀλλ’ ἀπορρίπτουν καὶ ὅλας τὰς καινοτομίας κάθε εἴδους. Αὐτοὶ διατηροῦν μίαν εἰδικὴν τιμὴν εἰς τὸν πρωταθλητὴν τῆς ἁγίας ᾿Ορθοδοξίας, ῞Αγιον Μᾶρκον, Μητροπολίτην ᾿Εφέσου, χάρις εἰς τὴν σταθερότητα τοῦ ὁποίου ἀπέτυχεν ἡ ἀσεβὴς ἕνωσις τῆς Φλωρεντίας μὲ τὴν παπικὴν Ρώμην τὸ 1439.
            Εἶναι ἀξιοπαρατήρητον, ὅτι καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τῶν κατακομβῶν εἰς Ε.Σ.Σ.Δ., οἱ λεγόμενοι «Τυχωνῖται», καὶ οἱ ῞Ελληνες Παλαιοημερολογῖται, μεταξὺ τῶν ὁποίων δυστυχῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ καμμία ἐπικοινωνία, ἔχουν ἀρχίσει νὰ αὐτοαποκαλῶνται «Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί» .
            Εἰς τὴν αὐστηράν μας στάσιν ὑπὲρ τῆς γνησίας Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας τὸ μόνον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ ἀποφεύγεται ὁ,τιδήποτε προσωπικόν, ὑπερήφανον καὶ ἐπιδεικτικόν, τὸ ὁποῖον ἀναποφεύκτως ὁδηγεῖ εἰς νέα σφάλματα καὶ ἐνδεχομένως ἀκόμη καὶ εἰς πτῶσιν. Εἴμεθα ἤδη μάρτυρες πολλῶν τοιούτων περιπτώσεων.
            Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὴν γνησίαν καὶ ἄμωμον Πίστιν τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο φανατισμὸς δὲν γίνεται δεκτὸς ἐδῶ, διότι εἶναι ἱκανὸς νὰ τυφλώσῃ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ζηλωταὶ «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Αὐτὸς ὁ τυφλὸς φανατισμός, ἀντὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ τὴν πίστιν, ἠμπορεῖ κάποτε νὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ αὐτήν.
            Εἶναι σημαντικὸν νὰ γνωρίζωμεν καὶ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι  γνήσιος ᾿Ορθόδοξος Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐτὸς ποὺ ἀποδέχεται τυπικῶς τὰ Δόγματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλ’ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος -ὅπως διδάσκει τόσον εὐστόχως ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ιεράρχης ῞Αγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ- σκέπτεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, αἰσθάνεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον καὶ ζῆ κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, ἐνσαρκώνων τὸ πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας εἰς τὴν ζωήν του.
            Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἀσκήσεως καὶ ἀρνήσεως τοῦ κόσμου, ὅπως καθαρῶς ἐκτίθεται εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων Πατέρων, ἀποκρούεται ἀποτόμως καὶ ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τοὺς νεωτεριστάς, τοὺς «νεορθοδόξους», οἱ ὁποῖοι θέλουν εἰς ὅλα νὰ συμβαδίζουν μὲ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, τοῦ ὁποίου ὁ ἄρχων, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι οὐδεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν διάβολον (᾿Ιω. Ιβ΄ 31).
            Τοιουτοτρόπως, δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τὸν ῾Οποῖον ἐπιθυμοῦν νὰ εὐαρεστήσουν, ἀλλ’ ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου», ὁ διάβολος· καὶ οὕτω παύουν νὰ εἶναι γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτοαποκαλῶνται οὕτως.
            ᾿Εὰν θεωρήσωμεν ὅλα αὐτὰ περισσότερον σοβαρῶς καὶ βαθέως, τότε θὰ ἴδωμεν ὅτι οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα καὶ ὅτι ὁ νεωτερισμὸς μὲ τὰς καινοτομίας του μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν Του.
            ῎Ας αἰσθανώμεθα φρίκην διὰ τὸ πόσον γοργῶς ἡ ἀποστασία ἔχει προχωρήσει, ἄν καὶ οἱ καινοτόμοι δὲν τὸ βλέπουν οὔτε τὸ αἰσθάνωνται, πολὺ περισσότερον καθὼς αὐτοὶ λαμβάνουν ἐνεργὸν μέρος εἰς αὐτήν.῎Ας μὴ φοβώμεθα νὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν μειοψηφίαν, μακρὰν ἀπὸ ὅλους τοὺς βαρύγδουπους τίτλους καὶ βαθμούς των. ῎Ας ἐνθυμούμεθα πάντοτε, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Καϊάφας ἦτο ᾿Αρχιερεὺς τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ, καὶ εἰς τί βάθη (κακίας) περιῆλθεν: εἰς τὸ φρικτὸν ἁμάρτημα τῆς Θεοκτονίας!
            Καθὼς ζῶμεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ποὺ ἔχει ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄς μὴ ἀγωνιζώμεθα διὰ εὐλογοφανῆ ἀνθρωπίνην δόξαν καὶ φθηνὴν δημοτικότητα, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μᾶς σώσουν, ἀλλὰ μόνον νὰ συμπεριλαμβανώμεθα εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιον» τοῦ Χριστοῦ.
            ῎Ας εἴμεθα Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ὄχι καινοτόμοι (νεωτερισταί)!

(Μετάφρασις τοῦ ἐξόχως ἐπικαίρου τούτου κειμένου ἐκ τοῦ περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Ζωή»
(Orthodox Life), Τόμος 25, ἀριθ. 3, Μαΐου-᾿Ιουνίου 1975, σελ. 4-8, ἐν ἔτει 1990,
ὑπὸ τοῦ τότε Ἱεροδιακόνου καὶ νῦν Σεβ/του Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος.
Ἀναδημοσίευσις: Νοέμβριος 2025)

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ;

 makedonios1

Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού


Η εξερεύνηση της Ιστορίας μέσα από τις πηγές είναι πραγματικά ένα υπέροχο ταξίδι για όποιον το κάνει.

Όμως οι επιβλητικότερες στιγμές αυτού του ταξιδιού είναι εκείνες στις οποίες συναντάς καταστάσεις και γεγονότα σχεδόν όμοια με όσα συμβαίνουν σήμερα.

Είναι γνωστοί σε όλους οι θρησκευτικοί διωγμοί των τελευταίων ετών στην Ουκρανία.

Η επίσημη λεγόμενη "Εκκλησία της Ουκρανίας" υπό τον Επιφάνιο Ντουμένκο υποστηριζόμενη από το πολιτικό καθεστώς διώκει με μανία την Κανονική Ουκρανική Εκκλησία του κ. Ονουφρίου, του οποίου οι Κληρικοί του βιώνουν τα πάνδεινα επειδή δεν θέλουν να κοινωνήσουν με τον αναγνωρισμένο από το Κράτος "Μητροπολίτη" Επιφάνιο.

Στο παρόν άρθρο θα δούμε μία παρόμοια περίπτωση, όπως την κατέγραψε ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός.

Βρισκόμαστε στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του Δ΄ αιώνα, την εποχή που ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος παράνομα εκθρονίσει τον κανονικό Αρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης Παύλο τον Ομολογητή αναγνωρίζοντας στη θέση του τον Μακεδόνιο.

Γράφει ο Σωκράτης (απόδοση ημέτερη - το πρωτότυπο στην έκδοση PG 67, 324-325):

"Ο Μακεδόνιος ανέτρεψε την τάξη πραγμάτων στις πόλεις και τις επαρχίες που γειτνιάζουν με την Κωνσταντινούπολη, προάγοντας σε εκκλησιαστικούς βαθμούς τους βοηθούς του στις δολοπλοκίες του κατά των εκκλησιών.

Χειροτόνησε τον Ελεύσιο επίσκοπο Κυζίκου και τον Μαραθώνιο επίσκοπο Νικομήδειας· ο τελευταίος ήταν προηγουμένως διάκονος υπό τον ίδιο τον Μακεδόνιο και αποδείχθηκε πολύ δραστήριος στην ίδρυση μοναστηριών τόσο ανδρών όσο και γυναικών.

Αλλά πρέπει τώρα να αναφέρουμε με ποιον τρόπο ο Μακεδόνιος ερήμωσε τις εκκλησίες στις πόλεις και τις επαρχίες γύρω από την Κωνσταντινούπολη.

Αυτός ο άνθρωπος, όπως έχω ήδη πει, έχοντας καταλάβει την επισκοπή, προκάλεσε αμέτρητες συμφορές σε όσους δεν ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν τις απόψεις του.

Οι διωγμοί του δεν περιορίστηκαν σε όσους αναγνωρίστηκαν ως μέλη της Καθολικής Εκκλησίας (σ. δηλαδή τους Ορθοδόξους), αλλά επεκτάθηκαν και στους Νοβατιανούς (σ. Σχισματικοί Ζηλωτές της εποχής), εφόσον γνώριζε ότι κι αυτοί διατηρούσαν το δόγμα του Ομοουσίου.

Γι' αυτό, μαζί με τους άλλους, υπέστησαν τα πιο αφόρητα βάσανα, αλλά ο επίσκοπός τους, ονόματι Αγέλιος, κατάφερε να δραπετεύσει.

Πολλά άτομα, διακεκριμένα για την ευσέβειά τους, συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, επειδή αρνήθηκαν να κοινωνήσουν μαζί του.

Μετά τα βασανιστήρια, ανάγκαζαν βίαια τους άνδρες να συμμετάσχουν στα ιερά μυστήρια, ανοίγοντας το στόμα τους με ένα κομμάτι ξύλο και στη συνέχεια τους έβαζαν μέσα τα καθαγιασμένα στοιχεία (σ. της Θείας Κοινωνίας).

Όσοι υπέστησαν τέτοια μεταχείριση το θεωρούσαν αυτό ως μια τιμωρία πολύ πιο βαριά από όλες τις άλλες.

Επιπλέον, έπιαναν γυναικόπαιδα και τα ανάγκαζαν να μυηθούν (σ. δηλαδή τα ξαναβάπτιζαν).

Και αν κάποιος αντιστεκόταν ή μιλούσε εναντίον του, ακολουθούσαν αμέσως μαστιγώσεις, και μετά χτυπήματα, δεσμά και φυλάκιση, και άλλα βίαια μέτρα.

Θα αναφέρω εδώ ένα ή δύο παραδείγματα, μέσω των οποίων ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει κάποια ιδέα για το μέγεθος της βαναυσότητας και της σκληρότητας που άσκησε ο Μακεδόνιος και όσοι ήταν τότε στην εξουσία.

Πρώτα έβαζαν σε ένα κουτί και μετά έκοβαν με πριόνι τα στήθη τέτοιων γυναικών, που δεν ήταν πρόθυμες να συμμετάσχουν στα μυστήρια.

Τα ίδια μέρη του σώματος και άλλων γυναικών έκαψαν εν μέρει με σίδερο και εν μέρει με αυγά που είχαν θερμανθεί έντονα στη φωτιά.

Αυτός ο τρόπος βασανιστηρίων, που ήταν άγνωστος ακόμη και μεταξύ των ειδωλολατρών, επινοήθηκε από εκείνους που δήλωναν ότι ήταν Χριστιανοί"...

Αυτά ήταν τα μαρτύρια που πέρναγαν τότε οι Ορθόδοξοι που επέλεγαν την Αποτείχιση από τον Μακεδόνιο, αντί για την κοινωνία μαζί του!

Σήμερα όμως υπάρχουν Ορθόδοξοι Επίσκοποι που καταδικάζουν την Αποτείχιση· αυτό όμως είναι κάτι που πραγματικά δεν έχει επαναληφθεί ποτέ στην Ιστορία...

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΣ

 


Ἀντι-παπικὴ στάσις πανορθοδόξως

Τὸ 1582, οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσχισθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ 1054 μ.Χ., πρόσθεσαν στὶς ἄλλες πλάνες καὶ αἱρετικὲς δοξασίες τους καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου.
 πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1502-1585) ἐφήρμοσε γιὰ τὴν Δύσι τὸ νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀνέτρεπε τὸν Πασχάλιον Κανόνα / Ὅρον τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθώριζε πῶς θὰ ἑορτάζεται κατ᾿ ἔτος τὸ Ἅγιον Πάσχα.
Καὶ οἱ Παπικοὶ βεβαίως δὲν ἔμειναν μέχρις ἐκεῖ, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισί τους καὶ στοὺς Ὀρθοδόξους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπέφερε μεγάλη σύγχυσι στὴν Ἀνατολὴ καὶ προεκλήθη πράγματι «παγκόσμιον σκάνδαλον»19.

* * *

 Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἀποδέχθηκε τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ καὶ τὸ πολέμησε σθεναρῶς, διότι ἡ τυχὸν παραδοχὴ τῆς νέας αὐτῆς παπικῆς πλάνης θὰ ἐσήμαινε ἄρνησι τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων καὶ παράβασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ ἐπιβράβευσι τῆς παπικῆς ἀνταρσίας.
Τοιουτοτρόπως, κατ᾿ ἀρχήν, τρεῖς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολι κατεδίκασαν ἐπανειλημμένως τὸ νέο παπικὸ Ἡμερολόγιο (1583, 1587, 1593).
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι
● «ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β´ ἀρχικά, τὸ 1582, ἀπήντησε ἀρνητικὰ στὶς παπικὲς προτάσεις ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου καὶ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1583 συνεκάλεσε Σύνοδο Μητροπολιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολι, παρόντος καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὴν παπικὴ ἀλλαγή.
Καὶ τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ τοπικὴ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1587 καὶ μάλιστα ἡ μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1593, ἐπειδὴ οἱ παπικὲς πιέσεις εἶχαν ἐνταθῆ. Στὴν μεγάλη αὐτὴ Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ ὁποῖος ἐξεπροσώπησε καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος καὶ 41 Ἀρχιερεῖς»20.
πίσης εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι
● «[Ἡ Σύνοδος τοῦ 1593] ἀπέκρουσε τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς νεωτερισμὸν ἀντιβαίνοντα εἰς Κανόνας καὶ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως δὲ ἡ Σύνοδος, διὰ τοῦ 8ου αὐτῆς Κανόνος, ἐπανέλαβε τὴν περὶ τοῦ Πάσχα διάταξιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποφασίσασα νὰ μείνῃ αὕτη ἀσάλευτος...»21.
 Μεγάλη Σύνοδος αὐτὴ
 «ἐκήρυξεν ἐμμονὴν εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθέντα, εἰς τυχὸν δὲ παραβαίνοντας τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν περὶ τοῦ Πάσχα ὁρισθέντα ἐπέβαλεν ἀφορισμὸν καὶ καθαίρεσιν»22.

* * *

λλά, καὶ στοὺς ἑπομένους τρεῖς αἰῶνες συνῆλθαν Τοπικὲς καὶ Πανορθόδοξες Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὰ αἱρετικὰ παπικὰ Δόγματα, ὅπως ἐπὶ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου Λουκάρεως (1620-1638), Παρθενίου Α´ (1639-1644), Παϊσίου Β´ (1726-1752), Κυρίλλου Ε´ (1748-1759), Γρηγορίου Ϛ´ (1835- 1871), Ἀνθίμου Ϛ´ (1845-1873) καὶ μάλιστα ἐπὶ Ἀνθίμου Ζ´ (1895-1896).
ντιστοίχως, καὶ στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐπολέμησαν σθεναρὰ τὶς παπικὲς Καινοτομίες οἱ μεγάλοι Πατριάρχες Νεκτάριος (1660 -1669), Δοσίθεος Β´ (1669-1707) καὶ Χρύσανθος (1707-1731). Ἰδιαιτέρας σπουδαιότητος εἶναι ἡ στάσις τῶν δύο τελευταίων Συνόδων τοῦ ΙΘ´ αἰ.
α. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1848, γιὰ τὴν μνημειώδη περικοπή:
● «...Παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ Λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ...» (§17)· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη φράσι:
● «ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου»
 (§ 20).
β. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1895, γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη περικοπή:
● «... Ἡ δὲ νῦν Ῥωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων. Διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”» (§ 2023.


῾Υποσημειώσεις
19. Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´ Κωνσταντινουπόλεως, Ἐπιστολὴ πρὸς Δόγην τῆς Ἑνετίας κ. Νικόλαον Νταπόντε.
● Βλ. Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν Σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, 1572-1594, σελ. 28, ἐν Ἀθήναις 1870.
■ Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1572-1585) κατεδίωξε τοὺς Προτεστάντας, ὡς αἱρετικοὺς καὶ σύμφωνα μὲ ὡρισμένες μαρτυρίες, «τέλεσε εὐχαριστήρια λειτουργία μόλις πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τῶν Οὑγενότων [Γάλλων Προτεσταντῶν] τὴ νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου τὸ 1572»· «τὸ γεγονὸς ἐχαιρετίσθη εἰς τὸ Βατικανὸν μετ᾿ ἀνακουφίσεως καὶ διετάχθησαν δημόσιαι προσευχαὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν»· «ἡ σφαγὴ ξεκίνησε τὰ ξημερώματα τῆς 24ης Αὐγούστου [στὸ Παρίσι]... Δολοφονήθηκαν περισσότεροι ἀπὸ 3.000 Οὑγενότοι... Ἡ σφαγὴ μεταφέρθηκε» καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. «Τὸ ἀποτρόπαιο αὐτὸ ἔγκλημα μεγάλωσε τὸ μῖσος ἀνάμεσα στὰ δύο δόγματα, προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν προτεσταντικῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, ἀναζωπύρωσε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο στὴ Γαλλία καὶ ἔγινε σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας, ἀποκτώντας παροιμιακὴ διάσταση»· «οἱ γνωστοὶ ὡς θρησκευτικοὶ πόλεμοι, μεταξὺ οὑγγενότων (καλβινιστῶν) καὶ τῶν καθολικῶν, ἔφεραν τὴ φοβερὴ νύχτα τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου (23-24 Αὐγούστου 1572), κατὰ τὴν ὁποία, σὲ μία ἀπίστευτη σὲ πάθος σφαγή, βρῆκαν φρικτὸ θάνατο 20.000 οὑγγενότοι. Μόνο στὸ Παρίσι, στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τους, βρῆκαν τραγικὸ θάνατο 3.000 αἱρετικοί»· «στὴ γηραιὰ Εὐρώπη οἱ τραγικὲς καὶ ἀνήκουστες αὐτὲς φρικαλεότητες μείωναν τὸ γόητρο καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
■ Βλ. «Θ.Η.Ε.», τ. Γ´, στλ. 622, Ἀθῆναι 1963· π. Νικηφόρου Βιδάλη, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καὶ τὸ ἔργο τους» [Πάπας 226ος, Γρηγόριος ΙΓ´, γεν. 1502- +1585], σελ. 368, Ἀθήνα 1994.
20. Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη) Ἁγιορείτου (†), ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 933. ● Βλ. καὶ Ἀ. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου..., σελ. 571-576, «Συνοδικαὶ κατακρίσεις τῆς καινοτομίας», Ἀθῆναι 1985.
21. Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ἐν τῇ Ἀνατολῇ», περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυξ» Ἀθηνῶν, ἀριθμ. 148/21.4.1918, σελ. 189, § Β´. 
22. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία..., σελ. 699. ἔκδοσις Ϛ΄, ἐκδόσεις «Παπαδημητρίου», Ἀθῆναι 1998.
● Βλ. ἐπίσης: Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, σελ. 111, 113, 114, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1870· Ἱεροῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων, σελ. 538-540, ἐν Ἰασίῳ 1698· Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων - Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον ΙΑ´, Κεφάλαιον Η´, σελ. 1167, ἐν Βουκουρεστίῳ 1715 (σελ. 57, Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1983)· Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, σελ. 402, 408, ἐν Βιέννῃ 1784· Ἀρχιμ. Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, Ἐπιστημονικὴ διατριβὴ περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, σελ. 121-122, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1894· Νικολάου Βουλγάρεως, Ἡ μεταρρύθμισις τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἄρθρον εἰς τρεῖς συνεχείας ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Τεργέστης «Νέα Ἡμέρα», ἔτος ΚΒ´-1896, ἀριθ. 1120-1122· Διδυμοτείχου Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, Μέρος Α´, σελ. 124-125, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1912· Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, σελ. 91-92, ἐν Ἀθήναις 1870· Ἰ. Ν. Καρμίρη, Ἱερεμίας Β´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λῆμμα ἐν «Θ.Η.Ε.», τ. 6, στλ. 780, Ἀθῆναι 1965.
23Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. Β´, σελ. 920[1000] καὶ 922[1002], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1848· σελ. 942[1028], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1895, ἔκδοσις β´ ἐπηυξημένη, Graz-Austria 1968.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ Ή ΠΑΠΙΣΜΟΣ;

 


Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἢ Παπισμός ; Ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία διευκρίνισις.

Πράγματι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι μισαλλοδοξίας ἢ φανατισμοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ κέντρο τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Πάπα, ὡς Παπισμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κύκλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Θὰ πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος Καθολικὴ ἢ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀρθός, καὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκε αὐτὸν ἡ αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἀναφερομένη στὸ τμῆμα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸ 1009 / 1014 ἢ 1054 ἀπεκόπησαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας 11.

ἑτερόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα, δηλαδὴ τὴν Ὁλοκληρίαν, τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως διὰ τῆς ἀποδοχῆς πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται καὶ νὰ καλῆται Καθολικός.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ποτέ, ὅτι στὴν Πατερικὴ Παράδοσι Καθολικότης σημαίνει Πληρότης (πληρότης Ἀληθείας καὶ Ζωῆς)· καὶ ἐπειδὴ ἡ Καθολικότης εἶναι συνώνυμος καὶ ταυτόσημος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀνέκαθεν ἡ αὐθεντικὴ καὶ γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὠνομάζετο Καθολικὴ12 σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδο-εκκλησίες13.

σύγχρονός μας λοιπὸν μὴ Καθολικός, δηλαδὴ αἱρετικός, Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς διοικητικὸ κέντρο του τὸ Βατικανό, χαρακτηρίζεται ὡς Παπισμός, διότι ὡς θεμέλιό του ἔχει τὸν Παπικὸ Θεσμὸ (Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον), καὶ μάλιστα ὡς θεσμὸν θείου δικαίου καὶ ἑπομένως ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν σωτηρία.

δογματοποίησις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀπὸ τὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο (1870)14 καὶ ἡ ἰσχυροποίησίς του ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴ (1962-1965)15 ἐπιβεβαιώνει ἀπόλυτα τὴν ἄποψι, ὅτι
● «ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν, τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»16. «Καμμία αἵρεσις», ἔγραφε πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία: τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων»17.

 * * *

Τὴν χρῆσι τῆς ὁρολογίας αὐτῆς, ὡς ὀρθῆς καὶ ὀρθοδόξου, ἐπικροτοῦν καὶ δικαιολογοῦν ἄριστα ἀκόμη καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
● «Δὲν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδὴ εἶναι ἱστορικὰ ἀθεμελίωτος καὶ θεολογικὰ ἀνακριβής: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. ἡ ἀδιαίρετη Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται, ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, Καθολική, ἐπειδὴ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας.

πίσης, ἀφότου, τὸ 330, ἡ Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη ἔγινε πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος Ρωμαῖος ἢ Ρωμηὸς δήλωνε κάθε ὀρθόδοξο πολίτη της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φυλετικὴ καταγωγή του.

τσι, Ρωμαιο-Καθολικοὶ κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὡς Ρωμαῖοι-Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὡς Καθολικοί, δηλαδὴ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως.

πεναντίας, οἱ Παπικοί, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1009), δὲν εἶναι Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Φραγκολατίνοι.

Καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν καθολικότητα (δηλαδὴ τὴν πληρότητα) τῆς πίστεως, λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς σωρείας αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι Καθολικοί, ἀλλὰ αἱρετικοί. Μολαταῦτα, μετὰ τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αὐτοὺς τοὺς ὅρους.

Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τὸν 19ο αἰ. γνώριζαν καλά, ὅτι ΡωμαῖοςΡωμηὸς καὶ Καθολικὸς σημαίνει Ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως τοὺς ὀνόμαζαν Λατίνους, Παπιστὲς κ.ἄ.

σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὁρολογία, δημιουργήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»18.


῾Υποσημειώσεις
11. Βλ. ἐνδεικτικῶς: [Πρωτοπρεσβυτέρου] π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†), «Ρωμαίϊκη καὶ Ἀντιρωμαίϊκη Ὁρολογία», στὸ Σύγχυση - Πρόκληση -Ἀφύπνιση / Φανατισμὸς ἢ Αὐτογνωσία; , σελ. 73-76, Ἀθήνα 1991.
12.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «Καθολικὴ» «καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ὀφείλοντα ἐλθεῖν δόγματα, περί τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων», «καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπετελουμένων, κεκτῆσθαι δὲ ἐν Αὐτῇ πᾶσαν ἰδέαν ὀνομαζομένης ἀρετῆς, ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις, καὶ πνευματικοῖς παντοίοις χαρίσμασιν». (PG τ.33, στλ. 1044ΑB, Κατήχησις ΙΗ´ Φωτιζομένων, § ΚΓ´).
13.
Οἱ Κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὴν Μίαν καὶ Μοναδικὴν Ἐκκλησίαν, χαρακτηρίζονται ποικιλοτρόπως: «Τῶν δ᾿ αἱρέσεων αἱ μὲν ἀπὸ ὀνόματος [τοῦ αἱρεσιάρχου] προσαγορεύονται», «αἱ δὲ ἀπὸ τόπου», «αἱ δὲ ἀπὸ ἔθνους», «αἱ δὲ ἀπὸ δογμάτων ἰδιαζόντων», «αἱ δὲ ἀπὸ ὑποθέσεων», «αἱ δὲ ἀφ᾿ ὧν παρανόμως ἐπετήδευσάν τε καὶ ἐτόλμησαν». (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, PG τ.9, στλ. 552BC- 553A / Στρωματέων Λόγος Ἕβδομος, Caput XVIII ).
14.
Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος ἐπὶ Πάπα Πίου Θ´ ὥρισε, μεταξὺ ἄλ- λων, καὶ τὰ ἑξῆς: ● «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ὁ µακάριος Πέτρος δὲν εἶναι ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου κατεστηµένος πάντων τῶν ἀποστόλων ἀρχὴ καὶ πάσης τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας ὁρατὴ κεφαλή· ἢ ὅτι οὗτος τιµῆς µόνον, οὐχὶ δὲ ἀληθοῦς καὶ πραγµατικῆς δικαιοδοσίας πρωτεῖον ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν καὶ ἀμέσως ἔλαβεν, ἀνάθεμα ἔστω»· «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι κατὰ διάταξιν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἢ θείῳ δικαίῳ, ἵνα ὁ µακάριος Πέτρος ἐν τῷ πρωτείῳ ὑπὲρ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἔχῃ συνεχεῖς διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφηξ δὲν εἶναι τοῦ µακαρίου Πέτρου ἐν τῷ πρωτείῳ τούτῳ διάδοχος, ἀνάθεμα ἔστω». ● «Διδάσκοµεν καὶ ὡς θεόθεν ἀποκεκαλυμμένον δόγµα ὁρίζομεν», «τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος αἱ ἀποφάσεις ἐξ ἑαυτῶν, οὐχὶ δὲ ἐκ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀτροποποίητοι. Ἐὰν δέ τις τολμᾶ νὰ ἀντείπῃ εἰς ταύτην τὴν ἡμετέραν ἀπόφασιν, ὅπερ ὁ Θεὸς ἀποστρέψεται, ἀνάθεμα ἔστω». (Παρὰ Π. Τρεµπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις µας, σελ. 30-32, Ἀθῆναι 1967).
15.
Οἱ διατάξεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸ Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα, εἶναι κυρίως αὐτὲς ποὺ περιέχονται στὴν «Δογματικὴν Διάταξιν περὶ Ἐκκλησίας» / «Lumen Gentium» («Τὸ Φῶς τῶν Ἐθνῶν»). Βλ. ἰδίως: Κεφ. Γ´, Ἡ Ἱεραρχικὴ Δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων, §§ 18, 22, 25 - ἐνδεικτικῶς: ● «Τὸ δόγµα τοῦτο περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ρωμαίου ποντίφηκος καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ διδασκαλικοῦ του ἀξιώματος προβάλλει ἐκ νέου ἡ ἁγία Σύνοδος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἀντικείµενον βεβαίας πίστεως»· «ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ ἔχει ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του ὡς Βικαρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Ποιµένος πάσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐξουσίαν πλήρη, ὑπερτάτην καὶ καθολικήν, τὴν ὁποίαν δύναται πάντοτε νὰ ἀσκῇ ἐλευθέρως»· ● «αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἐκφέρει [ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ], δικαίως ἐλέχθησαν ἀναλλοίωτοι ἐξ ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ λόγῳ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας», «ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὡς πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαµένει [«καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ὁμιλῇ ἀπὸ καθέδρας»] εἰς µοναδικὸν βαθμὸν τὸ χάρισµα τοῦ ἀλαθήτου, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». ( Βλ. «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας (Φῶς τῶν Ἐθνῶν) τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ», ἔκδοσις «Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου», τ. 1, σελ. 36-62). ● Ἔχουμε προτιμήσει τὴν ἀπόδοσι στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα ἐξ ἄλλης πηγῆς.
16.
Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη (†), Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α´, Κριτικὴ τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 147, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Τύπος», Ἀθῆναι 1969.
17.
Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς (†), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 159, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969.
18.
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, σελ. 1-2, Πρόλογος, ἔκδοση ζ´, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Δεκέμβριος 2021. (Βλ.https://imparaklitou.gr/index.php/el/psifiakakeimena/fylladia/o-papismos)


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΤΑ 270 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ / ΡΑΝΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (Μία σημαντικὴ ἐπέτειος 1755/6 - 2025/6)



Τὰ 270 ἔτη ἀπὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Λατίνων 1

Α´. Τὸ ἔτος 1755 ἐξεδόθη ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΔ´ (1740 -1758) βοῦλλα, ἡ ὁποία ἀνεγνώριζε τὸ ἔγκυρο τῶν Ὀρθοδόξων Μυστηρίων καὶ Τελετῶν, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξι τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ Οὐνιτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἰδιαίτερη ἔντασι ἐδραστηριοποιοῦντο προσηλυτιστικῶς στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴν καὶ διέδιδαν, ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων, ἰδίως μάλιστα στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὥστε νὰ προσελκύουν τοὺς Εὐσεβεῖς στὸν Παπισμό.

ν τῷ μεταξύ, εἶχε προηγηθῆ βαθὺς διχασμὸς στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑπὲρ τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Δυτικῶν καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν αὐτὸ ὡς «ψευδώνυμον», ἐφ᾿ ὅσον ἐτελεῖτο διὰ ραντισμοῦ καὶ ὄχι διὰ τριῶν πλήρων καταδύσεων.

ξ αἰτίας τῶν μακρῶν καὶ ζωηρῶν ἐρίδων, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε´ (α. 1748-1751, β. 1752-1757), συνεκάλεσε Σύνοδον τὸν Ἰούλιο τοῦ 1755, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος καὶ οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος (1746-1765) καὶ Ἱεροσολύμων Παρθένιος (1737-1766).

 ἱερὰ αὐτὴ Σύνοδος κατεδίκασε καὶ ἀπέβαλε τὸ βάπτισμα / ράντισμα τῶν Λατίνων καὶ γενικῶς ὅλων τῶν Δυτικῶν, ἡ δὲ Πρᾶξις αὐτὴ (ὁ σχετικὸς Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ 1756), εἶναι, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, μέχρι σήμερα ἡ τελευταία σχετικὴ ἐπίσημος ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι οἱ καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (π.χ. Εὐστράτιος Ἀργέντης, Εὐγένιος Βούλγαρις), ὁ Λαὸς καὶ οἱ Μοναχοὶ ἐτάχθησαν ἀνεπιφυλάκτως ὑπὲρ τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´, ὁ ὁποῖος εἶχε πάντα τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως, ἐνστερνιζόμενος τὴν Ἡσυχαστική- Κολλυβαδικὴ Παράδοσι.

ν προκειμένῳ, εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´ ὑπὸ τοῦ σπουδαίου λογίου τῆς ἐποχῆς του Σεργίου Μακραίου (1735;-1819):

«Ἦν ... τὴν γνώμην εὐθύς, τὸν τρόπον ἁπλοῦς, εἰ καί τισι ποικίλος ἐδόκει, πρὸς τὰς πολλὰς μηχανὰς τῶν ἀντιπάλων πολλαχῶς ἀντιτασσόμενος, φιλάρετος, φιλάγαθος, ἐπιεικής, φιλομαθής, τῇ ἀναγνώσει τῶν θείων βιβλίων προσκείμενος, βίον ἡρημένος τὸν τελεώτερον, διὸ καὶ ἀγρυπνίας μείζονας καὶ νηστείας συνεχεστέρας ἐποίει, καὶ ἀκολουθίας ἐκκλησιαστικὰς μακροτέρας ἐφίλει, καὶ πρὸς πάντα γενναῖος ἐδόκει, ὀξύς τε περὶ τὰ πρακτέα, καὶ σφοδρὸς πρὸς τὰ δόξαντα, ἄτρεπτος καὶ ἀδεὴς πρὸς τὰ ἀντιπίπτοντα. Ἐντεῦθεν καὶ ζηλωτὴς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο καὶ παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ διεθρυλεῖτο καὶ διαφερόντως ἠγαπᾶτο, τῇ ἀγλαΐᾳ τῶν ἰδίων ἀρετῶν συμπάντων τὰς ψυχὰς καταθέλγων καὶ ἐφελκόμενος, εἰ καὶ τὸν ἀληθῆ ζῆλον ἀνδρὸς ποικίλως συγκαλύψαι ἐτεχνῶντο οἱ διαβάλλοντες, πανοῦργον αὐτὸν ἀποκαλοῦντες, ὥσπερ οἱ αἱρετικοὶ αἱρετικὸν ἐδυσφήμουν τὸν ὀρθοδοξότατον...»2 .

 * * *

Β´. Στοὺς κόλπους τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως (1920 κ.ἑ.) ἔγιναν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γίνωνται ἐκτενεῖς συζητήσεις ἰδίως γιὰ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, μὲ τὸ Ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ εἴσοδος στὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἐκκλησία.

Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ στὶς συζητήσεις αὐτὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὴν Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, δὲν ἀκολουθοῦν τὴν Εὐαγγελική, Ἀποστολική, Συνοδικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσι.

χουν διατυπώσει εὐκρινέστατα τὴν ἀντορθόδοξη ἄποψι καὶ ἐπιμένουν εἰς αὐτήν, ὅτι τὸ «πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης» μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν Παπικῶν «προέρχεται ἐκ τοῦ μοναδικοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωήν», ἐφ᾿ ὅσον «ὡς ἐκ τοῦ Βαπτίσματός των εἶναι ἐνσωματωμένοι εἰς τὸν Χριστόν»3!

πίσης, στὸ Κείμενο τῆς Βελεμενδίου Ἑνώσεως (Λίβανος, Ἰούνιος 1993), ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς καὶ τοῦ Βατικανοῦ μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ ἑξῆς δήλωσις, μὲ τὴν ὁποία διεκηρύχθη σαφέστατα ἡ αὐτοσυνειδησία τους, ὅτι Παπισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι δῆθεν Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ἔχουν δῆθεν Κοινὰ Μυστήρια καὶ ἔχουν δῆθεν Κοινὲς Σωτηριολογικὲς Δυνατότητες:

«Ἐκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται, ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴν διαδοχὴν τῶν ἐπισκόπων – δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»4 .

Ε
ἶναι προφανέστατον, ὅτι ἡ Ἕνωσις τῶν ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν Οἰκουμενιστῶν στὸ Βελεμένδιο τοῦ Λιβάνου ἀπετέλεσε τὸν θρίαμβο τῆς παπικῆς διπλωματίας καὶ ἀπέδειξε μὲ τὸν πλέον ἀναμφισβήτητο τρόπο, ὅτι τὸ ἀρχικῶς θεωρούμενο ὡς μικρὸ καὶ δευτερεῦον ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ὡδήγησε στὴν ἀθέτησι τῶν μεγάλων καὶ πρωτευόντων, δηλαδὴ στὸν πλήρη ἐξοικουμενισμὸ καὶ ἐκλατινισμὸ τῶν ὀρθοδόξων.

 * * *

Γ´. Εἶναι ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο πολὺ ἐπίκαιρος ἡ ἀναδρομὴ στὸν Ὅρον τοῦ 1755 περὶ τοῦ λεγομένου βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὸ τελούμενο σήμερα βάπτισμα ἀκόμη καὶ στὰ ὅρια τῆς Καινοτομίας, δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ- Νεοημερολογιτισμοῦ, τείνει νὰ καταστῆ κατ᾿ ἀκρίβειαν ράντισμα.

Οἱ διαφορὲς ὅμως Βαπτιζομένου καὶ Ραντιζομένου εἶναι ἀγεφύρωτες, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ τὶς ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857):

α) Ὁ πρῶτος «ἐνθάπτεται ὡς νεκρὸς ἐν τάφῳ», «καὶ πάλιν ἀνίσταται», εἰς «μίμησιν τοῦ Κυρίου».  δεύτερος «ἐπιβρεχόμενος, ἵσταται ὄρθιος» καὶ «οὔτε καταβαίνει, οὔτε πάλιν ἀναβαίνει... ὡς ἐκ τάφου». β)  α´ «διὰ τοῦ ἰδίου σώματος τὴν τριήμερον ταφὴν καὶ ἀνάστασιν ἐξεικονίζει».  β´ «αὐτὸς μὲν οὐδαμῶς ἐξεικονίζει τὸ μυστήριον«, μὴ μετέχων εἰς τὸ γεγονὸς καθ᾿ αὑτό. Διὰ δὲ τοῦ ραντισμοῦ ὑφίσταται «ἀλλόκοτον καὶ παρὰ φύσιν... ἐνταφιασμόν».

 γ) Ὁ α´ «ἔχει τὸν τάφον... εἰς ὃν... καταβαίνει». Ὁ β´ «φέρει τὸν τάφον οἷον ἐπικείμενον ἐπὶ κεφαλῆς, κἀκεῖθεν κατερχόμενον μέχρι ποδῶν, οὗ τί ἂν γένοιτο ψευδέστερον;»5 .

 Διαπιστώνεται λοιπόν, ὅτι ἦσαν ὄντως θεοφόροι καὶ θεοκίνητοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὑπεστήριζαν διὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὅτι

 «ἡ ἐν ὀλίγῳ τῆς ἀληθείας παρατροπή, τῇ ἀσεβείᾳ τὴν πάροδον δέδωκεν»6 .
[ἡ μικρὰ ἀπόκλισις ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ἔχει δώσει εἴσοδο / δίοδο στὴν ἀσέβεια].

* * *

Ὅρος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας περὶ τοῦ βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν [ Ἰούλιος 1755 ]

Πολλῶν ὄντων τῶν μέσων, δι᾿ ὧν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀξιούμεθα καὶ τούτων, ὡς εἰπεῖν, κλιμακηδὸν ἀλληλενδέτων καὶ ἀλληλουχουμένων ὄντων, ἅτε δὴ πάντων πρὸς τὸ αὐτὸ τέλος ἀφορώντων, πρῶτόν ἐστι τὸ τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις θεοπαράδοτον Βάπτισμα, οἷα δὴ τῶν λοιπῶν τούτου χωρὶς ἀπρακτούντων· «ἐὰν γάρ τις μὴ γεννηθῇ, φησίν, ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· ἔδει καὶ γὰρ ἀναγκαίως, τῆς πρώτης γεννήσεως ἐπὶ τὸν θνητὸν τουτονὶ βίον παραγαγούσης τὸν ἄνθρωπον, γέννησιν ἑτέραν ἐξευρεθῆναι καὶ τρόπον μυστικώτερον, μήτε ἀπὸ φθορᾶς ἀρχόμενον, μήτε εἰς φθορὰν καταλήγοντα, δι᾿ οὗ γένοιτ᾿ ἂν ἡμῖν δυνατὸν μιμήσασθαι τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Τὸ γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος ἐν τάξει μήτρας λαμβάνεται, καὶ τόκος τῷ τικτομένῳ γίνεται, ἧ φησιν ὁ Χρυσόστομος· τὸ δὲ ἐν τῷ ὕδατι ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ἐν τάξει Θεοῦ τὸ ἔμβρυον διαπλάττοντος· καὶ ὥσπερ Ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἐν τάφῳ κατάθεσιν τριταῖος ἐπὶ τὴν ζωὴν ἀνεφοίτησεν, οὕτως οἱ πιστεύοντες, ἀντὶ τῆς γῆς, τὸ ὕδωρ ὑποδυόμενοι, ἐν τρισὶ καταδύσεσι τὴν τριήμερον ἑαυτοῖς χάριν τῆς Ἀναστάσεως ἐξεικονίζουσιν, ἁγιαζομένου τοῦ ὕδατος τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὡς ἂν τῷ μὲν φαινομένῳ ὕδατι τὸ σῶμα φωτίζοιτο, τῷ δὲ ἀοράτῳ Πνεύματι τὸν ἁγιασμὸν ἡ ψυχὴ λήψαιτο· ὡς γὰρ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὕδωρ τῆς τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνει θερμότητος, οὕτω τὸ ἐν τῇ κολυμβήθρα ὕδωρ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος εἰς θείαν μεταστοιχειοῦται δύναμιν, καθαῖρον μὲν καὶ υἱοθεσίας ἀξιοῦν τοὺς οὕτω βαπτιζομένους, τοὺς δὲ ἄλλως πως τελουμένους, ἀντὶ καθάρσεως καὶ υἱοθεσίας ἀκαθάρτους καὶ σκότους υἱοὺς ἀποφαῖνον.

πειδὴ τοιγαροὺν πρὸ χρόνων ἤδη τριῶν ζήτημα ἀνεφύη, εἰ τὰ παρὰ τὴν Παράδοσιν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων καὶ παρὰ τὴν συνήθειαν καὶ διαταγὴν τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιτελούμενα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν δεκτά ἐστι, προσερχομένων ἡμῖν, ἡμεῖς, ἅτε θείῳ ἐλέει τῇ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐντραφέντες, καὶ τοῖς Κανόσι τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων ἑπόμενοι, καὶ μίαν μόνην γινώσκοντες τὴν ἡμετέραν ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ταύτης τὰ Μυστήρια, ἑπομένως καὶ τὸ θεῖον Βάπτισμα, ἀποδεχόμενοι, τὰ δὲ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν, ὅσα μὴ ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις διετάξατο καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς σήμερον ποιεῖ, ἐπιτελούμενα, ἐφευρέματα ἀνθρώπων διεφθαρμένων ὄντα, ὡς ἀλλόκοτα καὶ τῆς Ἀποστολικῆς ὅλης Παραδόσεως ἀλλότρια γινώσκοντες, ἀποστρεφόμεθα κοινῇ διαγνώσει.

Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ τοῖς Μαθηταῖς αὑτοῦ ἐντειλαμένῳ βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· τοῖς τε ἱεροῖς καὶ θείοις Ἀποστόλοις, διαταττομένοις ἐν τρισὶ καταδύσεσι καὶ ἀναδύσεσι τοὺς προσερχομένους βαπτίζειν καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων ἓν ὄνομα ἐπιλέγειν τῆς ἁγίας Τριάδος· τῷ τε ἱερῷ καὶ ἰσαποστόλῳ Διονυσίῳ, λέγοντι «τρὶς ἐν κολυμβήθρᾳ ὕδωρ καὶ ἔλαιον ἡγιασμένα ἐχούσῃ τὸν προσερχόμενον παντὸς ἀμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, τὴν τρισσὴν τῆς θείας μακαριότητος ἐπιβοήσαντα ὑπόστασιν, καὶ εὐθὺς τῷ θεουργικωτάτῳ Μύρῳ τὸν βαπτισθέντα ἐπισφραγίζειν, καὶ μέτοχον ἀποφαίνειν λοιπὸν τῆς ἱεροτελεστικωτάτης Εὐχαριστίας· τῇ τε Δευτέρᾳ καὶ Πενθέκτῃ ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων Ὑποστάσεων μὴ ἐπιβοῶντας, ἀλλ᾿ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι τῇ Ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας.

Τούτοις τοίνυν τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς Διατάγμασιν ἑπόμενοι καὶ ἡμεῖς, τὰ μὲν τῶν αἱρετικῶν βαπτίσματα, ὡς ἀπάδοντα καὶ ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς θείας διατάξεως καὶ ὕδατα ἀνόνητα, ὡς ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος καὶ ὁ μέγας φησὶν Ἀθανάσιος, καὶ ἁγιασμὸν μηδένα παρέχοντα τοῖς ταῦτα δεχομένοις, καὶ πρὸς κάθαρσιν ἁμαρτημάτων οὐδὲν ὠφελοῦντα, ἀπόβλητα καὶ ἀποτρόπαια ἡγούμεθα.

Τοὺς δ ᾿ ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους ἀποδεχόμεθα, προσερχομένους τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει, καὶ ἀκινδύνως αὐτοὺς βαπτίζομεν, κατὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνας, οἷς ἀραρότως ἐπιστηρίζεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἀποστολικὴ καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ κοινὴ Μήτηρ πάντων ἡμῶν.

Καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ κοινῇ ἡμῶν διαγνώσει καὶ ἀποφάνσει σφραγίζομεν τὸν Ὅρον ἡμῶν τοῦτον, ταῖς Ἀποστολικαῖς καὶ Συνοδικαῖς Διαταγαῖς συνάδοντα, διαβεβαιοῦντες αὐτὸν δι᾿ ἡμετέρων ὑπογραφῶν.

Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψνε´ . [1755]
 Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης.
 Ματθαῖος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς Οἰκουμένης.
 Παρθένιος ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ πάσης Παλαιστίνης.

῾Υποσημειώσεις
1. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ, 4/ 17.6.2025.
 Κύρια βοηθήματα: α. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα...», Ἀθῆναι 1983. β. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα..., τόμος Β´, ἐν Ἀθήναις 1953. γ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα..., τ. Ε´, Ἀθήνησιν 1858. δ. Mansi, Sacrorum Conciliorum..., τ. 38, Parisiis 1907. ε. Εὐστρατίου Ἀργέντου, Ἄνθος τῆς Εὐσεβείας, ἔκδ. β´, Λειψία 1757. Ϛ. Εὐαγγέλου Α. Σκουβαρᾶ, Στηλιτευτικὰ Κείμενα τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος (κατὰ τῶν Ἀναβαπτιστῶν), Ἀθῆναι 1967. ζ. Ἑλένης Γ. Γιαννακοπούλου, Τὸ Βάπτισμα τῶν μὴ ὀρθοδόξων, 1453-1756..., ἔκδ. β´, Ἀθήνα 2015. η. Χρήστου Κ. Παπαθανασίου, Τὸ «κατ᾿ ἀκρίβειαν» Βάπτισμα καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ παρεκκλίσεις, Ἀθήνα 2001.
 Ὁ Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ πρῶτον τὸ 1756, στὸ ἔργο «Ραντισμοῦ Στηλίτευσις », σελ. ρογ´- ροϚ´.
2. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 62, ὑποσημ. 287.
3. Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ Ἁγιοκυπριανίτου, Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 18, Ἀθήνα 1997 («Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β´, Ρώμη 1995. Βλ. περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθμ. 520/31.7.1995, σελ. 20).
4. Ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθμ. 2.705/20.7.1993, σελ. 3: «Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ σημερινὴ ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», § 13 (Τὸ ἐπίσημο κείμενο τῆς «Ζ´ Ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου», Βελεμένδιον Λιβάνου, 17-24.6.1993).
5. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 42, ὑποσημ. 184.
6. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG τ. 44, στλ. 1249.