Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο βαθύς θεολόγος της αγάπης του Θεού, λέγει ότι ο παράδεισος δεν είναι τόπος, αλλά κατάσταση της ψυχής. Από την στιγμή που ο άνθρωπος ανοίξει την καρδιά του στην παρουσία του Θεού, έστω και λίγο, έχει ήδη γευθεί τον παράδεισο. Και ομοίως, όποιος απομακρύνεται από την αγάπη, από την συγχώρηση, από την προσευχή, γεύεται ήδη την κόλαση. Ο Θεός δεν μας προσκαλεί σε έναν τόπο, αλλά σε μία σχέση. Δεν θα πάμε κάπου μετά θάνατον, θα σταθούμε όπως έχουμε γίνει μέσα από τη σχέση μας με τον Θεό. «Ο παράδεισος δεν είναι γεωγραφία, αλλά εμπειρία», όπως λέγει ο Άγιος, «ο άνθρωπος που έχει αγάπη εντός του, εκεί είναι ο παράδεισος». Δεν χρειάζεται να περιμένουμε το τέλος του κόσμου για να γνωρίσουμε τον Θεό, μπορούμε από τώρα να γευθούμε την αιώνια ζωή εάν αγαπήσουμε αληθινά. Όταν η ψυχή ζει με ταπείνωση, προσευχή και ελπίδα στο έλεος του Θεού, έχει ήδη μέσα της την ειρήνη του παραδείσου. Όπως η άνοιξη αρχίζει αθόρυβα μέσα στον χειμώνα, έτσι και ο παράδεισος αρχίζει αθόρυβα μέσα στην καρδιά που μετανοεί.
Κατά τον Άγιο Ισαάκ, ο παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού, όπως βιώνεται από την ψυχή που καθαρίστηκε. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει αληθινή αγάπη, τότε γίνεται ένας με το φως, όπως ο σίδηρος που γίνεται πυρακτωμένος μέσα στη φωτιά. Ο Θεός δεν χαρίζει τόπους ή βραβεία, χαρίζει την ίδια Του την ύπαρξη, την αγάπη Του. Γι' αυτό και ο Άγιος Ισαάκ λέγει, «Όποιος έχει γευθεί έστω και μίαν σταγόνα της αγάπης του Θεού, θα καταλάβει τι σημαίνει παράδεισος. Η ψυχή που αγαπά όλους, ακόμη και τους εχθρούς της, έχει γίνει κατοικητήριον του Θεού». Εκεί ο φόβος εξαφανίζεται, η κατάκριση παύει και η ειρήνη γίνεται φυσική αναπνοή. Ο παράδεισος, λοιπόν, δεν είναι ανταμοιβή για τους καλούς, αλλά η φυσική εμπειρία εκείνων που έμαθαν να αγαπούν όπως ο Θεός αγαπά. Ο άνθρωπος που μισεί, ακόμα και εν μία σταγόνι, δεν μπορεί να αντέξει το φως του παραδείσου, γιατί το φως ελέγχει καθετί σκοτεινό μέσα του. Η αγάπη είναι η μόνη θερμοκρασία που μπορεί να ζήσει η ψυχή στην αιωνιότητα.|
Ο Θεός είναι παντού, αλλά η ψυχή βιώνει ό,τι έχει μέσα της. Ένα από τα βαθύτερα ρητά του Αγίου Ισαάκ λέγει, «Ο άνθρωπος φέρει μέσα του και τον παράδεισο και την κόλαση». Όταν η ψυχή γεμίσει από ταπείνωση και ευχαριστία, όλος ο κόσμος γίνεται για αυτήν παράδεισος. Όταν γεμίσει από θυμό, φιλαυτία και κατάκριση, όλα γίνονται κόλαση. Ο Θεός δεν μετακινείται, είναι πανταχού παρών, όμως η ψυχή βλέπει όπως έμαθε να βλέπει. Αν έμαθε να βλέπει μέσα από την αγάπη, βλέπει παντού την χάρη, αν έμαθε να βλέπει μέσα από το πάθος, βλέπει παντού το σκοτάδι. Εδώ αποκαλύπτεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η αιωνιότης δεν θα αλλάξει την ψυχή, η ψυχή θα αποκαλυφθεί όπως έγινε. Όποιος ζει από τώρα με αγάπη, προσευχή και συγχώρηση, θα συνεχίσει αιώνια να ζει με αυτήν την ειρήνη. Όποιος ζει από τώρα με θυμό, αδιαφορία και σκληρότητα, θα συνεχίσει να βιώνει την έλλειψή του ως φωτιά. Όπως ο ήλιος είναι ο ίδιος για όλους, αλλά άλλος δροσίζεται και άλλος καίγεται, έτσι και η Θεία Παρουσία θα είναι η ίδια για όλους. Άλλος θα χαίρεται και άλλος θα τυραννιέται, ανάλογα με την καρδία του.
Ο Άγιος Ισαάκ γράφει ότι ο Θεός δεν καταδικάζει. Η αγάπη του ενεργεί ως χαρά ή ως πόνος, ανάλογα με την έξιν της ψυχής. Ο ίδιος ο Θεός που χαροποιεί τους δικαίους, βασανίζει τους αμετανόητους, όχι επειδή θέλει να τους βασανίσει, αλλά επειδή η ψυχή τους δεν αντέχει το φως. Η αγάπη του Θεού είναι φωτιά, λέγει ο Άγιος, και η φωτιά αυτή ή θερμαίνει ή καίει, ανάλογα με το υλικό που αγγίζει. Αν η ψυχή είναι καθαρή, η φωτιά γίνεται φως, αν είναι γεμάτη άχυρα παθών, η ίδια φωτιά γίνεται κάψιμο, επομένως ο Θεός δεν αλλάζει, αλλά εμείς διαλέγουμε τι γευόμαστε από την παρουσία Του. Όπως λέγει ο Άγιος, ο Θεός είναι η πηγή της ζωής, αλλά ο αμαρτωλός, αποκομμένος από την πηγή, έχει μέσα του τον θάνατον. Η αποξένωση από την αγάπη, είναι η αρχή κάθε πνευματικής φθοράς.
Στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση, ο Παράδεισος δεν κατακτάται με έργα αρετής, αλλά με ταπείνωση. Ο Άγιος Ισαάκ διδάσκει ότι η ταπείνωση, είναι η στολή του Θεού. Εκείνος που την ενδύεται, ζει ήδη με τον Θεό. Όταν η ψυχή παύσει να υπερηφανεύεται, τότε ανοίγει ο ουρανός μέσα της. Ο υπερήφανος δεν μπορεί να αγαπήσει, βλέπει μόνο τον εαυτό του, ο ταπεινός όμως, βλέπει παντού τον Θεό. Όπως ο καθρέπτης χρειάζεται καθαρή επιφάνεια, για να αντικατοπτρίσει το φως, έτσι και η ταπεινή ψυχή γίνεται καθρέπτης του Θεού. Όσο πιο βαθιά ταπεινώνεται, τόσο πιο πολύ αναπαύεται στην αγάπη. Ο Άγιος λέγει ότι η ταπείνωση, είναι η πύλη του Παραδείσου, γιατί ανοίγει τον δρόμο για κάθε άλλη αρετή, και κυρίως για την αληθινή γνώση του Θεού, που είναι πάντοτε γνώση αγάπης.
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος μιλά για μια βαθιά ειρήνη, η οποία δεν εξαρτάται από τις συνθήκες, αλλά από την παρουσία. Όταν η ψυχή βρει τον Θεό, αναπαύεται, όταν τον χάσει, αγωνιά, όσο κι αν τα έχει όλα. Η ειρήνη αυτή είναι το πνευματικό άρωμα του Παραδείσου. Όταν προσευχόμαστε, αν ακόμη και για λίγο νιώσουμε ότι ο Χριστός είναι εκεί, αυτό είναι πρόγευση της αιωνιότητος. Όταν συγχωρούμε, όταν συγκρατούμε τον θυμό, όταν κλαίμε από μετάνοια, η ψυχή γεμίζει με ανάπαυση. Εκείνη η ανάπαυση είναι η ζωή του Παραδείσου.
Ο Άγιος Ισαάκ γράφει ότι η καρδία που έμαθε να ησυχάζει, δεν φοβάται πλέον τον θάνατον, διότι έχει ήδη εισέλθει στην ζωή. Εκεί στην ησυχία, ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι ο Θεός δεν είναι ιδέα, αλλά πρόσωπο, και ότι ο Παράδεισος είναι κοινωνία αγάπης, όχι άνεση. Όπως ο Παράδεισος είναι η σχέση με τον Θεό, έτσι και η κόλαση είναι η έλλειψη σχέσεως. Δεν είναι ένας τόπος φωτιάς, όπως τον φαντάζονται μερικοί, αλλά η εσωτερική μοναξιά της ψυχής, που δεν αγαπά πια. Ο Άγιος Ισαάκ περιγράφει την κόλαση ως την οδύνη της ψυχής, όταν απομακρυνθεί από τον αγαπημένον. Η ψυχή δημιουργήθηκε για να ζει εν Θεώ, όταν ζει άνευ Θεού, νιώθει όπως το ψάρι που βγήκε από το νερό. Ακόμη και αν όλα τα έχει, θα ασφυκτιεί, γιατί θα είναι έξω από την πηγή του οξυγόνου.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ (Ἅγιος Ισαάκ ο Σύρος)
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025
ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Οἱ ἄνθρωποι πλασθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι τῆς χαρᾶς Του. Μετὰ τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων, ὡστόσο, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικό μας περιβάλλον, τὸν Παράδεισο. Καὶ ἐφόσον στερηθήκαμε τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦνται μέσα μας ὁ στεναγμός, ἡ λύπη καὶ ὁ πόνος, ἐνῷ ἐπίσης γίναμε ἀπόλυτοι κληρονόμοι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη αἰτία τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, διότι σημαίνει στέρηση, σημαίνει ὅτι ἕνα ἀγαπητό μας πρόσωπο ἔκλεισε τὸν κύκλο του καὶ δὲν θὰ μποροῦμε πλέον νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν παρουσία του στὴ ζωή μας. Ὁ πιὸ ὀδυνηρὸς πόνος ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς τῆς μητέρας ὅταν θάβει τὸ παιδί της, πόσο μάλλον ὅταν αὐτὴ ἡ μητέρα εἶναι καὶ χήρα καὶ δὲν ἔχει ἄλλα παιδιὰ ὡς στηρίγματα.
Τέτοια ἦταν ἡ μητέρα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὴν εἶδε ὁ Κύριός μας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Ναΐν, τὴν ὥρα ποὺ μὲ πλῆθος κόσμου ἡ μάνα ἐκείνη πορευόταν πρὸς τὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ μοναχογιοῦ της. Τί νὰ πεῖ κανεὶς σὲ μία τέτοια μάνα ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της; Μὲ ποιά δύναμη μπορεῖ κάποιος νὰ ἀρθρώσει λόγο προσπαθῶντας νὰ τὴν παρηγορήσει; Εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς ἀπαλύνει τὸν πόνο, ἢ ἀκόμη περισσότερο νὰ τῆς ὑποδείξει νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ἡσυχάσει; Δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἀνθρώπινη λογική, διότι ἡ μάνα γνωρίζει ὅτι πλέον δὲν θὰ ξανὰ δεῖ τὸν ἀγαπημένο γιό της.
Σωστὰ ὅλα αὐτά. Ὅμως, ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας καὶ ἔφερε τὴν ἀνατροπή. Ὁ Κύριος βλέποντας τὴν γυναίκα νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται, τὴν σπλαχνίσθηκε, τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ μόνο Ἐκεῖνος ἔχει: «Μὴν κλαῖς». Πού ἀκούσθηκε ξανὰ στὴν ἱστορία μία τέτοια φράση; Πουθενά. Καὶ αὐτὸ διότι μόνο ὁ Ἄρχοντας τῆς Ζωῆς, μόνο ἡ προσωποποίηση τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀνάστασης μποροῦσε νὰ πεῖ κάτι τέτοιο. Καὶ ἀφοῦ τῆς εἶπε νὰ μὴν κλαίει, τῆς ἀπέδειξε ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν εἶναι τὸ ὁριστικὸ τέλος, ἀλλὰ κοίμηση, ἀγγίζοντας τὸν νεκρὸ νέο καὶ διατάζοντάς τον: «Νεανίσκε, σὲ σένα λέω, σήκω». Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ νέος, ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του νὰ τὴν στηρίζει. Οὐσιαστικά, ὅμως, τῆς προσέφερε κάτι πολὺ μεγαλύτερο∙ τὴν βεβαιότητα πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει πιά, ὁ θάνατος χωρίζει μόνο προσωρινὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος λόγος ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ὅλοι μιὰ μέρα θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ οἱ μὲν δίκαιοι θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή, οἱ δὲ ἄδικοι τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδη. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ βεβαιότητα μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ γύρω μας. Ἐπιβάλλει ἀκόμη καὶ στὴ μάνα νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ ἀκόμη καὶ ἂν δεῖ τὸν υἱό της νεκρό, διότι θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸν ξανὰ συναντήσει. Ἂν δὲν ἠλπίζαμε στὴν Ἀνάσταση, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ βαπτισθοῦμε Χριστιανοί. Ἂν δὲν ἤμασταν Μαθητὲς Ἐκείνου, μόνο τότε θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπελπιστοῦμε, διότι θάνατος θὰ σήμαινε τέλος ὁριστικό. Γιὰ ἐμᾶς, ὅμως, θάνατος σημαίνει μετάβαση στὴν ἀληθινὴ ζωή. Εἶναι δὲ ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἐπίγεια ἀπὸ τὴν ζωὴ μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ, λαμβάνοντας τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας σπλαχνίσθηκε καὶ ἔσπευσε νὰ παρηγορήσει τὴν γυναίκα ἐκείνη μὲ τὸν δικό Του θεϊκὸ τρόπο, ἀναρωτιέμαι: ἐμεῖς, σήμερα, πῶς συμμετέχουμε στὸ πένθος τῶν συνανθρώπων μας; Ὅταν μαθαίνουμε γιὰ τὸν θάνατο κάποιου ἀδελφοῦ, πηγαίνουμε στὸ σπίτι καὶ συλλυπούμαστε. Προσευχόμαστε καὶ στηρίζουμε μὲ δύο καλὰ λόγια τοὺς οἰκείους, ἢ βρίσκουμε εὐκαιρία γιὰ ἀργολογίες; Ὕστερα, πηγαίνουμε στὴν κηδεία ἀπὸ φιλάνθρωπα καὶ φιλάδελφα αἰσθήματα, ἢ ὡς ἕνα ἀναγκαστικὸ κοινωνικὸ γεγονός; Ἡ κηδεία τελείωσε. Ὁ νεκρὸς ἔχει φύγει. Οἱ οἰκεῖοι, ὅμως, εἶναι ἀκόμη ἐδὼ καὶ πονοῦν. Ὁ νεκρὸς ζητᾶ τὶς προσευχές μας καὶ τὴν ἐλεημοσύνη μας γιὰ τὴν ἀνάπαυσή του. Οἱ οἰκεῖοι, ἄσχετα ἂν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ παραδέχονται, ἢ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποιοῦν, θέλουν τὴν στήριξη μας, τὴν στήριξη τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τους. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοὶ μόνο γιὰ νὰ ἰδωθοῦμε καὶ νὰ συμπροσευχηθοῦμε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συντρέχουμε στὶς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν στηρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἂν παρουσιασθοῦμε μόνο στὴν κηδεία καὶ μετὰ ἀδιαφορήσουμε, σίγουρα δὲν φερόμαστε κατὰ τὸ Θέλημα τοῦ Κυρίου. Οἱ οἰκεῖοι πονοῦν. Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε νὰ τοὺς ἐπισκεπτόμαστε τακτικὰ μεταφέροντάς τους λόγια Χριστοῦ; Μποροῦμε νὰ πάμε νὰ προσευχηθοῦμε μαζί τους; Μποροῦμε νὰ τοὺς μαγειρέψουμε τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἀκόμη οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ κάνουν; Μποροῦμε νὰ κλέψουμε λίγο χρόνο νὰ τοὺς βοηθήσουμε σὲ τυχὸν ἐργασίες, ἐκκρεμότητες ἢ ἐτοιμασίες γιὰ τὰ ἐννιάμερα ἢ τὰ σαρὰντα; Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλοϊκὰ γιὰ κάποιους, σίγουρα, ὅμως ὁ Θεὸς ἀναπαύεται σὲ αὐτὲς τὶς πράξεις ἀγάπης καὶ ἐνισχύει τὴν παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντας.
Ἐν κατακλείδι, ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ τὸ κλείσιμο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ περιγράφει τὴν στάση τοῦ κόσμου ἀπέναντι στὸ θαῦμα. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ὅλους τοὺς κατέλαβε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι μεγάλος Προφήτης ἀναδείχθηκε ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ἐπισκέφθηκε ὁ Θεὸς τὸν λαό Του». Καὶ γιατί προκαλοῦν αὐτὰ ἐντύπωση; Διότι ἔχουμε ἀπὸ τὴ μία τὸν ἁπλὸ ὄχλο νὰ βλέπει, νὰ διακρίνει καὶ νὰ κατανοεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ «Προφήτης μέγας», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς εὐσεβιστὲς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους νὰ Τὸν κατηγοροῦν ὅτι τὶς θαυματουργίες τὶς κατορθώνει «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», ἢ νὰ Τὸν συκοφαντοῦν, νὰ διασπείρουν ψεύδη ἐναντίον Του, νὰ σκέφτονται ὅτι «κάποιον δόλο ἢ σκοπιμότητα θὰ ἔχει γιὰ νὰ λέει καὶ νὰ κάνει ὅλα αὐτά», νὰ Τὸν θεωροῦν «ἄνθρωπο ἁμαρτωλό» καί, τέλος, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν θανάτωσή Του. Οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔκριναν ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια. Δὲν μιλοῦσαν γιὰ νὰ προστατέψουν τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔπασχαν ἀπὸ τὸν θανάσιμο φθόνο τους, καθὼς ἔβλεπαν ὅτι τὸ ποίμνιο πηγαίνει πρὸς τὸν ἀληθινὸ Ποιμένα, τὸν Κύριό μας, καὶ ὅτι ἔχαναν τοὺς ὀπαδούς τους. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικά. Στὸ τέλος, αὐτοὶ ποὺ μένουν εἶναι ὅσοι ὑπηρέτησαν τὴν Ἀλήθεια. Οἱ λοιποὶ ἐξαφανίζονται.
Ὁ νοῦς μας, ἀγαπητοί, μιᾶς καὶ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὑπηρετοῦμε Χριστό, νὰ εἶναι στραμμένος ὄχι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή. Τότε, ὅ,τι κακὸ καὶ νὰ συμβεῖ, θὰ μᾶς πλησιάσει καὶ θὰ μᾶς πεῖ: «Μὴν κλαῖς, εἶμαι δίπλα σου».
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025
ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΣ

Ὁ πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1502-1585) ἐφήρμοσε γιὰ τὴν Δύσι τὸ νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀνέτρεπε τὸν Πασχάλιον Κανόνα / Ὅρον τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθώριζε πῶς θὰ ἑορτάζεται κατ᾿ ἔτος τὸ Ἅγιον Πάσχα.
Καὶ οἱ Παπικοὶ βεβαίως δὲν ἔμειναν μέχρις ἐκεῖ, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισί τους καὶ στοὺς Ὀρθοδόξους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπέφερε μεγάλη σύγχυσι στὴν Ἀνατολὴ καὶ προεκλήθη πράγματι «παγκόσμιον σκάνδαλον»19.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἀποδέχθηκε τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ καὶ τὸ πολέμησε σθεναρῶς, διότι ἡ τυχὸν παραδοχὴ τῆς νέας αὐτῆς παπικῆς πλάνης θὰ ἐσήμαινε ἄρνησι τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων καὶ παράβασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ ἐπιβράβευσι τῆς παπικῆς ἀνταρσίας.
Τοιουτοτρόπως, κατ᾿ ἀρχήν, τρεῖς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολι κατεδίκασαν ἐπανειλημμένως τὸ νέο παπικὸ Ἡμερολόγιο (1583, 1587, 1593).
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι
● «ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β´ ἀρχικά, τὸ 1582, ἀπήντησε ἀρνητικὰ στὶς παπικὲς προτάσεις ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου καὶ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1583 συνεκάλεσε Σύνοδο Μητροπολιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολι, παρόντος καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὴν παπικὴ ἀλλαγή.
Καὶ τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ τοπικὴ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1587 καὶ μάλιστα ἡ μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1593, ἐπειδὴ οἱ παπικὲς πιέσεις εἶχαν ἐνταθῆ. Στὴν μεγάλη αὐτὴ Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ ὁποῖος ἐξεπροσώπησε καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος καὶ 41 Ἀρχιερεῖς»20.
Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι
● «[Ἡ Σύνοδος τοῦ 1593] ἀπέκρουσε τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς νεωτερισμὸν ἀντιβαίνοντα εἰς Κανόνας καὶ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως δὲ ἡ Σύνοδος, διὰ τοῦ 8ου αὐτῆς Κανόνος, ἐπανέλαβε τὴν περὶ τοῦ Πάσχα διάταξιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποφασίσασα νὰ μείνῃ αὕτη ἀσάλευτος...»21.
Ἡ Μεγάλη Σύνοδος αὐτὴ
● «ἐκήρυξεν ἐμμονὴν εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθέντα, εἰς τυχὸν δὲ παραβαίνοντας τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν περὶ τοῦ Πάσχα ὁρισθέντα ἐπέβαλεν ἀφορισμὸν καὶ καθαίρεσιν»22.
Ἀλλά, καὶ στοὺς ἑπομένους τρεῖς αἰῶνες συνῆλθαν Τοπικὲς καὶ Πανορθόδοξες Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὰ αἱρετικὰ παπικὰ Δόγματα, ὅπως ἐπὶ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου Λουκάρεως (1620-1638), Παρθενίου Α´ (1639-1644), Παϊσίου Β´ (1726-1752), Κυρίλλου Ε´ (1748-1759), Γρηγορίου Ϛ´ (1835- 1871), Ἀνθίμου Ϛ´ (1845-1873) καὶ μάλιστα ἐπὶ Ἀνθίμου Ζ´ (1895-1896).
Ἀντιστοίχως, καὶ στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐπολέμησαν σθεναρὰ τὶς παπικὲς Καινοτομίες οἱ μεγάλοι Πατριάρχες Νεκτάριος (1660 -1669), Δοσίθεος Β´ (1669-1707) καὶ Χρύσανθος (1707-1731). Ἰδιαιτέρας σπουδαιότητος εἶναι ἡ στάσις τῶν δύο τελευταίων Συνόδων τοῦ ΙΘ´ αἰ.
α. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1848, γιὰ τὴν μνημειώδη περικοπή:
● «...Παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ Λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ...» (§17)· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη φράσι:
● «ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου» (§ 20).
β. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1895, γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη περικοπή:
● «... Ἡ δὲ νῦν Ῥωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων. Διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”» (§ 20) 23.
῾Υποσημειώσεις
19. Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´ Κωνσταντινουπόλεως, Ἐπιστολὴ πρὸς Δόγην τῆς Ἑνετίας κ. Νικόλαον Νταπόντε.
● Βλ. Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν Σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, 1572-1594, σελ. 28, ἐν Ἀθήναις 1870.
■ Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1572-1585) κατεδίωξε τοὺς Προτεστάντας, ὡς αἱρετικοὺς καὶ σύμφωνα μὲ ὡρισμένες μαρτυρίες, «τέλεσε εὐχαριστήρια λειτουργία μόλις πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τῶν Οὑγενότων [Γάλλων Προτεσταντῶν] τὴ νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου τὸ 1572»· «τὸ γεγονὸς ἐχαιρετίσθη εἰς τὸ Βατικανὸν μετ᾿ ἀνακουφίσεως καὶ διετάχθησαν δημόσιαι προσευχαὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν»· «ἡ σφαγὴ ξεκίνησε τὰ ξημερώματα τῆς 24ης Αὐγούστου [στὸ Παρίσι]... Δολοφονήθηκαν περισσότεροι ἀπὸ 3.000 Οὑγενότοι... Ἡ σφαγὴ μεταφέρθηκε» καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. «Τὸ ἀποτρόπαιο αὐτὸ ἔγκλημα μεγάλωσε τὸ μῖσος ἀνάμεσα στὰ δύο δόγματα, προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν προτεσταντικῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, ἀναζωπύρωσε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο στὴ Γαλλία καὶ ἔγινε σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας, ἀποκτώντας παροιμιακὴ διάσταση»· «οἱ γνωστοὶ ὡς θρησκευτικοὶ πόλεμοι, μεταξὺ οὑγγενότων (καλβινιστῶν) καὶ τῶν καθολικῶν, ἔφεραν τὴ φοβερὴ νύχτα τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου (23-24 Αὐγούστου 1572), κατὰ τὴν ὁποία, σὲ μία ἀπίστευτη σὲ πάθος σφαγή, βρῆκαν φρικτὸ θάνατο 20.000 οὑγγενότοι. Μόνο στὸ Παρίσι, στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τους, βρῆκαν τραγικὸ θάνατο 3.000 αἱρετικοί»· «στὴ γηραιὰ Εὐρώπη οἱ τραγικὲς καὶ ἀνήκουστες αὐτὲς φρικαλεότητες μείωναν τὸ γόητρο καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
■ Βλ. «Θ.Η.Ε.», τ. Γ´, στλ. 622, Ἀθῆναι 1963· π. Νικηφόρου Βιδάλη, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καὶ τὸ ἔργο τους» [Πάπας 226ος, Γρηγόριος ΙΓ´, γεν. 1502- +1585], σελ. 368, Ἀθήνα 1994.
20. Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη) Ἁγιορείτου (†), ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 933. ● Βλ. καὶ Ἀ. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου..., σελ. 571-576, «Συνοδικαὶ κατακρίσεις τῆς καινοτομίας», Ἀθῆναι 1985.
21. Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ἐν τῇ Ἀνατολῇ», περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυξ» Ἀθηνῶν, ἀριθμ. 148/21.4.1918, σελ. 189, § Β´.
22. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία..., σελ. 699. ἔκδοσις Ϛ΄, ἐκδόσεις «Παπαδημητρίου», Ἀθῆναι 1998.
● Βλ. ἐπίσης: Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, σελ. 111, 113, 114, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1870· Ἱεροῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων, σελ. 538-540, ἐν Ἰασίῳ 1698· Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων - Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον ΙΑ´, Κεφάλαιον Η´, σελ. 1167, ἐν Βουκουρεστίῳ 1715 (σελ. 57, Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1983)· Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, σελ. 402, 408, ἐν Βιέννῃ 1784· Ἀρχιμ. Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, Ἐπιστημονικὴ διατριβὴ περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, σελ. 121-122, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1894· Νικολάου Βουλγάρεως, Ἡ μεταρρύθμισις τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἄρθρον εἰς τρεῖς συνεχείας ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Τεργέστης «Νέα Ἡμέρα», ἔτος ΚΒ´-1896, ἀριθ. 1120-1122· Διδυμοτείχου Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, Μέρος Α´, σελ. 124-125, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1912· Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, σελ. 91-92, ἐν Ἀθήναις 1870· Ἰ. Ν. Καρμίρη, Ἱερεμίας Β´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λῆμμα ἐν «Θ.Η.Ε.», τ. 6, στλ. 780, Ἀθῆναι 1965.
23. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. Β´, σελ. 920[1000] καὶ 922[1002], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1848· σελ. 942[1028], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1895, ἔκδοσις β´ ἐπηυξημένη, Graz-Austria 1968.
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025
Ο διάβολος σε φοβίζει – ο Χριστός σε ελευθερώνει! - Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Από την αρχή της πνευματικής ιστορίας  του  ανθρώπου,  ο  διάβολος χρησιμοποιεί ένα και το αυτό όπλο, τον φόβο. Όχι τον φόβο του Θεού που είναι αρχή σοφίας, αλλά τον φόβο που παραλύει, που σκοτεινιάζει το νου και φυλακίζει την ψυχή. Ο Άγιος Αντώνιος, ο πατέρας του μοναχισμού και μέγας πνευματικός πολεμιστής, δίδαξε ότι το πρώτο και ισχυρότερο τέχνασμα του διαβόλου είναι να φοβίζει τον άνθρωπο για να του αφαιρεί την πίστη. Όταν ο Αντώνιος αποσύρθηκε στην έρημο, ο διάβολος του παρουσιάστηκε με πλήθος φαντασμάτων, θορύβων, απειλών, ακόμα και μορφών φοβερών. Όμως, ο Άγιος, με τη δύναμη του σταυρού, παρέμεινε ακλόνητος. Έλεγε, ο διάβολος είναι σαν σκύλος δεμένος. Δεν μπορεί να σε πειράξει αν δεν πλησιάσεις εσύ. Ο φόβος, λοιπόν, είναι το σχοινί με το οποίο μας τραβάει προς το μέρος του. Θέλει να μας πείσει πως έχει εξουσία πάνω μας, πως μπορεί να μας καταστρέψει, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη του δύναμη είναι το ψέμα. Ο άνθρωπος που φοβάται, ξεχνά την παρουσία του Θεού. Ο φόβος είναι η λήθη της αγάπης. Όταν κοιτάζουμε μόνο τον πειρασμό, τον μεγαλώνουμε, όταν κοιτάζουμε τον Χριστό, ο πειρασμός μικραίνει και εξαφανίζεται. Ο Άγιος Αντώνιος γνώριζε πως ο διάβολος δεν υπομένει ούτε στιγμή την παρουσία της ειρήνης. Όπου υπάρχει η ειρήνη του Χριστού, εκεί ο διάβολος δεν μπορεί να σταθεί.
Ο Χριστός δεν ήρθε απλώς να μας διδάξει, αλλά να μας ελευθερώσει. «Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», «και αυτή η αλήθεια δεν είναι μια ιδέα, αλλά πρόσωπο, ο ίδιος ο Χριστός». Ο Άγιος Αντώνιος, με τα χρόνια της σιωπής και της προσευχής, ανακάλυψε ότι ο άνθρωπος γίνεται αληθινά ελεύθερος μόνο όταν ο νους του ενωθεί με τον Θεό. Η ελευθερία δεν είναι εξωτερική κατάσταση, αλλά εσωτερική χάρη. Ο διάβολος προσπαθεί να φυλακίσει τον άνθρωπο με ψευδαισθήσεις, επιθυμίες και φόβους. Ο Χριστός αντίθετα, λύνει τα δεσμά της ψυχής και την κάνει άφοβη. Ο Άγιος έλεγε στους μαθητές του πως όταν ο άνθρωπος ζει με τον Χριστό, η ψυχή του γεμίζει ειρήνη και κανένας φόβος δεν μπορεί να την αγγίξει. Η παρουσία του Θεού είναι φως και το φως διώχνει κάθε σκιά. Όπως το σκοτάδι δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο φως, Ο Αντώνιος γεμάτος θάρρος πνευματικό έλεγε: «Να φοβόμαστε μόνο την αμαρτία, τίποτα άλλο δεν έχει εξουσία πάνω μας». Ο άνθρωπος που αγαπά το Χριστό δεν φοβάται ούτε τον θάνατο γιατί ξέρει ότι ο θάνατος είναι πέρασμα. Ο διάβολος χάνει κάθε εξουσία όταν η ψυχή αγαπήσει πραγματικά τον Κύριο.
Η έρημος όπου έζησε ο Άγιος Αντώνιος έγινε σύμβολο του εσωτερικού πολέμου που όλοι καλούμαστε να δώσουμε. Ο αγώνας δεν γίνεται έξω αλλά μέσα μας. Ο διάβολος δεν μπορεί να μπει στην ψυχή μας, αλλά ρίχνει λογισμούς, σπέρνει ιδέες, προκαλεί φόβους, προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε την ειρήνη, εκεί κρίνεται η μάχη, στο αν θα πιστέψουμε στους λογισμούς του ή στο Χριστό. Ο Άγιος έλεγε πως οι δαίμονες μοιάζουν με θορυβώδη σκιά που τρομάζει τον απρόσεκτο, όποιος όμως σταθεί με προσευχή και ταπείνωση βλέπει πως πίσω από το θόρυβο δεν υπάρχει τίποτα, μόνο μια φαντασία, γι' αυτό ο Αντώνιος δεν φοβόταν. Έλεγε ότι η αληθινή δύναμη είναι στην καρδιά που μένει προσηλωμένη στον Θεό. Ο φόβος τότε χάνεται γιατί το φως της πίστης τον κατακαίει. Η ψυχή που αγωνίζεται με πίστη αποκτά πνευματική ανδρεία. Ο Άγιος Αντώνιος ονόμαζε αυτή την ανδρεία θεία τόλμη. Είναι η τόλμη του ανθρώπου που δεν βασίζεται στον εαυτό του αλλά στη χάρη. Είναι η δύναμη του ταπεινού που ξέρει ότι χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί τίποτα, αλλά με τον Χριστό όλα είναι δυνατά.
Ο Άγιος Αντώνιος παρατηρούσε κάτι βαθύ. Ότι ο διάβολος δεν αντέχει τη χαρά του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος δοξάζει τον Θεό μέσα στις δυσκολίες τότε συντρίβει τα σχέδια του εχθρού. Ο διάβολος θέλει να βλέπει τον άνθρωπο λυπημένο, απελπισμένο, σκυθρωπό, γιατί  εκεί βρίσκει πρόσβαση. Αν όμως δει την ψυχή χαρούμενη και ευγνώμονα, ακόμη και όταν πονά, τρέμει και φεύγει. Ο Άγιος έλεγε στους μοναχούς του. Όταν ο νους σου είναι ταπεινός, ο διάβολος δεν μπορεί να σε πλησιάσει. Γιατί η ταπείνωση είναι πύρ που τον καίει. Όπως η υπερηφάνεια τον γέννησε, έτσι και η ταπείνωση τον εξουδετερώνει, γι' αυτό ο Άγιος Αντώνιος, με όλη του τη σοφία και τα χαρίσματα, θεωρούσε αυτόν αρχάριο στην γνώση του Θεού. Η ταπεινή ψυχή δεν προκαλεί, δεν φοβάται, δεν θυμώνει, αναπαύεται μέσα στη σιωπή του Θεού. Η χαρά του πιστού δεν είναι συναισθηματική ευφορία, αλλά καρπός της παρουσίας του πνεύματος. Όταν το πνεύμα κατοικεί μέσα μας, ο διάβολος δεν βρίσκει τόπο. Τότε ο άνθρωπος ζει την ελευθερία του Χριστού, που δεν εξαρτάται από τις συνθήκες, αλλά από τη χάρη.
Ο Άγιος Αντώνιος πολέμησε με ένα μόνο όπλο, την προσευχή. Δεν είχε όπλα ανθρώπινα, είχε το όνομα του Χριστού. Η προσευχή ήταν η ασπίδα του, το σπαθί του, το φως του. Όταν ο διάβολος τον πολιορκούσε, ο Άγιος ύψωνε τον νου του προς το Θεό και έλεγε «Κύριε, βοήθησέ με». Και τότε το σκοτάδι διαλυόταν. Η δύναμη της προσευχής δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στην πίστη και στη μετάνοια. Ο Αντώνιος δεν πολεμούσε με επιχειρήματα, αλλά με αγάπη προς το Χριστό. Όταν η καρδιά προσεύχεται, καμία δύναμη δεν μπορεί να την αιχμαλωτίσει. Ο διάβολος φοβάται τον άνθρωπο που προσεύχεται, γιατί η προσευχή φέρνει το Θεό παρόντα. Η νοερά προσευχή, το συνεχές «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» είναι η πύλη της ελευθερίας. Όποιος την κρατά με υπομονή, σιγά σιγά καθαρίζεται, φωτίζεται, ειρηνεύει, τότε καταλαβαίνει πως ο διάβολος είναι ανίσχυρος μπροστά στην απλότητα της καρδιάς που αγαπά.
Ο Άγιος Αντώνιος έζησε τη φράση του Αποστόλου Ιωάννη «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ο φόβος δεν νικιέται με σκέψεις, αλλά με αγάπη. Όσο περισσότερο αγαπούμε τον Χριστό, τόσο λιγότερο χωρά ο φόβος μέσα μας γιατί η αγάπη γεμίζει την καρδιά, δεν αφήνει χώρο για τρόμο ή ανασφάλεια. Η αγάπη είναι η τέλεια ελευθερία. Όποιος αγαπά το Θεό και τον πλησίον του, δεν μπορεί να είναι δούλος του διαβόλου. Ο διάβολος δεν γνωρίζει τι θα πει αγάπη, γι' αυτό και δεν μπορεί να την πολεμήσει. Μπορεί να πολεμήσει τη λογική μας, τα συναισθήματά μας, τις αδυναμίες μας. Αλλά όχι την αγάπη. Η αγάπη είναι η παρουσία του Θεού μέσα μας. Ο Άγιος Αντώνιος δεν μιλούσε για θεωρίες. Ζούσε μέσα στο πυρ της αγάπης. Η ειρήνη του προσώπου του, η δύναμη του λόγου του, η αφοβία του απέναντι σε κάθε πειρασμό, μαρτυρούσαν πως ο Χριστός κατοικούσε εντός του. Όταν τον ρωτούσαν πως έφτασε σε τέτοια αταραξία, απαντούσε, «Όταν η ψυχή γνωρίζει το Θεό, τίποτα δεν τη φοβίζει πια». Ο άνθρωπος της πίστης δεν παραλύει, προχωρά. Ο διάβολος θέλει να παραλύσουμε, να σταματήσουμε τον αγώνα, να πιστέψουμε πως δεν υπάρχει ελπίδα. Ο Χριστός όμως μας καλεί να προχωρήσουμε, να σταθούμε όρθιοι, να σηκώσουμε το σταυρό μας και να τον ακολουθήσουμε. Ο φόβος λέει, «Δεν μπορείς». Ο Χριστός λέει, «Μπορείς, γιατί εγώ είμαι μαζί σου». Ο Άγιος Αντώνιος έμαθε στους μαθητές του ότι κάθε πειρασμός, κάθε φόβος είναι ευκαιρία για νίκη. «Μη φεύγετε από τον αγώνα», έλεγε, «γιατί μέσα σε αυτόν γεννιέται η δύναμη». Ο φόβος είναι ψέμα, η χάρη είναι αλήθεια. Και η αλήθεια πάντα νικά. Ο άνθρωπος που πιστεύει, ακόμα κι αν πέσει, δεν απελπίζεται. Σηκώνεται, μετανοεί, συνεχίζει. Ο διάβολος χάνει όταν δεν καταφέρει να μας απελπίσει, γιατί τότε μένει μόνος με το ψέμα του. Εμείς όμως έχουμε τον Χριστό και Εκείνος είναι η ζωή.
Ο διάβολος φοβίζει, αλλά δεν έχει δύναμη. Ο Χριστός ελευθερώνει και η ελευθερία του είναι αιώνια. Ο Άγιος Αντώνιος μας δείχνει ότι ο φόβος είναι σκιά, ενώ η πίστη είναι φως. Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο δούλο. Η αγάπη τον κάνει παιδί Θεού. Ας θυμόμαστε πως ο διάβολος μπορεί να θορυβεί, να ψιθυρίζει, να πειράζει, αλλά δεν μπορεί να κυριεύσει την ψυχή που ζει ενωμένη με τον Χριστό. Η ψυχή αυτή είναι ελεύθερη, γαλήνια, άφοβη, γεμάτη ειρήνη και όταν έρθει η στιγμή του πειρασμού, ας θυμόμαστε τον λόγο του Αγίου Αντωνίου. Σηκώστε τον σταυρό σας και πείτε «Ο Κύριος είναι μαζί μου, ποιον θα φοβηθώ». Γιατί ο Χριστός, ο νικητής του θανάτου, είναι η μόνη αληθινή ελευθερία.
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025
ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ Ή ΠΑΠΙΣΜΟΣ;
Πράγματι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι μισαλλοδοξίας ἢ φανατισμοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ κέντρο τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Πάπα, ὡς Παπισμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κύκλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος Καθολικὴ ἢ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀρθός, καὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκε αὐτὸν ἡ αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἀναφερομένη στὸ τμῆμα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸ 1009 / 1014 ἢ 1054 ἀπεκόπησαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας 11.
Ὁ ἑτερόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα, δηλαδὴ τὴν Ὁλοκληρίαν, τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως διὰ τῆς ἀποδοχῆς πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται καὶ νὰ καλῆται Καθολικός.
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ποτέ, ὅτι στὴν Πατερικὴ Παράδοσι Καθολικότης σημαίνει Πληρότης (πληρότης Ἀληθείας καὶ Ζωῆς)· καὶ ἐπειδὴ ἡ Καθολικότης εἶναι συνώνυμος καὶ ταυτόσημος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀνέκαθεν ἡ αὐθεντικὴ καὶ γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὠνομάζετο Καθολικὴ12 σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδο-εκκλησίες13.
Ὁ σύγχρονός μας λοιπὸν μὴ Καθολικός, δηλαδὴ αἱρετικός, Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς διοικητικὸ κέντρο του τὸ Βατικανό, χαρακτηρίζεται ὡς Παπισμός, διότι ὡς θεμέλιό του ἔχει τὸν Παπικὸ Θεσμὸ (Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον), καὶ μάλιστα ὡς θεσμὸν θείου δικαίου καὶ ἑπομένως ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν σωτηρία.
Ἡ δογματοποίησις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀπὸ τὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο (1870)14 καὶ ἡ ἰσχυροποίησίς του ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴ (1962-1965)15 ἐπιβεβαιώνει ἀπόλυτα τὴν ἄποψι, ὅτι
● «ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν, τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»16. «Καμμία αἵρεσις», ἔγραφε πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία: τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων»17.
Τὴν χρῆσι τῆς ὁρολογίας αὐτῆς, ὡς ὀρθῆς καὶ ὀρθοδόξου, ἐπικροτοῦν καὶ δικαιολογοῦν ἄριστα ἀκόμη καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
● «Δὲν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδὴ εἶναι ἱστορικὰ ἀθεμελίωτος καὶ θεολογικὰ ἀνακριβής: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. ἡ ἀδιαίρετη Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται, ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, Καθολική, ἐπειδὴ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας.
Ἐπίσης, ἀφότου, τὸ 330, ἡ Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη ἔγινε πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος Ρωμαῖος ἢ Ρωμηὸς δήλωνε κάθε ὀρθόδοξο πολίτη της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φυλετικὴ καταγωγή του.
Ἔτσι, Ρωμαιο-Καθολικοὶ κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὡς Ρωμαῖοι-Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὡς Καθολικοί, δηλαδὴ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως.
Ἀπεναντίας, οἱ Παπικοί, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1009), δὲν εἶναι Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Φραγκολατίνοι.
Καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν καθολικότητα (δηλαδὴ τὴν πληρότητα) τῆς πίστεως, λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς σωρείας αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι Καθολικοί, ἀλλὰ αἱρετικοί. Μολαταῦτα, μετὰ τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αὐτοὺς τοὺς ὅρους.
Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τὸν 19ο αἰ. γνώριζαν καλά, ὅτι ΡωμαῖοςΡωμηὸς καὶ Καθολικὸς σημαίνει Ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως τοὺς ὀνόμαζαν Λατίνους, Παπιστὲς κ.ἄ.
Ἡ σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὁρολογία, δημιουργήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»18.
῾Υποσημειώσεις
11. Βλ. ἐνδεικτικῶς: [Πρωτοπρεσβυτέρου] π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†), «Ρωμαίϊκη καὶ Ἀντιρωμαίϊκη Ὁρολογία», στὸ Σύγχυση - Πρόκληση -Ἀφύπνιση / Φανατισμὸς ἢ Αὐτογνωσία; , σελ. 73-76, Ἀθήνα 1991.
12. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «Καθολικὴ» «καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ὀφείλοντα ἐλθεῖν δόγματα, περί τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων», «καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπετελουμένων, κεκτῆσθαι δὲ ἐν Αὐτῇ πᾶσαν ἰδέαν ὀνομαζομένης ἀρετῆς, ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις, καὶ πνευματικοῖς παντοίοις χαρίσμασιν». (PG τ.33, στλ. 1044ΑB, Κατήχησις ΙΗ´ Φωτιζομένων, § ΚΓ´).
13. Οἱ Κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὴν Μίαν καὶ Μοναδικὴν Ἐκκλησίαν, χαρακτηρίζονται ποικιλοτρόπως: «Τῶν δ᾿ αἱρέσεων αἱ μὲν ἀπὸ ὀνόματος [τοῦ αἱρεσιάρχου] προσαγορεύονται», «αἱ δὲ ἀπὸ τόπου», «αἱ δὲ ἀπὸ ἔθνους», «αἱ δὲ ἀπὸ δογμάτων ἰδιαζόντων», «αἱ δὲ ἀπὸ ὑποθέσεων», «αἱ δὲ ἀφ᾿ ὧν παρανόμως ἐπετήδευσάν τε καὶ ἐτόλμησαν». (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, PG τ.9, στλ. 552BC- 553A / Στρωματέων Λόγος Ἕβδομος, Caput XVIII ).
14. Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος ἐπὶ Πάπα Πίου Θ´ ὥρισε, μεταξὺ ἄλ- λων, καὶ τὰ ἑξῆς: ● «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ὁ µακάριος Πέτρος δὲν εἶναι ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου κατεστηµένος πάντων τῶν ἀποστόλων ἀρχὴ καὶ πάσης τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας ὁρατὴ κεφαλή· ἢ ὅτι οὗτος τιµῆς µόνον, οὐχὶ δὲ ἀληθοῦς καὶ πραγµατικῆς δικαιοδοσίας πρωτεῖον ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν καὶ ἀμέσως ἔλαβεν, ἀνάθεμα ἔστω»· «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι κατὰ διάταξιν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἢ θείῳ δικαίῳ, ἵνα ὁ µακάριος Πέτρος ἐν τῷ πρωτείῳ ὑπὲρ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἔχῃ συνεχεῖς διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφηξ δὲν εἶναι τοῦ µακαρίου Πέτρου ἐν τῷ πρωτείῳ τούτῳ διάδοχος, ἀνάθεμα ἔστω». ● «Διδάσκοµεν καὶ ὡς θεόθεν ἀποκεκαλυμμένον δόγµα ὁρίζομεν», «τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος αἱ ἀποφάσεις ἐξ ἑαυτῶν, οὐχὶ δὲ ἐκ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀτροποποίητοι. Ἐὰν δέ τις τολμᾶ νὰ ἀντείπῃ εἰς ταύτην τὴν ἡμετέραν ἀπόφασιν, ὅπερ ὁ Θεὸς ἀποστρέψεται, ἀνάθεμα ἔστω». (Παρὰ Π. Τρεµπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις µας, σελ. 30-32, Ἀθῆναι 1967).
15. Οἱ διατάξεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸ Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα, εἶναι κυρίως αὐτὲς ποὺ περιέχονται στὴν «Δογματικὴν Διάταξιν περὶ Ἐκκλησίας» / «Lumen Gentium» («Τὸ Φῶς τῶν Ἐθνῶν»). Βλ. ἰδίως: Κεφ. Γ´, Ἡ Ἱεραρχικὴ Δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων, §§ 18, 22, 25 - ἐνδεικτικῶς: ● «Τὸ δόγµα τοῦτο περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ρωμαίου ποντίφηκος καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ διδασκαλικοῦ του ἀξιώματος προβάλλει ἐκ νέου ἡ ἁγία Σύνοδος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἀντικείµενον βεβαίας πίστεως»· «ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ ἔχει ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του ὡς Βικαρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Ποιµένος πάσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐξουσίαν πλήρη, ὑπερτάτην καὶ καθολικήν, τὴν ὁποίαν δύναται πάντοτε νὰ ἀσκῇ ἐλευθέρως»· ● «αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἐκφέρει [ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ], δικαίως ἐλέχθησαν ἀναλλοίωτοι ἐξ ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ λόγῳ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας», «ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὡς πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαµένει [«καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ὁμιλῇ ἀπὸ καθέδρας»] εἰς µοναδικὸν βαθμὸν τὸ χάρισµα τοῦ ἀλαθήτου, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». ( Βλ. «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας (Φῶς τῶν Ἐθνῶν) τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ», ἔκδοσις «Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου», τ. 1, σελ. 36-62). ● Ἔχουμε προτιμήσει τὴν ἀπόδοσι στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα ἐξ ἄλλης πηγῆς.
16. Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη (†), Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α´, Κριτικὴ τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 147, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Τύπος», Ἀθῆναι 1969.
17. Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς (†), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 159, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969.
18. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, σελ. 1-2, Πρόλογος, ἔκδοση ζ´, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Δεκέμβριος 2021. (Βλ.https://imparaklitou.gr/index.php/el/psifiakakeimena/fylladia/o-papismos)
Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025
ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται ὅτι κάποιο πρωί, πλῆθος κόσμου συγκεντρώθηκε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τότε, ὁ Κύριός μας ἀνέβηκε στὸ πλοῖο ἑνὸς τῶν ψαράδων τῆς περιοχῆς, τοῦ Σίμωνος, τοῦ μετέπειτα Πέτρου, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς συνεργάτες του ξέμπλεκε τὰ δίχτυα ὕστερα ἀπὸ μία ἀποτυχημένη νυκτερινὴ ἁλιευτικὴ προσπάθεια, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριὰ γιὰ νὰ διδάξει ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ὄχλο. Μὲ τὸ πέρας τοῦ κηρύγματος, ὁ Χριστὸς παρότρυνε τὸν Πέτρο νὰ γυρίσει στὰ ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ρίξει μὲ τοὺς συνεργάτες του πάλι τὰ δίχτυα. Ὁ Πέτρος, ἔχοντας δεῖ τὴν εὐγένεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν σεβάσμια στάση Του, ἔχοντας ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὸ θεῖο κήρυγμά Του καὶ βιώσει τὴν Θεία Χάρη, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ἔριξε τὰ δίχτυα μὲ τοὺς συνεργάτες του καὶ ἔπιασαν τόσα ψάρια, ὥστε νὰ καλέσουν καὶ δεύτερο πλοῖο γιὰ τὴν μεταφορά. Μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, ὁ Πέτρος παρακάλεσε τὸν Χριστό: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, Κύριε», γιὰ νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χείλη τό: «Μὴν φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ψαρὰς ἀνθρώπων». Στὴν πρόσκληση αὐτή, τόσο ὁ Πέτρος, ὅσο καὶ ὁ ἀδερφός του, Ἀνδρέας, καὶ οἱ δύο γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀνταποκρίθηκαν θετικά. Ἄφησαν τὰ πάντα ἀμέσως καὶ ἔγιναν μαθητές Του καὶ ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Ἀρχικά, λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι πλήθη κόσμου διψοῦσαν νὰ ἀκοῦνε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτό, γιατὶ δίδασκε τὸν κόσμο ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ διότι ἡ διδασκαλία συνοδευόταν ἀπὸ τὸν ἅγιο τρόπο ζωῆς Του. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς εὐγένειας καὶ τῆς ταπείνωσης τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι ἐνῶ ἦταν Θεάνθρωπος, μεγάλος Διδάσκαλος, καὶ Πρόσωπο ξακουστὸ σὲ πολλούς, ἐντούτοις, μπαίνοντας στὸ πλοῖο τοῦ Πέτρου, ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ ψαρᾶ, δὲν τὸν διέταξε μὲ αὐταρχικότητα, ἀλλὰ τὸν παρακάλεσε, προκειμένου νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγο ἀπὸ τὴν προκυμαία. Αὐτὴ ἡ εὐγένεια καὶ ὁ σεβασμὸς στὸν πλησίον, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἰδιότητά μας, εἶναι ποὺ τὸν ὠθεῖ καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ σεβαστεῖ. Διαφορετικά, ἀποτύχαμε.
Ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ Πέτρου. Ὑπακοή… μία ἔννοια παρεξηγημένη, γιὰ ὅσους βέβαια συνηθίζουν νὰ παρεξηγοῦν. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τὴν θεωροῦν ὡς δουλικότητα, ὡς ἀνελευθερία, ὡς ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης καὶ κριτικῆς σκέψης. Δυστυχῶς, οἱ θέσεις τους κατέληξαν νὰ ἐπηρεάσουν καὶ ἀνθρώπους ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἀποτέλεσμα, νὰ ἔχουμε σήμερα Χριστιανούς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τὸν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, τὸν πνευματικὸ πατέρα, ἢ ἀκόμα καὶ τὸν Γέροντα ἢ τὴν Γερόντισσά τους, ἂν πρόκειται γιὰ Μοναχούς. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀρέσκονται νὰ ἀνεξαρτητοποιοῦνται, νὰ κάνουν τὸ θέλημά τους, νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἰδιοτέλειές τους καὶ νὰ σχηματίζουν τὶς παρεκκλησιαστικὲς ὀμάδες τους. Καὶ μετὰ πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς μόνο εἴμαστε οἱ ἀκραιφνεῖς Ὀρθόδοξοι καὶ ὅτι ἐμεῖς θὰ σώσουμε τὴν Ὀρθοδοξία! Πόσο μακριὰ εἴμαστε… Σήμερα ὁ Χριστός, πρὶν καλὰ καλὰ ἐκλέξει ὡς Ἀπόστολό του τὸν μέγα Πέτρο ἐξέτασε ἐὰν εἶναι τέκνο ὑπακοῆς. Τί ἀκριβῶς ἔκανε; Ἐνῶ τὸν εἶδε νὰ ξεμπλέκει τὰ δίχτυα, πράγμα ἰδιαίτερα περίπλοκο, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ βραδινὸ ἀποτυχημένο ψάρεμα, εἶπε στὸν ἐπαγγελματία ψαρά: «Νὰ πᾶς στὸ βάθος καὶ νὰ ρίξεις τὸ δίχτυ». Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέση τοῦ Πέτρου τί θὰ ἔλεγε; «Ἄσε μὲ ἥσυχο, ἄνθρωπέ μου. Ὅλη τὴν νύχτα ἐγὼ ὁ ἔμπειρος δὲν ἔπιασα τίποτα καὶ θὰ πιάσω τώρα ἀκούγοντας ἕναν ἄπειρο;». Ὁ Πέτρος, ὅμως, δὲν ἀπάντησε ἔτσι, ἀλλὰ εἶπε: «Κύριε, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔπιασα τίποτα ὅλο τὸ βράδυ, τώρα, ἐπειδὴ μοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Δεῖτε πόσο ἀνταμείφθηκε τὸ παιδὶ τῆς ὑπακοῆς: ἔπιασε τόσα ψάρια ὥστε νὰ φωνάξει καὶ δεύτερο πλοῖο, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ δυσκολευτοῦν νὰ μεταφέρουν τὸ φορτωμένο δίχτυ.
Ἑπομένως, μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος μέσῳ αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ ὅτι ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ τὴν ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Βεβαίως, ὄχι ὁποιαδήποτε ὑπακοή, ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι κάνουν ὑπακοή, διότι ἂν ὑπακοῦμε πατέρες ἀνυπότακτους, εἶναι σὰν νὰ ἐπιτρέπουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ μᾶς καθοδηγοῦν τυφλοί, μὲ τελικὸ προορισμὸ τὸν ψυχικό μας (καὶ τὸν σωματικὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις) θάνατο.
Μόλις ἐπέστρεψαν πίσω στὸ λιμάνι καὶ ξεφόρτωσαν τὸ δίχτυ, ὁ Πέτρος ἔκθαμβος πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ ἔχοντας συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν παρακάλεσε: «Κύριε, φύγε ἀπὸ κοντά μου, διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος». Γιὰ νὰ φτάσει ὁ Πέτρος στὸ σημεῖο νὰ κατανοήσει τόσο γρήγορα τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν ἐμπιστευθεῖ ἀπόλυτα, σημαίνει ὅτι εἶχε καθαρή, ἁγνὴ καρδιὰ καὶ συνείδηση. Σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ΄ ἡμῶν ποὺ ἀντὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε μὲ νηφαλιότητα τὰ καλὰ ἔργα τοῦ καθενός, βασιζόμαστε σὲ φῆμες καὶ σχηματίζουμε διαστρεβλωμένες, ψεύτικες εἰκόνες τὶς ὁποῖες φτάνουμε σὲ σημεῖο νὰ πιστεύουμε ὡς ἀληθινές.
Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο θαυμαστὴ ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ὁ Πέτρος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του. Ὁ Πέτρος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο μέχρι καὶ νὰ στέκεται κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς τοῦ προσέφερε τὸ μέγιστο ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἔκανε, δηλαδή, Ἀπόστολό Του ἕναν ἄνθρωπο ὄχι μὲ βάση τὶς περγαμηνὲς καὶ τὰ πτυχία του, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Ἔτσι, ὁ Σίμων κατάφερε νὰ γίνει Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας.
Βεβαίως, πολὺ σημαντικὸ τμῆμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἀποδοχὴ τῆς πρόσκλησης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἀποστόλους. Ὅλοι εἶχαν τὶς δουλειές, τὶς οἰκογένειες, τὰ σπίτια τους· ὅταν, ὅμως ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε «ἐλάτε», ἄφησαν ἀμέσως τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἂν ἄρχιζαν νὰ σκέφτονται: «καὶ τώρα τί θα τρώω, πού θὰ μένω, μήπως θὰ κρυώσω, μήπως δὲν θὰ ἀντέξω, μήπως δὲν θὰ εἶναι καλὸ νὰ ἀφήσω τοὺς γονεῖς μου καὶ νὰ φύγω;», κανένας δὲν θὰ γινόταν Ἀπόστολος Χριστοῦ.
Ἐν κατακλείδι, τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἂν πάντοτε ἔχουμε στὴ σκέψη μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὰ νοήματά του, θὰ βιώσουμε ὅλη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ κουραστοῦμε, οὔτε θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ ἀσκήσουμε τὴν ὑπακοή. Θὰ εἴμαστε πρόθυμοι, μὲ πνεῦμα θυσίας. Θὰ διψᾶμε νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ προσέχουμε τοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς μας. Δὲν θὰ θεωρήσουμε ποτὲ τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δίνει πλούσια τὴν εὐλογία Του, ὅπως τὴν ἔδωσε στοὺς γνήσιους Μαθητές Του.
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025
ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 2025 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι φιλοσοφία, οὔτε ἰδεολογία, ἀλλὰ καρδιακὸ βίωμα καὶ τρόπος ζωῆς. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνα ταξίδι μὲ ὁδηγὸ τὸν Χριστό. Γιὰ νὰ συμμετάσχουμε σὲ αὐτὸ τὸ ταξίδι, δὲν ἀπαιτοῦνται ἱκανότητες μεγαλύτερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁποῖες ὅλοι διαθέτουμε. Ὡστόσο, ὑπάρχουν δύο ἀπαραίτητες προϋποθέσεις: νὰ θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό μας καὶ νὰ σηκώσουμε μὲ προθυμία τὸν Σταυρό μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς λέει ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετὰ τὴν κοσμοχαρμόσυνη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ: «ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, (πρῶτα) νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό του καὶ (τότε) νὰ μὲ ἀκολουθήσει».
Πραγματικά, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι Χριστιανός, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀνήκει στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, στὸ πνευματικὸ στρατόπεδο καὶ στὴν μεγάλη οἰκογένεια ποὺ λέγεται «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πρέπει νὰ εἶναι πολὺ συνειδητοποιημένος καὶ ἀποφασισμένος. Ἀποφασισμένος γιατί; Γιὰ νὰ ἀφήσει πίσω του τὸ ἐγωιστικὸ «θέλω». Ἀκούγεται ἴσως ξένο ἢ σκληρὸ αὐτὸ γιὰ κάποιους, ἀλλὰ σκεφτεῖτε τὸ διαφορετικά.
Σκεφτεῖτε ἕναν στρατιώτη κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς μάχης νὰ προβάλλει τὸ θέλημά του ἐνάντια στὶς ἐντολὲς τοῦ ἔμπειρου καὶ σοφοῦ στρατηγοῦ. Ὁ στρατιώτης αὐτὸς καὶ τὴν ζωή του θὰ χάσει καὶ κακὸ στὸ στράτευμα θὰ προκαλέσει.
Κατανοοῦμε, ἔτσι, γιατὶ ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ τὸ Θέλημά Του.
Τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστός; Τί διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο; «Ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς, καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἔμπρακτα. Καταδέχθηκε νὰ φορέσει τὸ ἔνδυμά μας, τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ πάνω στὸν Σταυρό· θυσιάσθηκε γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς. Ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε Θεία Λειτουργία θυσιάζεται καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Πανάχραντον Σῶμα Του καὶ τὸ Πανάσπιλον Αἵμα Του.
Ἐφόσον, λοιπόν, εἶναι Θεὸς τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς, ἔτσι πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς. Ἡ προσφορά, ἡ δοτικότητα καὶ ἡ θυσία δὲν περιορίζεται μόνο στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Δὲν προσφέρουμε στὸν συνάνθρωπο μόνο δίνοντάς του ἕνα κομμάτι ψωμί, οὔτε -στὴν χειρότερη περίπτωση- δίνοντας ἕνα ροῦχο τὸ ὁποῖο πάλιωσε καὶ δὲν τὸ χρειαζόμαστε πλέον. Προσφέρουμε καὶ μὲ δύο καλὰ λόγια ποὺ θὰ ἀφήσουμε νὰ βγοῦν ἀπ΄ τὴν καρδιά μας, δύο λόγια παρηγοριᾶς καὶ στήριξης. Προσφέρουμε καὶ ὅταν διαθέσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ βοηθήσουμε ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη.
Ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία εἶναι Σταυρός. Καὶ βέβαια αὐτὸ ἰσχύει τόσο γιὰ τοὺς λαϊκούς, ὅσο καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ρασοφόρους. Τὸ ὅτι φορέσαμε τὸ τιμημένο ράσο δὲν σημαίνει ὅτι αὐτομάτως θυσιασθήκαμε. Ἂν φορέσαμε τὸ ράσο καὶ κοιτᾶμε πρῶτα τὰ τοῦ οἴκου μας καὶ μετὰ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τὴ θέση μας, διότι, διαφορετικά, δὲν θὰ ἐπιτύχουμε.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι χάραξαν τὴν πορεία. Ἀνταποκρίθηκαν πλήρως στὸν εὐαγγελικὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἀπαρνήθηκαν ὄχι μόνο τοὺς ἑαυτούς τους, ἀλλὰ καὶ τὶς οἰκογένειές τους, σήκωσαν τὸν Σταυρό τους, τὸν Σταυρὸ τῆς θυσίας, τῆς κούρασης, τῶν κινδύνων, καὶ Τὸν ἀκολούθησαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σαγηνεύσουν ὅλη τὴν οἰκουμένη. Καὶ ἀφοῦ σαγήνευσαν τὴν οἰκουμένη, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο -πλὴν τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου- μαρτύρησαν, καθὼς ἦταν ἀπόλυτα βέβαιοι ὅτι μετὰ τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μᾶς καλεῖ νὰ σηκώσουμε τὸν Σταυρό μας, ἀλλὰ μᾶς δίνει καὶ τὴν δύναμη νὰ τὸν σηκώσουμε. Κανενὸς ὁ Σταυρὸς δὲν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις του καὶ αὐτὸ διότι ὁ Θεὸς μᾶς στηρίζει ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ δύσκολες στιγμές: «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει». Καὶ τὸ ὅτι τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴν κοίμησή μας, ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ἐπαναλαμβάνεται στὴ ζωή μας. Αὐτὴ ἡ Ἀνάσταση φέρνει στὴν ψυχὴ τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγαλλίασης.
Δεῖγμα αὐτῆς τῆς Ἀνάστασης ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Σταύρωση, ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἑορτὴ ποὺ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἐνθυμεῖται καὶ τιμᾶ: ἡ ἑορτὴ τῆς Γ΄ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν οὐρανό, ἡ ὁποία συνέβη κατὰ τὴν διάρκεια Ἀγρυπνίας πρὸς τιμὴν τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μὲ τὸ πάτριο ἑορτολόγιο τὸ ἔτος 1925 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Ὑμηττοῦ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στήριξε τοὺς εὐσεβεῖς Ὀρθοδόξους νὰ παραμείνουν στὴν παράδοση τῶν Πατέρων.
Ἔτσι ὅπως φάνηκε ὁλοφώτεινος ὁ Τίμιος Σταυρός, ἔτσι ὁλοφώτεινοι πρέπει νὰ εἴμαστε κὶ ἐμεῖς. Κὶ ἂν δὲν εἴμαστε, νὰ γίνουμε! Νὰ γίνουμε Φῶς Χριστοῦ. Μόνο ἂν ἔχουμε φῶς μέσα μας, θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ μεταδώσουμε πρὸς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, εἰς τοὺς ἀιώνας. Ἀμήν!
Εὔχομαι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας νὰ εἶναι πάντοτε γιὰ ἐμᾶς ὁ φάρος ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγεῖ τὴν πορεία μας πρὸς τὸν Οὐρανό, μέσα ἀπὸ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση.
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025
Η μνησικακία είναι η σφραγίδα του Αντιχρίστου και η καρδιά του μνησίκακου είναι σφραγισμένη με αυτή τη σφραγίδα του Αντιχρίστου (Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης)
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025
Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΜΠΑΘΕΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ (Ἅγιος Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
Ἡ μάχη μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς

Ἅγιος Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
Τὴν περασμένη φορὰ σοῦ περιέγραψα τὴν ὅλη διαδικασία τῆς μεταβάσεως ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λογισμὸ στὴν ἐμπαθῆ ἐπιθυμία κι ἀπὸ ἐκεῖ στὴν ἐφάμαρτη πράξη. Ὅμως, τὰ πράγματα δὲν ἐξελίσσονται πάντα τόσο ἀργά, ὅσο φάνηκε ἀπὸ τὴν περιγραφή μου. Συχνά, ἂν ὄχι τὶς περισσότερες φορές, ὅλες οἱ φάσεις διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη ἀστραπιαία. Ἔτσι, πρὶν καλά-καλὰ προλάβει νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ λογισμός, τελεῖται ἡ πράξη. Αὐτὸ συμβαίνει κατ’ ἐξοχὴν στὴν περίπτωση τοῦ προφορικοῦ λόγου. Δὲν μπορεῖς, ἀλλὰ καὶ δὲν χρειάζεται, ν’ ἀναλύεις ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπρόβλεπτα καὶ ἀλλεπάλληλα περιστατικά. Κάνε μόνο τοῦτο: Ὅταν ἀντιλαμβάνεσαι μιὰν ἐμπαθῆ κίνηση, νὰ στρέφεσαι ἀμέσως ἐναντίον της μὲ ὅπλο τὸν θυμό. Πῶς θ’ ἀντιδράσεις, ἂν ἕνας κακοποιὸς σοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ σὲ χτυπήσει; Θὰ τοῦ ἀνταποδώσεις τὸ χτύπημα μ’ ὅλη σου τὴ δύναμη. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ν’ ἀντιδρᾶς, ὅταν σοῦ ἐπιτίθεται ἕνας κακὸς λογισμός: Νὰ τὸν χτυπᾶς μὲ θυμό. Βέβαια, ὅπως ὁ κακοποιὸς δὲν τὸ βάζει πάντα στὰ πόδια μόλις τὸν χτυπήσεις, ἔτσι καὶ ὁ λογισμὸς δὲν φεύγει πάντα μόλις θυμώσεις. Κι αὐτό, γιατί στὸν πόλεμο τῶν λογισμῶν ἐμπλέκονται συχνὰ καὶ οἱ δαίμονες, πού, ὅπως ξέρεις, εἶναι πείσμονες καὶ ἀνυποχώρητοι. Ὅσο κι ἂν θυμώνεις μαζί τους, δὲν κάνουν πίσω. Χρειάζεται, λοιπόν, πέρα ἀπὸ τὸν θυμό, νὰ χρησιμοποιήσεις κι ἕνα ἄλλο ὅπλο ἐναντίον τους. Ποιό εἶν’ αὐτό;
Γιὰ πές μου, τί κάνει τὸ θῦμα τῆς ἐπιθέσεως ἑνὸς κακοποιοῦ, ἂν δὲν κατορθώσει νὰ τὸν τρέψει σὲ φυγὴ μὲ χτυπήματα; Καλεῖ σὲ βοήθεια. Τότε τὰ ὄργανα τῆς τάξεως ἀνταποκρίνονται στὸ κάλεσμά του, τρέχουν καὶ τὸν σώζουν. Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται καὶ στὸν πόλεμο μὲ τὰ πάθη. Θὰ θυμώνεις ἐναντίον τους ἀλλὰ καὶ θὰ ζητᾶς τὴν θεία βοήθεια: «Κύριε, βοήθησέ με! Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, σῶσε με!». «Θεέ μου, ἄκουσέ με καὶ στεῖλε μου τὴν βοήθειά σου! Κύριε, μὴν ἀργήσεις νὰ μὲ βοηθήσεις!» (Ψάλμ. 69:2).
Ὅταν προσφεύγεις στὸν Κύριο, μὴν κοιτᾶς τί γίνεται μέσα σου. Κράτα τὴν προσοχή σου προσηλωμένη σ’ Ἐκεῖνον καὶ ἱκέτευέ Τον γιὰ βοήθεια. Μὲ τ’ ὄνομά Του μαστίγωνε τὸν ἐχθρό, ὅπως λέει ἕνας ἅγιος (ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ , Κ΄, στ΄). Γιατί, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός, «ὁ Κύριος εἶναι κοντὰ σ’ ὅλους ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ εἰλικρίνεια. Τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του τὰ ἐκπληρώνει. Ἀκούει τὴν δέησή τους καὶ τοὺς σώζει» (Ψάλμ. 144: 18-19). Ὁ Ἴδιος ὑπόσχεται, σ’ ὅποιον Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ ἐλπίδα τὴν ὥρα τῆς ἀνάγκης του: «Θὰ τὸν σώσω, ἐπειδὴ ἐλπίζει σ’ ἐμένα. Θὰ τὸν προστατέψω, ἐπειδὴ γνωρίζει ποιός εἶμαι. Θὰ μοῦ κραυγάσει καὶ θὰ τοῦ ἀποκριθῶ. Μαζί του εἶμαι στὴν θλίψη του. Θὰ τὸν λυτρώσω καὶ θὰ τὸν δοξάσω» (Ψάλμ. 90: 14-14). Μὲ τὸν θυμό, λοιπόν, καὶ μὲ τὴν προσευχὴ θ’ ἀντιμετωπίζεις πάντοτε ἀποτελεσματικὰ τὰ πάθη ποὺ σὲ πολεμοῦν.
Μπορεῖς, πέρα ἀπ’ αὐτά, νὰ κάνεις καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ μᾶς συστήνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες: Μόλις ἀντιλαμβάνεσαι τὴν κίνηση κάποιου πάθους στὴν ψυχή σου, ν’ ἀποκαλύπτεις -ἢ μᾶλλον νὰ ὑπενθυμίζεις- στὸν ἑαυτό σου τὴν αἰσχρότητά του. Ἂν σὲ προσβάλει, π.χ. ἕνας λογισμὸς ὑπερηφάνειας, ἄρχισε νὰ λὲς μέσα σου: “Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι βδελυκτή. Δὲν ντρέπεσαι, ἐνῶ εἶσαι χῶμα καὶ στάχτη, καὶ φουσκώνεις ἀπὸ ἔπαρση; Συλλογίσου τὶς ἁμαρτίες σου…” καὶ ἄλλα παρόμοια. Θὰ ἐξουδετερώνεις, δηλαδή, τὸν λογισμὸ μὲ τὴν ἐπινόηση σκέψεων ποὺ καταστέλλουν τὴν ὑπερηφάνεια. Πολλὲς φορές, πάντως, ἡ μέθοδος αὐτὴ ἡ ἀντιρρητική, ὅπως λέγεται, ἀποδεικνύεται ἀναποτελεσματική. Ἀκόμα καὶ ὅταν κατανοοῦμε τὴν αἰσχρότητα τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ, τὸν διατηροῦμε στὸ νοῦ μας τόσο, ὅσο τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ μολύνει τὴν ψυχή μας, ξεσηκώνοντας τὸ συναίσθημα καὶ ξυπνῶντας τὴν ἐπιθυμία. Πιὸ ἀποτελεσματικὴ εἶναι ἡ μέθοδος τῆς ἄμεσης προσφυγῆς στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δὲν ἐμπλεκόμαστε σὲ φραστικὸ πόλεμο μὲ τὸ πάθος, ἀλλὰ ἐπικαλούμαστε τὸν Κύριο μὲ φόβο, εὐλάβεια, ἐλπίδα καὶ πίστη, ὁ λογισμὸς φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ. Σὲ νοῦ, βλέπεις, προσηλωμένο στὸν Κύριο, ἐμπαθὴς λογισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ. Ἄν, μάλιστα, αὐτὸς ἔχει ὑποβληθεῖ ἀπὸ τὸν νοητὸ ἐχθρό, μόνο μὲ τὴν ἐπίκληση καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μπορεῖς νὰ τὸν ἀποδιώξεις. Γιατί κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Χαρακτηριστικὴ καὶ διδακτικὴ εἶναι ἡ ἀκόλουθη ἱστορία: Κάποιος γέροντας ἡσύχαζε στὴν ἔρημο. Μιὰ μέρα τοῦ ἐπιτέθηκαν οἱ δαίμονες. Τὸν ἅρπαξαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν σέρνουν βίαια, πασχίζοντας νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ὁ ἀσκητὴς ἀντιστεκόταν μ’ ὅλη του τὴν δύναμη ἀλλὰ μάταια. Σὲ λίγο τὸν εἶχαν τραβήξει ὡς τὴν πόρτα. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὸν ἔβγαζαν ἔξω. Τότε ἐκεῖνος, μπροστὰ στὸν ἔσχατο κίνδυνο, κραύγασε ἱκετευτικά: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Βοήθησέ με!”. Ἀμέσως ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε καὶ ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς δαίμονες. Ὕστερα γύρισε στὸν γέροντα καὶ εἶπε: “Δὲν σὲ ἐγκατέλειψα ἀλλά, ἐπειδὴ προσπαθοῦσες νὰ τὰ βγάλεις πέρα μὲ τοὺς δαίμονες μόνος σου, χωρὶς νὰ μὲ ἐπικαλεστεῖς, γι’ αὐτὸ δὲν ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω. Ζῆτα τὴν βοήθειά μου καὶ παντοτινὰ θὰ τὴν ἔχεις!”.
Τὸ παραπάνω περιστατικὸ ἦταν ἕνα μάθημα γιὰ τὸν ἀσκητή, ὅπως εἶναι καὶ γιὰ ὅλους μας. Ἀντὶ νὰ λογομαχεῖς, λοιπὸν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, καλύτερα εἶναι νὰ καταφεύγεις στὸν Κύριο μὲ τὴν προσευχή. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐνεργοῦν ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται μὲ φρόνηση ἐναντίον τῶν παθῶν. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς ἔλεγε: «Μοιάζω μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δέντρο καὶ βλέπει νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος του πολλὰ θηρία καὶ φίδια. Καὶ ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει, σκαρφαλώνει γρήγορα στὸ δέντρο καὶ γλυτώνει. Ἔτσι κι ἐγώ. Κάθομαι στὸ κελλί μου καὶ βλέπω τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς νὰ μοῦ ἐπιτίθενται. Καὶ ὅταν δὲν μπορῶ νὰ τὰ βάλω μαζί τους, καταφεύγω στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ γλυτώνω ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ» (Ἀποφθέγματα Πατέρων, Ἰωάννης ὁ Κολοβός , ιβ΄).
Σοῦ ἔγραψα παλαιότερα, ὅπως θὰ θυμᾶσαι, νὰ προσεύχεσαι μὲ τὸ νοῦ στὴν καρδιά. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι πρέπει νὰ συμμαζέψεις τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴν διάχυσή του στὸν περιβάλλοντα κόσμο, διάχυση ποὺ συντελεῖται μὲ τὶς αἰσθήσεις, νὰ τὸν κατεβάσεις στὴν καρδιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσεις μὲ τὴν προσευχὴ στὸν Θεό. Ἂν ὁ νοῦς μας, παραμένοντας στὴν καρδιά, ἦταν ἀκατάπαυστα προσηλωμένος στὸν Κύριο μὲ φόβο, εὐλάβεια καὶ πίστη, ποτὲ δὲν θὰ κινδυνεύαμε ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, συναισθήματα καὶ ἐπιθυμίες. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ νοῦς μας ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸν Κύριο, βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ μέσῳ τῶν αἰσθήσεων περιπλανιέται πέρα-δῶθε. Εἰσβάλλουν τότε οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί, ποὺ ξυπνοῦν τὰ ἀντίστοιχα συναισθήματα καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Νὰ ὁ πόλεμος! Ποιός μᾶς φταίει; Ὁ ἑαυτός μας, κανένας ἄλλος. Ἂν δὲν ἀφήναμε τὸ νοῦ νὰ ξεφύγει καὶ νὰ περιπλανηθεῖ, θ’ ἀποφεύγαμε τὸν πόλεμο. Ἀλλὰ ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε. Ἔστω καὶ ὄψιμα, ἂς καταφύγουμε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ στὸν Κύριο καὶ ἂς Τὸν καλέσουμε σὲ βοήθεια.
Καὶ ἡ ἀκόλουθη διδακτικὴ παραβολὴ ἀνήκει στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ (ο.π., ιστ΄):
Σὲ κάποια πόλη ζοῦσε μιὰ ὄμορφη πόρνη, ποὺ εἶχε πολλοὺς φίλους. Πηγαίνει, λοιπόν, σ’ αὐτὴν ἕνας ἄρχοντας καὶ τῆς λέει: “Δῶσ’ μου τὸν λόγο σου, ὅτι θ’ ἀφήσεις τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, καὶ σὲ παίρνω γυναῖκα μου”. Ἐκείνη συμφώνησε καὶ ὁ ἄρχοντας τὴν πῆρε στὸ σπίτι του. Οἱ φίλοι της ἄρχισαν νὰ τὴν ἀναζητοῦν. Ὅταν ἔμαθαν ποῦ ἦταν, εἶπαν μεταξύ τους: “Πρέπει νὰ τὴν ξαναφέρουμε κοντά μας. Ἂν ὅμως ἐμφανιστοῦμε στὸ σπίτι, ὁ ἄρχοντας θὰ μᾶς δεῖ καὶ θὰ μᾶς κάνει κακό. Ἂς πᾶμε, λοιπόν, πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἂς τῆς σφυρίξουμε συνθηματικά. Αὐτὴ θὰ καταλάβει πὼς εἴμαστε ἐμεῖς καὶ θὰ κατέβει. Ἔτσι κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήσει”. Πραγματικά, ἡ γυναῖκα ἄκουσε τὸ σφύριγμα καὶ κατάλαβε ποιοί ἦταν. Ἀμέσως, ὅμως, βούλωσε τ’ αὐτιά της καὶ ὅρμησε στὸν ἐσωτερικὸ κοιτῶνα, κλείνοντας πίσω της τὶς πόρτες. Ἡ πόρνη συμβολίζει τὴν ψυχή. Οἱ φίλοι της εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ὁ ἄρχοντας εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἐσωτερικὸς κοιτῶνας εἶναι ἡ αἰώνια κατοικία τῆς ψυχῆς. Αὐτοὶ ποὺ σφυρίζουν στὴν ψυχὴ εἶναι οἱ πονηροὶ δαίμονες. Καὶ τὰ σφυρίγματα εἶναι οἱ παρορμήσεις τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, συναισθημάτων καὶ ἐπιθυμιῶν. Μὰ ἡ ψυχή τοὺς ξεφεύγει, καταφεύγοντας πάντα στὸν Κύριο.
Νὰ θυμᾶσαι αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ νὰ ἐνεργεῖς σύμφωνα μ’ ὅσα ἀλληγορικὰ σὲ διδάσκει. Θὰ δεῖς πόσο γρήγορα θ’ ἀποκαθίσταται ἔτσι μέσα σου ἡ εἰρήνη, ὅταν διαταράσσεται ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν παθῶν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου!
(Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς – Γράμματα σὲ μιὰ ψυχή, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου,
Ἱστότοπος Ἁγίας Ζώνης, Ψηφιακὴ Βιβλιοθήκη, 21/09/2025)



