† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ - Ευαγγέλιο (29 Ἀυγούστου)

 


Ευαγγέλιο κατά Μάρκον (στ'14-30)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τήν ἀκοήν Ἰησοῦ· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Ὀ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. Άλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 


--------------------------------------

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ένδοξος Βαπτιστής του Κυρίου είναι ο περισσότερο τιμώμενος Άγιος στην Ορθόδοξη παράδοση, μετά την Υπεραγία Θεοτόκο και θεωρείται ο προστάτης του Ορθόδοξου μοναχισμού. Αναρίθμητα είναι τα μοναστήρια και οι εκκλησίες που τιμώνται στο όνομά του.

Το μαρτυρικό του τέλος: Η εμφάνιση, ο ασκητικός βίος του, τα κηρύγματα και οι βαπτίσεις μετάνοιας προκάλεσαν την προσοχή του Συνεδρίου των Εβραίων που έστειλε ανθρώπους για να δει τι συνέβαινε, οι οποίοι έλαβαν ως απάντηση «φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου».

Όπως ήταν φυσικό, τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του Ηρώδη που τον στηλίτευε συνέχεια για την παράνομη συμβίωσή του με την σύζυγο του αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου, την Ηρωδιάδα.


Ο Ηρώδης φυλάκισε τον Άγιο Ιωάννη αλλά δεν ήθελε να τον θανατώσει γιατί ήξερε ότι είχε δίκιο αλλά εκτός αυτού φοβόταν και τον λαό που αγαπούσε τον βαπτιστή τους. Στα γενέθλιά του ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας τη Σαλώμη η οποία ήταν ελαφρών ηθών, να του χορέψει και της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα, η μητέρα της, που μισούσε τον Ιωάννη, βρήκε τότε την ευκαιρία που αναζητούσε όπου προέτρεψε τότε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του προφήτη Ιωάννη μέσα σ΄ ένα πινάκιο (πιάτο).

Όταν ήρθε η κεφαλή του Τίμιου Προδρόμου μπροστά της. ζήτησε αυτό το τρισάθλιο και ελεεινό γύναιο, να τρυπήσουν τη γλώσσα του Ιωάννη με μια βελόνα. Καταλαβαίνεται πόσο μισούσε η αθλιότητα της, τον Βαπτιστή για τις αλήθειες που ξεστόμιζε. Η γλώσσα έκανε ένα σπάσιμο και ακούστηκε ξανά η φωνή του Βαπτιστή που είπε δυνατά «μετανοείτε». Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμα και μετά τον Θάνατο του, προειδοποιούσε ο Άγιος Ιωάννης και Τίμιος Πρόδρομος, ο Βαπτιστής του Σωτήρα μας να μετανοούμε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει παραπάνω για την ανθρωπότητα ο Μεγάλος αυτός Άγιος;

Ο Τίμιος Πρόδρομος δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο του Κυρίου στη γη αλλά και στον Άδη. Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στον Άδη και εκεί δίδαξε και προφήτεψε και πάλι τον ερχομό του Σωτήρα μας.

Ο Άγιος Ιωάννης θα είναι ο Αρχάγγελος ταξιάρχης στη θέση του έκπτωτου εωσφόρου. Το τάγμα που θα αντικαταστήσει η ανθρωπότητα. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε σε κάποιες εικόνες του να έχει φτερά και να κρατάει το πινάκιο με την κεφαλήν του επάνω σε αυτό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.

Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.





Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Όταν λείπει ο φόβος Θεού έρχεται ο φόβος για τις δοκιμασίες

Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωση δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες.

Όσες θλίψεις υπομείνεις με ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, που κατεργάζεται μ’ αυτό τον τρόπο την ψυχή σου, τόσες άρρητες παρηγοριές θα λάβεις απ’ Αυτόν, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93:19).

«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16:33). Ο Κύριος επιβεβαιώνει, προειδοποιεί και ενθαρρύνει. Θέτει το πρόβλημα. Δίνει και τη λύση. Οι θλίψεις αναπόφευκτες. Αλλά και η νίκη του πιστού, του πιστού που γνωρίζει καλά πως «δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14:22), θα είναι ένδοξη και περίτρανη, σαν τη νίκη του Κυρίου μας, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. 6:2).

Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι’ αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50:19), γι’ αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς.

Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωση δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρη του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωση των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις… το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21:7-8).

Αν κάποιος σε προσβάλει, σε θίξει, σε συκοφαντήσει, σε βλάψει άδικα και αδικαιολόγητα με οποιονδήποτε τρόπο, μην οργιστείς εναντίον του, μη μνησικακήσεις, μην κυριευθείς από εκδικητικότητα. Αντίθετα, ταπεινώσου, κλάψε με συντριβή καρδίας και προσευχήσου ικετευτικά στον Κύριο να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Γι’ αυτές τις αμαρτίες παραχωρεί ο Θεός να σου συμβαίνουν όλα αυτά, για να ταπεινωθείς και να διορθωθείς. Πίστεψε βαθιά μέσα σου πως είσαι άξιος τέτοιας, κι ακόμη χειρότερης συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων. Και δέξου την με ευγνωμοσύνη σαν φάρμακο θεραπευτικό της άρρωστης ψυχής σου.

Υπόμεινε τώρα εδώ άδικα, για να μην υποφέρεις εκεί δίκαια. Καταδικάσου εδώ στη γη, έστω κι αν είσαι ανένοχος, για να μην καταδικαστείς αιωνίως στον ουρανό σαν ένοχος. Δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα το να εκδικηθείς αυτόν που σ’ έβλαψε. Είναι όμως αληθινός ηρωισμός, είναι ψυχικό μεγαλείο το να υπομείνεις το κακό αγόγγυστα και με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ούτε το να πάσχεις δίκαια είναι σπουδαίο. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ’ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εις τούτο γαρ εκλήθητε» (Α’ Πέτρ. 2:20-21).

Από το βιβλίο: Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 69, 72.


Ὁ Ἃγιος Φανούριος ὁ Μεγαλομάρτυς (27 Αὐγούστου)


Η Ανεύρεση της Εικόνας

Τον καιρό πού οι Αγαρηνοί κατέλαβαν την νήσο Ρόδο θέλησαν να οχυρώσουν και πάλι το όμορφο νησί και να ξαναφτιάξουν τα τείχη της πόλης, τα όποια είχαν καταστραφεί σε
πολλά σημεία από τις αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις.
Προς το νότιο μέρος του φρουρίου της πόλης πού ήτο και κατεστραμμένο υπήρχαν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια και προς τα εκεί εστράφησαν οι κατακτηταί να πάρουν πέτρες
για τις ανάγκες του φρουρίου. Πήραν λοιπόν μαζί τους και πολλούς χριστιανούς, σαν εργάτες και άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια. Εκεί μέσα ανακάλυψαν καταπλακωμένη μια
ωραιοτάτη εκκλησία και πλήθος εικόνων, πού ήσαν όμως πολύ κατεστραμμένες και δεν μπορούσε κάνεις να διακρίνει λεπτομέρειες, παραστάσεις ή γράμματα.
Ξαφνικά όμως καθώς σκάλιζαν οι εργάτες μέσα στο ναό βρήκαν μια θαυμάσια, ολοκάθαρη και άφθαρτη εικόνα, πού έμοιαζε σαν να είχε αγιογραφηθεί την ίδια ημέρα. Και αυτό
είναι μια πρόσθετη απόδειξη ότι η ανεύρεση δεν ήταν τυχαία αλλά δωρεά του Θεού. Η Εικόνα έγραφε επάνω «Άγιος Φανούριος»

fanouropita4

Στρατιωτικός και ομολογητής Χριστού

Ας εκθέσουμε λοιπόν το Συναξάρι του αγίου Φανουρίου, όπως συνάγεται από τις παραστάσεις της εικόνας του:
Στα πλαίσια, φαίνεται, ενός από τους πολλούς διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των χριστιανών, συνελήφθη και ο στρατιωτικός Φανούριος με την κατηγορία ότι δεν
σέβεται και δεν θυσιάζει στους θεούς πού επέβαλε το τότε καθεστώς. Οδηγήθηκε για το λόγο αυτό ενώπιον του αρμόδιου δικαστή, ο οποίος τον υπέβαλε σε σχετική ανάκριση.
Ο Φανούριος ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη. Αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς και διακήρυξε αφοσίωση στον μόνο αληθινό Θεό.
Αφού ο δικαστής ανακριτής είδε την εμμονή του αγίου στην πίστη του, κατά την τακτική πού ακολουθούσαν την εποχή των διωγμών, παρέδωσε το χριστιανό ομολογητή σε δήμιους
για να τον «συνετίσουν». Πρώτο μαρτύριο ήταν κατά την εικονογραφική παράσταση το χτύπημα της κεφαλής του αγίου Φανουρίου με πέτρες εκ μέρους των δημίων. Το υπέμεινε
χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμούς, για τη δόξα του ονόματος του Κυρίου.

fanouropita5

Η οδός των μαρτυρίων

Διαπιστώνοντας ο δικαστής ότι όχι μόνο δεν κάμπτεται ο γενναίος αθλητής του Χριστού στην πρώτη αυτή δοκιμασία, αλλά με παρρησία υπομένει, δοξολογώντας τον Κύριο και 
Θεό του, δίνει εντολή να συνεχιστούν τα μαρτύρια με πιο άγριο τρόπο. Και σ’ αυτό ήταν εξασκημένοι και έμπειροι οι βασανιστές των αγίων της Πίστεως. Σύμφωνα λοιπόν με τις 
υπόλοιπες παραστάσεις της εικόνας πού βρέθηκε, ακολούθησαν τα έξης, στη μακρά οδό του μαρτυρίου του αγίου Φανουρίου:

fanouropita6

Τον ρίχνουν καταγής και τον χτυπούν με ξύλα, μαστίγια και ρόπαλα, ενώ ο μεγαλομάρτυς τα αντιμετωπίζει ημίγυμνος με καρτερία, χωρίς φωνές και ικεσίες να τον λυπηθούν. 
Η γαλήνη είναι αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Και η ψυχή του ασφαλώς θα βρίσκεται κοντά στον αρχηγό της πίστεως και τελειωτή Ιησού.

fanouropita7

Στην επόμενη παράσταση εμφανίζεται να τον έχουν κλεισμένο στη φυλακή. Όχι όμως σε ησυχία. Διότι δύο από τους φρουρούς της τον έχουν ξαπλώσει και ξεσχίζουν το σώμα του
με ειδικά σιδερένια νύχια. Αυτό ήταν ένα αυτό τα συνηθισμένα μαρτύρια στα οποία υπέβαλαν κατά την περίοδο των διωγμών τους χριστιανούς. Και αφού τους ξέσχιζαν τις σάρκες, 
έριχναν στις πληγές καυτό λάδι ή αλάτι, ή τις έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, προκαλώντας αφόρητους πόνους και προσπαθώντας να κάμψουν την πίστη των χριστιανών.
Μετά από το μαρτύριο τούτο αφέθηκε για λίγο ο άγιος στη φυλακή, προφανώς για να ξανασκεφθεί όχι μόνο τις απειλές του δικαστή αλλά και τις υποσχέσεις του.

fanouropita8

Στην πέμπτη λοιπόν παράσταση ο φυλακισμένος άγιος Φανούριος, οντάς αποφασισμένος για το τελικό μαρτύριο, δεν σκέπτεται τιμές και αξιώματα. Προσεύχεται, ζητώντας τη 
χάρη και την ενίσχυση του Θεού, ώστε να «μείνει πιστός άχρι θανάτου».

fanouropita9

Ακολουθεί νέα προσαγωγή του ενώπιον του δικαστή, με την παρουσία φρουρών. Ανακρίνεται και πάλι. Ομολογεί με θάρρος την πίστη του. Δεν πείθεται στα επιχειρήματα της 
εξουσίας. Αντίθετα, μιλάει με πειθώ και παρρησία για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηρία πού έφερε στους ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Η όλη στάση του φανερώνει 
ότι με θάρρος αντιμετωπίζει και τα απειλούμενα νέα βασανιστήρια, αλλά και το τελικό μαρτύριο.

fanouropita10

Η συνέχεια παρουσιάζεται στην επόμενη απεικόνιση. Μέσα στη φυλακή ή το προαύλιο της ο άγιος Φανούριος εμφανίζεται δεμένος στα χέρια και τα πόδια σε κατακόρυφο ξύλο, 
ενώ δύο από τους φρουρούς δεσμώτες κατακαίνε τα πλευρά του, προκαλώντας πόνους, παρόλο πού ο μάρτυς τους υπομένει με καρτερία και από την όλη στάση του δεν δείχνει 
να τους υπολογίζει. Το πρόσωπο του είναι ιλαρό και ασφαλώς η σκέψη και η καρδιά του βρίσκονται κοντά στον Κύριο.

fanouropita11

Η υπομονή του αγίου στα μαρτύρια εξαγρίωνε όλο και περισσότερο το δικαστή, αλλά και τους δήμιους του. Και από τα ελαφρότερα τον υπέβαλαν σε πλέον επώδυνα βασανιστήρια, 
ελπίζοντας ότι στο τέλος θα δειλιάσει, θα σκεφτεί τη νεότητά του, θα καμφθεί το φρόνημά του και θα απαρνηθεί τη χριστιανική του ιδιότητα, για να κερδίσει τη ζωή του. Έτσι τον 
υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού. Τον έδεσαν δηλαδή ημίγυμνο σ’ ένα μάγκανο (τροχό) με καρφιά, ενώ και στο έδαφος είχαν τοποθετήσει αιχμηρά σίδερα πού εξείχαν προς τα 
πάνω. Καθώς λοιπόν γύριζαν το μάγκανο αυτό, ξεσχίζονταν οι σάρκες του μάρτυρα, τόσο από κάτω όσο και από τα καρφιά του τροχού. Αλλά ούτε και το φρικτό αυτό μαρτύριο τον λύγισε.

fanouropita12

Έτσι προχώρησαν στο επόμενο, όπως απεικονίζεται στην ένατη κατά σειράν παράσταση: Τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, μες στον οποίο υπήρχαν αγριεμένα και νηστικά θηρία, με 
σκοπό να τον κατασπαράξουν. Αλλ’ ώ του θαύματος! Η προστασία και χάρη του Θεού δεν επέτρεψε στα θηρία να επιτεθούν στον μάρτυρα του Κυρίου. Τού φέρθηκαν σα να ήταν 
εξημερωμένα, προκαλώντας το θαυμασμό και την απορία των δημίων και του ίδιου του δικαστή.
Ο φανατισμός τους όμως ήταν τόσο ανεξέλεγκτος, πού αντί να προβληματιστούν και να ενδιαφερθούν για την όντως αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, συνέχισαν το βασανισμό 
του αγίου Φανουρίου. Με νέο μαρτύριο: Τον ξάπλωσαν στη γη και έβαλαν πάνω στο εξασθενημένο από τα σκληρά βασανιστήρια σώμα του βαριά πέτρα, πιστεύοντας πώς αυτό 
θα έθετε τέρμα στη ζωή του. Και πάλι απατήθηκαν, αφού ο Ιησούς Χριστός, στον οποίο δεν έπαψε ο μάρτυς να προσεύχεται, τον προστάτεψε, δίνοντάς του αντοχή και δύναμη για να σηκώσει τη βαριά πέτρα.

fanouropita3

Τότε ο δικαστής κάνει μία τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια, πού παριστάνεται στην ενδέκατη ένθετη εικόνα: Δίνει εντολή και οδηγείται ο άγιος Φανούριος δεμένος μπροστά 
σε ειδωλολατρικό βωμό, παρακινείται δε για ύστατη φορά να θυσιάσει. Πλην μάταιος ο κόπος. Έπειτα από τόσα μαρτύρια και πίεση, στην οποία ανταπεξήλθε με καρτερία και 
ηρωισμό, πού μόνο στους γενναίους αθλητές της πίστεως συναντά κανείς, ήταν αδύνατο πλέον να προδώσει τον Κύριο και Θεό του για χάρη ειδώλων που ήταν «έργα χειρών 
ανθρώπων». Με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε να θυσιάσει. Στην παράσταση εμφανίζεται να κρατά αναμμένα κάρβουνα. Θα του ήταν αρκετό να τα βάλει με θυμίαμα στο 
βωμό και να θεωρηθεί έτσι ότι προσφέρει θυσία. Όμως προτίμησε να καίγονται οι παλάμες του!

fanouropita14

Η τελείωση του

Ήταν πλέον φανερό ότι ο άγιος Φανούριος δεν επρόκειτο να ενδώσει σε κανένα από τα βασανιστήρια πού είχε επινοήσει η κρατική εξουσία και εκτελούσαν με ιδιαίτερη
βαναυσότητα οι δήμιοι. Το είχε ο άγιος αποδείξει με το θάρρος της ομολογίας, με την καρτερία, με την προσευχή, με την αποφασιστικότητά του να υπομείνει ως το τέλος για τη
δόξα του Χριστού.
Απογοητευμένος και συνάμα οργισμένος ο δικαστής από την αποτυχία του να μεταστρέψει τον άγιο Φανούριο και να τον φέρει ατούς κόλπους των ειδωλολατρών, έβγαλε την
τελεσίδικη απόφασή του: Να θανατωθεί ο χριστιανός νέος διά της πυράς! Και την τελική αυτή σκηνή αναπαριστά η δωδέκατη κατά σειράν ένθετη εικόνα: Ανάβουν οι δήμιοι δυνατή
φωτιά σ’ ένα καμίνι και ρίχνουν μέσα του τον μάρτυρα του Χριστού. Κι ενώ οι φλόγες κατατρώγουν τις σάρκες του, εκείνος γαλήνιος, με τα χέρια υψωμένα σε στάση προσευχής,
ευχαριστεί τον Κύριο γιατί τον αξίωσε να μαρτυρήσει για το όνομά Του και παραδίδει την αγιασμένη ψυχή του σ’ Αυτόν, για να την κατατάξει στο ουράνιο τάγμα του «νέφους των μαρτύρων».

Η αναστήλωση του ναού του

Αφού βρέθηκε η εικόνα, ο καλός εκείνος ποιμένας και αρχιερέας του Θεού, ο Νείλος, πήγε στον ηγεμόνα της Ρόδου και ζήτησε την άδεια να ξαναχτίσει τον ερειπωμένο ναό, στον 
οποίο κατά την ανασκαφή είχε βρεθεί η εικόνα του αγίου. Ο ηγεμόνας αρχικά δεν έκανε δεκτό το αίτημα. Μπροστά όμως στην επιμονή του Νείλου υποχώρησε και έδωσε την 
συγκατάθεσή του. Τότε ο αρχιερέας ανήγειρε και πάλι τον ιερό εκείνο ναό.
Ο σωζόμενος σήμερα ναΐσκος είναι βυζαντινός, πού επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί, γνωστό με το όνομα Πιαλεντίν, προς τιμήν ομώνυμου πασά.
Σύμφωνα, τέλος, με Κώδικα (άριθμ. 1190) της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, φερμένο από τους Ιππότες, στη Ρόδο υπήρχε την εποχή τους και Μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλο μάρτυρος αγίου Φανουρίου.

ΠΗΓΗ: http://xristianos.gr

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο Άγιος Φανούριος έκανε αρκετά θαύ­ματα στους πιστούς που επικαλούνται το όνομά του κι ένα απ' αυτά είναι το ακό­λουθο:
 
Σε μια περίοδο της ιστορικής ζωής της η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη στους Λατίνους (1204 - 1669 μ.Χ.), που είχαν δικό τους Αρ­χιεπίσκοπο και γι' αυτό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παρασύρουν τους κατοίκους του νησιού στον Καθολικισμό (Παπισμό).
 
Έτσι οι Λατίνοι πήρανε σαν καταπιεστι­κό μέτρο ενάντια στην Ορθοδοξία να μην επιτρέπουν να χειροτονούνται ιερείς στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα) για να χειροτονηθούν ιερείς από Ορθόδοξο Αρχιερέα, που έδρευε εκεί.
 
Κάποια εποχή λοιπόν ξεκίνησαν απ' την Κρήτη τρεις διάκονοι για το Τσιρίγο κι αφού χειροτονήθησαν εκεί ιερείς, επέστρεφαν τρι­σευτυχισμένοι στο πολύπαθο τότε απ' τη σκλαβιά νησί τους. Κατά κακή τους τύχη Αγαρηνοί πειρατές τους συνέλαβαν στο πέ­λαγος, τους μετέφεραν στη Ρόδο, όπου τους πώλησαν σε τρεις διαφορετικούς Αγαρηνούς αφέντες.
 
Η θέση των τριών ιερέων ήταν αξιοθρή­νητη κι όμως μια γλυκειά προσμονή ήλθε να γλυκάνει το πικρό παράπονό τους. Μάθα­νε πως στη Ρόδο ο Άγιος Φανούριος θαυματουργούσε και σ' αυτόν στήριξαν τις ελ­πίδες τους κι ολοένα προσεύχονταν και τον επικαλούνταν ο καθένας τους ξεχωριστά, για να τους λυτρώσει απ' την σκληρή αιχ­μαλωσία στους μιαρούς Αγαρηνούς.
 
Ζήτησε, λοιπόν, ο κάθε ιερέας, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απ' τον αφέν­τη του, να του δώσει άδεια να μεταβεί στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οι τρεις τους μ' ευκολία την άδεια, προσκύνησαν μ' ευ­λάβεια την εικόνα του Αγίου βρέχοντας τη γη με τα δάκρυά τους γονατιστοί σαν προ­σεύχονταν και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους παρακαλούσαν τον Άγιο Φανούριο να μεσολαβήσει για να γλυτώσουν πια απ' τα χέρια των Αγαρηνών.
 
Αφού οι ιερείς αναχώρησαν, ανακουφι­σμένοι απ' τον πόνο τους, ο Άγιος Φανού­ριος παρουσιάστηκε τη νύχτα και στους τρεις αφέντες τους και τους διέταξε να ελευ­θερώσουν τους σκλάβους ιερείς τους, δια­φορετικά θα τους τιμωρούσε σκληρά. Οι Αγαρηνοί όμως άρχοντες θεώρησαν την επέμ­βαση του Αγίου σαν κάποια μαγεία, γι' αυ­τό αλυσόδεσαν τους σκλάβους τους κι άρ­χισαν να τους βασανίζουν με χειρότερο τρό­πο.  
Την άλλη όμως νύχτα ο Άγιος Φανούριος επέμβηκε πιο αποτελεσματικά, έλυσε τους τρεις ιερείς απ' τα δεσμά τους και τους υ­ποσχέθηκε, πως θα τους ελευθέρωνε από τους Αγαρηνούς την άλλη μέρα. Φανερώ­θηκε και πάλι στους Αγαρηνούς και τους απείλησε αυτή τη φορά, πως αν δεν ελευθέρωναν το πρωί τους ιερείς, θα μεταχειρι­ζότανε σκληρά μέτρα γι' αυτούς.
 
Το άλλο πρωί οι Αγαρηνοί αισθάνθησαν την τιμωρία, γιατί έχασαν όλοι το φως τους και το κορμί τους έμεινε παράλυτο. Έτσι αναγκάσθησαν τότε να συμβουλευτούν τους συγγενείς τους, για να συζητήσουν το κα­κό που τους βρήκε. Όλοι δε οι άρχοντες α­ποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς, μήπως μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Οι ιερείς την μόνη απάντηση που έδωσαν ήταν, πως αυτοί θα παρακαλούσαν τον Θεό τους κι Εκείνος θα αποφάσιζε.
 
Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό του τη συγκατάθεση τους για την απελευθέρωση των ιερέων, δεν θα ξανάβρισκαν πια την υ­γεία τους. Οι Αγαρηνοί τότε θέλοντας και μη έγραψαν το γράμμα που ζήτησε ο Άγιος Φανούριος και δήλωναν απερίφραστα, πως παραχωρούσαν, στους τρεις ιερείς την ελευ­θερία τους. Αυτές οι δηλώσεις τους κατατέ­θηκαν στον ιερό ναό του Αγίου.  
Πριν ακόμα επιστρέψει η αντιπροσωπεία των Αγαρηνών απ' το ναό, οι τυφλοί και παράλυτοι άπιστοι έγιναν εντελώς καλά με το θέλημα του Αγίου. Οι πλούσιοι Αγαρηνοί έδωσαν στους τρεις ιερείς όλα τα έξοδα του ταξιδιού τους κι αυτοί πριν αναχωρή­σουν κατέφυγαν στην εκκλησία, και αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την απελευθέ­ρωσή τους, αντέγραψαν πιστά την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στην Κρήτη, όπου την τιμούσαν κάθε χρόνο με δοξολογίες και λιτανείες.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:  ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ  ΙΔΡΥΜΑ   «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»


Τό Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἦχος δ΄.

Οὐράνιον ἐφύμνιον ἐν γῆ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, Ἀγγέλων πολίτευμα, ἄνωθεν ὑμνωδίαις, εὐφημούσι τούς ἄθλους,
κατωθεν Ἐκκλησία, οὐράνιον δόξαν ἤν εὖρες πόνοις καί ἄθλοις τοῖς σοῖς, Φανούριε ἔνδοξε



Κοντάκιον Ἦχος γ΄.

Ἱερεῖς διέσωσας αἰχμαλωσίας ἄθεου, καί δεσμά συνέθλασας, δυνάμει θεία Θεοφρον, ἤσχυνας τυράννων θράση γεναιοφρόνως, ηὔφρανας Ἀγγέλων τάξεις
Μεγαλομάρτυς, διά τοῦτο σέ τιμῶμεν, θεῖε ὁπλίτα, Φανούριε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον

Τούς ἀσπαζομένους τήν σήν σεπτήν, εἰκόνα ἐν πίστει, καί αἰτοῦντας σήν ἀρωγήν, Μάρτυς κληρονόμους, τῆς θείας Βασιλείας Φανούριε, λιταίς σου, πάντας ἀναδεῖξον.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Ἃγιοι Ἀπόστολοι Βαρθολομαῖος καί Τίτος (25 Αὐγούστου)

Ὁ Ἅγιος Βαρθολοµαῖος ὁ Ἀπόστολος (Ἀνακοµιδὴ ἱεροῦ λειψάνου του)

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολοµαῖος µαρτύρησε µὲ σταυρικὸ θάνατο στὴν Ἀρµενία. Τὸ ἅγιο λείψανό του οἱ χριστιανοὶ τὸ ἔβαλαν µέσα σὲ µία πέτρινη θήκη καὶ τὸ ἔκρυψαν στὴν Οὐρβανούπολη. Ἐπειδή, ὅµως, ἡ θήκη γιάτρευε πολλὲς ἀσθένειες, συνέρρεαν σ᾿ αὐτὴν πλήθη λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία, πέταξαν τὴν θήκη στὴν θάλασσα, µαζὶ µὲ ἄλλες τέσσερις θῆκες µαρτύρων. Τότε ἔγινε κάτι τὸ θαυµαστό. Ἡ θήκη µὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου, συνοδείᾳ τῶν ἄλλων τεσσάρων θηκῶν, ἀφοῦ πέρασαν τὴν Μαύρη Θάλασσα, τὰ στενά του Ἑλλησπόντου, τὸ Αἰγαῖο πέλαγος καὶ τὸ Ἀδριατικό, ἔφθασαν ἀριστερὰ τῆς Σικελίας, στὸ νησὶ Λιπαρά. Ἔπειτα, οἱ θῆκες ποὺ συνόδευαν τὴν θήκη τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου πῆγε ἡ κάθε µία σὲ διαφορετικοὺς τόπους τῆς Ἰταλίας. Τότε λοιπόν, ὁ Ἅγιος του Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Λίπαρος, Ἀγάθωνα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ κατέβηκε στὴν παραλία καὶ εἶδε τὴν θήκη, ἔµεινε ἐκστατικός. Μὲ σεβασµὸ τότε, συνόδευσαν τὴν θήκη µὲ τὸ ἅγιο λείψανο ἐκεῖ ὅπου θαυµατουργικὰ ὑπέδειξε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅπου κτίστηκε µεγαλοπρεπὴς ναός. Δίκαια, ἔτσι, µπορεῖ νὰ πεῖ κανείς: «Θαυµαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Θαυµαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὶς προστασίες ποὺ παρέχει στοὺς Ἁγίους Του, ποὺ εἶναι ἀφοσιωµένοι σ᾿ Αὐτόν.

Ὁ Ἅγιος Τίτος ὁ Ἀπόστολος, ἐπίσκοπος Γόρτυνος Κρήτης

Ὁ Τίτος ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή, καὶ µάλιστα ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριµένους ὅσον ἀφορᾶ τὴν µόρφωση καὶ τὸ γένος. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, µὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνεργάστηκε γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀκολούθησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν δεύτερη ἄνοδό του στὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ κατόπιν ἐπιφορτίσθηκε µὲ ἀποστολὴ στὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐπέστρεψε συνάντησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν Μακεδονία. Ἔπειτα µαζί του, περίπου τὸ ἔτος 58, πῆγαν στὴν Κρήτη, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατέστησε τὸν Τίτο ἐπίσκοπο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐγκαταστήσει σ᾿ ὅλο τὸ νησὶ πρεσβύτερους. Ἀπὸ τὴν δεύτερη πρὸς Τιµόθεον ἐπιστολὴ µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Τίτος πῆγε καὶ στὴν Δαλµατία, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν σκοπό. Ὁ Παῦλος ἔστειλε καὶ τὴν γνωστὴ πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ὁποία µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Ἕλληνας µαθητής του τιτλοφορεῖται ἀπ᾿ αὐτὸν «τέκνον» του «γνήσιον». Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐπίσης, µαθαίνουµε ὅτι ὁ Τίτος εἶχε λαµπροὺς συνεργάτες στὴν Κρήτη, δηλαδὴ τὸν Ζήνα τὸν νοµικὸ καὶ τὸν περίφηµο Ἀπολλώ. Ὁ Τίτος πέθανε στὴν Κρήτη, κατὰ τὸ ἔτος 105 µετὰ Χριστόν.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Προκληθείς ουρανόθεν προς γνώσιν ένθεον, την εν σαρκί του Δεσπότου επιδημίαν εν γη, αυτοψεί εωρακώς φωτός πεπλήρωσαι, όθεν του Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, την Κρήτην πάσαν πυρσεύεις, της ευσεβείας τω λόγο, Τίτε απόστολε μακάριε.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐξ Ἑῴας ὡς ὄρθρος ὤφθη πολύφωτος, ποντοπορήσασα ξένως Βαρθολομαῖε σοφέ, πρὸς τὴν Δύσιν ἡ σορὸς ἡ τῶν λειψάνων σου· τοῦ γὰρ Ἡλίου τῆς ζωῆς, δᾳδουχεῖ τὰς δωρεάς, καὶ σκότος παντοίων νόσων, ὁλοσχερῶς διαλύει, τῶν προσιόντων ταύτῃ πάντοτε.


Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (24 Ἀυγούστου)



«Τον Πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία». 

Καταγωγή, και εγκύκλια μόρφωση

Στο χωριό Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας γεννήθηκε ένα παιδί πού επρόκειτο να αναδειχθεί ο φωτιστής του Γένους των Ελλήνων. Ήταν το έτος 1714 όταν οι καταγόμενοι από τα
Γραμμενοχώρια της Ηπείρου και εγκαταστημένοι στο Απόκουρο γονείς του έφεραν στον κόσμο τον Κώνστα (Κωνσταντίνο) Δημητρίου η Ανυφαντή. Όταν έγινε 10 χρονών,
ένιωσε ζωηρή την επιθυμία να μάθει γράμματα. Έτσι οι απλοί αλλά ευσεβείς γονείς του τον έστειλαν στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος, όπου ο ιεροδιάκονος Γεράσιμος Λίτσικας
δίδασκε τα στοιχειώδη ελληνικά γράμματα και μαθήματα. Στη συνέχεια, εργαζόμενος άλλοτε ως δάσκαλος, ενίοτε καταγινόμενος με αγροτικές ασχολίες πληροφορήθηκε ότι στο
Άγιον Όρος, τον Άθω, είχε ιδρυθεί η «Αθωνιάδα Σχολή».


Στο Άγιον Όρος

Φλεγόμενος από ζήλο για ευρύτερη παιδεία και την επιθυμία να φανεί χρήσιμος στο «δοῦλον Γένος», αποφάσισε να αφήσει πατρίδα, οικείους και ασχολίες και να μεταβεί στο 
Άγιον Όρος, προκειμένου να φοιτήσει στη νέα Σχολή. Το έτος 1759 εκάρη μοναχός στην αθωνική Ιερά Μονή Φιλοθέου, έλαβε το όνομα Κοσμάς και ζούσε σύμφωνα με τους 
μοναχικούς κανόνες νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας. Ντυμένος με απλό ράσο, δεν είχε δεύτερο, όπως έλεγε ο ίδιος: «Δέν ἔχω μήτε ἄλλο ράσο ἀπό αὐτό πού φορῶ». 
Έτρωγε τόσο, όσο ήταν απαραίτητο για να κρατιέται στη ζωή. Έλεγε αργότερα: «Τά ἑκατό δράμια ψωμί εἶναι ἀπαραίτητα... καί εὐλογημένα. Ὅταν ὅμως τρώγω ἑκατόν δέκα, εἶναι 
περιττά καί πονηρά τά δέκα». Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ήταν ήδη 45 ετών, μορφωμένος, ώριμος, γεμάτος από αγάπη προς τον Θεό 
και έτοιμος να προσφέρει συστηματικά και ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην υπηρεσία του σκλαβωμένου Γένους. 


«Στα μικρά χωριά και τον πλατύ κάμπο»

Ο άγιος Κοσμάς, από το έτος 1760 ως τον μαρτυρικό θάνατο του το 1779, πραγματοποίησε τέσσερις (ορισμένοι μελετητές τις αριθμούν σε τρεις) περιοδείες, οργώνοντας
κυριολεκτικά ολόκληρη την ηπειρώτικη Ελλάδα, τις Κυκλάδες, τα Επτάνησα, τα Δωδεκάνησα, τις Σποράδες και τη Βόρειο Ήπειρο.
Η α΄ περιοδεία του (1760-63) περιέλαβε τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία, τον Βάλτο, τα Άγραφα και την Ήπειρο. Στο τέλος της περιοδείας αυτής
πήγε εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει τον πατριάρχη Ιωαννίκιο τον Γ΄ (1761-63) για τα αποτελέσματα του έργου του και να ζητήσει και πάλι την ευλογία και
άδειά του προς συνέχιση της αποστολής του.
Η β΄ περιοδεία κράτησε 11 χρόνια (1763-74) και κατ’ αυτήν πλην της Θράκης, της Μακεδονίας, της Αιτωλοακαρνανίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, πήγε στο Άγιον Όρος και
τις Σποράδες, από δε το Γαλαξίδι επέστρεψε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Με νέα ευλογία και άδεια του πατριάρχη Σωφρονίου Β΄ (1774-80) ξεκίνησε.
Η γ΄ περιοδεία (1774-77) πού περιέλαβε τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική, τις πόλεις Βέροια, Καστοριά, Κορυτσά, Μοσχόπολη, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο,
Τεπελένι, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Γρεβενά, Σέρβια, Δεσκάτη, Ελασσόνα, Τρίκαλα, Άρτα, Πρέβεζα, τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο και Κέρκυρα, απ’ όπου πέρασε απέναντι,
στους Άγιους Σαράντα.
Από τους Άγιους Σαράντα ξεκίνησε την δ΄ περιοδεία του (1777-79), με επίκεντρο της αποστολικής δράσεως του την Ήπειρο, και κυρίως τη Βόρειο, η οποία κατεξοχήν κινδύνευε
να αφελληνισθεί εξαιτίας των βίαιων εξισλαμισμών. Επισκέφθηκε όμως στη διάρκειά της και τις περιοχές Μοναστηρίου, Καστοριάς, Γρεβενών, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας.

Διδάχοι και φωτιστής του λαού

Όπως επισημαίνει ο μελετητής του βίου και των Διδαχών του Δρ. Ιω. Β. Μενούνος, ο άγιος Κοσμάς «...φρόντιζε συνήθως μέ τρεῖς διαδοχικές διδαχές, στόν ἴδιο τόπο, νά μεταδίδει
στούς ἀκροατές τοῦ τίς βασικές γνώσεις ποῦ ἔπρεπε νά γνωρίζουν ὡς χριστιανοί». Και ποιές ήταν αυτές; «...Στήν πρώτη διδαχή ...ἄρχιζε ἀπό τήν Δημιουργία, ἀπό τόν Θεό, τῶν
ἀγγέλων καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, προχωροῦσε στούς πρωτοπλάστους..., τήν πτώση καί τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν Παράδεισο, τήν τιμωρία τούς δηλαδή τόσο ἐδῶ στή γῆ, ὅσο καί
μετά τόν θάνατό τους, στόν ἄλλο κόσμο».
Στη δεύτερη διδαχή «διηγόταν τή γέννηση καί τή ζωή τῆς Παναγίας, τή γέννηση καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέ τό Μυστικό Δεῖπνο, τήν προδοσία τοῦ
Ἰούδα καί τήν αὐτοκτονία του», ενώ στην τρίτη διδαχή «θέμα του ήταν η Ανάσταση του Χριστού, το έργο των Αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστεως με κατάληξη
τη Δευτέρα Παρουσία, μετά την οποία οι αμαρτωλοί τιμωρούνται στην Κόλαση και οι δίκαιοι αμείβονται στον Παράδεισο».
Το επί 20ετία περίπου αποστολικό έργο του μεγάλου Διδάχου είχε τεράστια ευεργετική επίδραση στην ψυχή του ελληνικού λαού. Άνθρωποι παραδομένοι ως τότε στα πάθη, τις
κλοπές, τους φόνους, τις αρπαγές, την ανηθικότητα, την αδιαφορία περί την πίστη, όταν άκουγαν τις διδαχές του άγιου άλλαζαν τρόπο ζωής.

Ιδρυτής σχολείων και υπέρμαχος της ελληνικής γλώσσας

Ως μόνο λύση για να βγει το Γένος των Ελλήνων από την απελπιστική αυτή κατάσταση έβλεπε την ίδρυση σχολείων. Με την λειτουργία σχολείων, την καλλιέργεια της ελληνικής 
γλώσσας και την τόνωση της ορθοδόξου Πίστεως πέτυχε την αναχαίτιση των εξισλαμισμών πού είχαν προσλάβει δραματικές διαστάσεις σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού 
χώρου. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του μας αφήνει κατάπληκτους. Μες στα 20 χρόνια της αποστολικής του δράσεως πέτυχε την ίδρυση και λειτουργία τόσων σχολείων, 
πού «κανένας ποτέ δέν μπόρεσε, ἔστω καί κατέχοντας ἐξουσία ὅσα αὐτός, μέ τόσο ἀνύπαρκτα μάλιστα μέσα». Λίγο πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, έγραφε στον αδελφό του 
Χρύσανθο: «ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικά ἐποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα...» (στά ὁποῖα διδάσκονταν σχετικῶς μέσα καί ἀνώτερα ἡ στοιχειώδη 
μαθήματα ἀντιστοίχως).


Κοινωνικός εργάτης. Στύλος Ορθοδοξίας και ελληνικότητας

Επαινεί την τίμια εργασία, θεωρώντας την ως ευλογία για την απόκτηση των απαραίτητων προς το ζην. Συνιστά: «Νά βγάζετε τό ψωμί σας μέ τόν ἱδρώτα σας, διότι εἶναι
εὐλογημένο καί, ἄν θέλης, δῶσε κομμάτι ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί τοῦ πτωχοῦ• μέ ἐκεῖνο ἀγοράζεις τόν Παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Καταδικάζει όμως τις αδικίες και την τοκογλυφία
(οζούρες άσπρων): «Νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε ὅσοι ζῆτε μέ ἀδικίες καί μέ ἁρπαγές, μέ καμάτες καί μέ ὀζοῦρες ἄσπρων, διότι αὐτά ἀφωρισμένα εἶναι» (Διδαχή Α΄) και σε
περίπτωση πού από αυτά δοθεί ελεημοσύνη, «τίποτε δέν ὠφελοῦν, ὅτι φωτιά εἶναι καί σᾶς καίουν». Άλλοτε έλεγε: «Ἕνα ἄσπρο (νόμισμα) ἄδικο νά βάλης μέσα εἰς ἑκατό πουγγιά,
ὅλα τά μαγαρίζει. Ὁμοίως πάλιν νά πάρης ἕνα πρόβατο κλεμμένο νά τό βάλης μέσα εἰς ἑκατό ἡ χίλια πρόβατα, ὅλα τά τρώγει ἐκεῖνο τό κλεμμένο» (Διδαχή Γ΄). Γι’ αυτό και
προτρέπει: «Ὅσοι ἀδικήσαμε νά δίνωμε τά ἄδικα ὀπίσω».

Συμβούλευε να πάψουν τις ληστείες, πού την εποχή εκείνη διαπράττονταν ιδίως στις ορεινές περιοχές. Συνιστούσε στους χριστιανούς να αποφεύγουν τα δικαστήρια των Αγαρηνών
και κάθε μορφής μαγείες, εξορκισμούς και εμποδέματα, ότι «φωτιά βάνετε εἰς τά ὀσπίτια σας». Ιδιαίτερα μερίμνησε, με λόγια και έργα, για την προστασία των φτωχών, ορφανών,
εγκαταλειμμένων, άρρωστων και παραστρατημένων παιδιών. Και για να πετύχει στο σκοπό του, παρακινεί πλούσιους και φτωχούς να φροντίζουν αυτά τα παιδιά όπως το δικό τους,
λέγοντας: «Ἄν θέλης νά ζήση τό παιδί σου, ἐγώ νά σέ εἰπῶ πῶς νά κάμης. Νά κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα κι ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ φτωχοῦ• καί διά τό χατήρι ἐκείνου τοῦ
φτωχοῦ παιδιοῦ, χαρίζει ὁ Θεός τήν ζωήν τοῦ παιδιοῦ σου. Καί νά ἀγαπᾶς τά φτωχά τά παιδιά καλύτερα ἀπό τά ἐδικά σου...»

Από την άλλη, τονίζει και άλλα βασικά σημεία στο κήρυγμά του, με κοινωνικές προεκτάσεις. Καταδικάζει τον εγωισμό και επαινεί την ταπεινοφροσύνη. Χαρακτηρίζει την
υπερηφάνεια «πρώτη θυγατέρα του διαβόλου, στράτα οπού μας πηγαίνει εις την κόλασιν », ενώ την ταπείνωση «ὅπου εἶναι ἀγγελική, στράτα ὁπού μᾶς πηγαίνει εἰς τόν
παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Συνιστά τον αλληλοσεβασμό, την αναγνώριση των κοινωνικών ρόλων, την απόδοση τιμής και σεβασμού στους γεροντότερους, την αγάπη μεταξύ των
συζύγων κ.λπ.
Με όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, αναδείχθηκε σε κείνους τους δύσκολους καιρούς, στύλος της Ορθοδοξίας και της ελληνικότητας. Η επωδός του «ψυχή καί Χριστός σᾶς
χρειάζονται» αποτελούσε τη συνισταμένη του ιεραποστολικού του έργου. Στήριζε τις ψυχές των χριστιανών, ποδηγετούσε και ενίσχυε τον πατριωτισμό τους, προετοίμαζε «το
ποθούμενον». Υπήρξε κήρυκας της ισότητας, της αδελφότητας και της δικαιοσύνης λίγα χρόνια πριν οι τρεις αυτές έννοιες αποτελέσουν το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης
(τού 1789).

Τουρκαλβανοί, Εβραίοι και χριστιανοί τον οδηγούν στο μαρτυρικό τέλος

Όμως η 20ετής δράση του άγιου Κοσμά δεν δημιούργησε μόνο θαυμαστές και φίλους. Γέννησε και εχθρούς πού δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απήχηση πού είχε ο λόγος και τα 
έργα του στο λαό. Έγραφε ο ίδιος στον αδελφό του Χρύσανθο, στις 2 Μαρτίου του 1779: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας μέ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί 
ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι». Γιατί αυτό;
Οι Έλληνες τον αγαπούσαν, αλλά υπήρχαν και ελάχιστοι ανάμεσά τους, κοτζαμπάσηδες και ανώτεροι κληρικοί, πού θίγονταν επειδή ο άγιος στηλίτευε την προκλητική τους ζωή. 
Οι λίγοι Τούρκοι και Αλβανοί, για τον ίδιο λόγο, επειδή έλεγχε την ασυδοσία της εξουσίας τους. Οι Βενετσιάνοι και κυρίως οι Εβραίοι, επειδή ζημιώθηκαν οικονομικά από τις 
συστάσεις του να μεταφερθούν τα κατά τόπους παζάρια από την Κυριακή στο Σάββατο.
Και ο κύβος ερρίφθη. Οι Εβραίοι της περιοχής «έδωκαν πολλά πουγγία (χρήματα) εις τον πασάν, διά να τον εβγάλη από την ζωήν, όστις και συμβουλευθείς με τον χόντζαν του, 
απεφάσισε διά μέσου αυτού να τον θανατώση».

Στις 23 Αυγούστου του έτους 1779 ο φλογερός διδάχος του Γένους είχε φτάσει στο χωριό Κολικόντασι της περιοχής Βερατίου. Ενώ λοιπόν κήρυττε «τον ύστατον λόγον του», 
ενώπιον μεγάλου πλήθους λαού, έρχονται στρατιώτες του Κούρτ πασά, ο οποίος είχε ήδη πάρει «πολλά πουγγία», και χωρίς να ανακοινώσουν τίποτε στον άγιο Κοσμά, τον 
συλλαμβάνουν. «Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος πώς έχουν να τον θανατώσουν όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση 
τον δρόμον του αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριον. Έπειτα στραφείς προς τους καλογήρους, οπού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνο το ψαλμικόν· «διήλθομεν διά πυρός καί 
ὕδατος καί ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν»· και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής
του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα».

Όταν ξημέρωσε το Σάββατο 24 Αυγούστου 1779, επτά Τουρκαλβανοί στρατιώτες τον μετέφεραν στις όχθες του Άψου ποταμού. Κάτω από ένα δένδρο θέλησαν να του δέσουν τα 
χέρια. Αρνήθηκε, βεβαιώνοντάς τους πώς δεν θα αντισταθεί. Ύστερα σταύρωσε τα δύο χέρια, σα να του τα είχαν δέσει. Το τι ακολούθησε περιγράφει παραστατικά ο αναγνώστης 
Γεώργιος, τότε Ζήκο-Μπιστρέκης, πού ήταν ένας από τους μαθητές του και αυτόπτης μάρτυρας. Γράφει λοιπόν ο Ζήκο-Μπιστρέκης: «...Καθώς ἐπροσεύχονταν εὐλόγησεν τόν 
κόσμον σταυροειδῶς, καί ἐκεῖ ἦτον ἕνα δένδρον καί ἐβγάνοντας τό σχοινίον ἀπό τό ἄλογον καί καθώς ἐδέναμεν τόν θρόνον μέ τόν σταυρόν, ἔτσι τόν ἔδεσαν ἀπό τόν λαιμόν καί 
τόν ἔπνιξαν ...καί ἔτσι ἐπαρέδωσεν τήν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εὐθύς τόν ἐγύμνωσαν ἀπό ὅλα τά φορέματα ὅπου εἶχεν, ἔξω ἀπό ἕνα 
παλαιοβράκι ὅπου δέν τοῦ τό ἔβγαλαν καί τόν ἔριψαν εἰς τό ποτάμι...».

Όταν μαθεύτηκε το θλιβερό γεγονός, οι χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια να αναζητήσουν στο ποτάμι τη σορό του αγίου, «νά τόν ἐβγάλουν καί ἐγύριζαν μέ καμάκια καί μέ 
δίκτυα καί δέν τόν εὕρισκαν». Ώσπου ο ιερέας Μάρκος, «κάμνει τόν σταυρόν του καί πηγαίνει μέ τό μονόξυλον, καί ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς ἐφάνη εἰς τό νερόν ὀρθός!». Τον 
μετέφεραν στον ιερό ναό στο Κολικόντασι κι αφού τον έψαλαν, τον ενταφίασαν στο νάρθηκα της εκκλησίας, «ἀρχιερατεύοντας ἐν Βελεγράδοις Ἰωάσαφ», που ήταν παρών στην 
εξόδιο Ακολουθία.
Η πεποίθηση του λαού για την αγιότητα του μεγάλου ιεραποστόλου εκδηλώθηκε αμέσως μετά το μαρτυρικό του θάνατο: Έχτισαν εκκλησάκι προς τιμήν του στο μέρος όπου ο 
ιερέας Μάρκος ανέσυρε τη σορό του άγιου. Στο σημείο της ταφής του ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων έχτισε μεγάλο μοναστήρι στη μνήμη του άγιου Κοσμά, προς τον οποίο και εν 
ζωή έδειχνε μεγάλο θαυμασμό.


Η συναρίθμηση του στο Αγιολόγιο

Ο λαός πολύ νωρίς θεωρούσε τον ιεραπόστολο Κοσμά άγιο, του έχτιζε ναούς, παρεκκλήσια και προσκυνητάρια, του ζωγράφιζε εικόνες και συνέθετε Ακολουθίες, η διοικούσα
Εκκλησία άργησε να προβεί στην επίσημη συναρίθμηση του στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο. Αυτό συνέβη το έτος 1961. Όπου η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου κάθε έτους.


Πηγή: xristianos.gr


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας, τὴν Ἐκκλησία, ζηλωτὴς τῶν Ἀποστόλων γενόμενος· καὶ κατασπείρας τὰ θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. 
Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΑΓΙΟΥ ΜΑΝΔΗΛΙΟΥ (16 Ἀυγούστου)

 

Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μανδηλίου

 Ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζουμε ὅτι ἡ τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἔχουν ὡς βάση τους τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὅστις ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 5).
   Ἡ θέωση αὐτή ἀποτελεῖ -μεταξύ ἄλλων- καί τήν πλήρη τελείωση τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ὁποίας τήν ἐξωτερική παράσταση καί ἔξαρση ἔχει ὡς κύριο θέμα της ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα» (Λόγ. Ε΄, PG 94, 1236 C) καί «νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω Θεοῦ τό ὁρώμενον» (Λόγ. Β΄, PG 94, 1293 Β).
   Αὐτή ἡ «ὁραθεῖσα σάρκα τοῦ Θεοῦ» κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποδόθηκε γιά πρώτη φορά εἰκαστικά καί κατά τρόπο ἀξιοθαύμαστο μέ τό Ἅγιο Μανδήλιο, ὅπως δέχεται ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
   Ἡ ἱστορία μᾶς εἶναι γνωστή: ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως Ἔδεσσας στή Μεσοποταμία Αὔγαρος, καθώς ἦταν ἀσθενής, ἔστειλε τόν Ἀνανία νά προσκαλέσει τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Παράλληλα, ἐπιθυμῶντας νά δεῖ τό θεανδρικό πρόσωπο, εἶχε ζητήσει ἀπό τόν ἀπεσταλμένο του -καθώς ἦταν ζωγράφος στήν τέχνη- νά ζωγραφίσει τή μορφή τοῦ Κυρίου. Αὐτό ὅμως στάθηκε ἀδύνατο λόγῳ τῆς ἀπαστράψουσας θείας δόξας. Τότε ὁ Κύριος ἔνιψε τό πρόσωπό Του καί τό ἐσπόγγισε μέ μανδήλιο στό ὁποῖο ἀποτυπώθηκε ἡ εἰκόνα τῆς μορφῆς Του. Τό μανδήλιο αὐτό ἔστειλε στόν Αὔγαρο, μαζί μέ ἐπιστολή μέσῳ τῆς ὁποίας, ἀφοῦ τόν μακάριζε γιά τήν πίστη του, τόν ἐνημέρωνε ὅτι θά ἀποστείλει τό μαθητή του Θαδδαῖο νά τόν ἰατρεύσει καί νά τόν διδάξει. Λαμβάνοντας τό ἅγιο Μανδήλιο ὁ ἄρχοντας τό προσκύνησε καί θεραπεύτηκε ἀμέσως ἐνῶ τοποθέτησε τήν πρωταρχική αὐτή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπό τήν πύλη τῆς πόλης γιά νά τιμηθεῖ ἀπ’ ὅλο τό λαό. Ἀργότερα ὅμως κι ἐπειδή ὁ τότε ἄρχοντας, ὄντας εἰδωλολάτρης, θέλησε νά στήσει στήν ἴδια θέση εἴδωλο, ὁ τοπικός ἐπίσκοπος γιά νά προστατέψει τό ἅγιο μανδήλιο, ἀφοῦ ἄναψε κανδήλι, ἔχρισε τόν τοῖχο πρό αὐτοῦ. Αἰώνες μετά, τό ἔτος 615, ὅταν ὁ βασιληᾶς τῶν Περσῶν Χοσρόης πολιορκοῦσε τήν Ἔδεσσα, ἀποκαλύφθηκε στό ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ὁ τόπος τοῦ ἁγίου μανδηλίου, κάτι πού συνδυάστηκε καί ἀπό ἄλλα θαυμαστά γεγονότα πού εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν φυγή τῶν Περσῶν καί τή σωτηρία τῆς πόλεως. Τό ἔτος 941, τό ἅγιο μανδήλιο μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου μέ διάταγμα τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου καθωρίστηκε ἡ δεσποτική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί ἡ ἀνάρτηση ἀντιγράφων τῆς εἰκόνας αὐτῆς πάνω ἀπό τήν ὡραία πύλη κάθε χριστιανικοῦ ναοῦ.

 Τό θαυμαστό γεγονός τῆς παραπάνω ἱερῆς διηγήσεως περί τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου ἐξυμνήθηκε ἀπό τήν Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀπό τούς πρώτους αἰώνες ἐνέταξε στά πρός χρήση Μηναῖα, σχετική ἱερή Ἀκολουθία, πρός τιμήν Τῆς ἐξ Ἐδέσσης ἀνακομιδῆς τῆς ἀχειροποιήτου Εἰκόνος, δηλαδή τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου.
   Οἱ ἱερές εἰκόνες ἀντανακλοῦν τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Μᾶς ἀποκαλύπτουν ἐκεῖνο πού ἀποκαλύφθηκε στούς ἁγίους Ἀποστόλους πάνω στό Θαβώρ κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Αὐτό τό περιεχόμενο τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὑπογραμμίζεται καί στήν παραπάνω Ἀκολουθία μέ παραλληλισμούς στή Μεταμόρφωση: «Πέφτοντας καταγῆς πάνω στό ἅγιον ὄρος, οἱ πρόκριτοι τῶν ἀποστόλων προσκύνησαν τόν Σωτῆρα, βλέποντάς Τον νά λάμπει στό αὐγινό φῶς τῆς θεότητος· καί τώρα ἐμεῖς προσκυνοῦμε τό ἅγιο Μανδήλιο πού ἀστράφτει πιό πολύ κι ἀπό τόν ἥλιο...» (στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ σέ ἐλεύθερη ποιητική ἀπόδοση).
  Ὅμως, Ἰησοῦς Χριστός ὁ αὐτός σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας!
   Τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας μέσα, ἀπεικονίζει κυρίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ἀπαύγασμα τῆς θείας οὐσίας, ἀφοῦ «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4, 8-9).  Καί μέσα ἀπό τό Ἅγιο Μανδήλιο καί τίς ἀναρίθμητες ἱερές εἰκόνες πού φιλοτεχνήθηκαν ἔχοντάς το ὡς πρότυπο, ἀκτινοβολεῖ ἀμείωτα καί στίς μέρες μας καί λάμπει στίςψυχές τῶν πιστῶν τό «Φῶς Του τό ἀΐδιον» (ὕμνος ἑορτῆς Μεταμορφώσεως).
  Αὐτό τό πρόσωπο ἀτενίζοντας μέ εὐλάβεια ὁ φιλάγιος καί φιλακόλουθος ἐκδότης τοῦ παρόντος, θέλησε νά τιμήσει ὑπερβαλλόντως, μέ τήν ἔκδοση αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Ἀσματικῆ Ἀκολουθίας, τήν ὁποία συνέθεσε ὁ κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας. Μέσω τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς πού εἶναι πλήρης καί πανηγυρική θά μποροῦν οἱ πιστοί μέσα στήν εὐχαριστιακή σύναξη νά ἐξυμνοῦν τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες πού ἔχει προσφέρει ὁ «σαρκί ὁφθείς καί τούς ἀνθρώπους συναναστραφείς Κύριος», αἰτούμενοι ἀπ’ Αὐτόν τό μέγα ἔλεος.
   Ἐκφράζοντας τά συγχαρητήριά μου πρός τόν ἐκδότη κ. Γεώργιο Μαγκιρίδη, θεολόγο, γνωστό ἄλλωστε στά ἑλληνικά ἐκκλησιαστικά γράμματα καί ὡς ἄριστο ἐπιμελητή ἐκδόσεων, εὔχομαι ὁλόψυχα, ὁ διά τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου, ἱερῶς εἰκονισθείς Κύριος νά εὐλογεῖ τόσο αὐτόν ὅσο καί τούς ψάλλοντας τήν ἱερή αὐτή Ἀκολουθία.

                                          Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης.
             Γέρων τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Σκήτης Καυσοκαλυβίων.
                                                          Ἅγιον Ὄρος.

Πηγή: agioritikoslogos.blogspot.gr