† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ δειλίας

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ

Περὶ δειλίας

(Διὰ τὴν ἄνανδρον δειλίαν)

ΟΠΟΙΟΣ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἢ σὲ συνοδία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἡσυχαστικώτερους τόπους, ἂς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύσῃ τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.

2. Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.

3. Ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος ποὺ προμελετᾶται. Ἢ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι μία ἔντρομη καρδιακὴ αἴσθησις, ποὺ συγκλονίζεται καὶ ἀγωνιᾶ ἀπὸ ἀναμονὴ ἀπροβλέπτων συμφορῶν. Ὁ φόβος εἶναι μία στέρησις τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχὴ εἶναι δούλη τῆς δειλίας· ἔχοντας πεποίθησι στὸν ἑαυτόν της καὶ ὄχι στὸν Θεόν, φοβεῖται τοὺς κρότους τῶν κτισμάτων καὶ τὶς σκιές.

4. Ὅσοι πενθοῦν καὶ ὅσοι καταπονοῦνται χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν κόπους καὶ πόνους, δὲν ἀποκτοῦν δειλία. Πολλὲς φορὲς ὅσοι ὑποκύπτουν στὴν δειλία χάνουν τὸ μυαλό τους. Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό, διότι εἶναι δίκαιος Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τοὺς ὑπερηφάνους, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ μάθωμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε.

5. Ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται εἶναι κενόδοξοι, ἀλλ᾿ ὅμως ὅλοι ὅσοι δὲν φοβοῦνται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ταπεινόφρονες, ἀφοῦ καὶ οἱ λησταὶ καὶ οἱ τυμβωρύχοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὴν δειλία.

6. Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζῃς νὰ πηγαίνῃς, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχῃ ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χαλαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράσῃ μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος. Ἐνῷ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ᾿ ἐκείνους τοὺς τόπους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐτή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου· διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῇς, θὰ σὲ σκεπάζῃ παντοτινά.

7. Ποτὲ δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ γεμίσῃς τὴν κοιλία. Παρόμοια βέβαια δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ νικήσῃς τὴν δειλία. Ὅταν ἔχωμε πολὺ πένθος, θὰ ὑποχωρήσῃ πιὸ γρήγορα· ὅταν ὅμως αὐτὸ μᾶς λείπῃ, θὰ παραμένουμε συνεχῶς δειλοί. «Ἔφριξάν μου τρίχες καὶ σάρκες» εἶπε ὁ Ἐλιφὰζ (Ἰὼβ δ´ 15), περιγράφοντας τὴν πανουργία τούτου τοῦ δαίμονος.

8. Ἄλλωτε ἐδειλίασε πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλοτε τὸ σῶμα, καὶ ἐν συνεχείᾳ μεταβίβασε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὸ πάθος. Ἂν συμβῆ νὰ φοβηθῇ τὸ σῶμα, χωρὶς ὅμως νὰ εἰσδύση ὁ ἄκαιρος φόβος στὴν ψυχή, εὑρισκόμεθα πλησίον στὴν θεραπεία. Ὅταν δὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα καὶ ἀπροσδόκητα τὰ δεχώμεθα πρόθυμα, μὲ συντριμμένη καρδιά, τότε ἐλευθερωθήκαμε πραγματικὰ ἀπὸ τὴν δειλία.

9. Δὲν ἐνισχύει τοὺς δαίμονας ἐναντίον μας τὸ σκότος καὶ ἡ ἐρημία τῶν τόπων, ἀλλὰ ἡ ἀκαρπία τῆς ψυχῆς μας. Μερικὲς φορὲς ὅμως πρόκειται γιὰ οἰκονομικὴ παίδευσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.

10. Ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου, θὰ φοβηθῇ μόνο τὸν ἰδικό του Δεσπότη. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φοβεῖται ἀκόμη Αὐτόν, φοβεῖται πολλὲς φορὲς τὴν σκιά του.

11. Ὅταν πλησιάση ἀοράτως ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, φοβεῖται τὸ σῶμα. Ὅταν ὅμως πλησιάση κάποιος Ἄγγελος, ἀγάλλεται ἡ ψυχὴ τῶν ταπεινῶν. Γι᾿ αὐτό, μόλις ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἀντιληφθοῦμε τὴν παρουσία του, ἂς τρέξουμε γρήγορα στὴν προσευχή, διότι ἦλθε νὰ προσευχηθῇ μαζί μας ὁ ἀγαθός μας φύλαξ.

ποιος ἐνίκησε τὴν δειλία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀνέθεσε στὸν Θεὸν καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ψυχή του.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΉ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ 2022 (Ομιλία π.Ευθύμιου Μπαρδάκα)

 


Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ (Άρθρο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Γρηγορίου)


 Ἡ Μέλλουσα Κρίση ὁ πόλεμος καὶ ἡ Εἰρήνη.

Μέλλουσα Κρίση, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅπως διατυπώνεται στὴν Εὐαγγελική Περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω δὲν καθορίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς τιμωρίας ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν συνάνθρωπο του. Δηλαδὴ στὸ ποσοστὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταλάβει σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν παρουσία τοῦ συνανθρώπου του στὴν προσωπικὴ του ζωὴ καὶ συμβάλει θετικὰ στὴν ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἄλλο τόσο θὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνάλογη Παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ θὰ βλέπει τὸν Θεὸ εἴτε ὡς φῶς, εἴτε ὡς σκότος. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκότος, ἀλλὰ τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θὰ ἀντιλαμβάνονται τὸν Θεὸ ὡς σκότος, τὸ φῶς ὡς σκοτάδι. 

Εἶναι γνωστὴ ἡ περικοπὴ μὲ πλούσιες εἰκόνες, ὅπου τὰ ἔθνη χωρίζονται  σὲ δύο ὁμάδες οἱ ἐκ δεξιῶν καὶ οἱ ἐξ εὐωνύμων. Στὴν μία ὁμάδα λέγει ὁ Θεός <<δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου>>, ἐνῶ στὴν ἄλλη λέγει <<πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ>>. Ἐξηγεῖ ὁ Θεὸς εὐθὺς ἀμέσως καὶ στὶς δύο ὁμάδες τὸν λόγο ποὺ τοὺς κατατάσσει καὶ στὴν μὲν πρώτη ὁμάδα λέγει <<ἐφόσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε>> καὶ στὴν ἄλλη << ἐφόσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε>>.

Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. Θὰ σταθῶ ὅμως σὲ ἕνα σημεῖο. Ὅτι καὶ οἱ δύο ὁμάδες ρώτησαν τὸν Κύριο ἀκριβῶς τὸν ἴδιο <<πότε σὲ εἴδωμεν Κύριε πεινῶντα, ἤ διψῶντα, κ.λ.π. . . .>. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ δύο ὁμάδες δὲν βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν δίκιο. Ὡστόσο ὅμως ὅταν ὁ Θεὸς παρομοιάζει τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὸν συνάνθρωπο τότε τὰ πάντα ἀλλάζουν. Τότε παρατηροῦμε και οἱ δύο ὁμάδες νὰ βλέπουν τὸν συνάνθρωπο διαφορετικὰ. Ἡ πρώτη ὁμάδα βλέπει τὸν συνάνθρωπο καὶ συμβάλει θετικὰ πρὸς αὐτὸν στὴν ζωὴ του καὶ ἡ δεύτερη ὁμάδα βλέπει τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι παγερὰ ἀδιάφορη, δὲν βλέπει καθόλου τὸν συνάνθρωπο. Ἐπομένως καὶ οἱ δύο ὁμάδες βλέπουν τὸ ἴδιο δηλαδὴ τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ ὅμως μὲ διαφορετικὰ αἰσθητήρια. Οἱ δύο ὁμάδες ἀντιλαμβάνονται τὴν πραγματικότητα μὲ τὸν δικὸ τους τρόπο καὶ αὐτὸ σήμερα εἶναι καὶ τὸ δράμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. 

κάθε πόλεμος ποὺ γίνεται σήμερα περιγράφει τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἐσωτερικὸ πόλεμο εἶχαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα διότι μέσα τους διεσπάσθησαν, ἄλλα θέλει ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλα τὸ σῶμα. Ἐξωτερικὸ πόλεμο εἶχαν μεταξὺ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας διότι ἄλλα θέλει ὁ ἕνας καὶ ἄλλα θέλει ἡ ἄλλη καὶ αὐτὸ νὰ διευρύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ παράδεισος μετετράπη ὡς μεταπτωτικὸς. Ὁ Παράδεισος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ γνώριζε κάποτε ὁ Πρωτόπλαστος. Τὰ ζώα ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι πλέον ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του καὶ πλὲον ὁ ἴδιος μὲ ἰδρώτα καὶ κόπο θὰ παράξει τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπιβίωσης. Παντοῦ φαίνεται πόλεμος. Πόλεμος ἐσωτερικὸς μὲ τὸν ἑαυτὸ του ἀνθρώπου, πόλεμος μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ πόλεμος μὲ τὸ ἴδιο τὸ περιβάλλον. 

κάθε πόλεμος κρύβει μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸν φόβο τῆς ἐπιβίωσης, τὸν φόβο τοῦ ἀνασφαλοῦς περιβάλλοντος. Εὔκολα μπορεῖ κάποιος νὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἀναμενόμενος πόλεμος στὴν Οὐκρανία εἶναι πόλεμος ποὺ ἔχει σκορπίσει φόβο. Ὁ ἀδύναμος φοβάται τὸν ἰσχυρό ὅπως καὶ ἀντίστροφα ὁ ἰσχυρὸς φοβάται τὸν ἀδύναμο. Ἰσχυρὸς ἤ ἀδύναμος ποὺ φοβάται δὲν εἶναι μόνον αὐτὸς ποὺ πρωταγωνιστεῖ στὸν πόλεμο. Εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ παρατηρεῖ τὰ γεγονότα μὲ ψυχραιμία.

πόλεμος εἶναι μία κατάσταση ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος οὐσιαστικὰ ζεῖ τὸ δράμα τῆς μεταπτωτικῆς του πορείας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ χτίζει ὁ ἄνθρωπος ἀσυνείδητα στην κοινωνία που ζεῖ. Ὁ ἄνθρωπος χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καταδικασμένος νὰ συγκρούεται καὶ νὰ διαβάζει τὸν ἐξωτερικὸ του περιβάλλον ἐχθρικό. Ὅμως ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου διώχνει κάθε φόβο καὶ ἀνασφάλεια ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ βάλει στὴν καθημερινότητα του τὴν Παρουσία του τοῦ Θεοῦ, τότε μόνον θὰ ἀρχίσει νὰ διαβάζει ἕνα ἐξωτερικὸ περιβάλλον διαφορετικό, πιό φιλικὸ καὶ οἰκεῖο μὲ τὴν φύση του, θὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν συνάνθρωπο περισσότερο ὡς φίλο παρά ὡς ἀπειλὴ καὶ ἐχθρό. Θὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ συνανθρώπου του. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἰδεατὸ καὶ φιλοσοφικὴ ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι βίωμα τὸ ὁποῖο γίνεται τώρα αὐτὴ τὴν στιγμή στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς φίλους τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ. 

γαπητοὶ μου ἀδελφοὶ προσπαθῶ καὶ ἐγὼ μαζί μὲ ἐσᾶς νὰ βλέπω τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ δικὰ σας μάτια. Να βρίσκομαι δίπλα στὴν πραγματικὴ σας ἀνάγκη καὶ ὄχι σὲ τεχνητές. Ὅσο ὅμως καταλαβαίνω ὅτι φοβάμαι τὸν πόλεμο, καὶ ὅσο αἰσθάνομαι ὅτι κάτι παρόμοιο σύντομα μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα, ἄλλο τόσο κάτι δὲν κάνω καλὰ ἐγὼ μὲ τὸν συνάνθρωπο μου. Ὁ φόβος ἀπὸ τὴν μία εἶναι κάτι φυσιολογικό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη λειτουργεῖ καὶ ὡς αἰσθητήριο ὅτι κάτι δὲν κάνω καλὰ καὶ ἐγὼ καὶ αὐτὸ μὲ κάνει νὰ προσεύχομαι ἀκόμα περισσότερο. 

Σᾶς παρακαλῶ ὅλους ἀδελφοὶ μου νὰ ἐνώσουμε τὶς προσευχὲς μας ὁ Θεὸς νὰ μην παραχωρήσει ἄλλο τὸ κακὸ καὶ νὰ φέρει τὴν εἰρήνη. Νὰ φωτίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ εἰδικὰ ἐκείνους ποὺ μᾶς διοικοῦν, ἔτσι ὥστε νὰ κάνουν τὸ καλύτερο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Ἡ Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐφηπλωμένη σὲ ὅλη τὴν κτίστη καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Αὐτὴν νὰ ἐπιζητοῦμε. Ὁ συνάνθρωπος μας σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως εἶναι εὐκαιρία προσωπικῆς μας σωτηρίας, δὲν εἶναι ἀπειλή. Ἄς δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλο καὶ εἰλικρινὴ ἀγάπη καὶ τότε τὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς Εἰρήνης θὰ λειτουργήσει, θὰ ἀγκαλιάσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἠθικὴ ἐπιταγὴ, ἀλλὰ ἐμπειρία ζωῆς. Ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε εἶναι ζωντανὸς στὶς καρδιὲς ποὺ ἀγαπᾶνε εἰλικρινά καὶ μόνον ἐκεῖ βιώνεται αὐθεντικὰ ἡ Παρουσία Του. Συνεχίστε νὰ ἀγαπᾶτε, συνεχίστε νὰ προσεύχεστε ἀπὸ καρδίας μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, θὰ εἶναι κοντὰ μας καὶ θὰ δείξει τὸ καλύτερο γιὰ τὴν σωτηρία μας.  

Εὐχέτης πρὸς Κύριον

ὁ πνευματικὸς σας πατέρας

† ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΕΝΝΟΩ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΕΚΕΙΝΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑΝ (Στιχηρό τῶν Αἴνων Κυριακῆς Ἀπόκρεω)


 Στιχηρό τῶν Αἴνων Κυριακῆς Ἀπόκρεω

Ἦχος πλ. β’ «Ἐννοῶ τήν ἡμέραν ἐκείνην καί τήν ὥραν, ὅταν μέλλομεν πάντες, γυμνοί καί ὡς κατάκριτοι, τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι· τότε σάλπιγξ ἠχήσει μέγα, καί τά θεμέλια τῆς γῆς σεισθήσονται, καί οἱ νεκροί ἐκ τῶν μνημάτων ἐξαναστήσονται, καί ἡλικία μία πάντες γενήσονται· καί πάντων τά κρυπτά φανερά παρίστανται ἐνώπιόν σου·καί κόψονται, καί κλαύσονται, καί εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον ἀπελεύσονται, οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες·καί ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, ὁ τῶν δικαίων κλῆρος, εἰσελεύσεται εἰς παστάδα οὐράνιον». Ἑρμηνεία «Συλλογίζομαι τήν ἡμέρα ἐκείνη καί τήν ὥρα, ὅταν πρόκειται ὅλοι μας, γυμνοί καί ἀξιοκατάκριτοι νά παρασταθοῦμε μπροστά στόν Κριτή. Τότε θά ἠχήσει βροντερά ἡ σάλπιγγα καί θά σεισθεῖ συθέμελα ἡ γῆ. Οἱ νεκροί θά ἀνασηκωθοῦν ἀπό τούς τάφους τους καί θά ἐμφανιστοῦν ἔχοντας ὅλοι τήν ἴδια ἡλικία. Τά ἀπόκρυφα μέ μιᾶς ἐκείνη τήν ὥρα θά γίνουν φανερά ἐνώπιόν Σου. Τότε εἶναι πού θά κλάψουν γοερά καθώς θά φεύγουν γιά τή φωτιά τήν ἄσβεστη, ὅλοι ὅσοι ποτέ τους στή ζωή αὐτή δέν μετανόησαν. Ἀντίθετα οἱ δίκαιοι γεμάτοι χαρά καί ἀγαλ λίαση θά εἰσέλθουν στό αἰώνιο, τό οὐράνιο νυφικό πανηγύρι.»

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ (Ποιὰ εἶναι, πότε καὶ γιατί τελοῦνται)

Αποτέλεσμα εικόνας για Τὰ Ψυχοσάββατα. Ποιὰ εἶναι, πότε καὶ γιατί τελοῦνται


Μέσα στὴν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἡ ἁγία Ὀρθόδoξη Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι᾿ αὐτούς. Κάθε Σάββατο δηλαδή.

Ὅπως ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἔτσι καὶ τὸ Σάββατο εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιὰ νὰ τοὺς μνημονεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε (ἐπι)κοινωνία μαζί τους. Σὲ κάθε προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὶς προσευχὲς τοῦ Σαββάτου ὁ πιστὸς μνημονεύει τοὺς οἰκείους, συγγενεῖς καὶ προσφιλεῖς, ἀλλὰ ζητᾶ καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας γι᾿ αὐτούς.

Στὸ δίπτυχο (χαρτάκι), ποὺ φέρνουμε μαζὶ μὲ τὸ προσφορο γιὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, τὰ ὁποῖα μνημονεύονται.

Σὲ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τὰ ὁποῖα ἀφιερώνει στοὺς κεκοιμημένους της. Εἶναι τὰ Ψυχοσάββατα.
Τὸ ἕνα πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω καὶ τὸ ἄλλο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς.

Τὸ Ψυχοσάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Ἡ ἑπομένη ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτή. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μὲ τὸ Μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ δείξει τὴν συμπάθεια καὶ τὴν μακροθυμία του, ὄχι μόνο σὲ μᾶς ἀλλὰ καὶ στοὺς προαπελθόντας ἀδελφούς, καὶ ὅλους μαζὶ νὰ μᾶς κατατάξει στὴν Ἐπουράνια Βασιλεία Του.

Μὲ τὸ δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὴν ἵδρυση καὶ τὰ γενέθλια (ἐπὶ γῆς) γιορτάζουμε κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Μέσα στὴ μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ἡ θριαμβεύουσα στοὺς οὐρανούς.

Ὁ λόγος ποὺ τὰ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας, παρ᾿ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν μικροὶ σὲ ἡλικία ἢ στην ξενιτιὰ ἢ στὴν θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς ἢ καὶ μερικοί, λόγῳ πτωχείας, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσύνων, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι ἐθέσπισαν τὸ μνημόσυνο αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν».
Συγχρόνως δέ, ἐνθυμούμενοι καὶ ἐμεῖς τὸν θάνατο, «διεγειρόμεθα πρὸς μετάνοιαν».

Γιὰ τὴν ἱστορία καὶ μόνο ἂς γνωρίζουμε ὅτι: «Ἡ καθιέρωσις τοῦ Σαββάτου πρὸ τῶν Ἀπόκρεω ὡς Ψυχοσαββάτου ἐγένετο μᾶλλον κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ Σαββάτου πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς μόνου προϋπάρχοντος».

Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα

Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, οἱ εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.

Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ θεμέλια: 

α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς καὶ
β) τὴν πίστη στὴν μεταθανάτια ζωή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.

Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια), ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς:

Τὰ «τριήμερα» συμβολίζουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν᾿ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία.

Τὰ «ἐννιάμερα» τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν αΰλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄϋλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ.

Τὰ «τεσσαρακονθήμερα» τελοῦνται γιὰ τὴν Ἀναλήψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ «ἀναληφθεῖ» καὶ ὁ νεκρός, νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του.

Τὰ «ἐτήσια», τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου, σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ, καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή.

Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω, τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μῆνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου («τρίμηνα», «ἑξάμηνα», «ἐννεάμηνα»).

Τὴν μεγαλύτερη ὠφέλεια στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους, γιατὶ τότε, μὲ τὶς μερίδες τους στὸ ἅγιο δισκάριο, «ἐνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγορούνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε νεκρὸ μνημόσυνα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς «ἐκτενεῖς δεήσεις» τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς θείας Λειτουργίας.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.

Ἐξηγήσεις παρερμηνειῶν

Θὰ πρέπει, τέλος, νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι πολλὰ λάθη ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ παρελθόντος ἔχουν φτάσει ὡς τὶς μέρες μας, καὶ θὰ πρέπει ἄμεσα νὰ διορθωθοῦν.

α) Τὰ μνημόσυνα θὰ πρέπει νὰ γίνονται ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ποὺ πρέπει καὶ ὄχι νωρίτερα ἢ ἀργότερα.

β) Τὸ σπάσιμο γυάλινων ἀντικειμένων ἢ ἄλλων τοιούτων, εἶναι ἄκρως εἰδωλολατρικὴ συνήθεια καὶ ἁμαρτάνουν ὅσοι τὸ πράττουν.

γ) Στὰ μνημόσυνα παραθέτουμε καὶ εὐλογοῦνται μόνο καλῶς βρασμένα κόλλυβα (σιτάρι) ὡς ἐνδεικτικὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὄχι ἀλλα ὑποκατάστατα (κουλουράκια-ψωμάκια-γλυκά κ.τ.λ.)

δ) Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Τεσσαρακοστῆς δὲν εἶναι «Ψυχοσάββατο», ἀλλὰ ἑορτάζουμε τὸ «διὰ κολλύβων» θαῦμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.

ε) Στὰ Ψυχοσάββατα μποροῦμε νὰ παραθέτουμε κόλλυβα εἴτε στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς, εἴτε στὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, εἴτε καὶ στὰ δύο. Πρόκειται περὶ τῆς ἰδίας ἀξίας, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἀκολουθία διαβάζεται.

στ) 
Τὰ εὐλογηθέντα κόλλυβα δὲν τὰ σκορπίζουμε στὸν τάφο, οὔτε τὰ ἀπορρίπτουμε στὰ σκουπίδια, πράξεις ἐκκλησιαστικὰ ἀπαράδεκτες. 

Δείτε σχετικά:

H ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ. Γιατι τελούνται τα 3ήμερα και τα 9μερα μνημόσυνα.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

 
Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου». (Β’ Κόρ. 6, 16).

Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!

Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...

δελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετᾶστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...

Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ’ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

δελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γί’ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τη συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...

(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς. πηγή::orthodoxfathers.com/)

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀγρυπνίας

 

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ

Περὶ ἀγρυπνίας

(Διὰ τὴν σωματικὴν ἀγρυπνίαν, καὶ διὰ
τὸ πῶς πρέπει νὰ ἐπιτελῶμεν αὐτήν)


ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΓΕΙΟΥΣ βασιλεῖς, ἄλλοι παρίστανται ἄοπλοι καὶ γυμνοί, ἄλλοι μὲ ράβδους, ἄλλοι μὲ ἀσπίδες καὶ ἄλλοι μὲ ξίφη. Εἶναι δὲ μεγάλη καὶ ἀσύγκριτη ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς πρώτους καὶ στοὺς τελευταίους. Διότι οἱ πρῶτοι εἶναι συνήθως συγγενεῖς καὶ οἰκειακοὶ τοῦ βασιλέως. Καὶ αὐτὰ μὲν συμβαίνουν σ᾿ αὐτούς.

μπρὸς λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ ἐξετάσωμε πῶς παριστάμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως μας στὶς ἑσπερινές, τὶς νυκτερινὲς καὶ τὶς λοιπὲς παραστάσεις καὶ προσευχές.

Στὴν βραδυνὴ ἀγρυπνία μερικοὶ ὑψώνουν τὰ χέρια τους σὲ προσευχή, ἄϋλοι καὶ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ κάθε φροντίδα. Ἄλλοι τὴν ἐπιτελοῦν μὲ ψαλμῳδία. Ἄλλοι ἐπιμένουν ἰδιαιτέρως στὴν ἀνάγνωσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀδυναμία πολεμοῦν ἀνδρείως τὸν ὕπνο μὲ τὸ ἐργόχειρο. Καὶ ἄλλοι ἀπασχολοῦνται μὲ τὴν σκέψι τοῦ θανάτου, θέλοντας ἔτσι νὰ αἰσθανθοῦν κατάνυξι. Ἐξ ὅλων αὐτῶν οἱ πρῶτοι καὶ οἱ τελευταῖοι κάνουν θεάρεστη ἀγρυπνία. Οἱ δεύτεροι μοναχική. Οἱ τρίτοι βαδίζουν σὲ κατώτερη ὁδό. Πάντως ἀναλόγως πρὸς τὴν προαίρεσι καὶ τὴν δύναμι τοῦ καθενός, δέχεται καὶ ἀξιολογεῖ τὰ δῶρα ὁ Θεός.

2. Ὁ ἄγρυπνος ὀφθαλμὸς ἐξήγνισε τὸν νοῦ, ἐνῷ ὁ πολὺς ὕπνος ἐπώρωσε τὴν ψυχή. Ὁ ἄγρυπνος μοναχὸς εἶναι ἐχθρὸς τῆς πορνείας, ἐνῷ ὁ ὑπνώδης εἶναι σύζυγός της.

3. Ἡ ἀγρυπνία εἶναι θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, λύτρωσις ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῶν ἐνυπνιασμῶν, δακρύβρεκτος ὀφθαλμός, ἁπαλὴ καρδία, προφύλαξις ἀπὸ τοὺς λογισμούς, χωνευτήριο τῶν φαγητῶν, δαμαστήριο τῶν παθῶν, κολαστήριο τῆς γλώσσης, φυγαδευτήριο τῶν αἰσχρῶν φαντασιῶν.

4. Ὁ ἄγρυπνος μοναχὸς εἶναι ἁλιεὺς τῶν λογισμῶν, ἱκανὸς νὰ τοὺς ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ τοὺς συλλαμβάνη μὲ εὐχέρεια μέσα στὴν νυκτερινὴ γαλήνη. Ὁ φιλόθεος μοναχός, ὅταν σημαίνη ἡ σάλπιγγα τῆς προσευχῆς, ἀναφωνεῖ: Εὖγε! Εὖγε! (πρβλ. Ἰὼβ λα´ 29), ἐνῷ ὁ ρᾴθυμος ὀδύρεται: Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!

5. Ἡ προετοιμασία τῆς τραπέζης ἐδοκίμασε τοὺς γαστριμάργους καὶ ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς ἐδοκίμασε τοὺς φιλοθέους. Ὁ πρῶτος μόλις ἀντικρύση τὴν τράπεζα σκιρτᾶ, ἐνῷ ὁ δεύτερος σκυθρωπάζει.

6. Ὁ πολὺς ὕπνος εἶναι πρόξενος τῆς λήθης, ἐνῷ ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὴν μνήμη.

7. Ὁ πλοῦτος τῶν γεωργῶν συναθροίζεται στὸ ἁλώνι καὶ στὸ πατητήρι, ἐνῷ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ γνῶσις τῶν μοναχῶν, στὶς ἑσπερινὲς καὶ νυκτερινὲς προσευχὲς καὶ στὴν νοερὰ ἐργασία.

8. Ὁ πολὺς ὕπνος εἶναι σύζυγος ἄδικος, ποὺ ἀφαρπάζει τὸ ἥμισυ ἢ καὶ περισσότερο ἀκόμη ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ρᾳθύμου.

9. Ὁ ἀδόκιμος μοναχὸς εἶναι ἄγρυπνος στὶς συζητήσεις. Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς, ἐβάρυναν τὰ μάτια του. Ὁ ἀποχαυνωμένος μοναχὸς εἶναι ἱκανὸς γιὰ πολυλογίες. Ὅταν ὅμως ἀρχίση ἡ ἀνάγνωσις, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ κοιτάξη ἀπὸ τὴν νύστα.

ταν θὰ ἠχήση ἡ ἐσχάτη σάλπιγγα, θὰ συμβῆ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Κατὰ παρόμοιο τρόπο μολὶς ἀρχίση ἡ ἀργολογία, θὰ συμβῆ ἡ ἀνάνηψις τῶν κοιμωμένων. Εἶναι ὕπουλος φίλος ὁ τύραννος ποὺ λέγεται ὕπνος. Πολλὲς φορές, ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι ἀπὸ φαγητὰ ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὅταν πεινοῦμε καὶ διψοῦμε μᾶς πολεμεῖ δυνατά. Στὴν προσευχὴ προτρέπει νὰ κρατοῦμε ἐργόχειρο, διότι μὲ ἄλλον τρόπο δὲν μπορῆ νὰ χαλάση τὴν προσευχὴ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν ἀγρυπνία.

Στοὺς ἀρχαρίους αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος πόλεμος ποὺ ἀντιμετωπίζουν· μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τοὺς κάνη ἐξ ἀρχῆς ρᾳθύμους ἢ νὰ προετοιμάση τὸν δρόμο γιὰ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Ἕως ὅτου ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτόν, ἂς μὴν ἀφίνουμε τὴν κοινὴ ψαλμῳδία μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀδελφῶν· διότι ἔτσι πολλὲς φορὲς αἰσθανόμεθα ἐντροπὴ καὶ δὲν νυστάζομε.

10. Ὁ σκύλος εἶναι ἐχθρὸς τῶν λαγῶν· ὁμοίως καὶ ὁ δαίμων τῆς κενοδοξίας εἶναι ἐχθρός του ὕπνου.

11. Ὁ ἔμπορος μετρᾶ τὸ κέρδος, ὅταν τελειώση ἡ ἡμέρα, καὶ ὁ ἀγωνιστὴς μοναχός, ὅταν τελειώση ἡ ψαλμῳδία.

12. Περίμενε καὶ πρόσεχε καὶ θὰ ἰδῆς μετὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ στίφη δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ πολεμήθηκαν ἐκ μέρους μας προσπαθοῦν νὰ μᾶς τραυματίσουν μὲ τὶς ἀπρεπεῖς φαντασίες. Κάθησε καὶ παρατήρει, καὶ θὰ ἰδῆς αὐτοὺς ποὺ συνηθίζουν νὰ ἀφαρπάζουν τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ψυχῆς.

13. Συμβαίνει μερικὲς φορὲς ἐνῷ κοιμόμαστε, νὰ μελετοῦμε τοὺς στίχους τῶν Ψαλμῶν. Τοῦτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αὐτὴ ἡ μελέτη. Μερικὲς ὅμως φορὲς μᾶς τὰ προκαλοῦν αὐτὰ οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μᾶς δημιουργήσουν ἔπαρσι ὑπερηφανείας. Ὑπάρχει καὶ τρίτη περίπτωσις ποὺ δὲν ἤθελα νὰ ἀναφέρω, ἀλλὰ κάποιος μὲ ἐξηνάγκασε: Ἡ ψυχὴ ποὺ μελετᾶ ἀκατάπαυστα κάθε ἡμέρα τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, συνηθίζει καὶ στὸν ὕπνο νὰ προσκολλᾶται σ᾿ αὐτὰ τὰ νοήματα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶναι κυρίως ἡ ἀνταμοιβὴ τοῦ πρώτου, γιὰ νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἁμαρτίες καὶ νυκτερινὲς φαντασίες!

Δεκάτη ἐνάτη βαθμίδα! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, ἐδέχθηκε φῶς στὴν καρδιά του.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

ΒΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

 

Μια νύχτα κάποιος άνθρωπος είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε πως περπατούσε στην ακρογιαλιά με τον Θεό.

Στον ουρανό άστραψαν σκηνές από τη ζωή του. Σε κάθε σκηνή έβλεπε δύο ζευγάρια πατημασιές πάνω στην άμμο.

Το ένα άνηκε σε αυτόν και το άλλο στον Θεό. Όταν και η τελευταία σκηνή της ζωής του έλαμψε μπροστά του, κοίταξε πίσω στις πατημασιές στην άμμο.

Παρατήρησε πως πολλές φορές στο δρόμο της ζωής του, υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές. Ακόμη πως αυτό κι αν συνέβαινε στις πιο δύσκολες και θλιμμένες του στιγμές.

Αυτό πραγματικά τον πείραξε και ρώτησε τον Θεό: Θεέ μου, όταν αποφάσισα να σε ακολουθήσω, είπες πως θα βαδίζουμε μαζί αυτόν τον δρόμο, αλλά παρατήρησα πως στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, υπάρχει μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές…;

Δεν καταλαβαίνω! Γιατί όταν σε χρειαζόμουν πολύ, εσύ με άφηνες; Και ο Θεός απάντησε: «Πολυάκριβό μου παιδί, σε αγαπώ και δεν σε άφησα ποτέ! Στις στιγμές της δοκιμασίας και του πόνου, που βλέπεις ένα μόνο ζευγάρι πατημασιές, σε κρατούσα στην αγκαλιά μου».

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ)




A.-. Ἄκουσε λογική ψυχή μου, ἐσύ πού γνωρίζεις τά βαθύτερα σημεῖα τοῦ εἶναι μου. Ἄκουσέ με, γιατί θέλω νά σοῦ μιλήσω, γιά κάποιο θέμα μυστικό καί (κοινοῦ ἐνδιαφέροντος) μά πού ἀπασχολεῖ γενικώτερα τούς ἀνθρώπους. Αὐτό πού κατάλαβα εἶναι ὅτι δέν θά καθαριστεῖς τελικά ἀπό τά πάθη ἀλλά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο θά ἀνακουφιστεῖς.

Ξέρω καλά ψυχή μου, ὅτι καί ἐγώ καί ἐσύ κινούμαστε «παρά φύσιν». Ξέρω ὅτι εἴμαστε πλανεμένοι ἀπό τήν ἄγνοια καί γι᾿ αὐτό κατηγοροῦμε τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, λέγοντας ὅτι ἡ κακία βρίσκεται ἔξω καί μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης μας, τή μιά τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ ἄλλοτε μᾶς φταίει ὁ σατανᾶς καί ἄλλοτε θεωροῦμε ὑπεύθυνους γιά ὅ,τι κακό μᾶς συμβαίνει τούς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνοντας αὐτό, πολεμᾶμε ἄλλους, πολεμᾶμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μας ὑπερασπίζει τήν ἄλλη καί εἶναι φίλος μας, τήν ἄλλη ὥρα, στήν καθημερινότητα γινόμαστε ἐχθροί μεταξύ μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι εὐεργετοῦμε τούς ἑαυτούς μας, τούς βασανίζουμε, φορτώνοντας πάνω μας δικαιώματα, κόπους καί ντροπές πού σέ τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσουν.
Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀγαποῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν πραγματικότητα μισοῦμε καί ἀποφεύγουμε τίς αἰτίες πού μᾶς προκαλοῦν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κατάλαβα λοιπόν πολύ καλά ὅτι δέν ἑλκόμαστε ἄδικα καί ἀναγκαστικά ἀπό κάποια ἄλλη ἐξουσία ἔξω ἀπό ἐμᾶς, οὔτε πρός τό καλό, οὔτε πρός τό κακό.
Ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε ἰσχύει αὐτή ἡ πνευματική ἀρχή: Μέ ὅποιου τό θέλημα συνταχθοῦμε καί συμπράξουμε, δηλαδή εἴτε μέ τοῦ Θεοῦ εἴτε μέ τοῦ διαβόλου, σέ ἐκεῖνον καί θά ἀνήκουμε καί ἀπό ἐκεῖνον θά συρθοῦμε δίκαια, πρός τό μέρος πού αὐτός ἐξουσιάζει.

Β.-. Ἡ βάση τοῦ κακοῦ ἔχει δύο ἐντελῶς παράλογες αἰτίες. Ἡ μία εἶναι ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἄλλη ἡ ἄνεση τοῦ σώματος, στά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δίνουμε τή δυνατότητα νά μᾶς προσβάλουν. Αὐτά ὅμως, πρίν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα οὔτε ἀρετές οὔτε κακίες, ἀλλά εἶναι ἀφορμές, γιά νά φανεῖ καθαρά πρός τά ποῦ ρέπουμε.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος θέλει ἀπό ἐμᾶς νά ὑπομένουμε τίς ὕβρεις, τούς χλευασμούς καί τίς κακοπάθειες, ἐνῶ ὁ διάβολος ἐπιζητεῖ τά ἀντίθετα. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς συγκατατεθοῦμε μέ ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποβάλλει ὁ διάβολος, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στρέψαμε τόν ἑαυτό μας καί τό θέλημά μας πρός τή φιληδονία καί ὅτι ἔχουμε παρακούσει τόν Κύριο. Ὅταν ὅμως αἰσθανόμαστε βαθιά θλίψη, γιατί συγκατατεθήκαμε στίς προσβολές τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στραφήκαμε πρός τόν Θεό, ἀγαπώντας καί ἀκολουθώντας τήν στενή ὁδό τῶν ἐντολῶν Του.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός παρεχώρησε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται αὐτές τίς προσβολές. Ἐκεῖνοι λοιπόν πού διαλέγουν νά πορευτοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, παραδίδουν στόν Χριστό τό θέλημά τους. Ἔτσι ἀφοῦ βρεῖ ὡς εἴσοδο ὁ Χριστός τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, θά εἰσέλθει καί θά ὁδηγήσει τόν νοῦ στήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό διάβολο.
Ὅσοι πάλι ἀγαποῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τήν ἄνεση τοῦ σώματος, ἔχουν δώσει ἤδη εἴσοδο στό διάβολο. Καί αὐτός ἀφοῦ βρεῖ τήν εἴσοδο πού θέλει, περνάει μέσα στόν ἄνθρωπο τά δικά του κακά. Καί ἄν οἱ ἄνθρωποι τόν καλοδεχτοῦν, δέν σταματάει νά φέρνει συνεχῶς καί καινούργια κακά, μέχρι νά μισήσουν μέ ὅλη τούς τήν καρδιά τίς αἰτίες τῆς συμφορᾶς πού ἀναφέραμε πιό πάνω.
Ἐμεῖς ὅμως τόσο πολύ ἔχουμε ἀγαπήσει αὐτές τίς δύο ἀφορμές τῶν κακῶν, ὥστε ἔχουμε προδώσει καί ἔχουμε στερηθεῖ ἐξαιτίας τους ὄχι μονάχα τήν ἀρετή, ἀλλά πολλές φορές καί προδίδουμε καί ἀνταλλάσουμε τή μιά κακία μέ τήν ἄλλη. Συμβαίνει γιά παράδειγμα συχνά, ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας νά προτιμᾶμε τήν ἀτιμία.
Ὅταν τέλος συνθηκολογήσουμε μέ αὐτά τά πάθη καί δέν αἰσθανόμαστε πιά καμιά λύπη γιά ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, τότε ἀποζητᾶμε τά αἴτια ἐκεῖνα πού τρέφουν αὐτά τά πάθη καί τά αὐξάνουν. Τροφή τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἡδονῆς εἶναι ἡ φιλαργυρία, πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Α´ Τιμ. 6, 10).

Γ.
-. Θά μοῦ πεῖς ὅμως ἀγαπητή ψυχή μου, ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε χρυσάφι, οὔτε κτήματα. Κι ἐγώ θά σοῦ ἀπαντήσω ὅτι οὔτε τό χρυσάφι οὔτε τά κτήματα μᾶς κάνουν κακό, ἀλλά ὅπως εἶπα καί πρίν, ἡ κακή χρήση τους, αὐτή πού γίνεται ἐξαιτίας τῆς ἐμπάθειάς μας. Κι αὐτό φαίνεται καθαρά καί στίς περιπτώσεις πού μερικοί πλούτισαν, χωρίς νά δεθοῦν ἐμπαθῶς μέ τόν πλοῦτο ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰώβ καί ὁ Δαβίδ. Ἔτσι εὐαρέστησαν στό Θεό. Ἀντίθετα ἄλλοι ἀπό ἐμᾶς, χωρίς νά ἔχουμε πλούτη, στρέψαμε τό πάθος τῆς φιλοχρηματίας σέ τιποτένια πράγματα καί γι᾽ αὐτό εἴμαστε πιό ἄθλιοι καί ἀπό τούς πλούσιους. Κι αὐτό γιατί ἀφήσαμε μέ πανουργία τήν κακοπάθεια, πού φέρνει ἡ στέρηση τῶν πάντων καί ἀπολαμβάνουμε τίς ἡδονές, νομίζοντας ὅτι ξεφεύγουμε ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ. Δέν μαζεύουμε χρυσάφι καί κάνουμε συλλογή ἀπό τιποτένια πράγματα. Δέν ἀναλαμβάνουμε διοικητικές ἐξουσίες καί ἀρχηγιλίκια, ἀλλά μέ κάθε τρόπο δρέπουμε τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους πού ἐκεῖνα προσφέρουν. Ἐγκαταλείπουμε τίς ἰδιοκτησίες ἀπό τή μιά, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, δέν παραιτούμαστε ἀπό τίς ἀπολαύσεις τους. Καί ὅταν νομίζουμε ὅτι παραιτούμαστε, τό κάνουμε ὄχι ἐπειδή ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόμαστε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ! «Μήν ἀγγίξεις, μή δοκιμάσεις, μήν ἀκουμπήσεις» (Κολ. 2, 21).
Ὅταν ἀγαπητή μου ψυχή, ἀκούσεις γιά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, νά πιστεύεις ὅτι βέβαια, ἀρχικά αὐτό συνέβη σ᾿ αὐτούς προσωπικά, τώρα ὅμως τό ἴδιο ἁμάρτημα νοητά θά τό συναντήσεις σέ σένα καί σέ μένα: «Αὐτά συνέβηκαν σέ ἐκείνους συμβολικά καί γράφτηκαν γιά νουθεσία δική μας πού ζοῦμε τά ἔσχατα χρόνια» (Α´ Κορ. 10, 11). Δέστε τώρα. Ἐνῶ ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ μέ τό Βάπτισμα, παραβαίνουμε τήν ἐντολή Ἐκείνου πού μᾶς ἔχει ἀναγεννήσει. Κι ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τούς συναθρώπους καί τούς ὁμοπίστους μας καί νά τρῶμε μέ ὑπομονή τόν καρπό πού καθένας τους μᾶς προσφέρει, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ «Νά τρῶτε ἀπό κάθε καρπό τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου» (Γεν. 2, 16), ἐμεῖς κάνουμε χρήση τοῦ λογισμοῦ πού μᾶς ὑποβάλη τό φίδι. Γι’ αὐτό ἄλλους ἐπειδή εἶναι καλοί τούς ἀγαπᾶμε, ἄλλους ἐπειδή εἶναι κακοί τούς μισοῦμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε δοκιμάσει τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί ὅτι εἴμαστε πνευματικά νεκροί. Κι αὐτό βέβαια ὄχι ἐπειδή ἔχει ὁ Θεός δημιουργήσει τό θάνατο, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μίσησε τόν συνάνθρωπό του. Γιατί ὁ Θεός «δέν δημιούργησε τό θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται μέ τήν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων» (Σοφ. Σολ. 1, Β), οὔτε κινεῖται ἀπό πάθη ὀργῆς, οὔτε ἐπινοεῖ κατιτί γιά νά καλύψει τόν ἑαυτό Του, οὔτε ἀλλοιοῦται ἀνάλογα μέ τοῦ καθενός τήν ἀξία. Ἀντίθετα τά δημιούργησε ὅλα μέ σοφία καί ὅρισε νά κινοῦνται καί νά ρυθμίζονται ὅλα ἀπό πνευματικό νόμο. Γι᾿ αὐτό δέν εἶπε στόν Ἀδάμ. «Τή μέρα πού θά φᾶτε ἐγώ θά σᾶς θανατώσω» ἀλλά, γιά νά τόν προφυλάξει, τοῦ προλέγει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης. Τοῦ λέει λοιπόν: «Τή μέρα πού θά φᾶτε, θά πεθάνετε» (Γεν. 2, 17). Καί μέ λίγα λόγια κάθε πράγμα ἤ καλό ἤ κακό ὅρισε νά ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ἀντίστοιχη συνέπεια. Κι αὐτό ὄχι μέ ἐφευρετική πονηρία, ὅπως νομίζουν μερικοί καί ὅπως λένε, ἐκεῖνοι πού ἀγνοοῦν τόν πνευματικό νόμο.
Ἐμεῖς λοιπόν πού κατά κάποιο τρόπο τά ξέρουμε αὐτά, πρέπει νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι, ἄν κάποιον ὁμόπιστο συνάνθρωπό μας τόν μισήσουμε, ἐπειδή εἶναι κακός, κι ἐμᾶς πού εἴμαστε κακοί, θά μᾶς μισήσει ὁ Θεός. Κι ἄν δέν δώσουμε στό συνάνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετάνοιας κι ἐμεῖς, σάν ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε, θά πάθουμε τό ἴδιο. Ἄν δέν συγχωρήσουμε τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον οὔτε τά δικά μας θά συγχωρεθοῦν. Αὐτό τόν πνευματικό νόμο ἀποκαλύπτοντας ὁ Χριστός εἶπε: «Μή κρίνετε γιά νά μήν κριθεῖτε. Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθοῦν καί τά δικά σας» (Λουκ. 6, 37). Γνωρίζοντας καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τόν πνευματικό νόμο μᾶς τόν φανέρωσε λέγοντας: «Ἐσύ πού κρίνεις τόν ἄλλον, δέν κατακρίνεις μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἑαυτό σου;» (Ρωμ. 2, 1). Ὁ προφήτης Δαυίδ ἐπίσης, γνωρίζοντας τόν πνευματικό αὐτό νόμο, κραύγαζε πρός τόν Θεό λέγοντας: «Γιατί ἐσύ, θά ἀποδώσεις στόν καθένα σύμφωνα μέ τά ἔργα του» (Ψαλμ. 61, 13). Καί ἄλλος Προφήτης ἐκπροσωπώντας τό Θεό εἶπε:«Ἐγώ θά πάρω ἐκδίκηση, ἐγώ θά ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος» (Δευτ. 32, 43, Ρωμ. 12, 19, Ἑβρ. 10, 30).

Δ.-. Καί γιατί νά τά ἀραδιάζω τώρα ἕνα-ἕνα. Ὅπου κι ἄν ἀνοίξει κανείς τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, ἰδιαίτερα ὅμως στό Ψαλτήρι, θά βρεῖ ὅτι ὁ μεγάλος Προφήτης Δαυίδ, μᾶς ὑπογραμμίζει μέ πολλή σαφήνεια, αὐτόν τόν πνευματικό νόμο. Ἔτσι, βλέποντας ἐμεῖς ὅτι αὐτός ὁ νόμος εἶναι πνευματικός καί ὅτι καλύπτει κάθε ἐνδεχόμενη τροπή μας πρός τήν ἁμαρτία, νά φοβηθοῦμε καί νά φροντίζουμε καί φανερά ἀλλά καί καρδιακά νά ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας. Γιατί αὐτός ἐδῶ δέν εἶναι ὁ Μωσαϊκός νόμος, πού ἐλέγχει ὅσα κάνουμε φανερά, ἀλλά παρακολουθεῖ καί ὅσα λειτουργοῦμε μέσα μας κρυφά. Κι ἐκεῖνον βέβαια ὁ Θεός τόν νομοθέτησε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλά καί αὐτόν ἐδῶ ὁ Ἴδιος τόν συμπλήρωσε μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Δέν ἦρθα γιά νά καταλύσω τό νόμο, ἀλλά γιά νά τόν συμπληρώσω» (Ματθ. 5, 17). Γι᾿ αὐτό, γιά νά μήν ξαναλέμε τά ἴδια, πρέπει νά συγχωροῦμε αὐτόν πού νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀδίκησε, εἴτε εἶναι δικαιολογήμενο τό ἀδίκημα, εἴτε ἀδικαιολόγητο, γνωρίζοντας ὅτι μεγαλύτερη ἀρετή εἶναι ἐκείνη τῆς συγχωρήσεως. Καί ἐπειδή, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει ἀπό παλιά κυριεύσει τήν ψυχή μας, δέν μποροῦμε νά τό καταφέρουμε αὐτό μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ὀφείλουμε μέ τή βοήθεια τῆς κακοπάθειας καί τῆς ἀγρυπνίας, νά παρακαλοῦμε τό Θεό, μέχρι πού νά βροῦμε ἔλεος καί νά δεχτοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἀντίστοιχη δύναμη.
Πάνω ἀπό ὅλα ψυχή μου, ὀφείλουμε νά ἔχουμε παντοῦ καί πάντα στό νοῦ μας τοῦτο τό πρᾶγμα: Πρέπει ὅταν, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, μᾶς ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά χαιρόμαστε καί νά μή λυπούμαστε. Νά χαιρόμαστε ὄχι ἔτσι ἁπλά καί χωρίς λόγο, ἀλλά γιατί βρήκαμε τήν εὐκαιρία νά συγχωρέσουμε ἁμαρτήματα καί ἔτσι νά δεχτοῦμε καί ἐμεῖς συγχώρεση γιά τά δικά μας. Αὐτή ἐδῶ εἶναι καί πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτή πού περιέχει μέσα της, κάθε ἄλλου εἴδους γνώση καί μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά παρακαλοῦμε τό Θεό καί Ἐκεῖνος νά μᾶς εἰσακούει. Αὐτή εἶναι ἡ καρποφορία τῆς προσευχῆς. Μέ αὐτή γινόμαστε ἱκανοί νά σηκώσουμε τό σταυρό μας καί νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο. Αὐτή εἶναι μητέρα ὅλων τῶν πρώτων καί μεγάλων ἐντολῶν. Μέ αὐτή εἴμαστε σέ θέση νά ἀγαπᾶμε καί τό Θεό καί τόν πλησίον, ἀπό τῆς βάθη τῆς καρδιᾶς μας καί μέ ὅλη μας τή δύναμη. Μέ αὐτή πρέπει νά νηστεύουμε καί νά ἀγρυπνοῦμε καί νά ἀσκούμαστε στήν κακοπάθεια, ὥστε ἀφοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ καρδιά καί τό ἐσώτατο εἶναι μας, νά τά δεχτοῦν αὐτά καί νά μήν τά ἀποβάλουν. Τότε θά βροῦμε ὄχι μυστικά καί κρυφά, ἀλλά αἰσθητά καί πραγματικά, τή Χάρη πού μᾶς δόθηκε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὅλα αὐτά θά συντελεστοῦν ἐπειδή θά ἔχουμε συγχωρέσει τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον μας.

Ε.-. Αὐτή τήν ἀρετή ὅμως τήν ἐμποδίζουν δύο κακίες: Ἡ κενοδοξία καί ἡ ἡδονή. Αὐτές πρέπει προηγουμένως νά τίς πετάξουμε ἀπό μέσα μας, ὥστε ἔτσι νά βασιλεύσει ἡ ἀρετή. Γι᾿ αὐτό ψυχή μου, ὅταν παραδίνεσαι στά δύο αὐτά θελήματα, νά μήν θεωρεῖς ὑπεύθυνο καί αἴτιο τόν Ἀδάμ, οὔτε τό Σατανά, οὔτε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πολεμᾶς τό θέλημά σου καί μή τό θεωρήσεις μικρό πρᾶγμα. Γιατί ὁ πόλεμος δέν εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά ἐμφύλιος. Δέν ἔχουμε νά πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλά μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρός καί κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Μονάχα Ἕνα ἔχουμε, ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, κρυμένον βαθιά μέσα μας, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἀνίκητος καί ἀλάθητος. Ἐκεῖνος θά γίνει σύμμαχός μας, ἄν ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Ἐχθροί μας εἶναι, ὅπως προείπαμε, ἡ ἡδονή πού ἐκφράζεται μέ τό σῶμα καί ἡ κενοδοξία. Αὐτές οἱ δυό ἔχουν κυριεύσει καί σένα καί μένα. Αὐτές οἱ δυό καί τήν Εὔα πλάνησαν καί τόν Ἀδάμ ἐξηπάτησαν. Ἡ ἡδονή ἦταν ἐκείνη πού ἔδειξε, ὅτι ὁ καρπός ἦταν γλυκύς καί νόστιμος, κι ὅτι θά ἦταν εὔγεστη καί ἀπολαυστική τροφή. Ἡ κενοδοξία πάλι εἶπε: «Θά γίνετε ὅμοιοι θεοί καί θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό» (Γέν. 3, 5). Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση ντρέπονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ἀδιαφορώντας γιά τήν κακία τῶν νοητῶν ματιῶν καί βλέποντας τούς ἑαυτούς μας γυμνούς, ντρεπόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση. (Ἔτσι ράβουμε καί φορᾶμε σάν ἄλλα φύλλα συκῆς, λόγια καί χειρονομίες καί δικαιολογίες). Ἔτσι ὑφαίνουμε δικαιολογίες, ἔργα καί λόγια καί σάν ἄλλα φύλλα συκῆς τά προβάλουμε, γιά νά καλύψουμε τούς ἑαυτούς μας.
Καί ὁ Κύριος μᾶς φτιάχνει τούς δερμάτινους χιτῶνες καί λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας» (Λουκ. 21, 19). Καί στή συνέχεια μᾶς συμβουλεύει: «Ἐκεῖνος πού θά βρεῖ τήν ψυχή του», δηλαδή πού θά τήν κρατάει μέσα στή μνησκακία «θά τήν χάσει». «Καί ἐκεῖνος πού θά τήν χάσει «μαζί μέ τήν μνησικακία) θά τήν κερδίσει αἰώνια» (Ματθ. 10, 32).

Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ αἰώνια δόξα. Ἀμήν.

Ἑρμηνευτική Ἀπόδοση:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



   Η παραβολή του ασώτου υιού είναι αρκετή από μόνη της να μας διδάξει όλο το μυστήριο της πατρικής θεϊκής αγάπης και του τρόπου σωτηρίας και επιστροφής των ανθρώπων στον Θεό. Έτσι, συνήθως, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στον άσωτο υιό και στον τρόπο σωτηρίας του, αλλά και στην παρουσία του πατέρα, ο οποίος με την άφατη πατρική αγάπη του δέχεται πίσω τον άσωτο γιο του. Ο άλλος γιος όμως, ο αδελφός του ασώτου, μένει στο περιθώριο, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτόν. Όμως, όταν ακούω την παραβολή αυτή, το μυαλό μου μένει σ’ αυτόν τον τύπο του ανθρώπου, γιατί αισθάνομαι ότι εμείς οι «θρήσκοι» μοιάζουμε μ᾽ αυτόν οι περισσότεροι.

   Κινδυνεύουμε από το σύνδρομο αυτού του ανθρώπου. Είναι ένας μεγάλος κίνδυνος, που παραμονεύει όλους μας. Στο Ευαγγέλιο γίνεται αναφορά για τον μεγαλύτερο γιο με λίγα λόγια. 
  Όταν επέστρεψε ο άσωτος υιός και έγινε η υποδοχή του από τον πατέρα και διέταξε να φέρουν την πρώτη στολή για να τον ντύσουν, και να θυσιάσουν το μοσχάρι το σιτευτό και να γίνει χαρά και ευφροσύνη στο σπίτι, γιατί ο άσωτος ήταν σαν νεκρός που επέζησε, και χαμένος και βρέθηκε, λέει η παραβολή στη συνέχεια: «Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ».

 Ο μεγαλύτερος υιός ήταν στον αγρό εργαζόμενος στην εργασία του πατέρα του. «Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών», και όταν έφτασε στο σπίτι άκουσε όλη αυτή την ιστορία. Αυτό που μας παραπέμπει στην πιο πάνω στιγμή, που γράφει για τον άσωτο υιό, είναι όταν στράφηκε πίσω και πλησίασε στο σπίτι, και ενώ ήταν ακόμη μακριά, ο πατέρας του έτρεξε και τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε και «επέπεσε επί τον τράχηλον αυτού». «Και ιδών αυτόν ο πατήρ εσπλαχνίσθη». Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έναν ωραίο λόγο: «πώς τον είδε ο πατέρας, αφού ήταν μακριά;» Οι οφθαλμοί του πατέρα έχουν μεγάλο βλέμμα και μεγάλη δύναμη. Τον είδε με τα μάτια της ψυχής του, με την αγάπη του και την ευσπλαγχνία του.

  Έτσι βλέπουμε δύο σκηνές: ο ένας πηγαίνει και όταν πλησιάζει τον δέχεται ο πατέρας του και τον καταφιλεί και τον παρηγορεί και τον ενδύει με τη στολή την πρώτη, ενώ ο άλλος πηγαίνει και μόλις ακούει τους χορούς και τα τραγούδια μέσα στο σπίτι, φωνάζει έναν δούλο του και θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Ταράχτηκε, δεν του άρεσε. Ο δούλος τού είπε ότι επέστρεψε ο αδελφός του και ότι ο πατέρας του θυσίασε τον μόσχο τον σιτευτόν, γιατί τον παρέλαβε και τον εδέχθη ζωντανό και υγιή. Τότε ο αδελφός «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», οργίστηκε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. «Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Τότε βγήκε πάλι ο πατέρας, όπως και προηγουμένως να υποδεχθεί τον άσωτο, και τον παρακαλεί και τον ικετεύει να περάσει στο σπίτι. 

 Αυτός όμως είπε στον πατέρα: «ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέπωτε έδωκας ερίφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Έχει τόσα χρόνια που σου δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα καμμία εντολή σου και σε μένα ποτέ δεν έδωκες ούτε ένα ερίφιο, ώστε να χαρώ με τους φίλους μου. «Οτε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν».
 Όταν ήρθε ο υιός σου αυτός που σου κατέφαγε την περιουσία, θυσίασες το μοσχάρι το σιτευτόν. Τότε του είπε ο πατέρας: «τέκνον, συ πάντοτε μετ΄εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν». Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου ήταν και δικά σου. 
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». 
Έπρεπε να χαρείς και να ευφρανθείς, διότι ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Αυτό είναι το κείμενο της περικοπής που αναφέρεται στον δεύτερο υιό. 

  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του. Εδώ είναι και η μεγάλη τραγωδία, το ότι δηλαδή αυτό το παιδί συμπεριφέρθηκε έτσι. Γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν κατάλαβε τον πατέρα του. 
Ήταν τόσα χρόνια μαζί του, όπως ο ίδιος εκαυχάτο ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Τόσα χρόνια σου δουλεύω, και ακολουθούσα πάντα την εντολή σου, αλλά ποτέ δεν μου έδωσες ούτε ένα κατσίκι, για να φάω με τους φίλους μου. Η τραγωδία βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο. Στο ότι δηλαδή τόσα χρόνια δεν κατάλαβε ποιο πατέρα είχε δίπλα του. Ο άσωτος ενώ έκανε τόσες αμαρτίες, φαίνεται ότι κάποια στιγμή ανακάλυψε τον πατέρα του μέσα στην καρδιά του. Όταν όμως κακοπαθούσε και πεινούσε και έβοσκε τους χοίρους και έτρωγε από την τροφή τους, τον είχαν εγκαταλείψει όλοι και κανένας δεν του έδινε σημασία. Ευρισκόμενος μέσα σ’ αυτή την τελεία εξαθλίωση και απόρριψη και εγκατάλειψη, εκεί θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα του. Βρήκε τον εαυτό του και αποφάσισε να πάει πίσω στο σπίτι του. Αυτό το έκανε, γιατί ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του. Ήταν βέβαιος ότι, αν θα πήγαινε πίσω, ο πατέρας θα τον δεχόταν, και αυτός θα του έλεγε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος σου, αλλά κάνε με σαν έναν από τους δούλους σου.

   Αυτό ήταν το κλειδί που άνοιξε την καρδιά του πατέρα. Αλλά ήξερε τον πατέρα και τον τρόπο που θα μιλήσει σ᾽ αυτόν. Ο μεγάλος δυστυχώς δεν το ήξερε αυτό. Δεν κατάλαβε ποτέ τον πατέρα του.
  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του

   Και για τα δικά μας δεδομένα είναι τραγωδία, όταν βλέπουμε ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία που εργάζονται, όπως όλοι μας, την πνευματική εργασία, να αγωνίζονται πνευματικά, να διαβάζουν, να νηστεύουν, να προσεύχονται και να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά να έχουν μία συμπεριφορά ακατανόητη: σαν να μην άκουσαν και δεν είδαν ποτέ τον Θεό μπροστά τους και δεν κατάλαβαν ποτέ το Ευαγγέλιο, σαν να ήταν κάτι άγνωστο γι’ αυτούς. 

Και λέει κανείς, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνεί, να προσεύχεται και να έχει σκληρότητα και μία κατάσταση μες στην ψυχή του, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό; Γιατί το παθαίνουμε αυτό; Γιατί παθαίνουμε ό,τι έπαθε και ο μεγάλος υιός. Μας μπαίνει η ιδέα ότι ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Εγώ είμαι τόσα χρόνια δούλος του Θεού, ποτέ δεν παράκουσα μία εντολή. Αυτή η ικανοποίηση του εαυτού μας ότι κάνουμε πράγματα τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεό, αυτή η πεποίθηση ότι τηρούμε τις εντολές του Θεού, και πράγματι τις κάνουμε όπως το παιδί της παραβολής, που ήταν τόσα χρόνια στη δούλεψη του πατέρα του, αυτή η πεποίθηση είναι και η αιτία να έχουμε μία εικόνα του εαυτού μας εντελώς λανθασμένη. 

Όταν θα έρθει η ώρα που θα φανεί τι έχουμε μέσα στην ψυχή μας, τότε βγαίνει προς τα έξω ένας εαυτός και ένας άνθρωπος τελείως παράξενος, αλλότριος του Θεού, μάλιστα μ’ ένα πρόσχημα δικαιοσύνης, όπως είχε αυτός ο μεγάλος υιός. Λέει ο μεγαλύτερος υιός προς τον πατέρα του: «ο υιός σου, δεν τον είπε καν αδελφό του, ενώ κατέφαγε την περιουσία σου όλη, και τη ζωή του την πέρασε μέσα στην πορνεία και την ακαθαρσία, ήρθε τώρα πίσω και απολαμβάνει ό,τι είχε προηγουμένως και ακόμα περισσότερα, ενώ αυτός δεν απόλαυσε αυτή την περιποίηση από τον πατέρα. Γιατί λοιπόν αυτό; Διότι ακριβώς δεν αισθάνθηκε ποτέ του την ανάγκη να γνωρίσει τον πατέρα του.

Λέει κάπου ο Χριστός: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνο αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Η αιώνιος ζωή είναι η γνώση του Θεού. Και τι σημαίνει γνώση του Θεού; Αυτό που λέει ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Τελικά η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι σχέση οπαδού. Ο Θεός δεν είναι κάτι που μας αρέσει, και τον πιστεύουμε αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο, γιατί μας αποκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η δημιουργία μας είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, πρέπει να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό Πατέρα μας. Πώς μπορούμε διαφορετικά να είμαστε πραγματικά παιδιά του; Αν δεν έχουμε ίχνη που να μοιάζουν μαζί Του, πώς θα του μοιάσουμε; Και για να μην νομίζουμε ότι θα του μοιάσουμε εξωτερικά και έτσι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, μας αποκάλυψε ο ίδιος τον εαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Με έναν λόγο ο Θεός μας αποκάλυψε τον εαυτό Του ολόκληρο. Για να μην πλανώμεθα και να μη βρίσκουμε δικαιολογία ότι δεν ξέραμε ή δεν καταλάβαμε ότι έτσι είναι. Για να το καταλάβουμε όμως πρέπει να συντρίψουμε το είδωλό μας. Αν δεν συντριβεί αυτό το είδωλο του καλού ανθρώπου, του φρόνιμου, του ηθικού, του καθώς πρέπει, του συνετού, του δουλευτή στον Θεό και μάλιστα του «τοσαύτα έτη» εργαζομένου, δεν πρόκειται να τον καταλάβουμε.

Έλεγαν κάποιοι τύποι, λίγο περίεργοι, στον Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, έχετε πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος»; Αυτός τους έλεγε πως ήρθε την ίδια χρονιά με το μουλάρι του γείτονα. Τη χρονιά που έφερε αυτός το μουλάρι του στο Άγιον Όρος, μπήκε κι αυτός. Ήθελε να τους πει ότι και το μουλάρι είναι στο Άγιον Όρος, όμως δεν έγινε και κανένα άγιο μουλάρι, μουλάρι ήταν, μουλάρι έμεινε. Βέβαια, το έλεγε από ταπείνωση για τον εαυτό του, και δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Οι άνθρωποι του Θεού πέρασαν μέσα από την κάμινο των πειρασμών και των θλίψεων και απέκτησαν την ταπείνωση. Και όταν λέμε πειρασμό μην πηγαίνει το μυαλό μας μόνο σε πειρασμούς, που παθαίνει κανείς για την αγάπη του Χριστού και διώκεται, γιατί είναι ευσεβής και αγαπά τον Χριστό. Έχει πειρασμούς αμαρτίας και παθών που μας εξευτελίζουν, αλλά και πειρασμούς αθεΐας και άλλους πολλούς.

 Υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν φοβερούς πειρασμούς. Αν διαβάσουμε τον βίο του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής, θα δούμε τι φοβερούς πειρασμούς πέρασε. Για αρκετά χρόνια, ενώ ήταν φοβερός αγωνιστής, πολεμείτο από τον πειρασμό της αθεΐας. Του έλεγε ο διάβολος ότι δεν υπάρχει Θεός. Αυτός έλεγε: «Κύριε, βοήθά με». Ήταν τόσο ισχυρός ο πόλεμος, που θα τρελαινόταν. Του έλεγε ότι εσύ είσαι πόρνος, μοιχός και τον πολεμούσε συνεχώς. Τότε ο Άγιος απαντούσε στον διάβολο «εγώ καν πορνεύσω καν μοιχεύσω καν φονεύσω καν οτιδήποτε πράξω, των ποδών του Ιησού Χριστού ουκ αφίσταμαι» . Έβαλε τον εαυτό του εκεί κάτω, συνέτριψε το είδωλό του, έφυγε την εικόνα του καλού παιδιού, του καλού ανθρώπου, του καθώς πρέπει, του ηθικού που έχει «καθαρό το μέτωπό του και τα χέρια του». Έφυγαν όλες αυτές οι εικόνες και συνετρίβη.

 Θεωρώ ότι ο Άσωτος ευρισκόμενος σε χώρα μακρινή και ζώντας ασώτως και περνώντας όλη αυτή την καταστροφική ταλαιπωρία, αφού κατέστρεψε τα πάντα, συνέτριψε τον εαυτό του αλλά όχι ζωηφόρα. Παρόλο που διαλύθηκε κυριολεκτικά όταν έβοσκε τους χοίρους, και πεινούσε και όλοι τον εγκατέλειψαν και έφτασε στον άδη της απόρριψης και της εγκατάλειψης, εκεί θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκεί που ήταν σκοτάδι, άδης, απελπισία. Εκεί που λες όλα τελείωσαν και ο θάνατος σου φαίνεται λύτρωση. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Τον πατέρα του τον συνάντησε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, που είπε: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα». Αυτό το πράγμα τον βοήθησε να συνέλθει. 

 Ο άλλος δεν είχε καμία τέτοια εμπειρία. Όχι, γιατί του την στέρησε ο Θεός, όχι γιατί του την στέρησε ο πατέρας του, αλλά γιατί η ιδέα περί του εαυτού του, ότι τόσα χρόνια αυτός δεν παρέβηκε καμία εντολή και ήταν καλός υιός και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, του δημιούργησε την αυτοπεποίθηση, την καλή εικόνα για τον εαυτό του, η οποία δεν τον άφησε να ανακαλύψει τον Θεό πατέρα του. Αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου αυτού, αλλά και η τραγωδία που πολλές φορές κυριεύει κι εμάς, τους «θρήσκους» ανθρώπους. Επειδή δεν κάνουμε και μεγάλα κακά ή τα κάνουμε κρυφά ή τα δικαιολογούμε κιόλας και δεν βιώνουμε αυτή την κατάσταση και δεν την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως είναι ο Θεός, γιατί δεν βιώσαμε ποτέ την πραγματικότητα του Θεού μέσα στην καρδιά μας, αφού ποτέ δεν τον μάθαμε.

 Εγώ λυπάμαι πολλές φορές και πρώτα τον εαυτό μου, όταν βλέπω και ακούω ανθρώπους της Εκκλησίας, που εκφράζονται απαξιωτικά για άνθρωπο αμαρτωλό, πλανεμένο, άσωτο, κακοποιό. «Μην τον συναναστρέφεσαι, μην του μιλάς, γιατί είναι χαμένος». Ένας άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις. Το Ευαγγέλιο δεν μας διδάσκει να βλέπουμε τους άλλους υποτιμητικά. Πώς μπορούμε να λειτουργήσουμε με αυτό τον τρόπο; Σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε ποτέ μας τι σημαίνει Ευαγγέλιο, Θεός. Δεν καταλάβαμε ότι «ο Θεός αγάπη εστι και ο έχων την αγάπη εν τω Θεώ μένει». Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε διαφορετικά, δεν μπορούμε να υπάρξουμε.

 Κριτήριο της παρουσίας του Θεού είναι το να αγαπήσεις τον αδελφό σου. Αυτή είναι η κρίση του Θεού. Όλα όσα κάνουμε μέσα στην Εκκλησία πρέπει να καταλήγουν στην αγάπη, και η νηστεία, και η προσευχή και οι μετάνοιες. Αν δεν καταλήγουν εκεί στην αγάπη και όλα τρέφουν τον εγωισμό και την αυτοπεποίθησή μας, τότε αντί οι αρετές να γίνονται χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται φαρμάκια, που δεν μας αφήνουν να γνωρίσουμε τον Θεό. Αυτό πράγματι είναι πολύ θλιβερό, γιατί θα έρθει ώρα κάποια στιγμή στη ζωή μας αναπόφευκτα που είτε ένας πειρασμός, είτε μία θλίψη ή μία δοκιμασία και καταστροφή, ένας θάνατος, μία αρρώστια, κατάρρευση οικονομική ή οτιδήποτε άλλο, που αμέσως θα μας αναστατώσουν. Έτσι λέμε, γιατί ο Θεός δεν με προστάτευσε, γιατί σε μένα, που είναι ο Θεός, γιατί ο άλλος ο κακός άνθρωπος που δεν πάει εκκλησία, που δεν νηστεύει, που δεν προσεύχεται, όλα του πάνε καλά κι εμένα από το κακό στο χειρότερο;

  Αρχίζουν όλα αυτά που δείχνουν ότι η πνευματική μας ζωή δεν είναι υγιής. Σίγουρα ο Θεός δεν παραβλέπει τίποτε. Ό,τι του δώσουμε θα το πάρει και θα μας οικονομήσει, δεν θα μας απορρίψει, εάν κάνουμε ό,τι μπορούμε. Όμως αυτή η κρίση είναι σημαντική και απαραίτητη στη ζωή μας, για να δούμε τι γίνεται με μας. Τι γίνεται με την ποιότητα του εαυτού μας. Και για να μην πλανόμαστε, ο Θεός διά του Αποστόλου Παύλου, διά Πνεύματος Αγίου μας αποκάλυψε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Και μας λέει να μην πλανόμαστε και να νομίζουμε ότι είμαστε κάτι. Μας έβαλε έναν κατάλογο πραγμάτων, για να βάλουμε τον εαυτό μας μπροστά και να τον κρίνουμε. Και λέει: «ο καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πραότης, αγαθωσύνη, πίστις, εγκράτεια» και άλλα άμετρα χαρίσματα.

 Ας τα πάρουμε ένα ένα και να δούμε ποιο απ’ όλα αυτά ακολουθούμε, να δούμε πώς λειτουργεί ο εαυτός μας. Έχω χαρά στην ψυχή μου ή έχω μόνο όταν γίνονται τα θελήματά μου, και όλα μου πάνε καλά; Όλα αυτά αν δεν τα έχω, τι πρέπει να κάνω; Να κλάψω, και να διερωτηθώ πού είναι όλα αυτά; Αυτή η απόσταση από τον Θεό να συντρίψει την καρδία μου επιτέλους και να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά. Και όταν δω εκείνες τις συμπεριφορές τις υπερφίαλες, τις εγωιστικές και απορριπτικές προς τους άλλους ανθρώπους, να τις αρνηθώ. Τουλάχιστον, ας γίνουμε ειλικρινείς και ας βρούμε κι εμείς αυτό το κλειδί του Θεού. Το κλειδί του Θεού είναι αυτό που βρήκε και ο Τελώνης: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ούτε τα μάτια του δεν σήκωσε στον ουρανό. Κτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο άλλος έλεγε μεν «ευχαριστώ», αλλά δεν ήταν, όπως πίστευε, «σαν τους άλλους ανθρώπους», ή όπως τον Τελώνη. Έκανε ελεημοσύνες, νήστευε και ήταν καλός!

Το ίδιο και ο άσωτος, πώς κέρδισε τον Θεό; Με τον ίδιο τρόπο. Είπε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιοόν σου». Αμέσως έγινε δεχτός από τον πατέρα. Ο άλλος πήγε «δικαιωματικά»: «εγώ είμαι τόσα χρόνια και σου δουλεύω και ποτέ δεν παρήλθα καμία εντολή σου». Όλα, βέβαια, αυτά που είπε ο αδελφός του ασώτου ήταν αληθινά και ανθρωπίνως ίσως να είχε και δίκαιο. Όμως δεν ήξερε τον πατέρα του, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, δεν τον έμαθε ποτέ, ήταν ξένος προς αυτόν.

Λέει τη Μεγάλη Παρασκευή για τον ληστή: «κλείδα βαλών το μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου» και αμέσως άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα. Το Ευαγγέλιο τελικά έλεγαν οι Πατέρες είναι τόσο εύκολο αλλά και τόσο δύσκολο. Όποιος δεν βρει το κλειδί, κτυπάει πάνω στην πόρτα. Αυτό το κλειδί του Θεού πρέπει να βρούμε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και όλη η ευλογημένη περίοδος του Τριωδίου συνεχώς μας το έχει μπροστά μας. Την ταπείνωση, τη μετάνοια, τη μίμηση του Θεού. Πώς θα μιμηθούμε τον Θεό; Έγινε άνθρωπος, για να τον δούμε και να μάθουμε πώς θα τον μιμηθούμε. Ποιοι τον μιμούνται; Αυτοί που τον ακολουθούν παντού: στο Πάθος, στον Σταυρό και σε όλα εκείνα τα οποία χαρακτήρισαν τη ζωή Του, για να μπορέσουμε να δούμε και τη δική μας Ανάσταση.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού (απόσπασμα μαγνητοφωνημένης ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος, μετόχι της Μονής Μαχαιρά.)