† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ - Ευαγγέλιο (29 Ἀυγούστου)

 


Ευαγγέλιο κατά Μάρκον (στ'14-30)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τήν ἀκοήν Ἰησοῦ· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Ὀ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. Άλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 


--------------------------------------

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ένδοξος Βαπτιστής του Κυρίου είναι ο περισσότερο τιμώμενος Άγιος στην Ορθόδοξη παράδοση, μετά την Υπεραγία Θεοτόκο και θεωρείται ο προστάτης του Ορθόδοξου μοναχισμού. Αναρίθμητα είναι τα μοναστήρια και οι εκκλησίες που τιμώνται στο όνομά του.

Το μαρτυρικό του τέλος: Η εμφάνιση, ο ασκητικός βίος του, τα κηρύγματα και οι βαπτίσεις μετάνοιας προκάλεσαν την προσοχή του Συνεδρίου των Εβραίων που έστειλε ανθρώπους για να δει τι συνέβαινε, οι οποίοι έλαβαν ως απάντηση «φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου».

Όπως ήταν φυσικό, τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του Ηρώδη που τον στηλίτευε συνέχεια για την παράνομη συμβίωσή του με την σύζυγο του αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου, την Ηρωδιάδα.


Ο Ηρώδης φυλάκισε τον Άγιο Ιωάννη αλλά δεν ήθελε να τον θανατώσει γιατί ήξερε ότι είχε δίκιο αλλά εκτός αυτού φοβόταν και τον λαό που αγαπούσε τον βαπτιστή τους. Στα γενέθλιά του ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας τη Σαλώμη η οποία ήταν ελαφρών ηθών, να του χορέψει και της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα, η μητέρα της, που μισούσε τον Ιωάννη, βρήκε τότε την ευκαιρία που αναζητούσε όπου προέτρεψε τότε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του προφήτη Ιωάννη μέσα σ΄ ένα πινάκιο (πιάτο).

Όταν ήρθε η κεφαλή του Τίμιου Προδρόμου μπροστά της. ζήτησε αυτό το τρισάθλιο και ελεεινό γύναιο, να τρυπήσουν τη γλώσσα του Ιωάννη με μια βελόνα. Καταλαβαίνεται πόσο μισούσε η αθλιότητα της, τον Βαπτιστή για τις αλήθειες που ξεστόμιζε. Η γλώσσα έκανε ένα σπάσιμο και ακούστηκε ξανά η φωνή του Βαπτιστή που είπε δυνατά «μετανοείτε». Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμα και μετά τον Θάνατο του, προειδοποιούσε ο Άγιος Ιωάννης και Τίμιος Πρόδρομος, ο Βαπτιστής του Σωτήρα μας να μετανοούμε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει παραπάνω για την ανθρωπότητα ο Μεγάλος αυτός Άγιος;

Ο Τίμιος Πρόδρομος δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο του Κυρίου στη γη αλλά και στον Άδη. Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στον Άδη και εκεί δίδαξε και προφήτεψε και πάλι τον ερχομό του Σωτήρα μας.

Ο Άγιος Ιωάννης θα είναι ο Αρχάγγελος ταξιάρχης στη θέση του έκπτωτου εωσφόρου. Το τάγμα που θα αντικαταστήσει η ανθρωπότητα. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε σε κάποιες εικόνες του να έχει φτερά και να κρατάει το πινάκιο με την κεφαλήν του επάνω σε αυτό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.

Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.