† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΓΚΩΜΙΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου)

 


Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου

α. -Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι τοῦ φωτός. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.
Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.

β. – Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του;
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ἑπτά παίδωνκαί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια;

γ. – Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.
Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε… (Ματθ. 11, 18-19).
Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.
Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου.
Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

δ. – Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο,ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη(Ματθ. 14,3-5).

.Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἡρώδης, γιατί ἡ συνωνυμία συγχέει τά πράγματα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερόμαστε στό σωστό πρόσωπο. Πρόκειται γιά τόν Ἡρώδη τόν τετράρχη. Γιατί ὁ πατέρας του Ἡρώδης, ὁ φονιάς τῶν νηπίων, εἶχε πρό πολλοῦ πεθάνει.
Γιατί ὅμως τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναίκα του, τήν κόρη τοῦ βασιλιά Ἀρέτα, καί συζοῦσε παράνομα μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου. Θά μποροῦσε βέβαια νά τήν παντρευτεῖ νόμιμα στήν περίπτωση πού αὐτή δέν εἶχε παιδιά ἀπό τόν ἀδερφό του, ὥστε νά τοῦ χαρίσει κληρονόμους, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος. Ἀλλά ἀφοῦ δέν ἦταν ἄτεκνη δέν μποροῦσε. Εἶχε μιά κόρη πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Ἡρωδιάδα, τό γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τό διαβολικό ὄργανο τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς της. Γιά αὐτό λοιπόν δίκαια τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Ὁ ἔλεγχος ὅμως δέν ἦταν ὑβριστικός καί δέν γινόταν γιά νά τραυματίσει τήν ψυχή καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά ἦταν ὑπόμνηση, πού εἶχε σκοπό τή θεραπεία.
Τί τοῦ ἔλεγε λοιπόν τοῦ Ἡρώδη; Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μ’ αὐτήν. Τοῦ θυμίζει τή θεία νομοθεσία σάν νά τοῦ λέει: “Κύτταξε καί μάθε τί σοῦ παραγγέλλει ὁ Νόμος: Ἄν μένουν μαζί δυό ἀδερφοί καί πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, χωρίς νά ἔχει ἀποκτήσει παιδιά, δέν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα νά παντρευτεῖ ξένο ἄνθρωπο. Θά τήν παντρευτεῖ ὁ ἀδερφός τοῦ πεθαμένου συζύγου της καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά πάρει τό ὄνομα τοῦ πεθαμένου καί ἔτσι δέν θά χαθεῖ μέσα ἀπό τό Ἰσραήλ τό ὄνομά του(Δευτ. 15,5). Αὐτά σοῦ λέει ὁ νόμος. Ἐσύ ὅμως πῆρες τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου πού ἔχει παιδί. Νά μήν παραβεῖς λοιπόν τόν ὅρο πού ἔβαλε ὁ νομοθέτης. Οὔτε τή βασιλική σου πορφύρα νά μολύνεις μέ ἀνεπίτρεπτη αἱμομιξία. Οὔτε πάλι νά φανεῖς αἴτιος παρανομίας ἐσύ πού πρέπει νά δίνεις στούς ὑπηκόους σου τό παράδειγμα τῆς πρόθυμης καί εὐχάριστης ὑποταγῆς στούς νόμους. Καί ἄν πέσεις σ’ αὐτό τό λάθος θά τιμωρηθεῖς, γιατί τιμωροῦνται πολύ πιό αὐστηρά ὅσοι βρίσκονται σέ μεγάλα ἀξιώματα.

ε’. – Αὐτός ὅμως ἐπειδή, μόλις πῆρε τήν ἐξουσία, ξέχασε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὀργίστηκε, ἄναψε ἀπό θυμό καί δέν δέχθηκε τόν ἔλεγχο. Δέν μιμήθηκε τό Δαυίδ, ὁ Ὁποῖος τότε πού ἐλέγχθηκε ἀπό τόν προφήτη Νάθαν γιά τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, εἶπε ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό: «Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β’ Βασ. 12-13). Καί ὁ Κύριος γιά τήν ταπείνωσή του τοῦ συγχώρεσε τό ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὁ Ἡρώδης ἀφοῦ συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν ἔδεσε καί τόν ἔριξε στή φυλακή (Ματθ. 14,3). Συνέλαβε ἐκεῖνον πού ζοῦσε τήν ὕψιστη ἐλευθερία μέ τήν ἅγια ζωή του, αὐτός πού ἦταν αἰχμαλωτισμένος στό πάθος τῆς ἀσέλγειας. Ἔβαλε δεσμά σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἀπελευθερωμένος ἀπό ὅλα, ζώντας ἔξω ἀπό κάθε ἐμπαθή σχέση, αὐτός πού ἦταν δεμένος μέ τά μαγικά δεσμά τῆς ἀκολασίας. Ἔβαλε στή φυλακή τόν φύλακα καί κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός πού στήν πράξη ἦταν βουτηγμένος στήν ἀκαθαρσία. Ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου (Ματθ. 14,9). Γιά τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν ὅμοια στό ἦθος μέ τή Δαλιδά, πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή παρότρυνε αὐτόν πού μοιραζόταν μαζί του τό κρεββάτι -καλύτερα θά λέγαμε τόν παράνομο ἔρωτα- νά μανιάσει κατά τοῦ Ἰωάννη. Δέν μπορῶ, τοῦ λέει, βασίλισσα ἐγώ, νά γελοιοποιοῦμαι ἀπό τό γιό τοῦ Ζαχαρία. Φυλάκισε τή γλώσσα πού μοῦ τσακίζει τά κόκκαλα. Μαχαίρωσε ἀμέσως αὐτόν πού τά λόγια του σάν βέλη μοῦ πληγώνουν τήν ψυχή. Κι ἐνῶ ἤθελε νά τόν θανατώσει, δέν τό ἔκανε, γιατί φοβότανε τό λαό, πού θεωροῦσε καί σεβόταν τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη (Ματθ. 14,5). Γιατί δέν μποροῦν οἱ κυβερνῆτες, ὅταν θέλουν νά κάνουν κάτι παράνομο νά τό ἐπιτελέσουν ἀμέσως μόλις τό ἐπιθυμήσουν γιά δυό λόγους: Πρῶτον γιατί ντρέπονται καί φοβοῦνται τούς ὑπηκόους τους, καί δεύτερον γιατί περιμένουν μέχρι νά βροῦν τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κάνουν ἀκίνδυνα πράξη τό μίσος τῆς ψυχῆς τους.

στ – Ἐνῶ λοιπόν γιορτάζανε τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, βγῆκε στή μέση καί χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας.Ἄρεσε πολύ στόν Ἡρώδη, γι’ αὐτό καί ὁ Ἡρώδης ὁρκίστηκε νά τῆς χαρίσει, ὅ, τι τοῦ ζητήσει (Ματθ. 14,6).
Τήν ἡμέρα πού ἔπρεπε νά δοξάσει τό Θεό γιατί τόν ἔφερε στό φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, τότε προτίμησε τά ἔργα τοῦ σκότους. Αὐτή ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφορμή γιά πνευματική εὐφροσύνη καί ὄχι γιά χορούς καί μάλιστα γυναικείους μπροστά σέ ἄνδρες. Τί γεννήθηκε ἀπ’ αὐτόν τό χορό; Ὁ ὅρκος. Καί ἀπ’ αὐτόν; Ὁ φόνος. Ξερίζωσε τήν κακία καί δέν θά βλαστήσει ἀνομία. Ἄν ὅμως ριζώσει ἡ κακία, ἀσφαλῶς θά καρπίσει, δηλαδή θά φθάσει μέχρι τήν πράξη. Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας στή μέση τῶν καλεσμένων καί ἄρεσε στόν Ἡρώδη. Τί ἄλλο θά μάθαινε ἀπό τή μάνα της ἡ πορνοδασκαλεμένη κόρη, παρά τό νά χορεύει προκλητικά, καί νά ’ναι τόσο ἀσκημένη στό χορό ὥστε νά ἀρέσει πολύ στόν Ἡρώδη; Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο ὅτι θά τῆς ἔδινε ὅ, τι τοῦ ζητοῦσε. Τόσο ἀπερίσκεπτα τρέχει ἡ γλώσσα αὐτῶν πού ἔχουν ξωκείλει στά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε ξεστομίζουν ἐναντίον ὁποιουδήποτε, χωρίς σκέψη, ὅ, τι τούς ἔρθει στό μυαλό. Αὐτή, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πέτυχε τόν ἀποτρόπαιο ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη, πού ἀπό καιρό πάσχιζε νά πετύχει ἡ φιδογέννα Ἡρωδιάδα. Καί ὅπως φαντάζομαι θά εἶπε, ἀφοῦ πρῶτα καλόπιασε τήν κόρη της: Νά παιδάκι μου, ἡ εὐκαιρία πού ζητάγαμε. Κατάφερες μέ τά πόδια σου νά μοῦ προσφέρεις ἐκεῖνο πού ποθοῦσα. Σταμάτησες τόν πόνο μου μέ τό περίτεχνο τραγούδι σου. Ἄς θάψουμε στή γῆ αὐτόν πού μᾶς ἐλέγχει. Πήγαινε γρήγορα νά πεῖς στόν Ἡρώδη: Δῶσε μου τώρα ἀμέσως, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (Ματθ. 14,8).

Ὤ παθιασμένη καί φονική ἀπαίτηση! Ἐνῶ δέν εἶχε κάν τό δικαίωμα νά σκεπτεται καί νά ἀπολαμβάνει τό φονικό θέαμα ξεπέρασε κάθε ἄλλον σέ σκληρότητα.Ὤ μανιασμένη φόνισσα! Δέν ἀρκέστηκες μόνο στήν καρατόμηση ἀλλά διαπραγματεύτηκες νά σοῦ φέρουν τήν ἅγια κεφαλή σέ πιατέλα. Ὤ ἀνόσια καί ἀκόλαστη! Ἡ θηριωδία σου ξεπερνάει καί τήν αἱμοχαρή Ἰεζάβελ

ζ’.-.Λυπήθηκε, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ὁρκιστεῖ καί εἶχε ὑποσχεθεῖ μπροστά στούς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Ἔστειλε τότε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή πάνω στήν πιατέλα καί τήν πρόσφεραν στήν κόρη καί αὐτή στή μάνα της (Ματθ. 14,11).
Ὤ κακό τέλος διαβολικῆς προετοιμασίας! Ποιός ἔμπηξε τό θανατερό ξίφος στήν ἱερή Κεφαλή; Ἕνας ἄνομος ὑπηρέτης, πού σάν ἄλλος Δωήκ δέν μιμήθηκε ἐκείνους τούς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι μέ φρόνηση καί ἀνδρεία ἀντιστάθηκαν στόν βασιλιά Σαούλ, τότε πού τούς διέταξε νά φονέψουν τούς προφήτες τοῦ Θεοῦ. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή τοῦ Ἰωάννη πάνω στήν πιατέλα…
Τί νά τό ὀνομάσουμε αὐτό τό φαγοπότι, συμπόσιο ἤ φονευτήριο; Τί νά ἀποκαλέσουμε τούς κρασοκυβέρνητους προσκαλεσμένους,ὁμοτράπεζους ἤ αἱματοβαμμένους;
Ὤ πρωτόγνωρο θέαμα! Ὤ ἁμαρτωλό ὅραμα! Ἀπό τό ἕνα μέρος προσφέρονταν κοτόπουλα καί ἀπό τό ἄλλο φέρνανε τό προφητικό κεφάλι. Ἀπό τή μιά μεριά κερνοῦσαν πλούσια καθαρό κρασί καί ἀπό τήν ἄλλη ἔρεε μέ ὁρμή τοῦ δικαίου τό αἷμα.Ὤ πόσο φοβερό εἶναι νά τό πῶ καί πόσο φρικτό νά τό ἐκφράσω!
Καί τό ’δωσαν στό κορίτσι καί τό πῆγε στή μάνα του . Ἀλίμονο! Πόσο τρομερή ἀλλοκοτιά! Χαρίστηκε ἡ ἀτίμητη κεφαλή γιά μιά ἄτιμη πράξη, στήν καταραμένη καί βέβηλη, ἡ ἁγνή καί ἀνέγγιχτη καί ἀπ’ τούς ἀγγέλους ἀξιοσέβαστη Κεφαλή. Καί τήν ἔδωσε στήν μάνα της σάν νά τῆς πρσφερε καλομαγειρεμένο φαγητό σέ κείνη πού ὀργιαστικά σκηνοθέτησε τό θάνατο, σά νά τῆς ἔλεγε: Φάε, μανούλα μου, κρέας ἀπό τίς σάρκες ἐκείνου μού ἔζησε στή γῆ σάν ἄσαρκος. Πιέ αἷμα ἀπό τόν νηστευτή. Τώρα πιά κλείσαμε μιά γιά πάντα τό στόμα ἐκείνου πού μᾶς ἔλεγχε.

η’. -.Καί ἦρθαν οἱ μαθητές του, συνεχίζει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, πῆραν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν(Ματθ. 14,13). Πρόσεξε ἐσύ πού ἀγαπᾶς τήν ἱστορία, πῶς εἰκονίζεται ὁ ἐνταφιασμός τοῦ δικαίου καί ἀποστόμωσε τούς ἐχθρούς τῶν ἁγίων εἰκόνων σάν ἐχθρούς τῆς Ἀλήθειας. Βάλε καλά στό νοῦ σου τήν ἱστορία καί βγάλε ὠφέλιμο συμπέρασμα. Πῶς παίρνουν τό δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες ἅγιο ἀπό τήν φυλακή. Πῶς ὁ δήμιος σηκώνει σάν ἄγριο θηρίο τό ξίφος ἐνάντια τῆς ἱερῆς Κεφαλῆς. Πῶς μετά τόν ἀποκεφαλισμό προσφέρεται ἡ μυρόβλητη Κεφαλή στήν ἔξαλλη Ἡρωδιάδα. Πῶς ἀκόμα θάβεται τό ἱερό σῶμα ἀπό τά χέρια τῶν μαθητῶν του, πού ὁλόγυρα παραστέκουν δακρυσμένοι μέ πόνο πού σκίζει τήν ψυχή τους. Πῶς ἄλλος ἀγκαλιάζει τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νά συνταιριάσει τήν ἅγια Κεφαλή στό ἀκίνητο σῶμα καί ἄλλος θυμιάζοντας ψέλνει ἐπικήδειες ὑμνωδίες.
Τώρα βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τό νοῦ, ἀκροατές μου, καί βλέπω τήν ταφή τοῦ δικαίου νά γίνεται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα εἰρήνης, ὅπως ἀναφέρεται στόν Προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ.57,2). Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ’ αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά. Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.
Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπ’ ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θ’ ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.
Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα. Τέτοια λοιπόν ὅπως περιγράψαμε, εἰρηνική ἦταν ἡ ταφή τοῦ δικαίου, πρόξενος καί ἀγαλλίασης καί σωτηρίας, σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

θ. – Ἄραγε ὁ παράφρονας Ἡρώδης κατάφερε νά ξεφύγει τήν τιμωρία γιά τό ἀνουσιούργημά του στήν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ παράδοση, γι’ αὐτό τό ἀνόμημά του, ἀφοῦ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό θρόνο του καί τόν κατέσφαξαν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Θεός θέλησε νά φοβίσει καί νά νουθετήσει τούς μεταγενέστερους βασιλεῖς ὥστε νά μή διαπράξουν τέτοια ἐγκλήματα. Ἀλλά ξαναγυρίζοντας στό θέμα μας ἄς ἀναφωνήσουμε ὅπως ταιριάζει στήν παρούσα ἡμέρα.

Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μακαρίζεται γιατί θυσιάζει τό κεφάλι του γιά τήν ἀλήθεια καί ὁ παράνομος Ἡρώδης γελοιοποιεῖται καί ἐξευτελίζεται.
 Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπ’ ὅλους ἐγκωμιάζεται γιά τό σθεναρό ἔλεγχο καί ὁ παράφρονας Ἡρώδης θεωρεῖται ἄτιμος γιά τήν μοιχεία του.
 Σήμερα ἡ κεφαλή τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου προσφέρεται σφαχτάρι ἱερό πάνω στήν πιατέλα καί ἡ μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα, παρά τή θέλησή της, δέχεται τήν αἰώνια καταδίκη.
Σήμερα τό αἷμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου χύνεται γιά τήν τήρηση τοῦ θείου νόμου καί αὐτός πού ἐναντιώθηκε στόν Πρόδρομο μέ τήν παρανομία δικαιολογημένα διαπομπεύεται.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του πρός τόν Ἡρώδη ἀποκεφαλίζεται, γιά τήν τήρηση τῆς δικαιοσύνης.Ἔτσι μαθαίνουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά μή χωρίζουν τίς νόμιμες συζύγους τους καί ἀποδοκιμάζουν αὐτόν πού χώρισε τή γυναίκα του.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει πάνω στή γῆ πνευματικό ὁρόσημο καί προτρέπει ὅλους τούς ἄνδρες νά ἀρκοῦνται στή νόμιμη γυναῖκα τους καί νά μήν προχωροῦν παραπέρα.
Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί οἱ νεκροί μαθαίνουν τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
 Σήμερα οἱ οὐρανοί εὐφράνθηκαν μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, πού θυσιάστηκε γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ γιορτάζουνε μέ εὐχαριστήριους ὕμνους. Καί ἔχω τή γνώμη ὅτι καί ἐμᾶς τώρα παρακολουθεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί μᾶς ἀμείβει ὡς ὑμνητές του μέ θεία χαρίσματα.
Ἀνάμεσα στό χορό τῶν προφητῶν, σάν πρωινό ἀστέρι μεσουρανεῖ καί φωτίζει τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί πρίν ἀπ’ αὐτούς καί περισσότερο ἀπ’ αὐτούς λάμπει σάν ἥλιος μέσα στούς ἥλιους. Μέσα στούς μάρτυρες ξεχωρίζει μέ τά θαύματά του, σάν ὁλοστόλιστος μ’ ἀστέρια οὐρανός. Ἀνάμεσα στούς δικαίους στέκει περίτρανα γιά τά πολλά παθήματα πού ὑπέφερε, γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης καί ὑψώνεται πιό ψηλά ἀπό τούς κέδρους τοῦ Λιβάνου, αὐτός πού σκόρπισε σήμερα χαρά στήν οἰκουμένη.
Γιατί, ἄν θά χαροῦν πολλοί κατά τή γέννησή του, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λουκ. 2,10), πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη καί ἡ εὐφροσύνη τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, δηλαδή οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐρημίτες καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ λαϊκοί, γιατί ὅλοι ἔχουν μέρος στή χαρά πού δίνει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς πού ἐγκαταβιώνουμε σ’ αὐτό τό ἱερό μοναστήρι, ἄς ἔχομε ἀκόμα περισσότερο τίς πρεσβεῖες του, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.
Σ’ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.

Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ - Ευαγγέλιο (29 Ἀυγούστου)

 


Ευαγγέλιο κατά Μάρκον (στ'14-30)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τήν ἀκοήν Ἰησοῦ· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Ὀ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. Άλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 


--------------------------------------

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ένδοξος Βαπτιστής του Κυρίου είναι ο περισσότερο τιμώμενος Άγιος στην Ορθόδοξη παράδοση, μετά την Υπεραγία Θεοτόκο και θεωρείται ο προστάτης του Ορθόδοξου μοναχισμού. Αναρίθμητα είναι τα μοναστήρια και οι εκκλησίες που τιμώνται στο όνομά του.

Το μαρτυρικό του τέλος: Η εμφάνιση, ο ασκητικός βίος του, τα κηρύγματα και οι βαπτίσεις μετάνοιας προκάλεσαν την προσοχή του Συνεδρίου των Εβραίων που έστειλε ανθρώπους για να δει τι συνέβαινε, οι οποίοι έλαβαν ως απάντηση «φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου».

Όπως ήταν φυσικό, τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του Ηρώδη που τον στηλίτευε συνέχεια για την παράνομη συμβίωσή του με την σύζυγο του αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου, την Ηρωδιάδα.


Ο Ηρώδης φυλάκισε τον Άγιο Ιωάννη αλλά δεν ήθελε να τον θανατώσει γιατί ήξερε ότι είχε δίκιο αλλά εκτός αυτού φοβόταν και τον λαό που αγαπούσε τον βαπτιστή τους. Στα γενέθλιά του ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας τη Σαλώμη η οποία ήταν ελαφρών ηθών, να του χορέψει και της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα, η μητέρα της, που μισούσε τον Ιωάννη, βρήκε τότε την ευκαιρία που αναζητούσε όπου προέτρεψε τότε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του προφήτη Ιωάννη μέσα σ΄ ένα πινάκιο (πιάτο).

Όταν ήρθε η κεφαλή του Τίμιου Προδρόμου μπροστά της. ζήτησε αυτό το τρισάθλιο και ελεεινό γύναιο, να τρυπήσουν τη γλώσσα του Ιωάννη με μια βελόνα. Καταλαβαίνεται πόσο μισούσε η αθλιότητα της, τον Βαπτιστή για τις αλήθειες που ξεστόμιζε. Η γλώσσα έκανε ένα σπάσιμο και ακούστηκε ξανά η φωνή του Βαπτιστή που είπε δυνατά «μετανοείτε». Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμα και μετά τον Θάνατο του, προειδοποιούσε ο Άγιος Ιωάννης και Τίμιος Πρόδρομος, ο Βαπτιστής του Σωτήρα μας να μετανοούμε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει παραπάνω για την ανθρωπότητα ο Μεγάλος αυτός Άγιος;

Ο Τίμιος Πρόδρομος δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο του Κυρίου στη γη αλλά και στον Άδη. Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στον Άδη και εκεί δίδαξε και προφήτεψε και πάλι τον ερχομό του Σωτήρα μας.

Ο Άγιος Ιωάννης θα είναι ο Αρχάγγελος ταξιάρχης στη θέση του έκπτωτου εωσφόρου. Το τάγμα που θα αντικαταστήσει η ανθρωπότητα. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε σε κάποιες εικόνες του να έχει φτερά και να κρατάει το πινάκιο με την κεφαλήν του επάνω σε αυτό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.

Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.





Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Όταν λείπει ο φόβος Θεού έρχεται ο φόβος για τις δοκιμασίες

Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωση δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες.

Όσες θλίψεις υπομείνεις με ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, που κατεργάζεται μ’ αυτό τον τρόπο την ψυχή σου, τόσες άρρητες παρηγοριές θα λάβεις απ’ Αυτόν, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93:19).

«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16:33). Ο Κύριος επιβεβαιώνει, προειδοποιεί και ενθαρρύνει. Θέτει το πρόβλημα. Δίνει και τη λύση. Οι θλίψεις αναπόφευκτες. Αλλά και η νίκη του πιστού, του πιστού που γνωρίζει καλά πως «δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14:22), θα είναι ένδοξη και περίτρανη, σαν τη νίκη του Κυρίου μας, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. 6:2).

Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι’ αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50:19), γι’ αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς.

Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωση δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρη του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωση των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις… το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21:7-8).

Αν κάποιος σε προσβάλει, σε θίξει, σε συκοφαντήσει, σε βλάψει άδικα και αδικαιολόγητα με οποιονδήποτε τρόπο, μην οργιστείς εναντίον του, μη μνησικακήσεις, μην κυριευθείς από εκδικητικότητα. Αντίθετα, ταπεινώσου, κλάψε με συντριβή καρδίας και προσευχήσου ικετευτικά στον Κύριο να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Γι’ αυτές τις αμαρτίες παραχωρεί ο Θεός να σου συμβαίνουν όλα αυτά, για να ταπεινωθείς και να διορθωθείς. Πίστεψε βαθιά μέσα σου πως είσαι άξιος τέτοιας, κι ακόμη χειρότερης συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων. Και δέξου την με ευγνωμοσύνη σαν φάρμακο θεραπευτικό της άρρωστης ψυχής σου.

Υπόμεινε τώρα εδώ άδικα, για να μην υποφέρεις εκεί δίκαια. Καταδικάσου εδώ στη γη, έστω κι αν είσαι ανένοχος, για να μην καταδικαστείς αιωνίως στον ουρανό σαν ένοχος. Δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα το να εκδικηθείς αυτόν που σ’ έβλαψε. Είναι όμως αληθινός ηρωισμός, είναι ψυχικό μεγαλείο το να υπομείνεις το κακό αγόγγυστα και με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ούτε το να πάσχεις δίκαια είναι σπουδαίο. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ’ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εις τούτο γαρ εκλήθητε» (Α’ Πέτρ. 2:20-21).

Από το βιβλίο: Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 69, 72.


Ὁ Ἃγιος Φανούριος ὁ Μεγαλομάρτυς (27 Αὐγούστου)


Η Ανεύρεση της Εικόνας

Τον καιρό πού οι Αγαρηνοί κατέλαβαν την νήσο Ρόδο θέλησαν να οχυρώσουν και πάλι το όμορφο νησί και να ξαναφτιάξουν τα τείχη της πόλης, τα όποια είχαν καταστραφεί σε
πολλά σημεία από τις αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις.
Προς το νότιο μέρος του φρουρίου της πόλης πού ήτο και κατεστραμμένο υπήρχαν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια και προς τα εκεί εστράφησαν οι κατακτηταί να πάρουν πέτρες
για τις ανάγκες του φρουρίου. Πήραν λοιπόν μαζί τους και πολλούς χριστιανούς, σαν εργάτες και άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια. Εκεί μέσα ανακάλυψαν καταπλακωμένη μια
ωραιοτάτη εκκλησία και πλήθος εικόνων, πού ήσαν όμως πολύ κατεστραμμένες και δεν μπορούσε κάνεις να διακρίνει λεπτομέρειες, παραστάσεις ή γράμματα.
Ξαφνικά όμως καθώς σκάλιζαν οι εργάτες μέσα στο ναό βρήκαν μια θαυμάσια, ολοκάθαρη και άφθαρτη εικόνα, πού έμοιαζε σαν να είχε αγιογραφηθεί την ίδια ημέρα. Και αυτό
είναι μια πρόσθετη απόδειξη ότι η ανεύρεση δεν ήταν τυχαία αλλά δωρεά του Θεού. Η Εικόνα έγραφε επάνω «Άγιος Φανούριος»

fanouropita4

Στρατιωτικός και ομολογητής Χριστού

Ας εκθέσουμε λοιπόν το Συναξάρι του αγίου Φανουρίου, όπως συνάγεται από τις παραστάσεις της εικόνας του:
Στα πλαίσια, φαίνεται, ενός από τους πολλούς διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των χριστιανών, συνελήφθη και ο στρατιωτικός Φανούριος με την κατηγορία ότι δεν
σέβεται και δεν θυσιάζει στους θεούς πού επέβαλε το τότε καθεστώς. Οδηγήθηκε για το λόγο αυτό ενώπιον του αρμόδιου δικαστή, ο οποίος τον υπέβαλε σε σχετική ανάκριση.
Ο Φανούριος ομολόγησε τη χριστιανική του πίστη. Αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς και διακήρυξε αφοσίωση στον μόνο αληθινό Θεό.
Αφού ο δικαστής ανακριτής είδε την εμμονή του αγίου στην πίστη του, κατά την τακτική πού ακολουθούσαν την εποχή των διωγμών, παρέδωσε το χριστιανό ομολογητή σε δήμιους
για να τον «συνετίσουν». Πρώτο μαρτύριο ήταν κατά την εικονογραφική παράσταση το χτύπημα της κεφαλής του αγίου Φανουρίου με πέτρες εκ μέρους των δημίων. Το υπέμεινε
χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμούς, για τη δόξα του ονόματος του Κυρίου.

fanouropita5

Η οδός των μαρτυρίων

Διαπιστώνοντας ο δικαστής ότι όχι μόνο δεν κάμπτεται ο γενναίος αθλητής του Χριστού στην πρώτη αυτή δοκιμασία, αλλά με παρρησία υπομένει, δοξολογώντας τον Κύριο και 
Θεό του, δίνει εντολή να συνεχιστούν τα μαρτύρια με πιο άγριο τρόπο. Και σ’ αυτό ήταν εξασκημένοι και έμπειροι οι βασανιστές των αγίων της Πίστεως. Σύμφωνα λοιπόν με τις 
υπόλοιπες παραστάσεις της εικόνας πού βρέθηκε, ακολούθησαν τα έξης, στη μακρά οδό του μαρτυρίου του αγίου Φανουρίου:

fanouropita6

Τον ρίχνουν καταγής και τον χτυπούν με ξύλα, μαστίγια και ρόπαλα, ενώ ο μεγαλομάρτυς τα αντιμετωπίζει ημίγυμνος με καρτερία, χωρίς φωνές και ικεσίες να τον λυπηθούν. 
Η γαλήνη είναι αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Και η ψυχή του ασφαλώς θα βρίσκεται κοντά στον αρχηγό της πίστεως και τελειωτή Ιησού.

fanouropita7

Στην επόμενη παράσταση εμφανίζεται να τον έχουν κλεισμένο στη φυλακή. Όχι όμως σε ησυχία. Διότι δύο από τους φρουρούς της τον έχουν ξαπλώσει και ξεσχίζουν το σώμα του
με ειδικά σιδερένια νύχια. Αυτό ήταν ένα αυτό τα συνηθισμένα μαρτύρια στα οποία υπέβαλαν κατά την περίοδο των διωγμών τους χριστιανούς. Και αφού τους ξέσχιζαν τις σάρκες, 
έριχναν στις πληγές καυτό λάδι ή αλάτι, ή τις έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες, προκαλώντας αφόρητους πόνους και προσπαθώντας να κάμψουν την πίστη των χριστιανών.
Μετά από το μαρτύριο τούτο αφέθηκε για λίγο ο άγιος στη φυλακή, προφανώς για να ξανασκεφθεί όχι μόνο τις απειλές του δικαστή αλλά και τις υποσχέσεις του.

fanouropita8

Στην πέμπτη λοιπόν παράσταση ο φυλακισμένος άγιος Φανούριος, οντάς αποφασισμένος για το τελικό μαρτύριο, δεν σκέπτεται τιμές και αξιώματα. Προσεύχεται, ζητώντας τη 
χάρη και την ενίσχυση του Θεού, ώστε να «μείνει πιστός άχρι θανάτου».

fanouropita9

Ακολουθεί νέα προσαγωγή του ενώπιον του δικαστή, με την παρουσία φρουρών. Ανακρίνεται και πάλι. Ομολογεί με θάρρος την πίστη του. Δεν πείθεται στα επιχειρήματα της 
εξουσίας. Αντίθετα, μιλάει με πειθώ και παρρησία για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηρία πού έφερε στους ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Η όλη στάση του φανερώνει 
ότι με θάρρος αντιμετωπίζει και τα απειλούμενα νέα βασανιστήρια, αλλά και το τελικό μαρτύριο.

fanouropita10

Η συνέχεια παρουσιάζεται στην επόμενη απεικόνιση. Μέσα στη φυλακή ή το προαύλιο της ο άγιος Φανούριος εμφανίζεται δεμένος στα χέρια και τα πόδια σε κατακόρυφο ξύλο, 
ενώ δύο από τους φρουρούς δεσμώτες κατακαίνε τα πλευρά του, προκαλώντας πόνους, παρόλο πού ο μάρτυς τους υπομένει με καρτερία και από την όλη στάση του δεν δείχνει 
να τους υπολογίζει. Το πρόσωπο του είναι ιλαρό και ασφαλώς η σκέψη και η καρδιά του βρίσκονται κοντά στον Κύριο.

fanouropita11

Η υπομονή του αγίου στα μαρτύρια εξαγρίωνε όλο και περισσότερο το δικαστή, αλλά και τους δήμιους του. Και από τα ελαφρότερα τον υπέβαλαν σε πλέον επώδυνα βασανιστήρια, 
ελπίζοντας ότι στο τέλος θα δειλιάσει, θα σκεφτεί τη νεότητά του, θα καμφθεί το φρόνημά του και θα απαρνηθεί τη χριστιανική του ιδιότητα, για να κερδίσει τη ζωή του. Έτσι τον 
υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού. Τον έδεσαν δηλαδή ημίγυμνο σ’ ένα μάγκανο (τροχό) με καρφιά, ενώ και στο έδαφος είχαν τοποθετήσει αιχμηρά σίδερα πού εξείχαν προς τα 
πάνω. Καθώς λοιπόν γύριζαν το μάγκανο αυτό, ξεσχίζονταν οι σάρκες του μάρτυρα, τόσο από κάτω όσο και από τα καρφιά του τροχού. Αλλά ούτε και το φρικτό αυτό μαρτύριο τον λύγισε.

fanouropita12

Έτσι προχώρησαν στο επόμενο, όπως απεικονίζεται στην ένατη κατά σειράν παράσταση: Τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, μες στον οποίο υπήρχαν αγριεμένα και νηστικά θηρία, με 
σκοπό να τον κατασπαράξουν. Αλλ’ ώ του θαύματος! Η προστασία και χάρη του Θεού δεν επέτρεψε στα θηρία να επιτεθούν στον μάρτυρα του Κυρίου. Τού φέρθηκαν σα να ήταν 
εξημερωμένα, προκαλώντας το θαυμασμό και την απορία των δημίων και του ίδιου του δικαστή.
Ο φανατισμός τους όμως ήταν τόσο ανεξέλεγκτος, πού αντί να προβληματιστούν και να ενδιαφερθούν για την όντως αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, συνέχισαν το βασανισμό 
του αγίου Φανουρίου. Με νέο μαρτύριο: Τον ξάπλωσαν στη γη και έβαλαν πάνω στο εξασθενημένο από τα σκληρά βασανιστήρια σώμα του βαριά πέτρα, πιστεύοντας πώς αυτό 
θα έθετε τέρμα στη ζωή του. Και πάλι απατήθηκαν, αφού ο Ιησούς Χριστός, στον οποίο δεν έπαψε ο μάρτυς να προσεύχεται, τον προστάτεψε, δίνοντάς του αντοχή και δύναμη για να σηκώσει τη βαριά πέτρα.

fanouropita3

Τότε ο δικαστής κάνει μία τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια, πού παριστάνεται στην ενδέκατη ένθετη εικόνα: Δίνει εντολή και οδηγείται ο άγιος Φανούριος δεμένος μπροστά 
σε ειδωλολατρικό βωμό, παρακινείται δε για ύστατη φορά να θυσιάσει. Πλην μάταιος ο κόπος. Έπειτα από τόσα μαρτύρια και πίεση, στην οποία ανταπεξήλθε με καρτερία και 
ηρωισμό, πού μόνο στους γενναίους αθλητές της πίστεως συναντά κανείς, ήταν αδύνατο πλέον να προδώσει τον Κύριο και Θεό του για χάρη ειδώλων που ήταν «έργα χειρών 
ανθρώπων». Με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε να θυσιάσει. Στην παράσταση εμφανίζεται να κρατά αναμμένα κάρβουνα. Θα του ήταν αρκετό να τα βάλει με θυμίαμα στο 
βωμό και να θεωρηθεί έτσι ότι προσφέρει θυσία. Όμως προτίμησε να καίγονται οι παλάμες του!

fanouropita14

Η τελείωση του

Ήταν πλέον φανερό ότι ο άγιος Φανούριος δεν επρόκειτο να ενδώσει σε κανένα από τα βασανιστήρια πού είχε επινοήσει η κρατική εξουσία και εκτελούσαν με ιδιαίτερη
βαναυσότητα οι δήμιοι. Το είχε ο άγιος αποδείξει με το θάρρος της ομολογίας, με την καρτερία, με την προσευχή, με την αποφασιστικότητά του να υπομείνει ως το τέλος για τη
δόξα του Χριστού.
Απογοητευμένος και συνάμα οργισμένος ο δικαστής από την αποτυχία του να μεταστρέψει τον άγιο Φανούριο και να τον φέρει ατούς κόλπους των ειδωλολατρών, έβγαλε την
τελεσίδικη απόφασή του: Να θανατωθεί ο χριστιανός νέος διά της πυράς! Και την τελική αυτή σκηνή αναπαριστά η δωδέκατη κατά σειράν ένθετη εικόνα: Ανάβουν οι δήμιοι δυνατή
φωτιά σ’ ένα καμίνι και ρίχνουν μέσα του τον μάρτυρα του Χριστού. Κι ενώ οι φλόγες κατατρώγουν τις σάρκες του, εκείνος γαλήνιος, με τα χέρια υψωμένα σε στάση προσευχής,
ευχαριστεί τον Κύριο γιατί τον αξίωσε να μαρτυρήσει για το όνομά Του και παραδίδει την αγιασμένη ψυχή του σ’ Αυτόν, για να την κατατάξει στο ουράνιο τάγμα του «νέφους των μαρτύρων».

Η αναστήλωση του ναού του

Αφού βρέθηκε η εικόνα, ο καλός εκείνος ποιμένας και αρχιερέας του Θεού, ο Νείλος, πήγε στον ηγεμόνα της Ρόδου και ζήτησε την άδεια να ξαναχτίσει τον ερειπωμένο ναό, στον 
οποίο κατά την ανασκαφή είχε βρεθεί η εικόνα του αγίου. Ο ηγεμόνας αρχικά δεν έκανε δεκτό το αίτημα. Μπροστά όμως στην επιμονή του Νείλου υποχώρησε και έδωσε την 
συγκατάθεσή του. Τότε ο αρχιερέας ανήγειρε και πάλι τον ιερό εκείνο ναό.
Ο σωζόμενος σήμερα ναΐσκος είναι βυζαντινός, πού επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί, γνωστό με το όνομα Πιαλεντίν, προς τιμήν ομώνυμου πασά.
Σύμφωνα, τέλος, με Κώδικα (άριθμ. 1190) της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, φερμένο από τους Ιππότες, στη Ρόδο υπήρχε την εποχή τους και Μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλο μάρτυρος αγίου Φανουρίου.

ΠΗΓΗ: http://xristianos.gr

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο Άγιος Φανούριος έκανε αρκετά θαύ­ματα στους πιστούς που επικαλούνται το όνομά του κι ένα απ' αυτά είναι το ακό­λουθο:
 
Σε μια περίοδο της ιστορικής ζωής της η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη στους Λατίνους (1204 - 1669 μ.Χ.), που είχαν δικό τους Αρ­χιεπίσκοπο και γι' αυτό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παρασύρουν τους κατοίκους του νησιού στον Καθολικισμό (Παπισμό).
 
Έτσι οι Λατίνοι πήρανε σαν καταπιεστι­κό μέτρο ενάντια στην Ορθοδοξία να μην επιτρέπουν να χειροτονούνται ιερείς στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα) για να χειροτονηθούν ιερείς από Ορθόδοξο Αρχιερέα, που έδρευε εκεί.
 
Κάποια εποχή λοιπόν ξεκίνησαν απ' την Κρήτη τρεις διάκονοι για το Τσιρίγο κι αφού χειροτονήθησαν εκεί ιερείς, επέστρεφαν τρι­σευτυχισμένοι στο πολύπαθο τότε απ' τη σκλαβιά νησί τους. Κατά κακή τους τύχη Αγαρηνοί πειρατές τους συνέλαβαν στο πέ­λαγος, τους μετέφεραν στη Ρόδο, όπου τους πώλησαν σε τρεις διαφορετικούς Αγαρηνούς αφέντες.
 
Η θέση των τριών ιερέων ήταν αξιοθρή­νητη κι όμως μια γλυκειά προσμονή ήλθε να γλυκάνει το πικρό παράπονό τους. Μάθα­νε πως στη Ρόδο ο Άγιος Φανούριος θαυματουργούσε και σ' αυτόν στήριξαν τις ελ­πίδες τους κι ολοένα προσεύχονταν και τον επικαλούνταν ο καθένας τους ξεχωριστά, για να τους λυτρώσει απ' την σκληρή αιχ­μαλωσία στους μιαρούς Αγαρηνούς.
 
Ζήτησε, λοιπόν, ο κάθε ιερέας, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απ' τον αφέν­τη του, να του δώσει άδεια να μεταβεί στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οι τρεις τους μ' ευκολία την άδεια, προσκύνησαν μ' ευ­λάβεια την εικόνα του Αγίου βρέχοντας τη γη με τα δάκρυά τους γονατιστοί σαν προ­σεύχονταν και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους παρακαλούσαν τον Άγιο Φανούριο να μεσολαβήσει για να γλυτώσουν πια απ' τα χέρια των Αγαρηνών.
 
Αφού οι ιερείς αναχώρησαν, ανακουφι­σμένοι απ' τον πόνο τους, ο Άγιος Φανού­ριος παρουσιάστηκε τη νύχτα και στους τρεις αφέντες τους και τους διέταξε να ελευ­θερώσουν τους σκλάβους ιερείς τους, δια­φορετικά θα τους τιμωρούσε σκληρά. Οι Αγαρηνοί όμως άρχοντες θεώρησαν την επέμ­βαση του Αγίου σαν κάποια μαγεία, γι' αυ­τό αλυσόδεσαν τους σκλάβους τους κι άρ­χισαν να τους βασανίζουν με χειρότερο τρό­πο.  
Την άλλη όμως νύχτα ο Άγιος Φανούριος επέμβηκε πιο αποτελεσματικά, έλυσε τους τρεις ιερείς απ' τα δεσμά τους και τους υ­ποσχέθηκε, πως θα τους ελευθέρωνε από τους Αγαρηνούς την άλλη μέρα. Φανερώ­θηκε και πάλι στους Αγαρηνούς και τους απείλησε αυτή τη φορά, πως αν δεν ελευθέρωναν το πρωί τους ιερείς, θα μεταχειρι­ζότανε σκληρά μέτρα γι' αυτούς.
 
Το άλλο πρωί οι Αγαρηνοί αισθάνθησαν την τιμωρία, γιατί έχασαν όλοι το φως τους και το κορμί τους έμεινε παράλυτο. Έτσι αναγκάσθησαν τότε να συμβουλευτούν τους συγγενείς τους, για να συζητήσουν το κα­κό που τους βρήκε. Όλοι δε οι άρχοντες α­ποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς, μήπως μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Οι ιερείς την μόνη απάντηση που έδωσαν ήταν, πως αυτοί θα παρακαλούσαν τον Θεό τους κι Εκείνος θα αποφάσιζε.
 
Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό του τη συγκατάθεση τους για την απελευθέρωση των ιερέων, δεν θα ξανάβρισκαν πια την υ­γεία τους. Οι Αγαρηνοί τότε θέλοντας και μη έγραψαν το γράμμα που ζήτησε ο Άγιος Φανούριος και δήλωναν απερίφραστα, πως παραχωρούσαν, στους τρεις ιερείς την ελευ­θερία τους. Αυτές οι δηλώσεις τους κατατέ­θηκαν στον ιερό ναό του Αγίου.  
Πριν ακόμα επιστρέψει η αντιπροσωπεία των Αγαρηνών απ' το ναό, οι τυφλοί και παράλυτοι άπιστοι έγιναν εντελώς καλά με το θέλημα του Αγίου. Οι πλούσιοι Αγαρηνοί έδωσαν στους τρεις ιερείς όλα τα έξοδα του ταξιδιού τους κι αυτοί πριν αναχωρή­σουν κατέφυγαν στην εκκλησία, και αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την απελευθέ­ρωσή τους, αντέγραψαν πιστά την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στην Κρήτη, όπου την τιμούσαν κάθε χρόνο με δοξολογίες και λιτανείες.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:  ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ  ΙΔΡΥΜΑ   «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»


Τό Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἦχος δ΄.

Οὐράνιον ἐφύμνιον ἐν γῆ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, Ἀγγέλων πολίτευμα, ἄνωθεν ὑμνωδίαις, εὐφημούσι τούς ἄθλους,
κατωθεν Ἐκκλησία, οὐράνιον δόξαν ἤν εὖρες πόνοις καί ἄθλοις τοῖς σοῖς, Φανούριε ἔνδοξε



Κοντάκιον Ἦχος γ΄.

Ἱερεῖς διέσωσας αἰχμαλωσίας ἄθεου, καί δεσμά συνέθλασας, δυνάμει θεία Θεοφρον, ἤσχυνας τυράννων θράση γεναιοφρόνως, ηὔφρανας Ἀγγέλων τάξεις
Μεγαλομάρτυς, διά τοῦτο σέ τιμῶμεν, θεῖε ὁπλίτα, Φανούριε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον

Τούς ἀσπαζομένους τήν σήν σεπτήν, εἰκόνα ἐν πίστει, καί αἰτοῦντας σήν ἀρωγήν, Μάρτυς κληρονόμους, τῆς θείας Βασιλείας Φανούριε, λιταίς σου, πάντας ἀναδεῖξον.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Ἃγιοι Ἀπόστολοι Βαρθολομαῖος καί Τίτος (25 Αὐγούστου)

Ὁ Ἅγιος Βαρθολοµαῖος ὁ Ἀπόστολος (Ἀνακοµιδὴ ἱεροῦ λειψάνου του)

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολοµαῖος µαρτύρησε µὲ σταυρικὸ θάνατο στὴν Ἀρµενία. Τὸ ἅγιο λείψανό του οἱ χριστιανοὶ τὸ ἔβαλαν µέσα σὲ µία πέτρινη θήκη καὶ τὸ ἔκρυψαν στὴν Οὐρβανούπολη. Ἐπειδή, ὅµως, ἡ θήκη γιάτρευε πολλὲς ἀσθένειες, συνέρρεαν σ᾿ αὐτὴν πλήθη λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία, πέταξαν τὴν θήκη στὴν θάλασσα, µαζὶ µὲ ἄλλες τέσσερις θῆκες µαρτύρων. Τότε ἔγινε κάτι τὸ θαυµαστό. Ἡ θήκη µὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου, συνοδείᾳ τῶν ἄλλων τεσσάρων θηκῶν, ἀφοῦ πέρασαν τὴν Μαύρη Θάλασσα, τὰ στενά του Ἑλλησπόντου, τὸ Αἰγαῖο πέλαγος καὶ τὸ Ἀδριατικό, ἔφθασαν ἀριστερὰ τῆς Σικελίας, στὸ νησὶ Λιπαρά. Ἔπειτα, οἱ θῆκες ποὺ συνόδευαν τὴν θήκη τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου πῆγε ἡ κάθε µία σὲ διαφορετικοὺς τόπους τῆς Ἰταλίας. Τότε λοιπόν, ὁ Ἅγιος του Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Λίπαρος, Ἀγάθωνα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ κατέβηκε στὴν παραλία καὶ εἶδε τὴν θήκη, ἔµεινε ἐκστατικός. Μὲ σεβασµὸ τότε, συνόδευσαν τὴν θήκη µὲ τὸ ἅγιο λείψανο ἐκεῖ ὅπου θαυµατουργικὰ ὑπέδειξε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅπου κτίστηκε µεγαλοπρεπὴς ναός. Δίκαια, ἔτσι, µπορεῖ νὰ πεῖ κανείς: «Θαυµαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Θαυµαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὶς προστασίες ποὺ παρέχει στοὺς Ἁγίους Του, ποὺ εἶναι ἀφοσιωµένοι σ᾿ Αὐτόν.

Ὁ Ἅγιος Τίτος ὁ Ἀπόστολος, ἐπίσκοπος Γόρτυνος Κρήτης

Ὁ Τίτος ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή, καὶ µάλιστα ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριµένους ὅσον ἀφορᾶ τὴν µόρφωση καὶ τὸ γένος. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, µὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνεργάστηκε γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀκολούθησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν δεύτερη ἄνοδό του στὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ κατόπιν ἐπιφορτίσθηκε µὲ ἀποστολὴ στὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐπέστρεψε συνάντησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν Μακεδονία. Ἔπειτα µαζί του, περίπου τὸ ἔτος 58, πῆγαν στὴν Κρήτη, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατέστησε τὸν Τίτο ἐπίσκοπο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐγκαταστήσει σ᾿ ὅλο τὸ νησὶ πρεσβύτερους. Ἀπὸ τὴν δεύτερη πρὸς Τιµόθεον ἐπιστολὴ µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Τίτος πῆγε καὶ στὴν Δαλµατία, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν σκοπό. Ὁ Παῦλος ἔστειλε καὶ τὴν γνωστὴ πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ὁποία µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Ἕλληνας µαθητής του τιτλοφορεῖται ἀπ᾿ αὐτὸν «τέκνον» του «γνήσιον». Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐπίσης, µαθαίνουµε ὅτι ὁ Τίτος εἶχε λαµπροὺς συνεργάτες στὴν Κρήτη, δηλαδὴ τὸν Ζήνα τὸν νοµικὸ καὶ τὸν περίφηµο Ἀπολλώ. Ὁ Τίτος πέθανε στὴν Κρήτη, κατὰ τὸ ἔτος 105 µετὰ Χριστόν.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Προκληθείς ουρανόθεν προς γνώσιν ένθεον, την εν σαρκί του Δεσπότου επιδημίαν εν γη, αυτοψεί εωρακώς φωτός πεπλήρωσαι, όθεν του Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, την Κρήτην πάσαν πυρσεύεις, της ευσεβείας τω λόγο, Τίτε απόστολε μακάριε.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐξ Ἑῴας ὡς ὄρθρος ὤφθη πολύφωτος, ποντοπορήσασα ξένως Βαρθολομαῖε σοφέ, πρὸς τὴν Δύσιν ἡ σορὸς ἡ τῶν λειψάνων σου· τοῦ γὰρ Ἡλίου τῆς ζωῆς, δᾳδουχεῖ τὰς δωρεάς, καὶ σκότος παντοίων νόσων, ὁλοσχερῶς διαλύει, τῶν προσιόντων ταύτῃ πάντοτε.


Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (24 Ἀυγούστου)



«Τον Πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία». 

Καταγωγή, και εγκύκλια μόρφωση

Στο χωριό Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας γεννήθηκε ένα παιδί πού επρόκειτο να αναδειχθεί ο φωτιστής του Γένους των Ελλήνων. Ήταν το έτος 1714 όταν οι καταγόμενοι από τα
Γραμμενοχώρια της Ηπείρου και εγκαταστημένοι στο Απόκουρο γονείς του έφεραν στον κόσμο τον Κώνστα (Κωνσταντίνο) Δημητρίου η Ανυφαντή. Όταν έγινε 10 χρονών,
ένιωσε ζωηρή την επιθυμία να μάθει γράμματα. Έτσι οι απλοί αλλά ευσεβείς γονείς του τον έστειλαν στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος, όπου ο ιεροδιάκονος Γεράσιμος Λίτσικας
δίδασκε τα στοιχειώδη ελληνικά γράμματα και μαθήματα. Στη συνέχεια, εργαζόμενος άλλοτε ως δάσκαλος, ενίοτε καταγινόμενος με αγροτικές ασχολίες πληροφορήθηκε ότι στο
Άγιον Όρος, τον Άθω, είχε ιδρυθεί η «Αθωνιάδα Σχολή».


Στο Άγιον Όρος

Φλεγόμενος από ζήλο για ευρύτερη παιδεία και την επιθυμία να φανεί χρήσιμος στο «δοῦλον Γένος», αποφάσισε να αφήσει πατρίδα, οικείους και ασχολίες και να μεταβεί στο 
Άγιον Όρος, προκειμένου να φοιτήσει στη νέα Σχολή. Το έτος 1759 εκάρη μοναχός στην αθωνική Ιερά Μονή Φιλοθέου, έλαβε το όνομα Κοσμάς και ζούσε σύμφωνα με τους 
μοναχικούς κανόνες νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας. Ντυμένος με απλό ράσο, δεν είχε δεύτερο, όπως έλεγε ο ίδιος: «Δέν ἔχω μήτε ἄλλο ράσο ἀπό αὐτό πού φορῶ». 
Έτρωγε τόσο, όσο ήταν απαραίτητο για να κρατιέται στη ζωή. Έλεγε αργότερα: «Τά ἑκατό δράμια ψωμί εἶναι ἀπαραίτητα... καί εὐλογημένα. Ὅταν ὅμως τρώγω ἑκατόν δέκα, εἶναι 
περιττά καί πονηρά τά δέκα». Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ήταν ήδη 45 ετών, μορφωμένος, ώριμος, γεμάτος από αγάπη προς τον Θεό 
και έτοιμος να προσφέρει συστηματικά και ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην υπηρεσία του σκλαβωμένου Γένους. 


«Στα μικρά χωριά και τον πλατύ κάμπο»

Ο άγιος Κοσμάς, από το έτος 1760 ως τον μαρτυρικό θάνατο του το 1779, πραγματοποίησε τέσσερις (ορισμένοι μελετητές τις αριθμούν σε τρεις) περιοδείες, οργώνοντας
κυριολεκτικά ολόκληρη την ηπειρώτικη Ελλάδα, τις Κυκλάδες, τα Επτάνησα, τα Δωδεκάνησα, τις Σποράδες και τη Βόρειο Ήπειρο.
Η α΄ περιοδεία του (1760-63) περιέλαβε τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία, τον Βάλτο, τα Άγραφα και την Ήπειρο. Στο τέλος της περιοδείας αυτής
πήγε εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει τον πατριάρχη Ιωαννίκιο τον Γ΄ (1761-63) για τα αποτελέσματα του έργου του και να ζητήσει και πάλι την ευλογία και
άδειά του προς συνέχιση της αποστολής του.
Η β΄ περιοδεία κράτησε 11 χρόνια (1763-74) και κατ’ αυτήν πλην της Θράκης, της Μακεδονίας, της Αιτωλοακαρνανίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, πήγε στο Άγιον Όρος και
τις Σποράδες, από δε το Γαλαξίδι επέστρεψε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Με νέα ευλογία και άδεια του πατριάρχη Σωφρονίου Β΄ (1774-80) ξεκίνησε.
Η γ΄ περιοδεία (1774-77) πού περιέλαβε τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική, τις πόλεις Βέροια, Καστοριά, Κορυτσά, Μοσχόπολη, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο,
Τεπελένι, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Γρεβενά, Σέρβια, Δεσκάτη, Ελασσόνα, Τρίκαλα, Άρτα, Πρέβεζα, τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο και Κέρκυρα, απ’ όπου πέρασε απέναντι,
στους Άγιους Σαράντα.
Από τους Άγιους Σαράντα ξεκίνησε την δ΄ περιοδεία του (1777-79), με επίκεντρο της αποστολικής δράσεως του την Ήπειρο, και κυρίως τη Βόρειο, η οποία κατεξοχήν κινδύνευε
να αφελληνισθεί εξαιτίας των βίαιων εξισλαμισμών. Επισκέφθηκε όμως στη διάρκειά της και τις περιοχές Μοναστηρίου, Καστοριάς, Γρεβενών, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας.

Διδάχοι και φωτιστής του λαού

Όπως επισημαίνει ο μελετητής του βίου και των Διδαχών του Δρ. Ιω. Β. Μενούνος, ο άγιος Κοσμάς «...φρόντιζε συνήθως μέ τρεῖς διαδοχικές διδαχές, στόν ἴδιο τόπο, νά μεταδίδει
στούς ἀκροατές τοῦ τίς βασικές γνώσεις ποῦ ἔπρεπε νά γνωρίζουν ὡς χριστιανοί». Και ποιές ήταν αυτές; «...Στήν πρώτη διδαχή ...ἄρχιζε ἀπό τήν Δημιουργία, ἀπό τόν Θεό, τῶν
ἀγγέλων καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, προχωροῦσε στούς πρωτοπλάστους..., τήν πτώση καί τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν Παράδεισο, τήν τιμωρία τούς δηλαδή τόσο ἐδῶ στή γῆ, ὅσο καί
μετά τόν θάνατό τους, στόν ἄλλο κόσμο».
Στη δεύτερη διδαχή «διηγόταν τή γέννηση καί τή ζωή τῆς Παναγίας, τή γέννηση καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέ τό Μυστικό Δεῖπνο, τήν προδοσία τοῦ
Ἰούδα καί τήν αὐτοκτονία του», ενώ στην τρίτη διδαχή «θέμα του ήταν η Ανάσταση του Χριστού, το έργο των Αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστεως με κατάληξη
τη Δευτέρα Παρουσία, μετά την οποία οι αμαρτωλοί τιμωρούνται στην Κόλαση και οι δίκαιοι αμείβονται στον Παράδεισο».
Το επί 20ετία περίπου αποστολικό έργο του μεγάλου Διδάχου είχε τεράστια ευεργετική επίδραση στην ψυχή του ελληνικού λαού. Άνθρωποι παραδομένοι ως τότε στα πάθη, τις
κλοπές, τους φόνους, τις αρπαγές, την ανηθικότητα, την αδιαφορία περί την πίστη, όταν άκουγαν τις διδαχές του άγιου άλλαζαν τρόπο ζωής.

Ιδρυτής σχολείων και υπέρμαχος της ελληνικής γλώσσας

Ως μόνο λύση για να βγει το Γένος των Ελλήνων από την απελπιστική αυτή κατάσταση έβλεπε την ίδρυση σχολείων. Με την λειτουργία σχολείων, την καλλιέργεια της ελληνικής 
γλώσσας και την τόνωση της ορθοδόξου Πίστεως πέτυχε την αναχαίτιση των εξισλαμισμών πού είχαν προσλάβει δραματικές διαστάσεις σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού 
χώρου. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του μας αφήνει κατάπληκτους. Μες στα 20 χρόνια της αποστολικής του δράσεως πέτυχε την ίδρυση και λειτουργία τόσων σχολείων, 
πού «κανένας ποτέ δέν μπόρεσε, ἔστω καί κατέχοντας ἐξουσία ὅσα αὐτός, μέ τόσο ἀνύπαρκτα μάλιστα μέσα». Λίγο πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, έγραφε στον αδελφό του 
Χρύσανθο: «ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικά ἐποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα...» (στά ὁποῖα διδάσκονταν σχετικῶς μέσα καί ἀνώτερα ἡ στοιχειώδη 
μαθήματα ἀντιστοίχως).


Κοινωνικός εργάτης. Στύλος Ορθοδοξίας και ελληνικότητας

Επαινεί την τίμια εργασία, θεωρώντας την ως ευλογία για την απόκτηση των απαραίτητων προς το ζην. Συνιστά: «Νά βγάζετε τό ψωμί σας μέ τόν ἱδρώτα σας, διότι εἶναι
εὐλογημένο καί, ἄν θέλης, δῶσε κομμάτι ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί τοῦ πτωχοῦ• μέ ἐκεῖνο ἀγοράζεις τόν Παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Καταδικάζει όμως τις αδικίες και την τοκογλυφία
(οζούρες άσπρων): «Νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε ὅσοι ζῆτε μέ ἀδικίες καί μέ ἁρπαγές, μέ καμάτες καί μέ ὀζοῦρες ἄσπρων, διότι αὐτά ἀφωρισμένα εἶναι» (Διδαχή Α΄) και σε
περίπτωση πού από αυτά δοθεί ελεημοσύνη, «τίποτε δέν ὠφελοῦν, ὅτι φωτιά εἶναι καί σᾶς καίουν». Άλλοτε έλεγε: «Ἕνα ἄσπρο (νόμισμα) ἄδικο νά βάλης μέσα εἰς ἑκατό πουγγιά,
ὅλα τά μαγαρίζει. Ὁμοίως πάλιν νά πάρης ἕνα πρόβατο κλεμμένο νά τό βάλης μέσα εἰς ἑκατό ἡ χίλια πρόβατα, ὅλα τά τρώγει ἐκεῖνο τό κλεμμένο» (Διδαχή Γ΄). Γι’ αυτό και
προτρέπει: «Ὅσοι ἀδικήσαμε νά δίνωμε τά ἄδικα ὀπίσω».

Συμβούλευε να πάψουν τις ληστείες, πού την εποχή εκείνη διαπράττονταν ιδίως στις ορεινές περιοχές. Συνιστούσε στους χριστιανούς να αποφεύγουν τα δικαστήρια των Αγαρηνών
και κάθε μορφής μαγείες, εξορκισμούς και εμποδέματα, ότι «φωτιά βάνετε εἰς τά ὀσπίτια σας». Ιδιαίτερα μερίμνησε, με λόγια και έργα, για την προστασία των φτωχών, ορφανών,
εγκαταλειμμένων, άρρωστων και παραστρατημένων παιδιών. Και για να πετύχει στο σκοπό του, παρακινεί πλούσιους και φτωχούς να φροντίζουν αυτά τα παιδιά όπως το δικό τους,
λέγοντας: «Ἄν θέλης νά ζήση τό παιδί σου, ἐγώ νά σέ εἰπῶ πῶς νά κάμης. Νά κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα κι ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ φτωχοῦ• καί διά τό χατήρι ἐκείνου τοῦ
φτωχοῦ παιδιοῦ, χαρίζει ὁ Θεός τήν ζωήν τοῦ παιδιοῦ σου. Καί νά ἀγαπᾶς τά φτωχά τά παιδιά καλύτερα ἀπό τά ἐδικά σου...»

Από την άλλη, τονίζει και άλλα βασικά σημεία στο κήρυγμά του, με κοινωνικές προεκτάσεις. Καταδικάζει τον εγωισμό και επαινεί την ταπεινοφροσύνη. Χαρακτηρίζει την
υπερηφάνεια «πρώτη θυγατέρα του διαβόλου, στράτα οπού μας πηγαίνει εις την κόλασιν », ενώ την ταπείνωση «ὅπου εἶναι ἀγγελική, στράτα ὁπού μᾶς πηγαίνει εἰς τόν
παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Συνιστά τον αλληλοσεβασμό, την αναγνώριση των κοινωνικών ρόλων, την απόδοση τιμής και σεβασμού στους γεροντότερους, την αγάπη μεταξύ των
συζύγων κ.λπ.
Με όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, αναδείχθηκε σε κείνους τους δύσκολους καιρούς, στύλος της Ορθοδοξίας και της ελληνικότητας. Η επωδός του «ψυχή καί Χριστός σᾶς
χρειάζονται» αποτελούσε τη συνισταμένη του ιεραποστολικού του έργου. Στήριζε τις ψυχές των χριστιανών, ποδηγετούσε και ενίσχυε τον πατριωτισμό τους, προετοίμαζε «το
ποθούμενον». Υπήρξε κήρυκας της ισότητας, της αδελφότητας και της δικαιοσύνης λίγα χρόνια πριν οι τρεις αυτές έννοιες αποτελέσουν το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης
(τού 1789).

Τουρκαλβανοί, Εβραίοι και χριστιανοί τον οδηγούν στο μαρτυρικό τέλος

Όμως η 20ετής δράση του άγιου Κοσμά δεν δημιούργησε μόνο θαυμαστές και φίλους. Γέννησε και εχθρούς πού δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απήχηση πού είχε ο λόγος και τα 
έργα του στο λαό. Έγραφε ο ίδιος στον αδελφό του Χρύσανθο, στις 2 Μαρτίου του 1779: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας μέ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί 
ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι». Γιατί αυτό;
Οι Έλληνες τον αγαπούσαν, αλλά υπήρχαν και ελάχιστοι ανάμεσά τους, κοτζαμπάσηδες και ανώτεροι κληρικοί, πού θίγονταν επειδή ο άγιος στηλίτευε την προκλητική τους ζωή. 
Οι λίγοι Τούρκοι και Αλβανοί, για τον ίδιο λόγο, επειδή έλεγχε την ασυδοσία της εξουσίας τους. Οι Βενετσιάνοι και κυρίως οι Εβραίοι, επειδή ζημιώθηκαν οικονομικά από τις 
συστάσεις του να μεταφερθούν τα κατά τόπους παζάρια από την Κυριακή στο Σάββατο.
Και ο κύβος ερρίφθη. Οι Εβραίοι της περιοχής «έδωκαν πολλά πουγγία (χρήματα) εις τον πασάν, διά να τον εβγάλη από την ζωήν, όστις και συμβουλευθείς με τον χόντζαν του, 
απεφάσισε διά μέσου αυτού να τον θανατώση».

Στις 23 Αυγούστου του έτους 1779 ο φλογερός διδάχος του Γένους είχε φτάσει στο χωριό Κολικόντασι της περιοχής Βερατίου. Ενώ λοιπόν κήρυττε «τον ύστατον λόγον του», 
ενώπιον μεγάλου πλήθους λαού, έρχονται στρατιώτες του Κούρτ πασά, ο οποίος είχε ήδη πάρει «πολλά πουγγία», και χωρίς να ανακοινώσουν τίποτε στον άγιο Κοσμά, τον 
συλλαμβάνουν. «Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος πώς έχουν να τον θανατώσουν όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση 
τον δρόμον του αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριον. Έπειτα στραφείς προς τους καλογήρους, οπού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνο το ψαλμικόν· «διήλθομεν διά πυρός καί 
ὕδατος καί ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν»· και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής
του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα».

Όταν ξημέρωσε το Σάββατο 24 Αυγούστου 1779, επτά Τουρκαλβανοί στρατιώτες τον μετέφεραν στις όχθες του Άψου ποταμού. Κάτω από ένα δένδρο θέλησαν να του δέσουν τα 
χέρια. Αρνήθηκε, βεβαιώνοντάς τους πώς δεν θα αντισταθεί. Ύστερα σταύρωσε τα δύο χέρια, σα να του τα είχαν δέσει. Το τι ακολούθησε περιγράφει παραστατικά ο αναγνώστης 
Γεώργιος, τότε Ζήκο-Μπιστρέκης, πού ήταν ένας από τους μαθητές του και αυτόπτης μάρτυρας. Γράφει λοιπόν ο Ζήκο-Μπιστρέκης: «...Καθώς ἐπροσεύχονταν εὐλόγησεν τόν 
κόσμον σταυροειδῶς, καί ἐκεῖ ἦτον ἕνα δένδρον καί ἐβγάνοντας τό σχοινίον ἀπό τό ἄλογον καί καθώς ἐδέναμεν τόν θρόνον μέ τόν σταυρόν, ἔτσι τόν ἔδεσαν ἀπό τόν λαιμόν καί 
τόν ἔπνιξαν ...καί ἔτσι ἐπαρέδωσεν τήν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εὐθύς τόν ἐγύμνωσαν ἀπό ὅλα τά φορέματα ὅπου εἶχεν, ἔξω ἀπό ἕνα 
παλαιοβράκι ὅπου δέν τοῦ τό ἔβγαλαν καί τόν ἔριψαν εἰς τό ποτάμι...».

Όταν μαθεύτηκε το θλιβερό γεγονός, οι χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια να αναζητήσουν στο ποτάμι τη σορό του αγίου, «νά τόν ἐβγάλουν καί ἐγύριζαν μέ καμάκια καί μέ 
δίκτυα καί δέν τόν εὕρισκαν». Ώσπου ο ιερέας Μάρκος, «κάμνει τόν σταυρόν του καί πηγαίνει μέ τό μονόξυλον, καί ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς ἐφάνη εἰς τό νερόν ὀρθός!». Τον 
μετέφεραν στον ιερό ναό στο Κολικόντασι κι αφού τον έψαλαν, τον ενταφίασαν στο νάρθηκα της εκκλησίας, «ἀρχιερατεύοντας ἐν Βελεγράδοις Ἰωάσαφ», που ήταν παρών στην 
εξόδιο Ακολουθία.
Η πεποίθηση του λαού για την αγιότητα του μεγάλου ιεραποστόλου εκδηλώθηκε αμέσως μετά το μαρτυρικό του θάνατο: Έχτισαν εκκλησάκι προς τιμήν του στο μέρος όπου ο 
ιερέας Μάρκος ανέσυρε τη σορό του άγιου. Στο σημείο της ταφής του ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων έχτισε μεγάλο μοναστήρι στη μνήμη του άγιου Κοσμά, προς τον οποίο και εν 
ζωή έδειχνε μεγάλο θαυμασμό.


Η συναρίθμηση του στο Αγιολόγιο

Ο λαός πολύ νωρίς θεωρούσε τον ιεραπόστολο Κοσμά άγιο, του έχτιζε ναούς, παρεκκλήσια και προσκυνητάρια, του ζωγράφιζε εικόνες και συνέθετε Ακολουθίες, η διοικούσα
Εκκλησία άργησε να προβεί στην επίσημη συναρίθμηση του στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο. Αυτό συνέβη το έτος 1961. Όπου η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου κάθε έτους.


Πηγή: xristianos.gr


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας, τὴν Ἐκκλησία, ζηλωτὴς τῶν Ἀποστόλων γενόμενος· καὶ κατασπείρας τὰ θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. 
Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.