† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία.

 Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.

Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.

Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει.

ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.

Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.

Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι».

Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.

Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.

Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.

Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.

Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα.

-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι;
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες:
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου!
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα:
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά;
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν:
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου:
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο.

Ἐγὼ ρώτησα τότε:
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος:
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς,
Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω;
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα:
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις,
«οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά».

Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.

Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 κάθε Ὀρθόδοξος Ναὸς συμβολίζει τὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο εἶναι θεανθρώπινο καὶ θεοΐδρυτο. Καθὼς τὰ κύματα τῶν παθῶν μᾶς κτυποῦν· καθὼς ὁ κόσμος, τὸ περιβάλλον μας θεριεύει· καθὼς ὁ ἐχθρὸς καὶ ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία ἀπειλοῦν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως νὰ μᾶς συντρίψουν στὰ βράχια, εἶναι καλὸ νὰ θυμώματε ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον παραμένουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Κυβερνήτης στὸ τιμόνι τοῦ Πλοίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας... Τὸ πλήρωμά Του εἶναι ἡ Παναγία μας, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων... Γνωρίζουμε, ὅτι τὸ Πλοῖο αὐτὸ κατευθύνεται πρὸς ἀσφαλῆ Λιμένα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί λοιπὸν ἀγχωνόμαστε;... Γιατί ἀνησυχοῦμε;... Γιατί ὀλιγοψυχοῦμε;... Ἂς παραμείνουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο, ἐν Μετανοίᾳ, ἐν Ἀγάπῃ, καὶ μὲ Ἐλπίδα... Καὶ ἔχει ὁ Θεός!...


Ὁ Ἐρανιστὴς


† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς


30.10.2023 ἐκ. ἡμ.,


† Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου Μητροπολίτη Νέας Ὑόρκης καὶ Ἀνατολικῆς Ἀμερικῆς)


(Απευθείας μετάφραση από το Google)

Για το Φως του Κόσμου

Όταν μεταμορφώθηκες στο βουνό, Χριστέ Θεέ μας, έδειξες τη δόξα Σου στους μαθητές Σου όσο μπορούσαν να την αντέξουν. Είθε το αιώνιο φως Σου να λάμψει και σε εμάς, τους αμαρτωλούς, με τις μεσιτείες της Θεοτόκου. Δότρια Φωτός, δόξα σε Σένα. (Τροπάριο Εορτών, ήχος 7)

Έτσι ψάλλει η Αγία μας Εκκλησία σε αυτήν την εορτή, αναπολώντας εκείνο το θαυμάσιο γεγονός που έγινε πριν από τόσο καιρό στο όρος Θαβώρ. Στο ίδιο βουνό, που υψώνεται μεγαλοπρεπώς πάνω από την παλαιστινιακή πεδιάδα, γίνεται ακόμη και σήμερα μια θριαμβευτική γιορτή αυτού του ένδοξου γεγονότος.

Λέγοντας μας πώς έγινε η Μεταμόρφωση, το Ιερό Ευαγγέλιο λέει ότι ο Σωτήρας ανέβηκε στο βουνό «για να προσευχηθεί». Αναφερόμενος σε αυτό το απόσπασμα σε ένα κήρυγμα, ένας από τους μεγάλους επισκόπους μας εξήγησε ότι ο άμεσος σκοπός της ανόδου Του στο βουνό ήταν η πρόθεση του Σωτήρα να προσευχηθεί εκεί. Αλλά όχι μόνο να προσεύχεται, γιατί το τροπάριο λέει ότι έδειξε τη δόξα Του στους μαθητές Του «όσο άντεχαν», δηλαδή όσο μπορούσαν να αντιληφθούν αυτή τη δόξα. Και το κονδάκ δείχνει ότι ο Κύριος το έκανε αυτό ακριβώς για να θυμούνται αυτό το υπέροχο θαύμα όταν έρθει η ώρα να υποφέρει...

Και έτσι προσευχόμαστε: «Ας λάμψει το φως πάνω μας, αμαρτωλοί, με τις προσευχές της Θεοτόκου».

Τι πνευματικό σκοτάδι έχει επικρατήσει στον κόσμο σήμερα! Και γίνεται όλο και πιο σκοτεινό, πιο πυκνό. Ο Κύριος είπε στο Ευαγγέλιο ότι αυτός που κάνει το κακό δεν μπορεί να αντέξει το φως, αλλά κάνει τις πράξεις του στο σκοτάδι, φοβούμενος το φως και φεύγοντας από αυτό. Και τώρα ένα πυκνό σκοτάδι έχει τυλίξει την ανθρωπότητα, Εξαιτίας αυτού του είδους της ανομίας, όλων των ακαθαρσιών που κυοφορούνται σήμερα από τους γιους των ανθρώπων, που όλα διαπράττονται ανοιχτά. Σαφή. για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας το πνευματικό φως ήδη εξασθενεί και σχεδόν έχει σβήσει. Για το λόγο αυτό, πρέπει να προσευχόμαστε να λάμψει και πάνω μας το αιώνιο φως που φώτισε τους αποστόλους στο όρος Θαβώρ. Ο Κύριος ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί και κατά τη διάρκεια της προσευχής μεταμορφώθηκε. Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε ότι πολλοί από αυτούς μεταμορφώθηκαν με τον ίδιο θαυματουργό τρόπο - και ακριβώς κατά τη διάρκεια της προσευχής ... όπως οι αρχαίοι ασκητές έλαμπαν με μια ακτινοβολία φωτός σαν τον ήλιο, έτσι και στους νεότερους χρόνους στη μεγάλη Ρωσία, οι ασκητές έλαμπε με άκτιστο φως Από τον βίο του Αγίου Σεραφείμ ξέρετε πώς το άγιο πρόσωπό του έλαμψε σαν ήλιος κατά τη συνομιλία του με τον Μοτοβίλοφ. Γνωρίζουμε επίσης ένα περιστατικό στη ζωή του γέρου Αμβροσίου (της Όπτινα). Ενώ ήταν μόνος του στο κελί του και προσευχόταν, ένας μοναχός όρμησε μέσα και το ίδιο ξαφνικά τον έπληξε ο φόβος —είχε δει τον προσευχόμενο γέροντα να λάμπει σαν τον ήλιο στο σκοτάδι του κελιού του. Με τον ίδιο τρόπο ξέρουμε ότι πολλοί είδαν τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης να περιβάλλεται από ένα υπέροχο θείο φως τη στιγμή που βρισκόταν μπροστά στο βωμό, κάνοντας τη φλογερή προσευχή του στον Κύριο της Δόξας. Η πείρα έχει δείξει ότι όταν κάποιος προσεύχεται αληθινά, φωτίζεται. Μπορεί κανείς πάντα να διακρίνει ανάμεσα σε αυτούς που προσεύχονται υποκριτικά, για επίδειξη, και σε εκείνους που προσεύχονται ειλικρινά, χωρίς να σκέφτονται κανέναν άλλο από τον Θεό, ενώπιον του οποίου μόνο στέκονται.

Αυτό το πνευματικό φως, αυτό το αιώνιο φως, είναι που μπορεί να μας φωτίσει στην ειλικρινή προσευχή: Γι' αυτό, είτε προσευχόμαστε πολύ είτε για σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει να θεωρούμε τις στιγμές που περνάμε στην προσευχή ως τον πιο σημαντικό χρόνο μας, τη ζωή, για αυτή τη φορά στεκόμαστε ενώπιον του Θεού και μιλάμε μαζί Του. Οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι κατά την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου και των πατερικών συγγραμμάτων, ο Θεός μας μιλάει. Και στην προσευχή - μιλάμε με τον Θεό, αυτό είναι μεγάλο όφελος για την ψυχή, γιατί στη συνομιλία με τον Δημιουργό και τον Κύριο, η ψυχή κάποιου φωτίζεται με αυτό το φως για το οποίο προσευχόμαστε σε αυτή τη φωτεινή γιορτή της Μεταμόρφωσης του Κυρίου μας .

Μητροπολίτης Φιλάρετος Πρώτος Ιεράρχης της Εξωτερικής Ρωσικής Εκκλησίας

Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντος)

 

Γιὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ σήμανε τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας Του. Ἔτσι ἄρχισε τὸ θεῖο Κήρυγμά Του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. δ’ 17).

Γι΄ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς θείας καὶ ἐνδόξου Μεταμορφώσεώς Του, λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὰ Πάθη καὶ τὴν σωτήριο Σταύρωση, διακήρυξε ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ στέκονται ἐδῶ (ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Μαθητάς Του), οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, «ἕως ἄν ἴδωσι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 28).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βεβαιώνει ὅτι «δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ Βασιλείαν ἑαυτοῦ καλῶν, τὸ φῶς τῆς οἰκείας Μεταμορφώσεως». Ὁ αὐτὸς Ἅγιος ἀποσαφηνίζει ὅτι τὸ νὰ ἔρχεται ἡ Βασιλεία Του, δὲν δηλώνει ὅτι φθάνει ἀπὸ ἀλλοῦ σὲ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ «πανταχοῦ ἐστὶν ὁ τοῦ παντὸς Βασιλεύς, καὶ πανταχοῦ ἐστὶν ἡ Βασιλεία αὐτοῦ», ἀλλὰ (δηλώνει) ὅτι αὐτὴ φανερώνεται-ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν παραγίνεται στοὺς τυχόντες, ἀλλὰ «τοῖς ἑστηκόσι μετὰ τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ στοὺς στηριγμένους στὴν πίστη Του κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν τριῶν προκρίτων Ἀποστόλων, Πέτρου Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, τοὺς ὁποίους συμπαρέλαβε ὁ Κύριος στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Θαβώρ.

Τί σημαίνει ὅμως «μεταμορφώθηκε»; Σημαίνει ὅτι ἄνοιξε ὅπως εὐδόκησε λίγο ἀπὸ τὴν Θεότητά Του καὶ ἔδειξε στοὺς Ἀποστόλους τὸν ἔνοικο Θεό. Αὐτὸ ἐννοοῦμε, ὅταν ψάλλουμε στοὺς ὕμνους τῆς Ἑορτῆς: «Τῆς Θεότητός σου, Χριστέ, ἀμυδρὰν αὐγὴν παραγυμνώσας τοῖς συναναβᾶσί σοι ἐπὶ τοῦ ὄρους…».

Αὐτὸ ὅμως ποὺ οἰκονομικῶς καὶ «ἀμυδρῶς», «καθὼς ἠδύναντο», εἶδαν οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, συνέβαινε πάντοτε, καθ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου Παρουσίας τοῦ Λόγου. Διότι ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συλλήψεως τῆς Σαρκός, ποὺ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προσέλαβε ἐν τῷ Προσώπῳ Του, τὴν θέωσε καὶ τὴν πλούτισε μὲ τὰ «αὐχήματα», δηλαδὴ μὲ τὴν Δόξα τῆς Θεότητος, ἑνώνοντάς την ὑποστατικῶς μὲ τὴν θεία Του Φύση, ἐντὸς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου. Ἡ ὑποστατικὴ ὅμως ἕνωση δὲν κατήργησε, οὔτε σύγχυσε τὶς δύο τέλειες Φύσεις, Θεία καὶ Ἀνθρώπινη. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν Δογματικὴ διατύπωση τῆς ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκαν οἱ δύο Φύσεις «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως».

Ὁ Θεάνθρωπος λοιπὸν «εἶχε ὑπὸ τὴν σάρκα κεκρυμμένην τὴν λαμπρότητα τῆς φύσεως τῆς θείας», κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Καὶ αὐτὴ ἡ θεία δόξα καὶ λαμπρότητα ἦταν ἀθέατη, διότι ἡ περίοδος μέχρι τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, ἦταν περίοδος «κενώσεως» (Φιλιπ. β’ 7), ἄκρας ταπεινώσεως, ὅπου ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» (Ρωμ. η’ 3), χαρίζοντάς μας τὴν θεία Ἀπολύτρωση.

Ἡ Μεταμόρφωσις ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, πρὶν ἀπὸ τὴν φανέρωση αὐτῆς στὴν πληρότητά της κατὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή Του. Μεταμορφώθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι «βροτὸς (δηλαδὴ θνητὸς) τὸ ὁρώμενον, ἀλλὰ Θεὸς τὸ κρυπτόμενον».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι τὸ Πρόσωπον Αὐτοῦ ἔλαμψεν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιζ’ 2). Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἦταν αἰσθητὸ καὶ κτιστὸ «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ ἄκτιστο ὡς «δόξα τοῦ Θεοῦ Πατρός». Καὶ ὅπως αὐτὸ δὲν ἦταν αἰσθητό, ἔτσι καὶ οἱ βλέποντες (οἱ Μαθητές), δὲν τὸ εἶδαν ἁπλῶς μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ μὲ μετασκευασμένους «τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «διήνοιξεν αὐτῶν τῶν νοῦν τοῦ συνιέναι (γιὰ νὰ καταλαβαίνουν) τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45), «διανοίγει» καὶ στὸ Θαβὼρ τὰ μάτια τους καὶ ἀπὸ τυφλοὺς τοὺς καθιστᾶ βλέποντας. Εἶχε ἤδη προηγηθεῖ τρίχρονη μαθητεία τους κοντὰ στὸν Χριστό. Γι΄ αὐτὸ ἡ καθαρμένη καρδιά τους δέχεται τὴν θεία Χάρη καὶ θεωροῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔτσι δὲν τυφλώθηκαν, ὅπως δὲν τυφλώθηκε καὶ ἡ Μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, βλέπουσα τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τυφλώθηκε, ὅταν ὡς διώκτης Σαῦλος εἶδε τὸ ἴδιο Φῶς στὴν πορεία του πρὸς τὴν Δαμασκό (βλ. Πράξ. θ’ 8).

Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ οἱ καταξιωθέντες τῆς μετοχῆς τοῦ θείου αὐτοῦ Φωτὸς ἄνθρωποι, τὸ δέχονται μόνον «χάριτι» ἀπὸ τὸ «φύσει» ὑπᾶρχον ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἐπίσης, ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ φυσικὴ ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι θεία Οὐσία, ἡ Ὁποία εἶναι τελείως ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ τὰ δημουργήματα.

Ἡ ἐμφάνιση δὲ τοῦ Μωυσέως καὶ τοῦ Ἠλία ἀπεκάλυπτε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ζώντων καὶ νεκρῶν, ὅτι εἶναι Κύριος τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ἀφοῦ ὅλες οἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Αὐτὸν προδήλωναν καὶ σὲ Αὐτὸν ἀπέβλεπαν, καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ συγχέεται ὁ Κύριος μὲ τοὺς δούλους.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, σημειώνεται, ὅτι δὲν ἤξερε τὶ ἔλεγε ὅταν μίλησε γιὰ τρεῖς σκηνές, ἐπειδὴ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ καιρὸς τῆς συντελείας δὲν εἶχε φθάσει -ἀλλὰ καὶ ὅταν φθάσει δὲν θὰ χρειάζονται χειροποίητες σκηνές-, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους ἐξ αἰτίας τῆς ὁμοιότητος τῶν σκηνῶν. Διότι ὁ μὲν Χριστός, ὡς Υἱὸς γνήσιος, «ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρὸς ἐστίν», ἐνῶ οἱ Προφῆτες, ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ, «ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραὰμ οἰκήσουσιν», κατὰ τὴν ἐξήγηση καὶ πάλι τοῦ Ἁγίου τοῦ Φωτὸς καὶ Κήρυκος τῆς Χάριτος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Θαυματουργοῦ.

Τότε, «νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτοὺς» (Ματθ. ιζ’ 5), δείχνοντας «τίς ἡ τῷ Χριστῷ πρέπουσα σκηνή». Καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς «ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν΄ ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Ἔχουμε καὶ ἐδῶ δηλαδὴ ὅπως καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μία καταπληκτικὴ Θεοφάνεια, μία Ἁγιοτριαδικὴ φανέρωση τοῦ Ἑνὸς κατὰ τὴν Οὐσία ἀλλὰ Τριῶν κατὰ τὶς Ὑποστάσεις Θεοῦ. Ὁ Ἄναρχος Πατὴρ εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως στὸν Ἀγαπητὸ Υἱό Του. Τὸ δὲ Ἅγιο Πνεῦμα ὑποδηλώνεται μὲ τὴν φωτεινὴ Νεφέλη. Τὸ ὅλο Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ Σωτηρίας εἶναι Ἁγιοτριαδικό: Ὁ Πατὴρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱὸς σαρκοῦται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ.

Κατὰ τὴν Μεταμόρφωση ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε τὴν πρωταρχικὴ ὡραιότητα τῆς φύσεώς μας: «ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», σύμφωνα μὲ τὴν ἑόρτια ὑμνολογία, ὅπως τὸ εἴχαμε ἐντὸς τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εἶναι σὰν νὰ μᾶς ἔλεγε: «Νὰ ποιοὶ ἤσασταν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση σας, νὰ μὲ τὶ εἴδους ἱμάτια καὶ τὶ εἴδους δόξα περικοσμοῦνταν οἱ προπάτορες πρὸ τῆς παρακοῆς». Γι΄ αὐτὸ καὶ ἐνῶ ἦσαν γυμνοί, δὲν αἰσχύνονταν.

Ἀλλὰ ἡ Μεταμόρφωση δὲν στρέφεται μόνον πρὸς τὰ πίσω, στὴν ἀρχή. Ἀτενίζει καὶ ἐμπρὸς πρὸς τὴν τελικὴ δόξα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἑορτή, μία ἑορτὴ τῆς μελλούσης ἐλπίδος. Ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο «τὰ προοίμια τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Παρουσίας». Ὁ Σωτῆρας μας εἶπε στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι, «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς αὑτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).

Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβῶνα τῆς «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι διδάσκει λέγοντας ὅτι, «[ὁ Χριστὸς] μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ…» (Φιλιπ. γ’ 21).

Ὁ Χριστὸς μεταβίβασε καὶ μεταβιβάζει τὴν ζωὴ καὶ τὸ φῶς καὶ τὸν δοξασμὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν καὶ θέλουν νὰ μένουν ἑνωμένοι μαζί Του. Ἡ ἕνωσις αὐτὴ εἶναι ὁ νέος Παράδεισος. Καὶ αὐτὸς ὁ νέος Παράδεισος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, τὴν «κοινωνίαν θεώσεως», τὸ ζῶν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν «τόπον» φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προσοικειώσεως Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς βαπτισθέντας πιστούς, μέσῳ τῶν ἁγίων Ἀρετῶν καὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, καὶ μάλιστα ἐντὸς τῆς Λειτουργικῆς καὶ Εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας της.

Καὶ τοῦτο, διότι τὸ θέμα τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἀναφέρεται τελικὰ οὔτε μόνον στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, οὔτε μόνον στὴν μελλοντική. Ὁ κάθε πιστὸς κάθε ἐποχῆς πρέπει νὰ μεταμορφωθεῖ-ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πορεία του στὴν γῆ τούτη. Πρέπει νὰ ἀνέλθει διὰ τῆς κοπιώδους πορείας τῆς ὑπομονῆς, ἀσκήσεως καὶ τῶν ἀρετῶν στὸ δικό του Θαβώρ, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἐκεῖ τὴν ἄρρητη γλυκύτητα τοῦ Φωτὸς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προγευθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ ὁποία κατὰ τὴν θεία βεβαίωση «ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ’ 21).

Ὅμως αἰσθητοποιεῖται ἀδιόρατα, χωρὶς παρατήρηση, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀνερχόμαστε ἀγόγγυστα, ἐν εὐχαριστίᾳ, τὸν Γολγοθᾶ τῶν δοκιμασιῶν καὶ παθημάτων μας στὴν ἐπίγεια ζωή μας· καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ καθαιρόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, ποὺ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, ποὺ νηστεύουμε γιὰ νὰ ἀνακουφισθοῦμε, ποὺ προσευχόμαστε γιὰ νὰ πτερωθοῦμε καὶ νὰ ἀνέλθουμε ἀναβάσεις θεῖες. Ποὺ συγχωροῦμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε καὶ ποὺ ἐλεοῦμε γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ ποὺ δὲν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε.

«Δεῦτε συνανέλθωμεν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιον…», ψάλλουμε ἐνθουσιαστικά, ἵνα «φωτὶ προσλάβωμεν φῶς καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι…», διότι «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Ἡ κλήση μας συνίσταται στὸν «ὁλοτελῆ» (Α’ Θεσ. ε’ 23) ἁγιασμό μας, στὴν θέωσή μας. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16), μᾶς προτρέπει ὁ Θεὸς διὰ τῶν Γραφῶν.

Οἱ περισσότεροι, ἀκόμη καὶ κατ΄ ὄνομα ὀρθόδοξοι καὶ χριστιανοί, εἴτε μὲ τὴν ἀποστασία στὴν Πίστη εἴτε μὲ τὴν ἀπρόσεκτη κοσμικόφρονα ζωή, μὲ συνεχεῖς ἀβαρίες στὴν συνείδηση ἀπὸ τὴν ἀδιάκριτη καὶ ἀκατάπαυστη ἐνασχόληση μὲ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, ἕνεκα περιεργείας καὶ ἔλλειψης ψυχικῆς γαλήνης, χάνουν τὸν καθαυτὸ προσανατολισμό τους καὶ κατ΄ ἐπέκταση χάνονται στὸ ἔρεβος τῶν φαντασιῶν καὶ τῶν πλανῶν ποὺ κυριαρχοῦν στὴν οἰκουμένη, ἀδυνατοῦντες νὰ διατελοῦν στὴν θεάρεστη ἐκείνη κατάσταση εἰρήνης καὶ ἡσυχίας πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κύρια προϋπόθεση θεογνωσίας καὶ θεο-κοινωνίας.

Ἐμεῖς δὲ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐλεηθέντες νὰ ἀνήκουμε στὸ μικρὸν Ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος στὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἄς μὴν παύσουμε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητα καὶ ἀνεπάρκειά μας, μὰ καὶ συναισθανόμενοι τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας, νὰ ἱκετεύουμε παρακλητικῶς: «λάμψον, Κύριε, καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς Σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα Σοι!».

+ ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης


Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΙ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Σχετική εικόνα

Ευάγγελος Ρωσσόπουλος
Θεολόγος

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.
Με την παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σε όσα αφορούν την ιστορία του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (ως σύμβολο πίστης και ως ιερό αντικείμενο) και την καθιέρωση των εκκλησιαστικών εορτών, που σχετίζονται με την τιμή και την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού.

1.     Ας αναφερθούμε σε μερικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που προτυπώνουν και προφητεύουν για τον Τίμιο Σταυρό.
·        Όταν οι Ισραηλίτες επρόκειτο να διασχίσουν την Ερυθρά θάλασσα, ο Μωυσής με την ράβδο του Σταυροειδώς την εκτύπησε και διαχωρίστηκε στα δύο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Ισραηλίτες χωρίς καν να βρέξουν τα πόδια τους διήλθαν και μετά την διέλευση τους με τον ίδιο τρόπο εκτύπησε την Ερυθρά θάλασσα, για να συγκλίνουν τα δύο τμήματα. Η εκκλησία μας ενθυμούμενη το γεγονός συνέταξε έναν υπέροχο ύμνο, ο οποίος διηγείται την ιστορία: «Σταυρόν χαράξας Μωσής επ’ επευθείας ράβδω την Ερυθράν διέτεμεν τω Ισραήλ πεζεύσαντι τη δε επιστερπτικώς Φαραώ τοις άρμασι κροτίσας ήνωσεν επ’ εύρους διαγράψας το αήττητον όπλον διό Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών ότι δεδόξαστε…»
·        Μία άλλη αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται, όταν οι Ισραηλίτες εμάχοντο εναντίον των Αμαληκιτών. Ο Μωυσής κρατούσε τα χέρια του σε έκταση προτειπόνοντας τον Τίμιον Σταυρόν. Όσο είχε τα χέρια του σε έκταση νικούσαν οι Ισραηλίτες. Όταν τα χέρια του έπεφταν από την κούραση τότε νικούσαν οι Αμαληκίτες. Οι αδελφοί του Μωυσέως Ααρών και Ωρ στήριζαν τα χέρια του Μωυσέως στους ώμους των και νίκησαν οι Ισραηλίτες, κατατροπώνοντας τους Αμαληκίτες. Αυτό μας αναφέρει η Ιερά Υμνολογία της Εκκλησίας στον κανόνα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του Αγίου Κοσμά του ποιητού και έχει ως εξής: «τον τύπον πάλαι Μωυσής του αρχάντου πάθους εν εαυτώ προέφηνε τον ιερόν μεσούμενον σταυρόν δε σχηματισθείς τεταμμένας τρόπαιον παλάμας ήγειρε το κράτος διολέσας Αμαλήκ του πανώλου διο Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών ότι δεδόξαστε».
·        Στην έρημο και πάλι Σταυροειδώς εκτύπησε την πέτρα ο Μωυσής και έβγαλε νερό. Σύμβολο της λογχευμένης πλευράς του Χριστού επάνω στον Σταυρό.
·        Κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε προφητική εμφάνιση του Σταυρού και σ’ άλλα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Και πάλι η εκκλησία μας ενθυμούμενη τα αντίστοιχα γεγονότα, τα συνδέει με τον Σταυρόν του Κυρίου μας, σ’ έναν υπέροχο ύμνο: «Δια ξύλου ο Αδάμ  του παραδείσου γέγονεν άποικος. Δια ξύλου δε Σταυρού ο ληστής παράδεισον ώκησεν ο μεν γαρ γευσάμενος εντολήν ηθέτησεν του ποιήσαντος ο δε συσταυρούμενος Θεόν ωμολόγησεν τον κρυπτόμενον μνήσθητι μου βοών εν τη βασιλεία σου».

2.     Τι λέει η ιερά μας παράδοση για την προέλευση του ξύλου του Τιμίου Σταυρού;
     Η εκκλησία μάς παρέδωσε πως το ξύλο του Σταυρού προέρχεται από τα 3 ραβδιά που έδωσε ο Αβραάμ στον Λωτ να τα φυτέψει και να τα ποτίζει μέχρι που να βλαστήσουν ως δείγμα της συγχωρήσεως του αμαρτήματός του. Τα ραβδιά αυτά είναι εκείνα που άφησαν οι 3 άγγελοι στην σκηνή του Αβραάμ παρά την Δρυ του Μαυρί, και τα οποία τα μισοκάψει η Σάρα. Όταν φύτρωσαν αυτά αφού αξιώθηκε ο Λωτ να τα ποτίσει 1 φορά στα 40 χρόνια, κατά την παράδοση, φύτρωσαν σε ένα δένδρο με 3 είδη (κυπαρίσσι, κέδρος και πεύκο). Αυτά λέει και ο προφήτης Ησαΐας το εξικοστό κεφάλαιο στίχος δέκατος τρίτος (εν κυπαρίσσι και πεύκη και κέδρω άμα δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου).
     Όταν οι Ισραηλίτες έκτιζαν τον ναό του Σολωμόντος, χρειάστηκαν ένα μακρύ και ίσιο ξύλο, για να το τοποθετήσουν πάνω από την κυρίως πύλη. Τότε έκοψαν το δένδρο του Λωτ για να το χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό. Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαν να το τοποθετήσουν, αυτό τους έβγαινε είτε μικρότερο, είτε μεγαλύτερο. Γι’ αυτό το θεώρησαν καταραμένο ξύλο και το πέταξαν πίσω από τον ναό του Σολωμόντος.
     Όταν θέλησαν να σταυρώσουν τον Κύριό μας, θυμήθηκαν το καταραμένο ξύλο και το χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσουν τον Σταυρό Του. Με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να Τον διαπομπεύσουν και να Τον ταπεινώσουν ακόμα περισσότερο.

3.  Τι απέγινε ο Σταυρός μετά την Σταύρωση;
     Μετά την αποκαθήλωση κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τον Σταυρό του μαρτυρίου του Κυρίου μας και έτσι αυτός παραπετάχτηκε μαζί με τους σταυρούς των ληστών.
     Αργότερα τα μέρη όπου μαρτύρησε ο Ιησούς, όπως και ο τάφος Του, έγιναν τόποι λατρείας και προσκυνήσεως από τους Χριστιανούς.
     Οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι στην προσπάθειά τους να ανακόψουν τον χριστιανισμό, επιχωμάτωσαν όλους τους χώρους που προσκυνούσαν οι Χριστιανοί. Πάνω από τον τάφο του Κυρίου μας, τον οποίο πρώτα προσπάθησαν να καταστρέψουν, έκτισαν ναό της Αφροδίτης.

4.  Η εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στον ουρανό στον Μ. Κωνσταντίνο.
     Ο ιστορικός της εκκλησίας μας Ευσέβιος Καισαρείας, σύγχρονος του Μ. Κωνσταντίνου, διέσωσε την ιστορία πως ο Μ. Κωνσταντίνος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσει τα υπεράριθμα στρατεύματα του Μαξεντίου. Τότε είδε ένα θέαμα μοναδικό στον ουρανό. Το σημείο του Σταυρού που είχε και την εξής επιγραφή: «Εν Τούτω Νίκα».
     Να πως το διηγείται ο Ευσέβιος:
     «Αμφί μεσημβρινάς ηλίου ωρας, ηδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοις οφθαλμοις ιδειν εφη εν αυτω ουρανω υπερκείμενον του ηλίου σταυρου τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γραφην τε αυτω συνηφθαι λέγουσαν, τούτω νίκα».
     Δηλαδή, το φαινόμενο εμφανίστηκε το μεσημέρι και ήταν λαμπρότερο του ηλίου.
     Η ιστορία από εδώ και πέρα είναι γνωστή. Ο Μ. Κωνσταντίνος διέταξε σ’ όλους τους στρατιώτες του, να χαράξουν το σημείο του Σταυρού στις ασπίδες τους και με αυτόν τον τρόπο, θαυματουργικά, νίκησε τον Μαξέντιο, έχοντας μπροστά από το στράτευμά του το νικοποιό λάβαρο του Τιμίου Σταυρού και την επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα».

5.  Δεύτερη εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στο γιό του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο.
     Το γεγονός αυτό το καταγράφει ο ιστορικός Φιλοστόργιος:
     «Ο μεν ουν Κωνστάντιος εγκρατής του τυράννου γίνεται κανταυθα του σημείου του σταυρου…προφανέντος…υπεραστράψαντος το της ημέρας φως ωφθη δε επί των Ιεροσολύμων…της ημέρας εορτης της λεγομένης Πεντηκοστης…από του λεγομένου κρανίου μέχρι και του των ελαιων ορους, διήκων ωράτο…».
     Δηλαδή, εμφανίστηκε και πάλι το σημείο του Σταυρού στον Κωνστάντιο, κατά την εορτή της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα, επίσης μεσημβρινή ώρα και ήταν λαμπρότερος του ηλίου και είχε τεράστιο μέγεθος και από τον Γολγοθά όπου σταυρώθηκε ο Κύριος μας, έφθανε έως το όρος των ελαιών. Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Άγιος Κύριλλος. Η εκκλησία μας γιορτάζει το γεγονός αυτό στις 7 Μαΐου. Στο Συναξάριο του Μαΐου διαβάζουμε τα εξής:
     «Εν ταις ημέραις της αγίας Πεντηκοστης μηνός Μαΐου εβδόμη, ωρα τρίτη της ημέρας, εφάνη ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός συνεστώς εκ φωτός, ορωντος παντός του λαου, υπεράνω του αγίου Γολγοθα εκτεταμένος, μέχρι του αγίου ορους των Ελαιων οστις τη της μαρμαρυγής λαμπρότητι τας ηλιακάς ακτινας εκάλυψεν. Οθεν πασα ηλικία νέων τε γερόντων συν νηπίοις τε και θηλάζουσι την Εκκλησίαν κατέλαβε και εν αμέτρω χαρα και θερμή κατανύξει, δόξαν και ευχαριστίαν τω Θεω ανέπεμψαν, επί τω παραδόξω τούτω θεάματι».

6.     Εύρεσις του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη.
     Η Αγία Ελένη επιθυμούσε να βρει τους Τόπους όπου μαρτύρησε ο Κύριός μας. Αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια και οικονομική βοήθεια από τον γιό της Μ. Κωνσταντίνο, έφθασε στα Ιεροσόλυμα το 326 μ.Χ.
     Πρώτη φροντίδα της ήταν να βρει τον τάφο του Χριστού. Μετά από αρκετές προσπάθειες και ψάξιμο τα κατάφερε, γιατί όπως έχουμε πει οι ειδωλολάτρες είχαν επιχωματώσει τον τάφο του Χριστού και έκτισαν ναό της Αφροδίτης στο ίδιο σημείο.
     Αφού κατεδάφισε το ναό της Αφροδίτης, ανέσκαψε το χώρο, όπου και βρήκε τον τάφο του Χριστού και εκεί κοντά και σε αρκετό βάθος βρήκε και τους τρεις Σταυρούς. Βρέθηκε επίσης και η επιγραφή, η οποία ήταν κρεμασμένη πάνω στον Σταυρό του Χριστού, αλλά είχε αποκολληθεί και έτσι δεν γνώριζαν ποιός εκ των τριών ήταν ο Σταυρός του Σωτήρος. Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος έφερε τους Σταυρούς και τους εναπόθεσε διαδοχικά πάνω σε μια νεκρά γυναίκα. Ο πρώτος και ο δεύτερος δεν έδειξαν τίποτα. Όταν όμως τοποθετήθηκε και ο τρίτος Σταυρός πάνω στην νεκρά γυναίκα εκείνη, αμέσως αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθια. Μ’ αυτόν τον τρόπο ξεχώρισαν τον Τίμιο Σταυρό.
     Η Αγία Ελένη διεχώρισε τον Τίμιον Σταυρόν και το μεν ένα αφού το τοποθέτησε σε ασημένια θήκη το άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μαζί με τους ήλους, δηλαδή τα καρφιά, τα απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
     Το γεγονός αυτό μας το διασώζουν ο Ιεροσολύμων Άγιος Κύριλλος, που έζησε το 340-386 μ.Χ. και μάλιστα σε μια από τις κατηχήσεις του και συγκεκριμένα στην ΙΓ΄, αναφέρει χαρακτηριστικά:
     «Ελέγχει με ουτος ο Γολγοθας, ου νυν πλησίον πάντες πάρεσμεν, ελέγχει με του Σταυρου το ξύλον το κατά μικρόν εντευθεν πάση τη οικουμένη διαδοθέν». Δηλαδή, με ελέγχει ο Γολγοθάς στον οποίο βρισκόμαστε όλοι κοντά. Με ελέγχει το ξύλο του Σταυρού, το οποίο απ’ εδώ διαδόθηκε σ’ όλη την οικουμένη.
     Το ίδιο γεγονός μας το διασώζουν και ο ιστορικός Σωκράτης (σύγχρονος και αυτός της εποχής εκείνης) στην εκκλησιαστική του ιστορία στο α΄ βιβλίο του ΚΕΦ. ιζ΄ και ο Θεοδώρητος στην δική του εκκλησιαστική ιστορία.

7.     Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Η εκκλησία μας από πολύ νωρίς άρχισε να εορτάζει την ημέρα της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού, δηλαδή την 6η Μαρτίου ως εορτή προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού
Επειδή όμως εκείνη η 6η Μαρτίου συνέπιπτε πολλές φορές την Γ΄ εβδομάδα των νηστειών και επειδή το Πάσχα είναι κινητή εορτή, καθιερώθηκε να εορτάζεται η Γ΄ Κυριακή των νηστειών ως Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και η 6η Μαρτίου ως ημέρα ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού. Η εκκλησία κατά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλει: «σταυρόν Χριστού τον Τίμιον σήμερον προτεθέντα ειδόντες προσκυνήσομεν και πιστώς ευφραθώμεν κατασπαζόμενοι πόθω τω εν τούτω θελήσει σταυρωθέντα αιτούμενοι Κύριον αξιώσαι πάντας ημας τον Σταυρόν τον Τίμιον προσκυνήσαι και φθάσαι την Ανάστασιν πάντας ακατακρίτως».

8.     Η εορτή του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου
     Στις 14 Σεπτεμβρίου η εκκλησία μας γιορτάζει την ύψωση του Τιμίου Σταυρού η οποία έγινε το 330 μαζί με τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως. Αυτή η εορτή καθιερώθηκε από τα πρώτα χρόνια της ευρέσεως από τον Άγιον Μακάριον, πατριάρχη Ιεροσολύμων. Η εορτή της υψώσεως φέρει τα ίσα της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής και η εκκλησία ψάλλει: «δεύτε λαοί το παράδοξον θαύμα καθωρόντες του στρατού την δύναμιν προσκυνήσωμεν ότι ξύλον εν παραδείσω θάνατον εβλάστησε το δε την ζωήν εξήνθήσεν αναμάρτητον έχον προσηλώμενον τον Κύριον εξ ου πάντα τα έθνη αφθαρσίαν τριγώντες κραυγάζομεν ο δια Σταυρού θάνατον καταργήσας και ημάς ελευθερώσας δόξασι».
     Και άλλη μία ύψωση γιορτάζει η εκκλησία όταν οι Πέρσες εισέβαλαν στα νοτιο-ανατολικά τμήματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έφθασαν έως τα Ιεροσόλυμα. Ο Χοσρόης – βασιλιάς των Περσών – εκτός από τις άλλες λεηλασίες που έκανε, έκλεψε και τον Τίμιον Σταυρόν, το οποίο είχε αφήσει στα Ιεροσόλυμα η Αγία Ελένη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους μαζί του στην Περσία. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο τότε πατριάρχης Ιεροσολύμων, Άγιος Ζαχαρίας. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να ταπεινώσει ακόμα περισσότερο την βυζαντινή αυτοκρατορία.
     Όταν μετά από 14 έτη ο Ηράκλειος αποφάσισε να πάρει πίσω τον Σταυρό και να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, διέταξε να τελεστεί δέησις σ’ όλη την Βασιλεύουσα. Στην δέηση αυτή παρέστη ο Αυτοκράτορας, ο Πατριάρχης Κων/λεως και όλος ο κλήρος. Δεήθηκαν ώστε η προσπάθειά τους να στεφθεί με επιτυχία.
     Μετά την επιτυχή εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, την επανάκτηση του Ζωοποιού Σταυρού και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και του Πατριάρχου Αγίου Ζαχαρία, τελέστηκε στα Ιεροσόλυμα πανηγυρική Θεία Λειτουργία, για να γιορτάσουν το γεγονός. Ξανά υψώθηκε δε ο Τίμιος Σταυρός επί του Γολγοθά και πάλιν κατά την 14η του μηνός Σεπτεμβρίου.

9.     Η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού
     Η εκκλησία μας γιορτάζει επίσης την 1η Αυγούστου την πρόοδο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Το Ιεροσολυμίτικον Τυπικόν διατάσσει και κατά την αυτήν ημέραν μετά την Δοξολογία, να τελείται η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού κατά την τάξιν της Γ΄ Κυριακής των νηστειών.
     Από τους Βυζαντινούς αυτή η λιτανεία εκαλείτο προεξέλευσις, δηλαδή προπόρευση. Την όλη τελετή μας την περιγράφει αναλυτικά ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος. Ότι δηλαδή γινόταν στην Κων/πολη λιτανεία, όπου προηγείτο ο Τίμιος Σταυρός, προκειμένου να αγιασθεί όλη η Πόλη. Η διάρκεια της εορτής ήταν 7 ημέρες. Η εορτή αυτή καθιερώθηκε το 1174 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο, σ’ όλη την αυτοκρατορία.

10.      Χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες του Τιμίου Σταυρού
     Το μέγεθος του Σταυρού, κατά την παράδοση και τον Συναξαρηστή, ήταν μήκους 4,5 μέτρων και πλάτους 2,4 μέτρων. Ο Ιερός Χρυσόστομος μας παραδίδει ότι το πάχος του ήταν 20 εκατοστά και ότι το τμήμα του Σταυρού που εμπήγετο μέσα στη γη, ήταν 40 εκατοστά.
     Οι ήλοι, δηλαδή τα καρφιά, που βρέθηκαν μαζί με τον Σταυρό, άλλοι μας παραδίδουν ότι ήταν 3, όπως π.χ. ο Άγιος Δοσίθεος Ιεροσολύμων και άλλοι όπως ο Άγιος Παΐσιος Γάζης, αναφέρει πως η κοινή παράδοση δέχεται ότι ήταν 4. Τους ήλους τους πήρε μαζί της η Αγία Ελένη στην Κων/πολη.
     Τους δύο άλλους σταυρούς οι ιστορικοί μας αναφέρουν, πως και αυτοί μεταφέρθηκαν στην Κων/πολη και τοποθετήθηκαν, σύμφωνα με τον Άγιο Δοσίθεο όπως το αναφέρει στην Δωδεκάβιβλο του «κάτωθεν του εν τω Φόρω πορφυρού κίονος», όπως επίσης και το αλάβαστρον του μύρου, με το οποίο η Μαρία άλειψε τα πόδια του Κυρίου. Εις τον ίδιο κίονα τοποθετήθησαν και οι ήλοι του Σταυρού. Ένα από τα καρφιά βρίσκεται στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου στη Θάσο.

11.      Η θαυματουργική δύναμις του Τιμίου Σταυρού
     Τον Τίμιο Σταυρό η εκκλησία μας τον ονόμασε ζωοποιό. Γιατί αν και πάνω σ’ αυτόν παρέδωσε το Πνεύμα Του ο Κύριός μας, εντούτοις η χάρις Του το επισκίασε και τον έκανε ζωοποιό. Από την πρώτη στιγμή της ευρέσεώς του έδωσε ζωή στην νεκρή γυναίκα. Έκτοτε πάρα πολλά θαύματα, τα οποία οφείλονται στον Τίμιο Σταυρό, γνωρίζει η εκκλησία μας.
     Ένα από αυτά έγινε στην Απαμεία, η οποία κινδύνευε να κυριευθεί από τους Πέρσες. Τότε ο επίσκοπος Θωμάς περιέφερε στην πόλη, τμήμα του Σταυρού που είχε στην κατοχή του. Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός, (όπως μας το διηγείται ο ιστορικός Προκόπιος), που έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς:
     «υπέρθεν του Σταυρου σέλας πυρός επεφέρετο και το κατ’ αυτόν της οροφής μέρος φωτί πολλώ υπέρ το ειωθός κατελάμπετο». Δηλαδή, πάνω από τον Σταυρό στον αέρα υπήρχε πύρινο φως, το οποίο ακολουθούσε τον Σταυρό και στο τέλος σκέπασε όλη την πόλη.
     Το γεγονός αυτό το καταγράφει επίσης στην εκκλησιαστική του ιστορία και ο Ευάγριος.
     Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μας διασώζει το εξής γεγονός. Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βρέθηκε κάποια φορά σ’ ένα ειδωλολατρικό ιερό, οι ιερείς για να του δείξουν την δύναμή τους, στη διάρκεια μιάς τελετής, κάλεσαν τους δαίμονες. Τότε ο Ιουλιανός από τον τρόμο του ασυνείδητα έκανε τον Σταυρό του και οι δαίμονες διασκορπίσθηκαν. Οι ιερείς των ειδώλων ισχυρίσθηκαν πως οι δαίμονες επειδή μισούσαν κάθε τι του Χριστού, έφυγαν από ταραχή και φόβο. Εκείνος ο καημένος τους πίστεψε και παρέμεινε στην πλάνη του.
     Η δύναμις του Σταυρού μνημονεύεται από πολλούς Πατέρες της εκκλησίας μας. Ο Ιερός Χρυσόστομος σε μία ομιλία του αναφέρει τα εξής:
     «Σταυρός το κατά των δαιμόνων τρόπαιον, η κατά της αμαρτίας μάχαιρα το ξίφος, ω τον όφιν εκέντησεν ο Χριστός. Σταυρός το του Πατρός θέλημα, η του Μονογενους δόξα, το του Πνεύματος αγαλλίασμα ο των αγγέλων κόσμος, της Εκκλησίας η ασφάλεια, το καύχημα του Παύλου, το των Αγίων τειχος, το φως της οικουμένης απάσης».
     Ο Μέγας Αθανάσιος στη διήγησή του για τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, μας διασώζει την εξής ιστορία:
     Κάποτε επισκέφθηκαν τον Μ. Αντώνιο κάποιοι σοφοί ειδωλολάτρες. Στην αρχή τον χλεύαζαν, λέγοντας πως η χριστιανική θρησκεία δεν κρύβει πολλή σοφία. Εκείνη όμως την ώρα κάποιοι άλλοι επισκέπτες έφεραν έναν δαιμονισμένο στον Μ. Αντώνιο, για να τον θεραπεύσει. Εκείνος απευθύνθηκε τότε στους ειδωλολάτρες σοφούς, και τους παρότρυνε να τον θεραπεύσουν με την σοφία τους. Εκείνοι εξεπλάγησαν και είπαν πως δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Ο Μ. Αντώνιος αφού προσευχήθηκε, σταύρωσε τον δαιμονισμένο και ω του θαύματος, αμέσως θεραπεύθηκε πλήρως.
     Και ολοκληρώνει την διήγησή του ο Μ. Αθανάσιος, λέγοντας:
     «Και οι μεν λεγόμενοι φιλόσοφοι εθαύμαζον, και αληθως εξεπλήττοντο επί τη συνέσει του ανδρός και τω γενομένω σημείω».

12.      Η θεολογική σημασία του Τιμίου Σταυρού στη ζωή των χριστιανών
     Ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, τονίζει:
     «Ο λόγος γάρ ο του Σταυρου, τοις μέν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημιν δύναμις Θεου εστί». Δηλαδή, ο λόγος περί Σταυρού για τους μη πιστούς είναι ανοησία, ενώ για τους χριστιανούς είναι η δύναμις του Θεού.
     Για μας τους πιστούς ο Σταυρός έχει πολλαπλή σημασία. Ο Σταυρός είναι η δύναμίς μας, είναι το σύμβολο της νίκης, είναι το σύμβολο της υπομονής, είναι το σύμβολο του αγώνα. Ακόμη και η αγάπη των χριστιανών πρέπει να έχει σταυροειδή κατεύθυνση. Δηλαδή κατακόρυφη κατεύθυνση, που σημαίνει αγάπη του πιστού προς τον Τριαδικό Θεό, αλλά και οριζόντια που σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον. Αν από την σταυροειδή αγάπη αφαιρέσεις μία από τις δύο κατευθύνσεις, τότε παύει να είναι χριστιανική και υποβιβάζεται σε κοσμική.
     Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας, μας ξεκαθάρισε:
     «Οστις θέλει οπίσω μου ελθειν απαρνησάσθω σ’ εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτου και ακολουθήτω μοι».
     Βλέπετε αγαπητοί μου αδελφοί, ο Κύριός μας προτείνει άρση του Σταυρού. Δηλαδή, ο καθένας μας φέρει ένα σταυρό στις πλάτες του. Αυτός μπορεί να είναι μια ασθένεια, μια δυσκολία, μια δυσχέρεια στη ζωή. Αυτές τις δυσκολίες πρέπει να τις υπομένει καρτερικά ο χριστιανός, αλλά και να τις αντιμετωπίζει γενναία, με την ελπίδα που μας δίνει ο Χριστός μας.
     Η άρση του σταυρού όμως σημαίνει και άρση των παθών μας και κάθαρση από αυτά.
     Άρση του σταυρού μπορεί να σημαίνει και κάποιο έργο που μας έχει αναθέσει η εκκλησία μας και αυτό πρέπει να το ολοκληρώσουμε με άψογο τρόπο.
     Όταν ο Κύριός μας επέλεξε τους μαθητές Του και τους ζήτησε να κηρύξουν τον Λόγο Του στα πέρατα της οικουμένης, αυτό ήταν ένας σταυρός για τους μαθητές, τον οποίο όμως σηκώνοντάς τον, έφεραν επάξια εις πέρας την αποστολή τους. Γι’ αυτό τους δόθηκε ο στέφανος της δόξης.
     Ας μελετήσουμε όμως λίγο πιο προσεκτικά τα λόγια του Κυρίου. Μαζί με την άρση του σταυρού, μας ζητάει και άρνηση του εαυτού μας. Πώς συνδέει αυτά τα δύο ο Χριστός μας; Τα συνδέει με την ταπείνωση. Γιατί άρνηση του εγωισμού, σημαίνει ταπείνωση. Απάρνηση του θελήματός μας, σημαίνει ότι εργαζόμαστε για την δόξα και την αγάπη του Θεού.
     Άρα λοιπόν κάθε δυσκολία που υπομένουμε, κάθε σταυρό που φέρουμε, κάθε ασθένεια που εγκαρτερούμε, κάθε έργο που μας ανατίθεται από την εκκλησία και το διεκπεραιώνουμε, πρέπει να το κάνουμε όχι για την προσωπική μας προβολή, όχι για το εγώ μας, όχι για την ικανοποίηση της υπερηφάνειας και της εγωπάθειάς μας, αλλά για την αγάπη και την δόξα του Χριστού.
     Γι’ αυτό όταν το έργο μας δεν αναγνωρίζεται, όταν δεν ακούμε συγχαρητήρια και επαίνους, όταν δεν μας επιβραβεύει κανείς για τις αγαθοεργίες μας, ουσιαστικά πρέπει να χαιρόμαστε. Και αυτό επειδή κάθε μνημόνευση, ευφημισμός, εγκώμιο ή ηθική αμοιβή της προσωπικότητάς μας, είναι δυνατόν να τονώσει τον εγωισμό μας και να μας ρίξει στην υπερηφάνεια.
     Αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, πρέπει να το προσέξουμε για να αποφύγουμε τέτοιου είδους παγίδες. Εμείς δεν έχουμε τίποτα να καυχηθούμε.
     Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης μας λέει «Μη γένοιτο, φήσιν, επί τινί άλλω καυχάσθαι, ει μη επί τω Σταυρώ του Χριστού». Δηλαδή δεν έχουμε τίποτα εμείς να καυχηθούμε παρά μόνον για τον Σταυρό του Χριστού.
     Σημαντική θέση κατέχει ο Σταυρός στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας μας. Σε κάθε μυστήριο είναι απαραίτητη η σταυροειδής ευλογία από τον ιερέα.
     Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σταυροειδής χάραξις επί του άρτου στη Θεία Ευχαριστία.
     Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων συμβουλεύει τους Χριστιανούς, να κάνουν το Σταυρό τους όταν τρώνε, όταν πίνουν, όταν σηκώνονται, όταν κάθονται, όταν μιλούν, όταν περπατούν και γενικά σε κάθε περίσταση.
     Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μας δίνει μια άλλη ερμηνεία του σταυρού που σχηματίζουμε στο σώμα μας. Μας λέει πως κάθε φορά που κάνουμε τον Σταυρό μας και θέτουμε τα 3 δάχτυλα στο μέτωπό μας, ομολογούμε πως ο Λόγος του Θεού ήταν στον ουρανό, στα δεξιά του Πατρός.
     Όταν φέρουμε το χέρι μας κάτω επί της κοιλίας ομολογούμε την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου και την ενανθρώπηση του Χριστού.
     Όταν φέρουμε το χέρι μας στο δεξί ώμο ομολογούμε την ανάληψη του Χριστού από την γη και την άνοδο του εις τον ουρανόν εις τα δεξιά του Πατρός.
     Και όταν φέρουμε το χέρι μας στον αριστερό ώμο ομολογούμε την επάνοδο του Χριστού στην γη, κατά την Δευτέραν και ένδοξον Παρουσία Του.
     Τον Σταυρό τον ονομάζουμε ζωοποιό. Να δούμε λίγο γιατί του έδωσε η εκκλησία μας αυτή την επωνυμία.
     Τον όρο αυτό τον χρησιμοποίησε ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του. «Νεκρούς όντας τοις παραπτώμασι της σαρκός ημών συνεζωποίησε ημάς εν αυτών». Και στην προς Εφεσίους Επιστολή«Δια του Σταυρού αποκτείνας την έχθραν». Δηλαδή, μας έδωσε ζωή ο Χριστός δια του Σταυρού αφού δι’ αυτού έσωσε την ανθρωπότητα και εξολόθρευσε τους δαίμονες.
     Αγαπητοί μου αδελφοί, στο λίγο χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την σημασία του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στην ζωή της εκκλησίας μας και στη ζωή των Χριστιανών. Αυτός πρέπει να είναι το καύχημα μας και η δόξα μας.
     Θα ήθελα να κλείσει αυτήν την παρουσία περί σταυρού, ή γραφίδα του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων: «Μη τοίνυν επαισχυνθώμεν τω Σταυρώ του Χριστού, αλλά καν άλλος αποκρύπτη συ φανερώς επί μετώπω σφραγίζου, ίνα οι Δαίμονες το σημείον ίδοντες το Βασιλικόν, μακράν φυγώσι τρέμοντες». Δηλαδή, να μην ντρεπόμαστε να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, αλλά ακόμα και αν κάποιος τον κάνει κρυφά, εσύ φανερά να κάνεις τον Σταυρό σου, για να τον δουν οι δαίμονες και να φύγουν μακριά τρέμοντας.

     Αγαπητοί μου αδελφοί, οποιαδήποτε παράβλεψη ή αστοχία, παρακαλώ να την χρεώσετε στην ανθρώπινη  αδυναμία, να παρουσιασθεί ένα τόσο σημαντικό θέμα. Η οποιαδήποτε ωφέλεια μας είναι σίγουρα δωρεά του Αγίου Πνεύματος και του Τιμίου Σταυρού.