† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

«Οὐδέποτε διά μεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη»*


Τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ᾿Επισκόπου ᾿Εφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ 


᾿Ενδοξότατε, σοφώτατε, λογικώτατε καί ποθεινότατε εἰς ἐμέ ἀδελφέ καί πνευματικέ μου υἱέ, κύριε Γεώργιε, εὔχομαι πρός τόν Θεόν νά εἶσαι ὑγιής ψυχικῶς καί σωματικῶς καί σέ ὅλα νά ἔχεις καλῶς. Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ εἶμαι ἀρκετά καλά κατά τήν ὑγεία τοῦ σώματος.


῞Οση χαρά μᾶς γέμισες, ὅταν τάχθηκες μέ τήν ὀρθή πίστη καί τό εὐσεβές καί πάτριο φρόνημα, καί ὑποστήριξες τήν ἀλήθεια, πού οἱ ἄδικοι κριτές καταδίκασαν, τόση -ἀπεναντίας- λύπη καί κατήφεια μᾶς κυρίευσε, ὅταν ἀκούσαμε τήν μεταβολή σου καί πάλι τά ἀντίθετα νά φρονεῖς καί νά λέγεις, καί νά συντρέχεις τούς κακούς οἰκονόμους μέ τήν θεωρία τῆς «μεσότητας» καί τῆς «οἰκονομίας». Εἶναι ἄραγε καλές αὐτές οἱ θεωρίες καί ἄξιες μιᾶς ψυχῆς ποῦ φιλοσοφεῖ;

Καί ἐνῷ ἐγώ σκεπτόμουν νά σοῦ πλέξω τό ἐγκώμιο καί εἶχα κατά νοῦ τόν μέγα Γρηγόριο τόν τῆς Θεολογίας ἐπώνυμο, ὁ ὁποῖος ἐπαινοῦσε κάποιον φιλόσοφο ῎Ηρωνα λεγόμενο, ἀντιστεκόμενο στήν πλάνη τῶν ᾿Αρειανῶν μέ τά λόγια ὅτι ἀφοῦ μέ μαστίγιο καταξεσχίσθηκε τό σῶμα του, πῆγε στήν ἐξορία. Σύ ὅμως δίχως οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου λυπηροῦ πεῖρα νά ἀποκτήσεις, μόνον μέ ἀπειλές, ἀπ' ὅτι φαίνεται, πτοήθηκες καί ἔτσι εὔκολα ἀμέσως ἐπρόδωσες τήν ἀλήθεια. «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ καί τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τήν θυγατέρα Σιών» τήν τοῦ φιλοσόφου (ἐννοῶ) ψυχή «(ἶ)ιπιζομένην καί μεταφοερομένην, ὡς χνοῦς ἀπό ἅλωνος θερινῆς». ᾿Αλλά θά πεῖς ἴσως, ὅτι δέν πῆγες στήν ἀντίθετη πλευρά, ἀλλά ὅτι σέ μιά μέση κατάσταση καί κάποια «οἰκονομία» ἀποβλέπεις. Οὐδέποτε μέ τίς μέσες καταστάσεις, ἄνθρωπέ μου, διορθώθηκαν τά ἐκκλησιαστικά. Δέν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους. ᾿Αλλά, ὅπως ὅποιος φεύγει ἀπό τό φῶς, στό σκοτάδι -κατ' ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καί αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν ἀλήθεια στό ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θά λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά μέση κατάσταση μεταξύ φωτός καί σκότους, αὐτό πού καλεῖται λυκαυγές ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους δέν θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει κανείς ὅσο πολύ καί ἄν κοπιάσει.

῎Ακουσε πῶς «ἐγκωμιάζει» τήν Σύνοδο πού εἰσηγεῖται τήν μέση κατάσταση ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος. «᾿Εκείνη ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ, εἴτε Πύργος τῆς Χαλάνης (τῆς Βαβέλ) στόν ὁποῖο ὁ Θεός καλῶς προκάλεσε τήν σύγχυση τῶν γλωσσῶν (ὅπως καί ἔπρεπε, διότι ἡ συμφωνία ἦταν γιά κακό), εἴτε τό Συνέδριο τοῦ Καϊάφα, πού κατέκρινε τόν Χριστό, εἴτε κάτι παρόμοιο. Διότι αὐτή τά πάντα ἀνέτρεψε καί συνέχεε. Τό μέν εὐσεβές καί παλαιό δόγμα γιά τό ὁμότιμον τῆς ῾Αγίας Τριάδος κατέλυσε, προσπαθῶντας μέ διάφορα τεχνάσματα νά γκρεμίσει τό ὁμοούσιον, πρός δέ τήν ἀσέβεια ἄνοιξε τήν θύρα μέ τήν μεσότητα τῆς διατυπώσεως. Διότι ἔγιναν σοφοί γιά νά πράττουν τά κακά ἐνῷ τό νά πράττουν τά καλά δέν ἐγνώρισαν". ᾿Αλλά δέν ταιριάζουν αὐτά καί γιά τήν δική μας τωρινή Σύνοδο1; Καί πολύ μάλιστα, ἐγώ θά ἔλεγα. ᾿Αλλά, ὅσο δέν ἦταν καί τόσο πρόθυμη νά μεταχειρισθεῖ τήν μεσότητα καί τήν διπλόη τόσο ἐμποδιζόταν ἀπό τούς μισθοδότες (Λατίνους). Γι' αὐτό καί φανερά τήν βλασφημία ἐξέφρασε κατά τίς προσδοκίες ἐκείνων. Μᾶλλον, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης «᾿Ωά ἀσπίδων ἔρρηξαν καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνουσι». Καί ὄντως, ἱστός ἀράχνης εἶναι ὁ ὅρος πού αὐτοί συνέθεσαν καί ὀνόμασαν. ῞Ας μή μᾶς ἐξαπατοῦν λοιπόν μέ τήν υἱοθέτηση τῆς μεσότητας καί τῆς διπλόης. Καϊαφαϊκό Συνέδριο εἶναι, ὅσο ἡ ἕνωση πού ἔκαναν τήν ᾿Εκκλησία ἐπισκιάζει.

Μέχρι πότε, ἀγαπητέ, θά ἀπασχολεῖς στά μάταια τό εὐγενικό καί φιλότιμο τῆς ψυχῆς σου; Μέχρι πότε θά ζεῖς στά ὄνειρα, καί πότε ἐσύ θά ἐπιδιώξεις τήν ἀλήθεια μέ τόν πρέποντα ζῆλο; Φεῦγε ἀπό τήν Αἴγυπτο δίχως ἐπιστροφή. Φεῦγε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορα. Πήγαινε πρός τό ῎Ορος νά σωθεῖς καί νά μή συμπεριληφθεῖς στήν καταστροφή. ᾿Αλλά σέ ἔχει κυριεύσει ἡ κενοδοξία καί ὁ ψευδώνυμος πλοῦτος, καί τά κομψά καί ἀνθοστόλιστα ἐνδύματα καί τά ὑπόλοιπα πού συνθέτουν τήν κοσμική εὐημερία. ᾿Αλοίμονο στήν ἀφιλόσοφο διάνοια τοῦ φιλοσόφου! ᾿Αναλογίσου αὐτούς πού πρίν ἀπό ἐσέ ἀσχολήθηκαν μέ αὐτά πού σύ θεωρεῖς σημαντικά.

Αὔριο καί ἐσύ θά κατεβεῖς στόν ῞Αδη, ἀφήνοντας τά πάντα πίσω σου ἐπάνω στή γῆ. Καί τότε θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος μέ πολλή ἀκρίβεια γιά τά ὅσα ἔπραξες ἐν ζωῇ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό τήν ψευδώνυμη Σύνοδο θά ζητηθεῖ τό αἷμα τῶν χαμένων ψυχῶν πού σκαναλίσθηκαν ὡς πρός τήν πίστη αὐτῶν πού δέχθηκαν στίς ψυχές τους τήν ἀφόρητη καί ἀσυγχώρητη βλασφημία κατά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί νά ἀναφέρουν τήν ὕπαρξή Του σέ δύο ἀρχές (ἐνν. τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε), αὐτῶν πού ὑποτάχθηκαν στά λατινικά ἄθεσμα καί καταγέλαστα ἔθη, καί ἕλκυσαν τίς ἀρές καί τά ἀναθέματα ἐπάνω στά κεφάλια τους ἐξαιτίας τῆς καινοτομίας στά θέματα τῆς πίστεως.

᾿Αλλά, δῆθεν, γιά τήν σωτηρία καί προκοπή τοῦ γένους ἔγινε ἡ ἕνωση ἀπό αὐτούς. Δέν βλέπεις, τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ (τούς Τούρκους) πῶς φεύγουν, καί ἕνας δικός μας νά διώκει χιλίους καί νά τρέπει σέ ὑποχώρηση εἴκοσι χιλιάδες; Καί ὅμως, ἀκριβῶς τό ἀντίθετο βλέπουμε. Διότι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομεῖ» τήν ἐξουσία μας «εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»· ἐάν μή Κύριος φυλάξη τήν πολη μας «εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ διά τῶν χρυσίων τοῦ Πάπα ταύτην φυλάσσοντες».

᾿Αλλά, ἔλα λοιπόν, σύνελθε καί «ἄφες τούς νεκρούς θάπτειν τούς ἑαυτούς νεκρούς». ῎Αφησε «τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» καί δώσε στόν Θεό τήν ψυχή πού κτίσθηκε καί στολίσθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον. Κατάλαβε τό χρέος σου πρός Αὐτόν καί δώσε τά ὀφειλόμενα.

Ναί, σέ παρακαλῶ, φίλτατε καί σοφώτατε, κάνε νά χαρῶ μέ τήν ἐπιστροφή σου καί νά δοξάσω τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἄς σέ διαφυλάττει ἀπό κάθε κακό πού μπορεῖ νά σοῦ τύχει.

῾Ο ταπεινός Μητροπολίτης 
᾿Εφέσου καί πάσης ᾿Ασίας
Μάρκος




῾Η ᾿Επιστολή ἀπευθύνεται στόν Γεώργιον τόν Σχολάριον τόν μετέπειτα γενόμενο Μοναχό Γεννάδιο καί πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση. ῾Ο Γεώργιος Σχολάριος ἦταν κάτοχος τῆς Φιλοσοφίας, ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. ᾿Αρχικῶς εἶχε δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. ῎Επειτα, πείσθηκε ἀπό τόν ῞Αγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό καί ἔγινε ἀνθενωτικός καί διαδέχθηκε τόν ῞Αγιο Μάρκο στήν ἡγεσία τῆς ἀνθενωτικῆς μερίδος.

Πρόκειται γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση στούς σύγχρονους κήρυκες τῆς «μεσότητος», δηλαδή τῆς θεωρίας ὅτι δέν πρέπει νά εἴμεθα οὔτε οἰκουμενιστές, οὔτε ζηλωτές ἀλλά νά βαδίζουμε τήν «μέση καί βασιλική ὁδό» μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους!

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥΣ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΤΟΥ (328-373)

(ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)


1.      Παρά την καταδίκη του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) η αίρεση του με διάφορες μορφές και παραλλαγές βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί μέσα στην Εκκλησία και αρκετοί Επίσκοποι έγιναν φορείς της, χωρίς όμως να παραδέχονται ότι ακολουθούν τον Άρειο («Ἡμεῖς οὕτε ἀκόλουθοι Ἀρείου γεγόναμενˑ πῶς γὰρ Ἐπίσκοποι ὅντες, ἀκολουθήσωμεν Πρεσβυτέρῳ; Οὕτε ἅλλην τινὰ πίστιν παρὰ τὴν ἑξ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ἐδεξάμεθα», P.G. 26, 720). Όλοι αυτοί οι λεγόμενοι Αρειανόφρονες Επίσκοποι (με τις υποδιαιρέσεις τους σε Ανομοίους, Ομοίους, Πνευματομάχους κλπ.) καταδικάστηκαν από την Εκκλησία με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381. Όπως θα δούμε, ο Μέγας Αθανάσιος (ο οποίος έζησε προ της Β΄ Οικουμενικής) ΔΕΝ είχε καμία εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρόλο που εκείνοι δεν είχαν ακόμη καταδικαστεί!
   2. Σταδιακά οι Αρειανόφρονες, και με την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους επισκοπικούς θρόνους και έτσι έφθασε η Εκκλησία σε σημείο να έχει πάνω από τους μισούς Επισκόπους της Αρειανόφρονες, ενώ σε πολλές περιοχές υπήρχαν και παραπάνω από ένας Επίσκοποι στην ίδια πόλη, μιας και οι Αρειανόφρονες Αυτοκράτορες (όπως ο Κωνστάντιος) τοποθετούσαν και αναγνώριζαν ομόφρονες Επισκόπους. Στον βίο του Μεγάλου Αθανασίου από τον Μεταφραστή διαβάζουμε τα εξής: «Μίγδην (=ανακατεμένοι) γὰρ ἦσαν οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔξαρχοι, ὀνόματι μὲν Χριστιανοὶ καλούμενοι, τῇ δὲ ἐπιμειξίᾳ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν μηδὲν διαφέροντες. Οὐ σπονδαῖς γὰρ εἰδώλων τὴν παράβασιν ἔπραττον, ἀλλ᾿ ἐν προσχήματι Χριστιανισμοῦ τὸ βλάσφημον Ἀρείου δόγμα κρατύνειν ἐσπούδαζον. Ὁ δὲ βασιλεὺς Κωνστάντιος καὶ ἤδη μὲν πρῶτον συνεκρότει τὴν Ἀρειανὴν δόξαν… προστάξας τοὺς μὴ βουλομένους ὑπογράφει αὐτῇ έξωθεῖσθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ εἰς τοὺς τόπους αὐτῶν ἑτέρους ἀντικαθίστασθαι» (P.G. 25, CCXL).
   3. Αρχικά οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι κατάφεραν με σκευωρία να εκδιώξουν από τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας τον Άγιο Ευστάθιο, τον μεγαλύτερο υπερασπιστή του «Ομοουσίου». Με κέντρο την Αντιόχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκδιώξεως του ετέρου μεγάλου υπερασπιστού του «Ομοουσίου», του Μεγάλου Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας.
    4. Το 335 έγινε Σύνοδος στην Τύρο στην οποία προήδρευσε ο Επίσκοπος Αντιοχείας Φλάκιλλος. Η εν Τύρω Σύνοδος προσπάθησε με σκευωρία (παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τον Άγιο Ευστάθιο) να καταδικάσει τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο Άγιος κατέρριψε τις συκοφαντίες. Παρόλα αυτά οι Αρειανόφρονες πέτυχαν αρχικά την εξορία του στην Γαλλία, ενώ το 338 με νέα Σύνοδο καθήρεσαν τον Άγιο και στη θέση του στην Αλεξάνδρεια εξέλεξαν αρχικά τον Πιστό και μετέπειτα τον Γρηγόριο (αμφότεροι Αρειανόφρονες). Το ίδιο έτος εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο (ηγέτης των Αρειανοφρόνων) από Νικομηδείας Ευσέβιος. Έτσι την περίοδο εκείνη ο Μέγας Αθανάσιος ήταν ένας «καθηρημένος» και «εκτός Εκκλησίας» Επίσκοπος τον οποίο δεν αναγνώριζε η Πολιτεία και η «επίσημη Εκκλησία» και δεν είχε εκκλησιαστική κοινωνία τουλάχιστον με τρεις πατριαρχικούς θρόνους και δεκάδες επισκοπικούς, στις οποίες υπήρχαν Αρειανόφρονες Επίσκοποι.
   5. Το 341 στην Σύνοδο της Αντιοχείας ανανεώθηκε η «καθαίρεση» του Μεγάλου Αθανασίου. Αξίζει να σημειωθεί πως τους Κανόνες (όχι όμως τους δογματικούς Όρους ή τις αποφάσεις, όπως την «καθαίρεση» του Αγίου) της Συνόδου αυτής η Εκκλησία τους αποδέχτηκε (συμπεριελήφθησαν και στο «Πηδάλιον»), διότι όπως είπαμε οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι ήταν ακόμη άκριτοι, ήτοι μη καταδικασμένοι, και επομένως τυπικώς ακόμη έφεραν το αξίωμα του Επισκόπου. Αυτό φανερώνει ξεκάθαρα πως οι Ορθόδοξοι διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετίζοντες Επισκόπους ακόμη και ΠΡΟΤΟΥ οι τελευταίοι να καταδικαστούν από Σύνοδο. Αντιθέτως διατηρούσαν εκκλησιαστική κοινωνία με ΑΔΙΚΩΣ καθηρημένους.
   6. Το 343 αποφασίστηκε από τους συναυτοκράτορες Ανατολής Κωνστάντιο και Δύσης Κώνστα (τη εισηγήσει του Μεγάλου Αθανασίου) να γίνει Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή σχεδιάστηκε να γίνει στην Σαρδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) με την συμμετοχή 170 Επισκόπων (76 Αρειανοφρόνων και 94 Ορθοδόξων). Οι Αρειανόφρονες βλέποντας πως ήταν μειοψηφία αποχώρησαν και η Σύνοδος διασπάστηκε στα δύο. Στην Σαρδική συγκάλεσαν Σύνοδο οι Ορθόδοξοι (με τους οποίους συντάχθηκαν και δύο εκ των Αρειανοφρόνων), ενώ οι Αρειανόφρονες μετέβησαν στην Φιλιππούπολη και συγκάλεσαν Σύνοδο υπό την προεδρία του Αντιοχείας Στεφάνου, στην οποία και πάλι καταδικάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος!
    7. Παρόλα αυτά ο Αρειανόφρων Κωνστάντιος αποδέχτηκε την επάνοδο του Μεγάλου Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, εξαιτίας των πιέσεων του αδελφού του Κώνστα, ο οποίος ήταν Ορθόδοξος. Ο Άγιος προτού φθάσει στην Αλεξάνδρεια πέρασε από την Αντιόχεια το έτος 346, στην οποία βρισκόταν ο Κωνστάντιος, για να τον συναντήσει, αποφεύγοντας κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε Αντιοχείας Λεόντιο. Εκεί διεξήχθη μεταξύ του Αγίου και του Κωνσταντίνου ένας σημαντικός διάλογος. Ο Κωνστάντιος είπε στον Άγιο: «ἐπειδὴ δὲ εἰσὶν ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ τινες τοῦ λαοῦ διακρινόμενοι τὴν πρός σε κοινωνίαν, μίαν ἐν τῇ πόλει ἐκκλησίαν ἔασον ἔχειν αὐτούς» (Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 256). Του ζήτησε δηλαδή να παραχωρήσει έναν ναό στην Αλεξάνδρεια σε εκείνους που δεν είχαν κοινωνία μαζί του, δηλαδή τους Αρειανόφρονες. Ο Μέγας Αθανάσιος δέχτηκε και ζήτησε να παραχωρήσει και ο αυτοκράτορας έναν ναό στην Αντιόχεια, στους Ορθοδόξους εκείνους που είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Αρειανόφρονες Επισκόπους Αντιοχείας («Μίαν γὰρ καὶ αὐτὸς ἐκκλησίαν ἀπονεμηθῆναι ἠξίου καθ' ἑκάστην πόλιν τοῖς διακρινομένοις πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανιζόντων κοινωνίαν», αυτόθι), τους αποκαλούμενους «Ευσταθιανούς». Συγκεκριμένα του απάντησε: «Καὶ μάλα, βασιλεῦ, δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον τοῖς σοῖς προστάγμασι πείθεσθαι, καὶ οὐκ ἀντερῶ: ἐπεὶ δὲ καὶ ἀνὰ τήνδε τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν εἰσὶν οἱ τὴν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων ἡμῖν ἀποφεύγοντες, παραπλησίαν αἰτῶ χάριν ὥστε καὶ αὐτοὺς μίαν ἔχειν ἐκκλησίαν καὶ ἀδεῶς ἐν ταύτῃ συνιέναι» (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099). Το ίδιο διαφωτιστικότατη είναι και η μαρτυρία του Σωζομενού, του εκκλησιαστικού ιστορικού της περιόδου εκείνης: «Λεόντιος τότε τὴν ἐπισκοπὴν διεῖπεν. Ὃν ὡς ἑτερόδοξον παρῃτεῖτο Ἀθανάσιος, τοῖς δὲ καλουμένοις Εὐσταθιανοῖς ἐκοινώνει ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζων» (αυτόθι). Καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τον (Αρεινόφρονα μεν, αλλά άκριτο, μη καταδικασμένο υπό Συνόδου) Επίσκοπο Αντιοχείας Λεόντιο, δεν είχε ο Μέγας Αθανάσιος, αντιθέτως κοινωνούσε με τους («σχισματοαιρετικούς» για την επίσημη Εκκλησία) «Ευσταθιανούς», οι οποίοι δεν είχαν ναούς και λειτουργούσαν σε σπίτια! [Μια τέτοια ευλογημένη εμπειρία είχε και ο γράφων μικρός, όταν συμμετείχε σε μια Λειτουργία που έγινε μυστικώς σε σπίτι στις Σπέτσες μετά τον διωγμό του αειμνήστου Γέροντος Χρυσοστόμου Σπύρου, τον οποίο εκδίωξε από τη Μονή του, ο Ύδρας και Σπετσών Ιερόθεος, επειδή ο Γέροντας διέκοψε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, λόγω της αιρέσεως του Οικουμενισμού].
     8. Τρία χρόνια μετά την επιστροφή του Μεγάλου Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας (Οκτώβριος 346) και συγκεκριμένα στις αρχές του 350 δολοφονήθηκε ο προστάτης του Κώνστας και οι Αρειανόφρονες ξεκίνησαν νέο γύρο αγώνων εναντίον του. Αρχικά με την Σύνοδο του Σιρμίου (351) επανέλαβαν τις παλαιές κατηγορίες εναντίον του, ενώ με τις Συνόδους της Αρελάτης (353) και Μεδιολάνων (355) τον καταδίκασαν εκ νέου! Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος έστειλε στα τέλη του 355 απεσταλμένους να συλλάβουν και να απομακρύνουν τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ματαίωσε τα σχέδιά του, με αποτέλεσμα ο Κωνστάντιος να στείλει τον στρατό! Στις 9 Φεβρουαρίου 356, σε αγρυπνία που προΐστατο ο Άγιος στο ναό του Αγίου Θεωνά ο αυτοκρατορικός στρατός πολιόρκησε την εκκλησία. Οι στρατιώτες έσπασαν τις πόρτες και ξυλοκόπησαν τους προσευχόμενους [παρόμοιες σκηνές βιώσαν οι παππούδες μας μετά την Ημερολογιακή Καινοτομία του 1924, στον Άγιο Θεράποντα στο Γουδί, στους Αγίους Θεοδώρους Νέας Σμύρνης, στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Φαλήρου κ.α.]. Ο Μέγας Αθανάσιος φυγαδεύτηκε με τη βία, από πνευματικά του παιδιά και ο Αυτοκράτορας διέταξε να συνεχιστεί η καταδίωξή του. Νέος Επίσκοπος Αλεξανδρείας τοποθετήθηκε ο Γεώργιος ο οποίος ενθρονίστηκε στις αρχές του 357. Ο πιστός λαός, που ΔΕΝ κοινωνούσε με τον Γεώργιο, αλλά αναγνώριζε τον Αθανάσιο ως γνήσιο Ποιμενάρχη του, επαναστάτησε και κατάφερε τον Οκτώβριο του 358 να εκδιώξει τον Γεώργιο από την πόλη.
   9. Όπως παρατηρούμε (βλ. Πίνακα), το 358 ο Μέγας Αθανάσιος ΔΕΝ κοινωνούσε με ΚΑΜΙΑ επίσημη Εκκλησία στον κόσμο, διότι όλοι οι Προκαθήμενοί τους ήταν Αρειανόφρονες, ενώ η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων ήταν στην εξορία!
  10. Το 361 ο νέος Αυτοκράτορας Ιουλιανός, οπαδός της εθνικής θρησκείας, με διάταγμά του όρισε την επιστροφή των εξορίστων Επισκόπων, αλλά άφησε και τους αιρετίζοντες στην θέση τους, με σκοπό να δημιουργηθούν έριδες, μάχες και σύγχυση, ώστε να υπάρχει σκανδαλισμός και επιστροφή του λαού στην ειδωλολατρεία.
    11. Το 362 δημιουργείται στην Αντιόχεια το γνωστό Σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων που έχουν πλέον δύο Επισκόπους, τον Άγιο Μελέτιο και τον Παυλίνο. Ο Μέγας Αθανάσιος κοινωνεί με τον Παυλίνο, διότι έχει την εσφαλμένη εντύπωση πως ο Μελέτιος είναι Αρειανόφρονας. [Τελικά ο Μέγας Βασίλειος με πολύ κόπο θα καταφέρει να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο, ότι ο Άγιος Μελέτιος είναι Ορθόδοξος, αλλά λίγο προτού να υπάρξει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους ο Μέγας Αθανάσιος θα κοιμηθεί].
  12. Το 365 διατάσσεται από τον Αρειανόφρονα Αυτοκράτορα Ουάλη, νέα εξορία του Αγίου, αλλά μπροστά στην επανάσταση του λαού, ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να την ανακαλέσει και το 366 ο Άγιος επιστρέφει από την τελευταία εξορία του. Προσπάθεια των Αρειανοφρόνων το επόμενο έτος να τοποθετήσουν τον Αρειανόφρονα Λούκιο, ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας, δεν ευδοκίμησε. 
   13. Στις 2 Μαΐου 373 (Ιουλιανό Ημερολόγιο) κοιμήθηκε ο Μέγας αυτός Ομολογητής και Αγωνιστής Άγιος Αθανάσιος. Είναι δε λίαν επίκαιρη και η, συμπεριληφθείσα στο «Πηδάλιον», επιστολή του προς τον Ρουφιανιανό. Αξίζει να μελετηθεί και να αξιολογηθεί, διότι πραγματεύεται το ζήτημα της κατάκριτης εκκλησιαστικής κοινωνίας των Ορθοδόξων μετά των αιρετιζόντων και τον τρόπο θεραπείας αυτής. Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί πως ειλικρινά αξίζει να εντρυφήσει κανείς στην αφορώσα την μεταξύ των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων Εκκλησιαστική Ιστορία (μία περίοδο που έχει ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ κοινά με την εποχή μας), διότι θα λάβει σημαντικότατα διδάγματα.

Νικόλαος Μάννης

ΠΗΓΕΣ
MIGNE, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, ΤΟΜ. 25 και 67
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΑΘΑ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΞΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΗΔΑΛΙΟΝ
(Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ PDF ΕΔΩ: https://drive.google.com/file/d/0B3tuH122XTsxT2IzS044aVFnVzA/view )

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717


             «Καὶ γιατί νὰ ζῶ χριστιανικά;», εἶπε κάποιο παλικάρι στὴν εὐσεβή του μάνα. «Γιατί νὰ ζῶ χριστιανικά, ὅταν αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἀγῶνες καὶ θυσίες, ἐνῶ μπορῶ νὰ ζήσω μια ζωὴ ἄνετη, βγάζοντας παράνομο, ἀλλὰ εὔκολο χρῆμα, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι τῶν ἡμερῶν μας;».

            Τί πρέπει νὰ ἀπαντήσει αὐτὴ ἡ μάνα; Μήπως, «παιδί μου, αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, θὰ σὲ τιμωρήσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ πᾶς στὴ κόλαση»; Σὲ καμία περίπτωση! Μὲ αὐτά, τὸ χάσαμε τὸ παιδί μας.

            Τότε, τί νὰ ἀπαντήσει; Νὰ βγάλει ὅλη της τὴν ἀγάπη καὶ νὰ πεῖ: «παιδί μου, ἔλα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου». 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Στὸν Ζακχαῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἦταν τὸ μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὀνειρεύονται πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους μας, τὸ ὁποῖο βέβαια μὲ μεγάλη μαεστρία ἔχουν φροντίσει νὰ τοὺς καλλιεργήσουν τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης καὶ μαζικῆς ἐνημέρωσης, κυρίως δέ, τὰ τραγούδια ποὺ ἀκοῦνε. Ἦταν ὁ Ζακχαῖος πλούσιος, ἀλλὰ πώς; Σίγουρα ὄχι μὲ τὴν τίμια ἐργασία του. Ἦταν τοκογλύφος, ἄνθρωπος αἰσχρός, ἄρπαγας, δοσίλογος, ἀπειλητικός, ἐκμεταλλευτής, πλεονέκτης. Ἦταν πονηρὸς καὶ μοναδική του μέριμνα ἦταν πὼς θὰ ἐξοικονομοῦσε περισσότερα χρήματα ἀδειάζοντας τὶς τσέπες τῶν συνανθρώπων του. Μὲ μία φράση, ἦταν τὸ μίασμα τῆς κοινωνίας. Ὡστόσο, παρὰ τὰ ὅσα τὸν κακολογοῦσαν, ἐκεῖνος ἔκανε τὴ ζωή του ἀπολαμβάνοντας τὶς ἠδονὲς ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ ὕλη. 

            Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἁμαρτωλός, ἡ προσωποποίηση τῆς ἁμαρτίας, κάποια στιγμὴ σὰν νὰ συνειδητοποίησε κάτι, κάτι ποὺ μέχρι τότε ἡ νεότητά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ συνειδητοποιήσει. Συνειδητοποίησε ὅτι δὲν εἶναι αἰώνιος σὲ αὐτὴ τὴ γῆ, ὅτι γερνάει. Κατάλαβε ὅτι ἀπὸ ὅσα εἶχε, στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν τίποτα δικό του. Καὶ πάνω σὲ αυτόν του τὸν λογισμό, ἔφτασε στὰ αὐτιά του τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Γεμίζουν, τοῦ ‘λεγαν, τὴν ψυχή, τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Διδασκάλου». Γεμίζουν τὴν ψυχή; Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν ποὺ ἀναζητοῦσε. Τὰ πλούτη καὶ οἱ ἠδονὲς δὲν ἦταν παρὰ ἕνας φαῦλος κύκλος ποὺ, τελικά, ἄφηνε πάντα κενὴ τὴν ψυχή του. Οἱ δὲ δολοπλοκίες ποὺ ἔκανε, τὸν φόρτωναν μὲ τὸν φόβο τῆς ἐκδίκησης τῶν θυμάτων του. 

            Κάποια στιγμή, ὁ Ζακχαῖος πληροφορήθηκε ὅτι ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ περνοῦσε ἐκεῖνος ποὺ πολὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ, ὁ Κύριός μας. Τὸν Χριστὸ συνόδευε μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, σχετικὰ μὲ τὸ μεγάλο πλῆθος, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι σὲ αὐτὸ ἔχουμε ἱερὸ καθῆκον κυρίως οἱ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ λαϊκοί, νὰ στοχεύουμε, στὸ νὰ πλαισιώνουν τὴν Ἐκκλησία ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι. Ἄν καὶ ὁπωσδήποτε ἡ ποιότητα ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν ποσότητα, ὡστόσο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει διαρκῶς νὰ ἐπεκτείνεται, νὰ ἐξαπλώνεται καὶ νὰ αὐξάνεται. 

            Τὸ πλῆθος, λοιπόν, τῶν ἀνθρώπων ποὺ πλαισίωναν τὸν Κύριο, ἦταν γιὰ τὸν Ζακχαῖο πρόβλημα. Ὁ ἴδιος ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ δεῖ τὴν ὄψη τοῦ περίφημου Διδασκάλου. Ἤθελε, ὅμως, νὰ τὸν δεῖ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη κλειδί: ἤθελε. Ὅταν ὑπάρχει ἀληθινή, καρδιακὴ θέληση, ὁ ἄνθρωπος βγάζει ὅλη του τὴν δημιουργικότητα καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ὅταν ὑπάρχει θέληση ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατά. Οἱ δικαιολογίες ἀνήκουν κατὰ κύριο λόγο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνται αὐτῆς τῆς εὐλογημένης θέλησης. Τί ἔκανε, ὅμως, ὁ Ζακχαῖος; Ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἀνέβηκε πάνω σὲ μιὰ συκομουριά. Ποιά σχόλια καὶ ποιά ντροπὴ θὰ τὸν ἐμπόδιζε; Δὲν ὑπολόγιζε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν νὰ δεῖ τὸν Διδάσκαλο καὶ τὰ κατάφερε. 

             μεγάλη συνάντηση ἔγινε, ἡ συνάντηση Θεανθρώπου καὶ ἀνθρώπου, Ποιμένος καὶ προβάτου, Ἰατροῦ καὶ ἀσθενοῦς. Τὸν κοίταξε ὁ γλυκύτατος Χριστός, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του ὄντας Παντογνώστης, καὶ τοῦ ἔδωσε κάτι ποὺ μιὰ ὁλόκληρη κοινωνία ποτὲ δὲν ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο αὐτόν: ἀγάπη. Ὁ λόγος ποὺ ποτὲ ἡ κοινωνία δὲν ἔδωσε στὸν Ζακχαῖο ἀγάπη; Εἴτε γιατὶ τὸ στεροῦνταν, εἴτε γιατὶ δὲν εἶχε τὸ θάρρος, ἀλλὰ μάλλον διότι σύμφωνα μὲ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, ὁ δόλιος αὐτὸς ἄρπαγας δὲν ἄξιζε ἀγάπη. Ὁ Χριστός, ἐρχόμενος στὴ γῆ, ἀνέτρεψε αὐτὸν τὸν νόμο, καθιστῶντας καὶ τὸν χειρότερο τῶν ἁμαρτωλῶν πρόσωπο ποὺ ἀξίζει ἀγάπη. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ χειρότερος μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος καὶ ἡ κοινωνία νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄλλοτε παραβατικὴ συμπεριφορά του. 

            «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου». Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ ὅλους ἑμᾶς ποὺ δὲν σκεφτήκαμε ποτὲ νὰ κάνουμε τὴν ἀνατροπὴ δίνοντας ἀξία στὸν ἁμαρτωλό, ὡσὰν ἑμεῖς νὰ εἴμαστε οἱ ἀνώτεροι. 

             ἀνταπόκριση τοῦ Ζακχαῖου ἄμεση: κατέβηκε γρήγορα καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του. Καὶ ὄχι ἁπλὰ τὸν ὑποδέχθηκε, ἀλλὰ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά! Δεῖτε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης μας, ἀδελφοί! Ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἔφερε τὴν χαρὰ καὶ διαχρονικὰ τὴν προσφέρει σὲ ὅσους θέλουν. Καὶ δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ χαρὰ τοῦ Ζακχαίου ἴδια μὲ ὅλες τὶς προηγούμενες, τὶς χαρὲς τῶν ἠδονῶν. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἀνατάραξε τὸ εἶναι του. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἔφερε τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἦταν ἡ αἰώνια, ἡ ἀληθινή. Ὅποιος ἀπέκτησε αὐτὴ τὴ χαρά, καμιὰ ἄλλη δὲν τὸν ἔθελξε! 

             γνωριμία, ἀγαπητοί, ἡ γνωριμία ἔχει πολὺ σημαντικὸ ρόλο. Ἕνας γέροντας εἶχε πει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος μισεῖ κάποιον γιατὶ δὲν τὸν ξέρει καὶ δὲν τὸν ξέρει γιατὶ τὸν μισεῖ». Ὁ Ζακχαῖος μισοῦσε τὴ δικαιοσύνη διότι δὲν τὴν ἤξερε, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης καὶ τοῦ εἶπε «γνώρισέ με». Καὶ ἀφοῦ ὁ Ζακχαῖος γνώρισε, ἀγάπησε καὶ ἀφοῦ ἀγάπησε, μετανόησε. Μετανόησε ἀληθινὰ καὶ ἔμπρακτα. Ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑλικὴ καὶ κατεῖχε ἀκόμη τὸ προϊὸν τῆς ἁμαρτίας του, ἔπρεπε αὐτὴ ἡ ὕλη, τὰ χρήματα ποὺ εἶχε καταχραστεῖ, νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω του. Γιὰ αὐτό, χωρὶς δεύτερη σκέψη, ἀλλὰ μὲ συνειδητὴ μεταμέλεια δήλωσε στὸν Κύριο ὅτι τὰ μισὰ ὑπάρχοντά του θὰ τὰ δώσει στοὺς πτωχούς, ἐνῶ ὅποιον ἀδίκησε μὲ συκοφαντίες, θὰ τοῦ ἀνταπόδωσει τέσσερεις φορὲς περισσότερα.  

            Ὀ Κύριός μας χάρηκε, διότι ὁ υἱὸς αὐτοῦ «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὸς καὶ εὑρέθη», ὅπως θὰ ἀκούσουμε σὲ λίγες μέρες, τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἄλλωστε, σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ἦταν νὰ σηκώσει τὸν ἁμαρτωλό. Μὲ τὴν μεταστροφή, λοιπόν, τοῦ Ζακχαίου, ὁ Χριστὸς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ νίκησε. Νίκησε καὶ ὁ Ζακχαῖος. Οἱ μόνοι χαμένοι τῆς σημερινῆς περικοπῆς, παρέμειναν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὸν Κύριο νὰ κάνει τὴν ἀνατροπή, ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἦλθε νὰ μείνει στὸ σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὁ φθόνος τους, τὸ μέγα αὐτὸ κακὸ ποὺ, μάλλον, ἕως τῆς συντελείας  θὰ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τὶς ψυχὲς τῶν φθονούντων, δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ γίνουν συμμέτοχοι στὴ χαρά τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ τοῦ Ζακχαίου. Οἱ παλαιοὶ Φαρισαῖοι ἔφυγαν. Oἱ τωρινοὶ ἔχουν ἀκόμη δυνατότητα μετανοίας. 

            ν κατακλείδι, τὸ βασικὸ μήνυμα ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου εἶναι ὅτι, ἀρχικά, ἡ προσκόλληση στὰ πλούτη, οἱ ἠδονὲς καὶ οἱ ἀδικίες μόνο κακὸ καὶ δουλεία προσφέρουν στὴ ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ πετάξει ἐλεύθερη στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλὸς ἔχει μέσα του -εἴτε βαθειά, εἴτε πολὺ βαθειά- καλὸ ψυχικὸ κόσμο. Ὅλοι μας ἔχουμε τὰ ἐλαττώματά μας. Ἔχουμε, ὅμως, καὶ κάποια χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάποια πολὺ ὄμορφα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ βγάλουμε πρὸς τὰ ἔξω. Μὲ αὐτὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα θὰ ἐπιβληθοῦμε στὰ ἐλαττώματά μας, ἀρκεῖ, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, νὰ ἐπιτρέψουμε κὶ ἑμεῖς στὸν Χριστὸ νὰ εἰσέλθει στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)



 1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς  τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸσῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σαςΣήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσεστὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του καταὐτήν.


Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μἐκείνουςΔιότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τουςἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς·ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγοἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι' ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου,ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρουςὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.


2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲπολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»•ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰπαραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι' ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία•ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ' ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸνἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦπαντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ' ἕνα τόπο, ἀλλ' εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁΚύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι' ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.

3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖοςπού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνηςἮταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι'ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ• διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτοςἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ• ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴκατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι' αὐτὸ κι' ἐπιθυμοῦσε κι' ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ• ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ' ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι' αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδραςὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ' ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶπρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός• διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι' αὐτὸ πλούσιος,ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ' ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸνἸησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰδιασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο.

4. Κι' ἐκεῖνος ἔκαμε τοῦτες τὶς ἐνέργειες σοφῶς καὶ φιλοθέως μὲ κεντρίσματα πόθου κτυπώμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ πτερὰ πόθου ἀνυψούμενος κι' ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Τί δὲ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, αὐτὸς πού λέγει διὰ τοῦ Σολομῶντος, «ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· ὅσοι δὲ μὲ ἀγαποῦν, θὰ εὕρουν χάριν, «ὁ ὁποῖος καὶ στοὺς δρόμουςἀκόμη τοὺς φέρεται μὲ εὐμένεια;».

Φθάνει τὸν Ζακχαῖοτὸν βλέπει πρῶτοςτὸν προσφωνεῖ φιλικώτατα καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴν ἐπίσκεψι καὶ διαμονὴ στὸν οἶκοτουΔιότι, λέγει, «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο» (ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα ἐβάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγω τοῦἐνθέου πόθου του) καὶ ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε»· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα· διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκό σου». Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀνεγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἀπὸ μόνη τὴ θέα αὐτοὶ πού δὲν τὸν εἶχανἰδεῖ προηγουμένως, διότι περιπατοῦσε μὲ λιτότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸνὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ θέα τοῦ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ γνωρίζων τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδὼν τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του τοῦτον πού δὲν εἶχε ἰδεῖποτὲ προηγουμένως κατ' ὄψι, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὴν ὄψι του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ποθοῦντα φυλοφρόνως καὶ νὰ τοῦ δείξη ὅτι δὲν ποθεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ ποθεῖται. Ἐππλέον δὲ καὶ προστάσσει νὰ σπεύση στὸ σπίτι, ὥστε μὲἀφθονία νὰ πράξη καὶ νὰ ἀποκομίση τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ αὐτὸν πού δίδει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.

5. «Αὐτὸς δέ», λέγει, «κατέβηκε καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά». Διότι αὐτὸς πού πρὶν τὸν ἰδῆ τρέχει γιὰ τὴν θέα του καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιτύχη, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν ἐδέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία ἐπραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐχαιρόταν πού συνευρισκόταν μὲ τὸν ποθούμενο καὶ ἤδηἐγευόταν τὶς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν πηγή· οἱ δὲ βλέποντες, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεσι, λέγει, «ἐγόγγυζαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας ὅτι εἰσῆλθε στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου».

6. Ἀλλὰ ὁ τελώνηςἀμιλλώμενος σὲ φιλοτιμία μὲ αὐτὸν πού ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατηφιλανθρωπία ἐσήκωσε τὸν ὀνειδισμό μας, «ἀφοῦ ἐστάθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ»• τὸ ὅτι δὲ ἐστάθηκε εἶναι δεῖγμα βεβαίαςγνώμηςθαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως• ἀφοῦ λοιπὸν ἐστάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρουςεἶπε πρὸς τὸνἸησοῦ• ἰδούΚύριεδίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούςκαὶ ἂν ἐξεβίασα κανένατοῦ τὰ ἀνταποδίδω στὸ τετραπλό».Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν γογγυστῶν πρὸς τὸν Κύριο πού ἔλεγαν, «ὅτι εἰσῆλθε νὰ διαμείνη στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»• διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια τὰ μὲ ἐκβιασμὸ συναχθένταἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἀφοῦ δὲ διένειμε τὰ ὑπάρχοντα στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐφάνηκε σὲ ὅλα καθαρμένος. Ὥστε ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε, «ἀλλὰ ἂν δώσετε κατὰ δύναμι ἐλεημοσύνη, ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ σὲσᾶς» τώρα δὲ ἀποφασίζοντας ἐν σχέσει μὲ τέτοιες πράξεις καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογία πρὸς τοὺς ἐναντίον του γογγυστᾶς, λέγει «σήμερα ἦλθε σωτηρία σὲ τοῦτον τὸν οἶκο, ἐφ' ὅσον καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ», ὡς γενόμενος τώρα πιστός, ὡς δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζητήση καὶ νὰ σώση τὸ ἀπολωλός», λέγονταςἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς τοὺς γογγυστάς, ὅτι εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ καταλύσω, ἀλλὰ τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸν μετασκευάσω καὶ τὸν σώσω, δεικνύοντάς τὸν ἀντὶ φιλαργύρου φιλόθεο, ἀντὶ ἀδίκου δίκαιο, ἀντὶ μισοξένου φιλόξενο, ἀντὶἀσυμπαθοῦς ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα.

7. Ἀλλὰ βλέπετε ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ἐζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος λοιπὸν εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης πού πλουτεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του κακῶς καὶ συνάζει ἀδίκως, ἂς μιμηθῆ τὴν ὁδὸ τοῦἀρχιτελώνη τούτου πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἀποδίδη καὶ σκορπίζη καλῶς, ὅσα ἐθησαύρισε κακῶς. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος• διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, μᾶλλον δὲ ἂς τὴν κάμη αὐτὸς σωτηριώδη διὰ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας καὶ ὁ πλούσιος τελώνης προθύμως ἐσώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα περὶ αὐτοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγησι.

8. Στὴ συνέχεια δὲ παρακολουθήσατε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικώτερη τὴ διάνοια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει δικαιούμενος, παρακαλῶ νόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους πού δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των, πού εἶναι σὰν νὰ τελωνοῦν κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰπολλὴ ὥρα». Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήση νὰ ἐπιγνώση τὴν ἀλήθεια, ζητεῖ νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση, ὅπως ἐζητοῦσε ὁΖακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴ μπορώντας δὲ ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦμικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸαὐτοῦ θὰ ἐπιτύχη τὴν ἀλήθεια τόσο κατὰ τὴ γνῶσι ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξι. Ὁ δὲ Κύριος, πού διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πρὸς τὴν ἀλήθεια πόθο, ἀποκαλύπτει σ' αὐτὸν τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλώντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν μωσαϊκὸ νόμο πού δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύση στὴν χάρι καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβη ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθῆ τὴ σωτηρία.

9. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπήκουσε στὸ Λόγο καθὼς ἐδίδασκε καὶ ἐκαλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδεὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζῆ κατὰ τὸν σκιώδη βίο) ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι κι' αὐτόν, «ἐπειδὴ ἔγινε ἄμεμπτος κατὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρῶτος τὸν ἐκύτταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)• ὅποιος λοιπὸνὑπακούση ἔτσι τὸν Λόγο πού προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος• καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο πού κατεῖχε προηγουμένως ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας δὲ καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰπαραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ ἐσυκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς λέγοντάς τὸν ἄπιστον ἢ σὰν τέτοιον τὸν ἐκακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλασίως θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶὁδηγώντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό. Ἔχομε σύντομα καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.

10. Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγησι προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ ἐσύναζε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶκοντὰ του τὸ κρατοῦσε πλουτώντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχοςμᾶλλον δὲ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἑκουσίωςἀφοῦἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἀνταπέδωσετώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσωμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνωμε κατήγοροι τῆς κακίαςΔιότι τὰ μέτρα τῆς ὁμιλίας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὰ κάμωμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς παρισταμένους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος της ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς εἰποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσωμε τὴν ἀπὸ αὐτὴν φθορά, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴδύναμί μας. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν αἰσχροκέρδειας, σφικτοχεριᾶς, γλισχρότητος, ἀστοργίας, ἀπιστίας, μισανθρωπίας, ἁρπαγῆς, ἀδικίας, πλεονεξίας, τόκου, δόλου, ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά. Ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς• ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰκαὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λησταὶ καὶ πειραταί, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλι ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξις νομισμάτων, ὑπέρβασις ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶδιαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾶ τὴ συγγένεια• ἐξ αἰτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδοὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸ νόμο καὶ μάρτυς τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, «ἡ φιλαργυρία εἶναι μητέρα καὶ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας μερικοὶ πού τὴν ὀρέγονται ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ περιπλέχθηκαν σὲ πολλὲς ὀδύνες.

11. Ἀλλὰ προσέξετε μὲ σύνεσι τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου• διότι δὲν εἶπε ὅσοι πλουτοῦν ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστιἀλλὰὅσοι ὀρέγονται τὸν πλοῦτοὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦΔιαβόλου». Νὰ μὴ εἰπῆτε λοιπόν, πτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ• τί ὁμιλεῖς κατὰ τῆς φιλαργυρίας πρὸς ἀνθρώπους πού δὲνἔχομε σχεδὸν χρήματα; Τὸ πράττω διότι ἔχομε τὴ νόσο διὰ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι' αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν δὲμοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν' ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλ' ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶπολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεις καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι' αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι σου καθιστὰ εὐκολώτερη τὴσωτηρία. Ἂν δὲ εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούη μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζηἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως ἐσώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλ' ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ πού ἐδοκιμάσθηκε διὰ πλούτου καὶ πτωχείας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «δὲν ἐθεώρησα τὸ χρυσάφι δύναμί μου καὶ δὲν εὐφράνθηκα γιὰ τὸν πολὺ πλοῦτο πού ἀπέκτησα».

12.  Ἑπομένως ὁ ἔρως πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, πού ἂν δὲν προσέχη, καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως.Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθησι στὸν πλοῦτο, γι' αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει, «στοὺς πλουσίους του παρόντος αἰῶνος παράγγελλε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεό». Διότι ἡ ταπείνωσις ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωσις ἀληθείας• ὅποιος δὲ καυχᾶται γιὰ τὸν πλοῦτο πού εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μαςἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σ' αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους πού προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή• ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχοντας στὰ πρόθυρά του τὸν Λάζαρο οὔτε τὸν ἐκύτταζε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, ὁ δὲ ἄλλος διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχὴ του περὶ τῶν γιὰ πολλὰ ἔτη θησαυρισμένων ἀγαθῶν παρέστησε ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο• γι' αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα ἐδέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτησις τῆς ψυχῆς. Βλέπετε τὸ τέλος τῶν προσηλωμένων στὸν πλοῦτο; Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «ἐὰν ρέη πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε σ' αὐτὸν τὴν καρδιά»• ὁ δὲ Σολομῶν λέγει, «ὅποιος ἔχει πεποίθησι στὸν πλοῦτο, θὰ πέση», σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφὴ λέγοντας, «ὅπως ὁ ἅδης καὶ ἡ καταστροφὴ δὲν χορταίνουν, ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀφρόνων»• ὁ δὲ Κύριος λέγει, «ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους».

13. Ἀλλὰ ἐμεῖςἀδελφοίἂς πλουτήσωμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα• ἂς γεμίσωμε μὲ ὅσα ἔχομε τὰ στομάχια τῶν πτωχῶνὥστε ν'ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλείαΚαὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴνἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶμεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1986)

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΟΥΣΕ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ ΚΑΤΑΛΥΕ (ΕΠΙΝΕ) ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΕΙ ΛΕΠΡΑ( Βίντεο)

«Ο παπάς της Σπιναλόγκας τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα»


Ο ιερομόναχος πατήρ Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης έζησε εκεί και λειτουργούσε στους λεπρούς, 10 ολόκληρα χρόνια, τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε (έπινε) την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα!

Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο:

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Picture

 ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


Ἀπίστευτο, ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό! Στό Δῆμο Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ   Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο νεκρῶν στήν Ἐλλάδα! Ἀπό τήν ὄμορφη πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια! «Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς Κύριε»! Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος.

Στόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία, ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1], τόν ἄνθρωπο,συνθετικά. Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους φιλοσόφους.  Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο ὀντολογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2]. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3] Τό σῶμα,  ὡς τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή»(Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως), νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον διδάσκεται  στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἠμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5] Ἀπό πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν».[6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7]    

Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό, στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ μᾶς δέ βιώνεται ὡς  διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση.  Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει τέθραυσται, ἵνα ἐν τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8] Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9]

Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία. Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται (ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται (ἐμπροϋπόθετα)κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς θά μᾶς πεῖ  ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, ὡς ψυ­χή καί σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται».[10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11]  Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό.

Αὐτό τό «γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,  ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα», δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως! Εἶναι ὄντως εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε! Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12], πού στεγάζουν τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος  τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους, τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13]  καί γι᾿ αὐτό  τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν Σταυρό,  ἔτσι καί στούς Ἁγίους μας,  μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις καί ἐπί τοῦ σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14]  Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια λείψανα;

 Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα.  Ἡ λέξη «κηδεία» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ κανείς!  Ἄλλο εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή  ἐκείνη παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!

Ἄν ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων…

Συμπερασματικά θά καταθέσουμε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν ἔχει πρός ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ στή μητέρα γῆ, νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ του. Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τά προσφιλῆ τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15]

Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος, κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε ὅλον τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16], νά μήν ἐπιτρέψει νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡδιαβεβοημένη ἀσέβεια τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων!

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014


[1] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 330 - 332.
[2] Βλ. πρ. Θεοδώρου Ζήση, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 191
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος, 45, 7: «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».
[4] Β΄Κορ. 6, 16.
[5] Α΄Κορ. 15, 36 -37.
[6] «Πηδάλιον», σελ. 141.
[7] Βλ. ΞΕ΄ Καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ.278.
[8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου ποίησις», 2, 26. Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1957.
[9] Α΄Κορ. , 44.
[10] «Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς», ΜPG 150, 1361C.
[11] Κατηχητικός ὁ Μέγας, 6, MPG. 45, 28 Α.
[12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκ. Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της  διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν Ναῶν, διά τῆς τοποθετήσεως σ᾿ αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει βεβαίως αὐτή ἡ καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἱερά λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο μέ τήν ταφήτῶν σωμάτων καί ὄχι μέ τήν καύση τους! Ἡ δέ δύναμις τῶν ἰερῶν λειψάνων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε, ὅπως άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν Οἰκ. Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες». (Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13] Ὁ ὅρος «ἀνάκρασις» χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐποχή (Παλαιά Διαθήκη)  δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεῖο, ἀλλά τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄, σελ. 608 -609.
[14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου». Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 118.
[15] Βλ. Ἀν. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία», Ἀθήνα 1990, σελ. 225.
[16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.