† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Οἱ παπικοί καί οἱ λατινόφρονες εἶναι ἐχθροί τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ μας. Τό εἶπε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.

 

Οἱ παπικοί καί οἱ λατινόφρονες εἶναι ἐχθροί τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ μας. Τό εἶπε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.

Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ’’ΧΑΙΡΟΒΟ’’

Βρισκόμαστε στά 1274. Αὐτοκράτορας στήν Πόλη εἶναι ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος καί πατριάρχης ὁ ἀμείλικτος διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ λατινόφρων Ἰωάννης Βέκκος. Μόλις ἔχει ὑπογραφεῖ στήν Λυών ἡ ψευδοένωση Ὀρθοδόξων και παπικῶν, και ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα μαζί με ’’δικούς μας’’ ἑνωτικούς καταφθάνουν στο Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐπιβάλλουν την ἐφαρμογή τῆς προδοτικῆς συμφωνίας.

Σέ ἔνα κελλί, πού βρίσκεται σέ ἀπόσταση ἀπό την Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἀσκήτευε τότε ἕνας γέροντας πολύ μεγάλης ἀρετῆς.

Κάποια ἡμέρα και ἐνῷ βίωνε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις λέγοντας μέ λαχτάρα τό ’’Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε’’, ἄκουσε τήν Παναγία ἀπό την ἱερή Της εἰκόνα νά τοῦ λέει: ’’Χαῖρε και σύ, Γέρων τοῦ Θεοῦ. Μή φοβοῦ, ἀλλά ἀπελθών ταχέως εἰς την Μονήν, ἀνάγγειλον τοῖς ἀδελφοῖς και τῷ Καθηγουμένῳ, ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε και τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις οὖν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ κρυβήτω, ἕως παρελθεῖν τον πειρασμόν. Οἱ δέ στεφάνων μαρτυρικῶν ἐφιέμενοι, παραμενέτωσαν ἐν τῇ Μονῇ. Ἄπελθε οὖν ταχέως’’.

 

Ὁ γέροντας ἀμέσως ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι, την ἱερά Μονή Ζωγράφου, γιά νά ἐνημερώσει τούς πατέρες καί νά τούς μεταφέρει τίς ὁδηγίες τῆς Παναγίας

Οἱ πατέρες ἔπραξαν, ὅπως άκριβῶς ὥρισε ἡ Παναγία. Οἱ ἀσθενέστεροι κρύφθηκαν μέσα στό δάσος. Οἱ πιό δυνατοί, ὁ ἡγούμενος και ἄλλοι 25 μοναχοί, παίρνοντας μαζί τους τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας κλείστηκαν στόν πύργο τῆς Μονῆς, περιμένοντας τούς ἐχθρούς Της.

Πράγματι, σέ λίγο κατέφθασαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἑνωτικοῦ αὐτοκράτορα και τοῦ λατινόφρονα πατριάρχη Βέκκου, συνοδευόμενοι και ἀπό ὁμάδα ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα

Οἱ 26 ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πατέρες ἀρνήθηκαν ἐξ ἀρχῆς νά συλλειτουργήσουν μέ τούς παπικούς καί τούς λατινόφρονες ’’δικούς μας’’. Ἐπέκριναν ἐντονώτατα τίς ἑνωτικές ἀπόπειρες καί κατεδίκασαν εὐθέως τίς πλάνες τῶν παπικῶν.

Σέ λίγο, ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ ὁ πύργος τῆς Μονῆς παραδόθηκε στήν πυρά  Οἱ πατέρες ὅλοι ἔγιναν στάχτη. Ἀπό τόν πύργο τόν κατακαμμένο σώθηκε μονάχα ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού φυλάσσεται στήν ἱερά Μονή Ζωγράφου.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτούς τούς Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κάθε χρόνο στίς 10 Ὀκτωβρίου, την ἡμέρα δηλαδή τοῦ μαρτυρίου τους.

---------------------------------

Ἐπιμέλεια κειμένου Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός

Πηγή

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ξέρετε αὐτούς πού κοροϊδευτικά ἐμεῖς οἱ ἔξυπνοι τούς ὀνομάζουμε ''παλαιοημερολογίτες'';

 

Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός

«Ξέρετε ὅτι αὐτοὺς ποὺ κοροϊδευτικὰ ἐμεῖς οἱ ἔξυπνοι τοὺς ὀνομάζουμε παλαιοημερολογίτες, σήμερα ἀρχίζουμε νὰ κατανοοῦμε πόσο τοὺς ἀδικήσαμε; Διότι ἐμεῖς δὲν κρατήσαμε Θερμοπύλες ὅπως αὐτοί, οἱ τόσο λίγοι...

᾿Εμεῖς ὑποχωρήσαμε καὶ ὑποχωροῦμε συνέχεια. ῾Ο διάβολος μᾶς κλέβει σιγά-σιγὰ καὶ μὲ μαστοριά. ῎Εγιναν τόσα βήματα (δηλ. ἄρση ἀναθεμάτων, ἀναγνώριση μυστηρίων, ἀποδοχὴ ἀρχιερωσύνης και πρωτεῖο τιμῆς), μὲ ξεκάθαρο τὸν στόχο τῆς ἕνωσης μεταξὺ τῶν ᾿Ορθοδόξων, Παπικῶν κ.λπ.. 

Καὶ ὁρίστε, σήμερα ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ κοιμᾶται. 

Καὶ τὸ πιὸ λυπηρὸ εἶναι, αὐτοὶ ποὺ ἐχθρεύονται τοὺς φιλότιμους καὶ εἰλικρινεῖς παλαιοημερολογίτες, νομίζοντας ὅτι ἔτσι σαπουνίζουν τὴν σπιλωμένη καὶ προδομένη πίστη τους. ῾Ο χρόνος ὅμως θὰ νουθετήσῃ αὐτοὺς καὶ τότε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς συντηρητικοὺς κληρικοὺς τοῦ νέου ἡμερολογίου, θὰ κατανοήσουν ὅτι ὁ ἀγώνας ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως ποὺ θὰ ξεκινήσουν τόσο ἀργά, δὲν εἶναι ἄλλος, παρὰ ὁ ἀγώνας ποὺ ἔχουν ἀρχίσει, ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια, οἱ παλαιοημερολογίτες παπποῦδες μας...».


Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

 

Πήγαν κάποτε στο μοναστήρι του αγίου Παχωμίου μερικοί αιρετικοί ασκητές, που έκρυβαν μέσα τους τον λύκο κάτω από τρίχινα ενδύματα. Φτάνοντας στην πύλη, είπαν στους αδελφούς ότι τους έστελνε ο γέροντάς τους στον μέγα Παχώμιο, και πρόσθεσαν: «Πηγαίνετε λοιπόν να του πείτε· αν είσαι αληθινά άνθρωπος του Θεού και πιστεύεις ότι σε εισακούει ο Θεός, έλα να περάσουμε μαζί αυτόν τον ποταμό με τα πόδια, για να μάθουν όλοι ποιος από εμάς έχει μεγαλύτερη παρρησία προς τον Θεό».
Όταν οι αδελφοί τα είπαν αυτά στον Παχώμιο, εκείνος αγανάκτησε και τους είπε:
«Πέστε μου, καταδεχτήκατε ακόμη και να τους ακούσετε; Δεν ξέρετε ότι τέτοιου είδους προτάσεις δεν έχουν καμία σχέση με τον Θεό και είναι εντελώς ανάρμοστες όχι μόνο στη μοναχική ζωή, αλλά και σε κοσμικούς που σκέφτονται λογικά και είναι αληθινοί χριστιανοί; Ποιος νόμος δηλαδή μας επιτρέπει να προτείνουμε και να κάνουμε τέτοια πράγματα; Και τι είναι πράγματι πιο αξιοθρήνητο από αυτή την ανοησία, από το να αφήσω δηλαδή το πένθος για τις αμαρτίες μου και τη φροντίδα πώς να αποφύγω την αιώνια κόλαση και να παιδιαρίζω και να ασχολούμαι με τέτοιες προτάσεις;».
Τον ρώτησαν τότε οι αδελφοί: «Άρα λοιπόν αυτοί, επειδή είναι αιρετικοί και αποξενωμένοι από τον Θεό, γι’ αυτό τόλμησαν να σε προσκαλέσουν σε τέτοιο υψηλό κατόρθωμα;».
«Ναι», τους αποκρίθηκε, «αιρετικών είναι αυτή η πρόταση. Δεν διαβάσατε αυτό που λέει ο απόστολος· “Για τη σκληρότητα και την αμετανοησία τους, ο Θεός τούς παρέδωσε στη μωρία τους”; (Ρωμ. 2:5· 1:28) Αυτοί, κατά παραχώρηση Θεού, θα μπορούσαν ίσως να διαβούν τον ποταμό σαν να ήταν στεριά, καθώς τους βοηθά ο διάβολος, ο οποίος επιδιώκει να βεβαιωθούν για την ασεβή αίρεσή τους αυτοί που στηρίζονται σε αυτόν και να δώσει, με τη θεαματική αυτή πράξη, μιαν απόδειξη σε μερικούς από εκείνους που έχει ήδη εξαπατήσει. Εγώ όμως δεν έχω ανάγκη από κάτι τέτοιο. Πηγαίνετε λοιπόν έξω και πείτε τους· “Να τι σας απαντά ο δούλος του Θεού Παχώμιος: Ο δικός μου αγώνας και όλη μου η προσπάθεια δεν είναι να περάσω ποταμό με τα πόδια ή να πετάξω επάνω από βουνά ή να διατάζω θηρία, αλλά να έχω στη σκέψη μου την κρίση του Θεού και να υπερπηδώ τις παγίδες του διαβόλου με τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος μας έδωσε εντολή να πατάμε επάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού (Λουκ. 10:19). Γιατί αν μου χαρίσει ο Κύριος αυτά, τότε θα ακολουθήσουν και όλα τα άλλα”».
Μετά από τα λόγια αυτά ο γέροντας συνέχισε προτρέποντας τους αδελφούς να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους, μήτε να επιθυμούν οπτασίες, μήτε να δοκιμάζουν τον Θεό ζητώντας του τέτοια πράγματα, γιατί είναι πολλές οι παγίδες του διαβόλου που μας πολεμά. Και πρόσθεσε ότι όλα αυτά είναι περιττά και επικίνδυνα για κάθε άνθρωπο, αφού και ο ίδιος ο Θεός Λόγος, ο Σωτήρας, είπε στον εχθρό διάβολο: «Δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία τον Κύριο, τον Θεό σου» (Ματθ. 4:7).

(Ευεργετινός, τόμος Γ΄, Υπόθεση ΛΕ΄, Ιστολόγιο: «μικρό ωρολόγιο», 15/05/2025)

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Χριστὸς Ἀνέστη!

               Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἔχει ἀναφορὰ στὴν ἴαση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπὸ τὸν Κύριό μας. 

                Κύριός μας, καθὼς περπατᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τοὺς Μαθητές Του, βλέπει κάποιον ἄνθρωπο τυφλὸ ἐκ γενετῆς νὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη καὶ σπλαχνιζόμενος αὐτόν, ἀναμειγνύει τὸ σάλιο Του μὲ χῶμα, φτιάχνει πηλὸ καὶ μὲ αὐτὸν ἀλείφει τὰ μάτια τοῦ ἀσθενοῦς, προτρέποντάς τον νὰ πλύνει τὸ πρόσωπό του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Μόλις πλένεται, αὐτομάτως ἀνοίγει τὰ μάτια του καὶ βλέπει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φῶς. 

               Νομίζω μποροῦμε ὅλοι νὰ φανταστοῦμε πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ ποὺ γεύθηκε ὁ πρώην τυφλός. Μποροῦσε πλέον νὰ δεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκη ἐλεημοσύνης, ἀλλὰ μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ ἐργαστεῖ γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Ἡ μεγάλη δυσκολία ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, πλέον εἶχε ξεπεραστεῖ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χαρά, λοιπόν, κυριαρχοῦσε στὰ συναισθήματά του.

               Καὶ κάπου ἐδὼ ἔρχεται ὁ φθόνος. Βλέποντας οἱ Ἰουδαῖοι θεραπευμένο τὸν ἄνθρωπο, ἐξεπλάγησαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στοὺς «μεγάλους πνευματικοὺς» τῆς ἐποχῆς, τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ οἱ ὑποκριτές, ἀντὶ νὰ χαροῦν μὲ τὴν χαρά του καὶ νὰ δοξάσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν Θεό, μὲ τοῦ Ὁποίου μόνο τὴν δύναμη συμβαίνουν τόσο θαυμαστὰ γεγονότα, τὸν βομβάρδισαν μὲ ἐρωτήσεις: ποιός σὲ θεράπευσε, πῶς σὲ θεράπευσε, ποιά ἡ γνώμη σου γιὰ Αὐτὸν ποὺ σὲ θεράπευσε, καί, ἐν ὀλίγοις, βρέθηκαν σὲ μία σύγχυση. Οἱ μὲν ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, ἐπειδὴ ἔφτιαξε πηλὸ ἡμέρα Σαββάτου, οἱ δέ, οἱ συνετοὶ Φαρισαῖοι καὶ ἐνδεχομένως κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἔλεγαν: ἂν εἶναι ἁμαρτωλός, πῶς μπορεῖ νὰ κάνει τέτοια θαύματα; 

               Στὸ διὰ ταῦτα, μετὰ ἀπὸ τὶς τόσες ἐρωτήσεις, ὁ ἰαθεὶς τυφλὸς ἔδωσε ἕνα μάθημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ: «ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ θεράπευσε δὲν ἦταν τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα». Αὐτὰ τὰ λόγια, ὡστόσο, ἀντὶ νὰ συγκινήσουν, ἐξόργισαν ἀκόμη περισσότερο τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν ἐντελῶς τὸν ἔλεγχο καὶ γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ πάνω ἐξαπέλυσαν ἐναντίον του τὴν κατηγορία ὅτι γεννήθηκε μέσα στὶς ἁμαρτίες. Καὶ μόνο αὐτὸ τὸ τελευταῖο καταδεικνύει πόσο τυφλοὶ ἦταν, δογματικοί, χωρὶς κριτικὴ σκέψη. Σὲ ἕναν ἀντίλογο, ἡ μάχη γίνεται μέσῳ ἐπιχειρημάτων. Ὅταν κάποιος κακόβουλα ξεκινᾶ νὰ ὑβρίζει τὸ πρόσωπο ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ στηρίξει τὴ θέση του μὲ ἐπιχειρήματα, σημαίνει ὅτι εἶναι πωρωμένος. Τέτοιοι ἄνθρωποι, δυστυχῶς, ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανισθεῖ μπροστά τους, δὲν θὰ Τὸν πιστέψουν. Ἀπόδειξη, ἡ στάση τῶν Φαρισαίων.

               Οἱ Φαρισαῖοι, ἂν καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἔβλεπαν τὸ φῶς, οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς τους ἦταν βυθισμένοι στὸ μαῦρο σκοτάδι. Ἀντιθέτως, ὁ σωματικὰ τυφλὸς ἔβλεπε πολὺ καθαρὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἡ διαφορὰ τυφλοῦ καὶ Φαρισαίων ἔγκειται στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ὁ τυφλὸς εἶχε καρδιὰ καθαρὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς μικροπρέπειες. Ὡς ἐκ τούτου, εἶχε πολὺ ὀξυμμένη τὴν ἀντίληψή του καὶ ἦταν ἔτοιμος ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ δεχθεῖ τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀποφύγει τὸ κακό. Οἱ Φαρισαῖοι, ἀπεναντίας, ἔπασχαν ἀπὸ τὸν φθόνο. Δὲν εἶχαν καθαρὴ καρδιά. Ὁ φθόνος τους, ἡ ἐγωπάθειά τους, ὁ ἀτομισμός τους, δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ δοῦν ὅτι ὑπάρχει κάποιος καλύτερος ἀπὸ αὐτούς. Γιὰ αὐτό, ἄλλωστε, προσπάθησαν νὰ ἀποδείξουν μὲ τόσο ἀνόσιο τρόπο ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἁμαρτωλός. 

                φθόνος, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα καὶ συνίσταται στὸ νὰ ζηλεύει κανεὶς κακοπροαίρετα τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλησίον, νὰ λυπᾶται μὲ τὴν χαρά του καὶ νὰ χαίρεται μὲ τὴ λύπη του. Πρῶτος φθονερὸς καὶ διδάσκαλος τοῦ φθόνου ὑπῆρξε ὁ μισόκαλος τῆς ψυχῆς, ὁ πονηρός. Φθόνησε τὴν χαρὰ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔπειτα, ὁ Κάιν, φθόνησε τὸν Ἄβελ καὶ ὁ φθόνος του γέννησε τὸν φόνο. Ὁ φθονερὸς εἶναι ἄνθρωπος αὐτοκαταστροφικός: καὶ τὸν ἑαυτό του δὲν ὠφελεῖ, καὶ τὸν πλησίον βλάπτει. Ὁ φθόνος, ὅπως ὀρθὰ ἔχει διατυπωθεῖ, «δὲν προτιμᾶ τὸ συμφέρον». 

               Αἰτία τοῦ φθόνου ἀποτελεῖ ἡ φιλοδοξία. Οἱ Φαρισαῖοι τῆς σημερινῆς περικοπῆς ἤθελαν νὰ φτιάξουν ἕνα μεγάλο ὄνομα γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀποκτήσουν πρόσκαιρη τιμὴ καὶ δόξα μὲ τὸ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος κάτι ποὺ οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἦταν: ἅγιοι. Ἐνῷ, λοιπόν, ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα, ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός. Μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του καὶ τὶς ἐνέργειές Του κατόρθωσε νὰ ἑλκύσει τὴν ἀγάπη πολλῶν ἀνθρώπων, δικαίων καὶ ἁμαρτωλῶν. Αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι τὸ θεώρησαν ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν δόξα ποὺ ὀνειρεύονταν. Ἑπομένως, ἀντὶ νὰ φιλοσοφήσουν τὴν ματαιότητα τῆς ζωῆς, νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ γίνουν συμμέτοχοι ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ὁ Κύριος ἦρθε νὰ προσφέρει, αὐτοὶ Τὸν μίσησαν καὶ ἔβαλαν στόχο τῆς ζωῆς τους νὰ Τὸν ἐξαφανίσουν, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν κατάλληλη ὥρα Τὸν ὁδήγησαν στὸν Σταυρό. Ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ οἱ Φαρισαῖοι, δὲν εἶχαν εἰρήνη, διότι αἰσθάνονταν διαρκῶς ἀπειλὴ ἀπὸ τὸν Κύριό μας. Ὅταν πέθαναν, πάλι δὲν εἶχαν εἰρήνη, διότι ὁ φθόνος τοὺς κράτησε μακριὰ ἀπὸ τὴν γεύση τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ. 

                φθονερός, ἑπομένως, οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ εὐχαριστιέται, οὔτε στὴν ἄλλη. Γιὰ αὐτό, πρέπει νὰ προσέξουμε πολὺ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ κακὸ αὐτό. Σίγουρα, ὁ τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν καθαρὸς καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀξιωθεῖ ὄχι μόνο νὰ γίνει καλά, ἀλλὰ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Φαρισαῖοι, τὸν πλησίασε ὁ Χριστός μας καὶ τοῦ εἶπε: 

- Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;

- Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σὲ Αὐτόν;

- Καὶ Τὸν εἶδες καὶ σοῦ μιλᾶ. Αὐτὸς εἶναι. 

- Πιστέυω, Κύριε. 

               Καὶ τὸν προσκύνησε. 

               Νομίζω ὅτι ὅλοι θὰ θέλαμε μία τέτοια ἐπικοινωνία μὲ τὸν Δεσπότη Χριστό. Καλὸ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸν σύντομο ἀλλὰ οὐσιαστικὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πρώην τυφλὸ νὰ τὸν ἔχουμε διαρκῶς στὴ σκέψη μας πρὶν διαπράξουμε κάποια ἁμαρτία ἢ ἱκανοποιήσουμε κάποιο πάθος. Καὶ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτό μας:

- Θέλεις νὰ τιμηθεῖς ὅπως ὁ Τυφλός; Κράτα καθαρὴ τὴν καρδιά σου. 

               Καὶ μία ἐπισήμανση: τὴν ἐρχόμενη Τετάρτη ἀποδίδεται ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Εἶναι ἡ τελευταία μέρα ποὺ ψάλλουμε τὸ κοσμοχαρμόσυνο «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ μάλιστα ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας γίνονται ὅπως τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γιὰ αὐτὸ καὶ εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ συμμετάσχετε σὲ αὐτές.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ (Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού)

 

ΑΓΑΠΗ είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτε άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν’ αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.

Μην πεις ότι και μόνο η πίστη μου στο Χριστό μπορεί να με σώσει. Αυτό είναι αδύνατον, αν δεν αποκτήσεις και την έμπρακτη αγάπη. Η απλή πίστη, που δεν συνοδεύεται με έργα αγάπης, τίποτε δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.

Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.

Εκείνο που αγαπάει κανείς, σ’ αυτό και είναι προσηλωμένος, και, για να μην το στερηθεί, καταφρονεί όλα όσα τον αποσπούν απ’ αυτό. Έτσι κι εκείνος που αγαπάει το Θεό, καλλιεργεί την καθαρή προσευχή και διώχνει από μέσα του κάθε πάθος που τον εμποδίζει απ’ αυτήν.

Ο νους που ενώνεται με το Θεό και παραμένει μαζί του με την προσευχή και την αγάπη, αυτός γίνεται σοφός, αγαθός, δυνατός, φιλάνθρωπος, σπλαχνικός, μακρόθυμος. Μ’ ένα λόγο, έχει πάνω του όλα τα θεία γνωρίσματα. Όταν όμως απομακρύνεται από το Θεό και προσκολλάται στα γήινα, ή γίνεται σαν κτήνος, καθώς κυλιέται στις ηδονές, ή γίνεται σαν θηρίο, καθώς φιλονικεί με τους ανθρώπους για πράγματα υλικά.

Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς του, και πώς απ’ όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.

Η αγάπη προς το Θεό παρακινεί όποιον την έχει να καταφρονεί κάθε πρόσκαιρη ηδονή και κάθε κόπο και λύπη. Ας σε πείσουν γι’ αυτό όλοι οι άγιοι, οι οποίοι τόσα έπαθαν για το Χριστό.

Η ανέκφραστη ειρήνη που έχουν οι άγιοι άγγελοι οφείλεται σ’ αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των Προφητών (Ματθ. 22, 40).

Όποιος αγαπάει το Θεό δεν είναι δυνατόν να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά όταν τους βλέπει να διορθώνονται.

«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατόν ν’ αγαπήσει.

Μην καταφρονήσεις την εντολή της αγάπης γιατί μ’ αυτή θα γίνεις παιδί του Θεού, ενώ παραβαίνοντάς την θα γίνεις παιδί της γέεννας.

Για τις εξής πέντε αιτίες οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο:
–  Για το Θεό, όπως ο ενάρετος τους αγαπάει όλους, και όπως κάποιος αγαπάει τον ενάρετο, έστω κι αν ο ίδιος δεν έγινε ακόμα ενάρετος.
–  Για φυσικούς λόγους, όπως οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, και αντιστρόφως.
–  Από κενοδοξία, όπως αγαπάει κάποιος αυτόν που τον δοξάζει.
–  Από φιλαργυρία, όπως εκείνος που αγαπά­ει τον πλούσιο γιατί του δίνει χρήματα.
–  Από φιληδονία, όπως εκείνος που αγαπάει ένα πρόσωπο γιατί του ικανοποιεί τη γαστριμαργία ή τη σαρκική του επιθυμία.
Απ’ αυτές λοιπόν τις αιτίες, η πρώτη είναι αξιέπαινη, η δεύτερη ούτε επαινετή ούτε αξιοκατάκριτη, ενώ οι υπόλοιπες είναι εμπαθείς.

Σε όλες μας τις πράξεις ο Θεός εξετάζει το σκοπό για τον οποίο τις εκτελούμε. αν δηλαδή τις κάνουμε γι’ Αυτόν ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό, ας μην έχουμε σκοπό ν’ αρέσουμε στους ανθρώπους, αλλά μόνο στο Θεό. Σ’ Αυτόν ν’ αποβλέπουμε και όλα να τα κάνουμε για τη δική Του δόξα. Διαφορετικά, θα κουραζόμαστε χωρίς να κερδίζουμε τίποτα.

Έργο αγάπης είναι η ολόψυχη ευεργεσία προς τον πλησίον μας, η μακροθυμία και η υπομονή που δείχνουμε απέναντί του, καθώς επίσης και η φρόνιμη και συνετή χρησιμοποίηση των πραγμάτων.

Η διάθεση της αγάπης δεν φανερώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση πνευματικού λόγου και με τη σωματική διακονία.

Εκείνος που αγαπάει το Χριστό, Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός, για παράδειγμα,
–  δεν έπαυσε να ευεργετεί τους ανθρώπους.
–  έδειχνε μακροθυμία, όταν του συμπεριφέρονταν με αχαριστία και Τον βλαστημούσαν.
–  υπέμεινε όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, χωρίς καθόλου να σκέφτεται για κανέναν το κακό που Του έκανε.
Αυτά τα τρία έργα είναι εκφραστικά της αγάπης προς τον πλησίον. Χωρίς αυτά, απατάται εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Χριστό ή ότι θα κερδίσει τη βασιλεία Του. Γιατί ο Κύριος μας βεβαιώνει: «Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου» (Ματθ. 7, 21). Και πάλι: «Όποιος με αγαπάει θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14,15).

«Εγώ σας λέω», είπε ο Κύριος, «αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν» (Ματθ. 5, 44). Γιατί έδωσε αυτές τις εντολές; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και τη μνησικακία και να σε αξιώσει ν’ αποκτήσεις την τέλεια αγάπη. Αυτή είναι αδύνατον να την έχει όποιος δεν αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως και ο Θεός τους αγαπάει όλους εξίσου.

Όποιος έχει την τέλεια αγάπη, δεν κάνει διακρίσεις στους ανθρώπους. Ξέρει πως όλοι μας έχουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό ανεξαίρετα τους αγαπάει όλους το ίδιο. Τους εναρέτους τους αγαπάει ως φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπάει ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει, αν τον βλάψουν, χωρίς να υπολογίζει καθόλου το κακό που του γίνεται. Αντίθετα, αν το καλέσει η περίσταση, πάσχει για χάρη τους, για να τους κάνει κι αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή του, αλλά συνεχίζει να τους αγαπάει όλους εξίσου.

Αγωνίσου, όσο μπορείς, ν’ αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά ούτε αυτό θα μπορέσεις να το πετύχεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.

Αυτά που διώχνουν την αγάπη από τον άνθρωπο είναι τα εξής: η προσβολή, η ζημία, η συκοφαντία σε θέματα πίστεως ή διαγωγής, τα ξυλοκοπήματα, οι πληγές και τα παρόμοια, που συμβαίνουν είτε στον ίδιο είτε σε κάποιον συγγενή ή φίλο του. Εκείνος λοιπόν που για κάτι απ’ αυτά διώχνει την αγάπη, δεν έμαθε ακόμα ποιος είναι ο σκοπός των εντολών του Χριστού.

Όλος ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος είναι να ελευθερώσουν το νου από την ακράτεια και το μίσος, και να τον οδηγήσουν στην αγάπη Αυτού και του πλησίον. Από αυτή τη διπλή αγάπη γεννιέται το φως της έμπρακτης πνευματικής γνώσεως.

Αν «η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου του Θεού» (Ρωμ. 13,10), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και χαίρεται για κάθε του πτώση, αυτός δεν παραβαίνει άραγε τις εντολές του Θεού και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;

Αν «η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον» (Ρωμ. 13, 10), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή τον επιβουλεύεται με κάποια κακοήθεια, αυτός ο άνθρωπος δεν αποξενώνει άραγε τον εαυτό του από την αγάπη και δεν τον κάνει ένοχο για την αιώνια κρίση;

Ο Χριστός δεν θέλει να έχεις εναντίον κανενός ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία οποιασδήποτε μορφής και για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Κι αυτό το διακηρύσσουν παντού τα τέσσερα Ευαγγέλια.

Όποιος βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο και για οποιοδήποτε σφάλμα του, αυτός δεν αγαπάει καθόλου το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος κατά του πλησίον.

Μην πεις, «Δεν μισώ τον αδελφό μου», τη στιγμή που δεν θέλεις να τον θυμάσαι. Άκουσε τι λέει ο προφήτης Μωυσής. «Μην μισήσεις τον αδελφό σου με τη σκέψη σου. Να τον ελέγξεις όμως, για να μην έχεις την αμαρτία που θα είχες, αν αδιαφορούσες για τη διόρθωσή του» (Λευιτ. 19,17).

Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν λοιπόν ο νους σκέφτεται το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι του κρατάει κακία. «Οι δρόμοι όμως των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο» (Παρ. 12, 28), γιατί «ο κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του νόμου» (Παρ. 21, 24).

Την ώρα της ειρήνης σου μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός τον καιρό που σε στενοχώρησε – είτε σε σένα κατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες – για να μην πέσεις στο πάθος της μνησικακίας.

Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης που διατηρείς ακόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τους επαίνους σου για τον αδελφό, αναμειγνύοντας ασυναίσθητα στα λόγια σου την κατηγορία. Χρησιμοποίησε στις συνομιλίες σου αγνό έπαινο για τον αδελφό, και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν ειλικρινά, σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. Έτσι, πολύ σύντομα θα ελευθερωθείς από το ολέθριο μίσος.

Μη θίξεις τον αδελφό σου με υπονοούμενα, μην τυχόν σου ανταποδώσει κι εκείνος τα ίδια και χάσετε έτσι και οι δυο σας την αγάπη. Αν ο αδελφός έσφαλε, υπόδειξέ του το σφάλμα με παρρησία και αγάπη για να διαλύσεις έτσι την αιτία της στενοχώριας και ν’ απαλλαγείτε από την ταραχή και τη λύπη.

Βλαστήμησε κάποιος; Μη μισήσεις αυτόν, αλλά τη βλασφημία και το δαίμονα που τον έκανε να βλαστημήσει. Αν όμως μισείς αυτόν που βλαστήμησε, μίσησες άνθρωπο και έτσι αθέτησες την εντολή της αγάπης. Ό,τι έκανε εκείνος με το λόγο, το κάνεις εσύ με το έργο. Αν τώρα τηρείς την εντολή, δείξε την αγάπη σου και όσο μπορείς βοήθησέ τον ν’ απαλλαγεί από το κακό.

Δεν μπορεί μια λογική ψυχή, που τρέφει μίσος εναντίον κάποιου ανθρώπου, να ειρηνεύσει με το Θεό, ο οποίος έχει δώσει τις εντολές. Γιατί εκεί μας λέει: «Αν δεν συγχωρείτε τα σφάλματα των συνανθρώπων σας, ούτε ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας σφάλματα» (Ματθ. 6,15).

Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, ούτε τον αδελφό σου ν’ αφήσεις να κοιμηθεί λυπημένο μαζί σου ούτε και συ να κοιμηθείς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε έλα πρόσφερε στο Χριστό το δώρο της αγάπης σου με καθαρή συνείδηση και θερμή προσευχή.

Εξέτασε τη συνείδησή σου με κάθε ακρίβεια, μήπως εξαιτίας σου δεν συμφιλιώθηκε ο αδελφός μαζί σου. Τη συνείδηση, που γνωρίζει τις κρυφές σου σκέψεις, μην την καταφρονείς, γιατί έτσι θα σου γίνεται εμπόδιο την ώρα της προσευχής και θα σε κατηγορεί την ώρα του θανάτου σου.

Μην αφήσεις τ’ αυτιά σου ν’ ακούνε τα λόγια όποιου καταλαλεί, ούτε και τα δικά σου λόγια να φτάνουν στ’ αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος της αιώνιας ζωής.

Μη νομίζεις ότι σε αγαπούν εκείνοι που σου μεταφέρουν λόγια, τα οποία σου προξενούν λύπη και μίσος εναντίον του αδελφού, ακόμα κι αν σου φαίνονται ότι λένε αλήθεια. Αυτούς να τους αποστρέφεσαι σαν θανατηφόρα φίδια, ώστε κι εκείνους να σταματήσεις να κατηγορούν και τη δική σου ψυχή ν’ απαλλάξεις από την κακία.

Τον αδελφό, που τον είχες μέχρι χθες πνευματικό και ενάρετο, μην τον κρίνεις σήμερα ως κακό και πονηρό, επειδή ο διάβολος σ’ έβαλε να τον μισήσεις. Εσύ, με την αγάπη που μακροθυμεί, έχοντας στο νου σου τα χθεσινά καλά του, διώξε το σημερινό μίσος της ψυχής.

Εκείνον που μέχρι χθες επαινούσες ως καλό και τον εγκωμίαζες ως ενάρετο, μην τον κακολογήσεις σήμερα, επειδή τον μίσησες, έχοντας ως πρόσχημα τον δικό του άσχημο λόγο. Εσύ συνέχισε να τον επαινείς, ακόμα κι αν κυριαρχείσαι από τη λύπη. Μ’ αυτόν τον τρόπο εύκολα θα επανέλθεις στη σωτήρια αγάπη.

Όταν μας δουν οι δαίμονες να καταφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, με σκοπό να μη μισήσουμε για χάρη τους τους ανθρώπους και ξεπέσουμε έτσι από την αγάπη, τότε ξεσηκώνουν εναντίον μας συκοφαντίες, ώστε μην υποφέροντας τη λύπη να μας αναγκάσουν να μισήσουμε τους συκοφάντες.
Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη συκοφαντείται κάποιος είτε στη διαγωγή. Και κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας λυτρώσει από τον κίνδυνο και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο εσύ προσεύχεσαι μ’ όλη σου την ψυχή για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν εξαιτίας της συκοφαντίας.

Γνήσιος φίλος είναι εκείνος που, στον καιρό του πειρασμού, συμμερίζεται αθόρυβα και ατάραχα τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον, σαν να είναι δικές του.

Μόνο εκείνοι, που τηρούν πιστά τις εντολές του Θεού και γνωρίζουν καλά το βάθος των θείων κριμάτων, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους τους, όταν αυτοί δοκιμάζονται με παραχώρηση του Θεού. Όσοι όμως περιφρονούν τις εντολές του Θεού και αγνοούν το βαθύτερο νόημα των δοκιμασιών που ο Θεός επιτρέπει, αυτοί, όταν μεν ο φίλος ευημερεί, απολαμβάνουν μαζί του, ενώ όταν ταλαιπωρείται από τους πειρασμούς, τον εγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμβαίνει να συμμαχούν και με τους εχθρούς του.

Οι φίλοι του Χριστού αγαπούν ειλικρινά όλους τους ανθρώπους, δεν αγαπιούνται όμως απ’ όλους. Οι φίλοι του κόσμου ούτε αγαπούν όλους, ούτε αγαπιούνται απ’ όλους. Και οι μεν φίλοι του Χριστού διατηρούν την αγάπη συνεχώς μέχρι τέλους της ζωής τους, ενώ οι φίλοι του κόσμου την διατηρούν μέχρις ότου συγκρουσθούν μεταξύ τους για πράγματα του κόσμου.

Δεν έχει ακόμα τέλεια αγάπη ούτε βαθειά γνώση της θείας πρόνοιας, εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλά αποκόβεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.

Μην βιάζεσαι να καταστρέψεις το δεσμό της πνευματικής αγάπης, γιατί δεν έχει μείνει άλλη οδός σωτηρίας για τους ανθρώπους.

Φιλαυτία είναι η εμπαθής και παράλογη αγάπη προς το σώμα μας, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη.

Αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία, και τέλος η υπερηφάνεια. Εκείνος που την ξερίζωσε, έκοψε μαζί της και όλα τα πάθη.

Μην είσαι αυτάρεσκος και δεν θα γίνεις μισάδελφος. Μην είσαι φίλαυτος και θα γίνεις φιλόθεος.

Κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπάμε με την ψυχή μας. Όμως μόνο στο Θεό να έχουμε την ελπίδα μας, κι Αυτόν μ’ όλη μας τη δύναμη να λατρεύουμε. Γιατί όσο μας συντηρεί Εκείνος, και οι φίλοι μας φροντίζουν και οι εχθροί δεν μπορούν να μας βλάψουν. Όταν όμως Εκείνος μας εγκαταλείψει, και οι φίλοι όλοι μας αποστρέφονται και οι εχθροί αποκτούν δύναμη εναντίον μας.

Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει όμως αγάπη, τίποτα δεν ωφελείται -όπως λέει ο θείος Απόστολος (Α’ Κορ. 13, 2)-, άραγε πόση προθυμία και ζήλο οφείλουμε να δείξουμε για να την αποκτήσουμε;

Το θυμικό μέρος της ψυχής* χαλιναγώγησέ το με την αγάπη, το επιθυμητικό καταμάρανέ το με την εγκράτεια, και το λογιστικό φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν θα θαμπωθεί ποτέ.

Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία, και να καταγίνεσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. Τότε, θα έρθει σε σένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα σου φέρει την αγάπη.

Μη μολύνεις το σώμα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρές σκέψεις. Τότε η ειρήνη του Θεού θα έρθει μέσα σου και θα σου φέρει την αγάπη.

Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη. Αν όμως την αναζητήσεις θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, γιατί μόνο αυτοί είχαν για δάσκαλό τους στην αγάπη, την αληθινή Αγάπη, το Χριστό, και έλεγαν: «Αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια, κι αν έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α’ Κορ. 13, 2).

Εκείνος λοιπόν που απέκτησε την αγάπη, απέκτησε τον ίδιο το Θεό, γιατί «ο Θεός είναι αγάπη» (Α’ Ιω. 4,16).

Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν

* Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η ψυχή αποτελείται από τα εξής τρία μέρη: α) Το θυμικό (συναίσθημα), του οποίου αμαρτήματα είναι το μίσος, ο φθόνος, η ασπλαχνία κ.τ.ό. β) Το επιθυμητικό (βούληση), του οποίου αμαρτήματα είναι η φιλαργυρία, η γαστριμαργία και όλα τα σαρκικά πάθη. γ) Το λογιστικό (νους), του οποίου αμαρτήματα είναι η απιστία, η αίρεση, η βλασφημία, η υπερηφάνεια κ.τ.ό. Η υγεία της ψυχής εξαρτάται από την αρμονία στη σχέση και λειτουργία των τριών αυτών μερών της.

(Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, “Η ΑΓΑΠΗ”, Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού,
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009)

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 400 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πέμπτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα,

τὴν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτὴν ἑορτάζομεν.

δωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτόν, γύναι,

Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.

νῶ φθαρτὸ νερό, γυναίκα, ἦλθες νὰ λάβεις,

Τὸ ζωντανὸ ἀντλεῖς, ρύπους ψυχῆς μὲ τὸ ὁποῖο πλένεις.

               πως ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἕνα μεσημέρι, ὁ Χριστὸς εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἦρθε μὲ τοὺς Μαθητές Του στὴν Σαμάρεια καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν πολλὴ ὁδοιπορία κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι, ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ κούραση αὐτὴ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία, εἶναι καίρια γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ εὐαγγελίσει τὸν κόσμο, κουράσθηκε, διδάσκοντας ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ κουραστεῖ σωματικά, ὅπως καὶ ὁ Κύριός μας. Ἄλλωστε, «τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται». Μετὰ τὴν σωματικὴ κόπωση, ὁ Χριστός, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, θὰ γευθεῖ πνευματικὴ τροφή. Ἡ φυγοπονία αὐτὸ ἀκριβῶς στερεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὴν μετάληψη πνευματικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία στηρίζει καὶ εὐφραίνει τὸν ἐργάτη τοῦ καλοῦ. 

               Λίγο ἀργότερα, στὸ πηγάδι φτάνει μία γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ μὲ τὴ στάμνα της. Βλέποντάς την ὁ Κύριος, δὲν διστάζει νὰ γίνει ὁ ἐνδεής, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἔρχεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ αὐτὸ τῆς γυναίκας. Γιὰ νὰ τὴν ἀνυψώσει, καταδέχεται νὰ ταπεινωθεῖ, ζητῶντας νερὸ ἀπὸ μία γυναίκα καὶ μάλιστα Σαμαρείτιδα καὶ μάλιστα μοιχαλίδα. Στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Καλὸς Ποιμὴν παραδίδει σήμερα μαθήματα ποιμαντικῆς. Βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νὰ αἰσθάνεται χρήσιμος. Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τῆς Σαμαρείτιδας ἱκανοποιεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὴν προσεγγίσει, σπάζοντας τὸ κατεστημένο, δεδομένου ὅτι δὲν συνηθιζόταν ἄντρες νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθῶς θεωροῦνταν ὑποδεέστερες. Καλὸ θὰ ἦταν, οἱ δῆθεν προοδευτικοὶ τῶν ἡμερῶν μας νὰ γνώριζαν ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ ἔφερε τὴν πρόοδο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἦταν ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἦταν πολὺ σημαντική, ἰδιαίτερα ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ γυναίκα ἐκείνη, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς της, πιθανὸν νὰ βίωνε τὴν περιφρόνηση τῶν συνανθρώπων της. 

               Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ γυναίκα ἐξεπλάγη καὶ ἀπόρησε πῶς ἕνας Ἰουδαῖος συνομιλεῖ μὲ μία Σαμαρείτιδα. Οἱ σχέσεις Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἔχθρα, ἡ ὁποία δὲν ἔλεγε νὰ πάψει γιὰ ἕναν ἁπλούστατο λόγο: τὴν ἔλλειψη ἐπικοινωνίας. Οἱ δύο λαοὶ δὲν ἔβλεπαν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ μία ἀπρόσωπη ταμπέλα: Ἰουδαῖος, Σαμαρείτης. Ὁ Χριστὸς σήμερα πρότεινε τὴν λύση γιὰ τὴν εἰρήνευση τῶν σχέσεων: τὴν ἐπικοινωνία. Μέσῳ αὐτῆς, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀρχίζει νὰ βλέπει περισσότερο ἐκεῖνα ποὺ ἐνώνουν, παρὰ ὅσα χωρίζουν. 

               Tὴν ἀπορία τῆς γυναίκας ἀκολούθησε μία στροφὴ στὴν ροὴ τῆς συζήτησης. «Ἂν ἤξερες […] ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει «φέρε μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοὺ ἔδινε τὸ νερὸ τὸ ζωντανό», εἶπε ὁ Κύριος στὴν γυναίκα. Πρόκειται γιὰ τὴν δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία ὅποιος γεύθηκε, δὲν δίψασε ξανὰ γιὰ ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Αὐτὸ τὸ ζωντανὸ νερὸ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, βέβαιη πίστη ὅτι ὁ θάνατος καὶ κάθε δύναμη τοῦ κακοῦ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Σὲ ἀντίθεση μὲ πρίν, ποὺ ὁ Χριστὸς ζητοῦσε τὸ ἐπίγειο νερό, τώρα ἡ Σαμαρείτις ζητᾶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», χωρὶς βέβαια νὰ καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται. 

               στόσο, ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε θετικά στὸ αἴτημα τῆς γυναίκας.

Πήγαινε, φώναξε μου τὸν ἄνδρα σου, τῆς εἶπε.

Δὲν ἔχω ἄνδρα.

Σωστὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, γιατὶ εἶχες πέντε ἄνδρες καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα, δὲν εἶναι ἄνδρας σου.

Προσπάθησε ἡ Σαμαρείτιδα νὰ ἀποκρύψει τὰ ἁμαρτήματά της, ὅπως πολλοὶ στὴν Ἐξομολόγηση, ἀλλὰ ὁ Θεός, καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει πράξει ὁ ἄνθρωπος, τὰ γνωρίζει πολὺ καλά. Γιὰ αὐτό, στὴν Ἐξομολόγηση πρέπει νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Διαφορετικά, μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας μὲ πιὸ ντροπιαστικὸ τρόπο, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση. 

               Μέσα ἀπὸ τὰ ἀφοπλιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ ἄγνωστου συνομιλητῆ της, ἡ γυναίκα κατάλαβε ὅτι μάλλον εἶναι Προφήτης. Ἕναν μόνο λόγο ἄκουσε ἡ ἐλευθέρων ἠθῶν γυναίκα καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχε ἀπέναντί της ἦταν ἱερό. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, οἱ «ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ», τόσα καὶ τόσα θαύματα εἶδαν καὶ δὲν θέλησαν νὰ καταλάβουν. Ἡ ψυχή τους εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: μία πλαστὴ εἰκόνα τὴν ὁποία νὰ βλέπει ὁ κόσμος καὶ νὰ τὴν σέβεται. Ἡ ψυχή, ὅμως, τῆς γυναίκας, δὲν εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἄλλαξε ἕξι συζύγους. Ἤλπιζε ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε ἦταν κάτι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ μία σαρκικὴ σχέση, ἦταν ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, εἶχε πνευματικὲς ἀνησυχίες: «Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στὸ βουνὸ αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς λέτε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα πρέπει νὰ προσκυνοῦμε», εἶπε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: 

 Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ εἰλικρίνεια».

Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλει ὅλα. 

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι ὁ Θεάνθρωπος, ἀπὸ ταπείνωση δὲν θὰ ἔλεγε ποιός ἦταν. Ὁ Χριστὸς, ὅμως, προτίμησε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁποία ἦλθε στὴν γῆ. Ἔτσι, ἔκανε τὴν ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι (ὁ Χριστός), ποὺ σου μιλάω». 

 ἁμαρτωλή, ἀλλὰ ἄδολη γυναίκα, ποὺ γιὰ τόσα χρόνια ἦταν στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ, πίστεψε ἀμέσως. Αὐτὸ ἦταν. Ἔλαβε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Πῆγε γιὰ φθαρτὸ νερό, ἀλλὰ ἄντλησε αἰώνιο. Τὸ φθαρτὸ δὲν τὴν ἐνδιέφερε πλέον. Ἄφησε πίσω τὴ στάμνα της, μαζὶ καὶ τὶς ἁμαρτίες, καὶ ἔτρεξε νὰ γίνει Ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία Φωτεινή. 

               ν τῷ μεταξύ, ἦρθαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔφεραν τὶς τροφές. Εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους νὰ συνομιλεῖ μὲ τὴν γυναίκα καὶ κανένας δὲν Τοῦ ζήτησε τὸν λόγο. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. 

Διδάσκαλε, φάε.

γὼ ἔχω φάει τροφή, τὴν ὁποία ἐσεῖς δὲν ξέρετε. 

               Τί ἀναφέραμε στὴν ἀρχή; Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ἀπολαμβάνει ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται καὶ κουράζεται στὸν ἀμπελώνα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρὰ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ ξεφεύγουν ἀπ΄ τοὺς λύκους καὶ ἐπιστρέφουν πίσω στὴν μάνδρα.

               ν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθεῖ,  μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει ὁλόκληρη τὴν κοινωνία. Γιὰ αὐτό, ὁ Κύριος κανέναν δὲν ἀπέρριψε. Ὡς ἀποτέλεσμα, πειθόμενοι στὸ κήρυμα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, οἱ Σαμαρεῖτες ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριό μας νὰ μείνει λίγο μαζί τους. Ἔμεινε ἐκεῖ μόνο δύο ἡμέρες. Αὐτὲς ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ πλησιάσουν ὕστερα τὴν Φωτεινὴ καὶ νὰ τῆς ποῦν: «Δὲν πιστεύουμε πλέον ἀπὸ τὰ λόγια σου. Οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ ξέρουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός». 

               Εὐχή μου, αὐτὴ τὴν σωτήρια ὁμολογία τῶν Σαμαρειτῶν νὰ τὴν φυλάξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας καὶ ὄχι μόνο στὰ αὐτιά. Ἂν κάνουμε τὸ πρῶτο, ἡ ὁμολογία αὐτὴ θὰ γίνει γιὰ ἐμᾶς τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Τότε ποιά μέριμνα ἢ ποιό ψυχικὸ κενὸ θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Η ΟΥΝΙΑ: Πρόσωπο και Προσωπείο († Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός)


 Οδυνηρό «αγκάθι» στον διάλογο Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού, που μάταια πασχίζουν να το υποτιμήσουν οι δικοί μας Οικουμενιστές, είναι η ΟΥΝΙΑ.

  1. Λέγοντας «Ουνία», εννοούμε ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της (μη λατινικής) Ανατολής, την πνευματικοπολιτική υποταγή της στην εξουσία του Πάπα. Συνδέεται, δηλαδή με την επεκτατική πολιτική του Παπισμού, της συνεπέστερης έκφρασης του ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού, ο οποίος με το Κράτος του Βατικανού συνεχίζεται ως τις ημέρες μας. Βέβαια πρέπει να γίνεται κάποια διάκριση σε διάφορες φάσεις, που παρουσιάζει ιστορικά η υπόθεση της «Ουνίας». Διότι του συγκεκριμένου ιστορικού σχήματος προηγείται η ιδέα και η μεθόδευση της υποταγής της Ανατολής-και μάλιστα των Ορθοδόξων-στον Πάπα, μια μόνιμη τάση της Λατινικής Εκκλησίας μετά την διαφοροποίηση και απόσχισή της από την Ορθόδοξη Ανατολή. Εκεί, που ο άμεσος εκλατινισμός αποδεικνύεται δυσεπίτευκτος, εφαρμόζει ο Παπισμός την μέθοδο της Ουνίας, η οποία αποδεικνύεται έτσι, πανούργα επινόηση, διότι η υποταγή επιτυγχάνεται με το πρόσχημα της συνέχειας και ελευθερίας.

Η επεκτατική αυτή κίνηση του Παπικού θρόνου ονομαζομένη ΟΥΝΙΑ ή ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ στη γλώσσα μας, οφείλει το όνομά της στη λατινική λέξη UNIO (ένωση), αλλά μόλις το 1596 έλαβε στην Πολωνία επίσημα το όνομα UNIA (σλαβ. UNIJA). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε τότε, για να χαρακτηρισθεί όχι μόνο η ενωτική κίνηση με τον Πάπα, αλλά και το συγκεκριμένο σώμα (κοινότητα) των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνοδικά απεφάσισαν όχι την ολοτελή προσχώρησή τους στον Παπισμό, αλλά μόνο την αναγνώριση του Πάπα ως πνευματικής κορυφής των, διατηρώντας τα λατρευτικά και λοιπά έθιμά τους και δίνοντας, έτσι, εξωτερικά την εντύπωση της συνέχειας και παραμονής στο εθνικό πλαίσιό τους.

Η διακράτηση του «ανατολικού» ή «βυζαντινού» «ρυθμού» από τους Ουνίτες εξηγεί τα ονόματα βυζαντυνόρρυθμοι, βυζαντινού ρυθμού, ελληνόρρυθμοι, ελληνοκαθολικοί κ.ά., με τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται. Περισσότερο όμως ανταποκρίνεται στα πράγματα η ονομασία «Καθολικοί της Ανατολής», διότι οι Ουνίτες είναι ουσιαστικά παπικοί, δεχόμενοι σύνολη την παπική διδασκαλία, και μάλιστα τα δόγματα εκείνα, που διαφοροποιούν ριζικά τον Παπισμό από την Ορθοδοξία, και μόνο εξωτερικά και επιφανειακά, με την περιβολή των κληρικών τους και τα ανατολικά έθιμά τους («ρυθμός»), δίνουν την απατηλή εντύπωση, ότι παραμένουν ορθόδοξοι.

  1. Η ιδέα της Ουνίας, ως μεθόδου και τρόπου υποταγής, συναρτάται με την επεκτατική βούληση της φραγκευμένης Παλαιάς Ρώμης, συνισταμένη στην εξάπλωση και επιβολή του παπικού πρωτείου εξουσίας. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργη η διαπίστωση, ότι η Ουνία, ως ιδέα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε παράλληλα με την Ιερά Εξέταση (Inquisitio). Ιερά Εξέταση και Ουνία αποδείχθηκαν αμφιθαλείς καρποί του παποφραγκικού πνεύματος. Και η μεν Ιερά Εξέταση ανέλαβε την επιβολή της παποφραγκικής εξουσίας στα όρια της φραγκοκρατουμένης Δύσεως, η δε Ουνία επωμίσθηκε την επέκταση της θρησκευτικοπολιτικής παπικής εξουσίας στην Ανατολή. Με την Ιερά Εξέταση επιδιωκόταν η εξουδετέρωση των ανυποτάκτων στη παποφραγκική εξουσία˙ με την Ουνία, ο εκλατινισμός των αρνουμένων την κυριαρχία της Π. Ρώμης Ανατολικών. Γι’ αυτό και στην Ανατολή η υποταγή στον Πάπα, είτε ως κανονικός εκλατινισμός, είτε με την μέθοδο της Ουνίας, εκφραζόταν με το ρήμα: φραγκεύω (εφράγκευσε) ή περιφραστικά: έγινε φράγκος. Η Ουνία θα συμβαδίζει ιστορικά με την Ι. Εξέταση. Η μία, λοιπόν φωτίζει το ρόλο της άλλης.

Η συνοδική, δηλαδή «εκκλησιαστική», καταξίωση της Ιεράς Εξετάσεως, η θεσμοποίησή της, έγινε διαδοχικά επί Ιννοκεντίου Γ΄ (1198-1216) στα έτη 1205, 1206, 1212 και κυρίως στη δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215), ολοκληρώθηκε δε το 1233 επί πάπα Γρηγορίου Θ΄. Από την εποχή δε του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) θεσμοθετήθηκε (αναγνωρίσθηκε εκκλησιαστικά) και η χρήση των βασανιστηρίων (1252) ως ανακριτικού μέσου. Η δράση της Ι. Εξετάσεως επεκτάθηκε στην Ιταλία, Ν. Γαλλία, Ισπανία, όπου υπήρχε ακμαιότερο ρωμαϊκό στοιχείο και λιγότερο στην Αγγλία και Γερμανία. Καταδιώχθηκαν συστηματικά Ιουδαίοι, Μωαμεθανοί, «αιρετικοί» (δηλαδή χριστιανοί-ρωμαίοι) και αργότερα Προτεστάντες. Την «επιστροφή» και αυτών στον Παπισμό ανέλαβε η Ιερά Εξέταση.

Ο Ιννοκέντιος Γ΄, μία δυναμική, αλλά κοσμικού φρονήματος μορφή, είναι πνευματικός πατέρας της Ουνίας, όπως και της Ιεράς Εξετάσεως, αφού αυτός περιέβαλε με την «εκκλησιαστική» καταξίωση και τις δύο. Λίγα χρόνια πριν (1204) είχε αλωθεί και καταστραφεί η Κωνσταντινούπολη από τις ορδές των φράγκων σταυροφόρων, με την ευλογία και υποστήριξη του ίδιου Πάπα. Αυτό που δεν πέτυχε η δύναμη των όπλων και ο βίαιος εκλατινισμός ανέλαβε να το επιτύχει η μέθοδος της Ουνίας, ενεργώντας ως μηχανισμός απάτης και «δούρειος ίππος» μεταξύ των ανατολικών χριστιανών.

Το κείμενο του σχετικού κανόνος είναι το ακόλουθο: «Εάν σε κάποια περιοχή ζουν διάφορα έθνη με διαφορετικές γλώσσες και εκκλησιαστικούς ρυθμούς (Ritus), ο επίσκοπος να εκλέξει άξιους άνδρες, οι οποίοι θα τελούν για κάθε μία εθνότητα τη θεία λατρεία στη γλώσσα και το ρυθμό της».

Στο ίσιο πνεύμα κινήθηκε και η βούλα του Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) στα 1254, η οποία και πάλι έκανε δεκτά τα έθιμα των ανατολικών, με σκοπό όμως την βαθμιαία κατάργησή τους και τον πλήρη εκλατινισμό τους.

  1. Οι πρώτοι αληθινοί Ουνίτες είναι οι ενωτικοί του Βυζαντίου, που υπέγραψαν και αποδέχθηκαν την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439), μένοντας με την αυταπάτη, ότι διατήρησαν τη συνέχειά τους και την ορθόδοξη παράδοσή τους. Εδώ δε, πρέπει να σημειωθεί, ότι η Ουνία δεν εξυπηρετεί μόνο τον Παπισμό, που μέσω αυτής επιτυγχάνει ευκολότερα τη διείσδυσή του, αλλά δίνει ένα άλλοθι και στους δικούς μας δυτικίζοντες-ενωτικούς για να αποφεύγουν τη μομφή του προδότη των πατρίων. Με το πρόσχημα της διατηρήσεως των εξωτερικών τύπων καλύπτουν την απεμπόληση της παραδόσεως και του εθνισμού τους.

Η Ουνία συνδέθηκε στην ιστορική εφαρμογή της με ένα δογματικό μινιμαλισμό. Αυτό, δηλαδή, που απαιτήθηκε από τη Ρώμη ήταν η αποδοχή των παπικών δογμάτων (πρωτείου και αλαθήτου) Αυτό σημαίνει αποδοχή του παπικού θεσμού, που αποτελεί την απόλυτη βάση του παπικού οικοδομήματος. Βέβαια, όπως ήδη έχει λεχθεί, οι Ουνίτες τελικά καταφάσκουν όλα τα δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας, μένοντας μόνο τυπικά-εξωτερικά συνδεδεμένοι με την ορθόδοξη παράδοση. Σωτηρία όμως για τον Παπισμό είναι ουσιαστικά η αναγνώριση του Πάπα, δείγμα της αντιεκκλησιαστικότητάς του. Η σκοπιμότητα, μάλιστα, που κυριαρχεί στην περίπτωση των Ουνιτών, φαίνεται και από το γεγονός, ότι ενώ ο λατινικός κλήρος ακολουθεί την υποχρεωτική αγαμία, στους κληρικούς των Ουνιτών θα επιτραπεί να είναι νυμφευμένοι, για να διευκολύνεται προφανώς ο εξουνιτισμός. Συμπερασματικά, λοιπόν:

Η Ιερά Εξέταση συνδέεται με την αρχή της αλάθητης ηγεσίας (αλάθητο του Πάπα, Infallibilitas), που θεμελιώθηκε «δογματικά» από τον κορυφαίο σχολαστικό του μεσαίωνα Θωμά Ακινάτη (†1274). Το υπόβαθρο του παπικού αλαθήτου είναι η φραγκική ερμηνεία και χρήση της περί προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου, σε πλαίσια κοσμικά-πολιτικά. Η Ουνία απορρέει από την απαίτηση επιβολής του άλλου βασικού παπικού δόγματος, του πρωτείου εξουσίας, μέσα στον χριστιανικό κόσμο. Συγκεκριμενοποιείται και δραστηριοποιείται τον 16ο αιώνα, διότι τότε έλαβε χώρα γεγονός τεράστιας σημασίας: Γένεση του Προτεσταντισμού (1517). Ο Παπισμός αναζήτησε στήριγμα στην Ανατολή, για να εξισορροπηθεί η αμφισβήτησή του στη Δύση.

Η Ουνία και η Χριστιανική Ανατολή

  1. Η Ουνία δεν είναι, ούτε μπορεί να νοηθεί, ως ένα «ενδιάμεσο σώμα» μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Είναι ένα κομμάτι του Παπισμού, αποτελούμενο από γεωγραφικά και μόνο «ανατολικούς» χριστιανούς, πλήρως ενσωματωμένους στη Λατινική Εκκλησία. Πολύ ορθά χρησιμοποιείται και γι’ αυτούς, όπως για τους Προτεστάντες, ο χαρακτηρισμός «η κατ’ ανατολάς Δύσις». Το μόνο κοινό με την Ορθοδοξία είναι ο «ρυθμός» τους.

Η Ουνία παραμένει πάντοτε, κατά την πατριαρχική Εγκύκλιο του 1838, «μέθοδος απόκρυφος και όργανον καταχθόνιον, δι’ ου παρασύρουσι τους ευήθεις και ευαπατήτους προς τον Παπισμόν». Ουνία και Παπισμός ταυτίζονται. Οι Ουνίτες, μάλιστα, στηρίζουν τον παπικό θεσμό με φανατισμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ανάμεσα στους τελευταίους υπάρχουν και κάποιοι, που κατορθώνουν να αποδεσμευθούν από τον «παπικό μυστικισμό», που έντεχνα καλλιεργείται, ιδιαίτερα στα κατώτερα λαϊκά στρώματα, και ασκούν μία, υποτυπώδη έστω, κριτική στον Πάπα (βλέπε π.χ. λατινική Αμερική). Οι Ουνίτες όμως από τον παπικό θεσμό εξαρτούν την ύπαρξή τους και γι’ αυτό αποβαίνουν οι σκληρότεροι υποστηρικτές του Πάπα. Γι’ αυτό, ενώ σε παλαιότερες εποχές η Ρώμη ευχάριστα δεχόταν, ή και βοηθούσε, την αφομοίωση των Ουνιτών, σήμερα αποτρέπει την αφομοίωσή τους και ευνοεί τη διατήρησή τους. Διότι χρησιμοποιεί την αφοσίωσή τους, για να αποκαθιστά το κλονιζόμενο κύρος του Πάπα στη Δύση. Οι Ουνίτες σήμερα αναγκάζονται να κρατούν τα θρησκευτικά έθιμα της χώρας τους, οι ΄Ελληνες της Ελλάδος, οι Σύριοι της Συρίας κ.ο.κ., με το πρόσχημα της «καθολικότητος της Εκκλησίας», δηλαδή του Παπισμού, που εμφανίζεται έτσι ως παγκόσμια «δύναμη».

Η αποκοπή των Ουνιτών ολοσχερώς από το σώμα των Ορθοδόξων ήταν κοινή συνείδηση για τους ορθοδόξους πιστούς σε παλαιότερες εποχές, όταν τα πνευματικά αντανακλαστικά ακόμη λειτουργούσαν κανονικότερα. Γι’ αυτό όχι μόνο τους Λατίνους, αλλά και τους Ουνίτες, δεν τους ονόμαζαν ο λαός και λόγιοι θεολόγοι, ως τον 19ο αιώνα, Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά παπικούς ή παπιστές και Κατόλικους, ως μετάφραση του Ιταλικού Catolico. Ο ορθόδοξος λαός είχε συνείδηση του περιεχομένου του όρου «Ρωμαίος» και «καθολικός», που και τα δύο σημαίνουν «ορθόδοξος». Ως προς την ουσία τους δε, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (†1444) τους αποκαλούσε «Γραικολατίνους» και «μιξόθηρας ανθρώπους». Η επέκταση του Οικουμενισμού επέφερε σύγχυση και στη χρησιμοποιουμένη ορολογία, ώστε να είναι ανάγκη σήμερα να ξεκαθαρισθούν και πάλι τα πράγματα.

Η Ουνία εντάχθηκε την κατάλληλη ιστορική στιγμή στην υπηρεσία των πολιτικών σχεδίων του παπικού κράτους (ως το 1929) και μετά του Βατικανού (ως κολοβωμένου γεωγραφικά παπικού κράτους), αλλά και των εξαρτωμένων από τη Ρώμη ή συνεργαζομένων μαζί της ρωμαιοκαθολικών Ηγετών και Κυβερνήσεων. Γι’ αυτό η παρουσία και ο ρόλος της δεν είναι ποτέ αμιγώς θρησκευτικός, αλλά θρησκευτικοπολιτικός. Και όταν ακόμη δεν αναμειγνύονται φανερά σε πολιτικές ίντριγκες οι Ουνίτες, και μόνο η ύπαρξή τους διευκολύνει τα επεκτατικά πολιτικά σχέδια του Παπισμού και των συμμάχων του. ΄Ετσι, ο χαρακτηρισμός «πολιορκητική μηχανή», για την Ουνία δεν είναι καθόλου έξω από τα πράγματα.

  1. Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής της ιδέας της Ουνίας και της συγκροτήσεως ουνιτικών κοινοτήτων η κίνηση αυτή ανατέθηκε στην εποπτεία και καθοδήγηση του τάγματος των Ιησουϊτών των συνεπεστέρων θεραπόντων της παπικής εξουσίας ∙ αν επιτρέπεται ο όρος, των «καταδρομέων» του Παπισμού. Το Ιησουϊτικό Τάγμα ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1540 και σ’ αυτό περιήλθε η «Sacra Congregatio de propaganda fidei» (1622), στην οποία εντάχθηκε η Ουνία. Ως παράρτημα της παραπάνω «Congregatio» ιδρύθηκε η «Congregatio pro Ecclesia Orientale», που από το 1917 έγινε αυτοτελής οργανισμός, για την προώθηση της παπικής προπαγάνδας στο χώρο της Ανατολής. Σ’ αυτήν τελικά υποτάχθηκε η Ουνία έκτοτε και σ’ αυτή τη σχέση παραμένει ώς σήμερα. Η εξάρτηση της Ουνίας από το Ιησουϊτικό Τάγμα την κατέστησε «δίχτυ» του Ιησουϊτισμού για την προώθηση των συμφερόντων της Ρώμης. Καλλίνικο θύμα του Ιησουϊτισμού και της Ουνίας υπήρξε ο μαρτυρικός Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις (†1638), διότι αντιτάχθηκε στα σχέδια και των δύο. Και φυσικά δεν ήταν το μόνο θύμα τους στην ελληνική Ανατολή.

Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ίδρυσε το 1577 στη Ρώμη το Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, θεολογική Σχολή για την κατάρτιση των στελεχών της Ουνίας, που θα ανελάμβαναν δραστηριότητα στις ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ενετοκρατούμενων περιοχών. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου αυτού υπέγραφαν κατά την αποφοίτησή τους Βούλα υποταγής στον Πάπα και απέβαιναν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες της υποταγής των Ορθοδόξων στη Ρώμη. Η δράση τους υπήρξε καταλυτική για την Ορθοδοξία. Χρησιμοποιώντας μάλιστα πρώτοι αυτοί την καθομιλουμένη γλώσσα στα έντυπά τους αποκτούσαν μεγάλες δυνατότητες προσβάσεως στον απλό λαό. Γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πιστό στον εθναρχικό του ρόλο, υιοθέτησε αμέσως το ίδιο μέτρο, για να πληροφορεί το πλήρωμά του.

  1. Δεν περιορίσθηκε όμως στα πνευματικά μέσα η δράση της Ουνίας. ΄Οπου η τοπική κρατική εξουσία ήταν φιλοπαπική, χρησιμοποιήθηκε και η ωμή βία για την υποταγή των Ορθοδόξων. Αυτό συνέβη στην Πολωνία στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ΄ (1587-1632) επέβαλε την Ουνία στους Ορθοδόξους της Πολωνίας, όπως και σ’ εκείνους της Λιθουανίας και Ουκρανίας, με βίαιο τρόπο, ύστερα από την ουνιτική σύνοδο του Βρεστ-Λίτοβσκ (1596). Κάθε αντίδραση αντιμετωπίσθηκε με τη βία από τους Λατίνους και τους Ουνίτες Κληρικούς και σημειώθηκε σωρεία εγκλημάτων. Στην παραπάνω σύνοδο όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι υπέγραψαν την ένωση και εκατομμύρια Ορθόδοξοι έγιναν αναγκαστικά Ουνίτες. Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι υπέστησαν πρωτοφανείς διωγμούς. Παράλληλα η Ουνία επεκτάθηκε στη Ρουθηνία (Καρπαθορρωσία) τον 17ο αι. (1646), στη Σλοβακία (1649), στη Τρανσυλβανία (1698/99), και γενικά, όπου υπήρχε ορθόδοξο πλήρωμα (Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία, Γεωργία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ελλάδα).

Αλλά και στη Μέση Ανατολή εισέδυσε ο Παπισμός δια της Ουνίας, εκμεταλλευόμενος τις κατά καιρούς τοπικές διαμάχες εκκλησιαστικών μερίδων, την αμάθεια του τοπικού Κλήρου, τις περιπέτειες του λαού και τα δημιουργούμενα κενά. Μέσω της Ουνίας προσφερόταν «προστασία» των ισχυρών της Ευρώπης, όπως ακόμη άρτια ποιμαντική, εκπαιδευτική και οικονομική οργάνωση.

Η Ουνία στους τέσσερις τελευταίους αιώνες δραστηριοποιήθηκε και στις «αντιχαλκηδόνιες» Εκκλησίες της Ανατολής (Αιθιοπική, Αρμενική, Κοπτική, Μαλαμπαρινή, Συροϊακωβιτική). Ακόμη εισέδυσε στην Ασσυριακή Νεστοριανική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η Χαλδαιοκαθολική Εκκλησία της Μέσης Ανατολής, με πιστούς στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α.

Οι ανακατατάξεις στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην τέως Σοβιετική ΄Ενωση, έδωσαν την ευκαιρία στο Βατικανό να σπεύσει για την κάλυψη των δημιουργουμένων κενών μέσω της Ουνίας. Η κίνηση, μάλιστα, και προβολή της Ουνίας συνοδεύεται από την έντεχνα εξαπλούμενη παπική προπαγάνδα, ότι οι Ουνίτες υπήρξαν θύματα της κομμουνιστικής θηριωδίας και με την αντίστασή τους συνέβαλαν στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και είναι μεν γεγονός, ότι και οι Παπικοί ή Ουνίτες είχαν, όπως και οι Ορθόδοξοι και οι άλλοι Χριστιανοί, τα θύματά τους από το 1917 ως την Περεστρόϊκα. Αποσιωπάται όμως έντεχνα η συνεργασία Παπικών και Ουνιτών με τις ναζιστικές δυνάμεις και η προδοσία απέναντι στην πατρίδα τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που προκάλεσε τη μήνη του Στάλιν και τις εναντίον τους ενέργειές του. Οι Ορθόδοξοι επωμίσθηκαν το μεγάλο βάρος της υπερασπίσεως της Σοβιετικής Ενώσεως από τις ορδές των Ναζιστών, τους οποίους, λόγω του κογκορδάτου του Πάπα Πίου ΙΑ΄ με τον Χίτλερ (1933), δέχονταν ως φίλους και συμμάχους οι Παπικοί και Ουνίτες της Σοβιετικής Ενώσεως και των άλλων ανατολικοευρωπαϊκών Χωρών.

Και είναι μεν γεγονός, ότι με τη σύνοδο του Λβόβ (Μάρτιος 1946) ο Στάλιν εκδικήθηκε τους Ουνίτες αναγκάζοντάς τους στην Ουκρανία να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα και τον αιφνιδιασμό της Περεστρόϊκα οι Ουνίτες της Ουκρανίας αναδύθηκαν και πάλι προκλητικά, καθοδηγούμενοι από το Βατικανό, και όχι μόνο προέβαλαν με έντονο τρόπο τις διεκδικήσεις τους, δημιουργώντας αφόρητες καταστάσεις στους Ορθοδόξους, αλλά με φανερή μνησικακία και εκδικητικότητα προέβησαν σε βιαιοπραγίες και βανδαλισμούς (με ανθρώπινα θύματα). ΄Ετσι φάνηκε για μια ακόμη φορά το μίσος των Ουνιτών εναντίον των Ορθοδόξων και ο ξενοκίνητος ρόλος τους. Διότι, προφανώς, δεν πρόκειται για αυθόρμητες και απροϋπόθετες εκρήξεις, αλλά για εντολές του Βατικανού, που ενθάρρυνε τους Ουνίτες και ετόνωσε την προκλητικότητά τους, βιάζοντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις. Κατά γενική ομολογία τα νήματα κινούν ο Πάπας και η Κούρια από τη Ρώμη. Το Βατικανό συνεχίζει, έτσι, την μακραίωνη πολιτική του έναντι της ανυπότακτης Ορθοδοξίας, επιλέγοντας και πάλι το θρασύτερο και αποτελεσματικότερο όπλο εναντίον τους, την φανατισμένη Ουνία. Πίσω από τα επίπλαστα χαμόγελα και τους ασπασμούς των οικουμεν(ιστ)ικών σχέσεων ο Παπισμός δεν αλλάζει διαθέσεις και στόχους.