† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Καθὼς ὁ Χριστὸς πορευόταν πρὸς τὴν Ἰεριχώ, μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, κάποιος τυφλὸς ἄνδρας καθόταν στὸ πλάι τοῦ δρόμου καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Ξαφνικά, ἄκουσε θόρυβο ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ ρώτησε νὰ μάθει τὶ συνέβαινε. Τὸν πληροφόρησαν ὅτι θὰ περνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁδὸ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστό μας ὅτι πλῆθος ἀνθρώπων ἀσθενῶν εἶχε θεραπεύσει μὲ μόνο τὸν λόγο Του καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ λάμβανε καὶ ἐκεῖνος τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία. Ἔτσι, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἅπλωνε τὸ χέρι στὸν διαβάτη γιὰ νὰ λάβει τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄρχισε νὰ κράζει πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Πολλοὶ ποὺ τὸν ἄκουγαν, τὸν μάλωναν λέγοντάς του νὰ σιωπήσει. Ἀκάθεκτος ἐκεῖνος, συνέχιζε μὲ μεγαλύτερη ἔνταση «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Εἶχε δεῖ ὁ τυφλός. Εἶχε δεῖ αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι βλέποντες δὲν ἔβλεπαν. Εἶχε δεῖ ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ περνοῦσε ἀπὸ μπροστά του δὲν ἦταν ἕνας τυχαῖος, ἀλλὰ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Φωτοδότης τῆς ζωῆς μας. 

               κούγοντας ὁ Ἰησοῦς τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ, δὲν τὸν ἀπέφυγε, ἀλλὰ τὸν πλησίασε μὲ συμπάθεια. 

- Τί θέλεις; 

- Κύριε, θέλω νὰ δῶ. 

- Νὰ δεῖς! Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει!

τσι, εὐθὺς ἄνοιξε τὰ μάτια του ὁ πρώην τυφλὸς καὶ εἶδε. Τέτοια χαρὰ τὸν πλημμύρισε ποὺ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό· καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, ὅλος ὁ λαός. Καὶ ἔτσι, χαρούμενοι ὅλοι μαζὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό πρὸς τὴν Ἰεριχώ. 

               Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω γιὰ τὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ. Λένε κάποιοι «ὁ ἐπιμένων νικᾶ» καὶ ἔχουν δίκαιο. Ἡ ἐπιμονὴ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐξασφάλιση κάποιου καλοῦ ἔχει πάντοτε θετικὰ ἀποτελέσματα καὶ αὐτὸ διότι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ εὐλογεῖ. Τὸν τυφλὸ τῆς περικοπῆς, ὅταν ἔβγαζε φωνὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Χριστό, τὸν μάλωναν κάποιοι καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σταματήσει. Δὲν ἄκουσε κανέναν. Ἐκεῖνος εἶχε ἕναν σκοπὸ καὶ ἐπέμεινε σὲ αὐτὸν τὸν σκοπὸ μέχρι ποὺ νίκησε. Ἡ ἐπίμονη προσευχή του κίνησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει καλά. Θέλουμε κὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε καλά; Θέλουμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν κακό μας ἑαυτό, νὰ δοῦμε τὸ «Φῶς τὸ ἀληθινό»; Ἂν ἐπιμείνουμε, θὰ τὰ καταφέρουμε, διότι ὅπως εἶχε πεῖ κάποιος Ἅγιος: «εἶναι ἀδύνατον αὐτὸν ποὺ πασχίζει ἐν ἀληθείᾳ νὰ σωθεῖ, νὰ μὴν τὸν ἐλεήσει ὁ Κύριος»

                ὅλη στάση τοῦ τυφλοῦ ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἔστεκε καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, μᾶς διδάσκει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ μὴν κατακρίνουμε καὶ περιφρονοῦμε κανέναν συνάνθρωπό μας. Ἐκεῖνος, ὁ ζητιάνος, εἶδε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς; Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γίνει ὁ πιὸ Ἅγιος καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. 

               λλωστε, ὁ μακάριος τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου, στὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι δὲν θὰ ἔδιναν κὰν προσοχή, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε μεγάλη καὶ πολύτιμη κληρονομιά. Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἡ σύντομη αὐτὴ καὶ πολὺ δυνατὴ προσευχή, τὴν ὁποία οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς προτρέπουν νὰ λέμε συνεχῶς γιὰ νὰ ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς καὶ τὰ ἔργα μας, ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ πρὸς τὸν Χριστό: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». 

               Εὔχομαι, ὅπως ὁ τυφλὸς ἀξιώθηκε τῆς θεραπείας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θεραπείας καὶ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα μας μὲ σύμμαχο τὴν ἐπιμονή, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ τὶ λένε οἱ Σειρῆνες τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴν φωνὴ ἡ ὁποία θὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ θὰ λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            κούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ὅτι κάποιος νέος, πλούσιος σφόδρα, θέλησε νὰ πειράξει τὸν Κύριό μας, γιὰ αὐτὸ Τὸν πλησίασε καὶ ἀνέπτυξε μαζί Του τὸν ἑξῆς διάλογο: 

Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.

λα αὐτὰ τὰ κάνω ἀπὸ παιδί. 

Τότε, λοιπόν, (ἀφοῦ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ σοῦ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς), ἕνα σοῦ λείπει. Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσ΄ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. 

               χ! Πολὺ σκληρὰ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν νεαρό (καὶ ὄχι μόνο)· σὰν μαχαίρι στὴν καρδιά. Χωρὶς περισσότερα λόγια, κατέβασε λυπημένος τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριὰ καὶ αὐτὸ διότι εἶχε πολλὰ χωράφια καὶ πλούτη.

               Τὸ κακό, βέβαια, δὲν ἦταν ὅτι εἶχε χωράφια καὶ πλούτη. Ὄχι. Καὶ ἄλλοι εἶχαν χωράφια καὶ πλούτη, ἀλλὰ μὲ τὴν σωστὴ διαχείριση ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα τοῦ νέου; 

               Κάπου μέσα στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεὶ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Ὁ θησαυρὸς τοῦ νέου, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά του, τὸ πρῶτο καὶ κύριο ζητούμενό του, ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς ἦταν δεμένος μὲ αὐτά, ἀλλὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη ἦταν ἡ καρδιά του. Γιὰ αὐτὸ λυπήθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσει ὅλα στοὺς πτωχούς. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεριζώσει τὴν ἴδια τὴν καρδιά του. 

               Καὶ βέβαια, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα. Τοῦ εἶπε, ἁπλῶς, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Στὴν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας ἔφτασε ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς καὶ αἰσθανόταν ἀκόμη ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν ψυχή του. Δὲν αἰσθανόταν ἱκανοποιημένος. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι παρὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν βάδιζε πρὸς τὴν σωτηρία. 

               Αὐτὸ συνέβαινε διότι, πράγματι, κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἤξερε ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὶ ἦταν αὐτό. Τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος γινώσκει τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἔλειπε ἡ ψυχικὴ ἐλευθερία. Δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, διότι ἡ περιουσία του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω.  

                Κύριός μας τοῦ πρότεινε τὸ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του: ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό, ἀκτημοσύνη. Ἀκτημοσύνη σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα στὴν κατοχή μας. Ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δὲν φοβᾶσαι μήπως χάσεις κάτι. Μὲ κάθε δικαίωμα καὶ ἐξουσία μίλησε γιὰ ἀκτημοσύνη ὁ Δεσπότης Χριστός, διότι ἦταν καὶ ὁ Ἴδιος ἀκτήμων, καθὼς οὔτε μόνιμη κατοικία δὲν εἶχε. Οἱ Μαθητές Του ἦταν, ἐπίσης, ἀκτήμονες. Κὶ ὅμως, κατάφεραν καὶ ἐπιβίωσαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐπιβίωναν, ὅταν μέχρι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα οὔτε σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, τρέφονται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα;

               Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένων σὲ Ἐκεῖνον Μαθητῶν του, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μιμήθηκαν καὶ μιμοῦνται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ὅσοι ἀπαρνήθηκαν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ σήκωσαν τὸν Σταυρὸ τὴς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὴν ἀκτημοσύνη ἔχουν ὡς βάση οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Μοναχὲς καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν κατοπινὴ Ἀνάσταση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πορεία δοκιμάζουν πολλὲς φορὲς στεναχώριες, ἀλλὰ ὅλες καλύπτονται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐνίσχυση ποὺ προσφέρει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. 

               Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ἡ ἀκτημοσύνη φαντάζει ἀδύνατη ἢ καλύτερα «μωρία». Τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅμως, σφάλλουν ἀρκετὰ συχνά. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ καθημερινῶς. Τόσα πράγματα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὰ ὁποῖα τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουν τὴν ζημίωσή του. Γιὰ αὐτό, ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἀνέτρεψε τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, κηρύττοντας στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ εἰσὶ» καὶ «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

               Τὴν ἀκτημοσύνη προτείνει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Οἱ ὑπόλοιποι, ὀφείλουν πρὶν τὴν κοίμησή τους –μεταξὺ ἄλλων- νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχικὰ μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, νὰ συγχωρέσουν ὅσους τοὺς πίκραναν καὶ νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιοι πίκραναν καὶ δεύτερον, νὰ ἔχουν τακτοποιήσει τὸ μέλλον τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, σὲ ποιὸν θὰ μεταβιβασθεῖ τὸ κάθε τί. 

               πίσης, ἂν κάποιος θεωρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀκατόρθωτη τὴν τελειότητα διὰ τῆς ἀκτημοσύνης, τουλάχιστον ἂς μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ «πειράζει» τοὺς συνανθρώπους του, ἂς ἐργάζεται μὲ ταπεινοφροσύνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἔχει σὰν κορώνα στὸ κεφάλι του τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ : Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα (Φῶς τοῦ κόσμου)

 


ποστολικ νάγνωσμα Κυριακς Θ' Λουκά (φεσ. ε΄ 8-19)

δελφος τκνα φωτς περιπατετε· —  γρ καρπς το Πνεματος ν πσ γαθωσν κα δικαιοσν κα ληθείᾳ· — δοκιμζοντες τ στιν εὐ­­άρε­στον τ Κυρίῳ. κα μ συγκοινωνετε τος ργοις τος ἀ­­­­κρποις το σκτους, μλλον δ κα ἐ­­λγχετε· τ γρ κρυφ ­γινμενα π᾿ ατν ασχρν στι κα λγειν· τ δ πντα λεγχμενα π το φωτς φανεροται· πν γρ τ φανερομενον φς στι. δι λγει· γειρε  καθεδων κα νστα κ τν νεκρν, κα πιφασει σοι  Χριστς. ­Βλπετε ον πς κριβς περιπατεῖ­τε, μ ς σοφοι, λλ᾿ ς ­σοφοξαγοραζμενοι τν καιρν, τι α μραι πονηρα εσι. δι τοτο μ γνεσθε φρονες, λλ συνι­έν­τες τ τ θλημα το Κυρου. κα μ μεθσκεσθε ονν  ἐ­­­­στιν σωτα, λλ πληροσθε ν Πνεύ­ματι, λαλοντες ­ἑ­­­αυτος ψαλμος κα μνοις κα δας ­πνευματικας, δοντες κα ψλλον­τες ν τ καρδίᾳ μν τ Κυρίῳ.

1. «Τέκνα φωτὸς»

Πυκνὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης παρασύρει τὸν κόσμο σὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα. Κι ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει ν’ ἀναζητᾶ φῶς κι ἐλπίδα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ καλεῖ τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς νὰ γίνουν αὐτοὶ φῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἐφόσον εἶστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο, ἀκτινοβολεῖτε τὸ φῶς Του, γράφει. Κι ἐσεῖς λοιπόν, «ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε». Νὰ συμπεριφέρεστε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτός· σὰν ἄνθρωποι ποὺ ὅλη τους ἡ ζωὴ εἶναι φῶς, καὶ λάμπουν μὲ τὴν ἀρετή τους.

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου ἀπηχεῖ τὸν παρόμοιο λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄ 14). Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι ἔχετε προορισμὸ μὲ τὸ φωτεινό σας παράδειγμα καὶ μὲ τὰ λόγια σας, ποὺ μεταδίδουν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σὲ πνευματικὸ σκοτάδι.

Ὁ πιστὸς χριστιανὸς ὅταν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεται τὸ ἀναμμένο λυχνάρι ποὺ ρίχνει φῶς μέσα στὴ νύχτα καὶ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, καθέναν ὁ ὁποῖος ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν σωστὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν προορισμό του. Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ φῶς δριμὺς ἔλεγχος γιὰ τὸν πονηρὸ καὶ διεφθαρμένο κόσμο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ προβάλει καὶ ἐπιβάλει τὰ σκοτεινά του ἔργα ὡς τρόπο ζωῆς παρασύροντας πολλούς.

Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, νὰ πλημμυρίζει τὴ ζωή μας μὲ τὸ δικό Του φῶς, κι ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του καὶ τὴ συμμετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήρια, ὥστε νὰ γίνουμε, ὅπως γράφει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος, «τέκνα φωτός»!

2. «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν»

Συνεχίζοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὶς συμβουλές του πρὸς τοὺς Ἐφεσίους, τοὺς συνιστᾶ νὰ συμπεριφέρονται μὲ σύν­εση καὶ φρόνηση, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Τοὺς προτρέπει δηλαδὴ νὰ ἀξιοποιοῦν πνευματικὰ κάθε εὐκαιρία, νὰ τὴν ­ἁρπάζουν ἀμέσως. Νὰ μὴν τὴ χάνουν, διότι ἐξαιτίας τοῦ κακοῦ ποὺ ἐπικρατεῖ, οἱ ἡμέρες εἶναι γεμάτες σκάνδαλα, καὶ γι’ αὐτό, ἐνῶ οἱ εὐκαιρίες γιὰ τὸ καλὸ εἶναι σπανιότερες, οἱ ἀφορμὲς γιὰ τὸ κακὸ εἶναι πολὺ περισσότερες.

Πόσο ἐπίκαιρος ἀκούγεται ­σήμερα αὐ­τὸς ὁ θεόπνευστος λόγος! Ζοῦμε πρά­­γματι σὲ ἡμέρες ἀποκαλυπτικές: «αἱ ἡμέ­ραι πονηραί εἰσι». Στὶς μέρες μας τὸ κακὸ ὄχι ἁπλῶς κυριαρχεῖ, ἀλλὰ διατυμπανίζεται ὡς καλό. Καθημερινὰ βλέπουμε ὅτι διαστρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ καλοῦ, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ ἀληθινὰ ὡραίου. Ἡ βία, ἡ ἀνηθικότητα κι οἱ κάθε εἴδους ἁμαρτωλὲς ἐξαρτήσεις διαφημίζονται παντοῦ, ἀκόμη καὶ στὰ μικρότερα παιδιά.

Χρειάζεται λοιπὸν ἰδιαίτερη προσοχή. «Βλέπετε πῶς ἀκρι­βῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄ­σοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν», λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Προσέξτε! Μὴν παρασύρεστε ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ κόσμου. Μὴ σπαταλᾶτε τὸν χρόνο σας σὲ διασκεδάσεις ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή σας. Μὴν ἀφήνετε τὸν ἑ­αυτὸ σας ἐκτεθειμένο νὰ βλέπει καὶ νὰ διαβάζει ὁτιδήποτε προβάλλεται. Ἀξιοποι­ῆστε τὸν χρόνο σας συμμετέχοντας σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ διακονίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Φροντίστε νὰ ­καλλιεργεῖτε τὴν ψυχή σας μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ προσευχή. Κάνετε τὴν αὐτοκριτική σας, ἐξομολογηθεῖτε καὶ λάβετε δυνατὲς ἀποφάσεις γιὰ πιὸ συστηματικὸ ἀγώνα στὸ ἑξῆς. Τώρα εἶναι εὐκαιρία!

3. Μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς

Μὲ αὐστηρότητα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μίλησε στοὺς χριστιανοὺς γι’ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν. Ὡστόσο δὲν μένει στὸ ἀρνητικό. Τοὺς καλεῖ νὰ γευθοῦν καὶ τὶς χαρὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Λέγει: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλ­μοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠ­δαῖς πνευματικαῖς, ᾄδον­τες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑ­μῶν τῷ Κυρίῳ»· νὰ γεμίζετε μέσα σας μὲ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ τέρπετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, τραγουδώντας καὶ ψάλλοντας μὲ τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ψαλμωδία γαληνεύει τὸν ἄνθρωπο, καταπραΰνει τὰ πάθη, διώχνει τοὺς κακοὺς λογισμούς, δίνει ὤ­­θηση στὴν προσευχή. Γι’ αὐτὸ ­ἄλλωστε καὶ ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στὴ θεία λατρεία ὕμνους καὶ ψαλμωδίες, ἀφενὸς μὲν ὡς ἔκφραση δοξολογίας, ἀφετέρου δὲ ὡς μέσο ἀγωγῆς καὶ διδασκαλίας τῶν πιστῶν. Κι οἱ ἅγιοι Πατέρες, σύμφωνα μὲ τὸ γραφικὸ «εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (Ἰακ. ε΄ 13), μᾶς συνιστοῦν νὰ ψάλλουμε σὲ κάθε περίσταση ποὺ θέλουμε νὰ ξεκουράσουμε τὸ πνεῦμα μας ἢ νὰ τονώσουμε τὴν ψυχή μας.

Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ ἀναζητοῦμε ἁ­­­γνοὺς τρόπους ψυχαγωγίας καί, τὸ κυριότερο, ἂς καθαρίζουμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι μόνο τότε μποροῦ­με νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ H΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Κάποιοι προβάλλουν τὸν Θεὸ σὰν τιμωρό. Ἄλλοι σὰν ἐντελῶς ἀδιάφορο καὶ ἀπόντα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, βαδίζοντας τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδό, κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».

               Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅπου ὁ Χριστός, ἀνοίγοντας τὸ πάνσοφό Του στόμα, ἐκφώνησε τὴν πολὺ γνωστὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.

               Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ Ἱερουσαλὴμ στὴν χαμηλὴ Ἱεριχώ, δέχθηκε ἄγρια ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν σοβαρά, τὸν καταλήστεψαν, ἀφήνοντάς τον κυριολεκτικὰ μισοπεθαμένο. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, κάποιος Ἱερέας πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτό, ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδε, ἀμέσως ἔστριψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριά του. Ὕστερα, πέρασε ἕνας Λευίτης. Οἱ Λευίτες ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, θὰ περιμέναμε ὅτι σὰν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θὰ βοηθοῦσε τὸν τραυματία.Ἔφυγε, ὅμως, κὶ αὐτὸς δίχως νὰ δώσει σημασία. Τελικά, λίγο ἀργότερα περνάει ἀπὸ τὴν ὁδὸ ἕνας Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἔτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη ἀντιπάθεια. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Σαμαρείτης, βλέποντας τὸν ἐτοιμοθάνατο ἄνθρωπο, τὸν λυπήθηκε. Ἔτρεξε κοντά του, τοῦ καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, τὶς ἔδεσε γιὰ νὰ παύσει ἡ αἱμορραγία καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ γαϊδουράκι του, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο. Ἐκεῖ, τὸν περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, φεύγοντας, ἔδωσε στὸν ξενοδόχο δύο νομίσματα καὶ τοῦ εἶπε: «φρόντισε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἂν τυχὸν ξοδέψεις περισσότερα, ὅταν ξανὰ ἔρθω θὰ σ᾽ τὰ ξεπληρώσω. 

               κούγοντας μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ αὐτή, κάνουμε εὔκολα μία συσχέτιση. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Γλυκύτατος Νυμφίος Χριστός, «ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ᾽ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι», ὅπως ἀναφέρεται στὴν ὑμνολογία. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, τὸ θύμα τῶν ληστῶν, ὁ ἐτοιμοθάνατος τραυματίας, εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ψηλότερο σημεῖο, τὴν πνευματικὴ ζωή, πορευόμαστε πρὸς τὸ χαμηλότερο σημεῖο, τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, πέφτουμε θύματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς κατατραυματίζουν τὴν ψυχή –πολλὲς φορὲς καὶ τὸ σῶμα- καὶ ληστεύουν ὅ,τι καλὸ εἴχαμε ἀποκτήσει. Τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ἄτιμοι αὐτοὶ ληστές, μᾶς ἀφήνουν μισοπεθαμένους, πονεμένους, ἔρημους νὰ περιμένουμε μία χεῖρα βοηθείας. Ἔρχονται κάποια στιγμὴ δύο ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους κάποτε εἴχαμε ἀκουμπήσει τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μᾶς δίνουν σημασία. Βλέπουν, μὰ ἀποστρέφονται τὴν ταλαιπωρημένη ὕπαρξή μας. Ἔρχεται τότε ἕνας Ξένος, ἕνας Ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς, τὸν Ὁποῖο ἐνῷ νομίζαμε ὅτι ξέρουμε, στὴν πραγματικότητα δὲν εἴχαμε δώσει στὸν ἑαυτό μας τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει οὐσιαστικά. Ἔρχεται ὁ Χριστός· καὶ ἔτσι ταλαιπωρημένους ὅπως μᾶς βλέπει, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα πολύτιμη φροντίδα. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται τοὺς πάντες, σὰν ἄλλο «πανδοχεῖο», μᾶς περιποιεῖται καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναθέτει στὸν Λειτουργό, τὸν Ἀρχιερέα ἢ τὸν Ἱερέα. Τοῦ δίνει ἀφενὸς τὸν Λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφετέρου τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Μὲ αὐτά, τοῦ παραγγέλει νὰ μᾶς φροντίσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματός μας σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ τὸν βεβαιώνει: «Λειτουργέ, ἂν κάποτε γιὰ νὰ βοηθήσεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ξοδέψεις καὶ θυσιάσεις πράγματα ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἂν θυσιάσεις τὸν ἐλεύθερο χρόνο σου, τὸν χρόνο μὲ τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ξεκούρασή σου ἢ ἀκόμη καὶ χρήματα, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ σ᾽ τὰ ἀποδώσω ὅλα». 

               Βλέπουμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, ἀλλὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη.  Ἐφαρμόζει τὴν ἀγάπη μὲ τὴν θυσία Του. Ἀγάπη δίχως θυσία δὲν νοεῖται. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης θυσιάζει τὸ πρόγραμμά του, θυσιάζει τὴν σωματική του δύναμη, θυσιάζει τὰ χρήματά του, θυσιάζει τὶς προκαταλήψεις Ἰουδαίων – Σαμαρειτῶν καὶ προσφέρεται ὅλος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα. 

               Τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε ἀπὸ δύο ὄψεις· ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ τραυματία, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη τῆς βοήθειας κάποιου πνευματικὰ ἀνωτέρου του καὶ ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθῆκον μας νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιαζόμαστε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.

               Εἶπα μόλις τώρα μία λέξη κλειδί: «νὰ μιμηθοῦμε». Ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει: «ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, Ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». «Ὅπως ἐγὼ ἔγινα πλησίον σας καὶ θυσιάσθηκα γιὰ ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ γίνετε οἱ πλησίον τῶν συνανθρώπων σας, δηλαδὴ νὰ τοὺς πλησιάσετε, καὶ νὰ θυσιάζεσθε γιὰ αὐτούς». Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν αὐτοὶ τὴν θυσία καὶ θὰ δοξάζουν τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμην!

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τήν παραβολήν τοῦ καλού Σαμαρείτου (Ἃγιος Γερμανός Β' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)


Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών. Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε. Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.

«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα; Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ. Ορθώς απεκρίθης». Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.

«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη. Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».

Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν.

Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας. Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».

Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος. Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας. Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον. Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.

Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων.

Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».

Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας».

Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις.

Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο». Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας. Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.

Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον.

Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του.

Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την
πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη. Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν. Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.

Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.

Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β', σελ. 203 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 365 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Ὁ Χριστὸς διαχρονικὰ μᾶς λέει: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου· ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ, δὲν θὰ περπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς». Πολλοί, εἰδικὰ τὴν σήμερον ἡμέρα, ἀκόμη καὶ Χριστιανοί, βλέπουν τὰ πάντα γύρω τους μαῦρα. Οἱ αἰτίες εἶναι διάφορες. Ποιές νὰ πρωτο-απαριθμήσουμε; Τὴν οἰκονομικὴ δυσχέρεια; Τὴν ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη ἐγκληματικότητα; Τὴν ἔλλειψη παιδείας; Τὸν πόλεμο ἢ μήπως τὴν ἀλύπητη ἐπίθεση τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης; Γιατί, ὅμως, σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ βάρος ποὺ σηκώνουμε, νὰ προσθέτουμε καὶ τὸ βάρος τῆς μιζέριας καὶ ἀπαισιοδοξίας; Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε δεκαετίες ὁλόκληρες μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουμε δώσει προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ; «Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς», μᾶς λέει. Ἂς ἀνοίξουμε ἐπιτέλους τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε τὸ Φῶς Του. Μετά, τὸ σκοτάδι θὰ εἶναι ἐντελῶς ξένο. Δὲν θὰ ἔχει χῶρο μέσα μας. 

               Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Κληρικὸς πρόκειται νὰ διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο στὶς Ἀκολουθίες, λέει: «πρόσχωμεν!», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ἂς προσέξουμε!». Γιατί νὰ προσέξουμε; Διότι, αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσουμε εἶναι σοφό: «Σοφία. Ὀρθοὶ ἀκούσωμεν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου». Οὐσιαστικά, κάθε φορὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσουμε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁ Κληρικὸς μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τὰ ὅσα θὰ ἀκούσουμε δὲν εἶναι ἁπλῶς ὡραῖα λόγια γιὰ νὰ γλυκάνουμε τὴν ἀκοή μας, ἀλλὰ λόγια θεϊκά, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν δύναμη νὰ μεταμορφώσουν τὴν ὕπαρξή μας, ἂν τοὺς δώσουμε τὴν ἀπαραίτητη προσοχή.  

               Σήμερα, Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ, ἀκούσαμε ὅτι τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς τῆς Καπερναούμ, ἀσθένησε ἡ κόρη θανάσιμα. Κορίτσι ἦταν, μόλις δώδεκα ἐτῶν. Φοβήθηκε ἐκεῖνος, ἀλλὰ δὲν ἔχασε τὸ κουράγιο του. Ἔτρεξε στὸν Χριστὸ καὶ μπροστὰ σὲ πλῆθος κόσμου ἀδιαφόρησε ἐντελῶς γιὰ τὴν ὑψηλή του ἰδιότητα, ἔπεσε στὰ πόδια Του Κυρίου μὲ ταπείνωση καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει νὰ τὴν θεραπεύσει.  

               Κατὰ τὴν πορεία πρὸς τὸ σπίτι, ἡ διήγηση στρέφεται σὲ μία γυναίκα, ἡ ὁποία δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία. Ὅποια γυναίκα ἔφερε αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, θεωροῦνταν μολυσμένη καὶ ἀπαγορευόταν νὰ βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ πλῆθος κόσμου. Ἐντούτοις, ἡ γυναίκα αὐτή, γνωρίζοντας τὴν ἐκεὶ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, μπῆκε κρυφὰ ἀνάμεσα στοὺς συμπολίτες της καὶ γονατιστή –γιὰ νὰ μὴν φαίνεται- πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ συντριβὴ καρδιᾶς ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του.  Ἔλεγε μὲ ἀκράδαντη πίστη μέσα της: «ἀκόμη καὶ τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του νὰ ἀκουμπήσω, θὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια». Χάριν αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας, εἶχε ξοδέψει ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας της εἶχε ἐπιδεινωθεῖ. Μόλις, ὅμως, ἀκούμπησε τὸ θεῖο ἔνδυμα, αὐτομάτως ἡ πληγή της ἔκλεισε. Τότε, ὁ ψυχῶν καὶ σωμάτων Ἰατρὸς αἰσθάνθηκε δύναμη νὰ βγαίνει ἀπὸ πάνω Του καὶ στρεφόμενος πρὸς τὴν ἔντρομη γυναίκα, τῆς εἶπε μὲ πατρικὴ γλυκύτητα: «Νὰ ἔχεις θάρρος, κόρη μου. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Πήγαινε στὸ καλό». 

               Στὸ μεταξύ, εἶχαν καταφθάσει κάποιοι οἰκιακοὶ τοῦ Ἰαείρου καὶ μετέφεραν τὸ θλιβερὸ μήνυμα: «Τὸ κορίτσι πέθανε. Δὲν χρειάζεται νὰ ἐνοχλεῖς ἄλλο τὸν Διδάσκαλο». Σᾶς θυμίζει κάτι αὐτὴ ἡ σκηνή; Σίγουρα ὅλοι τὴν ἔχουμε ξαναδεῖ. Σίγουρα, σὲ ὅλους μας ἔχουν προσπαθήσει κάποιοι νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὴν ἐλπίδα, λέγοντας: «ἡ κατάσταση εἶναι τελειωμένη, ἀποδέξου το καὶ μὴν τὸ κυνηγᾶς πιά». Ὁ Θεάνθρωπος τότε δίνει τὴν κατάλληλη ἀπάντηση καὶ στὸν Ἰάειρο καὶ στὸν καθένα μας ξεχωριστά: «Μὴν φοβᾶσαι. Μόνον πίστευε!».

               φοῦ φτάνουν στὸ σπίτι, ὁ Κύριος παίρνει στὸ δωμάτιο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ μόνο τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς τρεῖς κορυφαίους τῶν Μαθητῶν, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τότε, κρατᾶει τὸ χέρι τῆς μικρῆς καὶ τὴν διατάζει ὅπως μόνο Ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἐξουσία: «Παιδάκι μου, σήκω». Τὸ κορίτσι, πράγματι, ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ δοῦμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὅτι ὁ Ἰησοὺς Χριστὸς εἶναι ὁ Ἄρχοντας τῆς Ζωῆς καὶ ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, ὅποια στενοχώρια καὶ ἂν προκύπτει, ἂς ἔχουμε ζωντανὴ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν Ἀναστάστα Χριστὸ καὶ ὅλα θὰ τὰ φέρει σὲ ἰσορροπία. Δὲν νοεῖται ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτὸς νὰ βυθιζόμαστε στὸ σκοτάδι!

               χοντας ἐν συντομίᾳ ἀναφερθεῖ στὴν σημερινὴ περικοπή, θὰ ἤθελα νὰ ἐστιάσω σὲ δύο καταστάσεις στενὰ δεμένες μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση· τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν θάνατο. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ δὲν ὑπῆρχαν ἐξ ἀρχῆς στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προκλήθηκαν μὲ τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων. 

               σον ἀφορᾶ τὴν ἀρρώστια, τὸ πιὸ σημαντικὸ ζήτημα εἶναι ἡ ἀντιμετώπισή της. Ὁ ἀσθενὴς χρειάζεται νὰ ἐπιδείξει ἡρωισμό, νὰ καλλιεργήσει τὴν ἐλπίδα, νὰ  στραφεῖ  στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη πάσῃ θυσίᾳ, ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα. Πολλάκις ἔχουμε δεῖ, ὅταν οἱ γιατροὶ φτάνουν σὲ σημεῖο νὰ σηκώνουν τὰ χέρια ψηλά, ὁ Θεὸς νὰ ἀναλαμβάνει καὶ νὰ κάνει τὸ θαῦμα. Τὸ θαῦμα, βέβαια, δὲν δίνεται πάντοτε. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, διότι ὁ Θεὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς δίνει τὰ πάντα, ὁ Ἴδιος καὶ μπορεῖ νὰ τὰ πάρει πίσω. Εἶναι πολὺ σημαντικό, τόσο ὁ ἀσθενὴς ὅσο καὶ οἱ ὑγιεῖς, ὅλοι νὰ εἴμαστε συνειδητοποιημένοι μὲ τὴν ἀλήθεια ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ φύγουμε. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἀσθενὴς γίνει καλά, ὁπωσδήποτε κάποτε θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Κανεὶς δὲν εἶναι αἰώνιος σωματικά. Αἰώνια εἶναι ἡ ψυχή μας, γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε πρωτίστως αὐτῆς τὴν ὑγεία. Ἡ ὑγιὴς ψυχὴ δίνει δύναμη στὸ σῶμα, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑποφέρει ἀπὸ τὴν χειρότερη ἀσθένεια. 

               ρκετοὶ ἀπὸ ὅσους ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἀσθένεια, στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, Τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἀπουσιάζει, ἢ ἀκόμη χειρότερα, Τὸν βλασφημοῦν. Τί κερδίζουν; Ἡ ἀσεβὴς ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς τους γίνεται αἰτία νὰ γεμίζουν μὲ περισσότερο σκοτάδι τὴν ψυχή τους, νὰ ὑποφέρουν περισσότερο καί, τελικά, νὰ ὑποφέρουν καὶ μετὰ θάνατον.  Ἀντιθέτως, γιὰ τοὺς καλοπροαίρετους, ἡ ἀσθένεια γίνεται αἰτία γνωριμίας μὲ τὸν Θεό, μετανοίας, καθάρσεως, ἀγάπης, δοξολογίας καὶ πολλῶν στεφάνων. Μπορεῖ νὰ μὴν θεραπευθοῦν ποτὲ σωματικά, ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος ποτὲ δὲν θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Τρεῖς φορὲς παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ἄκουσε τὸν Θεὸ νὰ λέει: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατὶ ἡ δύναμή μου τελειοποιεῖται μέσα στὴν ἀδυναμία». Γιὰ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἔφτασε σὲ σημεῖο νὰ καυχιέται γιὰ τὰ παθήματά του, διότι μέσῳ αὐτῶν κατεσκήνωσε πάνω του ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. 

               Πολλὲς φορὲς ὁ ἀσθενὴς ἔχει γύρω του ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τὸν διακονοῦν σὰν Ἄγγελοι, εἴτε αὐτοὶ εἶναι οἱ υἱοὶ, εἴτε οἱ γονεῖς, εἶτε φίλοι. Δὲν θὰ πῶ πολλὰ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἥρωες. Ἄσχετα μὲ τὴν ἀντίληψη ὅσων δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί -ἀπὸ τοὺς ὁποίους σίγουρα πολλοὶ βρίσκονται ἀνάμεσά μας- ἔχουν μεγάλη εὐλογία καὶ λαμβάνουν τεράστιο ὄφελος ψυχῆς. Αὐτοί, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κριτῆ: «Ἐλάτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου. Ὥρα νὰ κληρονομήσετε τὴν ἐτοιμασμένη γιὰ ἐσᾶς Βασιλεία, διότι ἤμουν ἀσθενὴς καὶ μὲ περιβάλατε μὲ στοργή»!

               λοι οἱ ὑπόλοιποι, σὲ σχέση μὲ τὸν ἀσθενῆ, ἔχουμε καθῆκον πρωτίστως νὰ προσευχόμαστε ὑπὲρ αὐτοῦ, εἴτε νὰ γίνει καλά, εἴτε νὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ὑπομείνει μὲ ἀνδρεία τὴν ἀσθένεια, εἴτε ἡ ἀσθένειά του νὰ ἀποβεῖ πρὸς πνευματικὸ ὄφελος τοῦ ἰδίου καὶ πολλῶν ἄλλων. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ στὴν ἀσθένειά τους γνώρισαν καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεό. Εἴδαμε σήμερα δύο ξεκάθαρα παραδείγματα· τὴν αἱμορροοῦσα καὶ τὸν Ἰάειρο. Ἐπίσης, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες στὸν ἀσθενῆ, εἴτε βοηθῶντας τὸν νὰ προμηθευτεῖ τὰ φάρμακά του, εἴτε νὰ κάνει τὸ χειρουργεῖο του, εἴτε ἀκόμη προσφέροντάς του δύο λόγια στήριξης καὶ παρηγοριᾶς, κάνοντάς τον νὰ αἰσθανθεῖ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας. Αὐτὸ δὲν κοστίζει καθόλου. Ἀκόμη, πρέπει νὰ εἴμαστε σπλαχνικοὶ καὶ προσγειωμένοι. Ἡ ἀσθένεια εἶναι μέσα στὴ ζωὴ καὶ αὔριο μπορεῖ να ἔρθει σὲ ἐμᾶς. Μὴν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε παντοδύναμοι. 

                Ἰάειρος μπορεῖ νὰ τὸ νόμιζε κάποτε. Ὅταν, ὅμως, εἶδε τὴν κόρη του νὰ πεθαίνει, συνειδητοποίησε ὅτι εἶναι πολὺ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος. Συνειδητοποίησε ὅτι ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος δὲν κάνουν διακρίσεις. Δὲν κοιτοῦν ἂν εἶσαι δώδεκα ἢ ἐνενῆντα ἐτῶν, δὲν κοιτοῦν ἂν εἶσαι Πατριάρχης ἢ Μοναχός, οὔτε ἂν εἶσαι ἰσχυρὸς ἢ ἀδύναμος, μορφωμένος ἢ ἀγράμματος. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας. Καὶ βέβαια, γιὰ κάποιους ποὺ πιστεύουν ὅτι ὅλα τελειώνουν στὸν τάφο -ἢ στὸ τεφροδοχεῖο σύμφωνα μὲ τὴν ἀπαράδεκτη νέα «μόδα» τῆς ὑλιστικῆς κοινωνίας- ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμία σημασία. Γιὰ ἐμᾶς, ὅμως, ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴν δικαία κρίση, σημαίνουν πολλά. Διότι, ἐκεῖνοι μὲν, ἀκόμη καὶ ἂν γνωρίζουν ὅτι αὔριο θὰ πεθάνουν, θὰ ποῦν «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν», δηλαδή, «ἂς φάμε, ἂς πιοῦμε, γιατὶ αὒριο στὸν τάφο θὰ βρεθοῦμε». Ἐμεῖς, ὅμως, ὅταν ἔχουμε τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ προσέξουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι καὶ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε, μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ προσδοκοῦμε Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

               Κάποιος σοφὸς εἶχε πεῖ:

«Τὸν θάνατο νὰ σκέφτεσαι ἑφτὰ φορὲς τὴν ὥρα.

Ὑπῆρχαν κὶ ἂλλοι στὴ ζωή, μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα».

Αὐτὸ, ὄχι γιὰ νὰ πέσουμε σὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τρέξουμε μὲ φόρα πρὸς τὸν Θεό.

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος