Ἐνθυμοῦμαι ὅτι κάποιο Πάσχα εἶχον κατά νοῦν νά μεταβῶ εἰς ̔́Αγιον Ορος νά ἑορτάσω ἐκεῖ. Μίαν ἡμέρα λοιπόν τῆς Βαϊοφόρου μέ ἐκάλεσεν εἰς τό γραφεῖον του ὁ ἅγιος καί νεανικός κατά τό ψυχικόν σθένος Γέρων, καί μεταξύ μας διημείφθη ὁ ἑξῆς, περίπου, διάλογος.
- Εμαθα ότι πρόκειται να μεταβῆτε εἰς ̔́Αγιον Ορος!
- Μάλιστα.
– Εὐχαρίστως νά τήν ἀκούσω, Πανιερώτατε.
– Το Πάσχα εἶναι ἑορτή οἰκογενειακῆς χαρᾶς. Ἡ σύζυγός σας δέν σᾶς ὑπανδρεύθη, διά νά ἐξασφαλίσῃ μόνον τήν συντήρησίν της καί τά ἐκ τῆς ἐργασίας σας ἀγαθά• ἔχει τήν ἠθικήν καί δικαίαν ἀξίωσιν νά συναπολαμβάνη μαζί σας τάς ἁγίας ἡμέρας τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Αὐτό δέ κυρίως συνιστᾶ τόν σύνδεσμον τοῦ γάμου.
Μή στηρίζεσθε εἰς τήν συγκατάθεσίν της διά νά ἀδικήσετε μίαν εὐγενική γυναίκα καί μή συσσωρεύετε νεφίδρια εἰς τόν οὐρανόν τοῦ οἰκογενειακοῦ σας βίου. Ας μή ζητοῦμεν λοιπόν αὐτά πού μᾶς εὐχαριστοῦν, ἀλλά αὐτά πού ἐπιβάλλονται.
– Πανιερώτατε, εἶμαι πρόθυμος νά ἐκτελέσω τήν ἐντολήν Σας.
– Σᾶς παρακαλῶ, δέν δίδω ἐντολάς• τήν γνώμην μου ἐκθέτω καί σεῖς ἐλευθέρως ἀποφασίσατε.