† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΙΕΡΟ ΠΗΔΑΛΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


ΤΟ ΙΕΡΟ ΠΗΔΑΛΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ pdf

Νηστεία: Φῶς στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας

  

Ὁσίου Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς

…Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου.

Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.

Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησή μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία…

(Ἀπόσπασμα Ὁμιλίας στὴν Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν,
ἀπὸ τὸν ἱστότοπο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2024 ΜΕ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

 


ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ Η ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ 2022

Ὁ Μέγας Γρηγόριος ὁ Διάλογος διὰ τὸν τίτλον «Οἰκουμενικὸς»


Τοῦ κ. Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

  Μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατὰ τοῦ Νεοπαπισμοῦ τοῦ Φαναρίου[1], καὶ ἐπειδὴ οἱ θιασῶτες του ἰσχυρίζονται πὼς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσον (primus sine paribus)»[2], δημοσιεύω παρακάτω λίγα ἀποσπάσματα ἀπὸ κάποιες πολὺ σημαντικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Πάπα Ρώμης Μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου († 604), τὶς ὁποῖες συνέγραψε μὲ ἀφορμὴ τὸν πρόσθετο τίτλο «Οἰκουμενικὸς» ποὺ εἶχε μόλις προσλάβει ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς († 595).

  Καὶ τότε μὲν ἐπρόκειτο γιὰ παρεξήγηση, διότι τὸν τίτλο «Οἰκουμενικὸς» οἱ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἐκλάμβαναν ἁπλῶς ὡς τιμητικὸ τίτλο (μιᾶς καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς «Οἰκουμένης», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία), ἦταν δηλαδὴ μία «κενὴ καὶ ἀσήμαντος λέξις»[3], καὶ ὄχι τίτλος ποὺ νὰ ὑποδηλώνει δῆθεν κάποιο πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ διοικήσεως σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅπως φοβόταν ὁ Μέγας Γρηγόριος.

  Ὅμως ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας ὁ φόβος αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος, μιᾶς καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεοπαπισμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξαπλώνεται ὡς καρκίνωμα[4] καὶ ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως αὐτῆς δημιουργοῦνται νέα – καὶ στερεώνονται παλαιὰ – σχίσματα στὴν Ἐκκλησία, τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐπίκαιρα καὶ θὰ βοηθήσουν τοὺς πραγματικὰ Ὀρθοδόξους νὰ ἀντιμετωπίσουν ἁγιοπατερικὰ τὴν ἐκτροπὴ αὐτήν.

  Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου εἶναι καταπέλτης ἐνάντια στὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας[5] κάθε Ἐπισκόπου ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ ἄρχει πάνω σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ αὐτὸ καὶ πρωτοχρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, γιὰ νὰ πολεμηθεῖ τὸ Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης.

Γιὰ τὴ μετάφρασή τους ἔλαβα ὑπόψιν μου τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀπὸ τὴ μνημειώδη ἔκδοση τοῦ Mansi[6], ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγλική τους μετάφραση ἀπὸ ἐξίσου σημαντικὴ ἔκδοση[7].

Γράφει λοιπὸν ὁ Μέγας Γρηγόριος σὲ ἐπιστολή του τὸ 595 πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Νηστευτή, παρεξηγώντας ὅπως εἴπαμε τὸν τίτλο καὶ φοβούμενος ὅτι ὁ συν­επίσκοπός του τὸν ἐκλάμβανε κυριολεκτικὰ[8]:

«Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐσύ, Ἀδελφέ μου, χειροτονήθηκες στὴν ἀρχιερωσύνη, θυμᾶσαι τὴν εἰρήνη καὶ τὴν συμφωνία τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ βρῆκες. Ἀλλὰ δὲν ξέρω μὲ τί τόλμη ἢ μὲ ποιὸ οἴδημα ὑπερηφανείας, προσπάθησες νὰ προσοικειωθεῖς ἕνα νέο τίτλο, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ καρδιὲς ὅλων τῶν ἀδελφῶν σου θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ σκανδαλισμό.

Καὶ μένω ὑπερβολικὰ ἔκπληκτος γιὰ αὐτό, ἀφοῦ θυμᾶμαι πὼς συνειδητὰ ἀπέφευγες νὰ λάβεις τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα παρὰ τὸ ἐπιζητοῦσες. Καὶ ὅμως τώρα ποὺ τὸ ἔχεις, ἐπιθυμεῖς νὰ τὸ ἀσκήσεις σὰν νὰ τὸ εἶχες λάβει μὲ φιλόδοξη ἐπιθυμία… Γιατί πραγματικὰ (καὶ τὸ λέω κλαίγοντας καὶ μὲ βαθύτατη θλίψη στὴν καρδιὰ) ἀποδίδω στὶς ἁμαρτίες μου, ὅτι ὁ Ἀδελφός μου αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου μὲ τὸν κύριο στόχο νὰ ἐπαναφέρει τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων στὴν ταπεινοφροσύνη, μέχρι στιγμῆς δὲν κατάφερε νὰ ἐπανέλθει σὲ αὐτήν· ὅτι αὐτὸς ποὺ διδάσκει τὴν ἀλήθεια σὲ ἄλλους δὲν ἔχει συναινέσει νὰ διδάξει τὸν ἑαυτό του, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν ἐκλιπαρῶ γιὰ αὐτό.

Προσεύχομαι νὰ σκεφτεῖς ὅτι μὲ τὴν ἄφρονα ὑπεροψία σου, διαταράσσεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ εἰρήνη καὶ αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἐκχέεται σὲ ὅλους τὸ ἴδιο, ἡ ὁποία Χάρη ἀναμφίβολα ἔχει τὴν δύναμη νὰ αὐξάνεται ὅσο ἐσὺ ὁ ἴδιος καθορίσεις. Καὶ θὰ γίνει πραγματικὰ πολὺ μεγαλύτερη, ὅσο συγκρατήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν σφετερισμὸ ἑνὸς ὑπερήφανου καὶ ἀνόητου τίτλου: καὶ θὰ κάνεις ἀνάλογη πρόοδο, ἂν δὲν ὑποκύψεις στὴν ὑπερβολικὴ ἀξίωση ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου.

Γιὰ αὐτό, ἀγαπητὲ Ἀδελφέ, μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ ἀγάπησε τὴν μετριοφροσύνη, μέσῳ τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ὁμόνοια ὅλων τῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἄκουσε κάποιους νὰ λένε, «ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. α΄, 12), ἔφριξε γιὰ ἕνα τέτοιο διαμελισμὸ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, τοῦ Ὁποίου τὰ μέλη θέτονταν κάτω ἀπὸ ἄλλες κεφαλές, λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κoρ. Α΄ 13).

Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνος ἀπέφευγε νὰ ὑποτάσσει τὰ μέλη τοῦ Κυρίου μερικῶς σὲ ἄλλες κεφαλές, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὲς ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, ἐσὺ τί θὰ πεῖς στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς Κρίσεως, ἔχοντας προσ­παθήσει νὰ θέσεις ὅλα τὰ μέλη Του κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴν προσηγορία «Οἰκουμενικός»;

Ποιὸς ἄλλος, ἐρωτῶ, προτείνεται γιὰ μίμηση μὲ αὐτὸν τὸν διεφθαρμένο τίτλο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, περιφρονώντας τὶς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων, μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν συνδεδεμένος, προσπάθησε νὰ ἀνυψωθεῖ στὴν κορυφὴ τῆς μοναδικότητας, γιὰ νὰ μὴ ὑποτάσσεται σὲ κανένα καὶ νὰ φαίνεται μόνος ὑπεράνω ὅλων; Ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶπε: «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βορρᾶν ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ» (Ἡσ. ιδ΄ 13-14).

Διότι τί ἄλλο εἶναι οἱ ἀδελφοί σου, οἱ ἐπίσκοποι τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, παρὰ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ὁποίων ὁ βίος καὶ ὁ λόγος λάμπουν ἀμφότερα ἐν μέσῳ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων, ἐν μέσῳ τῶν σκιῶν τῆς νύκτας. Καὶ ὅταν ἐπιθυμεῖς νὰ θέσεις τὸν ἑαυτό σου πάνω ἀπὸ αὐτούς, μὲ αὐτὸν τὸν ὑπερήφανο τίτλο, καὶ νὰ ταπεινώσεις τὸ ὄνομά τους σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό σου, τί ἄλλο λές, ἂν ὄχι «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου»;

Δὲν εἶναι ἆραγε ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι μαζὶ νέφη, ποὺ ὡς βροχὴ στέλνουν τὸν λόγο τοῦ κηρύγματος καὶ ὡς λάμψη ἀστράπτουν τὸ φῶς τῶν καλῶν ἔργων; Καὶ ὅταν ἡ Ἁγιότητά σου τοὺς περιφρονεῖ καὶ τοὺς βάζει κάτω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, τί ἄλλο λέει, ἂν ὄχι αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἐχθρό, ἤτοι τὸ «ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν»;»[9].

Δύο χρόνια μετὰ (597) γράφει πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μαυρίκιο:

«Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος, ἐνάντια στὰ εὐαγγελικὰ διατάγματα καὶ τὶς διατάξεις τῶν Κανόνων, οἰκειοποιεῖται ἕνα νέο ὄνομα; Θὰ ἦταν πράγματι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μειώνει τοὺς ὑπόλοιπους – ἐπιθυμώντας νὰ εἶναι «Οἰκουμενικός». Καὶ ὅμως γνωρίζουμε ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν πέσει στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως καὶ εἶχαν γίνει ὄχι μόνο αἱρετικοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχες.

Ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος διαχώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Μεσίτη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, σὲ δύο πρόσωπα, ἐπειδὴ δὲν πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ γίνει ἄνθρωπος, υἱοθετώντας τὴν ἰουδαϊκὴ ἀπιστία.

Ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται καὶ ὁ Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ἂν λοιπὸν ὁ καθένας σὲ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία προσλάβει τέτοιο ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἑαυτό του κεφαλὴ τῶν πάντων, προκύπτει ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐκπίπτει (τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀρνεῖται[10]), κάθε φορὰ ποὺ θὰ πέφτει ὁ ἀποκαλούμενος «Οἰκουμενικός». Ἀλλὰ ἂς ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν αὐτὸ τὸ βλάσφημο ὄνομα (nomen blasphemiae), τὸ ὁποῖο ἀφαιρεῖ τὴν τιμὴ ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ὅταν υἱοθετεῖται ἄδικα ἀπὸ ἕνα»[11].

Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα ἐπισήμανε πὼς «ὅποιος ὀνομάζεται ἢ ἐπιθυμεῖ νὰ ὀνομάζεται «Οἰκουμενικὸς Ἱεράρχης», ἀποτελεῖ – μὲ τὴν ἀνύψωσή του αὐτὴν – πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι μὲ ὑπεροψία θέτει τὸν ἑαυτό του πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»[12].

Παρόμοια ἐπιστολὴ εἶχε στείλει καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀλεξανδρείας Ἅγιο Εὐλόγιο (+607) καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἅγιο Ἀναστάσιο (+599), στὴν ὁποία ἔγραφε καὶ τὰ κάτωθι: «ὅπως γνωρίζουν οἱ σεπτὲς Ἁγιότητές σας, αὐτὸς ὁ τίτλος οἰκουμενικότητας προσ­φέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος στὴν ἕδρα τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου, ποὺ μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὑπηρετῶ. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ τοὺς προκατόχους μου δὲν εἶχε ποτὲ συναινέσει νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὸν τὸν τόσο βέβηλο τίτλο (profano vocabulo), δεδομένου ὅτι ἐὰν ἕνας Πατριάρχης ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», οὐσιαστικὰ καταργεῖται ἡ οὐσία τοῦ τίτλου «Πατριάρχης» στὴν περίπτωση τῶν ὑπολοίπων… Ἐνῷ, λοιπόν, δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ λάβουμε τὴν τιμὴ αὐτή, ὅταν μᾶς τὴν προσφέρουν, σκεφτεῖτε πόσο ντροπιαστικὸ εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ θέλει νὰ τὴν σφετεριστεῖ μόνος του. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ ἀποκαλέσουν ποτὲ οἱ Ἁγιότητές σας στὶς ἐπιστολές σας κάποιον «Οἰκουμενικό», γιὰ νὰ μὴ ὑποβαθμίσετε τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχετε ἐσεῖς, προσφέροντας σὲ ἄλλον αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ ὀφείλεται… Διότι ἐὰν ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου γίνει ἀποδεκτή, ἀποστερεῖται ἡ τιμὴ ὅλων τῶν Πατριαρχῶν· καὶ ὅταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖται «Οἰκουμενικός», τύχει καὶ πέσει σὲ πλάνη, τότε κανένας Ἐπίσκοπος δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ ἔχει παραμείνει στὴν ἀλήθεια»[13].

Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἅγιος Εὐλόγιος στὴν ἀπάντησή του «ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ὅτι συμφώνως τῇ ἐντολῇ του δὲν μετεχειρίζετο πλέον τὸν τίτλον «οἰκουμενικὸς» ἐν ταῖς πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπιστολαῖς», ὠνόμασε δὲ τὸν Γρηγόριον «οἰκουμενικὸν Πάπαν»»[14].

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅμως στὴν ἀνταπάντησή του ἀπέκρουσε μὲ σφοδρότητα τὴν φιλοφρόνηση αὐτή, γράφοντας μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:

«Ἡ Ἱερότητά σου ἔχει ἐπίσης δηλώσει ὅτι δὲν θὰ χρησιμοποιεῖς πλέον ὑπερήφανους τίτλους – ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ματαιοδοξίας – γραπτῶς σὲ ὁρισμένα πρόσωπα καὶ μοῦ τὸ ἀναφέρεις, λέγοντάς μου: «ὅπως μᾶς διατάξατε». Αὐτὴ τὴν λέξη – διαταγὴ – σὲ παρακαλῶ νὰ τὴν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὴν ἀκοή μου, ἀφοῦ ξέρω ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς. Κατὰ τὸ ἀξίωμα εἶστε ἀδελφοί μου, κατὰ τὴν ἀξία εἶστε πατέρες μου… Εἶπα λοιπὸν ὅτι οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ κανένα ἄλλο δὲν πρέπει νὰ γραφθεῖ τίποτα τέτοιο· καὶ νά, στὸν πρόλογο τῆς ἐπιστολῆς πού μοῦ ἔστειλες, θεώρησες ὅτι ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσεις μία ὑπερήφανη ὀνομασία ἀποκαλώντας με «Οἰκουμενικὸ Πάπα». Ἀλλὰ ἱκετεύω τὴν καλή σου Ἁγιότητα νὰ μὴ τὸ κάνεις αὐτὸ πιά… Δὲν θεωρῶ ὡς τιμὴ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο γνωρίζω ὅτι οἱ ἀδελφοί μου χάνουν τὴν τιμή τους. Τιμή μου εἶναι ἡ τιμὴ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας· τιμή μου εἶναι τὸ ἀσφαλὲς κῦρος τῶν ἀδελφῶν μου. Τότε εἶμαι πραγματικὰ τιμημένος ὅταν ἡ τιμὴ ποὺ ὀφείλεται στοὺς ἄλλους δὲν τὴν στερεῖται κανείς. Διότι ἂν ἡ Ἁγιότητά σου μὲ ἀποκαλεῖ «Οἰκουμενικὸ Πάπα», ἀρνεῖσαι τὴν δική σου ἰδιότητα, ἐφόσον ὑποτίθεται ὅτι εἶμαι ὁ Ἐπίσκοπος ὅλης της οἰκουμένης. Ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς οἱ λέξεις ποὺ ἐμφυσοῦν αὐταρέσκεια καὶ τραυματίζουν τὴν εὐσπλαγχνία»[15].

Τὰ παραπάνω κείμενα τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου ἀποτελοῦν ἕνα φοβερὸ ἔλεγχο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑωσφορικὸ Παπισμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε εἴδους Νεοπαπισμό, ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἐκκολαφθεῖ στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἴτε ἀπὸ Πάπα, εἴτε ἀπὸ Πατριάρχη, εἴτε καὶ ἀπὸ Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ!

Μπροστὰ στὸν ὑπαρκτὸ Νεοπαπισμὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Γρηγόριο: «Ἀλλὰ σὲ αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνειά του τί ἄλλο δηλώνεται ἂν ὄχι ὅτι οἱ χρόνοι τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι ἤδη κοντά;»[16].

Εἴθε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ ὁδηγοὺς τοῦ Ἁγίους, νὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη στοὺς προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν Παραδοθεῖσα Πίστη τῶν Πατέρων μας! Γένοιτο.

Σημειώσεις:

  [1] Δεῖτε ἐνδεικτικά: α) ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΑΠΙΚΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ (ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ): krufo-sxoleio.blogspot.com, β) Ἡ Νέα Ρώμη στὰ χνάρια τῆς Παλαιᾶς;: spzh.news, γ) Εἶναι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος «Οἰκουμενικός»;: krufo-sxoleio.blogspot.com καὶ δ) Αἵρεση τοῦ παπισμοῦ Κωνσταντινουπόλεως: romfea.gr [2] Primus sine paribus: Ἀπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου: patriarchate.org [3] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, Ἀθήνα, 1964, σελ. 140. [4] Ἡ ἐξύψωση τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς συν­επισκόπους του θεσμοθετήθηκε καὶ στὴν Ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (βλ. holycouncil.org, §10 καὶ 14). [5] Τὸ μόνο Πρωτεῖο ποὺ ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἐντελῶς τυπικὸ Πρωτεῖο τιμῆς, τὸ ὁποῖο συνίσταται, κατὰ τὸν Μακάριο Ἀγκύρας, στὸ «προΐστασθαι, τὸ προκαθῆσθαι, τὸ πρῶτον διαλέγεσθαι, τὸ πρῶτον γνωμοδοτεῖν, τὸ πρῶτον ὑπογράφειν ἐν ταῖς συν­οδικαῖς συνελεύσεσι καὶ πράξεσι, καὶ πρὸς γε, τὸ ἐκφωνεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν τοῖς Διπτύχοις» (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Ἱστορία τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, Βουκουρέστι, 1715, σελ. 954). [6] Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, Vol. 9, Florentiae, 1763. [7] Nicene and Post-Nicene Fathers, Vol. 12, Buffalo NY, 1895. [8] Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τίτλοι καὶ οἱ προσ­φωνήσεις ποὺ συνηθίζονται σὲ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα (π.χ. Οἰκουμενικός, Παναγιώτατος, Θειότατος, Μακαριώτατος, Σεβασμιώτατος, Πανοσιολογιώτατος κλπ.) εἶναι τίτλοι τιμητικοὶ καὶ δὲν ἔχουν κυριολεκτικὴ ἔννοια, οὔτε ἀντιπροσωπεύουν πραγματικὴ κατάσταση (πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 153-155). [9] Μεγάλου Γρηγορίου, Ἐπιστολάριον, Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 18. [10] Πρβλ. Ματθ. ι΄ 18. [11] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Ἐπιστολὴ 20. [12] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ζ΄, Ἐπιστολὴ 33. [13] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 43. [14] Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ πρωτεῖον…, ὅ.π., σελ. 140. [15] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Η΄, Ἐπιστολὴ 30. [16] Μεγάλου Γρηγορίου, ὅ.π., Βιβλίον Ε΄, Ἐπιστολὴ 21 (Πρὸς τὴν Αὐτοκράτειρα Κωνσταντίνα).

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΘΕΟ Ή ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ; (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

 Ἑσπερινὴ Ὁμιλία: «Φοβόμαστε τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους;»

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, 6/19-11-2023, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων στὴν Λάρισα:


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Αποτείχιση μόνο για λόγους αιρέσεως;


Αρκετοί νεότεροι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της Αποτειχίσεως (δηλαδή της διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου και της μετ' αυτού κοινωνίας) έχουν ισχυριστεί ότι αυτή επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση που ο επίσκοπος κηρύξει δημόσια καταδικασμένη αίρεση. Για να υποστηρίξουν την άποψη αυτή αναφέρουν το σχετικό απόσπασμα από τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου: "Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται".

Οι υπέρμαχοι αυτής της απόψεως θεωρούν ότι για κανέναν άλλον λόγο δεν επιτρέπεται η Αποτείχιση. Για το ζήτημα όμως αυτό υπάρχει και ο ΛΑ΄ Αποστολικός Κανόνας, τον οποίο είτε αποσιωπούν, είτε παρερμηνεύουν ισχυριζόμενοι ότι τον διασάφησε ο ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας (εννοώντας ως διασάφηση την ως άνω άποψή τους).

Ας δούμε όμως τί μας λέει το επίμαχο σημείο του ΛΑ΄ Αποστολικού Κανόνος, πώς τον ερμηνεύουν οι έγκριτοι Κανονολόγοι της Εκκλησίας, αλλά και ποια είναι η πατερική διδασκαλία για το ζήτημα αυτό.

"Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου χωρὶς συναγάγῃ καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος".

Εδώ βλέπουμε ότι οι θιασώτες της ως άνω απόψεως κάνουν την εξής αυθαίρετη εξίσωση: 

"ζήτημα ευσέβειας και δικαιοσύνης" (ΛΑ΄ Αποστολικός) = 

"ζήτημα αιρέσεως" (ΙΕ΄ Πρωτοδευτέρας).

Με αυτή την ερμηνεία όμως ακυρώνεται ο τρόπος αντιστάσεως των κληρικών και των λαϊκών που αποτειχίζονται από έναν άδικο επίσκοπο, ο οποίος τοιουτοτρόπως λυμαίνεται την Εκκλησία ανενόχλητος!

Όμως ας δώσουμε την σκυτάλη στους Κανονολόγους:

Ο Βαλσαμών: «Εκάστης πόλεως ιερωμένοι και λαϊκοί οφείλουσιν υποκείσθαι τω κατά χώραν επισκόπω, και μετά τούτου συνάγεσθαι και εκκλησιάζειν, ει μη καταγνώσουσι τούτου ως ασεβούς ή αδίκου. Τηνικαύτα γαρ αποδιισταμένοις αυτού, ουκ ευθυνθήσεται. Ο δε παρά ταύτα ποιήσας, και ανευλόγως εκ του ιδίου επισκόπου αποσχισθείς, και ιδία εκκλησιάζων, ει μεν κληρικός εστι, καθαιρεθήσεται, ως φίλαρχος, ει δε λαϊκός, αφορισθήσεται. Πλην ταύτα διορίζεται γενέσθαι ο κανών μετά πρώτην, δευτέραν και τρίτην επιφώνησιν... Σημειώσαι τον παρόντα αποστολικόν κανόνα διοριζόμενον ακινδύνως αποσχίζειν τους κληρικούς από των επισκόπων αυτών, καταγινώσκοντας τούτων ως ασεβούντων και αδικούντων· και εστι καινόν το της αδικίας. Εξ ετέρου δε τρόπου, καν χείριστος πάντων εστίν ο επίσκοπος ή ο ιερεύς, ουκ οφείλει  τις αποσχίζειν εξ αυτών, μάλλον μεν ουν πιστεύειν δι’ αυτούς αγιάζεσθαι· πάντας γαρ, φησίν, Θεός ου χειροτονεί, διά παντών δε ενεργεί» (P. G. 137, 97).

Ο Ζωναράς: «Tάξις συνέχει και τα ουράνια, και τα επίγεια. Δει τοίνυν απανταχού την ευταξίαν φυλάττεσθαι, και μάλλον παρά τοις εκκλησιαστικοίς, και τους πρεσβυτέρους και τους λοιπούς κληρικούς υπείκειν τω επισκόπω. Ει δε τις πρεσβύτερος εν μηδενί κατεγνωκώς του ιδίου αρχιερέως, μήτε ως περί την ευσέβειαν σφαλλομένου, μήτε ως άλλο το ποιούντος παρά το καθήκον και δίκαιον, διά φιλαρχίαν δε παρασυναγωγήν ποιήσει, ιδιαιτάτως εκκλησιάζων, και θυσιαστήριον πήξας εν τούτω ιερουργεί, καθαιρείσθαι διατάττεται ο κανών και αυτόν, και τοις αυτώ συνερχομένους κληρικούς· τους δε λαϊκούς αφορίζεσθαι» (P. G. 137, 100). Ο ίδιος αναφέρεται στον ίδιο Κανόνα και στην ερμηνεία του ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας: «Καὶ ὁ μὲν παρὼν κανὼν (δηλ. ο ΙΕ΄ της ΑΒ΄) τοὺς διὰ δογματικὴν αἰτίαν ἀποτειχίζοντας οὐ κολάζει· ὁ δὲ ΛΑ΄ Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ τοὺς κατεγνωκότας τῶν οἰκείων ἐπισκόπων ὡς προδήλως άδικούντων  καὶ ἀποσχίσαντας ἐξ αὐτῶν, ἀνευθύνους συντηρεῖ» (P. G. 137, 1069).

Αριστηνός: «Ο εξ αναιτίου σχισθείς επισκόπου, και πηγνύς άλλο θυσιαστήριον, μετά των δεξαμένων έξει το έκπτωτον. Ει τις του ιδίου επισκόπου αναιτίως κατέγνω, ως μήτε προς ευσέβειαν μήτε προς δικαιοσύνην προσκρούσαντος, και συναγωγήν λαού ιδιαιτάτως ποιήσαιτο, και θυσιαστήριον έτερον πήξοι, καθαιρείσθω αυτός τε ως φίλαρχος, και οι συνακολουθήσαντες αυτώ κληρικοί» (P. G. 137, 100).

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Όποιος Πρεσβύτερος ήθελε καταφρονήση τον ιδικόν του Επίσκοπον, και χωρίς να γνωρίση αυτόν πως σφάλλει φανερά ή εις την ευσέβειαν, ή εις την  δικαιοσύνην· ταυτόν ειπείν, χωρίς να γνωρίση αυτόν πως είναι φανερά, ή αιρετικός, ή άδικος, ήθελε συμμαζώνη κατ’ ιδίαν τους Χριστιανούς, και κτίσας άλλην εκκλησίαν ήθελε λειτουργή εις αυτήν ξεχωριστά, χωρίς την άδειαν και γνώμην του Επισκόπου του, ο τοιούτος ως φίλαρχος, ας καθαίρηται...» (Πηδάλιον, 4η έκδ., 1886, σελ. 40).

Έχουμε δύο περιπτώσεις Αποτειχίσεως· μία αντικανονική και μια Κανονική (δηλαδή βασισμένη στους Κανόνες). Η αντικανονική είναι όταν αυτή γίνεται με πρόφαση κάποια κατηγορία ("αιτίαμα") για αναπόδεικτες παραβάσεις του επισκόπου («εγκληματικά αιτιάματα»), η Κανονική σε δύο περιπτώσεις: α) όταν φανερά κηρύττει αίρεση ή κακοδοξία, δηλαδή παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη διδασκαλία και β) όταν είναι άδικος, σφάλλει δηλαδή παρά «το καθήκον και δίκαιον».

Ποια είναι τα «εγκληματικά αιτιάματα» για τα οποία δεν πρέπει να διακόπτουμε την κοινωνία αν δεν είναι αποδεδειγμένα; Κατά τους Κανονολόγους είναι η πορνεία, η ιεροσυλία, η επί χρήμασι χειροθεσία (σιμωνία) και η αθέτηση των κανόνων:

Ο Βαλσαμών: «...όταν προφάσει εγκληματικής τινος ὑποθέσεως καθ' εαυτόν τις τοῦ οἰκείου ποιμένος καταγνώσεται... εγκληματικά δε αιτιάματα εισί πορνεία, ιεροσυλία και των κανόνων αθέτησις» (P. G. 137, 1068-1069).

Ο Ζωναράς: «…προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και την ένωσιν διασπώντων της Εκκλησίας, ότε δηλαδή πορνείαν ίσως αιτιωμένω προσάπτουσιν, ιεροσυλίαν, η επί χρήμασι χειροθεσίαν, ή άλλα τοιαύτα τινά». P. G. 137, σελ. 1069

Και δεν πρέπει να υπάρχει διακοπή της κοινωνίας για αυτές τις παραβάσεις, όταν δεν είναι αποδεδειγμένες, διότι αυτές αν ισχύουν έχουν προσωπικές επιπτώσεις στον επίσκοπο και όχι στην Εκκλησία

Αν όμως γίνονται φανερά, είναι δηλαδή αποδεδειγμένες, τότε, επειδή έχουν επιπτώσεις και στην Εκκλησία, πρέπει να αποτειχιζόμαστε από έναν τέτοιον Επίσκοπο, όπως διδάσκει και ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ» (P.G. 99, 1668). 

Κοντολογίς, αν ακουστεί για κάποιον Επίσκοπο π.χ. ότι είναι πόρνος, τότε απαγορεύεται να διακόψουμε την κοινωνία μαζί του και όποιος κληρικός χρησιμοποιήσει ως πρόφαση αυτήν την φήμη και το πράξει, τότε καθαιρείται από τους Κανόνες ως φίλαρχος. Αν όμως ο Επίσκοπος δημοσίως και ξεδιάντροπα πορνεύει, τότε φυσικά επιβάλλεται η διακοπή κοινωνίας, διότι αφενός μεν πράττει αποδεδειγμένα "παρά το καθήκον και δίκαιον", αφετέρου δε η μετ' αυτού κοινωνία μας αποξενώνει από τον Θεό και μας πηγαίνει κατά διαβόλου! 

Επίσης για τις παραβάσεις των Κανόνων παρατηρεί ορθότατα ο μακαριστός π. Θεοδώρητος ότι, «δέον να νοούνται πάντοτε ως προσωπικαί παραβάσεις και ουχί επ’ Εκκλησίας αθέτησις ή καταφρόνησις των Κανονικών Διατάξεων και Παραδόσεων της Εκκλησίας» (περιοδικό «Εκκλησιαστική Παράδοσις», αρ. φύλ. 117 [2001]). Ερμηνεύοντας δε, ο ίδιος πατήρ, τον ΛΑ΄ Αποστολικό Κανόνα γράφει επίσης τα εξής διαφωτιστικά, τα οποία συνοψίζουν όσα είπαμε παραπάνω: «ὁ Κανὼν ἀναφέρεται εἰς αἵρεσιν καὶ ἀδικίαν, ἤτοι πτώσεις μὴ περιοριζομένας εἰς τὸν ἀμαρτάνοντας ἐπίσκοπον , ἀλλὰ προσβαλλούσας, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ δίκαιον τοῦ ὑπ᾿  αὐτὸν ποιμαινομένου λαοῦ» (Κανονική θεώρησις του ημερολογιακού σχίσματος, Αθήνα, 1976, σελ. 16).

Αποκαλυπτικότατη είναι και η διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου επί του θέματος: «Ἐάν οὖν ἴδης ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχης ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου ἤ ‘Επισκόπου ἤ διακόνου ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι΄ εί ἐστί σώφρων, εἰ ἐστί φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ἄδην, νοσῶν χρήματα καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν΄ οὐ γάρ ἐστί ποιμήν ἐπιστημονικός, ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δέ οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖα ἐπί τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ ποιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τούς Χριστεμπόρους, ὅτι φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; ‘Εκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἄκανθας παρακοῆς καί τριβόλους ἀδικημάτων καί δένδρα πονηρά. ‘Εάν ἴδης συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ ποῦς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα.  Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, ἤ σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσι εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας» (P.G. 26, 1253). Και αλλού: «Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα μή τόν αἰσθητόν, ἀλλά τόν νοητόν΄ οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαιΣυμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (στο ίδιο, 1257).

Κλείνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός της Αποτειχίσεως πάντοτε είναι να προκληθεί συνοδική κρίση και να αποφανθεί δικαίως. Εάν βεβαίως η Σύνοδος προσπαθήσει να συγκαλύψει τον εκπεσόντα Επίσκοπο τότε απλά αποδεικνύει εαυτήν Ψευδοσύνοδο και η Αποτείχιση συνεχίζεται μέχρι μία μεγαλύτερη Σύνοδος να δώσει την λύση. Σημειωτέον ότι έσχατο κριτήριο για την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί η Οικουμενική ή Πανορθόδοξη Σύνοδος.

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η' ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεθώνης κ. Ἀμβροσίου)

 



ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

ESPERINOS AG XRYSOSTOMOU 23 4 of 69

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

               Κάποιοι προβάλλουν τὸν Θεὸ σὰν τιμωρό. Ἄλλοι σὰν ἐντελῶς ἀδιάφορο καὶ ἀπόντα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, βαδίζοντας τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδό, κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».

               Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅπου ὁ Χριστός, ἀνοίγοντας τὸ πάνσοφό Του στόμα, ἐκφώνησε τὴν πολὺ γνωστὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.

               Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ Ἱερουσαλὴμ στὴν χαμηλὴ Ἱεριχώ, δέχθηκε ἄγρια ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν σοβαρά, τὸν καταλήστεψαν, ἀφήνοντάς τον κυριολεκτικὰ μισοπεθαμένο. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, κάποιος Ἱερέας πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτό, ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδε, ἀμέσως ἔστριψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριά του. Ὕστερα, πέρασε ἕνας Λευίτης. Οἱ Λευίτες ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως, θὰ περιμέναμε ὅτι σὰν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ βοηθοῦσε τὸν τραυματία.Ἔφυγε, ὅμως, κὶ αὐτὸς δίχως νὰ δώσει σημασία. Τελικά, λίγο ἀργότερα περνάει ἀπὸ τὴν ὁδὸ ἕνας Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἔτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη ἀντιπάθεια. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Σαμαρείτης, βλέποντας τὸν ἐτοιμοθάνατο ἄνθρωπο, τὸν λυπήθηκε. Ἔτρεξε κοντά του, τοῦ καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, τὶς ἔδεσε γιὰ νὰ παύσει ἡ αἱμορραγία καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ γαϊδουράκι του, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο. Ἐκεὶ τὸν περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, φεύγοντας, ἔδωσε στὸν ξενοδόχο δύο νομίσματα καὶ τοῦ εἶπε: «φρόντισε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἂν τυχὸν ξοδέψεις περισσότερα, ὅταν ξανὰ ἔρθω θὰ στὰ ξεπληρώσω. 

               κούγοντας μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ αὐτή, κάνουμε εὔκολα μία συσχέτιση. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Γλυκύτατος Νυμφίος Χριστός, «ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ΄ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι», ὅπως ἀναφέρεται στὴν ὑμνολογία. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, τὸ θύμα τῶν ληστῶν, ὁ ἐτοιμοθάνατος τραυματίας, εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ψηλότερο σημεῖο, τὴν πνευματικὴ ζωή, πορευόμαστε πρὸς τὸ χαμηλότερο σημεῖο, τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, πέφτουμε θύματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς κατατραυματίζουν τὴν ψυχή –πολλὲς φορὲς καὶ τὸ σῶμα- καὶ ληστεύουν ὅ,τι καλὸ εἴχαμε ἀποκτήσει. Τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ἄτιμοι αὐτοὶ ληστές, μᾶς ἀφήνουν μισοπεθαμένους, πονεμένους, ἔρημους νὰ περιμένουμε μία χείρα βοηθείας. Ἔρχονται κάποια στιγμὴ δύο ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους κάποτε εἴχαμε ἀκουμπήσει τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μᾶς δίνουν σημασία. Βλέπουν, μὰ ἀποστρέφονται τὴν ταλαιπωρημένη ὕπαρξή μας. Ἔρχεται τότε ἕνας Ξένος, ἕνας Ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς, τὸν Ὁποῖο ἐνῶ νομίζαμε ὅτι ξέρουμε, στὴν πραγματικότητα δὲν εἴχαμε δώσει στὸν ἑαυτό μας τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει οὐσιαστικά. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ ἔτσι ταλαιπωρημένους ὅπως μᾶς βλέπει, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα πολύτιμη φροντίδα. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται τοὺς πάντες, μᾶς περιποιεῖται καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναθέτει στὸν Λειτουργό, τὸν Ἀρχιερέα ἢ τὸν Ἱερέα. Τοῦ δίνει ἀφενὸς τὸν Λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφετέρου τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Μὲ αὐτά, τοῦ παραγγέλει νὰ μᾶς φροντίσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματός μας σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ τὸν βεβαιώνει: «Λειτουργέ, ἂν κάποτε γιὰ νὰ βοηθήσεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ξοδέψεις καὶ θυσιάσεις πράγματα ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἂν θυσιάσεις τὸν ἐλεύθερο χρόνο σου, τὸν χρόνο μὲ τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ξεκούρασή σου ἢ ἀκόμη καὶ χρήματα, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ στὰ ἀποδώσω ὅλα». 

               Βλέπουμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, ἀλλὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη.  Ἐφαρμόζει τὴν ἀγάπη μὲ τὴν θυσία Του. Ἀγάπη δίχως θυσία δὲν νοεῖται. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης θυσιάζει τὸ πρόγραμμά του, θυσιάζει τὴν σωματική του δύναμη, θυσιάζει τὰ χρήματά του, θυσιάζει τὶς προκαταλήψεις Ἰουδαίων – Σαμαρειτῶν καὶ προσφέρεται ὅλος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα. 

               Τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε ἀπὸ δύο ὄψεις· ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ τραυματία, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη τῆς βοήθειας κάποιου πνευματικὰ ἀνωτέρου του καὶ ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθῆκον μας νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιαζόμαστε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.

               Εἶπα μόλις τώρα μία λέξη κλειδί: «νὰ μιμηθοῦμε». Ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει: «ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, Ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». «Ὅπως ἐγὼ ἔγινα πλησίον σας καὶ θυσιάσθηκα γιὰ ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ γίνετε οἱ πλησίον τῶν συνανθρώπων σας, δηλαδὴ νὰ τοὺς πλησιάσετε, καὶ νὰ θυσιάζεσθε γιὰ αὐτούς». 

               Στὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, μὲ κάθε σπιθαμὴ τῆς ὕπαρξής του, ὁ σήμερα τιμώμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

               Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σημαντικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ γονεῖς του, Σεκοῦνδος καὶ Ἀνθοῦσα ἦταν ἐπιφανῆ πρόσωπα τῆς κοινωνίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ Ἁγία μητέρα του, ἀφιέρωσε ὅλο τὸ εἶναι της στὴν χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἰωάννη, καὶ μάλιστα μόνη της, δίχως νὰ παντρευτεῖ ἄλλον σύζυγο, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της. 

               δη ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ἀξιοσημείωτη ἔφεση στὴν μάθηση καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε νὰ σπουδάσει στὸν ξακουστὸ διδάσκαλο Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἦταν εἰδωλολάτρης. Τόσο σπουδαῖος ἦταν ὁ Ἰωάννης στὰ μαθήματα, ὥστε ὁ Λιβάνιος νὰ πεῖ «Τὸν Ἰωάννη θὰ ἄφηνα διάδοχό μου, ἀλλὰ μοῦ τὸν κέρδισαν οἱ Χριστιανοί».

               Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ Ἰωάννης μπῆκε στὸ Μοναστήρι, χειροτονήθηκε Διάκονος καί, ἀργότερα, Πρεσβύτερος. Καὶ ἐδὼ ξεκινᾶ ἐπίσημα ἡ δράση του ὡς «Καλοῦ Σαμαρείτου». Ποιός πτωχὸς δὲν ἔφαγε ἀπὸ τὰ χέρια του; Ποιά χήρα δὲν βρῆκε στήριξη; Ποιό ὀρφανὸ δὲν χάρηκε τὴν προστασία του; Ποιός δίκαιος δὲν ἀναπαύθηκε μὲ τὴν πορεία του; Ποιός ἁμαρτωλὸς δὲν βίωσε τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ νουθεσία του; Τόσο ξακουστὸ ὑπῆρξε τὸ ἔργο του καὶ τὰ γεμάτα ζῆλο θεῖα κηρύγματά του, ὥστε δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώξει, βρέθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀνέλαβε τὰ ἠνία τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

                λύχνος τοποθετήθηκε, τότε, πάνω στὴν λυχνία καὶ τὸ ἔργο τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» πολλαπλασιάσθηκε. Θυσίασε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων. Ποτὲ κανέναν δὲν περιφρόνησε, ποτὲ κανέναν δὲν ἀπαξίωσε ὅπως ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Λευίτης τῆς παραβολῆς. Πάντοτε συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου. Τοὺς μὲν πτωχοὺς καὶ ἀδυνάμους τοὺς στήριζε καὶ ὑπερασπιζόταν δίχως φόβο καὶ πάθος τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ, τοὺς δὲ ὑποκριτὲς καὶ ἀδίκους, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι καπηλεύονταν τὴν κοσμικὴ ἢ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τους εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων, τοὺς ἔλεγχε μὲ ἀπαράμιλλη παρρησία μήπως καὶ συνέλθουν καὶ σώσουν τὶς ψυχές τους. 

               πῆρξε ἄνθρωπος καὶ Ποιμενάρχης δίκαιος, μὲ ὄραμα τὴν χρηστὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἤθελε ὅλοι οἱ Ἱερεῖς, οἱ Διάκονοι καὶ οἱ Ἐπίσκοποι νὰ εἶναι φῶς γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν συμβιβάστηκε μὲ ὅποια τυχὸν παρανομία τους. 

                ἔλεγχος του καὶ ἡ εὐθύτητά του εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μισηθεῖ θανάσιμα. Τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν μίσησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἦταν ἡ Αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποία τὸν ἐξόρισε πρώτα στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔγινε πόλος ἕλξης γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἔσπευδαν νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε σὲ τόπο ἀκόμη μακρύτερο καὶ ἔρημο. Στὸν τόπο αὐτὸ δὲν πρόλαβε νὰ φτάσει διότι τὸν πρόλαβε ὁ θάνατος. 

               Συκοφαντήθηκε, διώχθηκε, χτυπήθηκε, ἐμπαίχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς (κοστίζει, βλέπετε, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς δίκαιος καὶ εὐθύς). Παρὰ ταῦτα, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ πάγχρυσο στόμα του ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! 

               πανέρχομαι στὴν μίμηση. Ὅ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς δίδαξε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ τιμήσουμε τὴν ἑορτὴ ἑνὸς Ἁγίου, πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του. 

                Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου, νὰ σᾶς δίνει ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία, φώτιση καὶ κάθε εὐλογία στὴ ζωὴ καὶ τὶς οἰκογένειές σας. Στὸν δὲ Ἐπίσκοπό σας, εἴθε νὰ δίνει τὴν δύναμη νὰ μιμεῖται στὸ ἐλάχιστο τὸν Καλὸ Σαμαρείτη πρὸς ὄφελος τοῦ ποιμνίου. Στὴν δὲ Ἐκκλησία νὰ στείλει ἀνθρώπους Ἁγίους, ὅπως τοὺς ἤθελε ὁ Μέγας Χρυσόστομος. Ἀμήν!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΡΕΤΗΣ (Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμῶνος κ.Κλήμεντος)

 

ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ (π.Εὐθύμιος Μπαρδάκας)

 Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νεκταριος\


(Τό αφιερώνω στόν Μακαριστόν Ποιμενάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατακτητήν της καρδιάς μου καί Αστέρα Μέγιστον της Ορθοδοξίας, Αγιον Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον εκ Μαδύτου!!!


…………Ἡ ἐγκυρότης, εἶναι κάτι τό ὁποῖο ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ ἀπό τόν Πιστό, ὁ ὁποῖος διά τῆς συμπεριφορᾶς του καί τῆς ἐν γένει παρουσίας του στό περιβᾶλλον του, κερδίζει τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀποδοχή τῶν γύρω του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἒχη θετική ἐπίδραση ἐπάνω τους καί νά «μετροῦν» ο λόγος του καί αἱ θέσεις του.
Τό ἲδιο, φυσικά, συμβαίνει καί μέ τόν ὃρο «ἐπίδρασις».
Αἱ ἰδιότητες αὐταί, ἐνυπάρχουν στον ἀληθινά Πιστό, καί ἀποτελοῦν ΔΩΡΑ τῆς ἰδίας του τῆς Πίστεως (π.Ευθύμιος).

Ὁ Ἃγιος Νεκτάριος, μεταξύ τῶν πολλῶν Προσευχῶν καί Διδαχῶν τίς ὁποῖες μᾶς ἂφησε, μᾶς ἒδωσε καί ἓνα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ κείμενο, στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ κατά τρόπο, ὂχι μόνον γλαφυρό ἀλλά καί μέ καταπληκτικῆς ἐπιτυχίας στόχευση, στήν ΟΥΣΙΑ τοῦ θέματος τό ὁποῖον θίγει.
Εἶναι τό περί ΠΙΣΤΕΩΣ κείμενό του, τό ὁποῖο πρέπει νά μελετήσωμε καί νά άναλύσωμε ὃσο καλλίτερα μποροῦμε.
Μᾶς λέγει:
«Ἡ Πίστις εἶναι τό ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἐν τῆ καρδία τῶν πιστῶν φυτευμένον δένδρον, τοῦ ὁποίου οἱ καρποί εἶναι το ΘΑΡΡΟΣ, ἡ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ, ἡ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΙΣ, ἡ ΥΠΟΜΟΝΗ, ἡ ΚΑΡΤΕΡΙΑ, ἡ ΙΣΧΥΣ και ἡ ΒΟΥΛΗΣΙΣ.
Την ἀλήθειαν ταύτην, μαρτυροῦσι τά κατορθώματα τῶν Ἁγίων και ἐνδόξων Πατέρων μας, οἳτινες τοιαῦτα καί τηλικαῦτα ἒργα εἰργάσαντο καί ἠγωνίσαντο Βασιλείας…… Και κατώρθωσαν διά τῶν μεγάλων ἐκείνων ἀγώνων να ἐπικρατήση ἡ Ὀρθοδοξία»
Ὃλες αὐτές οἱ ἰδιότητες τίς ὁποῖες χαρίζει στον Πιστό ἡ ΠΙΣΤΙΣ, ἂν τίς προσέξωμε θά δοῦμε πώς τόν καθιστοῦν ΑΤΡΩΤΟΝ σέ κάθε ἐπίθεση τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τοῦ δίδουν τήν δυνατότητα νά άντιμετωπίση κάθε εἲδους ἐπιβουλή.
Εἰδικῶς στίς ἡμέρες μας, δηλαδή στήν σημερινή πραγματικότητα στήν ὁποία ΚΥΡΙΟΣ στόχος τῶν πάσης φύσεως σκοτεινῶν δυνἀμεων εἶναι ἡ Χριστιανωσύνη καί εἰδικῶς ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, αὐτά τά «ὃπλα» μᾶς εἶναι ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ.
Γιά νά ἀξιοποιηθοῦν, ὃμως, πλήρως, εἶναι φυσικόν νά πρέπη νά τά γνωρίζωμε πολύ καλά.
Ἂς προσπαθήσωμε, λοιπόν, νά γνωρίσωμε καλλίτερα αὐτά τά «ὃπλα», ἐμβαθύνοντας, κατά τό δυνατόν, στα νοήματα τά ὁποῖα, ἓκαστον ἐξ αὐτῶν ἐκφράζει, ἐξετάζοντας κατ’ἀρχήν τήν σημασίαν ἑκάστης λέξεως κατά τήν καθαρῶς «γλωσσικήν» της διάστασιν καί ἐν συνεχεία προσπαθῶντας νά «εἰσέλθωμε» στό νόημα μέ τό ὁποῖο ὁ Ἃγιος Νεκτάριος τήν Χρησιμοποιεῖ.

ΘΑΡΡΟΣ
Εἰς τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν ἡ λέξις Θάρρος, σημαίνει κυρίως : «ἀφοβία», «κουράγιο», «τόλμη πρός πρᾶξιν τινά ἢ ἐναντίον κάποιου».
Ἡ Πίστις λοιπόν, μᾶς ὁπλίζει μέ τίς ἀνωτέρω ἰδιότητες καί δυνάμεις, πού, ὃπως γίνεται εὐχερῶς ἀντιληπτὀν, εἶναι γιά κάθε Πιστό, «ὃπλα» πολύ ἰσχυρά
Τό δένδρον, λοιπόν,τῆς Πίστεως, καθιστᾶ τόν Πιστόν ἱκανόν νά ΜΗ ΦΟΒΑΤΑΙ τούς κινδύνους πού τοῦ παρεμβάλλουν στον δρόμο του αἱ σκοτειναί δυνάμεις, τόν ἐφοδιάζει μέ τό κουράγιο πού ἀπαιτεῖται νά ἒχη προκειμένου νά ἀντιμετωπίση τίς δυσκολίες αἱ ὁποῖαι λυγίζουν τούς, μακρᾶν τῆς Πίστεως, ἀνθρώπους καί τόν καθιστᾶ ἱκανόν νά μή διστάζη νά προβαίνη εἰς ἐνεργείας ἀκόμα καί ἐνεργητικῆς ἀντιδράσεως ἒναντι κακοδόξων, αἱρετικῶν καί προσπαθούντων νά διασπάσουν καί νά βλάψουν τάς Ὀρθοδόξους διδασκαλίας καί Ἀρχάς.
Εἶναι τό ὃπλον μέ τό ὀποῖον οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας ἀντιμετώπισαν ἀπειλάς, βασανιστήρια ἀκόμα καί τόν σωματικόν θάνατον πού τούς ἐπέβαλαν οἱ παντεῖοι διῶκται των.
Εἶναι ἡ ἐσωτερική ἐκείνη δύναμις ἡ ὁποία ὣπλισε τούς ΠΑΙΔΑΣ ΕΝ ΤΗ ΚΑΜΙΝΩ καί τούς κατέστησε ἀτρώτους ἀπέναντι τῶν παμφάγων πυρίνων γλωσσῶν.
Εἶναι ἡ δύναμις ἡ καθιστῶσα τούς ΑΛΗΘΩΣ Πιστούς Ἱερωμένους (ἀλλά καί Λαϊκούς), ἱκανούς νά μή φοβοῦνται νά ἐλέγξουν τάς ἀντιορθοδόξους καί αἱρετικάς θέσεις ρασοφόρων καί μή, κατεχόντων ἐξεχούσας θέσεις εἰς τήν Ἱεραρχίαν διαφόρων κακοδόξων ὁμάδων ἀτόμων, ἀνεξαρτήτως τῶν συνεπειῶν.
Καί τό θάρρος αὐτό, ἒρχεται ὡς φυσική συνἐπεια τῆς ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ πώς Ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεώς μας, εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν εἰς τό πλευρόν τοῦ Πιστεύοντος μέ ΖΕΟΥΣΑΝ καί ΕΝΕΡΓΟΝ πίστιν.
ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
Μέ τόν ὃρον αὐτόν, ἡ Ἑλληνική Γλῶσσα, ἀποδίδει τό «μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς», τήν «μεγαλοφροσύνην», τήν «γενναιοδωρίαν» (ἀλλά καί ἀρνητικές ἰδιότητες ὃπως π.χ. «ψευτοπαλληκαριά», «ὑπεροψίαν», «καυχησιολογίαν», πού, ὃπως εἶναι φυσικόν, δέν ἒχουν σχέσιν μέ τήν ἒννοιαν τἠν ὁποίαν προσδίδει εἰς τόν ὃρον Ὁ Ἃγιος Νεκτάριος)
Κυρίως, ἐδῶ, ὁ ὃρος χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπισημάνη τήν ὓπαρξιν γενναιοδωρίας, τόσον εἰς ὑλικά θέματα ὃσον καί εἰς θέματα ἁπτόμενα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καί τῆς ἀνεκτικότητος ἒναντι τῶν κακοτήτων τῶν ἐκδηλουμένων ὑπό συνανθρώπων μας.
Ἡ μεγαλοψυχία, ἒχει ἂμεσον σχέσιν μέ τό νά μή «ξεσυνεριζόμαστε» (ὃπως λέει ὁ Λαός μας) τίς ἐπιβουλές, τίς κακόβουλες, καθ’ἡμῶν, ἐνέργειες καί τίς πάσης φύσεως βλαπτικές ἐνέργειες, τίς προερχόμενες ἀπό συνανθρώπους μας καί ἀντί νά τούς «καταρώμεθα» νά παρακαλοῦμε Τόν Κύριο νά τούς συνετίση καί νά μή τούς καταμετρήση τίς ἐχθρικές των ἀντιδράσεις, ενῶ ἐμεῖς τούς ἒχωμε συγχωρήσει άπό μέσα τήν καρδιά μας.
ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ
Ἡ αὐταπάρνηση, εἶναι ταυτόσημος μέ τήν αὐτοθυσία καί σημαίνει, κατά βάσιν, τήν «πιστή ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος».
Σημαίνει, ὃμως, πολύ περισσότερα.
Εἶναι ἡ ἑδραία ἀπόφασις τοῦ ἀνθρώπου, νά μή «λογαριάση» οὒτε τήν ἲδια του τήν ζωή, προκειμένου νά παραμείνη πιστός στις ἐντολές τῆς Πίστεώς του καί νά σταθῆ στό πλευρό κινδυνευόντων συνανθρώπων του, γιά νά τούς βοηθήση ὃσο μπορεῖ.
Ἡ ἀδιαφορία γιά τά ταπεινά, γήινα καί ὑλικά συμφέροντα, μέσα στα ὁποῖα συμπεριλαμβάνεται καί ἡ ἲδια του ἡ ζωή, προκειμένου νά μή γίνη ἐπίορκος καί περιφρονήση τά νάματα τῆς Πίστεώς του, πρέπει νά γίνη βίωμα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἂν θέλη νά εἶναι πραγματικά μέλος τοῦ ποιμνίου Τοῦ Κυρίου μας.
Πρέπει νά ἐνθυμούμεθα πάντοτε, πώς οἱ παντεῖοι ἐχθροί πού κατέκτησαν καί βασάνισαν τόν Λαό μας, τό ΠΡΩΤΟ πού ζητοῦσαν ἦτο τό νά ΑΛΛΑΞΟΠΙΣΤΗΣΩΜΕ...! μέ τήν ἀπειλή Βασανιστηρίων καί θανάτου...!
Καί ἐκεῖ ἡ αὐταπάρνησις πρέπει νά θριαμβεύση. Ὃταν ὁ Λαός μας εἶχε ὡς προμετωπίδα του «ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΗΝ ΑΓΙΑ», οὐδείς ἐδέχετο αὐτόν τόν ταπεινωτικόν καί προδοτικόν συμβιβασμόν, ἀλλά προτιμοῦσε ἀκόμα καί αὐτόν τόν θάνατον, προκειμένου νά μή προδώση τήν Ἁγίαν του Πίστιν (μέ τάς ἀπαραιτήτους, πάντοτε, ἐξαιρέσεις).
Καί ὃταν οἰ δυνάστες ἒβλεπαν τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν δύναμιν πού ἒκρυβαν στά στήθη των οἱ «ραγιάδες» πού ἒδειχναν τόσην αὐταπάρνησιν, πολλές φορές, λύγιζαν οἱ ἲδιοι, καί μάλιστα, ἀρκετοί μετεστράφησαν καί ἂλλαξαν αὐτοί...!
Τό παράδειγμα αὐτῶν πού διέθεταν αὐτήν τήν δύναμιν στούς νεωτέρους, ἦτο πάντοτε καταλυτικόν καί εὐεργετικόν, καθ’ὃσον ἀτσάλωνε τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν αὐταπάρνησιν καί τῶν νεωτέρων.
ΥΠΟΜΟΝΗ - ΚΑΡΤΕΡΙΑ
Ἡ ὑπομονή, ἡ ὁποία εἶναι σχεδόν ταυτόσημος μέ τήν καρτερίαν, εἶναι ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ ἀνεκτικότης.
Ὃ,τι καί νά μᾶς συμβαίνη, δέν πρέπει νά ἀπελπιζώμεθα.
Μέ τά μάτια μας στραμμένα στον Οὐρανό, μέ τήν θερμή καί μετά οὐσιαστικῆς Πίστεως Προσευχή μας, καί μέ τήν ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ πώς, ἐκεῖ ψηλά, Ὁ Κύριός μας μᾶς ἀκούει καί εἶναι πάντοτε ἓτοιμος νά μᾶς παράσχη τήν ἀμέριστη βοήθειά Του, δέν δικαιούμεθα νά ἀγωνιοῦμε ὑπερμέτρως, νά ἀπελπιζώμεθα καί νά καταρρέωμε, μή ἒχοντες ὑπομονήν καί καρτερίαν.
Ὃλες οἱ δυσκολίες παρέρχονται καί τό μόνο πού ἀφήνουν πίσω τους εἶναι ἡ πικρή γεύση τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας μας.
Οἱ δοκιμασίες, πάσης φύσεως, πρέπει νά γίνωνται ΜΑΘΗΜΑΤΑ καί νά μᾶς φέρνουν πιό κοντά στήν Προσευχή, τήν Ἱκεσία μας πρός τόν Οὐράνιον Πατέρα μας καί τήν διάθεσίν μας νά ὑπομείνωμεν τά πάντα μέ τήν ΕΛΠΙΔΑ νά μή λείπη ἀπό τήν ψυχή μας, διότι ἡ ἀπελπισία εἶναι ἓνα ἀπό τά σατανικά ὃπλα πού χρησιμοποιοῦν αἱ σκοτειναί δυνάμεις γιά νά ποδηγετήσουν τούς ἀνθρώπους...!
Στό μυαλό τῶν ἀνθρώπων, «μπαίνουν» σκέψεις (ὂχι ἀπό μόνες τους βέβαια), ὃπως «χάθηκαν ὃλα», «δέν ὑπάρχει ἐλπίδα», «καταστροφή», κ.λπ., πού μεταβάλλουν τό ἂτομο σέ μία καταρρακωμένη προσωπικότητα, πού ὁδηγεῖται σταδιακῶς στόν μαρασμό, τήν ἀπομόνωσή του καί τελικῶς στήν ἀπελπισία καί τήν καταφυγή του σέ ψυχιάτρους καί ἀρρωστημένες καταστάσεις.
Ἡ Ἁγία Ὑπομονή, περιμένει τήν ἐπίκλησή μας, προκειμένου νά σταθῆ δίπλα μας καί νά μᾶς στηρίξη σέ ΚΑΘΕ μας δύσκολη στιγμή.
Καί αὐτήν τήν δυνατότητα τήν «κερδίζει» ὁ κάθε Πιστός Χριστιανός, αὐτομάτως μέ τό νά ἒχη ΖΕΟΥΣΑ καί ΕΝΕΡΓΟ πίστιν...!
ΙΣΧΥΣ
Πολλές οἱ σημασίες πού ἒχει αὐτή ἡ λέξις. «σωματική δύναμις, ρώμη», «στρατιωτική δύναμις», «ἐξουσία», «δύναμις ἐπιβολῆς», «ὑλική βία», «ἐπίδρασις», «ἐγκυρότης», φυσικά, μποροῦμε εὐχερῶς νά ἀπορρίψωμε τάς σημασίας αἱ ὁποῖαι δέν συνάδουν μέ τό νόημα τῆς «γραφῆς» τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, («στρατιωτική δύναμις- ἐξουσία-δύναμις ἐπιβολῆς- ὑλική βία), ὁπότε μᾶς μένουν αἱ σημασίαι «ἐπίδρασις» καί «ἐγκυρότης».
Ἡ ἐγκυρότης, εἶναι κάτι τό ὁποῖο ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ ἀπό τόν Πιστό, ὁ ὁποῖος διά τῆς συμπεριφορᾶς του καί τῆς ἐν γένει παρουσίας του στό περιβᾶλλον του, κερδίζει τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀποδοχή τῶν γύρω του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἒχη θετική ἐπίδραση ἐπάνω τους καί νά «μετροῦν» λόγος του καί αἱ θέσεις του.
Τό ἲδιο, φυσικά, συμβαίνει καί μέ τόν ὃρο «ἐπίδρασις».
Αἱ ἰδιότητες αὐταί, ἐνυπάρχουν στον ἀληθινά Πιστό, καί ἀποτελοῦν ΔΩΡΑ τῆς ἰδίας του τῆς Πίστεως.
ΒΟΥΛΗΣΙΣ
Τά «Πιστεύω» καί τά «Θέλω» τοῦ κάθε Πιστοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστιν του καί κατά συνέπειαν, πρέπει νά συνειδητοποιηθῆ ἀπό ΟΛΟΥΣ, πώς ἡ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΒΟΥΛΗΣΙΣ μέ τήν ὁποίαν μᾶς «ὣπλισε» Ὁ Πανάγαθος, πρέπει νά κατατεθῆ εἰς τούς πόδας Του, μέ τήν θερμή παράκληση, τήν ΙΚΕΣΙΑ θά λέγαμε, νά μᾶς κατατάξη στό ποίμνιό του.
Ἡ Βούλησις αὐτή, σημαίνει πώς ὁ Πιστός ὑλοποιεῖ καί ἀκολουθεῖ τό «ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ», δέν πειθαναγκάζεται καί δέν ἐκβιάζεται νά ἀκολουθήση τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά μέ τήν θέλησή του ἀκολουθεῖ τόν δύσκολο δρόμο τῆς Ἀρετῆς καἰ ὂχι τόν, φαινομενικῶς, «εὒκολον» καί γεμᾶτον «διασκέδασιν» καί «γλέντι» δρόμον τῆς ἁμαρτίας.
Ὃλα αὐτά, τά κλείνει μέσα στό μικρό του κείμενο ὁ Ἃγιος Νεκτάριος, καί μᾶςἐπισημαίνει τήν δύναμίν των, μέ τό νά μᾶς θυμίζη πώς μέ αὐτά τά «ὃπλα» Ἃγιοι καί ἒνδοξοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, «...τοιαῦτα καί τηλικαῦτα ἒργα εἰργάσαντο καί ἠγωνίσαντο (ἀντιματώποισαν) Βασιλείας... καί κατώρθωσαν διά τῶν μεγάλων ἐκείνων ἀγώνων νά ἐπικρατήση ἡ Ὀρθοδοξία»...!
Ἂς μελετήσωμε λοιπόν, τά ΣΟΦΑ του λόγια καί ἂς προσπαθήσωμε νά κατανοήσωμε τό πόσα καί ποῖα «ὃπλα» μᾶς χαρίζει αὐτή ταύτη ἡ Ὀρθὀδοξος Πίστις...!
π.Ευθύμιος Μπαρδάκας