ὑπό π. Νικηφόρουυ Νάσσου
Ἡ Χάρη καί ἡ ἀνοχή τοῦ Παναγάθου Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὄχι ἁπλῶς τό «ἀγαθόν», ἀλλά τό «αὐτάγαθον» καί «αὐτόκαλον» , σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά ἑορτάσουμε τά «Ἅγια Χριστούγεννα», ὅπως λέγουμε, δηλαδή τήν Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χριστούγεννα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν παιδίον γέγονεν» !
Πράγματι, «ὁ ἄναρχος ἄρχεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ Λόγος σαρκοῦται» . Ὡστόσο, ἡ ἐνανθρώπηση, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες εἶναι μία «ἀμετάβατη παρουσία», ἤ «παρουσία χωρίς ἀπουσία» , ὅπως ἄλλωστε διαβάζουμε καί στούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου: «Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γάρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δέ τοπική γέγονε». Ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι παρουσία στήν κτιστή πραγματικότητα τοῦ Ἑνός Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκαλυπτική καί σωστική. Κατά τοῦτο, ἔχουμε, τήν λυτρωτική «εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου μέσα στόν κτιστό κόσμο, προκειμένου τό κτιστό νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο καί νά θεωθεῖ. Μυστήριο ἀπρόσιτο! Κένωσις ὑψοποιός, ἐνανθρώπηση θεοποιός, κάθοδος τοῦ Θεοῦ καί ὕψωση, ἁγιασμός καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῶ!
Μέ τὴν ἐνανθρώπηση λαμβάνει χώρα ἡ ἀνάληψη, ἤ πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ αὐτὴ ἡ πτωτική μας φύση ἀπό τήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τόν θάνατο, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται» . Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται, καί ἔτσι μᾶς σώζει διὰ τῆς θεότητός Του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός !
Κατά τή Σάρκωση τοῦ Κυρίου ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεν τὰ ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…» . Χωρίς αὐτήν τήν «ἀνάκραση», τήν ἀνάμιξη, δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει» . Ἔτσι, ὁ ἄσαρκος καί μετά ταῦτα ἔνσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτοντας τήν Ἁγία Τριάδα μέ τή φανέρωσή Του, πραγματώνει στήν Ἱστορία τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τῆς σωτηρίας τοῦ «βροτείου φυράματος».
Ἕνεκα τῶν ἀνωτέρω, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶναι πεπληρωμένοι χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἀνέλαβε τήν πεσοῦσα φύση μας γιά νά τήν ἀνυψώσει καί νά τήν θεώσει παρέχοντας τήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται «Σωτῆρας», ὅπως διαβάζουμε στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τήν ἀναγγελία τῆς γεννήσεως: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» .
Δέν χαίρονται μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ Ἄγγελοι, ὅπως θά σημειώσει σκιρτώντας ὁ ἀπαράμιλλος ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας, ἱερός Χρυσόστομος. Τά Ἅγια ἀγγελικά τάγματα χαίρονται καί ἀγάλλονται, βλέποντας «τόν ἄνω, κάτω δι᾿ οἰκονομίαν καί τόν κάτω, ἄνω διά φιλανθρωπίαν» .
Ὡς γνωστόν, μετά τήν πτώση καί ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τά πάντα ἀλλάζουν. Ἡ πορεία τοῦ πεπτωκότος ζοφερή καί ταραχώδης. Ἡ προηγηθεῖσα παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἡ ἕνεκα ταύτης διάσπαση τῆς κοινωνίας τοῦ πλάσματος μετά τοῦ Πλάστου, τραγική. Τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώνεται, ἀφοῦ ὁ νοῦς σκοτίζεται. Ἡ προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» χάνεται. Δέν πρόκειται, συνεπῶς, γιά μία ἁπλή παράβαση, ὅπου στήν περίπτωση αὐτή ἡ μετάνοια θά ἀρκοῦσε πρός ἐπανόρθωση. Πρόκειται γιά μιά ὀντολογική φθορά, γιά ἕναν θάνατο ὡς ἀλλοτρίωση Θεοῦ, ὅπως σημειώνουν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας.
Ὅσο ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ ἀπομακρυνόταν ἀπό τον Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή - σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος -, τόσο καί πλησίαζε τον (πνευματικό) θάνατο καί νεκρωνόταν: «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός. Στέρησις δέ τῆς ζωής θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε» . Συνεπῶς, ὁ νεκρός ἤθελε ζωοποίηση, ἀνάσταση, τήν ὁποία μόνο ὁ Θεός μποροῦσε νά τοῦ τήν παράσχει. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἐνανθρώπηση κατέλυσε τόν θάνατο καί ζωοποίησε τόν νεκρό ἀπο τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο: «Ἐπειδή γάρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διά τοῦτο πάλιν διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις γέγονε, καί ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις».
Μαρτυρεῖται, λοιπόν, ἐκ τῶν ἀνωτέρω, τό ἀπαραίτητο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν ἠθική, τότε ἀρκοῦσε ἡ μετάνοια, ὅπως ἐλέχθη. Ἀφοῦ ὅμως ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ὀντολογική , τότε εὔκολα κατανοεῖται τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστροφή τοῦ πεπτωκότος στήν μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία δέν μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Γιά τόν λόγο αὐτό, «ἀπαιτεῖται πλέον ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός» , πρός ἐπίτευξη τοῦ ἀνωτέρω σκοποῦ.
Κατά τά ἀνωτέρω, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται γιά τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως καί τήν ἀνάκτιση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα, τό ὁποῖο καί ἐσκοτίσθη, λόγῳ ἁμαρτίας. Ἕνεκα τούτου, σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ Λόγος προγινώσκεται ὡς Χριστός, ἐξ᾿ αἰτίας τῆς προγνώσεως τῆς πτώσεως. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδέμ προγινώσκεται ἀπό τόν ἔχοντα τήν παγγνωσία, Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἔτσι, λόγῳ αὐτῆς τῆς προγνώσεως, ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. Ὁ προγνωσθείς Χριστός συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ .
Συναφῶς καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ὁ Λόγος ὡς Χριστός «προθεμελιώνεται» πρό καταβολῆς κόσμου, κατά τήν πρόγνωση τοῦ παντογνώστου Θεοῦ. «Προθεμελιοῦται...ὁ Χριστός καί ἐν αὐτῷ πάντες ἡμεῖς ἐποικοδομούμεθα. Καί τοῦτο πρό καταβολῆς κόσμου κατά πρόγνωσιν τοῦ πάντα εἰδότος Θεοῦ» . Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος θά ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου γνώριζε ἀπό καταβολῆς κόσμου ὅτι ὁ Ἀδάμ ἐπρόκειτο νά παραβεῖ τήν ἐντολή του καί προόρισε «τήν ἐν παλιγγενεσίας αὐτοῦ ζωήν καί ἀνάπλασιν διά τῆς ἐνσάρκου γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» .
Νά σημειώσουμε ὅτι στή διαχρονική Πατερική συμφωνία δέν ἐντοπίζεται καί δέν μαρτυρεῖται ἡ ἰδέα μιᾶς ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά τονίζεται ἡ θέση περί τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, μέ σκοπό τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆ πτώσεως. Ἀντιπροσωπευτικά, θά λέγαμε, ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ πώς δέν ὑπῆρχε «ἄλλη τις αἰτία τῆς οἰκονομίας», παρά μόνο ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .
Ἐλαχιστότατες, ὡστόσο, περιστασιακές, ποιμαντικοῦ χαρακτῆρος, ρήσεις κάποιων Πατέρων, πού παραπέμπουν σέ μία ἑρμηνεία περί ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως δέν ἐμπεριέχουν ἰσχυρή κατοχύρωση περί αὐτῆς τῆς θεωρήσεως.
Ἀκόμη καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής – θεωρούμενος ἀπό κάποιους ὡς ὁ κατεξοχήν ὑπέρμαχος τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς ἐνανθρωπήσεως - ἐντάσει τήν σάρκωση στήν προοπτική τῆς σωτηρίας ἕνεκα τῆς πτώσεως. Μάλιστα σημειώνει ὅτι ἡ σάρκωση ἔγινε κατά τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως, ἀκριβέστερα, ἐκπληρώνοντας τήν πρόγνωση: «πλήρωσιν δοῦσα τῇ προγνώσει Θεοῦ». Τό ἔργο πού «προεπινοήθη» καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ . Κατά τοῦτο, ὁ ἅγιος Μάξιμος, λοιπόν, κάνει λόγο γιά σάρκωση ἐμπροϋπόθετο.
Ἕνα καί μόνο κείμενο τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐκφράζει τήν θέση περί τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως, ἐνῶ στή σύνολη διδασκαλία του κυριαρχεῖ ἡ ἀντίθετη θέση . Καί ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ καθηγητής Ἀνδ. Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἐρεύνησε ἐνδελεχῶς τά κείμενα τοῦ Ἁγίου, συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι «ἄν δέν ἡμάρτανεν ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος» . Εἶναι, ὅμως, τοῦτο ἕνα μεγάλο ζήτημα, γιά τό ὁποῖο δέν θά πλατιάσουμε στό παρόν κείμενο. Θά ὑπογραμμισθεῖ μόνο, ὅτι τό «κατ᾿ εἰκόνα» ὑπενθυμίζει, θά λέγαμε, στόν ἄνθρωπο τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ὥστε νά παραμένει στήν κατάσταση αὐτή, ὁλοκληρώνοντας τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.
Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, Ν. Ξιώνη, σέ περίπτωση πού ὁ ἄνθρωπος δέν εὑρίσκετο σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν Θεό, πρᾶγμα πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀπροϋπόθετη ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη παιδαγωγίας του στήν κοινωνία μέ αὐτόν καί ὁ <παιδαγωγικός> χαρακτῆρας τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» θά ἦταν περιττός, ἀφοῦ ἡ θέωση θά ἐπιτυγχάνετο μέ τήν ἐνανθρώπηση πού θά λάμβανε χώρα σέ κάθε περίπτωση (κατά τή θεωρία τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως). «Συνεπῶς, ἡ κοινωνία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει ἐξ᾿ ἀρχῆς νά ἦταν δεδομένη» .
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω προκύπτει πώς ἄν δεχθοῦμε ἀπροϋπόθετη σάρκωση τοῦ Λόγου, τότε εἶναι σάν νά θεωροῦμε πώς ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐλλιπής, ἀφοῦ μέ ὅ,τι εἶχε λάβει ὁ ἄνθρωπος (τό «κατ᾿ εἰκόνα») δέν θά μποροῦσε νά φθάσει στόν τελικό σκοπό, πού ἦταν ἡ θέωση. Δέν εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νά παράγει ἀτελή ὄντα! Ὁ Θεός τά πάντα «λίαν καλῶς ἐποίησε». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, δέν μπόρεσε νά διατηρήσει τά δεδωρημένα ἀγαθά. Ἔτσι, ἔχουμε τη ζόφωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», διά τῆς πτώσεως. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», προεγνωσμένη ἀπό τόν Θεό, καί ἡ ἀγάπη Του γιά τή σωτηρία τοῦ πεπτωκότος, ἀποτελεῖ τό κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο και ἀποκαθιστᾶ τήν πορεία καί προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ὑπογραμμίζεται, λοιπόν, στήν Πατερική Θεολογία τό γεγονός τῆς διορθώσεως τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκ τῶ κορυφαίων Θεολόγων Πατέρων, Μ. Ἀθανάσιος θά ὑπογραμμίσει στόν κλασικό Περί ἐνανθρωπήσεως λόγο του, ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου δύο τινα ἐνήργησε στή φύση μας, ἤτοι, ἀπομάκρυνε τόν θάνατο καί ταυτόχρονα μᾶς ἀνακαίνισε:
«Ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καί ἀνεκαίνισεν ἡμᾶς».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλογος θά ὑπογραμμίσει ὅτι, ἐπειδή ἐμεῖς οἰ ἄνθρωποι δέν φυλάξαμε τήν εἰκόνα πού λάβαμε, ἤτοι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει, καί τήν φύση νά ἀναστήσει: «Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καί οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί τήν εἰκόνα σώσῃ καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ» .
Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Σαρκωμένου Θεοῦ. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. Ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως… μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Σέ κάθε περίπτωση, τό ἄφατο Μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Λόγου νοεῖται θεοπρεπῶς, ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος («νόει μοι θεοπρεπῶς τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου»), καί βιώνεται ὑπαρξιακῶς, διά τῆς μετοχῆς τῆς θείας Ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί ἐμπροϋπόθετη προσέλευση στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.